Ἂς ἐπικαλεσθοῦμε πρὶν ἀπὸ ὅλα ἐδῶ τὸ Θεό, ὄχι γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε μία ἔκφραση λόγου ἀντάξια πρὸς τὰ πράγματα καὶ κατάλληλη γιὰ τὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ -αὐτὸ ξεπερνάει ἐντελῶς τὶς ἀνθρώπινες ἐλπίδες- ἀλλὰ γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ φέρουμε κατὰ κάποιον τρόπο καὶ ὅσο μᾶς εἶναι δυνατὸν τὸ λόγο σὲ τέρμα καὶ νὰ μὴν ὑστερήσουμε πάρα πολὺ ἀπὸ τοὺς πολλούς, ποὺ ἔχουν μιλήσει σχετικὰ πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς. Κι ἀκόμη, πρᾶγμα ποὺ εἶναι πολὺ σπουδαιότερο, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦμε κάπως ἀπὸ τὸ ζῆλο καὶ νὰ κερδίσουμε ἕνα κάποιον ἁγιασμὸ ἀπὸ τὴν ὁμιλία, σὰν νὰ τελοῦμε κάποιαν ἱερὴ τελετή. Τὰ εὔχομαι δὲ αὐτὰ τὰ πράγματα, γιατὶ πιστεύω ὅτι μὲ αὐτὰ περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο τιμᾶται ἡ ὑμνουμένη καὶ ὅτι πρὶν ἀπὸ ὅλα θέλει γιὰ τοὺς ὑμνητές της τὸ ὄφελος τῆς ψυχῆς. Αὐτὸ τὸ ὄφελος ζητεῖ πράγματι καὶ διὰ μέσου ἐκείνων μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς εὐεργετεῖ καὶ διὰ μέσου ἐκείνων τὰ ὁποῖα ἀπαιτεῖ ἀπὸ ἐμᾶς σὰν ἀνταπόδοση γιὰ ὅ,τι μᾶς χαρίζει. Ἔπειτα οἱ πραγματικὰ μακάριοι ἐκεῖνοι ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι παρουσίασαν μὲ τὸ λόγο τοὺς χάριν κοινῆς ὠφελείας σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ τὸ κοινὸ ἀγαθό, νομίζω ὅτι δὲν ἔκαμαν λόγο γιὰ τὴν Παρθένο συμπτωματικὰ οὔτε τὴν ὕμνησαν ἁπλῶς σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς Ῥητορικῆς, ἀλλὰ ὅσο τὸ δυνατὸ λαμπρότερα καὶ μὲ ὑπερβολικὴ ἀφοσίωση καὶ συναίσθηση ὀφειλόμενου χρέους. Γιατὶ δὲν εἶναι βέβαια λογικὸ τὸ νὰ μὴν ὑμνήση κανεὶς καθόλου τοὺς κοινοὺς εὐεργέτες ἢ νὰ τοὺς ἀντιπαρέλθη μὲ λίγα ἁπλῶς λόγια, αὐτοὺς πού, κι ἂν ὁλόκληρο τὸ σύμπαν ἔψαλλε μὲ μία φωνή, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς ἐγκωμιάση ὅσο ἔπρεπε.
Ἂν ἀκόμη οἱ ἐργάτες ἑνὸς ἔργου εἶναι φυσικὸ νὰ συμβαδίζουν καὶ νὰ ταιριάζουν πλήρως πρὸς αὐτὸ κι ἂν ὁ Κύριος τοῦ ἔργου γνωρίζῃ καλά, σὰν σοφὸς ποὺ εἶναι, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ πράττωνται καὶ δὲν δυσκολεύεται καθόλου, σὰν ἰσχυρός, στὴν πραγματοποίησή τους, ποιὸ πλῆθος ἐγκωμίων δὲν εἶναι μπροστά σου μικρό, ὦ μακάριο Ζεῦγος; Γιατὶ σεῖς ἀξιωθήκατε νὰ χρησιμοποιηθῆτε ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὸ καλύτερο καὶ μεγαλύτερο, τὸ παραδοξότερο καὶ τὸ κοινωφελέστερο ἔργο ὅλων τῶν αἰώνων θέλω νὰ πῶ δηλαδὴ στὸ νὰ περιβληθῆ ὁ Θεὸς τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ νὰ γεννηθῆ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους παίρνοντας ἀπὸ σᾶς τὴ μητέρα!
2. Γιατὶ, ὅπως ἀκριβῶς οἱ συμφορὲς καὶ τὰ σκάνδαλα συμβαίνουν κατ᾿ ἀνάγκη στὴ ζωή μας, ὁ Κύριος ὅμως εἶπε «ἀλλοίμονο σὲ ἐκεῖνον ποὺ τὰ προξενεῖ», παρόμοια, ἐνῷ ὅλοι ὅσοι ὑπῆρξαν βοηθοὶ τοῦ ἀνθρώπινου γένους εἶναι ἀγαθοὶ καὶ δικαιοῦνται νὰ ἀπολαμβάνουν τὶς γενικὲς τιμές, ἀπὸ ὅλους ἐσεῖς εἶσθε οἱ ἄριστοι καὶ οἱ ἀξιώτεροι γιὰ ἐπαίνους καὶ τιμές. Καὶ τόσο πολὺ ὑπερέχετε ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς νομοθέτες καὶ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ λαοῦ καὶ ἀπὸ ὅλους ὅσους ἔχουν κατὰ ὁποιονδήποτε τρόπο ἀγωνισθῆ γιὰ τοὺς συνανθρώπους τους, ὅσο τὰ δικά τους κατορθώματα εἶναι ἀνάρμοστο ἀκόμη καὶ νὰ συγκρίνωνται μὲ τὶς εὐλογίες ποὺ χάρις σ᾿ ἐσᾶς ᾖρθαν στοὺς ἀνθρώπους. Γιατί, ἂν γιὰ νὰ διατηρηθῆ στοὺς ἀνθρώπους ἡ φθαρτὴ αὐτὴ ζωὴ καὶ νὰ διασωθῆ μέσα σὲ λίγα σώματα ἡ κοινὴ ἀνθρώπινη φύση μένοντας πάνω ἀπὸ τὴν κοινὴ καταστροφή, διαλέχθηχε μεταξὺ τῶν τότε ἀνθρώπων ὁ πιὸ δίκαιος (ὁ Νῶε)· ἂν ἐπίσης γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἑβραίων χρειάσθηκε ἕνας καθόλου τυχαῖος στρατηγός, τιμήθηκε δὲ μ᾿ αὐτὴ τὴν τιμὴ ὁ Μωυσῆς, γιατὶ ἀκριβῶς αὐτὸς μεταξὺ τῶν συγχρόνων του, ἀφοῦ γύμνασε τὴν ψυχή του πρὸς κάθε ἀρετή, μπόρεσε νὰ ἰδῆ μὲ ἰδιαίτερο τρόπο τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἀκούσῃ τὴ φωνή του· κι ἂν ἀκόμη γιὰ τὴν ἀνάκτηση τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας ἦταν ἀρκετὸς ὁ περίφημος Ἰησοῦς (τοῦ Ναυῆ) καὶ τέλος πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Ἀβραὰμ ἔλαβε σὰν βραβεῖο τῆς εὐσεβείας του τὸ νὰ γίνῃ πατριάρχης ἑνὸς ἔθνους ποὺ γνώριζε νὰ σέβεται τὸ Θεό· ἂν δηλαδὴ γενικὰ δὲν ὑπάρχη εὐεργέτης τῆς ἀνθρωπότητος ποὺ νὰ μὴν εἶχε προηγουμένως καταστήση τὴν ψυχή του σύμφωνη καὶ σύμμετρη πρὸς τὰ ἀγαθὰ τὰ ὁποῖα ἔγινε αἰτία νὰ ἔρθουν καὶ στοὺς ἄλλους, πόσο σπουδαίους εἶναι λογικὸ νὰ θεωρήσουμε τοὺς διακόνους ἐκείνους, ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Θεὸς σὰν ὄργανα τῆς φιλανθρωπίας του ἣ συνεργάτες του ἣ ὅπως ἀλλοιῶς πρέπει καλύτερα νὰ τοὺς ἀποκαλέσουμε, ὅταν θέλησε νὰ καταθέση στὸν κόσμο αὐτὴ τὴν ὑπέροχη χάρη, ὅταν δηλαδὴ ᾖρθε ὁ καιρὸς νὰ λυτρωθῆ ἡ οἰκουμένη ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν δαιμόνων, νὰ εἰσαχθῇ στὴ ζωὴ τῶν θνητῶν ἡ ἀθανασία, νὰ φυτευθῆ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἡ ἀγγελικὴ ζωὴ καὶ γενικὰ νὰ ἑνωθῆ ὁ οὐρανὸς μὲ τὴ γῆ;
Γιατὶ εἶναι φανερὸ ὅτι τὴν ὀργή, τὸ θυμὸ καὶ τὴ θλίψη, ποὺ ἔπρεπε νὰ ὑποστοῦν οἱ κακοί, τὰ ἔστειλε ὁ Θεὸς μὲ ἀγγέλους κακούς, ἐνῷ τὰ ἀγαθὰ τὰ ἔδωσε μὲ τοὺς ἀγαθούς. Ἔτσι καὶ τὶς μεγαλύτερες ἀπὸ ὅλες τὶς δωρεὲς τὶς ἐπραγματοποίησε ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους διὰ μέσου ἐκείνων ποὺ ἦσαν ἀπὸ κάθε ἄποψη οἱ ἄριστοι. Καὶ ἀπὸ τὸ Μωυσῆ λοιπὸν καὶ ἀπὸ τὸν Νῶε καὶ ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ ἀπὸ ὅλους ἐκείνους, διὰ μέσου τῶν ὁποίων τὸ ἀνθρώπινο γένος καρπώθηκε τὰ ὠφέλιμα πράγματα, ἐσεῖς ὑπήρξατε πολὺ πιὸ δίκαιοι καὶ πιὸ πιστοὶ τηρητὲς τῶν νόμων καὶ πιὸ ἀγαπητοὶ στὸ Θεό. Γιατὶ τὸ γεγονὸς ὅτι μπορέσατε νὰ πραγματοποιήσετε τόσο μεγάλα πράγματα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τιμηθήκατε ἐξ αἰτίας τους μὲ τόσο ἀξιοθαύμαστη τιμή, εἶναι λαμπρὴ ἀπόδειξη ὅτι εἶσθε περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀγαπητοὶ στὸ Θεό. Κι αὐτὸ πάλι τὸ τελευταῖο ἀποδεικνύει καθαρὰ ὅτι τηρήσατε τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους κι ὅτι τοὺς ξεπεράσατε ὅλους στὴν ἀρετή. Κι ἂν ἐξ ἄλλου εἶναι πρέπον νὰ ἀποκαλέσουμε καρπὸ δικό σας τὴ μακαρία Παρθένο -καὶ «ἀπὸ τοὺς καρπούς του, λέγει ὁ Κύριος, γνωρίζεται ὁ καθένας»- ποιὸς καρπὸς θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ θεωρηθῆ μεγαλύτερος, ἀφοῦ δὲν ἦταν ἕνα ἁπλὸ γέννημα τῆς φύσεως τὸ τέκνο σας, ἀλλὰ ὑπῆρξε ἔργο τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀρετῆς σάς; Γιατὶ βέβαια ἡ φύση ἦταν ἀνίκανη νὰ παραγάγη ἕνα τόσο ὑπέροχο καρπό, πρᾶγμα ποὺ ἐξ ὁλοκλήρου παραχωρήθηχε ἀπὸ τὸ Θεό. Εἶναι δὲ φανερὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἀκολούθησε τὶς προσευχές σας κι ὅτι πάλι ἡ προσευχὴ σας πῆρε τὴ δύναμή της ἀπὸ τὴν ἀρετή σας. Ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἀπόγονοι ποὺ κάνουν τοὺς γεννήτορες εὐτυχεῖς εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, φανερώνει ὅτι ἀπὸ τὸ μέγεθος τῶν δώρων ἀποδεικνύεται ἡ ἁγιότης αὐτῶν ποὺ τὰ ἔλαβαν, ἀκριβῶς ὅπως ἀπὸ τὸ στεφάνι εἶναι κατὰ τὴ γνώμη μου δυνατὸ νὰ καταλάβουμε τὸν ἀθλητή. Γιατὶ μὲ κανέναν τρόπο βέβαια δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι προσωπολήπτης ὁ Θεός, αὐτὸς ποὺ ὅλα τὰ πράγματα «τὰ μετράει μὲ ἀκριβοδίκαια μέτρα καὶ σταθμά».
