Bίος καὶ πολιτεία

Εἶναι κοινὴ διαπίστωση, μὰ καὶ λυπηρὰ δυστυχῶς, στὶς ἡμέρες μας ἀντιστραφήκανε οἱ ὄροι. Οἱ ὄροι τῆς λογικῆς, τῆς τάξεως καὶ τῆς εὐπρέπειας. Τὰ κάτω, τὰ μικρά, τὰ ἀνάξια λόγου τὰ βάλαμε στὰ ἐπάνω σκαλοπάτια τῆς κλίμακος τῶν ἀξιῶν καὶ τὰ μεγάλα στὰ χαμηλά. Σεβόμαστε, ἀναγνωρίζουμε καὶ ἠρωποιοῦμε τοὺς μικρούς, τοὺς ἀνάξιους, ἀντὶ τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς ἄξιους. Τοὺς μεγάλους εὐεργέτες τῆς ἀνθρωπότητας, τοὺς κορυφαίους της ἐπιστήμης, τῶν τεχνῶν καὶ τῶν γραμμάτων, τοὺς ἥρωες τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδας τοὺς περιφρονοῦμε, δὲν τοὺς ἀναγνωρίζουμε.

Εἶμαι βέβαιος ὅτι, οἱ περισσότεροι, τῆς νέας γενιᾶς, γνωρίζουν πιὸ πολλὰ γιὰ τοὺς διάφορους ἠθοποιούς, τραγουδιστές, χορευτές, ποδοσφαιριστές, παρὰ γιὰ τὸν Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Ἀριστοτέλη, γιὰ τὸν Θεμιστοκλῆ καὶ τὸν Ἀλκιβιάδη, γιὰ τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Μακρυγιάννη καὶ τοὺς ἄλλους ἥρωες τῆς πατρίδας μας, ποὺ ὅμως ἕνεκα τῆς θυσίας τοὺς ἀπολαμβάνουμε ἐμεῖς τώρα τὴν ἐλευθερία μας.

Γιὰ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο ποὺ ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἀγωνιστὲς τῆς πίστεώς μας, τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας, πολὺ λίγοι καὶ λίγα γνωρίζουμε. Ἀλήθεια τί γνωρίζουμε γιὰ τὴ ζωή, τοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ βάσανά του; Καὶ ὅμως, ἡ ἱστορία, τὸν θεωρεῖ, τὸν ἀναγνωρίζει ὡς τὸν ἠρωικότερο τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἁγιώτερο τῶν ἡρώων.

Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὑπάρχει αὐτὴ ἡ κατάσταση τῆς ἀνατροπῆς τῶν πάντων, στὴν κλίμακα τῶν ἀξιῶν, ἐπειδὴ τὰ ἀληθινὰ μεγάλα καὶ τοὺς πραγματικὰ μεγάλους τούς βάζουμε στὰ κατώτερα σκαλοπάτια τῶν ἀξιῶν καὶ βάλαμε τὰ μικρὰ καὶ τοὺς μικροὺς ψηλὰ καὶ ἀγωνιζόμαστε, γιὰ τοῦτο, πιὸ πολὺ νὰ τὰ ἀποκτήσουμε καὶ νὰ τοὺς μοιάσουμε, αὐτοὺς τοὺς ἀναξίους, γιὰ τοῦτο καὶ ἐμεῖς, ὑπηρέτες τοῦ ἀγαθοῦ, τοῦ ὀρθοῦ καὶ τοῦ λογικοῦ, καὶ σὰν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ποὺ θέλουμε τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, τὴν τάξη καὶ τὴν ὀρθότητα καὶ ποὺ ἔχουμε καθῆκον καὶ ὑποχρέωση νὰ καθοδηγοῦμε τοὺς ἀνθρώπους στὰ σωστὰ καὶ τὰ πρέποντα, θὰ σᾶς παρουσιάσω τὴ μεγάλη προσωπικότητα, ποὺ ὄχι μόνο ὑπῆρξε ὁ ἠρωικότερος τῶν ἁγίων καὶ ὁ ἁγιότερος τῶν ἡρώων, ἀλλὰ καὶ ὁ πατέρας τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ αὐτὸς δὲν εἶναι ἄλλος παρὰ ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, αὐτὸς ποὺ πῆρε καὶ τὸν τίτλο Μέγας.

Εἶναι πατέρας τῆς Ὀρθοδοξίας, γιατί αὐτὸς γέννησε μὲ τὸ μυαλό του, τὸ φωτισμένο ἀπὸ τὸ Θεό, ὅλα ἐκεῖνα, τοὺς ὅρους καὶ τὰ διδάγματα, ποὺ μᾶς ξεκαθαρίσανε τὸ ἔδαφος τῆς πίστεώς μας ἀπὸ τὶς διάφορες αἱρετικὲς διδασκαλίες. Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀγωνίστηκε ὅσο κανένας ἄλλος γιὰ νὰ διαφυλάξει τὴν Ὀρθοδοξίαν ἄσπιλον καὶ ἀμόλυντο καὶ νὰ τὴν ἔχουμε καὶ μεῖς σήμερα καύχημά μας.

Ἀκόμη κάτι. Πῆρε τὸν τίτλο Μέγας καὶ γιὰ δύο λόγους καὶ γιὰ τοὺς ἀγῶνες του, μὰ καὶ γιὰ τὴν πρακτικὴ ζωή του, γιὰ τὴν ἁγιότητά του. Δὲν εἶναι τὸ ἀξίωμά τοτ μονάχα ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸν τίτλο τοῦ μεγάλου, εἶναι καὶ ἡ ἀρετή του.

Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σὲ ἐγκωμιαστικόν του λόγο γι’ αὐτόν, τὸν ταυτίζει μὲ τὴν ἰδίαν τὴν ἀρετήν. Λέγει δέ, «Ἀθανάσιον ἐπαινών ἀρετὴν ἐπαινέσομαι. Ταυτὸν γὰρ ἐκεῖνο τε εἰπεῖν καὶ ἐπαινέσαι». (Ἐπαινώντας τὸν Ἀθανάσιον θὰ ἐπαινέσω τὴν ἀρετήν. Γιατί Ἀθανάσιος καὶ ἀρετὴ εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα. Ὅταν ἀναφέρομαι εἰς αὐτὸν ἐπαινῶ τὴν ἀρετήν). (Γρήγ. τοῦ Θεολόγου Λόγος Κ.Α.’ Β.Ε.Π.Ε.Σ., τόμος 59, σελ. 148).

Λοιπόν, ἀγαπητοί μου, καὶ ἐγὼ γιὰ ὅλα αὐτά, θὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸν βίον καὶ τὴν δράσιν τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου. Καὶ θὰ δεῖτε πραγματικὰ ὅτι, τὰ ὅσα σᾶς εἶπα εἶναι ὄχι μόνο ἀληθινά, μὰ καὶ πόσον στεροῦνται, ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Γιατί ὁ Ἀθανάσιος βρίσκεται πέραν πάσης περιγραφῆς.

Καὶ ὕστερα πάλι, ποὺ τώρα στοὺς καιρούς μας, ἰδιαίτερα οἱ αἱρέσεις καὶ οἱ αἱρετικοὶ ὀργιάζουν κυριολεκτικά, πολὺ θὰ διδαχθεῖτε, πολὺ θὰ ὠφεληθεῖτε ἀπὸ τὴ ζωή του, τοὺς ἀγῶνες καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ποὺ τὸν γιορτάζουμε στὶς 18 Ἰανουαρίου μαζὶ μὲ ἕνα ἄλλο ἐξέχοντα ἱεράρχη τὸν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, ποὺ μακάρι νὰ ἔχουμε τὶς εὐχὲς καὶ τὶς εὐλογίες τους. 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ

Τοὺς γονεῖς τοῦ Μ. Ἀθανασίου ἀκριβῶς δὲν τοὺς γνωρίζουμε. Δὲν ἔχουμε πληροφορίες γιὰ αὐτούς. Μὰ φαίνεται ὅτι ἤσαν εὐσεβεῖς ἄνθρωποι, γιατί τὴν εὐσέβεια διδάξανε στὸ παιδί τους. Ἀπὸ μικρὸ παιδί, τὸν ποτίσανε μὲ τὰ νάματα τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, ἀπὸ μικρὸ τὸν θρέψανε μὲ τὸ μάννα τῆς θεϊκῆς τροφῆς.

Καὶ τοῦτο τὸ καταλαβαίνουμε, γιατί βρίσκουμε τὸν Ἀθανάσιο ἀπὸ μικρὸ παιδὶ νὰ ζεῖ μὲ τὸν Θεό, μὲ τὰ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔζησε ὄχι μονάχα ἔτσι ἀφηρημένα καὶ γενικά τά τοῦ Θεοῦ, μὰ ἔμπρακτα καὶ ἐφηρμοσμένα καὶ στὴν ἀρετὴ καὶ στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Δὲν ἔπαιζε ἄλλα παιχνίδια, τὰ παιχνίδια του ἦταν θρησκευτικά. Παίζανε μὲ τὰ ἄλλα συνομήλικα παιδιά του, ἀναπαράσταση τῆς Θ. Λειτουργίας καὶ τῶν ἄλλων μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας.

