Ὁ κατὰ τοῦ Πέτρου ἔλεγχος, τὸν ὁποῖον ἠκούσαμε σήμερα στὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, μᾶς δίδει ἀφορμὴ νὰ ἐρευνήσωμε μὲ ἀκρίβεια τὰ περὶ τῆς ὀλιγοπιστίας, ἡ ὁποία ψυχραίνει τὸν πόθο τῆς ἀρετῆς, καὶ κατακρημνίζει εὔκολα στὰ βάραθρα τῆς ἁμαρτίας.
/Ὁ ὀλιγόπιστος διαφέρει ἀπὸ τὸν πιστὸ καὶ ἀπὸ τὸν ἄπιστο, ὅπως τὸ χλιαρὸ νερὸ ἀπὸ το θερμὸ καὶ τὸ ψυχρό. Τὸ χλιαρὸ νερὸ ἔχει πῦρ συσσωρευμένο μέσα του, ἀλλὰ λίγο, τὸ θερμὸ ἔχει πολύ, τὸ ψυχρὸ καθόλου. Ὁ ὀλιγόπιστος ἔχει πίστη, ὅμως ὀλίγη, ὁ πιστὸς πολλή, ὁ ἄπιστος καθόλου. Τὸ χλιαρὸ νερὸ ἔχει δύναμη, ὅμως ὀλίγη, τὸ θερμὸ ἔχει πολλή, τὸ ψυχρὸ καθόλου. Ὁ ὀλιγόπιστος ἔχει ζῆλον, ὅμως πολὺ ὀλίγον, ὁ πιστὸς ἔχει πολύν, ὁ ἄπιστος καθόλου. Γι’ αὐτὸ ὁ ἄπιστος, ἐπειδὴ καθόλου δὲν πιστεύει στὸν Θεό, χωρὶς καμία συστολὴ περιφρονεῖ τὶς ἐντολές Του. Ἐπειδὴ δὲν ἔχει κανένα ζῆλο, δὲν λαμβάνει καμία φροντίδα γιὰ τὴν κατόρθωση τῆς ἀρετῆς, ὁ δὲ πιστός, ἐπειδὴ καὶ θερμῶς πιστεύει καὶ πολὺν ζῆλον ἔχει, δύσκολα παραβαίνει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, δύσκολα ἀμελεῖ τῆς ἀρετῆς τὰ ἔργα. Ἐνῶ ὁ ὀλιγόπιστος, ἐπειδὴ διστάζει στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχει ὀλίγον ζῆλον, εὔκολα περιφρονεῖ τοὺς θείους νόμους, εὔκολα ἀπογυμνώνεται ἀπὸ τὸ ἐπουράνιον ἔνδυμα τῆς ἀρετῆς. Αὐτὸ μας διδάσκει ὁ λόγος, αὐτὸ μας δεικνύουν τὰ πράγματα.
Ἡ πίστις κηρύττει ὅτι ὁ Θεός, ὡς ἄπειρος, εἶναι πάντοτε πανταχοῦ παρὼν καὶ πληροὶ τὰ πάντα: «ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, Σὺ ἐκεῖ εἰ. Ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ἄδην, πάρει. Ἐὰν ἀναλάβομαι τὰς πτέρυγάς μου κατ’ ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατά της θαλάσσης, καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει μέ, καὶ καθέξει μὲ ἡ δεξιά σου». Οὐδεὶς τόπος κατ’ οὐδένα καιρόν, οὔτε καν ἐν ριπὴ ὀφθαλμοῦ, μένει στερημένος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ πιστός, ὁ ὁποῖος τὸ πιστεύει αὐτὸ ἀδιστάκτως, βλέπει μὲ τὰ ὄμματα τῆς πίστεως τὸν Δεσπότην Σαβαὼθ ἱστάμενον πάντοτε ἐνώπιόν του. Ὅθεν εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ τολμήσει ἐμπρὸς στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ νὰ πράξει τὴν ἁμαρτία. Ποῖος, εὑρισκόμενος ἐνώπιον ἐπιγείου βασιλέως, πράττει, δὲν λέγω καν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ καὶ μικροτάτην ἀκόμα ἀταξίαν; Οὐδείς. Ὁ Προφήτης Δαυίδ, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴ θερμότητα τῆς πίστεως, ἔλεγε: «προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μου ἐστίν, ἴνα μὴ σαλευθῶ». Γιὰ τὸν ἴδιον λόγο, ὁ Πατριάρχης Ἰωσὴφ ἀπέφυγε τὴ μοιχεία καὶ ἐφύλαξε τὴ σωφροσύνη. Ἡ ἀσελγὴς αἰγυπτία τὸν ἐπίεζε: «Κοιμήθητι μετ’ ἐμοῦ» τοῦ ἔλεγε. Ὁ δὲ Ἰωσήφ, πιστεύοντας ἀδιστάκτως ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἐνώπιόν του, ἀντέκρουσε τὴν πίεση λέγοντας: «Καὶ πῶς ποιήσω τὸ ρῆμα τὸ πονηρὸν τοῦτο, καὶ ἁμαρτήσομαι ἐνώπιόν του Θεοῦ;».
