“Δοκίμασόν μέ, ὁ Θεός, καὶ γνώθι τὴν καρδίαν μου, ἔτασον μὲ καὶ γνώθι τὰς τρίβους μου. Καὶ ἴδε εἰ ὁδὸς ἀνομίας ἐν ἐμοί, καὶ ὁδήγησον μὲ ἐν ὀδῶ αἰωνία” (Ψάλμ. 138, 23-24).
Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἁμάρτησε, οἱ ἄνθρωποι σκοτίστηκαν τόσο πολὺ στὸ ἴδιο το κέντρο τῆς ὕπαρξής τους (τὴν καρδιά), ποὺ πολὺ συχνὰ δὲν ἔχουνε συνείδηση ἢ συναίσθηση τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ· κι ἔτσι, ἔχουνε τὴν ἐντύπωση πὼς τέσσερεις τοῖχοι μὲ μιὰ ὀροφὴ ἀπὸ πάνω, τοὺς κρύβουνε ἀπὸ Ἐκεῖνον, ποὺ ὅλα τα γεμίζει μὲ τὴν παρουσία Του καὶ ποὺ βλέπει ἀκόμη καὶ ὅποιον κρύβεται σὲ κάποιο τόπο μυστικό. “Ει κρυβήσεται τὶς ἐν κρυφαίοις, καὶ ἐγὼ οὐκ ὄψομαι αὐτόν; Μὴ οὐχὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐγὼ πληρῶ; λέγει Κύριος” (Ἱερεμ. 23,24). “Γυμνός εἰμι, καὶ ἐκρύβην” (Γέν. 3, 10), εἶπε ὁ Ἀδὰμ κρυπτόμενος ἀπὸ τὸν Θεό. Ὡστόσο, ὄχι, αὐτό σε τίποτα δὲν τὸν ὠφέλησε· ὁ Θεὸς τὸν ἔβλεπε.
Νὰ παρακολουθεῖς τὰ ὅσα συμβαίνουν μέσα στὴν καρδιά σου· νὰ κοιτᾶς καὶ ν’ ἀκροᾶσαι γιὰ νὰ βρεῖς τί εἶναι αὐτὸ ποὺ τὴν ἐμποδίζει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν παμμακάριο Κύριο καὶ Θεό μας. Αὐτὸ ἃς γίνει γιὰ σένα ἐπιστήμη ἐπιστημῶν· τότε, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ εὔκολα μπορεῖς νὰ ἀντιληφθεῖς τί εἶναι αὐτὸ ποὺ σὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τί σὲ πλησιάζει σ’ Ἐκεῖνον καὶ σ’ ἑνώνει μαζί Του. Γι’ ὅλα αὐτὰ μιλάει ἡ ἴδια ἡ καρδιά, ποὺ ἄλλοτε ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἄλλοτε ἀποσπᾶται κι ἀποχωρίζεται ἀπ’ Αὐτόν. Ὁ πονηρὸς στέκει προπάντων ἀνάμεσα στὴν καρδιά μας καὶ τὸν Θεό· ἐκεῖνος εἶναι ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ διάφορα πάθη ἢ μὲ τὴν σαρκικὴ ἐπιθυμία, μὲ τὴ λαγνεία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τὴ γήϊνη ὑπερηφάνεια.
Δοκίμαζε τὸν ἑαυτό σου πιὸ συχνά: ποῦ εἶναι στραμμένοι καὶ κοιτάζουν οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς καρδιᾶς σου· πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴ ζωὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, πρὸς τὶς ὑπερκόσμιες, μακάριες καὶ φωτοφόρες οὐράνιες δυνάμεις καὶ στοὺς ἁγίους ποὺ ἐνδιαιτῶνται στοὺς οὐρανούς, ἢ πρὸς τὰ γήϊνα ἀγαθά, δηλαδὴ στὴν βρώση καὶ τὴν πόση, στὰ ἐνδύματα καὶ τὶς κατοικίες, σ’ ἀνθρώπους ἁμαρτωλοὺς καὶ τὶς μάταιες ἀσχολίες τους; Ὤ! Ἂν τὰ μάτια μᾶς ἤτανε ἀδιάκοπα προσηλωμένα στὸ Θεό! Στὴν πραγματικότητα ὅμως μονάχα στὶς ἀνάγκες καὶ τὶς συμφορὲς μᾶς στρέφουμε τὰ μάτια μας πρὸς τὸν Κύριο, ἐνῶ ὅταν εὐημεροῦμε, τὰ μάτια μᾶς εἶναι στραμμένα πρὸς τὸν κόσμο καὶ τὶς μάταιές του ὑποθέσεις. Ἀλλὰ θὰ πεῖς· «καὶ τί θὰ μοῦ ἀποφέρει το νὰ ἀτενίζω ἔτσι τὸν Κύριο;» Βαθιὰ εἰρήνη καὶ γαλήνη στὴν καρδιά σου, φῶς στὸ νοῦ σου, ἅγιο ζῆλο στὴ βούλησή σου καὶ τὴν ἀπελευθέρωσή σου ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ. «Οἱ ὀφθαλμοί μου διαπαντὸς πρὸς τὸν Κύριον», λέγει ὁ Δαβὶδ καὶ ἐξηγεῖ γιατί· «ὅτι αὐτὸς ἐκσπάσει ἐκ παγίδος τοὺς πόδας μου» (Ψάλμ. 24,15).