Μιὰ φορὰ μάλιστα, κάποια μέρα, ποὺ οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀλεξανδρείας, εἶχαν μεγάλη γιορτὴ εἰς μνήμην τοῦ ἐπισκόπου Πέτρου, ποὺ μαρτύρησε κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Μαξιμίνου, ὁ Ἀθανάσιος μὲ ἄλλα παιδιὰ παίζανε στὴν ἀκροθαλασσιὰ διάφορα ἐκκλησιαστικὰ παιχνίδια. Ἐκεῖ κοντὰ βρισκόταν καὶ τὸ σπίτι τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξάνδρου, Ἀλεξανδρείας. Ὁ Πατριάρχης ἐκείνη τὴν ἥμερα εἶχε καλέσει καὶ μερικοὺς ἄλλους κληρικοὺς νὰ φᾶνε μαζί του τὸ μεσημέρι. Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ τοὺς περίμενε, κοιτάζει γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ βλέπει τὰ παιδιὰ νὰ παίζουν ἕνα παιχνίδι. Τοῦ τράβηξε τὴν προσοχὴ ἰδιαίτερα τοῦτο τὸ παιχνίδι. Παρατηρεῖ, ὅτι τὰ παιδιὰ ἔπαιρνε τὸ κάθε ἕνα καὶ ἕνα ρόλο, θὰ ἔλεγε κανείς, τῶν ἀξιωματούχων τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἕνα ἦταν ἀναγνώστης, τὸ ἄλλο διάκονος, ἄλλο ἱερέας καὶ τὸ ἄλλο ἐπίσκοπος.

Τὸν Ἀθανάσιο τὸν χειροτονήσανε Πατριάρχη καὶ στὸ τέλος παρατηρεῖ μὲ κατάπληξη, μὰ καὶ μὲ ἱερὴ συγκίνηση, ὅτι βαφτίζανε ἕνα παιδάκι. Ἡ ἔκπληξη καὶ ἡ χαρὰ τοῦ Πατριάρχη ἦταν ἀπερίγραπτη. Τὰ παιδιὰ κάνανε τὴ βάπτιση ἀκριβῶς κατὰ τὴν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα τά παιδιὰ βοηθήσανε, προΐστατο δὲ ὁ Ἀθανάσιος.

Αὐτὸς καθοδηγοῦσε ὅλα τα ἄλλα τὰ παιδάκια πῶς καὶ τί νὰ κάνουν. Κατασυγκινημένος ὁ Πατριάρχης Ἀλέξανδρος, κάλεσε τὰ παιδάκια καὶ ἤλθανε κοντά του. Τὰ ἀγκάλιασε, τὰ ἀσπάσθηκε, τὰ εὐλόγησε, τοὺς ἔδωσε τὶς εὐχές του. Ἡ παράδοση λέγει ὅτι ὕστερα, ὅταν ὁ Πατριάρχης ἔμαθε, ὅτι τὸ παιδάκι ποὺ βαπτίσανε, ὁ Ἀθανάσιος καὶ οἱ περὶ αὐτόν, ἦταν ἀβάπτιστο πραγματικά, ἀνεγνώρισε τὴν βάπτιση ποὺ ἔκανε ὁ Ἀθανάσιος καὶ τὰ ἄλλα παιδιά. Ἁπλῶς ὅμως συμπλήρωσε ὁ ἴδιος, μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Χρίσματος ποὺ γίνεται πάντα μετὰ τὸ βάπτισμα. Ἐν πάση περίπτωση ὁ Πατριάρχης, φωτισμένος καὶ ἀπὸ τὸν Θεό, πρόσεξε ἰδιαίτερα τὸν Ἀθανάσιο. Κάλεσε τοὺς γονεῖς του, τοὺς παίνεψε γιὰ τὸ παιδί τους καὶ γιὰ τὴν ἀνατροφὴ ποὺ τοῦ δώσανε καὶ τοὺς συμβούλεψε γιὰ τὸ πὼς νὰ τὸ καθοδηγήσουν στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, πὼς νὰ διαφυλαχθεῖ ἀνέγκιχτο ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ σατανᾶ, πὼς νὰ διατηρηθεῖ ἁγνὸ καὶ ἀμόλυντο ἀπὸ τὴν ἀπατηλὴ καὶ προκλητικὴ γλυκύτητα τῆς ἁμαρτίας. Τοὺς εἶπε ἀκόμη, ὅτι ἔπρεπε νὰ μορφώσουν τὸν Ἀθανάσιο, νὰ μάθει γράμματα, καὶ πιὸ πολὺ ἐκεῖνα, ποὺ εἶναι ἀναγκαῖα καὶ ἀπαραίτητα γιὰ νὰ γνωρίσει πιὸ καλὰ τὸν Θεὸ καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔτσι νὰ ἐφαρμόζει τὸ ἅγιο θέλημά Του καὶ νὰ ζήσει πιὸ ἐνάρετα καὶ πιὸ ἅγια.

Ὁ Πατριάρχης διεῖδε στὴ ψυχή, στὴν παιδικὴ ψυχὴ τοῦ Ἀθανασίου, ὅτι αὐτὸς προωριζότανε νὰ γίνει μεγάλος. Μεγάλος γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν πίστη τῶν Χριστιανῶν. Γιὰ τοῦτο, ἔδειξε μεγάλο ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν Ἀθανάσιο. Τὸν παρακολουθοῦσε στὸ μεγάλωμα καὶ στὴν ἀνάπτυξή του. Εἶπε μάλιστα στοὺς γονεῖς του, σὰν γίνει δεκαοκτῶ χρονῶν, νὰ τὸν φέρουνε κοντά του. Καὶ ἔτσι ἔγινε.

Γιὰ τὴν μόρφωση ποὺ πῆρε ὁ ἅγιος δὲν γνωρίζουμε καὶ πάλι πολλὰ πράγματα. Τότε στὴν Ἀλεξάνδρεια ὑπῆρχαν φημισμένες σχολὲς ἀνωτέρας μορφώσεως καὶ ξακουστοὶ διδάσκαλοι. Ὁ Ἀθανάσιος, σίγουρα, θὰ παρακολούθησε τέτοιες σχολές, θὰ πῆρε τέτοια μαθήματα, ὄχι ὅμως πολλά. Δὲν ἐνέσκυψε στὴ βαθειὰ φιλολογία, φιλοσοφία, νομικὴ κτλ. σὰν τον Ἅγιο Βασιλειο ὴ τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο. Ὁ Θεὸς ὅμως τὸν φώτισε καὶ σπούδασε, μελέτησε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἤσαν ὕστερα ἀπαραίτητα καὶ ἀναγκαία γιὰ τὸ μεγάλο του ἔργο. Γιὰ τὴν ὑποστήριξη καὶ σταθεροποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας. Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος στὸ ἐγκώμιό του, ποὺ σᾶς ἀνέφερα καὶ προηγουμένως, ὅτι «ὀλίγα τῶν ἐγκυκλίων ἐφιλοσόφησεν τοῦ μὴ δοκεῖν πάντα πάσι τῶν τοιούτων τῶν ἀπείρως ἔχειν» (Φιλοσόφησε λίγο ἀπὸ τὰ ἐγκυκλοπαιδικὰ καὶ τοῦτο γιὰ νὰ μὴ φαίνεται σ’ αὐτὰ ὅτι δὲν ἔχει καμμίαν πείραν, καμμίαν γνῶσιν) (ΡG 35 1088 Β).

Ἐκεῖ πού ἐνέσκυψε πιὸ πλατειὰ καὶ πιὸ βαθειὰ ἦταν στὴν Ἁγ. Γραφή, τὴν Π. καὶ Κ. Διαθήκην. Αὐτὴν τὴν ἔμαθε ἀπ’ ἔξω. Καὶ γιὰ τοῦτο συνδιάζοντας τὴν τῶν δύο εἰδῶν μόρφωσιν διέπρεψε στὴν ὅλη ἐνάρετον ζωήν του, ὅπως ἐπίσης καὶ στοὺς ἀγῶνες του, ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Μὲ τὰ παρακάτω πάλι λόγια, ὁ ἅγιος Γρηγόριος τὸν χαρακτηρίζει «ὄρον μὲν ἐπισκοπῆς εἶναι τὸν ἐκείνου βίον καὶ τρόπον, νόμον δὲ Ὀρθοδοξίας τὰ ἐκείνου δόγματα» (Ὁ βίος του ἤτανε ὅρος, δόγμα καὶ τρόπος, παράδειγμα γιὰ τὴν ἐπισκοπικὴ ζωὴ κάθε ἱεράρχου καὶ νόμος οἱ ἐντολὲς καὶ οἱ ἀποφάσεις του) (ΡG 103 420 Β). Λοιπόν, ὁ Ἀθανάσιος πατέρας τῆς Ὀρθοδοξίας, στύλος τῆς Ὀρθοδοξίας. Παράδειγμα πρὸς μίμησιν, ἀπὸ κάθε ὀρθόδοξον χριστιανόν, μὰ πρὸ πάντων, κάθε κληρικοῦ καὶ μάλιστα αὐτοῦ ποὺ κατέχει τὸν ἀνώτατον βαθμὸν τοῦ Ἐπισκόπου, πρότυπον ἢ μᾶλλον «τύπον Χριστοῦ», ὅπως θέλει κάθε ἐπίσκοπον καὶ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος.

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ

Ὅταν ἔγινε δεκαοκτὼ χρονῶν οἱ γονεῖς τὸν Ἀθανασίου τὸν πήγανε στὸν Πατριάρχη, ὅπως ἐκεῖνος τοὺς εἶχε ζητήσει, τότε ποὺ τοὺς κάλεσε καὶ τοὺς μίλησε γιὰ τὸν Ἀθανάσιο, τότε ποὺ ἤτανε παιδὶ καὶ ποὺ μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ κάνανε ἐκείνη τὴ βάπτιση.

Ὁ Πατριάρχης ἤτανε ἕνας πολὺ καλὸς καὶ ἅγιος ποιμενάρχης. Εἶχε πολλὲς καλωσύνες καὶ ἀρετές. Ἤτανε «φιλόθεος, φιλάνθρωπος, φιλόπτωχος, καταδεκτικός, πράος, ἐπιεικής», μὰ καὶ αὐστηρὸς στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἁγιότητα. Ἤτανε ἕνας ἅγιος.