Ὁ ὀλιγόπιστος, ἐπειδὴ μὲ τοὺς σωματικοὺς μὲν ὀφθαλμοὺς δὲν βλέπει ὅτι παρίσταται ὁ Θεὸς ἐνώπιόν του, οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ τῆς ψυχῆς τοῦ μυωπάζουν καὶ σχεδὸν εἶναι κλεισμένοι ἐξ αἰτίας τῆς ὀλιγοπιστίας του, γι’ αὐτὸ εὔκολα κλονίζεται καὶ σαλεύεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο τῶν παθῶν, εὔκολα τὸν καταποντίζουν τὰ κύματα τῆς ἁμαρτίας. Τί συλλογίζεσθε γιὰ τὸν Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη; Ἄραγε αὐτὸς δὲν ἐπίστευε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; Καὶ βέβαια ἐπίστευε. Διότι, ἐὰν δὲν ἐπίστευε, δὲν θὰ τὸν ἀκολουθοῦσε, οὔτε θὰ ἐγίνετο μαθητής του. Ἐπίστευε, ἀλλὰ λίγο. Ἐπίστευε, ἀλλὰ ἐδίσταζε. Γι’ αὐτὸ τὴν ὀλίγη πίστη τοῦ τὴν ἔσβησε τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας, καὶ ἔτσι ἀπὸ μαθητὴς ἔγινε προδότης. Εἶχε ἡ Εὕα πίστη στὸν Θεό. Ἀλλὰ ἡ πίστη τῆς ἦταν ὀλίγη καὶ χλιαρή. Ὁ Θεὸς εἶπε σ’ αὐτὴν καὶ στὸν Ἀδάμ: «Ἡ δ’ ἂν ἡμέρα φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, ἀποθανεῖσθε». Ὁ ὄφις τῆς εἶπε τὸ ἀντίθετο, δηλαδή, τὸ «οὐ θανάτω ἀποθανεῖσθε, ἀλλὰ ἔσεσθε ὡς θεοί». Αὐτὴ ἐπίστευσε περισσότερο στὰ λόγια τοῦ ὄφεως, παρὰ στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Κι ἔτσι ἡ ὀλιγοπιστία τὴν κατακρήμνισε στὴν ἁμαρτία τῆς παρακοῆς, τὴν ἀπογύμνωσε ἀπὸ τὴ Θεία Χάρη, καὶ τὴν ἐξώρισε σ’ αὐτὴ τὴν ἀθλία γῆ.
Κατεφρονήθη παντελῶς ἡ ἐργασία τῆς ἀρετῆς, ἐλύθη τῆς ἁμαρτίας ὁ χαλινός, καθένας ἀπὸ ἐμᾶς χωρὶς καμία συστολὴ καὶ φόβο ἁμαρτάνει κάθε εἶδος ἁμαρτίας. «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». Ποῦ ὀφείλεται αὐτό; Στὴν ὀλιγοπιστία. Πῶς, λέγετε, εἴμεθα ἐμεῖς ὀλιγόπιστοι; Ἐμεῖς καθημερινῶς ἀναγινώσκουμε καὶ κηρύττουμε τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως. Ἐμεῖς καθημερινῶς κραυγάζουμε μεγαλοφώνως «Πιστεύω εἰς ἕναν Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, Ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς», καὶ τὰ ὑπόλοιπα ὅσα περιέχει τὸ «Πιστεύω». Εἴμεθα λοιπὸν ὀλιγόπιστοι; Τὰ ἔργα, ἀδελφοί, καὶ ὄχι τὰ λόγια εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς πίστεως, καθὼς θεοπνεύστως ἐδίδαξεν ὁ ἀδελφός του Κυρίου, ὁ Ἰάκωβος. «Δεῖξον μοί», λέγει, «τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου, καγῶ δείξω σοὶ ἐκ τῶν ἔργων μου τὴν πίστιν μου».