Λέγει ἀκόμη· «Λαλήσει εἰρήνην Κύριος ὁ Θεὸς ἐπὶ τοὺς ἐπιστρέφοντας καρδίαν ἐπ’ αὐτὸν» (Ψάλμ. 84,9).
Ἡ ἁμαρτία κλείνει τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς· ἔτσι, ὁ κλέφτης νομίζει πὼς δὲ βλέπει· τὸ ἴδιο καὶ ὁ μοιχὸς κι ὁ ἀκόλαστος ἄνθρωπος παραδίδεται στὶς αἰσχρές του πράξεις καὶ νομίζει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν τὸν βλέπει· ἔτσι κι ὁ φιλάργυρος, ὁ ἄνθρωπος-παράσιτο κι ὁ μέθυσος φαντάζονται πὼς κρύβονται κι ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι καὶ τὰ πάθη τους. Ὁ Θεὸς ὅμως βλέπει καὶ κρίνει· «γυμνὸς εἰμί, καὶ ἐκρύβην» (Γέν. 3, 10). Ἔτσι μιλάει μὲ τὰ ἔργα τοῦ κάθε ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ποὺ κρύβεται ἀπὸ τὸν πανταχοῦ παρόντα Θεό.
Ἡ μεγαλύτερη, ἡ παντοτινὴ πλάνη τῆς καρδιᾶς, ἐνάντια στὴν ὁποία εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀγωνιζόμαστε ἀδιάκοπα σ’ ὅλη μας τὴ ζωή, εἶναι ἕνας κρυφὸς λογισμὸς πως τάχα μποροῦμε νὰ ὑπάρχουμε χωρὶς τὸ Θεὸ ἢ ἔξω ἀπὸ τὸ Θεό σ’ ὁποιοδήποτε τόπο ἢ γιὰ ὁποιοδήποτε χρονικὸ διάστημα, ἔστω καὶ γιὰ μιὰ στιγμή. Εἶναι ἀνάγκη νὰ στεριώνουμε καὶ νὰ ἐνισχύουμε τὴν καρδιὰ μᾶς μέσα στὸ Θεό, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο ἀδιάκοπα στρέφεται ἀλλοῦ μὲ τὸ νοῦ· μεγάλη δὲ προκοπὴ θὰ πραγματοποιοῦσε στὴ Χριστιανικὴ ζωή, ὅποιος μπορεῖ μὲ εἰλικρίνεια νὰ ἀναφωνήσει μὲ τὴν Ἄννα, τὴ μητέρα τοῦ Σαμουήλ: «Ἐστερεώθη ἡ καρδία μου ἐν Κυρίω, ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῶ μου· ἐπλατύνθη ἐπ’ ἐχθρούς μου τὸ στόμα μου, εὐφράνθην ἐν σωτηρία σου» (Ἃ’Βασ. 2,1).
Εἶναι ἀνάγκη νὰ καθαριζόμαστε ἀπὸ τὸν ρύπο· ἡ δε προσευχή, ἰδιαίτερα ἡ προσευχὴ τῶν δακρύων, ἀπολούζει τὸν πνευματικὸ ρύπο, δηλαδὴ τὸν ρύπο τῶν ἁμαρτιῶν.
