[…] Ἀλλὰ τί νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὸν προερχόμενον ἀπὸ τὴν ἔρημον Ἰωάννη, τὸ παράδοξο αὐτὸ καὶ πολυπόθητο γιὰ τοὺς Ἰσραηλίτες θέαμα, τὸν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε ἀπόστολος πρὶν τοὺς Ἀποστόλους; Ὅμως ἕνας τόσο μεγάλος Βασιλιὰς τέτοιο στρατιώτη ἔπρεπε νὰ ἔχει, αὐτὸν τὸν τόσο μεγάλο Προφήτη, ὁ μέγιστος Ἀρχιερεύς. Καὶ ἃς κατανοήσουμε ποιὸ καὶ πόσο μεγάλο μυστήριο ἔχουμε ἐνώπιόν μας: ἐπειδὴ ἦταν ἀνάρμοστο, ἐνῶ παρευρίσκεται ὁ νυμφαγωγός, νὰ ἀπουσιάζει ὁ νυμφίος, καὶ ἐνῶ ἡ φωνὴ ἀναβοᾶ, νὰ μὴν ἀκούεται ὁ Λόγος, τί γίνεται, πῶς τὰ οἰκονόμησε ὁ Θεός; 

Συστέλλεται κάπως στὴν ἀφάνεια ὁ Ἰωάννης ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἀκόμη ἡλικία, ζώντας ὑπερφυσικὰ σὰν κάποιος «λύχνος ὑπὸ μόδιον (κάδο)» μέσα στὴν ἔρημο· καὶ ἐκεῖ ἀκούει θεῖες φωνὲς καὶ ἀξιώνεται νὰ δεῖ θεῖες ὀπτασίες· μυσταγωγεῖται στὰ ἀπόρρητα καὶ διδάσκεται, ὅπως τότε ποὺ ἦταν ἀκόμη ἔμβρυο, ποιὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὅτι δηλαδὴ εἶναι Υἱὸς Θεοῦ, καὶ ὅτι ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο θὰ δεῖ τὴν πνευματοειδὴ περιστερὰ νὰ «καταβῆ καὶ νὰ μείνη ἐπ’ αὐτόν, οὗτος εἶναι ὁ βαπτίσων (ποὺ θὰ βαπτίσει) ἐν Πνεύματι Ἁγίω».

Καὶ ὅταν συμπληρώθηκε «τὸ μέτρον τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» καὶ ἡ περίοδος τῆς τριακονταετοῦς παρατάσεως ἔλαβε τέλος, τότε «καὶ ὁ λύχνος ἐπὶ τὴν λυχνίαν καιόμενος, καὶ φαίνων πάσι τοῖς ἐν τῇ οἰκία ἀγαλλιάσιμα» – ἐὰν ἐννοήσουμε ὡς οἰκία τὴν Ἰσραηλιτικὴ Συναγωγή. Ἐπεφάνη δὲ τότε καὶ τὸ ἀληθινὸ φῶς ποὺ φωτίζει τὸν κόσμο. Ὢ τοῦ θαύματος!

 Ο ἥλιος πρὸς τὸν ἀστέρα, ὁ λόγος πρὸς τὴ φωνή, ὁ νυμφίος πρὸς τὸν φίλο, ἐπειδὴ αὐτὸ ἦταν τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας, ὥστε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τῆς προσεγγίσεως νὰ ἐκπληρωθεῖ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ «πάσα δικαιοσύνη», καὶ γιὰ νὰ μιλήσουμε εὐαγγελικά, «ὁ μὲν ἕνας νὰ αὐξάνη, ὁ δὲ ἄλλος νὰ ἐλαττοῦται». Πράγματι, πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μὴ ἐλαττωθεῖ τὸ φῶς τοῦ λύχνου, ἢ καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ ἐντελῶς, ἀφοῦ ἤδη ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης μὲ τὰ θαύματά του ἀστραποβολοῦσε ἐξαίσια; Βλέπεις πόσο χρονικὸ διάστημα χρειάσθηκε γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ σωματικὰ ὁ Ἰησοῦς, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὁποίου ὑποτασσόταν στοὺς γονεῖς του; 

«Ὢ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ»! Γιατί ἄραγε; Ὅσοι εἶναι ὑψηλοὶ στὶς θεωρητικὲς ἀναβάσεις καὶ γνωρίζουν τὰ βάθη τοῦ Πνεύματος, ἃς δώσουν ὁ καθένας τὴ δική του ἐξήγηση· κατὰ τὴ δική μου γνώμη ὅμως, γιὰ δύο λόγους: γιὰ νὰ νομοθετήσει ὁ νομοθέτης ὅλων τῶν νομοθετῶν μὲ τὴ δική του ὑποταγὴ τὴν ὑπακοὴ τῶν τέκνων πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ γιὰ νὰ ἁγιάσει ὅλα τα στάδια τῆς ἡλικίας καὶ τρίτον γιὰ νὰ μὴν ἐπιδείξει ὁ παντέλειος κάποια ξένη πρὸς τὴ δική μας καὶ ἀνόμοια βιωτή, ἐφ’ ὅσον μάλιστα ἤθελε νὰ μᾶς παρουσιάσει τὸν τέλειο τρόπο ζωῆς.