3. Ἐξ ἄλλου, ὅπως ἡ χάρη εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ τὸ συμπλήρωμα τοῦ νόμου καὶ ὅπως, καθὼς γνωρίζουμε, τὰ νέα εἶναι πάντοτε καρποὶ τῶν παλαιῶν, -δὲν εἶναι δὲ ποτὲ δυνατὸν νὰ δώσῃ καρπὸ κάτι ποὺ δὲν εἶναι τέλειο- εἶναι φανερὸ ὅτι θρέψατε μὲ τὴ ζωὴ σὰς καὶ καταστήσατε τέλειο τὸ φυτὸ τοῦ νόμου. Γιατὶ ἀλλοιῶς δὲν θὰ μπορούσατε ἀσφαλῶς νὰ φέρετε στὸν κόσμο τὸν καρπὸ τοῦ νόμου, τὸ θησαυρὸ τῆς χάριτος, τὴν Παρθένο. Ἀλλὰ εἶναι ἀκόμη γεγονὸς ὅτι ἀξιώνεται νὰ δέχεται μεγάλες εὐεργεσίες ἀπὸ τὸ δίκαιο Θεὸ ἐκεῖνος ποὺ ἐπιμελήθηχε ὅπως ἔπρεπε τὶς μικρές. Πῶς λοιπὸν ἑπομένως δὲν εἶναι λαμπρὴ ἀπόδειξή του ὅτι τηρήσατε ἐξ ὁλοκλήρου τὸ νόμο κι ὅτι σεβασθήκατε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον τὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου τὸ γεγονὸς ὅτι ἐσεῖς μόνοι ἀξιοθήκατε νὰ φέρετε στὸν κόσμο- ἤ, ἀκόμη περισσότερο, νὰ δημιουργήσετε- τὴν ἀληθινὴ Σκηνὴ τοῦ Θεοῦ, μπροστὰ στὴν ὁποία ἡ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου εἶναι τόσο μικρή, ὥστε νὰ μὴν ἀποτελῇ παρὰ μία εἰκόνα της μόνο καὶ μία σκιά; Γιατὶ βέβαια δὲν θὰ μπορούσατε νὰ γίνετε ἄξιοι τῶν μεγαλυτέρων, ἂν δὲν ἀποδίδατε τὴν ἀξία ποὺ ἔπρεπε στὰ μικρότερα. Κι οὔτε θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ λάβετε τὴν ἀλήθεια, ἂν ἀδιαφορούσατε γιὰ τὴν προτύπωσή της.
Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ὁ Σωτήρας, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ φέρῃ στὴν ἀνθρωπότητα τὸν καινὸ νόμο ἔπρεπε νὰ ἐφαρμόση προηγουμένως σ᾿ ὅλη του τὴν πληρότητα τὸν παλαιό, παρόμοια κι ἐσεῖς, ποὺ βρεθήκατε στὰ πρόθυρα τοῦ καινοῦ νόμου κι εἴχατε προπαρασκευασθῆ γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ ναοῦ τῆς χάριτος, ἦταν ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ γίνετε προηγουμένως ἀκριβεῖς τηρητὲς τοῦ νόμου. Γιατὶ ἡ χάρη εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ νόμου. Καὶ πῶς βέβαια θὰ μπορούσατε νὰ προσθέσετε ὅ,τι ἔλειπε, ὅταν δὲν εἴχατε οἱ ἴδιοι ἀνταποκριθῆ σ᾿ αὐτὸ ποῦ ὑπῆρχε; Πῶς θὰ μπορούσατε νὰ βάλετε τὴ στέγη τοῦ νόμου, ἂν προηγουμένως δὲν εἴχατε οἰκοδομήσει καλὰ ὁλόκληρη τὴν oικία; Ἡ πονηρία τῶν Ἑβραίων ἔγινε φανερὸ πόσο μεγάλη ὑπῆρξε ἀπὸ τὸ ὅτι ἐξαφάνισαν τὸ νόμο καὶ καταθρυμμάτισαν τὶς πλάκες, στὶς ὁποῖες ἦταν γραμμένος, ἀφοῦ γιὰ τὸ Μωυσῆ δὲν ἦταν βέβαια ἀνεκτὸ νὰ ἐμπιστευθῆ σὲ αὐτιὰ μεθυσμένων ἐκεῖνα ποὺ αὐτὸς ἀξιώθηκε νὰ δεχθῇ μὲ νηφάλια σκέψη, νηστεία καὶ κόπους πολλούς. Ἀντίθετα, τὸ γεγονὸς ὅτι σεῖς ἀναδείξατε τὴν Παρθένο, τὸ ὅτι δημιουργήσατε τὸ ζωντανὸ ἐκεῖνο βιβλίο, τὸ ὁποῖο δὲν περιεῖχε ἁπλῶς τὸν νόμο, ἀλλὰ τὸ νομοθέτη τὸν ἴδιο, εἶναι τρανὴ ἀπόδειξη τῆς ὑπέροχης ἀρετῆς σάς. Καὶ ἐνηστεύσατε καὶ ἀκούσατε, ἀφοῦ προσευχηθήκατε, ὅπως ὁ Μωυσῆς τὴ θεία φωνή. Δὲν ἐπιτύχατε ὅμως ἁπλῶς ὅ,τι ἐκεῖνος, ἀλλά, ἐνῷ ἐκεῖνος πέτυχε νὰ πάρη μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ τὸ νόμο ποὺ ἔπαυσε νὰ ἰσχύῃ μετὰ ἀπὸ λίγο, ἐσεῖς ἐπιτύχατε τὸ αἷμα ποὺ ἵδρυσε καὶ σφράγισε τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸ αἷμα ποὺ ἔκαμε δικό του ὁ Θεὸς καὶ «εἰσῆλθε» μὲ αὐτὸ «εἰς τὸ ἐνδότερον τοῦ καταπετάσματος, λύτρωσιν εὑράμενος αἰωνίαν», ὅπως λέγει ὁ Παῦλος.
4. Τί λοιπὸν ὑπάρχει ἁγιώτερο ἀπὸ τὰ στόματα ποῦ μπόρεσαν νὰ ὑψώσουν πρὸς τὸ Θεὸ τέτοια φωνή; Τί εἶναι ἴσο με τὶς εὐχὲς ἐκεῖνες, ποῦ προσευχήθηκαν τόσο ἀποτελεσματικά; Ἀπὸ ποιὲς θυσίες δὲν εἶναι πιὸ ἀγαπητὲς αὐτὲς οἱ ψυχὲς στὸ Θεό; Ἀπὸ ποιὰ θυσιαστήρια δὲν εἶναι πιὸ ἱερές; Γιατὶ ἦταν ἀνάγκη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ρίζα καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ νὰ λάβη τὸ πνευματικὸ σῶμα της: νὰ γεννηθῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἦταν περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους οἰκεῖοι στὸ Θεὸ καὶ μὲ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς. Ἔπρεπε δηλαδὴ ἐκείνη ἡ ὁποία συνένωσε τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ Θεό, διαλύοντας τὸ μῖσος ποὺ ὑπῆρχε μεταξύ τους, κι ἄνοιξε στὶς προσευχὲς τῶν ἀνθρώπων τὸ δρόμο γιὰ τὸν οὐρανό, γκρεμίζοντας τὸ διαχωριστικὸ τεῖχος, νὰ ἔρθη στὴ ζωὴ χρησιμοποιώντας τὶς κατάλληλες βάσεις καὶ ἀφετηρίες: Κι ἂν συνέβησαν τὰ ἴδια καὶ σὲ ἄλλους καὶ γεννήθηκαν σὰν καρπὸς προσευχῆς -εἴτε πρὶν ἀπὸ αὐτὴ εἴτε κατόπιν- εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Παρθένος δὲν εἶναι ἡ αἰτία μόνο σὲ ὅσους ᾖρθαν μετὰ ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ ἔχοντας ἀνοίξει τὸ θησαυρὸ τῶν χαρίτων γιὰ ὅλους, αὐτὴ εἶναι ἐκείνη στὴν ὁποία ἀναφέρονται καὶ στὴν ὁποία ὁδηγοῦν καὶ τὰ προηγούμενα. Γιατὶ κι ὅ,τι καλὸ ὑπῆρχε πρίν, ἀπὸ ἐκεῖ προερχόταν: εἴτε ὅπως προέρχεται ἀπὸ τὸ σῶμα ἡ σκιά, παίρνοντας ἀπὸ αὐτὸ τὴ μορφὴ καὶ τὸ σχῆμα -ἐπειδὴ τὰ γεγονότα τῆς Παλαιᾶς μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σχετίζονται πρὸς τὰ γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης- εἴτε γιατὶ ἡ Παρθένος ἦταν τὸ κοινὸ κόσμημα ὅλων καὶ πρὶν ἀκόμη ἔρθη στὴ ζωή, γιατὶ ὁ Θεὸς μὲ τὶς τιμὲς ποὺ ἔκανε στὸ γένος ἀπὸ μακριὰ τὴν μητέρα τοῦ κοσμοῦσε.
Ἑπομένως, δὲν συνέβησαν ὅλα αὐτὰ καθόλου -οὔτε κατὰ τὸ ἐλάχιστο- μὲ τὸν ἴδιο τρόπο σ᾿ ἐκείνους καὶ στὴν Πάναγνη, ἀλλὰ ὑπάρχει μεταξὺ τοὺς ἢ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ σκιὰ καὶ στὴν ἀλήθεια, στὸ ἀποτύπωμα καὶ στὰ ἴδια τὰ πράγματα. Ὅπως ἀκριβῶς ὑπῆρχε καὶ στοὺς παλαιούς- πρὶν ἀπὸ τὸ μεγάλο Θῦμα- αἷμα ποὺ καθάριζε τὶς ἁμαρτίες, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα τόση διαφορὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὶς δυὸ θυσίες, ὅση εἶναι καὶ ἡ ὁμοιότης τους στὶς μορφὲς καὶ τὰ ὀνόματα. Καὶ στὶς δυὸ προσφέρεται πράγματι θυσία μὲ αἷμα γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν. Τὸ ἴδιο συμβαίνει ἀκριβῶς καὶ ἐδῶ. Ἔτσι ἡ Παρθένος εἶναι καὶ τὸ μοναδικὸ ἀληθινὸ κατόρθωμα προσευχῆς ἁγίας -ποὺ δὲν εἶχε τίποτε τὸ ἀνεπιθύμητο- καὶ ἡ μόνη ποὺ ὑπῆρξε δῶρο τοῦ Θεοῦ ἄξιο καὶ γιὰ νὰ τὸ δώσῃ ὁ Θεὸς καὶ γιὰ νὰ τὸ λάβουν αὐτοὶ ποὺ τὸ ζήτησαν. Γιατὶ ὅ,τι εἶχε ἡ Παρθένος ταίριαζε καὶ στὸ χέρι ποὺ ἔδινε καὶ στὸ χέρι ποὺ λάβαινε.
Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο ἦταν ἑπόμενο στὴ γέννηση τῆς Πανάγνου νὰ μὴν μπορῇ τίποτε νὰ εἰσφέρῃ ἡ φύση, ἀλλὰ νὰ τὴν πραγματοποιήση ἐξ ὁλοκλήρου αὐτὸς ποὺ προσκλήθηκε. Ἦταν ἑπόμενο, ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὴ φύση, νὰ δημιουργήση ὁ Θεὸς τὴ Μακαρία, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι, κατὰ τρόπον ἄμεσο, ὅπως τὸν πρῶτο ἄνθρωπο. Ἐπειδὴ βέβαια πολὺ κανονικὰ καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν εἶναι πρῶτος ἄνθρωπος ἡ Παρθένος, αὐτὴ ποὺ πρώτη καὶ μόνη φανέρωσε τὴν ἀνθρώπινη φύση. Κι αὐτὸ ἔχει ὡς ἑξῆς:
5. Ἀνάμεσα στὰ πολλὰ δῶρα ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει ἤδη δώσει στοὺς ἀνθρώπους ἢ ἐπρόκειτο νὰ δώσῃ, σὰν βραβεῖα στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν τήρηση τῶν πρώτων, ἐκεῖνο ποὺ περισσότερο ἀπὸ ὅλα δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο, ἡ συγκεφαλαίωση ὅλων, εἶναι τὸ νὰ ἀγαπᾷ μὲ τρόπο καθαρὸ τὸ Θεό, τὸ νὰ ζῇ ἔλλογα, τὸ νὰ κυριαρχῇ τὰ πάθη του καὶ νὰ εἶναι σ᾿ αὐτὸν ἄγνωστη καὶ ἡ παραμικρὴ ἁμαρτία. Τὴ δύναμη δὲ ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ ζοῦμε κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ νὰ εἴμαστε ἀνώτεροι καὶ ἀπόλυτα καθαροὶ ἀπὸ κάθε κακία τὴν ἔβαλε ὁ Θεὸς μέσα μας τὴν ὥρα τῆς δημιουργίας, ὥστε στὴν ἀρχὴ μὲν νὰ ὑπερνικοῦμε τὴν ἁμαρτία ὄχι χωρὶς κόπους, ἀλλὰ μὲ ἀγῶνα, ἀφοῦ δὲ παρουσιάσουμε καὶ ἀξιοποιήσουμε μέχρι τέλους ὅλες τὶς δικές μας δυνατότητες, νὰ σταματοῦν τότε οἱ κόποι καὶ νὰ εἴμαστε ἀγαθοὶ καὶ νὰ μένουμε ἀναμάρτητοι χωρὶς ἀγῶνες, ἔχοντας ἐπιτύχει καὶ αὐτὴ τὴν ἀφθαρσία τοῦ σώματος.
Γιατὶ ἀλλοιῶς, τὸ νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο δημιουργημένος, δὲν θὰ ἦταν βέβαια πρᾶγμα λογικό. Γιατί, ἂν τόσο πολὺ ἔκλινε πρὸς τὴν ἁμαρτία ἡ φύση μας, ὥστε μολονότι ἀγωνιζόμαστε μὲ ὅλα τὰ μέσα ἐναντίον της, νὰ μὴ μποροῦμε νὰ μείνουμε ἐντελῶς καθαροὶ ἀπὸ τὰ τραύματά της καὶ τὸ κακὸ ἦταν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μέσα μας ἀμετακίνητο, θὰ ἤμαστε πρὶν ἀπ᾿ ὅλα χειρότεροι κι ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἄλογα ζῷα, στὰ ὁποῖα δὲν ὑπάρχει τίποκε τὸ κακό. Ἐξ ἄλλου θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ μὴν κατηγορήσουμε σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση τὸ Δημιουργό, τόσο ὡς μὴ ἐξ ὁλοκλήρου ἀγαθὸ καὶ ὡς αἴτιο κακῶν, ὅσο καὶ ὡς μὴ δικαιοκρίτη πάντοτε ἀφοῦ ζητεῖ ἀπὸ μᾶς αὐτὰ ποὺ δὲν κατέθεσε στὴ φύση μας καὶ κρίνοντάς μας ἀπαιτεῖ ἀνταπόδοση γιὰ ὅλες τὶς ἁμαρτίες, μολονότι ὁ ἴδιος δὲν ὤπλισε τὸν ἄνθρωπο ἐναντίον ὅλων. Ἂν πάλι μας εἶχε συνδέσει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ τὶς καλὲς πράξεις, ἔτσι ὥστε νὰ εἴμαστε ἀγαθοὶ χωρὶς οἱ ἴδιοι νὰ ἔχουμε ἀγωνισθῆ στὸ παραμικρό, θὰ ἦταν ἀσφαλῶς ἀδύνατο νὰ ἤμαστε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀληθινὰ ἀγαθοί, ἀφοῦ δὲν θὰ εἴχαμε τρέξει οἱ ἴδιοι με τὴ θέλησή μας πρὸς τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετή, ἀλλὰ θὰ εἴχαμε παρασυρθῆ καὶ ὑποστῇ μᾶλλον παρὰ ἐνεργήσει τὸ ἀγαθό. Ἔπειτα πῶς θὰ χρησιμοποιούσαμε τὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως, τὴν ὁποία ἐλάβαμε γιὰ νὰ διαφέρουμε ἀπὸ τὰ ζῷα, ποὺ ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὰ φυσικὰ ἔνστικτα καὶ βαδίζοντας, μόνοι οἱ ἄνθρωποι, μὲ τὴ θέλησή μας νὰ ἔχουμε τὴν ἐλευθερία σὰν ἀφορμὴ ἐπαίνων καὶ στεφάνων; Ἐξ ἄλλου οὔτε πρὸς τὸ Θεὸ οὔτε πρὸς τὶς χάριτες μὲ τὶς ὁποῖες αὐτὸς προίκισε τὴν ἀνθρώπινη φύση θὰ ταίριαζε τὸ νὰ μὴν καταπαύουν κάποτε οἱ ἀγῶνες γιὰ τὴν ἀρετή, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ἀφεθῆ ὁ ἄνθρωπος νὰ παλεύῃ ἀτέλειωτα, νὰ μὴ γνωρίζῃ δηλαδὴ ποτὲ κανένα τέρμα στοὺς ἀγῶνες. Γιατὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση τίποτε δὲν θὰ ἦταν ἀθλιώτερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ κάθετι ἄλλο ἔχει τὸ σκοπὸ στὸν ὁποῖον ὁδηγεῖται καὶ τὸ τέρμα στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ καταλήξη. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς ἐναπέθεσε στὴ φύση μας δύναμη γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση κάθε ἁμαρτίας κι ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ μετατρέψουμε ἐμεῖς τὴ δύναμη σὲ ἐνέργεια. Καὶ τότε, ἀφοῦ μὲ τὴ χρησιμοποίηση τῶν δικῶν μας μέσων θὰ γινόμαστε μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ ἴδιου μας τοῦ ἑαυτοῦ ἀγαθοί, θὰ πρόσθετε ὁ Θεὸς ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτόν, θὰ ὁλοκλήρωνε ἔτσι μέσα μας τὸν ἀγαθὸ ἄνθρωπο καὶ θὰ κατέπαυαν οἱ ἀγῶνες καὶ ἡ σπουδή. Γιατὶ σὲ τί ἄλλο χρειαζόμαστε τοὺς ἀγῶνες παρὰ στὸ νὰ προφυλαγώμαστε, ὄσo ἡ ἀρετὴ εἶναι ἀκόμη μέσα μας ἀτελής, ἀπὸ τὸ κακὸ ποὺ μᾶς περιβάλλει καὶ νὰ μὴ στεκώμαστε πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὶς ἀρετὲς ποῦ βρίσκονται ἀπέναντί μας; Ἐνῷ τότε, ὅταν ὁ Θεός, τὸ τελειότατο ἀγαθό, γίνῃ ἐξ ὁλοκλήρου κύριος τῶν ἐπιθυμιῶν μας καὶ δὲν ἀφήση μέσα μας τίποτε ποὺ νὰ μὴν τὸ γεμίση ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, δὲν θὰ ὑπάρχη κανένας κίνδυνος καὶ καμμιὰ -οὔτε ἡ παραμικρή- πρὸς τὴν ἁμαρτία μέσα μας ροπή.
Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τόσο μεγαλειώδη τρόπο ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως, ἐνῷ τόσο καλὴ ἔλαβαν τὴ φύση ἀπὸ τὸ πλαστουργὸ ἐκεῖνο χέρι, καὶ τόσο καλύτερη θὰ τὴ λάβαιναν, ἂν ἔμεναν πιστοὶ στὶς πρῶτες δωρεές, τόσο πολύ τη διέστρεψαν, ὥστε οὔτε αὐτὰ ποὺ εἶχαν διαχειρίσθηκαν καὶ οὔτε χρησιμοποίησαν ὅπως ἔπρεπε οὔτε, πολὺ περισσότερο, μπόρεσαν νὰ πετύχουν τὰ δεύτερα καὶ πολὺ ἀνώτερα, ἐκεῖνα ποὺ θὰ λάβαιναν ἂν ἀποδεικνύονταν καλοὶ οἰκονόμοι τῶν πρώτων. Καὶ ἡ δύναμη βέβαια κατὰ τῆς ἁμαρτίας ὑπῆρχε στὴ φύση καὶ βρισκόταν μέσα σὲ ὅλους, κανεὶς ὅμως δὲν τὴ μετέτρεπε σὲ ἔργο, οὔτε ὑπῆρξε κανεὶς ποὺ νὰ ἔζησε χωρὶς νὰ ἁμαρτήση. Ἀλλ᾿ ἡ ἀρρώστια ξεκινώντας ἀπὸ τὸν πρῶτο ἄνθρωπο καὶ προχωρώντας διὰ μέσου ὅλων κυριάρχησε σὲ ὅλους. Ἔμοιαζε ἔτσι νὰ εἶναι φύση μας τὸ κακό. Καὶ ἡ φυσικὴ ὀμορφιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἔμενε κρυμμένη κι ἦταν μέσα στὰ ἀναρίθμητα ἀνθρώπινα σώματα ὁ ἄνθρωπος ἀφανής. Γιατὶ ὅλοι ἔκαναν χρήση τῶν πιὸ κακῶν τάσεων τῆς ψυχῆς καὶ τὸ ἀγαθὸ ποὺ ὑπῆρχε μέσα τῆς δὲν φαινόταν πουθενά, ἀφοῦ κανεὶς δὲν ζοῦσε σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο.
6. Ἀλλὰ ἡ πανάμωμη Παρθένος, χωρὶς νὰ ἔχῃ γιὰ πόλη τῆς τὸν οὐρανό, χωρὶς νὰ ἔχῃ γεννηθῆ ἀπὸ τὰ οὐράνια σώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ -ἀπὸ αὐτὸ τὸ ξεπεσμένο γένος, ποὺ ξέχασε τὴν ἴδια του τὴ φύση- καὶ κατὰ τὸν ἴδιο με ὅλους τρόπο, μόνη αὐτὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος σὲ κάθε κακία. Ἀπέδωκε ἔτσι στὸ Θεὸ ἀμόλυντη τὴν ὡραιότητα ποὺ χάρισε στὴ φύση μας καὶ χρησιμοποίησε, αὐτὴ μόνη, ὅλα τὰ ὅπλα καὶ ὅλη τη δύναμη ποὺ ἔβαλε μέσα μας. Μὲ τὸν ἔρωτα ποὺ εἶχε γιὰ τὸν Θεό, μὲ τὴ ρωμαλεότητα τῆς σκέψεώς της, τὴν εὐθύτητα τῆς θελήσεως καὶ τὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη τῆς ἔτρεψε σὲ φυγὴ κάθε ἁμαρτία κι ἔστησε τρόπαιο νίκης τέτοιο, ποὺ δὲν μπορεῖ μὲ τίποτε νὰ συγκριθῆ. Μὲ ὅλα αὐτὰ φανέρωσε τὸν ἄνθρωπο τέτοιον ποὺ ἀληθινὰ δημιουργήθηκε, φανέρωσε δὲ καὶ τὸ Θεό, τὴν ἄφατη σοφία καὶ τὴν ἀπέραντη φιλανθρωπία του. Ἔτσι αὐτὸν ποὺ παρουσίασε ἔπειτα, ἀφοῦ τὸν περιέβαλε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα, αἰσθητὰ στὰ μάτια ὅλων, τὸν ἀποτύπωσε καὶ τὸν εἰκόνισε προηγουμένως μὲ τὰ ἔργα τῆς ἐπάνω στὸν ἑαυτό της. Καὶ ἦταν δυνατὸν ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα διὰ μέσου αὐτῆς μόνης «νὰ γνωρίσουμε ἀληθινὰ τὸ Δημιουργό». Οὔτε ὁ νόμος ἀποδείχθηκε ἱκανὸς νὰ φανερώσῃ τὴ θεία χρηστότητα καὶ σοφία οὔτε οἱ γλῶσσες τῶν προφητῶν οὔτε ἡ τέχνη τοῦ Δημιουργοῦ ποὺ ἀποκαλύπτει ἡ ὁρατὴ δημιουργία οὔτε ὁ οὐρανὸς ποὺ διηγεῖται κατὰ τὸν ψαλμῳδὸ «δόξαν Θεοῦ» οὔτε ἀκόμη ἡ φροντίδα καὶ ἡ πρόνοια τῶν Ἀγγέλων γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος οὔτε τέλος κανένα ἄλλο ἀπὸ τὰ δημιουργήματα. Γιατὶ μόνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ φέρει μέσα του τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν φανερωθῆ αὐθεντικὰ τέτοιος ποὺ εἶναι, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἐπάνω του τίποτε τὸ νόθο, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκαλύψη ἀληθινὰ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Ἀλλὰ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ἢ πρόκειται νὰ ὑπάρξουν, ἐκείνη ἡ ὁποία τὰ ἐπραγματοποίησε ὅλα αὐτὰ καὶ διεφύλαξε κατὰ τρόπο λαμπρὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀνόθευτη ἀπὸ κάθετι ξένο εἶναι ἡ μακαρία Παρθένος. Γιατὶ κανένας ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν ἦταν «καθαρὸς ἀπὸ ῥύπου», ὅπως λέγει ὁ προφήτης. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε θαῦμα καὶ προξενεῖ ἔκπληξη ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ σ᾿ αὐτοὺς τοὺς Ἀγγέλους καὶ ξεπερνάει κάθε ρητορικὴ ὑπερβολή: τὸ πῶς, ἐνῷ ἡ Παρθένος ἦταν μόνο ἄνθρωπος καὶ δὲν εἶχε τίποτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μπόρεσε νὰ διαφύγη, μόνη αὐτή, τὴν κοινὴ ἀρρώστια.