Ἁμαρτάνουμε μὲ τὴν σκέψη, μὲ τὸ λόγο καὶ μὲ τὴν πράξη. Γιὰ νὰ μεταβληθοῦμε σὲ καθαρὲς εἰκόνες τῆς Ὑπεραγίας Τριάδας, πρέπει νὰ καταβάλλουμε προσπάθειες, ὥστε νὰ εἶναι φορεῖς καὶ ἔκφραση ἁγιότητας καὶ οἱ λογισμοί μας καὶ οἱ λόγοι μας καὶ οἱ πράξεις μας. Ἡ σκέψη, μέσα στὸ Θεό, ἀντιστοιχεῖ στὸν Πατέρα, οἱ λόγοι ἀντιστοιχοῦνε στὸν Υἱὸ καὶ τὰ ἔργα στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν τελειωτὴ τῶν πάντων. Δὲν εἶναι μικρὴ ἡ σημασία τῶν ἁμαρτημάτων τῶν λογισμῶν στὸ Χριστιανό, γιατί στους λογισμούς μας, καθὼς μαρτυρεῖ ὀ άγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, βρίσκεται ὅλη ἡ εὐαρέστησή μας πρὸς τὸ Θεό: Γιατί οἱ λογισμοὶ ἀποτελοῦν τὴν ἀρχή, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται οἱ λόγοι μας καὶ τὰ ἔργα μας· οἱ λόγοι, γιατί αὐτοὶ εἴτε μεταδίδουν χάρη στοὺς ἀκούοντες εἴτε εἶναι λόγοι σαπροὶ καὶ γίνονται πειρασμὸς γιὰ ὁρισμένους ἢ διαφθείρουν τὶς σκέψεις καὶ τὶς καρδιὲς ἄλλων· πιὸ πολὺ ἀπὸ τὰ λόγια ασκουν ἐπίδραση τὰ ἔργα, γιατί τὸ παράδειγμα ἐπιδρᾶ στοὺς ἀνθρώπους περισσότερο ἀπὸ κάθετι ἄλλο, μὲ τὸ νὰ προσελκύουν τοὺς ἀνθρώπους σὲ μίμησή τους.
Ἡ συνείδηση στοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ φωνὴ τοῦ πανταχοῦ παρόντος Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐμπεριπατεῖ μέσα στὶς καρδιές τους. Ὡς Ἐκεῖνος, ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα, καὶ ὄντας Ἕνας, ὁ Κύριος γνωρίζει τοὺς πάντες, ὅπως γνωρίζει τὸν Ἑαυτό Του· γνωρίζει ὅλες τὶς σκέψεις, τὰ θελήματα καὶ τὶς προθέσεις τους, τὰ λόγια τους καὶ τὰ ἔργα τοὺς τόσο τὰ παρόντα, ὅσο καὶ τὰ παρελθόντα καὶ τὰ μέλλοντα. Ὅσο κι ἂν προτρέχω κάπου μὲ τὶς σκέψεις μου καὶ τὴ φαντασία μου, Ἐκεῖνος εἶναι ἐκεῖ πρὶν ἀπὸ μένα· ἐγὼ δὲ πάντοτε ἀναπόφευκτα τρέχω μέσα Του καὶ πάντα Τὸν ἔχω μάρτυρα τῶν τρίβων μου καὶ τῶν διαβημάτων μου: «Οἱ ὀφθαλμοὶ (Αὐτοῦ) εἰς τὰς ὁδοὺς τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων…» (Ἱερεμ. 39,19)· «Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου ποῦ φύγω;» (Ψάλ. 138,7).
Ὤ! Ἂν στρέφαμε τὴν προσοχή μας γιὰ νὰ δοῦμε τὰ ἐπακόλουθά των ἁμαρτιῶν μας ἢ τῶν καλῶν μας ἔργων! Πόσο προσεκτικοὶ θὰ ἤμασταν τότε ἀποφεύγοντας τὴν ἁμαρτία καὶ πόσο ζηλωτὲς θὰ ἤμασταν τοῦ καλοῦ· γιατί θὰ βλέπαμε τότε καθαρὰ ὄτι καθε ἁμαρτία ποὺ δὲν ἀποβλήθηκε ἔγκαιρα καὶ ἐνδυναμώθηκε μὲ τὴν συνήθεια, ριζώνει βαθιὰ μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ποὺ καὶ ποὺ τὸν παρενοχλεῖ, τὸν τραυματίζει καὶ τὸν βασανίζει μέχρι τὸν θάνατό του. Ξυπνάει, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι, καὶ ἀναζωπυρώνεται μέσα του σὲ κάθε περίσταση ποὺ θυμίζει τὴν ἁμαρτία, ποὺ κάποτε διαπράχθηκε, καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο μολύνει