Βρῆκε λοιπὸν ἐκεῖ καὶ καλὸ παράδειγμα ὁ Ἀθανάσιος. Ἀκόμη, ἐκεῖ στὸ Πατριαρχεῖο ἔβλεπε νὰ περνᾶνε λαϊκοί, κληρικοὶ καὶ ἐπίσκοποι ἐπίσης, ποὺ πολλοὶ φέρανε στὸ σῶμα τους, τὰ στίγματα τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὰ μαρτύρια καὶ τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑφίσταντο κατὰ τοὺς διωγμούς. Εἶδε ἄλλους νὰ κουτσαίνουν, ἄλλους νὰ μὴν βλέπουνε, ἄλλους νὰ τοὺς λείπει ἕνα χέρι, ἕνα αὐτὶ ἢ καὶ τὰ δύο, ἢ γενικὰ κάτι ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ σώματός τους. Ναί, πολλοὶ ἤσαν οἱ ἀκρωτηριασμένοι, ἄρρωστοι, ταλαιπωρημένοι ἀπὸ τὶς φυλακίσεις, τὰ φρικτὰ βασανιστήρια, ἀπὸ τὶς κακουχίες γενικά, ποὺ ὑπέστησαν γιὰ τὴν χάριν καὶ τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ μας. Μὲ ἕνα λόγο ὁ Ἀθανάσιος μποροῦσε νὰ δεῖ καὶ νὰ διδαχθεῖ τὰ μέγιστα, ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν ἀγωνιστῶν καὶ τῶν ἡρώων τῆς πίστεώς μας. Καὶ πραγματικὰ αὐτοί, ὄχι μονάχα τοῦ ἐμπνεύσανε τὴν ἀγωνιστικότητα καὶ τὸ ἡρωικὸ φρόνημα στὴν ψυχήν, μὰ καὶ τοῦ τὴν γεμίσανε, τοῦ τὴν πληρώσανε μέχρις ἐπάνω. Καὶ ἔτσι, ὅπως εἴπαμε καὶ πιὸ πάνω, ξεπέρασε ὅλους τούς ἄλλους καὶ ἀνεδείχθει «ὁ ἠρωικότερος τῶν ἁγίων καὶ ὁ ἁγιότερος τῶν ἡρώων». Τὸν βοήθησε τὰ μέγιστα καὶ ὁ Πατριάρχης. Καὶ μὲ τὶς συμβουλὲς καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του.

Λίγο ἀργότερα ὁ Ἀθανάσιος, ἔτσι νεαρὸς στὴν ἡλικία, ἐπισκέφθηκε καὶ ἦλθε σὲ στενὴ ἐπαφὴ μὲ τοὺς μοναχούς τῆς ἐρήμου τῆς Αἰγύπτου. Τότε ἡ διψώσα ἔρημος ἐποτίζετο, τότε ἡ ἄγονος ἔρημος ἐκαρποφοροῦσε. Τὴν ποτίζανε οἱ μοναχοὶ μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας τους, οἱ ἴδιοι τὴν καρποφορούσανε μὲ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς ἀγωνίες τους, μὲ τὴν εἰς τὴν βάθος καλλιέργειαν τῆς ψυχῆς τους. Ναί, οἱ μοναχοὶ τότε φθάσανε σὲ ὕψη ἀρετῆς, σὲ σφαῖρες ἁγιότητος, θαυματουργούσανε, ἐπιτελοῦντες θαύματα μεγάλα καὶ ἐξαίσια.

Ὅλα τα εἶδε, τὰ ἄκουσε, τὰ ἔζησε ὁ Ἀθανάσιος. Συνεδέθη μὲ μεγάλους ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου, μὲ τὸν καθηγητὴ τῆς ἐρήμου τὸν ἅγιο Ἀντώνιο. Καὶ ἀπὸ αὐτοὺς πῆρε ἰδιαίτερα μαθήματα. Μαθήματα ἀγωνιστικότητας, μαθήματα νηστείας, ἀγρυπνίας, προσευχῆς, μαθήματα ἀρετῆς καὶ ἁγιότητας. Καὶ γιὰ τοῦτο ἀργότερα δὲν ὑστέρησε καθόλου ἀπὸ αὐτούς. Ἀντίθετα καὶ πολλούς τούς ξεπέρασε. Καὶ γιὰ τοῦτο ὑπῆρξε Μέγας. Σὲ ὅλα Μέγας.

Η ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΟΥ

Πατριάρχης, βλέποντας ὅλα αὐτὰ τὰ προσόντα καὶ τὰ χαρίσματα, μὰ καὶ τὶς ἀρετὲς τοῦ Ἀθανασίου, τὸν ἔκρινε ἄξιο γιὰ κληρικό. Καὶ τὸ ἔτος 312 τὸν χειροτόνησε ἀναγνώστη καὶ τὸν προσέλαβε γιὰ γραμματέα του. Ὕστερα ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια τὸν χειροτόνησε διάκονό του.

Καὶ ἐνῶ ἤτανε διάκονος ὁ Ἀθανάσιος εἶχε καταστεῖ σύμβουλος τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξάνδρου. Ὁ Πατριάρχης τὸν πῆρε μαζί του στὴ Νίκαια καὶ ἔλαβε μέρος στὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔγινε τὸ 325 μ.Χ. Ἐδῶ ὁ Ἀθανάσιος θριάμβευσε, ἀνεδείχθει ἀνώτερος ὄχι μονάχα τοῦ πατριάρχου του, μὰ καὶ ὅλων τῶν ἄλλων ποὺ λάβανε μέρος στὴν μεγάλη αὐτὴν Σύνοδον. Γιὰ τὴν δράσιν του, γιὰ τὴν δραστηριότητά του καὶ γιὰ τὶς ἰδέες του στὴ Σύνοδο αὐτή, θὰ τὰ ποῦμε πιὸ κάτω.

Ὁ Ἀθανάσιος τοῦτα τὰ χρόνια ἐξέδωσε καὶ τὰ πρῶτα συγγράματά του, «Λόγος κατὰ Ἑλλήνων» καὶ «Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου». Μὲ τὸ πρῶτο ἔδωσε ἀπάντηση στοὺς εἰδωλολάτρες ποὺ ὑποστήριζαν τὴν πολυθεΐαν. Τοὺς ἀπέδειξε μὲ τούτη τὴ μελέτη του, ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός. Συγκεκριμένα ἐκεῖνοι ὑποστήριζαν ὅτι ὑπάρχει καὶ θεὸς τοῦ κακοῦ. Μὰ ὁ Ἀθανάσιος τοὺς ἀπέδειξε, ὅτι ἕνας καὶ μοναδικὸς εἶναι ὁ Θεός. Τὸ κακὸ ὑπάρχει ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν Θεό. Γιατί, τί Θεὸς θὰ ἦταν, ἂν αὐτὸς ὁ Θεὸς θέλησε καὶ ἔφτιαξε τὸ κακό; Σίγουρα, Θεὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι. Δαίμονας ναί, ὄχι ὅμως Θεός, Θεὸς ἀγαθὸς ἀληθινός. Ἔτσι ὅπως τὸ λέγει καὶ ἡ Ἁγ. Γραφή, «Κύριος ὁ Θεὸς ἕνας εἶναι».

ΑΡΕΙΟΣ ΚΑΙ Α’ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ

Μὰ σὰν ἄρχισε ὁ Ἀθανάσιος καὶ συνεχιζόταν ὁ πόλεμος κατὰ τῆς εἰδωλολατρείας, ξέσπασε στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ἕνα μεγάλο κακό.

Ὁ Ἄρειος ποὺ καταγώτανε ἀπὸ τὴ Λιβύη καὶ πού χειροτονήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια σέ ἱερέα καὶ ἀργότερα πῆρε καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ πρωθιερέα, θέλησε νὰ ἀνατρέψει τὴν τάξη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶχε καὶ πίστευε μέχρι τότε. Μὲ τὴν ὕπουλη καὶ κατὰ τὰ ἄλλα γλυκειά του διδασκαλία, θέλησε νὰ νοθέψει τὴν πίστη μας, νὰ καταστρέψει τὴν Ὀρθοδοξία μας. Ἀφοῦ ἄφησε καὶ μπῆκε μέσα του ὁ σατανᾶς, αὐτὸς τοῦ ὑπέβαλλε ἰδέες λανθασμένες καὶ ἁμαρτωλὲς γιὰ τὸν Χριστό μας. Τὸν πῆρε ὁ ἐγωισμός, ὅτι αὐτὸς τὰ ἤξερε ὅλα καλύτερα, καὶ ἀπὸ τοὺς πατριάρχας καὶ ἀπὸ τοὺς μάρτυρας καὶ ὁμολογητᾶς τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς ὁσίους καὶ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου, ποὺ μὲ τὴν ἁγιασμένη τοὺς ζωὴ θαυματουργούσανε κιόλας. Παραδεχόταν καὶ δίδασκε πράγματα αἱρετικά, βλάσφημα γιὰ τὸν Χριστό μας. Ἰσχυριζόταν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν Θεός, ἀλλὰ τὸ πρώτον κτίσμα, δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ὅτι δὲν εἶναι ἴσιος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα, μὰ εἶναι δεύτερο καὶ κατώτερο δημιούργημά του, πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Καὶ μάλιστα ἔλεγε «ἣν ποτὲ ὄτε οὐκ ἥν». Ἦταν κάποτε, ὑπῆρξε καιρὸς προηγουμένως ποὺ δὲν ἦταν ὁ Χριστός. Τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγ. Τριάδος δὲν ἦταν, δὲν ὑπῆρχε.

Μὲ τὴν ὕπουλη, εἴπαμε, αὐτὴ του διδασκαλία καὶ μὲ τὴν γλαφυρότητα τῆς γλώσσας του, μὰ καὶ μὲ κάποια ποιήματά του, δίδασκε τὴν λανθασμένη αὐτὴ διδασκαλία του. Καὶ ἐπειδὴ φαινόταν ἐξωτερικὰ πὼς ἦταν καὶ εὐσεβής, τὸν ἀκολούθησαν πολλοὶ ἄνθρωποι. Ἄνθρωποι ποὺ δὲν γνώριζαν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ὀρθότητα τῆς πίστεώς μας.

Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς καὶ 700 νεαρὲς παρθένες καὶ μερικοὶ κληρικοὶ ποὺ εἶχαν μεγάλη θέση καὶ φαινόντουσαν σοβαροὶ καὶ μυαλωμένοι. Ἔτσι ἄρχισε τὸ κακό. Ὁ Πατριάρχης ἔβλεπε τὴν ἀνάπτυξή του καὶ ἀνησυχοῦσε. Γιὰ τοῦτο καὶ εὐθὺς ἀμέσως παίρνει μέτρα γιὰ τὴν καταστολή του.

Τώρα, γιατί ἦταν τόσο μεγάλο κακὸ τοῦτα ποὺ δίδασκε ὁ Ἄρειος, θὰ σᾶς ἐξηγήσω εὐθὺς ἀμέσως. Πρέπει νὰ τὸ ξέρετε, γιατί στοὺς σημερινοὺς καιροὺς μας πάλι ἐξουσιάζει ὁ σατανᾶς, ὑπάρχουν καὶ διδάσκονται πολλὲς τέτοιες αἱρέσεις. Καὶ μάλιστα ἡ παναίρεσις τοῦ χιλιασμοῦ.

Λοιπὸν ἀγαπητοί μου, σᾶς λέγω πρῶτα γιὰ τὴν κάθε αἵρεση. Ὁ Χριστὸς μας εἶπε: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». (Ἐγὼ εἶμαι ὁ σωστὸς ὁ δρόμος, ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀληθινὴ Ἀλήθεια, ἐγὼ εἶμαι ἡ πραγματικὴ ζωή). (Ἰωάν. Ἰδ’ 6) Εἶναι λοιπὸν ἡ ἀλήθεια ὁ Χριστός.

Ὁ Ἴδιος πάλι εἶπε ὅτι θὰ Ἱδρύσει τὴν Ἐκκλησία του. Καὶ ὁ ἀπ. Παῦλος δήλωσε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας». (Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ στήριγμα πού κρατᾶ καὶ σταθεροποιεῖ τὴν Ἀλήθεια). (Α’ Τιμ. γ’ 15)

       Λοιπὸν οἱ αἱρετικοί, ναὶ ὅλοι οἱ αἱρετικοί, εἶναι ἔξω της Ἐκκλησίας. Καὶ ἐφ’ ὅσον εἶναι ἔξω της Ἐκκλησίας εἶναι ἔξω τῆς Ἀλήθειας. Ἄρα δὲν κατέχουν ἀσινὴ καὶ ἀλώβητον ἀνόθευτον τὴν Ἀλήθειαν.

Ναί, νοθέψανε τὴν Ἀλήθεια. Σμίξανε Χριστὸν καὶ σατανᾶ. Ἀλήθεια καὶ ψέμα.

Θὰ πεῖ κάποιος, μπορεῖ νὰ εἶναι λίγο τό ψέμα, μικρό τό λάθος. Ἀγαπητοί μου, λίγο ἢ πολύ τό ψέμα εἶναι τοῦ σατανᾶ. Καὶ πίστη στὸν σατανᾶ λίγη ἢ πολλὴ δὲν ἐπιτρέπεται. Ὁ Χριστὸς θέλει ὅλη τὴν πίστη μας θερμουργὸν καὶ ζέουσαν. Δὲν δέχεται μὲ κανένα τρόπο νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν σατανᾶ.

Πιὸ ἁπλά. Λίγο πετρέλαιο στὸ προζύμη βρωμίζει ὅλο τό ζυμάρι, καταστρέφει ὅλα τά ψωμιά. Λίγο δηλητήριο στὴν κατσαρόλα, δηλητηριάζει ὅλο τό φαγητό. Καὶ σᾶς λέγω καὶ σᾶς τὸ τονίζω, ἄλλωστε καμμιὰ αἵρεση εἶναι μὲ λίγο ψέμα, ἀλλὰ μὲ πολὺ ὅλες, ἄρα δηλητηριάζει τὶς σχέσεις μας μὲ τὸ Θεό, μὲ τὴν ἀλήθεια, δηλαδὴ μὲ τὸν Χριστό. Ἀποκοπτώμαστε ἀπὸ Αὐτόν, ἄρα χανώμαστε. Δὲν ὑπάρχει σωτηρία ἐφ’ ὅσον εἴμαστε αἱρετικοί. Γιατί; Διότι:

1) Ἀν ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν Θεος δεν θὰ ὑπῆρχε σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἦταν καὶ εἶναι τόσες πολλὲς καὶ μεγάλες οἱ ἁμαρτίες ποὺ κανένας ἄνθρωπος, ἢ ἄγγελος ἀκόμη, δὲν μποροῦσε νὰ σηκώσει τὸ βάρος καὶ τὸ φορτίο τους.

2) Ἀκόμη, ὁ σατανᾶς ἦταν καὶ εἶναι πολὺ δυνατός. Καὶ μάλιστα μετὰ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἡ δύναμή του ἐξιψώθηκε μὲ τὴν ἀδυναμία ποὺ ἦλθε στοὺς ἀνθρώπους. Ποιὸς λοιπόν, ἄνθρωπος ἡ ἄγγελος θὰ νικοῦσε τὸν σατανᾶ; Κανένας. Μόνο ὁ Θεὸς θὰ τὸ μποροῦσε τοῦτο. Χρειαζόταν λοιπὸν γιὰ τὴν σωτηρία μας ὁ Θεός. Ἕνας Θεός. Μὰ πολλοὶ Θεοὶ δὲν ὑπάρχουν. Καὶ γιὰ τοῦτο τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγ. Τριάδος ὁ Ἰησοῦς, Θεὸς ἀληθινός, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος καθ’ ὅλα ὅμοιος σὰν καί μᾶς, ἐκτὸς ἁμαρτίας, καὶ ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο, τὸ ἀνθρώπινο γένος. Δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ ἦλθε, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἦταν ἔτσι. Ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἦταν. Θεὸς καὶ ἄνθρωπος μαζί, Θεάνθρωπος. Διαφορετικὰ σωτηρία δὲν ὑπῆρχε. Δηλαδή, ἔτσι νικήθηκε ὁ σατανᾶς καὶ οἱ δυνάμεις του.

3) Μέ τὸ τίμιο καὶ ἄπειρο σὲ ἀξία αἷμα τοῦ Κυρίου μας πληρώθηκε καὶ τὸ λύτρο, τὸ τίμημα γιὰ νὰ ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἐλευθερία του, ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας.

Νὰ λοιπόν, ἀγαπητοί μου, γιατί ὁ Λυτρωτὴς ἔπρεπε νὰ εἶναι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος μαζί. Νὰ γιατί, ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου ἦταν λανθασμένη. Καὶ σὰν λανθασμένη, σὰν ψεύτικη, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Ὅμως ὁ ἀρχηγὸς της Ἄρειος καὶ οἱ ὁμόφρονές του ἐπέμεναν στὴν πλάνη τους καὶ παράσυραν καὶ πολλοὺς ἄλλους. Μεγάλο λοιπὸν κακὸ ξέσπασε, μεγάλη σύγχυσις δημιουργήθηκε, μεγάλος σκανδαλισμὸς ἐπεκράτησε. Ἡ εἰρήνη διώχθηκε καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀπὸ τὴν πολιτεία.

Ὁ πατριάρχης Ἀλέξανδρος, δὲν χάνει καιρό. Λαμβάνει τὰ ἐνδεδειγμένα μέτρα. Καλεῖ ὅλους τούς ἐπισκόπους τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ τῆς Μαρεώτιδος καὶ τοὺς δίνει νὰ ὑπογράψουν ἐπιστολὴ μὲ τὴν ὁποία ὁ πατριάρχης καλοῦσε τὸν Ἄρειο καὶ τοὺς ὁμόφρονές του νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἀποκηρύξουν τὴν αἵρεσή τους.

Ἐν τῷ μεταξύ, κάλεσε Σύνοδο τῶν ἐπισκόπων τῆς δικαιοδοσίας του, τὸ 321 μ.Χ. Στὴ Σύνοδο ἔρχονται 100 περίπου ἐπίσκοποι. Ἀφοῦ μελέτησαν τὸ θέμα, ἀναθεμάτισαν τὸν Ἄρειο, τὴν αἵρεσή του καὶ τοὺς ὀπαδούς της.

Ὁ Ἄρειος ἔπειτα φεύγει γιὰ τὴν Παλαιστίνη καὶ ἐκεῖ συνεχίζει τὸ ἀνόσιο ἔργο του.

Ὁ Ἀθανάσιος κοντὰ στὸν ἐπίσκοπό του εἶναι ὄχι μονάχα τὸ δεξί του χέρι, μὰ ἀκόμη καὶ περισσότερο. Αὐτὸς πιὸ πολὺ σκέπτεται, μελετᾶ καὶ ἐργάζεται γιὰ τὸ σταμάτημα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ κακοῦ.

Ἐν τῷ μεταξύ, εἴπαμε καὶ προηγουμένως, ἐπέρχεται σύγχυσις, ταραχὴ καὶ τὰ πνεύματα ὅλο καὶ ἐξάπτονται πιὸ πολύ. Ο Μ. Κωνσταντῖνος ποὺ ἀντελήφθη ὅτι, ἂν ἄφηνε ἔτσι τὰ πράγματα μόνα τους σύντομα θὰ ξέσπαγε θύελλα, ἀνέλαβε πρωτοβουλίες. Συνεκάλεσε στὴ Νίκαια τῆς Βυθηνίας Σύνοδο. Ἦταν ἢ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.