Ποίαν ὅμως πίστη δεικνύουν τὰ ἔργα μας; Αὐτὰ δεικνύουν φανερὰ ὅτι εἴμεθα ὑπερβολικὰ ὀλιγόπιστοι. Ὄχι τὰ λόγια, ἀλλὰ τὰ πράγματα κηρύττουν ὅτι ἔχουμε πολὺ ὀλίγη πίστη στὸν Θεό.
Ὁ Θεὸς προστάσσει νὰ ἀγαποῦμε τοὺς ἐχθρούς μας: «ἐγὼ δὲ λέγω ὑμίν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». Ὁ Θεὸς προστάσσει, λέγοντας: «εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισούσιν ὑμᾶς, καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς». Ὑπόσχεται δὲ σὲ ὅποιους ἀγαποῦν τοὺς ἐχθρούς των καὶ τοὺς εὐεργετοῦν, μεγάλες ἀνταμοιβές: «καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ τοῦ Ὑψίστου». Ἐκτὸς αὐτοῦ, μᾶς ἀναγγέλλει ὅτι Αὐτὸς φροντίζει γιὰ τὴν ἐκδίκηση ἐκείνων ποὺ μᾶς ἀδικοῦν, αὐτὸς ὑπόσχεται νὰ τοὺς ἀνταποδώσει τὴν πρέπουσα τιμωρία. «Ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος». Ὁ κόσμος συμβουλεύει τὸ ἀντίθετο. Κατάτρεχε, λέγει, καὶ βλάπτε, ὅσον ἠμπορεῖς τὸν ἐχθρόν σου, διότι ἐὰν τὸν συγχωρήσεις χωρὶς τὴν πρέπουσα ἐκδίκηση, χάνεις τὴν ἀξιοπρέπειά σου, ὅλοι σὲ καταφρονοῦν, σοῦ ἐπιτίθενται καὶ σὲ βλάπτουν μὲ κάθε τρόπο. Καὶ ἐμεῖς πειθόμεθα περισσότερο στὶς συμβουλὲς τοῦ κόσμου παρὰ στὰ προστάγματα τοῦ Θεοῦ, πιστεύουμε περισσότερο στὰ λόγια τοῦ κόσμου παρὰ στὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ΄ ὅθεν μισοῦμε τοὺς ἐχθρούς μας καὶ τοὺς ἐχθρευόμεθα ἕως θανάτου. Καὶ γιὰ νὰ τοὺς ἐκδικηθοῦμε, χρησιμοποιοῦμε ὕβρεις, ἐπιβουλές, συκοφαντίες, καταδρομές, προδοσίες, πληγές, φόνους, κακὰ μέγιστα καὶ ἁμαρτήματα φοβερότατα.
Εἶναι αὐτὰ ἔργα πίστεως; Ὄχι, αὐτὰ εἶναι ἔργα ὀλιγοπιστίας, γιὰ νὰ μὴν εἰπῶ ἀπιστίας. Βλέπε τί ἔπρατταν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν θερμὴ τὴν πίστη στὸν Χριστόν. Αὐτοί, «ὑβριζόμενοι, εὐλογοῦσαν. Διωκόμενοι ὑπέμεναν, βλασφημούμενοι παρεκάλουν» τοὺς ἐχθρούς των νὰ μετανοοῦν. Βλέπε ἀπὸ τὰ ἔργα τί πίστη εἶχεν ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος. Αὐτός, λιθοβολούμενος, ἔκλινε τὰ γόνατα καὶ προσηυχήθη ὑπὲρ ἐκείνων ποὺ τὸν λιθοβολοῦσαν, λέγοντας: «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. Καὶ τοῦτο εἰπῶν, ἐκοιμήθη».
Ὁ Θεὸς προστάσσει, λέγοντας, «πλὴν τὰ ἐνόντα (τὰ ὑπάρχοντα δηλαδὴ) δότε
ἐλεημοσύνην». Θρέψε, λέγει, αὐτὸν ποὺ πεινᾶ, πότισε αὐτὸν ποὺ διψᾶ, ἔνδυσε τὸν γυμνόν, ὑποδέξου τὸν ξένον, ἐπισκέφου τὸν ἀσθενῆ, ἐπιμελήσου τὸν φυλακισμένο». Ὁ πτωχός, λέγει, εἶναι ἀδελφός μου, ὁ πτωχὸς μὲ ἀντιπροσωπεύει, ὅ,τι κάμεις στὸν πτωχό, σ’ ἐμὲ τὸ κάμεις: «ἀμὴν λέγω ὑμίν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε». Ὑπόσχεται στοὺς ἐλεήμονες ἀμοιβὲς ἑκατονταπλάσιες στὸν κόσμον αὐτό, καὶ βασιλείαν αἰωνία στὴ μέλλουσα ζωή. «Ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει». Τὰ πιστεύεις αὐτά;
– Ναί, λέγεις, πιστεύω καὶ ὁμολογῶ.