7. Πῶς τὸ μπόρεσε; Ποιοὺς λογισμοὺς χρησιμοποίησε; Ἀκόμη περισσότερο, πῶς τῆς δημιουργήθηχε ἀρχικὰ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία καὶ θέλησε νὰ ριχθῆ σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα, τὸν ὁποῖο κανεὶς ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους της δὲν ἀκούσθηκε ὅτι εἶχε ποτὲ κερδίσει; Ποιοὺς ὁδηγοὺς εἶχε μπροστά της; Ποιὸς τῆς ἔδωκε ἐλπίδες ὅτι θὰ νικήση; Ἀπὸ ποῦ ἄντλησε τὸ ἀπαιτούμενο θάρρος; Γιατὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν πεσμένη, εἶναι δὲ ἀπερίγραπτη ἡ φαυλότης μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων. Λίγοι ἦσαν οἱ καλοὶ κι εἶχαν κι αὐτοὶ ἀνάγκη ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ τοὺς στηρίξουν. Τόσο πολὺ ἀπεῖχαν ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι χρήσιμοι στοὺς ἄλλους.
Τί λοιπὸν ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἔδωκε τὴ νίκη στὴν Παρθένο, ἀφοῦ οὔτε ᾖρθε στὴ ζωὴ πρὶν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ ἔχῃ λάβει φύση καθαρὴ ἀπὸ κάθε κακία, οὔτε μετὰ ἀπὸ τὸν καινὸ Ἄνθρωπο καὶ τὴν νέα κλίση καὶ δύναμη ποὺ ἔλαβαν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ Αὐτόν; Γιατὶ δὲν θὰ ἦταν βέβαια καθόλου παράδοξο νὰ νικήση ὁ Ἀδὰμ τὴν ἁμαρτία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτε ποὺ νὰ μὴν τὸν ὠθῇ πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ μὴν τὸν ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὴν κακία. Εἶχε πράγματι γιὰ διαμονὴ τόπο γεμάτο ἀπὸ κάθε εἴδους τέρψη, ζωὴ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κόπους, σῶμα ποὺ δὲν εἶχε δοκιμάσει φθορά, ψυχὴ ἄγευστη ἀκόμη ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Δὲν εἶχε γιὰ γενάρχη τοῦ ἕναν ἄνθρωπο, ἀλλά, κατὰ τρόπον ἄμεσο, τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Αὐτὸν γνώριζε καὶ σὰν πατέρα τῆς φύσεως καὶ σὰν παιδαγωγὸ καὶ νομοθέτη κι ἦταν πλασμένος ἔτσι, ὥστε νὰ βρίσκεται μὲ Αὐτὸν σὲ κάθε εἴδους κοινωνία καὶ σχέση. Ἦταν ἑπομένως φυσικὸ ὅλα αὐτὰ νὰ κρατοῦν μέσα του ἄσβεστη τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ Θεό. Ἂν πάλι ἀπεῖχαν ἀπὸ κάθε κακία ἐκεῖνοι ποὺ γεννήθηκαν μετὰ τὴ χάρη καὶ τὴ συμφιλίωση μὲ τὸ Θεό, μετὰ τὸ Χριστό, τὸ καινὸ Θῦμα, καὶ τὴν ἔκχυση τοῦ Πνεύματος καὶ τὴ μυστικὴ γέννηση τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ φρικτὴ τράπεζα τῆς θ.Εὐχαριστίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν δεχθῇ τόσα πολλὰ καὶ τόσο ὑπέροχα βοηθήματα τίποτε βέβαια τὸ ἀξιοθαύμαστο δὲν θὰ παρουσίαζαν. Ἂς ἔρθουμε ὅμως στὴν περίπτωση τῆς Παρθένου. Ἀφοῦ τόσο σκληρὴ καὶ δύσκολη εἶναι ἡ μέχρι τέλους ἀντίσταση στὴν ἁμαρτία, ὥστε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ ὑπῆρξε στὴ γῆ νὰ εἶναι καὶ ὁ πρῶτος ποὺ ἄρχισε τὴν παρανομία καὶ παρὰ τὰ τόσα ὅπλα ποὺ εἶχε γιὰ νὰ ἀγωνισθῆ γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετὴ δὲν ἄντεξε στὴν προσβολὴ κι ἔπεσε ἀμέσως στὴν ἁμαρτία καὶ ἐκεῖνοι, ἐξ ἄλλου, ποὺ ἦρθαν μετὰ τὸ λουτρὸ τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ χάρη -καὶ ἐννοῶ τοὺς πιὸ ἐναρέτους ἀπὸ ὅλους, αὐτοὺς ποὺ ἀφιερώθηκαν στὴν εὕρεση τοῦ ὕψιστου ἀγαθοῦ κι ἔγιναν κύριοι τοῦ ἑαυτοῦ τους- ὑπάρχουν κακὰ γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἐντελῶς ἀνεύθυνοι καὶ ἔχουν γι᾿ αὐτὸ ἀνάγκη ἀπὸ τὴν συνεχῆ κάθαρση τῶν Μυστηρίων, ποιὰ γλῶσσα μπορεῖ νὰ ὑμνήση ὅπως πρέπει καὶ ποιὸς νοῦς νὰ λάβη ἰδέα τοῦ πόσο καθαρὴ ἀπὸ κάθε κακία διατήρησε τὴν ψυχή της ἢ Παρθένος, πόσο καθαρὸς ἄνθρωπος -σὰν νὰ ἦταν ὁλόκληρη μόνο εὐγνωμοσύνη- ὑπῆρξε, ἀφοῦ αὐτὰ ποῦ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἦσαν ἀπὸ κάθε ἄποψη προετοιμασμένοι δὲν μπόρεσε νὰ τὰ ἐπιτύχη, αὐτὴ τὰ ἐπραγματοποίησε ἐξ ὁλοκλήρου, χωρὶς μάλιστα νὰ χρειασθῇ βοήθεια ἀπὸ κανέναν; Κι αὐτὸ μολονότι δὲν ᾖρθε στὴ ζωὴ οὔτε πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀρρώστια τῆς φύσεως οὔτε μετὰ τὸν κοινὸ ἰατρό, ἀλλὰ στὸ μεσουράνημα τοῦ κακοῦ καὶ βρέθηχε μέσα στὸν τόπο τῆς καταδίκης, σὲ μιὰ φύση ποὺ ἔμαθε πάντοτε νὰ νικιέται, σὲ σῶμα ποὺ δουλεύει στὸ θάνατο, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ὅλοι ὅσοι μποροῦσαν νὰ βοήθησουν στὴν πραγματοποίηση τῆς κακίας ἦσαν ὑπερβολικὰ κοντά, ἐνῷ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ γνώριζαν νὰ συμπολεμοῦν ἀπουσίαζαν. Γιατὶ εἴτε ἰδοῦμε τὸ γεγονὸς ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ συμφιλίωση, πρὶν νὰ ἔρθῃ στὴ γῆ ὁ δημιουργὸς τῆς εἰρήνης, αὐτὴ ἡ ἴδια διέλυσε μέσα της τὴν ἔχθρα ποὺ ὑπῆρχε στὴν ἀνθρώπινη φύση κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἄνοιξε τὸν οὐρανὸ καὶ προσείλκυσε τὴ χάρη καὶ ἔλαβε τὴ δύναμη ν᾿ ἀγωνισθῇ κατὰ τῆς ἁμαρτίας, αὐτὸ τὸ θαῦμα ξεπερνάει ἀσφαλῶς κάθε ἀνθρώπινη κατανόηση -γιατὶ πόσο ὑπέροχη πρέπει νὰ εἶναι ἡ συνεισφορὰ τῆς Παρθένου, ἀφοῦ μπόρεσε ν᾿ ἀποδειχθῆ ἰσάξια μὲ ἐκείνη τοῦ μεγάλου Θύματος; -Εἴτε πάλι θεωρήσουμε τὸ γεγονὸς ὅτι, μολονότι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ἐχθρική, τόσα πολλὰ μπόρεσε νὰ πραγματοποιήση ἡ πρόθεση τῆς Παρθένου, καὶ ἐνῷ ὁ φραγμὸς τῆς ἔχθρας ὑπῆρχε ἀκόμη, αὐτὴ συνδέθηκε μὲ τὸν Θὲδ καὶ ὅτι τὸ τεῖχος ἐκεῖνο ποῦ χώριζε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲν ἄντεξε στὴν προθυμία μιᾶς ψυχῆς, ἀπὸ αὐτὸ τί ὑπάρχει πρωτοφανέστερο; Γιατὶ οὔτε βέβαια τὴν ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς ἐπίτηδες τὴν Παρθένο ἔτσι, ὥστε νὰ ζῇ ἀναγκαστικὰ μὲ αὐτὸν τὸν πάναγνο τρόπο ζωῆς, οὔτε, ἐνῷ ἡ ἴδια πρόσφερε ὅ,τι καὶ οἱ ἄλλοι, τὴν ἐτίμησε ὁ Θεὸς μὲ μεγαλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους βοηθήματα. Ἀλλὰ ἡ Παρθένος νίκησε τὴν πρωτάκουστη καὶ θαυμαστὴ αὐτὴ νίκη χρησιμοποιώντας μόνο τὸν ἑαυτό της καὶ τὰ ὅπλα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς.
8. Γιατὶ τὸ νὰ νομίση κανεὶς ὅτι ὁ Θεὸς δημιουργεῖ μέσα στὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀρετὴ ὅπως καὶ τὰ ἄλλα δημιουργήματα, εἶναι πρᾶγμα ποὺ ἀντίκειται πρὶν ἀπὸ ὅλα στὴν ἴδια τὴν φύση τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία εἶναι προαιρετικὸ ἀγαθὸ καὶ ἔργο τῆς προσωπικῆς μας θελήσεως. Γιατὶ ἀκριβῶς σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸ «εἶναι» ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι λογικὰ καὶ μὲ ἐλεύθερη θέληση ὄντα, τὸ «εὖ εἶναι» δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ὑπάρχη στὴν καλὴ χρήση τῆς λογικότητος καὶ τῆς αὐτόνομης θελήσεώς τους. Οὔτε βέβαια εἶναι δυνατὸν τὸ «εὖ» νὰ καταστρέφῃ τὸ «εἶναι» οὔτε ἡ πρόοδος στὴν ἀρετὴ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μειώνῃ τὰ καλὰ ποὺ ἐκ φύσεως ἔχουμε, ἀφοῦ προορισμὸς τῆς εἶναι νὰ τὰ αὐξάνῃ. Γιατὶ θὰ ἦταν ἀσφαλῶς ἄτοπο αὐξάνοντας τὴν ἀρετὴ νὰ μειώνουμε τὴν ἐλευθερία, νὰ καταστρέφουμε δηλαδὴ ἔτσι μὲ τὰ καλὰ ἔργα τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, αὐτὸ ποὺ ἐκ φύσεως εἴμαστε. Ἀλλὰ ἡ υἱοθέτηση αὐτῶν τῶν σκέψεων εἶναι ἀρχὴ γιὰ χίλια δυὸ ἀτοπήματα. Γιατὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ παραδεχθοῦμε τότε ἕνα ἀπὸ τὰ δυό: ἢ ὅτι κανεὶς δὲν ἔχει εὐθύνη γιὰ καμμιὰ ἁμαρτία του καὶ ὅτι, ἀντίστοιχα, οἱ ἀγαθοὶ δὲν κερδίζουν δίκαια τὰ βραβεῖα -ἀφοῦ δὲν ὁδηγοῦν οἱ ἴδιοι τους ἑαυτούς τους οὔτε εἶναι κύριοι τῆς θελήσεώς τους- ἤ, ἂν δὲν τὸ παραδεχώμαστε αὐτό, πρέπει ἀσφαλῶς νὰ πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, ἀφοῦ, διαχωρίζοντας τοὺς ἀνθρώπους, ἄλλους στεφανώνει καὶ ἄλλους καταδικάζει στὶς ἔσχατες τῶν ποινῶν, χωρὶς οὔτε στὸ ἕνα οὔτε στὸ ἄλλο νὰ ἐνεργῇ λογικά. Θὰ ἦταν δὲ κατ᾿ ἐξοχὴν μοχθηρό, ἐάν, ἐνῷ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀναδείξη ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀρίστους καὶ τὸ χέρι του μπορεῖ νὰ μοιράση τὰ ἀγαθὰ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο σὲ ὅλους, δὲν τὸ ἔκανε.