Σὲ αὐτὴν πῆραν μέρος ἔξοχοι ἱεράρχες καὶ μεγάλοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅπως ὁ ἅγιος Νικόλαος, ἐπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας, ὁ ὅσιος Κορδούης, ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας, Τριμυθοῦντος τῆς Κύπρου, ὁ ὅσιος Πανφούτιος, ὁ Μάρκελλος Ἀγκύρας κ.α. Ἀνάμεσα στοὺς παρευρισκομένους ἦταν καὶ μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅπως καὶ πιὸ μπροστὰ εἴπαμε, πολλοὶ φέρνανε καὶ τὰ σημάδια τοῦ μαρτυρίου πάνω τους.

Αὐτὴ ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, εἴπαμε, ἔλαβε χῶραν τὸν Ἰούλιον τοῦ 325 μ.Χ. Μαζεύτηκαν περὶ τοὺς 318 θεοφόροι Πατέρες. Στὴν πρώτη συνεδρίασή τους πῆρε μέρος καὶ ὁ αὐτοκράτορας Μ. Κωνσταντῖνος. Μὲ τὸ χαιρετισμὸ του ἐξέφρασε καὶ τὴν εὐχή του γιὰ εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας.

Ἄρχισε ἡ συζήτηση. Ἀναπτύχθηκε γιατί εἶναι αἵρεση ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου. Ὕστερα κλήθηκε ὁ Ἄρειος νὰ ἀπαντήσει. Μὰ στὰ ἐρωτήματα ποὺ τοῦ τέθηκαν, ἐκεῖνος δὲν ἀπάντησε. Ἁπλῶς ξαναεπανέλαβε τὴν αἵρεσή του. Ἐνῶ δέ, ἔλεγε τὶς βλάσφημες δοξασίες του, πολλοὶ ἅγιοι πατέρες τόσο στεναχωρήθηκαν ποὺ ἔκλεισαν τὰ αὐτιά τους γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀκοῦνε. Λέγεται ὅτι ὁ ἅγιος Νικόλαος, τόσο στεναχωρήθηκε πού σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση του καὶ ράπισε τὸν Ἄρειο. Μίλησαν πολλοὶ καὶ διάφοροι ἅγιοι πατέρες. Ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας ἔκανε καὶ τὸ θαῦμα του. Πῆρε ἕνα κεραμίδι καὶ στάθηκε στὸ μέσον. Τὸ κράτησε στὴ χούφτα του, τὸ ψήλωσε λιγάκι γιὰ νὰ τὸ βλέπουν ὅλοι καὶ εἶπε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς» καὶ βλέπουν ὅλοι ὅτι φωτιὰ ἔφυγε τότε ἀπὸ τὸ κεραμίδι πρὸς τὰ πάνω. Ὕστερα συνέχισε: «Καὶ τοῦ Υἱοῦ» καὶ εὐθὺς νερὸ ἔτρεξε στὴ γῆ. Καὶ μετὰ εἶπε: «Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καὶ εἶδαν ὅλοι ὅτι στὸ χέρι του ἔμεινε χῶμα. Καὶ ἔτσι μὲ τὸ θαῦμα αὐτὸ κατὴ-σχύνθησαν οἱ αἱρετικοί. Ἀπεδείχθη τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Στὸ τέλος, καταδικάστηκε ὁ Ἄρειος μὲ τὴν αἵρεσή του καὶ τοὺς ὀπαδούς του. Τὰ ὀνόματά τους διαγράφτηκαν ἀπὸ τὰ δίπτυχά τῆς Ἐκκλησίας. Ψηφίστηκαν τότε καὶ τὰ ἑπτὰ ἄρθρα τοῦ συμβόλου τῆς πίστεως. Ἀκόμη, δογμάτισε ἡ Σύνοδος ὅτι, ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα. Στὴ Σύνοδο ἀνεδείχθη, θριάμβευσε ὁ τότε διάκονος Ἀθανάσιος. Αὐτὸς μὲ τὶς σκέψεις του, μὲ τὰ δυνατά του λόγια, μὲ τὰ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματά του κατετρόπωσε τὸν Ἄρειο καὶ τοὺς ὀπαδούς του. Ἔκανε τοὺς ὀρθόδοξους νὰ κατανοήσουν καλύτερα καὶ πιὸ ξεκάθαρα τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας καὶ νὰ ἀποφανθοῦν ὅτι ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν ὄχι μονάχα ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ Θεὸς μαζί. Θεάνθρωπος.

Ὁ Ἄρειος, μετὰ τὴν καταδίκη του, ἀνεχώρησε στὰ μέρη τῆς Παλαιστίνης ὅπου εἶχε ἰσχυροὺς προστάτες. Πρῶτος καὶ καλύτερος ὁ Εὐσέβιος Νικομήδειας πού μάλιστα συνδεόταν καὶ μὲ τὸν αὐτοκράτορα.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

Ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὁ Ἀθανάσιος γύρισαν ὕστερα στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἐργάζονται. Ἐργάζονται πυρετωδῶς καὶ ἀκούραστα γιὰ τὸ ποίμνιον. Ὁ Ἀθανάσιος καὶ ἐδῶ ἀναδεικνύεται κορυφαῖος. Ὁ Πατριάρχης τὸν ἀναγνωρίζει καὶ πιὸ πολὺ τὸν ἀγαπᾶ. Μὰ περισσότερο ὁ Διάκονος Ἀθανάσιος κερδίζει τὴν ἐκτίμηση καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Κλῆρος καὶ λαὸς τὸν σέβεται καὶ τὸν ἐκτιμᾶ.

Ἐκτός τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας του, ὁ Ἀθανάσιος εἶχε τὴν ἀληθινὴ ὀρθόδοξο ζωή. Εἶχε ἁγιότητα βίου. Δὲν φάνηκε σκληρὸς ἀπέναντι τοῦ Ἀρείου. Αὐστηρὸς ὑπῆρξε ἀπέναντι στὴ διδασκαλία τοῦ Αἱρεσιάρχη.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ – ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Τὸν ἑπόμενο χρόνο, τὸν Φεβρουάριο τοῦ 326, ὁ Πατριάρχης Ἀλέξανδρος ἀρρωστᾶ. Εἶναι καὶ ἡλικιωμένος. Κατάλαβε ὅτι θὰ φύγει ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. Ὁ Ἀθανάσιος ἀπομακρύνεται ἀπὸ  τὸν Πατριάρχη. Δὲν θέλει νὰ ἀνακατευθεῖ στὴ διαδοχή. Μὰ ὁ πατριάρχης καταλαβαίνει γιατί ἔφυγε ὁ Ἀθανάσιος καὶ τοῦ διαμηνύει: «Ἀθανάσιε νομίζεις ὅτι θὰ ξεφύγεις ἀπὸ τοῦ νὰ γίνεις Πατριάρχης. Ὅμως δὲν θὰ μπορέσεις».

Ὁ Πατριάρχης πέθανε στὰ τέλη τοῦ μηνός. Καὶ ζητᾶνε τώρα πατριάρχη. Οἱ ἐπίσκοποι συνέρχονται, συσκέπτονται καὶ συζητοῦν. Μὰ δὲν καταλήγουν σὲ ἀπόφαση. Ἡ ἀπόφαση ὅμως τοῦ λαοῦ εἶναι ἐκπεφρασμένη. Μόνος ὑποψήφιος, μόνος ἐκλεγμένος εἶναι ὁ Ἀθανάσιος. Μὲ χίλιες δυὸ ἐκδηλώσεις ἐκφράζει ὁ λαὸς τὴν ἀγάπη του καὶ τὴν ἀπόφασή του γιὰ τὸν Ἀθανάσιο. Αὐτὸς νὰ γίνει πατριάρχης.

Ἔτσι καὶ γίνεται. Χειροτονεῖται πατριάρχης. Λέγει διὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἀθανασίου ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «οὕτω μὲν καὶ διὰ ταῦτα ψηφῶ τοῦ λαοῦ παντὸς οὐ κατὰ τὸν ὕστερον νικήσαντα πονηρὸν τύπον οὐδὲ φονικῶς τέ καὶ τυραννικῶς, ἀλλ’ ἀποστολικῶς τε καὶ πνευματικῶς ἐπὶ τὸν Μάρκου θρόνον ἀνάγεται». (Ἔτσι λοιπὸν καὶ δι’ ὅλα αὐτά, μὲ ψῆφον ὅλου τοῦ λαοῦ, ὄχι κατὰ τὸν μετέπειτα πονηρὸν τρόπον, οὔτε μὲ φόνους καὶ τυρρανικὸν τρόπον, ἀλλὰ μὲ ἀποστολικὸν καὶ πνευματικὸν τρόπον ἀναβιβάζεται στὸν θρόνον τοῦ Ἁγ. Μάρκου). Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμος 59 σελ. 151).

ΕΡΓΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΑΓΑΠΗ ΠΕΡΙΣΣΗ, ΜΕ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΑΦΘΑΣΤΗ

Τώρα γίνεται πιὸ αὐστηρὸς στὴ πνευματικὴν ζωήν του, στὰ ὅσα ἀφοροῦν τὸν ἴδιον. Τώρα γίνεται περισσότερο χειροπιαστὴ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸ ποίμνιό του καὶ πιὸ πυρακτωμένη γιὰ τὸν Θεόν. Ὅλους τούς ἀγκαλιάζει, ὅλους τους ἐξυπηρετεῖ. Καὶ ὅλοι μαζὶ προχωροῦνε στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή, στὰ χριστιανικὰ βιώματα. Ἀγωνίζεται, ἀκόμη πιὸ πολὺ τώρα, γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Καὶ γίνεται γιὰ ὅλους θυσία, ὁλοκαύτωμα γιὰ τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὰ πνευματικὰ παιδιά του. Εἶναι ὁ βοηθός, ὁ ὑπερασπιστής, ὁ προστάτης καὶ ὁ καθοδηγητής.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Μὰ εἶναι καὶ ὁ σατανᾶς, ὁ φθονερὸς κακοῦργος, ποὺ τώρα μὲ τὴν ἥττα του ἀγρίεψε ἀκόμη πιὸ πολύ. Βρυχᾶται πιὸ δυνατὰ καὶ ἀπαίσια, ἐπιτίθεται μὲ μεγαλύτερο πάθος καὶ ὁρμὴ κατὰ τοῦ Ἀθανασίου ποὺ εἶναι ὁ πρωταίτιος τῆς ἥττας καὶ τῆς καταισχύνης του. Πού ἐπεκράτησε ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὄχι ὁ Ἄρειος.

