- Ὁ γέροντας αὐτός, καθὼς προσευχόταν, θέλησε νὰ δεῖ τὴν ψυχὴ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ καὶ τὴν ψυχὴ ἑνὸς δικαίου τὴν ὥρα πού θὰ χωρίζονταν ἀπὸ τὰ σώματά τους………..
- Η ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΝΟΣ ΑΡΧΙΛΗΣΤΗ.
- ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΟΝΑΧΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ
Ὁ γέροντας αὐτός, καθὼς προσευχόταν, θέλησε νὰ δεῖ τὴν ψυχὴ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ καὶ τὴν ψυχὴ ἑνὸς δικαίου τὴν ὥρα πού θὰ χωρίζονταν ἀπὸ τὰ σώματά τους………..
Παρήγορη, διδακτικὴ καὶ ψυχοσωτήρια εἶναι ἡ ἄκολουθη διήγηση, ἀπὸ τὴν ὁποία μαθαίνουμε μὲ πόση καρδιακὴ συντριβὴ καὶ ταπείνωση ἑτοιμάζονται οἱ δίκαιοι γιὰ τὸν θάνατο καὶ μὲ πόσον ἅγιο φόβο τὸν ὑποδέχονται:
Ὁ Θεὸς ἱκανοποιοῦσε πάντοτε τὰ αἰτήματα ἑνὸς γέροντα μὲ μεγάλη ἀρετή. Μιὰ μέρα, λοιπόν, ὁ γέροντας αὐτός, καθὼς προσευχόταν, θέλησε νὰ δεῖ τὴν ψυχὴ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ καὶ τὴν ψυχὴ ἑνὸς δικαίου τὴν ὥρα πού θὰ χωρίζονταν ἀπὸ τὰ σώματά τους.
Ὁδηγημένος ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, ἔφτασε σὲ μιὰ πόλη. Ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, σ’ ἕνα μοναστήρι, ζοῦσε ἕνας ἀναχωρητὴς μὲ μεγάλη φήμη, πού τώρα ἦταν ἄρρωστος καὶ περίμενε τὸν θάνατο. Ὃ γέροντας εἶδε νὰ ἔχουν ἑτοιμαστεῖ γι’ αὐτὸν πολλὰ κεριὰ καὶ καντήλια. Ὅλη ἡ πόλη τὸν ἔκλαιγε, λέγοντας:
— Ό Θεὸς μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ ἀναχωρητῆ μᾶς ἔδινε τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερό. Ὅλη τὴν πόλη τὴν ἔσωζε ὁ Θεὸς χάρη σ’ αὐτόν. Ἄν, λοιπόν, πάθει κάτι, ὅλοι θὰ πεθάνουμε.
Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του, ὁ γέροντας εἶδε τὸν ἄγγελο τοῦ θανάτου μὲ πύρινη τρίαινα στὸ χέρι νὰ ἔρχεται κοντὰ στὸν ἀναχωρητή, καὶ ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ λέει:
— Όπως οὔτε γιὰ μία ὥρα δὲν μὲ ἀνέπαυσε ἡ ψυχή του, ἔτσι κι ἐσὺ νὰ μὴν τὸν λυπηθεῖς, καθὼς θὰ τοῦ τὴ βγάζεις.
Ἔμπηξε, λοιπόν, ὁ ἄγγελος τὴν πύρινη τρίαινα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀναχωρητῆ καί, ἀφοῦ τὸν βασάνισε γιὰ πολλὴ ὥρα, τράβηξε τὴν ψυχή του.