Ἀφοῦ καὶ τώρα, μολονότι εἶχε φθάσει στὴν τελεία ἀνδρικὴ ἡλικία, ὁ Ἄρειος τόλμησε νὰ διακηρύξει ὅτι τὸ σῶμα του ἦταν ἄψυχο· ὁ δὲ Ἀπολλινάριος, ἀκολουθώντας τὸν προηγούμενο ὡς πρὸς τὴν ἀσέβεια, νὰ φλυαρήσει ὅτι ὁ Κύριός μας δὲν εἶχε νοῦ· ὁ δὲ νέος Μανιχαῖος φθάνοντας στὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἀσέβειας, νὰ δογματίσει ὅτι δὲν πρέπει νὰ εἰκονίζεται. Καὶ ἃς δοῦμε πόση εἶναι ἡ διαφορὰ τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὸ ἄλλο· αὐτὸς μὲν ποὺ δίδει τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ ἄψυχου, ἀφαιρεῖ τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Δεσπότη· διότι ὅ,τι στερεῖται ψυχῆς, βρίσκεται βεβαίως καὶ ἔξω ἀπὸ τὴ ζωή.

 Ἐκείνος δὲ ποὺ φλυαρεῖ ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἄνους, τὸν συναριθμεῖ μὲ τὴν ἄλογη φύση ἐπειδὴ κάθε τί ποὺ δὲν ἔχει νοῦ εἶναι καὶ ἄλογο· ὁ ἄλλος δὲ ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι δὲν πρέπει νὰ εἰκονίζεται, ἀρνεῖται ἐντελῶς τὴ σωματικὴ φύση τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος· διότι ἀφοῦ δὲν εἰκονίζεται σημαίνει ὅτι εἶναι ἀσώματο. Πράγματι ἂν ἔχει σῶμα, καὶ κάθε σῶμα μπορεῖς νὰ τὸ ἀγγίσεις, καὶ ἔχει κάποιο χρῶμα, ἀναγκαίως ἕπεται ὅτι ἠμπορεῖ καὶ νὰ εἰκονισθεῖ, ἕκτος βέβαια ἐὰν περιττολογοῦμε· διότι ἐὰν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰκονισθεῖ, τότε ἀναμφιβόλως ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ σωματικοῦ καὶ ἀνήκει στὴ φύση τῶν ἀσωμάτων. Τίποτε, ὅπως φαίνεται, δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήσει τὴ γλώσσα ποὺ ἀσεβεῖ, ὅταν ὑποστηρίζεται καὶ ἀπὸ τὴ δύναμη τῆς ἐξουσίας.

Ἃς ἀνυψώσουμε ὅμως τὸ βλέμμα στὶς προφητικὲς θεοπτίες καὶ ἃς δοῦμε πὼς προτυπώνεται σ’ αὐτὲς τὸ ἱερότατο βάπτισμα· διότι σ’ αὐτὸ μας καλεῖ ἡ συνέχεια τοῦ λόγου. Τί λέγει λοιπὸν ὁ Ἠσαΐας; Ἃς ἀναφέρουμε ἐκλεκτικὰ – «Εὐφράνθητι ἔρημος διψώσα, ὅτι ἐρράγη (θὰ ἀναβλύσει) ἐν ἐρήμω ὕδωρ, καὶ φάραγξ ἐν γῆ διψώση». Ἀπευθύνεται δηλαδὴ στὴν ἀνθρωπινὴ φύση, αὐτὴ ποὺ εἶναι ἔρημος ὅσον ἀφορᾶ τὴν καρποφορία, ἡ ὁποία προϋποθέτει πίστη καὶ ἀγαθὰ ἔργα· καὶ ὡς ἐκ τούτου, ἐπειδὴ διψᾶ τὸ ὕδωρ τῆς υἱοθεσίας, ἀνέβλυσε πρὸς χάριν της σὰν ρεῦμα ποταμοῦ τὸ ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος στὸν Ἰορδάνη· καὶ τότε τί ἔγινε; 

«Καὶ ἔσται ἡ ἄνυδρος εἰς ἕλη», ἐννοεῖ πλούσια σὲ πίστη· «καὶ εἰς τὴν διψώσαν γῆν, πηγὴ ὕδατος ἔσται», ἡ κρήνη αὐτὴ τῆς υἱοθεσίας δηλαδή· «καὶ ἐκεῖ ἔσται εὐφροσύνη ὀρνέων», ἐκείνων δηλαδὴ ποὺ ἀναγεννιοῦνται μὲ τὸ βάπτισμα, οἱ ὁποῖοι ὡς πρὸς τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μοιάζουν μὲ τὰ ὄρνεα, ἀφοῦ καὶ αὐτὰ ἐκ φύσεως εὐχαριστοῦνται νὰ διαβιώνουν στὰ νερά. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν Γεδεῶν τί εἶναι ἡ πλήρης ὕδατος λεκάνη; 