Πῶς θὰ ἦταν ἔτσι δυνατὸν νὰ ἰσχύῃ ἀκόμη τὸ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν «λαμβάνει πρόσωπον ἀνθρώπου» καὶ ὅτι «πάντας θέλει σωθῆναι» καὶ ὅτι ἀποτελεῖ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τὸ ἀγαθὸ ἐκεῖνο ποὺ προσφέρεται σὲ κοινωνία καὶ μετοχὴ τόσο περισσότερο ἀπὸ ὅλα -καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὰ ὑπόλοιπα- ὅσο περισσότερο «κενώθηκε» καὶ ὅσο περισσότερο εἶναι πλούσιο ἀγαθό; Ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο ἕνα συμπέρασμα καὶ ἕνας συλλογισμός. Γιατὶ εἶναι ἐντελῶς φανερὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἐτίμησε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς δωρεὲς ἐκεῖνες ποὺ βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ζήση τὴν ἀληθινὴ ζωή. Ἂν ὅμως τιμήθηκαν ὅλοι με τὴ μεγαλύτερη, εἶναι φανερὸ ὅτι ἔλαβαν ὅλοι τὴν ἴδια. Γιατὶ μεγαλύτερο ἀγαθό, δηλαδὴ ἀγαθὸ ποὺ νὰ ὁδηγῇ κατὰ καλύτερο τρόπο πρὸς τὴν ἀρετὴ ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα ζωὴ καὶ πολιτεία τοῦ Σωτῆρα, ἀπὸ τὸ θάνατο, τὴν ἀνάσταση καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτὰ -καὶ ποὺ ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη μπορεῖ νὰ ἀπολαμβάνῃ ἐξ ἴσου- εἶναι βέβαια καὶ ἀδύνατο νὰ δημιουργήση κανεὶς καὶ τὸ νὰ θεωρήση ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ κάτι τέτοιο, πρᾶγμα ἀπὸ τὰ πιὸ παράλογα. Ἑπομένως ἡ βοήθεια μὲ τὴν ὁποία ἐβοήθησε τὴ μητέρα Του δὲν εἶναι καθόλου μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁποία ἐχάρισε γενικὰ σ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
9. Ἔτσι ἡ Πανάμωμη μὲ τὰ νόμιμα χαρίσματα καὶ τὴν ἀξιοποίησή τους ἢ ἴδια ἔπλεξε στὸν ἑαυτὸ τῆς αὐτὸ τὸ στεφάνι. Γιατί, ἐνῷ ἡ βοήθεια ποὺ δέχθηχε ἀπὸ τὸ Θεὸ ἦταν ἡ ἴδια με ἐκείνη ποὺ δέχθηκαν ὅλοι, αὐτὴ τόσο πολὺ ξεπέρασε τοὺς ἄλλους μὲ ὅσα πρόσθεσε ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, ὥστε ὄχι μόνο νὰ νικήση παντοῦ ὅπου ἐκεῖνοι νικήθηχαν, ἀλλὰ καὶ νὰ νικήση τόσο λαμπρά, ὥστε ἡ νίκη της νὰ ἐπαρκέση καὶ γιὰ τὴν προσωπική της δόξα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ νὰ εἶναι σὰν μία νίκη ποὺ τὴν ἐπέτυχαν ὅλοι. Γιατὶ δὲν ἀπέδειξε χειρότερο τὸ ἀνθρώπινο γένος ξεπερνώντας τὸ σὰν ἕνας ἀντίδικός του, ἀλλὰ τὸ ἐκόσμησε. Οὔτε τὸ ἔκαμε νὰ ντρέπεται σὰ νὰ νικήθηχε, ἀλλὰ τὸ φανέρωσε λαμπρότερο. Οὔτε μὲ τὸ νὰ γίνῃ ἡ ἴδια ἐξαιρετικὰ ὡραία ἀποκάλυψε τὴν ἀσχήμια τῶν ὁμοφύλων της, ἀλλὰ τοὺς χάρισε ὡραιότητα. Οὔτε πάλι μὲ τὸ ὅτι ὑπερασπίσθηκε μὲ ἐπιτυχία τὴν ἀνθρώπινη φύση μέσα της, μεταθέτοντας ἔτσι καθαρὰ τὴν αἰτία τῆς ἁμαρτίας στὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά, ἔκαμε βαρύτερες τὶς εὐθύνες γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀντίθετα, ἔχοντας ἡ ἴδια εὐδοκιμήσει μὲ πρωτοφανῆ τρόπο, κατήσχυνε καὶ νίκησε τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ ἀπαλλάξη ἀπὸ κάθε κακία τοὺς κατησχυμμένους καὶ νικημένους. Κι ἔτσι τὸ κάλλος, ποὺ δόθηκε στὴν ἀνθρώπινη φύση, δὲν τὸ διατήρησε ἀνόθευτο ἀπὸ κάθε ξένο στοιχεῖο μόνο στὸν ἑαυτό της, ἀλλά, ὅσο ἦταν δυνατόν, καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
10. Καὶ ἂν ἤθελε κανεὶς νὰ ἐξετάση, θὰ μποροῦσε νὰ βρῇ γιὰ ὅλα τοῦτα πολλὲς καὶ λαμπρὲς ἀποδείξεις. Πρὶν ἀπὸ ὅλα, τίποτε δὲν ἐμπόδισε τὸ Θεὸ νὰ κατέλθη καὶ νὰ σκηνώσῃ μέσα της μόλις χρειάσθηκε. Γιατὶ δὲν θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ κατέλθη, ἂν ἦταν οἰκοδομημένο ἀνάμεσά τους τὸ διαχωριστικὸ τεῖχος, πρᾶγμα ποὺ θὰ συνέβαινε, ἂν ὑπῆρχε μέσα τῆς κάτι συγγενικὸ πρὸς τὴν ἁμαρτία, γιατί, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης, «Οἱ ἁμαρτίες σας διαχωρίζουν ἀνάμεσα σὲ σᾶς καὶ σὲ μένα». Κι οὔτε βέβαια πρέπει νὰ νομίσουμε ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἀντιστεκόταν πρὸς τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ τὸ τεῖχος καὶ ὅτι κατεβαίνοντας ὁ Θεὸς τὸ ἐγκρέμισε μὲ τὴ δυναμή Του.Γιατὶ τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ἔκρινε καλὸ νὰ καταλύση αὐτὸ τὸ φραγμὸ δὲν ὑπῆρχε, ἀφοῦ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀκόμη κατέλθει. Καὶ ἐννοῶ ἀσφαλῶς τὸ αἷμα καὶ τὸ πάθος, γιατὶ μὲ αὐτὸ μόνο τὸν τρόπο ἔπρεπε νὰ νικιέται ἡ ἁμαρτία, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦσαν στὴν ἐποχὴ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου -καὶ στοὺς ὁποίους προεικονιζόταν ἡ χάρη- λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι «χωρὶς νὰ χυθῆ αἷμα, δὲν μποροῦσε νὰ ὑπάρξη ἄφεση ἁμαρτιῶν».
Ἐξ ἄλλου ποιὸς δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ κρίσεις τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν Παρθένο ἀποδεικνύουν πῶς ἦταν ἀμέτοχη στὴν παραμικρὴ ἁμαρτία; Γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ Κριτής, ποὺ «δὲν κρίνει μὲ προσωποληψία», κρίνοντας καὶ τὴν κοινὴ μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων (τὴν Εὔα) καὶ τὴν Παρθένο, τὴν Εὔα, ποὺ ἁμάρτησε, ἐτιμώρησε ἐπιτρέποντας νὰ ζῇ μὲ λύπη, ἐνῷ τὴν Παρθένο ἀξίωσε νὰ χαίρῃ. Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ λύπη ἁρμόζει στοὺς ἁμαρτωλούς, αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἁρμόζει ἡ χαρὰ εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν ἔχουν τίποτε τὸ κοινό με τὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο πρὶν ἀπὸ τὴν Παρθένο σὲ κανέναν ἀπολύτως ἄλλον ἄνθρωπο μέσα στοὺς αἰῶνες δὲν ἀπηύθυνε ὁ Θεὸς τὸ «χαῖρε», ἀφοῦ ὅλοι ἦσαν ἀκόμη ὑπόδικοι καὶ μέτοχοί της Παλαιᾶς, κακότυχης κληρονομιᾶς.
Ἀλλὰ αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἐξετάζουν τὴν προετοιμασία τῆς Παρθένου γιὰ τὴ διακονία τοῦ μυστηρίου. Ὅταν Ἐκείνη ρώτησε γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ πραγματοποιόταν ἡ παράδοξη γέννηση καὶ τί ἀλλοίωση ἔπρεπε νὰ ὑποστῇ ὥστε νὰ κυοφορήση καὶ νὰ γεννήση τὸ Θεό, ὁ Γαβριὴλ ἀπαντώντας μίλησε γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴ δύναμη τοῦ Ὑψίστου καὶ ἄλλα σχετικά. Πουθενὰ ὅμως στὴν χαρμόσυνη ἀγγελία τοῦ Ἀγγέλου δὲν ἔγινε λόγος γιὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ ἐνοχὴ καὶ γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν. Ἐν τούτοις, αὐτὴ ἡ προετοιμασία θὰ χρειαζόταν ἀσφαλῶς πρὶν ἀπὸ ὁποιεσδήποτε τυχὸν ἄλλες. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Ἡσαΐας, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ σταλῆ σὰν ἁπλὸς προάγγελος τοῦ ἀγνώστου ὡς τότε μυστηρίου (τῆς Σαρκώσεως), εἶχε ἀνάγκη καθάρσεως καὶ μάλιστα μὲ φωτιά, τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ζητήθηκε καμμιὰ κάθαρση ἀπὸ ἐκείνη πού, ὅταν ἔφθασε ὁ καιρός, χρειάσθηκε νὰ διακονήση στὴν πραγματοποίηση τοῦ μυστηρίου -κι αὐτὸ ὄχι μόνο με τὴ γλῶσσα, ἀλλὰ προσφέροντας καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ ὅλη τὴν ὕπαρξή της- δὲν φανερώνει αὐτὸ σαφέστατα ὅτι δὲν εἶχε τίποτε ποῦ ἔπρεπε νὰ ἀποβάλῃ; Ἂν δὲ ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς διδασκάλους ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Παρθένος καθαρίσθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πρέπει νὰ θεωρήσουμε ὅτι λέγοντας κάθαρση ἐννοοῦν τὴν προσθήκη χαρισμάτων, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι λένε ὅτι κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καθαρίζονται καὶ οἱ Ἄγγελοι, στοὺς ὁποίους βέβαια δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ κακό.