Ὓστερ’ ἂπ’ αὐτὸ ὁ γέροντας μπῆκε στὴν πόλη. Ἐκεῖ βρῆκε ριγμένο στὴν ἄκρη ἑνὸς δρόμου κάποιον ξένο ἀδελφό, πού ἦταν ἑτοιμοθάνατος. Δὲν εἶχε κανέναν νὰ τὸν φροντίζει, γὶ` αὐτὸ ὁ γέροντας ἔμεινε κοντά του ὅλη τὴ μέρα. Τὴν ὥρα πού πέθαινε ὁ ξένος ἐκεῖνος, ὁ γέροντας εἶδε τοὺς ἀρχαγγέλους Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ νὰ ἔρχονται γιὰ νὰ παραλάβουν τὴν ψυχή του. Στάθηκαν ὁ ἕνας ἀπὸ τὰ δεξιὰ καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ τ’ ἀριστερά του ἑτοιμοθάνατου ἀδελφοῦ, παρακαλώντας τὴν ψυχὴ νὰ βγεῖ. Ἢ ψυχή, ὅμως, δὲν ἤθελε ν’ ἀφήσει τὸ σῶμα. Εἶπε, λοιπόν, ὁ Μιχαὴλ στὸν Γαβριήλ:
— Τράβηξέ τὴν, γιὰ νὰ φύγουμε.
Μὰ ὁ Γαβριὴλ ἀποκρίθηκε:
— Ό Κύριος μᾶς πρόσταξε νὰ τὴ βγάλουμε χωρὶς νὰ πονέσει. Γι` αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ χρησιμοποιήσουμε βία.
Τότε ὁ Μιχαὴλ φώναξε δυνατά:
— Κύριε, ποιὸ εἶναι τὸ θέλημά Σου γι` αὐτὴν ἐδῶ τὴν ψυχή, πού δὲν θέλει νὰ βγεῖ;
Καὶ ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει:
— Τώρα στέλνω τὸν Δαβὶδ μὲ τὴν κιθάρα καὶ ὅλους τους θείους ὑμνωδοὺς τῆς οὐράνιας Ἱερουσαλήμ. Μόλις ἀκούσει ἡ ψυχὴ τὶς μελωδικὲς φωνές τους, θὰ βγεῖ μὲ χαρά.
Πράγματι, ὅλοι αὐτοὶ κατέβηκαν καὶ κύκλωσαν τὴν ψυχή, ψάλλοντας θεσπέσιους ὕμνους. Τότε ἡ ψυχὴ ἀναπήδησε καὶ τινάχθηκε χαρούμενη στὰ χέρια τοῦ Μιχαήλ.
Ποιὸς δὲν θὰ θαυμάσει τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος; Δυστυχῶς, ὅμως, ἐμεῖς, οἱ σκληροτράχηλοι, διώχνουμε μακριὰ μας τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τὴν ἄλογη τυφλότητά μας γινόμαστε ὀπαδοὶ καὶ δοῦλοι τοῦ ἐχθροῦ του Θεοῦ καὶ ἐχθροῦ δικοῦ μας.
Τὰ τέλη τῶν ἐκλεκτῶν δούλων τοῦ Θεοῦ εἶναι ἔνδοξα. Τὸ πρόσωπο τοῦ ἄββα Σισώη, ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του, ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο.
Εἶπε τότε στοὺς πατέρες, πού κάθονταν γύρω του:
— Να, ἦρθε ὁ ἄββας Ἀντώνιος.
‘Ὓστερ’ ἀπὸ λίγο εἶπε:
— Να, ἦρθε ἡ χορεία τῶν προφητῶν.
Τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε πάλι περίσσια.
— Να, εἶπε, ἦρθε ἡ χορεία τῶν ἄποστολων.
Τὸ πρόσωπό του ἔγινε ἀκόμα πιὸ λαμπερό. Φαινόταν σὰν νὰ μιλοῦσε μὲ κάποιους.
— Μέ ποιὸν μιλᾶς, πάτερ; τὸν ρώτησαν οἱ πατέρες.
— Να, εἶπε ἐκεῖνος, ἄγγελοι ἦρθαν νὰ μὲ πάρουν, καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ μὲ ἀφήσουν λίγο ἀκόμα, γιὰ νὰ μετανοήσω.
— Εσύ, πάτερ, δὲν ἔχεις ἀνάγκη νὰ μετανοήσεις, τοῦ εἶπαν οἱ γέροντες.