τὴ σκέψη, τὸ συναίσθημα καὶ τὴ συνείδησή του. Χρειάζονται ποταμοὶ δακρύων γιὰ νὰ ξεπλύνει ὁ ἄνθρωπος τὸ βόρβορο τῆς ἁμαρτίας ποὺ πάλιωσε καὶ σκληρύνθηκε μέσα του· τόσο ἄρρηκτα καὶ διαβρωτικὰ προσκολλᾶται σ’ αὐτόν! Ἀντίθετα, κάθε καλὴ πράξη, ποὺ κάναμε οποτεδηποτε στὸ παρελθὸν μὲ εἰλικρίνεια καὶ ἀνιδιοτέλεια ἢ ποὺ ἐπαναλαμβανόμενη μᾶς ἔγινε συνήθεια, χαροποιεῖ τὴν καρδιά μας καὶ ἀποτελεῖ παρηγοριὰ καὶ χαρὰ τῆς ζωῆς μας, δίνοντάς μας τὴν συναίσθηση πὼς τὴ γεμάτη ἀπὸ ἁμαρτίες ζωὴ μᾶς τὴ ζήσαμε ὄχι ὁλότελα μάταια κι ἀνώφελα, πὼς μοιάζουμε μὲ ἀνθρώπινα ὄντα καὶ ὄχι μὲ θηρία, πὼς κι ἐμεῖς δημιουργηθήκαμε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ μέσα μας καίει σπίθα θείου φωτὸς καὶ ἀγάπης καὶ πὼς ἔστω καὶ μερικὰ καλά μας ἔργα θὰ ἀντισταθμίσουν τὶς κακές μας πράξεις στὴ ζυγαριὰ τῆς ἀδιάφθορης καὶ ἀδέκαστης θείας δικαιοσύνης.
Ἂν ἡ καρδιὰ εἶναι καθαρή, τότε ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος εἶναι καθαρός· κι ἂν ἀκάθαρτη εἶναι ἡ καρδιά, τότε ὅλος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀκάθαρτος: «Ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. 15,19). Ὅλοι ὅμως οἱ ἅγιοι μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ καὶ θεοφροσύνη, μὲ τὴν ἀνάγνωση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ μαρτύριο, μὲ κόπους καὶ ἱδρῶτες ἀποκτούσανε καθαρὴ καρδία κι ἔτσι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνοίκησε μέσα τους, τοὺς καθάρισε ἀπὸ κάθε ρύπο καὶ τοὺς ἐξαγίασε μὲ ἁγιασμὸ αἰώνιο. Νὰ προσπαθεῖς λοιπὸν κι ἐσὺ περισσότερο ἀπὸ κάθετι ἄλλο νὰ ἐπιτύχεις τον καθαρμὸ τῆς καρδιᾶς: «Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεὸς» (Ψάλμ. 50,12).
Πόσο μ’ ἔχει τραυματίσει ἡ ἁμαρτία! Ὁτιδήποτε τὸ κακεντρεχές, τὸ κακὸ ἢ ἀκάθαρτό το σκέφτομαι καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ συναισθάνομαι στὴν καρδιά μου· ὅμως, τὸ ἀγαθό, τὸ καλό, τὸ καθαρὸ καὶ τὸ ἅγιο συνήθως τὸ σκέφτομαι μονάχα καὶ μιλῶ γι’ αὐτό, ἀλλὰ δὲν τὸ συναισθάνομαι μέσα μου. Ἀλλοίμονο σὲ μένα. Ἀκόμα τὸ κακὸ εἶναι πιὸ κοντὰ στὴν καρδιά μου παρὰ τὸ καλό. Πέρα ἀπ’ αὐτά, μόλις ποὺ τὸ σκέφτεσαι ἥ το συναισθάνεσαι τὸ κακό, τὴν ἴδια στιγμὴ εἶσαι καὶ ἕτοιμος νὰ τὸ κάνεις πράξη· και θα τὸ κάνεις πράξη σύντομα καὶ ἄνετα, ἂν δὲν ἔχεις φόβο Θεοῦ μέσα σου· σ’ ὅ,τι δὲ ἀφορᾶ τὸ ἀγαθό «το θέλειν παράκειται μοί, τὸ δὲ ἐργάζεσθαι τὸ καλὸν οὒχ εὑρίσκω» (Ρωμ. 7,18)· δὲν βρίσκω ἐντός μου τὶς δυνάμεις νὰ τὸ κάνω πράξη κι ἔτσι ἡ καλὴ πράξη, ποὺ σκέφτηκα, συχνὰ ἀναβάλλεται γιὰ τὶς Ἑλληνικὲς καλένδες, δηλαδὴ στὸ ποτέ.
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: “Ἡ μετάνοια καὶ ἡ Θεία Μεταληψη”, Ἐκδόσεις ΤΗΝΟΣ)
Πηγή: alopsis.gr
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!