Καὶ ἀρχίζουν οἱ συκοφαντίες γιὰ τὸν Ἀθανάσιο. Προσέξατε παρακαλῶ, καὶ ἀληθινὰ θὰ φρίξετε γιὰ τὴ μανία καὶ γιὰ τὰ ψεύδη τοῦ σατανᾶ καὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ αἱρετικῶν.

Εἴπαμε ὅτι ὁ Εὐσέβιος Νικομήδειας ἤτανε φίλος τοῦ Ἀρείου καὶ ἐχθρός τοῦ Ἀθανασίου. Ἀκόμη φίλος του αὐτοκράτορα. Ἑτοίμασαν λοιπὸν τὶς κατηγορίες τους κατὰ τοῦ Ἀθανασίου.

Τὸν κατηγόρησαν ὅτι «ἀνάξια καὶ παράνομα», κατέλαβε τὸ θρόνο τοῦ Πατριάρχη, ὅτι δῆθεν φορολογεῖ τοὺς κληρικούς, ὅτι εἶναι ἐχθρός τοῦ βασιλέως, ὅτι εἶναι φιλοχρήματος καὶ ἄδικος. (Ἀρχιμ. Χαρ. Βασιλόπουλου, Βίοι Ἁγίων, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, Ἀθῆναι 1988, σελ. 22).

Βρήκανε ὄργανα γιὰ νὰ μεταφέρουν καὶ νὰ διαδόσουν τὶς κατηγορίες ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Μάλιστα τοὺς τὶς δώσανε γραπτές.

ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ – ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΕΣ

Τὶς πῆρε κάποιος ψευδοϊερέας ποὺ ὀνομαζόταν Ἰσχύρας. Εἶπα ψευδοϊερέας γιατί στὴν πραγματικότητα δὲν χειροτονήθηκε ἀπὸ κανένα ἐπίσκοπο. Αὐτοχειροτονήθηκε. Παρουσιάσθηκε σὰν ἱερέας. Πῆγε λοιπὸν ὁ Ἰσχύρας στὴ Νικομήδεια. Ὁ Ἀθανάσιος ὅμως ἔστειλε ἕνα δικό του ἱερέα, τὸν Μακάριο, νὰ πάει ἐκεῖ καὶ νὰ διαπίστωση ἂν χειροτονήθηκε πραγματικὰ ὁ Ἰσχύρας. Ὁ Μακάριος διεπίστωσε ὅτι, καθόλου δὲν ἦταν χειροτονημένος ὁ Ἰσχύρας.

Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ψευδοϊερέας διέδωσε τὴν συκοφαντία, κοντὰ στὰ ἄλλα, ὅτι ὁ Μακάριος, ὁ φίλος τοῦ Ἀθανασίου τοῦ ἅρπαξε τὴν Θ. Κοινωνία, ἀπὸ τὸ χέρι, τὴν ἔρριψε κάτω στὸ πάτωμα καὶ τὴν ποδοπάτησε. Αὐτὲς οἱ συκοφαντίες φθάσανε καὶ στὸν Εὐσέβειο. Καὶ ὁ Εὐσέβειος τὶς μετέφερε στὸν Αὐτοκράτορα. Καὶ ζήτησε μάλιστα τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Πατριάρχη ἀπὸ τὸν θρόνο του.

Ὁ Αὐτοκράτορας, μία μέρα τυχαία, συνάντησε τὸν Πατριάρχη ποὺ καὶ αὐτὸς εἶχε ἔλθει ἐδῶ γιὰ νὰ πάρει μέρος σὲ μιὰ σύνοδο καὶ νὰ ἀκούσει καὶ τὶς συκοφαντίες πού ἐξετοξεύοντο ἐναντίον του. Ὁ Πατριάρχης εἶπε στὸν Αὐτοκράτορα, ὅτι ὅλες οἱ κατηγορίες εἶναι ψεύτικες καὶ τοῦ ἐξήγησε καὶ ποιὸς ἦταν ὁ Ἰσχύρας. Ὁ Αὐτοκράτορας κατάλαβε καὶ ἔστειλε πίσω τὸν Ἀθανάσιο στὴν Ἀλεξάνδρεια μὲ συνοδευτικὴ ἐπιστολή του.

Στὴ σύνοδο πού ἔγινε ὁ Μακάριος μεταφέρθηκε σιδηροδέσμιος. Μὰ ὅμως ξεσκέπασε τὸν ψευδοϊερέα. Κανένας δὲν ἀπάντησε στὸ ἐρώτημα τοῦ Μακαρίου, ποιὸς χειροτόνησε τὸν Ἰσχύρα. Ὁ Μακάριος ἀθωώθηκε καὶ ἐλευθερώθηκε.

Ὁ σατανᾶς ὅμως μπορεῖ νὰ ἡσυχάσει; Ὄχι. Καὶ οἱ ὀπαδοὶ του τὸ ἴδιο.

Νέα συκοφαντία χαλκεύεται κατὰ τοῦ Ἀθανασίου. Λέγουν τώρα οἱ συκοφαντίες καὶ διαδίδουν, ὅτι ὁ Ἅγιος ἔκοψε τὸ χέρι κάποιου Ἀρσενίου καὶ μὲ αὐτὸ ἔκαμνε μάγια. Ὁ Ἀρσένιος ἦταν ἕνας ἀναγνώστης, πού θέλησε νὰ ἀνέβει στὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα.

Προηγούμενα ὅμως διέπραξε μιὰ αἰσχρότητα καὶ ἐξαφανίστηκε. Ἦταν φυγόδικος. Οἱ τοῦ Ἀρείου νομίζοντες ὅτι δὲν θὰ ξαναεμφανισθεῖ ὁ Ἀρσένιος ἐκμεταλλεύτηκαν τὴν περίπτωση. Λοιπόν, κατηγόρησαν τὸν πατριάρχη Ἀθανάσιο καὶ ζητοῦσαν καὶ τὴν καταδίκη του. Στὸ τέλος ἔφτιαξαν καὶ μιὰ θήκη καὶ ἔβαλαν μέσα ἕνα χέρι καὶ τὸ παρουσίαζαν γιὰ νὰ ἀποδείξουν τὴν κατηγορία τους.

Ἔγινε πάλι σύγχυση. Ἡ συκοφαντία ἔφθασε καὶ στὸν Αὐτοκράτορα. Καὶ ὁ Αὐτοκράτορας ἀνάθεσε στὸν ἀδελφό του Κήνσορα Δαλμάτιο νὰ ἐξιχνιάσει τὴν ὑπόθεση.

Ἐν τῷ μεταξὺ συγκαλεῖται Σύνοδος στὴν Τύρο γιὰ νὰ καταδικάσει τὸν Ἅγιο.

Ὁ Ἀθανάσιος ἔρχεται στὴν Τύρο. Καὶ νὰ ἐδῶ τώρα εἶναι καὶ ὁ Ἀρσένιος. Καὶ ὁ Θεὸς βοηθός. Τὰ ἔμαθε ὁ Ἀρσένιος καὶ δὲν ἤθελε νὰ καταδικαστεῖ ἕνας ἀθῶος. Γιὰ τοῦτο πηγαίνει στὸν Ἅγιο, τὸ βράδυ, καὶ τοῦ λέγει: «Τὸ ξέρω πώς εἶμαι ἁμαρτωλός. Μὰ δὲν θέλω νὰ καταδικαστεῖς ἐσὺ ὁ ἀθῶος». Καὶ ὁ Ἅγιος τοῦ εἶπε: «Μὴ φανερωθεῖς σὲ κανέναν. Μὴ μιλήσεις τίποτε. Νὰ ἔλθεις αὔριο, ἔξω ἀπὸ τὴ Σύνοδο, καὶ ὅταν θὰ σοῦ φωνάξω νὰ μπεῖς μέσα». Ἔτσι καὶ ἔγινε. Τὴν ἄλλη μέρα ἄρχισαν οἱ κατήγοροι νὰ μιλοῦν στὴ Σύνοδο καὶ νὰ δείχνουν κιόλας τὸ κομμένο χέρι τοῦ Ἀρσενίου. Ὕστερα πῆρε τὸ λόγο ὁ Ἀθανάσιος. Τοὺς ρώτησε: «Εἶστε βέβαιοι ὅτι ἔκοψα τὸ χέρι τοῦ Ἀρσενίου;» «Βεβαιότατοι» ἀπαντοῦν ἐκεῖνοι.

«Γνωρίζετε τὸν ἴδιον;» τοὺς ρωτᾶ. «Ναὶ -τοῦ λένε μὲ μία φωνὴ- τὸν γνωρίζουμε καλά». «Καὶ τὸ χέρι στὴ θήκη εἶναι σίγουρα τοῦ Ἀρσενίου;» «Ναί, βεβαιότατα» τοῦ ἀπαντοῦν.