Μὰ ὁ ἄββας ἀποκρίθηκε:
— Αλήθεια σᾶς λέω, δὲν βλέπω νὰ ἔχω βάλει ἀρχή.
“Ἔτσι κατάλαβαν ὅλοι πῶς εἶχε φτάσει στὴν τελειότητα. Καὶ πάλι, ξαφνικά, τὸ πρόσωπό του ἔγινε σὰν τὸν ἥλιο. Ὅλοι φοβήθηκαν.
— Κοιτάξτε!, τοὺς εἶπε. Ἦρθε ὁ Κύριος καὶ λέει: “Φέρτε μου τὸ σκεῦος τῆς ἐρήμου”.
Καὶ ἀμέσως παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Φάνηκε σὰν ν’ ἄστραψε, καὶ ὅλο το κελὶ γέμισε ἀπὸ εὐωδία.
Η ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΝΟΣ ΑΡΧΙΛΗΣΤΗ.
Ἀλλὰ καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ πού εἰλικρινὰ μετανοοῦν, ἀξιώνονται τοῦ θείου ἐλέους, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ἑπόμενη διήγηση.
Στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Μαυρίκιου (582-602), ἦταν στὴ Θράκη ἕνας ἀρχιληστὴς ἄγριος καὶ σκληρός, πού οἱ ἀρχὲς δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν συλλάβουν. Ὃ αὐτοκράτορας, ἀκούγοντας γὶ` αὐτόν, τοῦ ἔστειλε τὸν ἐπιστήθιο σταυρό του καὶ τοῦ μήνυσε νὰ μὴ φοβᾶται. Τοῦ συγχωροῦσε ὅλα τα κακουργήματα πού εἶχε διαπράξει, φτάνει νὰ διορθωνόταν. Ὃ ληστὴς κατανύχθηκε. Πῆγε στὸν βασιλιὰ κι ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ μετανοημένος. Καὶ ὁ Μαυρίκιος, ὅπως εἶχε ὑποσχεθεῖ, τὸν συγχώρησε.
‘Ὓστερ’ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ ληστὴς ἀρρώστησε. Ἐπειδὴ ἡ κατάστασή του ὅλο καὶ χειροτέρευε, τὸν ἔβαλαν στὸ νοσοκομεῖο τοῦ Ἁγίου Σαμψῶν. Τὴ νύχτα, στὸν ὕπνο του, εἶδε ἰὸ φοβερὸ κριτήριο τοῦ Κυρίου. Ξυπνώντας, κατάλαβε ὅτι πλησίαζε τὸ τέλος του καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται μὲ δάκρυα:
— Φιλάνθρωπε Κύριε, Ἐσὺ πού ἔσωσες τὸν ὅμοιό μου ληστῆ, στεῖλε καὶ σ’ ἔμενα τὸ ἔλεός Σου. Σοῦ προσφέρω τὸ ἐπιθανάτιο κλάμα μου. Ὅπως δέχτηκες ἐκείνους πού ἦρθαν τὴν «ἑνδεκάτη ὥρα», μολονότι τίποτα τὸ σπουδαῖο δὲν ἔπραξαν, δέξου καὶ τὰ δικά μου λιγοστὰ δάκρυα. Βάπτισε μὲ σ’ αὐτὰ καὶ καθάρισε μὲ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου. Τίποτε’ ἄλλο μὴ μοῦ ζητήσεις, γιατί δὲν ἔχω καιρὸ- οἱ δανειστὲς πλησιάζουν γιὰ ν’ ἀπαιτήσουν τὰ χρέη μου. Μὴν ἀναζητήσεις μέσα μου κανένα καλὸ- δὲν πρόκειται νὰ βρεῖς. Νυχτώθηκα πιά, καὶ μὲ πρόλαβαν οἱ ἀνομίες μου. Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ κακουργήματά μου. Ὅπως δέχτηκες τὸν πικρὸ κλαυθμὸ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ἔτσι δέξου καὶ τὸν δικό μου, Φιλάνθρωπε, καὶ ρίξε τὰ δάκρυά μου πάνω στὸ χρεόγραφο τῶν ἁμαρτημάτων μου. Σβῆσε τὰ ὅλα μὲ τὸ σφουγγάρι τῆς εὐσπλαχνίας Σου.