Αὐτὴ δὲ ἀκριβῶς τὴν ἴδια μαρτυρία φαίνεται ὅτι ἤθελε νὰ δώσῃ ὁ Σωτῆρας γιὰ τὴ μητέρα Τοῦ μετὰ τὴ μυστηριώδη γέννηση ὅταν σὲ δημόσια συνάθροιση εἶπε ὅτι «μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν». Αὐτὰ τὰ εἶπε θέλοντας νὰ κοσμήσῃ ὄχι τόσο ἐκείνους, ὅσο τὴ μητέρα Του. Γιατὶ κοσμεῖται βέβαια ἡ μητέρα, ὅταν τονίζεται ὅτι ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους ἄξιους νὰ ὀνομάζωνται «μητέρα καὶ ἀδελφοί» Του εἶναι ἡ φροντίδα γιὰ τὴν τήρηση τοῦ θεῖον νόμου. Πράγματι, τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν Παρθένο δὲν τὴν τίμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα τῆς μητέρας οὔτε τὴν ἀποκάλεσε μόνο, ἀλλὰ τὴν εἶχε ἀληθινὰ μητέρα, φανερώνει καθαρὰ ὅτι αὐτὴ εἶχε ξεπεράσει κάθε κορυφὴ ἁγιότητος.
Γιατί, ἂν ἀναγνώριζε σὰν ἀκριβεῖς φύλακες τοῦ νόμου ὅσους τίμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα, δὲν ἔκαμε ἔτσι ὁλοφάνερο ὅτι σ᾿ ἐκείνη, στὴν ὁποία ἔδωκε καὶ τὴν πραγματικότητα, σ᾿ ἐκείνη δηλαδὴ ποὺ ὑπῆρξε ἀληθινὰ μητέρα Του, δὲν βρῆκε ποτὲ καὶ σὲ καμμιὰ περίπτωση κάτι ποὺ νὰ μὴν ἁρμόζῃ στὰ θελήματα καὶ τοὺς νόμους Του; Φανέρωσε ἀντίθετα ὅτι ἀναγνώρισε στὴν Παρθένο ἀρετὴ ποὺ τόσο ξεπερνάει κάθε ἀνθρώπινο μέτρο, ὅσο τὸ νὰ εἶναι κανεὶς πραγματικὰ κάτι, ἀπὸ τὸ νὰ ὀνομάζεται ἁπλῶς, ὅσο δηλαδὴ ἡ πραγματικότητα βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὰ ὀνόματα. Γιατί, ὅπως δὲν ὑπῆρχε τρόπος νὰ γεννήση τὸ Χριστὸ καλύτερα ἀπὸ ὅ,τι Τὸν γέννησε οὔτε νὰ γίνῃ κατὰ τρόπο πραγματικώτερο μητέρα Του ἀπὸ ὅ,τι ἔγινε, ἀλλὰ ἔφθασε στὴ σχέση τῆς πρὸς αὐτὸν στὸ ἀκρότατο ὅριο γνησιότητος, ἔτσι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ φθάση καὶ σὲ μεγαλύτερο μέτρο ἀρετῆς ἀπὸ ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο ἔζησε ὅλη τη ζωή της.
11. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἑξῆς εἶναι σημεῖο φανερὸ ὅτι ἡ μακαρία Παρθένος ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε κακία: τὸ ὅτι εἶχε εἰσέλθει στὸ ἁγιώτατο τμῆμα τοῦ Ναοῦ, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ποὺ ἦσαν ἄβατα καὶ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Ἀρχιερέα, ἂν προηγουμένως δὲν εἶχε καθαρισθῆ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, μὲ τὸν τρόπο βέβαια ποὺ ἦταν δυνατὸν νὰ καθαρίζωνται τότε οἱ ἁμαρτίες. Γιατὶ μὲ τὸ ὅτι δὲν εἶχε ἀνάγκη γιὰ ἐξιλαστήριες θυσίες καὶ ἄλλους καθαρισμοὺς ἀπέδειξε ὅτι δὲν εἶχε τίποτε γιὰ νὰ καθαρίση. Καὶ δὲν εἰσῆλθε ἁπλῶς στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων με αὐτὸν τὸν τόσο παράδοξο τρόπο, ἀλλὰ καὶ κατοίκησε ἐκεῖ ἀπὸ βρέφος μέχρι τὴν νεανική της ἡλικία. Δὲν ὑπῆρξε ἔτσι ἀνάγκη γιὰ καθαρτήριες θυσίες οὔτε κατὰ τὴ γέννηση οὔτε κατὰ τὴν ἀνάπτυξή της. Καὶ τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι καὶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖνα τὰ χρόνια δὲν φαινόταν νὰ ἀντιβαίνῃ σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς θεσμοὺς αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, τὸ νὰ φρίττῃ δηλαδὴ καὶ νὰ τρέμῃ ὁ Ἀρχιερεὺς νὰ διασχίση τὴν εἴσοδο, κι αὐτὸ μιὰ φορᾷ τὸ χρόνο καὶ χωρὶς νὰ ἔχῃ παραλείψει τὶς ἐξιλαστήριες θυσίες, ἡ δὲ Παρθένος νὰ χρησιμοποιῇ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων σὰν κατοικία Της καὶ νὰ τρώγῃ καὶ νὰ κοιμᾶται καὶ νὰ περνᾷ ἐκεῖ ὁλόκληρή τη ζωή Της. Συμμετεῖχε λοιπὸν ἡ Παρθένος στὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ κατὰ ἕναν τρόπο ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀφοῦ τὰ ἀναγκαία γιὰ τὴν τροφή της δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ τῆς τὰ προσφέρουν ἄνθρωποι, ἀλλὰ Ἄγγελος ἑτοίμαζε τὸ τραπέζι της. Ἀποδεικνύεται λοιπὸν τὸ πόσο ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ψόγο καὶ καθαρώτερη ἀπὸ τὸ νὰ χρειάζεται τὶς καθαρτήριες τελετὲς τοῦ νόμου, πρᾶγμα ποὺ ἦταν φανερὸ στὰ μάτια ὄχι μόνο Ἐκείνου ποὺ βλέπει τὰ κρυφά, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Τόσο ἡ ἀρετὴ τῆς ἦταν μεγάλη καὶ λαμπρή, ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ μείνη κρυμμένη. Καὶ μολονότι ἡ ἡλικία της καὶ τὸ γένος της καὶ ἡ ζωή της δὲν μποροῦσαν νὰ διακηρύξουν τὴν ἀρετή της, καὶ μάλιστα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἦσαν ἀκόμη τυφλοὶ καὶ βουτηγμένοι στὸ βαθὺ σκοτάδι -ἀφοῦ ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης δὲν εἶχε ἀκόμη φανῆ- τίποτε δὲν ἐμπόδιζε τὸ φῶς ἐκεῖνο τῆς Παρθένου νὰ λάμψῃ καὶ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς της νὰ κάμῃ, ξεπερνώντας ὅλα τὰ ἐμπόδια, αἰσθητὴ στοὺς τυφλοὺς τὴν ἀκτῖνα ποὺ εἶχε φθάσει στὴ γῆ. Καὶ ἦταν φυσικό. Γιατὶ τί μποροῦσε νὰ ὑπάρξη τόσο μεγάλο, ὥστε νὰ συγκαλύψη τὸ μέγεθος τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς σωφροσύνης ἐκείνης, ἡ ὁποία κατὰ τὸν προφήτη «ἐκάλυψε καὶ αὐτοὺς τοὺς οὐρανούς»; Γιατὶ ἐκείνη ποὺ ἦταν τόσο ἰσχυρότερη ἀπὸ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη κακία, ὥστε μεμιᾶς καὶ εὐκολώτατα νὰ τὴν ἐξαλείψη ὁλόκληρη, πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ συγκαλυφθῆ ἀπὸ τὴν ἀχλὺ τῆς κακίας, ὅταν ἐμφανίσθηκε;
12. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν διακρίνει στὴν Παρθένο τὰ πιὸ μεγάλα καὶ πιὸ θαυμαστὰ πράγματα, τέτοια ποὺ κανεὶς ἄλλος ποτὲ δὲν εἶχε, τὴν τιμοῦσαν μὲ ὅ,τι καλύτερο εἶχαν, προσφέροντάς της γιὰ κατοικία τὸν πιὸ ἱερὸ χῶρο ποὺ ὑπῆρχε. Ἔτσι τὸ χῶρο ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν ξεχωρίσει καὶ εἶχαν ἀφιερώσει σὰν δῶρο ὅλης τῆς γῆς ἀποκλειστικὰ στὸ Θεό, αὐτὸν ἔδωκαν σὰν κατοικία καὶ στὴν Παρθένο. Γιατὶ θεώρησαν ὅτι ὁ ἴδιος χῶρος ἔπρεπε νὰ εἶναι καὶ ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ κατοικία τῆς Παρθένου, γιατὶ ἔπρεπε μὲ τὰ ἴδια πράγματα νὰ λατρεύεται ὁ Θεὸς καὶ νὰ τιμᾶται ἡ Παρθένος ἢ μᾶλλον ἔπρεπε ὁ ἴδιος οἶκος ποὺ εἶχε μέσα του τὴν Παρθένο νὰ εἶναι καὶ ναὸς τοῦ Θεοῦ.
Ὁ δὲ Θεὸς ποὺ τὴν ἐγνώριζε πολὺ καλύτερα, σὰν καρδιογνώστης ποὺ εἶναι, ὅπως ἐγνώριζε καὶ ὅσα ἦταν ἄξια ἡ Παρθένος νὰ λάβη ἀπὸ αὐτὸν -καὶ ὄχι μόνο τὰ ἐγνώριζε, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν δύναμη νὰ τὰ δώσῃ- τὴν κοσμοῦσε μὲ κάθετι ποὺ ἦταν ἀληθινὰ ἄξιό Της. Ἔτσι, ἀφοῦ τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα ἄβατα, τὴν ὁδήγησε σὲ ἄλλη σκηνὴ φτιαγμένη ὄχι ἀπὸ νεφέλη οὔτε ἀπὸ ἀγγελικὰ ἢ ἀρχαγγελικὰ φτερὰ οὔτε ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ κτιστὰ καὶ δουλικὰ πράγματα, ἀλλὰ ἔγινε Αὐτὸς ὁ ἴδιος γιὰ τὴν μακαρία σκηνή, αὐτὸς «ποὺ κατοικεῖ στὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτο». Κι ὅπως ἀνήγγειλε ὁ ἱερώτατος Γαβριήλ, τὴν «ἐπεσκίασεν ἡ Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος». Γιατὶ ὁ Θεὸς μόνο τὸν ἑαυτό του βρῆκε ὅτι μποροῦσε νὰ γίνῃ σκηνὴ ἄξια σ᾿ Ἐκείνη, ποὺ μόνη ἔγινε ἄξια γιὰ τὸν Θεὸ σκηνή.