Τότε ὁ Πατριάρχης κάλεσε μέσα τὸν Ἀρσένιο. Αὐτὸς ἦλθε. Καὶ ρωτᾶ ὁ Ἅγιος: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀρσένιος;» «Ναὶ» τοῦ λέγουν. Καὶ λέγει ὁ Πατριάρχης στὸν Ἀρσένιο: «Πόσα χέρια ἔχεις;» «Δύο» ἀπαντᾶ ἐκεῖνος. «Γιὰ δεῖξέ μας τὰ» τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος. Καὶ αὐτὸς τὰ δείχνει. Καὶ ρωτάει ὁ ἀρχιερέας τοῦ Θεοῦ: «Δύο χέρια ἔχει ὁ Ἀρσένιος, ὄχι τρία. Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο μὲ δύο χέρια. Πῶς ἐσεῖς θέλετε τὸν Ἀρσένιο μὲ τρία χέρια;» Καὶ καταντροπιάστηκαν ὅλοι οἱ ἐχθροί τοῦ Ἁγίου. Οἱ αἱρετικοί, οἱ ἀπόστολοι τοῦ σατανᾶ. Ἔτσι ρεζιλεύονται οἱ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.

Μὰ παρὰ τὴν ἥττα του καὶ πάλι, δὲν κάθεται ἥσυχος ὁ Σατανᾶς. Ἐφευρίσκει νέες συκοφαντίες. Ἄνθρωποί του αἱρετικοὶ κατηγοροῦν τώρα τὸν Ἅγιο ὅτι διέφθειρε μιὰ γυναίκα. Βρῆκαν καὶ πλήρωσαν μιὰ κολασμένη καὶ τὴν ἔφεραν στὴ Σύνοδο γιὰ νὰ μαρτυρήσει κατὰ τοῦ Πατριάρχη. Κρατᾶ καὶ τὸ μωρὸ στὸ χέρι. Μὰ ὑπάρχει Θεός.

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἔρχεται στὴ Σύνοδο καὶ μὲ κάποιο γνωστό του ἱερέα ποὺ ἦταν καὶ φίλος του.

Λεγόταν Τιμόθεος ὁ ἱερέας αὐτός. Εἶχε παρουσιαστικὸ ἱεράρχη.

Λοιπὸν μπῆκε μέσα πρῶτος ὁ Τιμόθεος καὶ ἐκείνη τὴ στιγμὴ φωτισμένος ἀπ’ τὸ Θεὸ ρώτησε τὴ γυναίκα: «Ἐγὼ ἁμάρτησα μαζί σου;» Καὶ αὐτὴ ἀπάντησε: «Ναί, ἐσὺ εἶσαι ποὺ μὲ κατέστρεψες». Καὶ ἀπευθυνόμενη πρὸς τοὺς ἄλλους φώναζε ἀκόμα πιὸ δυνατά. Τοῦτος, ἅγιοι ἀρχιερεῖς εἶναι ὁ βρωμερὸς Ἀθανάσιος, ποὺ διέπραξε μαζί μου τὴν ἁμαρτία. Δὲν εἶναι ἄξιος νὰ εἶναι ἀρχιερέας.

Ὁ Θεὸς καὶ πάλι νίκησε. Προστάτεψε τὸ δικό του, τὸν ἐκλεκτό του, τὸ παιδί του, τὸν Ἀθανάσιο. Ὁ Θεὸς καὶ πάλι ντρόπιασε τοὺς αἱρετικούς. Μὰ εἶναι δυνατὸν ὅταν ἕνας πάρει τὸν κατήφορο νὰ σταματήσει; Ὄχι. Ἔτσι καὶ οἱ αἱρετικοί. Θέλουν νὰ παρασύρουν καὶ ἄλλους στὸ βάραθρό τους. Νέα λοιπὸν κατηγορία κατὰ τοῦ Ἀθανασίου. Ὅτι σχεδίαζε νὰ ἐμποδίσει τὴν ἀποστολὴ σιταριοῦ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ αὐτοκράτορας πείσθηκε ἀπὸ τὸν ραδιοῦργο Εὐσέβειο Νικομήδειας καὶ ἐξώρισε τὸν Ἅγιο στὴν Γαλλία τὸ 336. Μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, τὴν 21η Μαΐου 337, ἐπανῆλθε ὁ ἅγιος στὴν ἕδρα του. Ἡ ἐπάνοδός του ἦταν θριαμβευτική. Κλῆρος καὶ λαὸς τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ παραλληρήματα ἐνθουσιασμοῦ καὶ ἀγάπης.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ

Ἐν τῷ μεταξύ, σημειώσατε, ὅτι ὁ Ἄρειος, ὅπως εἴπαμε, βρίσκεται στὴν Παλαιστίνη κοντὰ στοὺς ὑποστηρικτές του καὶ ἰδιαίτερα ὑποστηρικτὴς του, ὅπως ἀναφέραμε, εἶναι ὁ Εὐσέβειος Νικομήδειας. Ἐπίσης, ὁ Νικομήδειας, συνδέετο μὲ τὸν αὐτοκράτορα Μ. Κωνσταντῖνο.

Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Ἅγιος εὐρίσκετο στὴν ἐξορία, ὁ Νικομήδειας ἐνήργησε καὶ ὕστερα ἀπὸ ὑποκριτικὴ ὁμολογία τοῦ Ἀρείου πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα, κατόρθωσε νὰ πάρει συγχώρεση καὶ ἄδεια νὰ λειτουργήσει σὲ Ὀρθόδοξο Ναὸ καὶ μὲ ὀρθόδοξο ἱερέα.

Πολὺ στενοχωρήθηκε ὁ τότε Πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ προσευχήθηκε στὸ Θεό. Καὶ ὁ Θεὸς ἐπενέβη. Ὁ Ἄρειος τό πρωὶ τῆς Κυριακῆς ποὺ ἐπρόκειτο νὰ λειτουργήσει, ποὺ πῆγε γιὰ σωματικήν του ἀνάγκη, ὑπέστη αἱμορραγία καὶ πέθανε. Ὁ Θεὸς δὲν ἐπέτρεψε στὸν αἱρεσιάρχη νὰ λειτουργήσει. Νὰ βεβηλώσει τὴν Θ. Λειτουργία.

ΝΕΕΣ ΡΑΔΙΟΥΡΓΙΕΣ 

Λίγος καιρὸς ὅμως πέρασε καὶ νά, νέες ραδιουργίες ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς τοῦ Πατριάρχη. Οἱ περὶ τὸν Εὐσέβειο τὸν κατηγοροῦν ὅτι παίρνει χρήματα ἀπὸ τὸ κρατικὸ συτάρι. Ἀντὶ νὰ τὸ διανέμει δωρεάν, τὸ πουλάει, στὴ Λιβύη καὶ στὴν Αἴγυπτο. Ὅτι γίνεται αἰτία πολλῶν συμπλοκῶν καὶ φόνων καὶ ἐξορίας κληρικῶν.

Ὁ αὐτοκράτωρας τώρα Κωνσταντῖνος, δυστυχῶς πιστεύει καὶ ἐξορίζει τὸν Ἅγιο. Ἀκόμα συγκροτεῖ σύνοδο, μὲ συγκατάθεση τοῦ Κώνσταντος, στὴν Ἀντιόχεια καὶ καταδικάζει τὸν Ἅγιο. Στὸ θρόνο του βάζουνε τὸν ἡμιαρειανὸ Εὐσέβιο Ἐμισηνό. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἀποδέχεται καὶ ἐκλέγεται ἄλλος. Ὁ Καπαδόκης Γρηγόριος. Ὅταν ὅμως αὐτὸς ἔφτασε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὁ λαὸς τὸν περιφρόνησε. Αὐτὸς ὀργίζεται καὶ διατάζει νὰ μαστιγωθοῦν νεαρὲς παρθένες καὶ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι.

Ὁ ἔπαρχος Φιλάγριος παρακινεῖ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τοὺς Ἰουδαίους κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Καὶ αὐτοὶ καταδικάζουν καὶ φονεύουν τοὺς Χριστιανούς. Πάσχα τοῦ 340 καὶ οἱ Χριστιανοὶ τὸ γιορτάζουν μὲ αἱματηρὲς σκηνές. Ἐξωρίζεται καὶ πάλι ὁ Πατριάρχης. Καὶ μεταβαίνει στὴ Ρώμη. Ἐπίσκοπος ἐδῶ ἦταν τότε ὁ Ἰούλιος. Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τότε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἦταν ἑνωμένη μὲ τὴν ὅλη ἄλλη Ἐκκλησία. Δὲν ὑπῆρχε ἀκόμα τὸ σχίσμα. Εἶχε τότε ἡ Ρώμη τιμητικὸ προβάδισμα γιατί ἦταν ἡ πρωτεύουσα τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους. Ὕστερα, τότε δὲν ὑπῆρχε τὸ πρωτεῖο, τὸ ἀλάθητο, τὸ Φιλιόκβε καὶ οἱ ἄλλες ἀξιώσεις τοῦ πάπα. Οἱ πάπες ἦταν ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ὀρθόδοξοι ἱεράρχες.

Δέχθηκαν λοιπὸν τὸν Ἀθανάσιο μέ φιλοφρονήσεις οὐκ ὀλίγες Ὁ πάπας Ἰούλιος συνεκάλεσε σύνοδο τὸ 341 καὶ ἀνεγνώρισε τὸν Ἀθανάσιο, ὡς τὸν κανονικὸ ἐπίσκοπο τῆς Ἀλεξανδρείας. Τὸν κήρυξε ἀθῶο ἀπὸ ὅλες τὶς κατηγορίες. Ὁ ἐξόριστος Πατριάρχης ἔφερε στὴ Ρώμη τὶς ἰδέες τοῦ μοναχισμοῦ καὶ ἱδρύθηκαν τότε τὰ πρῶτα μοναστήρια κατὰ τὸ ἀνατολικὸ πρότυπο.

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ

Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ καὶ ὁ Μ. Ἀντώνιος μπαίνει στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἀφήνει τὰ ἀσκηταριά του καὶ κατεβαίνει στὴν Ἀλεξάνδρεια.