’Ἔτσι προσευχόταν γιὰ μερικὲς ὧρες ὁ ληστής, σκουπίζοντας μ’ ἕνα μαντήλι τὰ δάκρυά του, ὥσπου παρέδωσε τὸ πνεῦμα.
Τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, ὁ ἀρχίατρος τοῦ νοσοκομείου, πού κοιμόταν στὸ σπίτι του, εἶδε τὸ ἑξῆς ὄνειρο: Στὸ κρεβάτι τοῦ ληστῆ ἦρθαν δαίμονες, σὰν Αἰθίοπες, μὲ χαρτιά, ὅπου ἦταν γραμμένα τὰ πολυάριθμα ἁμαρτήματά του. Μετὰ πλησίασαν δύο πανέμορφοι νέοι μὲ μιὰ ζυγαριά. Ἦταν ἄγγελοι. 05 δαίμονες ἔβαλαν στὸν ἕνα δίσκο τῆς ζυγαριᾶς τὰ χαρτιὰ μὲ τὶς ἁμαρτίες τοῦ ληστῆ.
Ἀμέσως ὁ δίσκος αὐτός, βαραίνοντας, χαμήλωσε, ἔνω ὁ ἄλλος ἀνέβηκε.
— Δεν ἔχουμε ἐμεῖς νὰ βάλουμε κάτι ἐδῶ; ἀναρωτήθηκαν οἱ ἅγιοι ἄγγελοι.
— Τί νὰ ἔχουμε; εἶπε ὁ ἕνας ἂπ’ αὐτούς. Δὲν εἶναι πάνω ἀπὸ δέκα μέρες πού σταμάτησε νὰ σκοτώνει.
— Ας ψάξουμε, ὡστόσο, εἶπε ὁ ἄλλος, κάτι τὸ καλὸ μπορεῖ νὰ βροῦμε.
Ψάχνοντας, βρῆκαν τὸ μαντήλι τοῦ ληστῆ ποτισμένο μὲ τὰ δάκρυά του.
— Ας τὸ βάλουμε στὸν ἄλλο δίσκο τῆς ζυγαριᾶς μαζὶ μὲ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, εἶπαν, καὶ βλέπουμε…
Μόλις ἔβαλαν τὸ μαντήλι στὸν δίσκο, αὐτὸς βάρυνε τόσο, πού σήκωσε ψηλὰ τὸν ἄλλο μὲ τὶς ἁμαρτίες τοῦ ληστῆ. 0ι ἄγγελοι ἀναφώνησαν χαρούμενοι:
— Νίκησε ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ!
Πῆραν, λοιπόν, μαζί τους τὴν ψυχὴ τοῦ ληστῆ, ἔνω ὁ! δαίμονες ἔφυγαν ντροπιασμένοι μὲ θρηνητικὲς κραυγές.
Ὃ γιατρός, ξυπνώντας, πῆγε στὸ νοσοκομεῖο. Πλησιάζοντας στὸ κρεβάτι τοῦ ληστῆ, βρῆκε τὸ σῶμα τοῦ ζεστὸ ἄλλα ἐγκαταλειμμένο ἤδη ἀπὸ τὴν ψυχή. Τὸ μαντήλι του, μουσκεμένο ἀπὸ τὰ δάκρυα, ἦταν ἁπλωμένο πάνω στὰ μάτια του. Μαθαίνοντας ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἄρρωστους ἀλλὰ τὰ σχετικὰ μὲ τὶς τελευταῖες του ὧρες, πῆρε τὸ μαντήλι καὶ πῆγε στὸν αὐτοκράτορα Μαυρίκιο.
— Βασιλιά μου, τοῦ εἶπε, ἃς δοξάσουμε τὸν Θεό. Σώθηκε ὁ ληστής!