– Καλῶς. Ἀλλὰ ἔπειτα παρουσιάζεται ἐνώπιόν σου ὁ πεινασμένος, ὁ διψασμένος, ὁ γυμνός, ὁ ξένος, ὁ ἀσθενής, καὶ σὺ ὄχι μόνον ἀποστρέφεις τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς τὸν περιφρονεῖς καὶ τὸν ἐλέγχεις. Αὐτὰ εἶναι τὰ ἔργα τῆς πίστεώς σου; Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστις σου; Αὐτὴ δὲν εἶναι πίστις, ἀλλὰ ὀλιγοπιστία. Ὁ πεπλανημένος λογισμὸς τῆς φιλαργυρίας σου λέγει: μὴ δώσεις, γιὰ νὰ μὴ γίνεις καὶ σὺ πτωχὸς ὅπως ἐκεῖνος. Ὁ ἀψευδὴς Θεός σου λέγει: ἐὰν δώσεις ἕνα, λαμβάνεις ἑκατό. Καὶ σὺ πιστεύεις περισσότερο στὴν πλάνη τοῦ νοός σου παρὰ στὸν Παντοκράτορα Θεό.
Ἐὰν εἶχε ἡ καρδία μου πίστη θερμή, ὅσο θερμὸς εἶναι ὁ κόκκος τοῦ σινάπεως, θὰ φοβόμουν τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως καὶ τὴν κόλαση ποὺ περιμένει αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν, καὶ ἔτσι θὰ συνέστελλα τὰ χέρια μου ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ καὶ τὴν ἀδικία, θὰ ἔφευγα μακριὰ ἀπὸ τὴν ξένη κλίνη, θὰ ἐδάμαζα τὰ πάθη τῆς σαρκός μου, θὰ ἀπέστρεφα τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Ἐὰν εἶχε ἡ καρδία μου πίστη θερμή, ὅσο θερμὴ ἦταν ἡ πίστις τῶν Ἁγίων, θὰ ἅπλωνα τὰ χέρια μου σὲ εὐεργεσίες πτωχῶν, θὰ ἠγόραζα τὸν ἅγιο χιτώνα τῆς σωφροσύνης, θὰ ἀπέφευγα τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου, θὰ ἐφύλαττα τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ ἔτρεχα ἀόκνως τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς.
Ἀλλὰ πρὸς αὐτὸ ἀποκρίνονται κάποιοι καὶ λέγουν: Ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε: «ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεῖς σωθήσεται». Ἐμεῖς ἐπιστεύσαμε καὶ βαπτισθήκαμε, ἄρα εἴμεθα σωσμένοι. Ναί, ἀληθῶς. Ἀλλὰ γιατί ὁ ἴδιος, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἤλεγξε τὸν Πέτρον ὡς ὀλιγόπιστον; «Ὀλιγόπιστε», εἶπε, «εἰς τί ἐδίστασας;». Τὸν ἤλεγξε γιὰ νὰ μάθωμε ὅτι ἄλλο πίστις καὶ ἄλλο ὀλιγοπιστία. Πίστιν ὀνόμασεν ὁ Κύριος τὴν πίστιν τὴν τελείαν, τὴν μεγάλην, τὴν θερμήν, καὶ ἡ πίστις αὐτὴ ποτὲ δὲν εἶναι χωρισμένη ἀπὸ τὰ καλὰ ἔργα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀδελφός του Κυρίου, ὁ Ἰάκωβος, ἔλεγε: «Δεῖξον μοὶ τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου, καγῶ δείξω σοὶ ἐκ τῶν ἔργων μου τὴν πίστιν μου». Αὐτὴ εἶναι ἡ σωτηριώδης πίστις, γιὰ τὴν ὁποίαν ὁ Σωτὴρ εἶπεν: «ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεῖς σωθήσεται». Ἡ ὀλιγοπιστία εἶναι πίστις νεκρὰ καὶ πολλὲς φορὲς ξένη καὶ ἐντελῶς γυμνὴ ἀπὸ τὰ καλὰ ἔργα. Εἶναι αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἴδιος Ἰάκωβος εἶπε: «Ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι».