13. Τὸ ὅτι πάλι κατοίκησε στὸν ἄβατο ἐκεῖνο χῶρο δὲν εἶναι κάτι ποὺ τιμᾷ τὴν Παρθένο, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνο τὸ χῶρο. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ παλαιὸ Πάσχα τιμᾶται ἀπὸ τὴν προσθήκη τῆς σφαγῆς ἐκείνης ποὺ συμβόλιζε, καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ τὸ πνευματικὸ βάπτισμα καὶ τὰ ὑπόλοιπα σύμβολα ἀπὸ τὶς ἀληθινὲς πραγματικότητες. Γιατί, ἂν ἄλλα σύμβολα συμβόλιζαν καὶ ὁδηγοῦσαν σὲ ἄλλες πραγματικότητες, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὁδηγοῦσαν ἀσφαλῶς στὴν παναγία Παρθένο. Τὸ γεγονὸς πράγματι ὅτι ἡ εἴσοδος στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἐπιτρεπόταν μόνο στὸν Ἀρχιερέα κι αὐτὸ μιὰ φορὰ τὸ χρόνο κι ἐνῷ εἶχε προηγουμένως καθαρισθῆ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ὑποδηλοῦσε τὴν μυστηριώδη κυοφορία τῆς Παρθένου, ποὺ ἔφερε μέσα τῆς τὸ μόνον ἀναμάρτητο, Ἐκεῖνον ποὺ μὲ μιὰ μόνη ἱερουργία καὶ μία φορᾷ μέσα στοὺς αἰῶνες ἐξάλειψε ὅλη τὴν ἁμαρτία. Καὶ τὸ ὅτι πάλι τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἦσαν ἄβατα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πιὸ ἱερὸ ἀπὸ ὅλους, ἦταν σημεῖο ποὺ φανέρωνε πῶς ἡ μακαρία Παρθένος οὐδέποτε ἔφερε στὴν ψυχὴ τῆς κάτι ποὺ νὰ μὴν ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἅγιο. Ἦταν δὲ τόσο πολὺ σεβαστὸς ὁ ναός, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ δεχθῇ μέσα του Ἐκείνη, ἀφοῦ τίποτε ἄλλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑπῆρχαν μέσα του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τοῦ δώσῃ αὐτὴ τὴ μεγαλειώδη σεμνότητα. Τίποτε πράγματι ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἦταν τόσο πολύτιμο, ὥστε ἡ ἀξία του νὰ τὸ κάνῃ ἀπρόσιτο στοὺς πολλούς. Ἀφοῦ τὸ μάννα ἦταν δυνατὸν καὶ στὰ χέρια τους νὰ τὸ κρατήσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ στὸ σπίτι τους νὰ τὸ πάρουν καὶ νὰ τραφοῦν μὲ αὐτό. Καὶ ἡ ράβδος τίποτε τὸ ἱερώτερο δὲν εἶχε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τὴν κρατοῦσαν καὶ γιὰ χάρη τῶν ὁποίων πέταξε βλαστοὺς μρ φύλλα. Τέλος κι ἀπὸ τὶς πλάκες, τὶς πολυτιμότερες ἀπ᾿ ὅλες, αὐτὲς ποὺ περιεῖχαν τὸ νόμο, ὅλοι μποροῦσαν νὰ τὶς κρατήσουν στὰ χέρια. Τί λοιπὸν πρέπει νὰ θεωρήσουμε ὅτι τιμοῦσε τόσο πολὺ ἐκεῖνον τὸ χῶρο, ἂν ὄχι οἱ προεικονίσεις τῆς Πανάγνου, τὸ ὅτι δηλαδὴ ὅλα τὰ πράγματα ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ εἶχαν τὴν ἀναφορά τους καὶ ὁδηγοῦσαν σ᾿ Ἐκείνη; Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο, ἐνῷ ἦταν ἀπροσπέλαστος σ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἦταν βατὸς γι᾿ αὐτήν. Καὶ μόλις φάνηκε ἡ Παρθένος, ἀμέσως κατήργησε τὸ νόμο ποὺ ἴσχυε ἀπὸ τὴν ἀρχή, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ὅτι ὁ ναὸς δὲν ἐπέτρεπε τὴν εἴσοδο σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐπειδὴ τιμοῦσε ἐκείνη καὶ κρατοῦσε τὸν ἑαυτό του μόνο γι᾿ αὐτήν, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ὅτι ἦταν τόσο πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν δέχθηχε ποτὲ οὔτε τὸ παραμικρὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης μικρότητος. Κι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ γνωρίσουμε ὅτι, ἂν ὁ χῶρος ποὺ εἰκόνιζε τὴν Παρθένο τόσο πολὺ ἀπεῖχε ἀπὸ ὅλους καὶ δὲν εἶχε, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι, τίποτε τὸ κοινό με τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν οἰκουμένη, τί πρέπει νὰ σκεφθοῦμε γιὰ τὶς ἴδιες τὶς πραγματικότητες, ἀφοῦ βέβαια εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὸ μέτρο τῶν μικροτέρων πραγμάτων νὰ γνωρίζουμε τὸ ὕψος καὶ τὴν ἀξία τῶν πιὸ μεγάλων;
14. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ σώματα μὲ τὴν ὕπαρξή τους ἐμφανίζουν καὶ διασφαλίζουν μέσα στὴ σκιὰ τὴν περιγραφὴ καὶ τὸ σχῆμα τῶν σωμάτων τὰ ὁποῖα περιγράφονται, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Παρθένος ἀποχωρίσθηχε ἀπὸ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα καὶ ἀφοῦ προῆλθε ἀπὸ τὴ γῆ δὲν εἶχε στὴ συνέχεια τίποτε νὰ πάρη ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ κράτησε ἀπρόσβλητή τη βούλησή της ἀπὸ κάθε κακία, συμβολιζόταν σὰν μὲ κάποιο ἀσαφὲς καὶ ἀμυδρὸ σύμβολο ἀπὸ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Κι αὐτὸ εἶναι φυσικὸ ἐπακόλουθο καὶ συμβαδίζει καὶ μὲ τὴ λογικὴ τῶν πραγμάτων καὶ μὲ τὴ φυσικὴ τάξη. Γιατὶ ἦταν ἀνάγκη κάποιος ἄνθρωπος νὰ ἀποδειχθῆ ἀνώτερος ἀπὸ κάθε ἁμαρτία χρησιμοποιώντας τὴν προθυμία τοῦ λογισμοῦ καὶ τὴ δύναμη τοῦ ἴδιου του ἑαυτοῦ του, χωρὶς νὰ ἔχῃ λάβη τὸ δῶρο νὰ εἶναι μητέρα τοῦ ἀναμάρτητου, πρὶν δηλαδὴ ἀκόμη ἀποκτήση συγγένεια μὲ Ἐκεῖνον. Κι αὐτὸ γιὰ πολλοὺς λόγους. Πρῶτα πρῶτα ἐπειδὴ ἦταν ἀνάγκη ἡ ἀνθρώπινη φύση νὰ φανερωθῆ τέτοια ποὺ πλάσθηκε, γιὰ νὰ προξενήση στὸν τεχνίτη τὴν τιμὴ καὶ τὴν δόξα ποὺ τοῦ ἔπρεπε. Γιατὶ βέβαια οὔτε στὸ γενάρχη οὔτε στοὺς ἀπογόνους του ἦταν δυνατὸν νὰ βρῇ κανεὶς ἀκέραιο τὸν ἄνθρωπο, ἀφoὺ ὅλοι ἦταν διεφθαρμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὁ δεύτερος πάλι Ἀδάμ, μὲ τὸ νὰ εἶναι καὶ Θεὸς κατὰ φύση, δὲν παρουσίασε τὴ δεύτερη φύση του, τὴ δική μας ἔτσι, ὥστε νὰ εἶναι μόνη τῆς ὁρατή. Γιατὶ δὲν εἶχε πρὸς τὴν ἁμαρτία τὴ σχέση ποὺ ἔπρεπε νὰ ἔχῃ ὁ ἄνθρωπος σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή. Δὲν διάλεξε, ἔχοντας ροπὴ καὶ πρὸς τὰ δυό, ἀπὸ τὸ κακὸ τὸ καλὸ οὔτε ἔτρεξε πρὸς τὸ καλό, ἐνῷ μποροῦσε νὰ γίνῃ κακός, ἀλλ᾿ οὔτε ἦταν βέβαια ποτὲ δυνατὸ Αὐτὸς νὰ ἁμαρτήση. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ φανῆ ἐκεῖνος πού, ἐνῷ μποροῦσε νὰ ἁμαρτήση, δὲν ἁμάρτησε καθόλου, φανερώνοντας ἔτσι πῶς ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή. Γιατὶ διαφορετικά, ἂν δηλαδὴ ἡ φύση δὲν εὕρισκε στὸ πρόσωπο κανενὸς ἀνθρώπου τὴ μορφὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁ δημιουργὸς τὴν εἶχε πλάσει, θὰ ἀποδεικνυόταν μάταιη ἡ ἐπιδεξιότης τοῦ δημιουργοῦ κι αὐτὸ στὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ ἔργα του. Ἔπειτα, πῶς εἶναι λογικὸ νὰ μὴν τηρηθῆ κάποτε στὴν πληρότητά του ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ ὑπάρχη περίπτωση νὰ νομοθετῇ ἄσκοπα ὁ σοφός, χωρὶς νὰ πρόκειται νὰ ὑπάρξη κανένας ποὺ θὰ ἀκολουθήση ὅλους τοὺς νόμους, καὶ νὰ διατάσσῃ πράγματα στὰ ὁποῖα κανένας δὲν πρόκειται νὰ πειθαρχήση καὶ νὰ ὁμιλῇ χωρὶς νὰ βρίσκῃ κανέναν ποῦ νὰ θέλῃ νὰ τὸν ἀκούσῃ κι ἔτσι αὐτός, ποῦ εἶναι σὲ ὅλα τὰ σημεῖα εὐτυχῇς, ἐδῶ νὰ μὴν εἶναι;
15. Ἐκεῖνο λοιπὸν τὸ ὁποῖο ἦταν ἀπὸ κάθε ἄποψη ἀναγκαῖο νὰ συμβῇ, τὸ νὰ ὑπάρξη δηλαδὴ ἕνας κατὰ πάντα συνεπὴς ἐκτελεστῆς τῶν θείων διαταγμάτων, ἕνας ἄνθρωπος καθαρὸς ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, ποιὸς ἄλλος παρὰ ὁ ἄριστος μποροῦσε νὰ τὸν ἐνσαρκώση; Καὶ ἄριστη ὑπῆρξε κατὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ ἡ μακαρία Παρθένος, ἐκείνη τὴν ὁποία διάλεξε ὁ ἴδιος σὰν ναὸ γιὰ τὸν ἑαυτό Του, προτιμώντας τὴν ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ἀφοῦ λοιπὸν ἦταν ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ φανερώσῃ κάποιος ἄνθρωπος μὲ σαφήνεια τὴν ἀνθρώπινη φύση τέτοια ποὺ εἶναι πράγματι καὶ οἱ ἄλλοι ὅλοι ὑστέρησαν στὸ νὰ τὸ ἐπιτύχουν, δὲν ἀπόμενε παρὰ νὰ τὸ κατορθώσῃ ἡ Παρθένος. Ὅπως λοιπὸν εἶπα πιὸ πάνω, ὁ Θεὸς ἔβαλε μέσα μας δύναμη νὰ νικᾶμε τὴν ἁμαρτία ἀγρυπνώντας καὶ πολεμώντας, κι Αὐτὸς θὰ μᾶς κοσμοῦσε, ὅταν θὰ εἴχαμε νικήσει, καὶ μὲ τὸ νὰ μᾶς καταστήση ἐντελῶς ἀκίνητους στὸ ἀγαθό. Αὐτὰ καὶ τὰ δυὸ τὰ ἔφερε στὴν ἀνθρώπινη φύση μόνη ἡ Παρθένος. Τὸ πρῶτο με ἐκεῖνα ποὺ κατώρθωσε αὐτὴ ἡ ἴδια στὸν ἑαυτό της, τὸ δεύτερο μὲ Ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μητέρα.
Γιατὶ διὰ τῆς Παρθένου ἀπέδειξε ὁ ἄνθρωπος ὁλοφάνερα καὶ πάνω στὴν πράξη τὴ δύναμη ποὺ ὑπῆρχε μέσα του ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Ἡ Παρθένος παρέμεινε πράγματι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς τῆς ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακία χάρις στὴν ἄγρυπνη προσοχή της, στὴ σταθερὴ θέλησή της καὶ στὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη της. Ἐνῷ στὸ Χριστό, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴ κατὰ τρόπο ἀνέκφραστο ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ βραβεῖο. Ὁ Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος χωρὶς νὰ χρειασθῆ νὰ ἀγωνισθῆ καὶ νὰ νικήση, ᾖρθε στὴ ζωὴ στεφανωμένος σὰν ἡγεμόνας ποὺ παρουσιάζεται στοὺς ἀντιπάλους του στολισμένος, πρὶν ἀκόμη ἀρχίση ἡ μάχη, μὲ τὰ τρόπαια τῆς νίκης. Δὲν κράτησε ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακό τη θέλησή του ἀγρυπνώντας, σὰν νὰ ὑπῆρχε καὶ περίπτωση νὰ δεχθῇ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ἡ θέλησή του ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἐντελῶς ἀμόλυντη καὶ ἀνεπίδεκτη κάθε κακίας, ὅπως ἔλαβε ἀπὸ τὸν τάφο ζωντανὸ τὸ σῶμα τοῦ πέρα ἀπὸ κάθε φθορά. Ἔτσι, μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν τὸ γένος μας, συμβάδιζε καὶ ἡ ποιότης τῶν δώρων ποὺ μᾶς ἔδινε ὁ Θεός. Ἡ μιὰ γέννησε τὴν ἄλλη, τὸ νὰ γίνῃ δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἀναμάρτητος μὲ τοὺς ἀγῶνες του ἔφερε τὸ δῶρο του νὰ ἔχῃ ἐντελῶς ἀκίνητο μέσα του τὸ ἀγαθό.