Ὡστόσο, ὅπως πολὺ συνετὰ σημειώνει στὸ τέλος τῆς διηγήσεως ὁ συντάκτης της, εἶναι πολὺ καλύτερα να ετοιμάζει κανεὶς ἔγκαιρα ἰὸν ἑαυτό του γιὰ τὴ φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου μὲ τὴ μετάνοια. Γιατί, παρατηρεῖ ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «ὅποιος ἔχει ζυμωθεῖ πιὰ μὲ τὴν κακία, ἀπὸ τὴ μακροχρόνια συνήθεια, μένει τελείως ἀδιόρθωτος» «Ἢ κακὴ συνήθεια τύραννε! πολλὲς φορὲς καὶ τὸν ἄνθρωπο πού πενθεῖ» ἐπισημαίνει μὲ θλίψη ὁ μεγάλος διδάσκαλος τῶν μοναχῶν.
Ἃς προσθέσουμε σ’ αὐτὰ πῶς ἡ ἀληθινὴ μετάνοια προϋποθέτει ὀρθὴ πίστη καὶ ἀκριβῆ —ἔστω καὶ ἀπλὴ— γνώση αὐτῆς τῆς πίστεως. Ἢ ἀληθινὴ μετάνοια εἶναι ξένη πρὸς κάθε αἵρεση καὶ κάθε διαφθορὰ τοῦ νοῦ. Ὅσοι, λοιπόν, υἱοθετοῦν τὶς ἀπόψεις τῶν αἱρετικῶν βιβλίων ἥ των κοσμικῶν περιοδικῶν γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τοὺς κανόνες τῆς ζωῆς, δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν ἀληθινὴ μετάνοια.
Σὲ τέτοια βιβλία καὶ περιοδικά, πολλὰ θανάσιμα ἅμαρτηματα, πού ὁδηγοῦν στὸν ἅδη, παρουσιάζονται σὰν ἀσήμαντα καὶ συγγνωστὰ παραπτώματα καὶ πολλὰ ἁμαρτωλὰ πάθη παρουσιάζονται σὰν ἐλαφριὲς καὶ εὐχάριστες ἀδυναμίες. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού παραδίνονται ἄφοβα σὲ τέτοια πάθη, ἔνω βρίσκονται κιόλας μπροστὰ στὶς πύλες τοῦ θανάτου. Πόσο μεγάλη συμφορὰ εἶναι ἡ ἄγνοια τοῦ Χριστιανισμοῦ!
Ὃ Κύριος μας καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ σωτηρία ὡς τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας. Αὐτὴ τὴν τελευταία στιγμὴ εἶναι ἀκόμη ἀνοιχτῆ ἡ θύρα τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ σ’ ὅποιον θελήσει νὰ τὴ διαβεῖ. Κανεὶς ἃς μὴν ἀπελπίζεται! Λίγες στιγμὲς ἀρκοῦν γιὰ
πολλοῖς τὲ καὶ πικροῖς ἔπι πολλᾶς ὥρας λέγοντος ταύτην [Α. Δ. Σιμωνώφ, Μέγα Προσευχητάριο, ἔκδ. Πελεκάνος, Ἄθηναι σελ. 440]).
Πρβλ. Ἀναστασίου πατριάρχου Ἀντιόχειας τοῦ Σιναίτου, Λόγος εἰς τὸν ἕκτον ψαλμὸ (ἀπόσπασμα). (Σ.τ.Μ.: Πρβλ. Εὐχὴ τοῦ ἐπὶ Μαυρίκιου βασιλέως ἀρχιληστοῦ ψυχορραγοϋντος καὶ σὺν δάκρυσι
ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΟΝΑΧΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ
Σ’ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι μόναζε μαζὶ μὲ τὴν ἡγουμένη καὶ ἡ ἀνιψιά της, πού ἦταν πανέμορφη σωματικὰ καὶ ἄμεμπτη ψυχικά. Ὅλες οἱ ἀδελφὲς τὴ θαύμαζαν καὶ παραδειγματίζονταν ἀπὸ τὴν ἀγγελικὴ ἁγνότητά της ἄλλα καὶ τὴ σπάνια μετριοφροσύνη της.