Καὶ ἐδῶ ὁ λόγος σημαίνει τὴν ὅμοια μὲ μήτρα κολυμβήθρα, ἡ ὁποία ἔχει σχῆμα κυκλικὸ καὶ εἶναι τορνευμένη ἀπὸ παντοῦ, ὅπως ἡ ἀναμαρτησία· σ’ αὐτὴν ξεχύθηκε ἡ ἰαματικὴ δροσιὰ τοῦ νοητοῦ πόκου, ἡ πλήρης Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ ἀναγεννιοῦνται οἱ «νεοτελεῖς παῖδες» τοῦ Θεοῦ ἀντικαθιστώντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν «ἐκ σαρκὸς καὶ αἵματος» γέννησή τους· καὶ ἀνυψώνονται «εἰς ἄνδρα τέλειον» τόσον, ὥστε νὰ κατανικοῦν μὲ τὴν Τριαδικὴ λατρεία τὸ γένος τῶν δαιμόνων. 

Καὶ κατὰ τὸν Ἠλία ὅμως, τί εἶναι ἡ τριπλῆ ἔκχυση τοῦ ὕδατος ἐπάνω στὸ θυσιαστήριο καὶ στὸ ὁλοκαύτωμα; Θεωρῶ ὅτι φανερώνει ἢ τὴν τριττὴ ὑπόσταση τῆς θείας μακαριότητας, τὴν ὁποίαν ἐπικαλεῖται ὁ ἱερέας κατὰ τὸ βάπτισμα, ἢ τὴν τριττὴ κατάδυση τοῦ βαπτιζόμενου. 

Καὶ ὁ Νεεμᾶν ἀνέρχεται ἀπὸ τὸ νερό, σύμφωνα μὲ τὴ διαταγὴ τοῦ Ἐλισαίου, πλήρως καθαρισμένος· «ἐπέστρεψε», λέγει, «ἡ σὰρξ αὐτοῦ ὡς σὰρξ παιδαρίου μικροῦ, καὶ ἐκαθαρίσθη». Τὸ θαῦμα αὐτὸ συμβολίζει τὴν πλήρη ἀπαλλαγὴ τοῦ βαπτιζομένου ἀπὸ τὶς πληγὲς τῶν ἁμαρτιῶν, καὶ σημαίνει ὅτι αὐτὸς ἀνέρχεται ἀπὸ τὸ νερὸ μὲ ψυχὴ καθαρισμένη ἀπὸ κάθε κηλίδα τῶν προηγούμενων πλημμελημάτων.

Ἐὰν μάλιστα θέλεις νὰ μάθεις καὶ τὸ ἄμισθο τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως, ἄκουσε τὸν Ἠσαΐα πού λέγει; «Οἱ διψῶντες. πορεύεσθε ἐφ’ ὕδωρ καὶ ὅσοι μὴ ἔχετε ἀργύριον, βαδίσαντες ἀγοράσατε, καὶ φάγετε καὶ πίεσθε ἄνευ ἀργυρίου καὶ τιμῆς». 

Ὅποιος δηλαδὴ ἐπιθυμεῖ κάποιο χάρισμα, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν τὸ λάβει, κέρδισε ζωή. Ἀλλὰ αὐτὰ οὕτως ἢ ἄλλως λαμβάνονται καὶ μετέχονται ἐδῶ μερικῶς· καὶ ἡ ἰδική μου δὲ πτωχὴ διάνοια προσκόμισε ἀνάλογο μὲ τὴ δεκτικότητά της ἀφιέρωμα στὰ προεόρτια.

 Σύ ὅμως, παρακαλῶ, κοίταξε τί γεγονότα θαυμαστὰ παρατηροῦνται· οἱ κολυμβῆθρες ἔχουν γεμίσει ἀπὸ νερά· βλέπουμε τὶς πηγὲς καὶ τὶς βρύσες, τοὺς ποταμοὺς καὶ τὶς λίμνες νὰ ἔχουν γίνει δοχεῖα τοῦ Πνεύματος· ἡ φύση τῶν ὑδάτων ἀνυψώθηκε σὲ τιμὴ ὑπέρτιμο· φῶτα πολύμορφα ποὺ μοιάζουν μὲ ἀστέρια ἑτοιμάζονται νὰ φωτίσουν ὅλη τὴ γῆ κατὰ τὴν ἱερὴ ἐκείνη νύκτα. 

Σὲ κάθε δὲ πόλη καὶ χώρα ὑπάρχουν κήρυκες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἱερουργοῦν τὰ θεία καὶ ὑψηλὰ αὐτὰ μυστήρια καὶ ἁγιάζουν τὰ ὕδατα διὰ τῆς ἐπιφοιτήσεως σὲ αὐτὰ τοῦ θείου Πνεύματος. Εἴθε μὲ τὴν μετάληψή τους νὰ ἁγιαστοῦμε καὶ ἐμεῖς καὶ νὰ φωτισθοῦμε αὐτὴ τὴν ἡμέρα ἀπὸ τὸ γεμάτο φῶς Πνεῦμα, «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίω ἠμῶν, ὢ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίω Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

 Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, ἔκδ. Ι. Κελλίον Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη, Ἅγιον Ὅρος, σ. 642-646.

πηγὴ