Ἐμεῖς θαυμάζουμε καὶ ἀποροῦμε ποὺ δὲν βλέπουμε σήμερα τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων, τὰ ὁποῖα ὑπεσχέθη ὁ Κύριος σὲ ὅσους πιστεύουν. «Σημεῖα» εἶπε «τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει. Ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλούσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς, ὄφεις ἀρούσι. Καν θανάσιμον τί πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει. Ἐπὶ ἀρρώστους χείρας ἐπιθήσουσι, καὶ καλῶς ἔξουσιν». Εὐκολότατα ὅμως λύεται τὸ θάμβος καὶ ἡ ἀπορία. Διότι ὁ Κύριος εἶπεν ὅτι αὐτὰ τὰ σημεῖα θὰ ἐπακολουθήσουν «τοῖς πιστεύουσι», ὄχι «τοῖς ὀλιγοπίστοις» . Ὅταν οἱ θερμοὶ στὴν πίστη ἤσαν πολλοί, τὴν ἐποχὴ δηλαδὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ στοὺς μετὰ ταῦτα αἰῶνες, τότε ἐγίνοντο καθημερινῶς ἀμέτρητα θαύματα. Σήμερα πολὺ ὀλίγοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὴ θερμὴ καὶ φλογερὴ πίστη. Ὅλοι σχεδὸν εἶναι ὀλιγόπιστοι. Ἐὰν ὅμως καὶ σήμερα ἔχει κάποιος πίστη θερμὴ σὰν τὸν κόκκο τοῦ σινάπεως, «ἐρεῖ τῷ ὄρει τούτω. Μεταβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ», καὶ μεταβήσεται. Ἔπαυσε λοιπὸν τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων, ἐπειδὴ ἔσβησεν ἡ θερμότης τῆς πίστεως. «Διατί», εἶπαν στὸν Κύριον οἱ Ἀπόστολοι, «ἠμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν τὸ δαιμόνιον;» «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν», τοὺς ἀπεκρίθη ὁ Κύριος, δηλαδή, «διὰ τὴν ὀλιγοπιστίαν ὑμῶν». Διότι δὲν ἤσαν ἄπιστοι οἱ Ἀπόστολοι, ἀλλὰ ἀτελεῖς ἀκόμη στὴν πίστη.
Βλέπετε, λοιπόν, ἀδελφοί, ὅτι ἡ ὀλιγοπιστία εἶναι ἡ ρίζα ὅλων των κακῶν, ἡ δὲ πίστις εἶναι ἡ ρίζα κάθε ἀρετῆς καὶ ἀγαθοεργίας; Ἀλλὰ ἄραγε ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ θερμάνει τὴν ψυχρᾶν τοῦ πίστη; Ναί, ἠμπορεῖ, ἐὰν θέλει. Ἡ πίστις ὁδηγεῖ στὴν ἀρετή, καὶ ἡ ἀρετὴ θερμαίνει τὴν πίστη. Γίνε λοιπὸν πράος, ταπεινός, φιλοδίκαιος, εὔσπλαχνος, σώφρων, μακρόθυμος, «φρόνιμος ὡς ὁ ὄφις, ἀκέραιος ὡς ἡ περιστερά», «οἰκτίρμων ὡς ὁ πατήρ σου ὁ ἐπουράνιος». Αὐτὰ ἀνάπτουν στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖνο τὸ πῦρ, τὴν πίστη δηλαδή, τὴν ὁποίαν ἦλθε νὰ βάλει ὁ Ἰησοῦς στὴ γῆ, δηλαδὴ στὴν καρδία ὅσων θὰ πιστεύσουν σ’ Αὐτόν.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, μονογενῆ Λόγε τοῦ Θεοῦ, Σὺ εἶσαι καὶ τῆς πίστεως χορηγός, καὶ τῆς ἀρετῆς δοτήρ. Ἐγὼ πιστεύω καὶ ὁμολογῶ ὅτι Σὺ εἶσαι ἀληθῶς ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ ὁποῖος ἦλθες εἰς τὸν κόσμον γιὰ νὰ σώσεις τοὺς ἁμαρτωλούς, ὧν πρῶτος εἶμαι ἐγώ, ἀλλὰ ἡ πίστις μου εἶναι ὀλίγη καὶ ψυχρά, δὲν εἶναι τόσο θερμὴ ὅσον εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὴ σωτηρία μου. Πρός Σε, λοιπόν, πανοικτίρμων, κλίνω τὰ γόνατά μου καὶ μὲ δάκρυα, ὅπως ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ ποὺ εἶχε τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον, κράζω καὶ βοῶ «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τὴ ἀπιστία».
(18ος αἰών, Κυριακοδρόμιον Νικηφόρου Θεοτόκη, ἔκδοσις Ζ’, τόμ. Ἃ’ σέλ. 260 – Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον”, σελὶς 209 καὶ ἑξῆς.
Ἐπιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλᾶς. Πηγή:alopsis.gr)