16. Ἔτσι τὴν πρώτη καθαρότητα ἔδωσε στὴ φύση μὲ τὴν πρόοδό της ἡ μητέρα. Καὶ ὁ Υἱὸς ἔδωσε τὴ δεύτερη καὶ καλύτερη. Κι αὐτὸ ἁρμόζει βέβαια νὰ συμβῇ σὲ μία μακάρια μητέρα, τὸ νὰ εὐοδοθῇ δηλαδὴ κάθετι ποὺ ἀφορᾷ τὸν υἱό της, νὰ νικηθῆ ἡ ἴδια ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τοῦ παιδιοῦ της καὶ νὰ κατορθώσῃ δι᾿ αὐτοῦ μεγαλύτερα κατορθώματα καὶ νὰ δοξασθῇ περισσότερο χάρις σ᾿ αὐτὸν παρὰ χάρις στὸν ἑαυτό της. Φανέρωσε ἔτσι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, σὰν στὸν παράδεισο, καθαρὸ κι ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, τέτοιον ποὺ πλάσθηκε στὴν ἀρχὴ καὶ τέτοιον ποὺ ἔπρεπε νὰ μείνη καὶ τέτοιον ποὺ θὰ ἦταν στὴ συνέχεια, ἂν ἀγωνιζόταν γιὰ τὴν εὐγένειά του. Γιατί, ἀφοῦ ἔπρεπε ἡ ἀνθρώπινη φύση νὰ συναντηθῆ μὲ τὴ θεία καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί της τόσο στενά, ὥστε νὰ ὑπάρχῃ καὶ στὶς δυὸ ἡ ἴδια ὑπόσταση, ἦταν προηγουμένως ἀνάγκη νὰ φανερωθῆ ἡ κάθε μιὰ ἀμιγής. Καὶ ὁ Θεὸς βέβαια φανερώθηκε ὅπως ἦταν δυνατὸν σ᾿ αὐτὸν νὰ φανερωθῆ, ἐνῷ τὸν ἄνθρωπο τὸν φανέρωσε μόνη ἡ Παρθένος. Κι ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, ποὺ ἦταν Θεὸς καὶ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος, παρουσιάσθηκε ἀφοῦ προηγουμένως φανερώθηκε χωριστὰ ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς δυό του φύσεις. Ὅπως ἀκριβῶς, ἀφοῦ πρῶτα ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸ νοητὸ κόσμο, στὴ συνέχεια ἐδημιούργησε τὸν αἰσθητὸ καὶ σὲ τρίτη φάση ἔκτισε αὐτὸν ποὺ ἀποτελεῖται καὶ ἀπὸ τὰ δυό, τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι ὁ μὲν Θεὸς ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὁ δὲ ἄνθρωπος ἐμφανίσθηκε μόλις στὸ τέλος τῶν αἰώνων, στὶς ἔσχατες δὲ αὐτὲς ἡμέρες παρουσιάσθηκε ὁ Θεάνθρωπος. Καὶ μοῦ φαίνεται ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς στὸ τέλος μόλις τῶν αἰώνων ἑνώθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση κι ὄχι ἀπὸ παλαιότερα, συνέβη αὐτό, γιατὶ δὲν εἶχε ὡς τότε ἀκόμη ὑπάρξει ἡ ἀνθρώπινη φύση κατὰ τρόπο ἀληθινό, ἀλλὰ γιὰ πρώτη φορᾷ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐμφανίσθηκε.
17. Ἔτσι ἡ Πανάμωμη δὲν ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν βρῆκε συντετριμμένο· οὔτε πάλι μας ἔδωσε τὴ φύση, ἀλλὰ τὴ συνετήρησε· οὔτε μας ἔπλασε αὐτή, ἀλλὰ πρόσφερε ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἀναπλασθήκαμε. Ἔγινε ἔτσι βοηθὸς τοῦ πλάστη, τὸ ἄγαλμα συνεργάσθηκε μὲ τὸν τεχνίτη. Αὐτὴ ξανάδωκε στὸ ἄγαλμα ὅ,τι εἶχε προηγουμένως κι ἐκεῖνος πρόσθεσε αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε. Καὶ δὲν θὰ πρόσθετε βέβαια ἐκεῖνος αὐτὸ ποὺ ἔλειπε, ἂν δὲν εὕρισκε αὐτὸ ποὺ ὑπῆρχε, πάνω στὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ προσθέση τὸ δεύτερο. Στὸν Ἀδὰμ ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ζῷα τοῦ Παραδείσου μόνη βοηθὸς ἦταν ἡ Εὔα. Καὶ τὸ Θεό, γιὰ νὰ φανερώσῃ τὴ χρηστότητά Του, μόνη ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα τὸν ἐβοήθησε ἡ Παρθένος. Γιατὶ τίποτε ἄλλο δὲν μετεῖχε στὴ φύση τοῦ Ἀδὰμ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Εὔα, καὶ τίποτε ἑπομένως δὲν μποροῦσε νὰ λάβη μέρος στὶς πράξεις του. Ἀλλὰ καὶ καμμιὰ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ὑπάρξεις δὲν συμμετεῖχε τόσο στὴ χρηστότητα τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἡ Παρθένος· ἔτσι κανεὶς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήση. Γιατὶ βέβαια καὶ ὁ καλύτερος τεχνίτης φθάνει στὸ σκοπό του καὶ γίνεται φανερός, ὅτι εἶναι ἄριστος, ἂν βρῇ τὸ κατάλληλο ὄργανo ποὺ τὸν ἐξυπηρετεῖ στὴν πραγματοποίηση τῆς τέχνης του. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν βρῆκε ἁπλῶς ἕνα ὄργανο, ποὺ ταίριαζε κατὰ πάντα στὸ σκοπό του, ἀλλὰ ἕνα ἰκανώτατο συνεργάτη, τὴ μακαρία Παρθένο, κι ἔτσι φανέρωσε τὸν ἑαυτό του. Καὶ ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ παρέμενε, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀθέατος, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς γιὰ νὰ τὸν φανερώση. Μόλις ὅμως ὑπῆρξε ἡ Παρθένος, ἔγινε καὶ αὐτὸς ἐντελῶς φανερός. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ ὅλα τὰ σώματα μόνον διὰ μέσου του ἀέρος βλέπουμε καθαρὰ τὸν ἥλιο -ἐπειδὴ ὁ ἀέρας δὲν βάζει μαζὶ μὲ τὸ φῶς τίποτε τὸ δικό του μπροστὰ στὰ μάτια μας- κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἐκείνη τίποτε ἄλλο δὲν εἶχε ἐκτὸς ἀπὸ καθαρότητα καὶ ἀπὸ ὅ,τι ἦταν κατ᾿ ἐξοχὴν συγγενικὸ πρὸς τὸ πρῶτο φῶς.
18. Γι᾿ αὐτὸ πανηγυρίζοντας μὲ εὐφροσύνη ἀπέραντη φθάνουμε λαμπροὶ καὶ μὲ τρόπο λαμπρὸ σ᾿ αὐτὴ τὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία ὅλα αὐτὰ ἔλαβαν τὴν ἀρχή τους. Στὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὄχι ἁπλῶς ἡ Παρθένος, ἀλλὰ μᾶλλον ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη, ποὺ πρώτη καὶ μόνη εἶδε τὸν ἀληθινὸ ἄνθρωπο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐπήγασε γιὰ ὅλους ἡ δυνατότης νὰ γίνουν ἐπίσης ἀληθινοὶ ἄνθρωποι. Σήμερα ἡ γῆ ἔδωκε καθαρὰ τὸν καρπό της, ἐνῷ ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ ἔδινε καρποὺς γεμάτους ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, ἀπὸ τὴ συγκομιδὴ αὐτὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Σήμερα ὁ οὐρανὸς κατάλαβε πῶς δὲν οἰκοδομήθηκε ἄσκοπα, ἀφοῦ αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖον δημιουργήθηκε φανερώθηκε, ἀφοῦ ὁ ἥλιος εἶδε ἐκεῖνο, πού, γιὰ νὰ τὸ βλέπῃ, ἔλαβε τὸ φῶς. Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση ἔνοιωσε τὸν ἑαυτὸ τῆς καλύτερο καὶ λαμπρότερο, ἀφοῦ ἔλαμψε τὸ κοινὸ στολίδι τοῦ σύμπαντος. Σήμερα «ὄλoι οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἔψαλαν μὲ φωνὴ κραταιὴ ὕμνους καὶ ἐγκώμια στὸν Κύριό τους», τόσο περισσότερο ἀπὸ τότε ποὺ στόλιζε τὸν οὐρανὸ μὲ τὸ στεφάνι τῶν ἀστέρων, ὅσο Αὐτὴ ποὺ ἀνατέλλει σήμερα εἶναι ὑψηλότερη, καὶ λαμπρότερη ἀπὸ κάθε ἀστέρι καὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο ὠφελιμώτερη. Σήμερα ἡ τυφλωμένη φύση τῶν ἀνθρώπων ἔλαβε διεισδυτικὸ ὀφθαλμό, τὴν Παρθένο, διὰ τοῦ ὁποίου ἔφθασε νὰ ἰδῆ τὰ μεγαλεῖα αὐτῆς ἐδῶ τῆς ἡμέρας. Γιατί, ὅπως ἀργότερα τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, ἔτσι ὅταν συνάντησε ὁ Θεὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση νὰ περιπλανιέται σκοντάφτοντας τὴν ἐλέησε καὶ τῆς ἔδωσε τὸν ἀξιοθαύμαστο αὐτὸ ὀφθαλμό. Καὶ εἶδε ὁ ἄνθρωπος αὐτὰ ποὺ «διὰ μέσου πολλῶν προφητῶν καὶ βασιλέων ἐπεθύμησε νὰ ἰδῆ ἀπὸ μακριά, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε». Γιατί, ὅπως μέσα σ᾿ ἕνα σῶμα ὑπάρχουν πολλὰ μέρη καὶ μέλῃ, κανένα ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μάτι δὲν ἔχει δημιουργηθῆ γιὰ νὰ βλέπῃ τὸν ἥλιο, ἔτσι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ποτὲ μόνο στὴν Παρθένο δόθηκε ἀπόλυτα τὸ ἀληθινὸ Φῶς καὶ διὰ μέσου αὐτῆς δόθηκε σὲ ὅλους.
Μιὰ ἀκατάπαυστη λοιπὸν ὑμνῳδία προσφέρεται σ᾿ Αὐτὴ καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ κτίσεις. Μὲ μιὰ φωνὴ ὅλες οἱ γλῶσσες ψάλλουν τὰ δικά της μεγαλεῖα κι εἶναι ἀσίγητοι ὑμνῳδοὶ τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κι ὅλοι οἱ χοροὶ τῶν Ἀγγέλων. Καταθέτουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς, ψάλλοντας, στὴν κοινὴ εἰσφορὰ αὐτὰ ποὺ μπορέσαμε: λιγώτερα δυστυχῶς καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὀφείλαμε καὶ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε πρόθυμοι νὰ προσφέρουμε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ προθυμοποιηθήκαμε. Τόσα πολλὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ ὀφείλουμε. Ἀλλὰ σ᾿ Ἐσένα καὶ στὴ δική σου φιλανθρωπία ἀνήκει, Πολυύμνητη, νὰ μὴ σταθμίσης τὴ χάρη ποὺ θὰ μᾶς δώσης σὲ τίποτε δικό μας, ἀλλὰ στὴ δική σου μεγαλοπρέπεια. Κι ὅπως Ἐσύ, ἀφοῦ ἑξαιρέθηκες ἀπὸ τὸ κοινὸ γένος κι ἔγινες δῶρο στὸ Θεό, ἐκόσμησες ἔπειτα ὅλους τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ σ᾿ ἐμᾶς, ἀντὶ γι᾿ αὐτοὺς ἐδῶ τοὺς λόγους ποὺ σοῦ προσφέρουμε, ἁγίασε τὸ θησαυροφυλάκιο τῶν λόγων, τὴν καρδιά μας, κι ἀνάδειξε τὴ χώρα τῆς ψυχῆς ἄγονη γιὰ κάθε κακό με τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖον ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχό Του Πατέρα καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἡ Θεομήτωρ (Τρεῖς Θεομητορικὲς Ὁμιλίες),
κείμενο, μετάφραση, εἰσαγωγή, σχόλια:
Παν. Νέλλας, Σειρὰ «Ἐπὶ τὰς Πηγάς»,
ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας ©, Ἀθῆναι 1995.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!