Ὅταν κοιμήθηκε, τὴν κήδεψαν μὲ μεγαλοπρέπεια, βέβαιες πώς ἡ καθαρὴ ψυχὴ της εἶχε ἀνέβει στὸν παράδεισο. Ἡ ἡγουμένη, λυπημένη γιὰ τὴ στέρηση τῆς ἐνάρετης ἀνιψιᾶς της, ἀγρυπνοῦσε μὲ νηστεία καὶ προσευχή, παρακαλώντας τὸν Κύριο νὰ τῆς ἀποκαλύψει τὴν οὐράνια δόξα τῆς κεκοιμημένης ἀνάμεσα στὶς ἄλλες μακάριες παρθένες. Καὶ κάποτε, περασμένα μεσάνυχτα, καθὼς προσευχόταν μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ κελιοῦ της, ἄνοιξε ξαφνικὰ ἡ γῆ μπροστά της, κι ἀπὸ τὸ ρῆγμα, πού δημιουργήθηκε, τινάχτηκε καυτὴ λάβα. Ἔντρομη ἡ γερόντισσα, ἔριξε μιὰ ματιὰ στὴν ἄβυσσο, πού ἔχασκε σχεδὸν κάτω ἀπὸ τὰ πόδια της, καὶ εἶδε τὴν ἀνιψιὰ της μέσα στὶς φλόγες τοῦ ἅδη.
— Θεέ μου! ἀναφώνησε μὲ ἀπελπισία. Ἐσένα βλέπω ἐκεῖ;
— Ναί, ἀποκρίθηκε ἐκείνη, ἀναστενάζοντας μὲ πόνο.
— Καὶ γιατί ἔγινε αὐτό; τὴ ρώτησε ἡ θεία της μὲ φωνὴ γεμάτη πικρία καὶ συμπόνια; Ἤλπιζα νὰ σὲ δῶ στὴ δόξα τοῦ παραδείσου, στὴ χορεία τῶν ἀγγέλων, ἀνάμεσα στὶς ἄμεμπτες κόρες τοῦ Χριστοῦ, κι ἐσύ… Γιατί; Γιατί;
Βαριαναστέναξε πάλι ἡ ἀνιψιά της καὶ ἀναφώνησε:
— Συμφορὰ σ’ ἐμένα, τὴν ἄθλια! Ἐγὼ ἡ ἴδια εἶμαι ἡ αἰτία τοῦ αἰώνιου θανάτου μου μέσα σὲ τοῦτες τὶς φλόγες, ποὺ διαρκῶς μὲ καταβροχθίζουν χωρὶς νὰ μὲ ἀφανίζουν. Ἤθελες νὰ δεῖς ποῦ βρίσκομαι, καὶ νὰ πού σοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ Θεός!
— Μὰ γιατί, τέλος πάντων, ἔγινε αὐτό; τὴν ξαναρώτησε κλαίγοντας ἡ ἡγουμένη.
— Ἐπειδὴ δὲν ἤμουνα παρθένα ἄσπιλη σὰν ἄγγελος, ὅπως νομίζατε. Δὲν μόλυνα, βέβαια, τὸ σῶμα μὲ σαρκικὸ ἅμαρτημα, ἀλλὰ οἱ λογισμοί μου, οἱ ἐπιθυμίες μου καὶ οἱ ἁμαρτωλὲς φαντασιώσεις μου μὲ ἔριξαν στὴ γέεννα. Δὲν μπόρεσα νὰ διατηρήσω τὴν ψυχή μου ἀμόλυντη, ὅπως τὸ παρθενικὸ σῶμα μου, καὶ γι` αὐτὸ παραδόθηκα στὰ βασανιστήρια τοῦ ἅδη. Ἀπὸ ἀπροσεξία, ἄφησα νὰ γεννηθεῖ καὶ νὰ στερεωθεῖ στὴν καρδιά μου μιὰ ἐμπαθὴς ἕλξη πρὸς ἕναν ὄμορφο νέο. Ἔφερνα στὸν νοῦ μου τὴ μορφή του κι ἔνιωθα εὐχαρίστηση, ὅταν ἑνωνόμουν φανταστικὰ μαζί του. Καταλάβαινα πώς αὐτὸ ἦταν ἁμαρτία, ἄλλα ντρεπόμουνα νὰ τὸ φανερώσω στὸν πνευματικὸ κατὰ τὴν Ἐξομολόγηση. Καὶ νὰ ποιὰ εἶναι ἡ συνέπεια τῆς αἰσχρῆς ἱκανοποιήσεώς μου μὲ τοὺς ἀκάθαρτους λογισμοὺς καὶ τὶς ἀσελγεῖς φαντασιώσεις: Στὸ τέλος μου, οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μὲ ἀποστράφηκαν καὶ μὲ ἄφησαν στὰ χέρια τῶν δαιμόνων. Ἔτσι, τώρα καίγομαι στὶς φλόγες τῆς γέεννας, καὶ θὰ φλέγομαι αἰώνια χωρὶς ποτὲ νὰ καῶ, καθὼς δὲν τελειώνει ὁ βασανισμὸς ἐκείνων πού δὲν ἀξιώθηκαν ν’ ἀνέβουν στὸν οὐρανό! Ἀναστέναξε πάλι, ἡ δύστυχη, κι ἔτριξε τὰ δόντια της, πρὶν τὴν ἁρπάξει ἡ κοχλαστὴ λάβα καὶ τὴν ἐξαφανίσει ἀπὸ τὰ μάτια τῆς ἡγούμενης.
Στις παρακάτω δύο περιπτώσεις η λεπτή ύλη του Παραδείσου, με παραχώρηση του Θεού, συμπυκνώθηκε, για να γίνει αισθητή στους ανθρώπους
Αξιομνημόνευτες είναι καί δύο διηγήσεις γιά τούς οσίους Παύλο τόν Υποτακτικό καί Ευφρόσυνο τόν Μάγειρο, τίς οποίες διέσωσε ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση.
Τόν όσιο Παύλο τόν είδαν στον παράδεισο οι πιο ευλαβείς αδελφοί της μονής του, την ώρα τού ύπνου τους, καί τόν όσιο Ευφρόσυνο τόν είδε, επίσης, στον παράδεισο ό ηγούμενός του Βλάσιος, πέφτοντας σε έκσταση -κατάσταση στήν οποία βρίσκονται συνήθως όσοι βλέπουν οράματα, όπως γίνεται φανερό καί από τίς Πράξεις τών Αποστόλων.
Καί στις δύο περιπτώσεις ό παράδεισος περιγράφεται ώς μεγάλος κήπος μέ ανέκφραστη ωραιότητα καί υπέροχη ευωδία Ό όσιος Παύλος μοίρασε στούς πατέρες λουλούδια, κλαδιά, φύλλα, βότανα, ότι ήθελε ό καθένας από τόν θεϊκό κήπο. Κι εκείνοι, μόλις ξύπνησαν, βρήκαν στα χέρια τους αυτά πού είχαν πάρει από την παραδείσια βλάστηση. Ό όσιος Ευφρόσυνος, πάλι, έδωσε στον ηγούμενο Βλάσιο τρία μυρωδάτα μήλα. Ό ηγούμενος, όταν συνήλθε, βρήκε τά μήλα στα χέρια του. Τά έκοψε καί τά μοίρασε στούς αδελφούς, πού, όταν τά γεύθηκαν, ένιωσαν μιαν ανέκφραστη πνευματική ευφροσύνη όσοι, μάλιστα, ήταν άρρωστοι, θεραπεύθηκαν.
Στις παραπάνω δύο περιπτώσεις ή λεπτή ύλη τού παραδείσου, με παραχώρηση τού Θεού, συμπυκνώθηκε, γιά να γίνει αισθητή στους ανθρώπους.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!