Γράφει καὶ ἐλέγχει τὸν ἀσεβῆ Βαλάκιο. Τοῦ γράφει μάλιστα ὅτι ἂν δὲν ἀλλάξει θὰ τὸν βρεῖ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, πράγμα ποὺ γίνεται. Ὁ Βαλάκιος σὰν διάβασε τὸ γράμμα ὀργίστηκε καὶ τὸ πέταξε στὴ γῆ, ὕστερα τό ποδοπάτησε καὶ τὸ ἔφτυσε. Ὅμως ἔπαθε, ὅπως τοῦ προφήτευσε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος. Μιὰ μέρα ἐνῶ προχωροῦσαν ἔφιπποι, αὐτὸς καὶ ὁ Νεκτάριος, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὸ ἄλογό του Νεκταρίου ἅρπαξε τὸν Βαλάκιο, τὸν ἔριξε κάτω ἀπὸ τὸ ἄλογό του, τὸν ποδοπάτησε καὶ τὸν δάγκωνε. Αἱμόφυρτο τὸν ἔφεραν στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες πέθανε. Τὸ 343 ὁ Κωνστάντιος πιεζόμενος ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Κώνστα, συνεκάλεσε σύνοδο στὴ Σαρδικὴ τῆς Ὑλλυρίας, (τὴν σημερινὴ Σόφια). Στὴ σύνοδο αὐτὴ νίκησε ὁ Ἀθανάσιος. Τὸν κήρυξε ἀθῶο καὶ κανονικὸ ἐπίσκοπο τῆς Ἀλεξάνδρειας. Τὸ 346 γυρίζει στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἡ ὑποδοχὴ ποὺ τοῦ γίνεται εἶναι μεγαλειώδης, θριαμβευτική. Τὸν δέχεται ὁ λαός του. Ἕνα πλῆθος ἔξαλλο ἔκλαιγε καὶ πανηγύριζε. Ἡ Ἀλεξάνδρεια ξαναβρῆκε τὸν πνευματικό της πατέρα. Ὅμως καὶ πάλι γιὰ λίγο καιρὸ κράτησε ἡ γαλήνη. Ὁ Κωνστάντιος, τὸ 350, ὅταν ἔγινε μονοκράτορας καὶ ἀφοῦ πείστηκε ἀπὸ νέες κατηγορίες ἀπὸ φίλους τοῦ Ἀρείου κατὰ τοῦ Πατριάρχη, καταδικάζει τὸν πρόμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ μὲ δύο συνόδους στὴν Ἀρελάτη, τὸ 353 καὶ στὰ Μεδιόλανα τὸ 355, καταδικάζουν τὸν Ἀθανάσιο. Καὶ τὸ βράδυ τῆς 9ης Φεβρουαρίου, ἐνῶ τελείωνε ἀγρυπνία μὲ πλῆθος πιστῶν, ὁ στρατηλάρχης Συριανὸς μὲ 5000 στρατιῶτες, τοὺς ἐπιτέθηκε. Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ φύγει, μὰ ἐκεῖνος ἔμεινε μαζί τους. Καὶ μάλιστα στὸ σπίτι τῆς Ἁγίας Συγκλητικῆς. Τὸν ὁδήγησαν ὕστερα στὴν ἔρημο, στὰ ἀσκητήρια τῶν μοναχῶν. Ἐκεῖ ὅταν ἔφτασε τοῦ ἔκαναν μεγάλη ὑποδοχή. Μὰ καὶ οἱ ἀσκητὲς διαπίστωσαν ὅτι ὁ ἅγιος τούς ξεπερνοῦσε στὴν ἀρετὴ καὶ ὠφελήθηκαν.

Ο ΑΣΕΒΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟΣ ΤΙΜΩΡΕΙΤΑΙ

 Πολεμώντας τόν Ιουλιανὸ τὸν Παραβάτη, πέθανε τὸ Νοέμβριο τοῦ 361. Ὁ Ἰουλιανὸς κατ’ ἀρχὴν γιὰ νὰ φανεῖ ἀρεστὸς στοὺς Χριστιανοὺς καὶ νὰ στερεώσει τὸ θρόνο του ἐλευθερώνει ὅλους τους ἐξόριστους. Ἐλευθερώνεται καὶ ὁ Ἅγιος. Γυρίζει ξανὰ στὸ μαρτυρικό του ποίμνιο. Μὰ ὁ Ἰουλιανὸς σὰν θέλησε νὰ ἐπιβάλει ξανὰ τὴν εἰδωλολατρία, κηρύσει διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Πρῶτος παίρνει διάταγμα ἐξορίας ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος. Ἡ διαταγὴ στὴν πραγματικότητα ἔλεγε γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἱεράρχου. Τὸν ἔβαλαν σὲ ἕνα πλοιάριο καὶ τὸν πῆραν γιὰ νὰ τὸν ἐκτελέσουν. Βέβαια, δὲν εἶπαν τὴν ἀλήθεια στὸν Πατριάρχη, μὰ καὶ πάλι ἐπεμβαίνει ὁ Θεός.

Ἐνῶ προχωροῦσε τὸ πλοιάριο γιὰ τὴν ἔρημο τῆς Θηβαΐδος, μόνο του ἄλλαξε πορεία καὶ γύρισε πρὸς τὰ πίσω. Οἱ στρατιῶτες ποὺ θὰ τὸν φόνευαν, ἦταν σὲ ἄλλο καραβάκι καὶ κόψαν πίσω, μακριά. Σὰν συναντήθηκαν τώρα τὰ πλοιάρια μὲ τὸν ἅγιο, δὲν τὸν κατάλαβαν καὶ τοὺς ρώτησαν ἂν εἶδαν κανένα πλοιάριο νὰ πηγαίνει μπροστά τους. Καὶ αὐτοὶ τοὺς ἀπάντησαν ὅτι τὸ πλοιάριο εἶναι μπροστά τους καὶ προχώρησαν οἱ στρατιῶτες γιὰ νὰ τὸ βροῦν. Ἔτσι ὅμως, κατ’ οἰκονομία Θεοῦ, γλίτωσε ὁ Ἅγιος καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ. Στὸ τέλος ἦρθαν στὴν Θηβαΐδα στοὺς μοναχούς. Καὶ ἀντὶ νὰ τὸν παρηγορήσουν, τοὺς παρηγόρησε ὅλους ὁ Πατριάρχης. Τοὺς ἔλεγε: «Μὴ στενοχωρῆσθε, νεφύδριόν ἐστι καὶ θάττον παρελεύσεται». (Συννεφάκι εἶναι καὶ γρήγορα θὰ προσπεράσει). Καὶ πέρασε. Στὶς 26 Ἰουνίου 363 Ἰουλιανὸς σκοτώθηκε καὶ μάλιστα λένε ὅτι, τὴν ὥρα ποῦ ξεψυχοῦσε φώναξε: «Νενίκηκάς με Γαλιλαῖε».

Τὸν Ἰουλιανὸ διαδέχεται ὁ Ἰωβιανός. Ὁ στρατὸς τὸν διάλεξε γιὰ αὐτοκράτορα. Καὶ ὁ Ἀθανάσιος ξαναγυρίζει στὴν Ἀλεξάνδρεια. Δὲν παρουσιάστηκε ὅμως. Καὶ δὲν ἔζησε καὶ πολὺ ὁ Ἰωβιανός. Πέθανε ξαφνικὰ στὴν Γαλατία. Τὸν διαδέχθηκε ὁ Οὐλεντιανός. Αὐτὸς κυβέρνησε τὴν Δύση καὶ ὁ ἀδελφός του Οὐάλης τὴν Ἀνατολή. Καὶ τοῦτος τάραξε τὴν ἐκκλησία. Ὑποστήριζε τοὺς αἱρετικούς. Βγάζει διαταγὴ καὶ ἐξορίζονται ὅλοι οἱ κληρικοὶ ποὺ ἐξόρισε ὁ Κωνστάντιος. Τὸ 365 ὁ ἔπαρχος μὲ στρατιῶτες ἔρχονται νὰ συλλάβουν τὸν Πατριάρχη. Οἱ ὀρθόδοξοι φυλᾶνε τὸν πνευματικό τους σὰν πατέρα τους. Καὶ τὸν φυγαδεύουν κρυφά. Κλείνεται τώρα καὶ μένει γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα στὸ νεκροταφεῖο, μέσα στὸν τάφο τοῦ πατέρα του. Ὁ λαὸς στασιάζει καὶ τὸν ἀναζητᾶ. Καὶ ὁ Οὐάλης φοβᾶται καὶ τοὺς ἐλευθερώνει. Καὶ ὁ Πατριάρχης καὶ πάλι ἀνάμεσα στὸ ποίμνιό του, τὴν 1η Φεβρουαρίου 366. Τώρα ἐργάζεται εἰρηνικὰ μέχρι τὸν θάνατό του στὶς 21 Μαΐου 373.

Ἔγραψε καὶ πολλὰ σπουδαῖα συγγράμματα ὁ Μ. Ἀθανάσιος. Καὶ δογματικὰ καὶ διδακτικά.

Ἔγραψε ἐπίσης καὶ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου.

Τὰ ὅσα γράφουμε, νομίζω ἀγαπητοί μου, ἀποδεικνύουν τοῦ λόγου τὴν ἀλήθεια. Ὅτι ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ὁ Μέγας ὑπῆρξε «ὁ ἠρωικότερος τῶν ἁγίων καὶ ἁγιότερος τῶν ἡρώων».

Καὶ πρέπει νὰ ξέρετε ὅτι τέτοιοι ἥρωες χρειάζονται, ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας, γιὰ νὰ σωθοῦμε. Ἐλᾶτε λοιπὸν νὰ τοῦ μοιάσουμε γιὰ νὰ γλιτώσουμε. Ἀκοῦστε τὰ προμηνύματα. Ἃς συνετισθοῦμε.

  ΕΚΔΟΣΙΣ  ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ “Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ”