Δύο σαρκικοὶ ἀδελφοὶ ἀπηρνήθησαν τὸν κόσμον καὶ ὑπετάχθησαν εἰς Γέροντα, ὁ ὁποῖος ἠσκήτευεν εἰς τὸ ὄρος τῆς Νιτρίας. Ὁ Θεὸς λοιπὸν καὶ εἰς τοὺς δύο ἔδωσε τὸ χάρισμα τῶν δακρύων καὶ τῆς κατανύξεως.
Μίαν ἡμέραν βλέπει ἕνα ὅραμα ὁ Γέρων’ εἰδεν ὅτι καὶ οἱ δύο οἰδελφοὶ προσηύχοντο καὶ ὁ καθένας ἐκρατοῦσεν ἕνα γραμμένον χαρτὶ καὶ τὸ ἔβρεχε μὲ τὰ δάκρυά του. Τὰ γράμματα ὅμως τοῦ ἑνὸς ἔσβυναν εὔκολα ἀπὸ τὸ χαρτί, ἐνῷ τοῦ ἄλλου μὲ κόπον’ ἐφαίνοντο δηλαδὴ ὡς νὰ ἦσαν χαραγμένα ἀπὸ πυρωμένον σίδηρον. Παρεκάλεσε τότε ὁ Γέρων νὰ τοῦ ἐξηγηθῇ τὸ ὄνειρον.
Παρουσιάσθηκε λοιπὸν Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέγει’ Τὰ γράμματα ἐπάνω εἰς τὸ χαρτὶ εἶναι τὰ ἁμαρτήματα καὶ τῶν δύο. Ὁ ἕνας ἡμάρτησε μέσα στὰ ὅρια τῆς φύσεως καὶ δι’ αὐτὸ εὔκολα σβύνουν τὰ σφάλματά του· ὁ ἄλλος ὅμως περιέπεσεν εἰς ἁμαρτίας ἀκαθάρτους καὶ δι’ αὐτὸ χρειάζεται περισσότερον κόπον διὰ νὰ μετανοήσῃ εἰλικρινὰ καὶ πάρα πολὺ νὰ ταπεινωθῇ.
’Απὸ τότε λοιπὸν ἔλεγεν ὁ Γέρων εἰς ἐκεῖνον τὸν ἀδελφόν· κοπίασε, ἀδελφέ μου, διότι εἰναι χαραγμένα μὲ πυρωμένον σίδηρον καὶ μὲ πολὺν κόπον σ β ύ ν ο υ ν. Δὲν τοῦ ἐφανέρωσε δὲ τὸ ὅραμα μέχρι τοῦ θανάτου του, διὰ νὰ μὴ χαλαρὠσῃ τὴν προθυμίαν του, ἀλλὰ τοῦ ἔλεγε πάντοτε’ κοπίασε, ἀδελφέ, διότι εἶναι χαραγμένα. μὲ πυρωμένον σίδηρον.
—
Ἕνας Γέρων εἶπεν· ὁ ἄνδρωπος, ὁ ὁποῖος κάθεται εἰς τὸ κελλί του καὶ μελετᾷ ψαλμούς, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον, ποὺ στέκεται ἀπ’ ἔξω καὶ ζητεῖ τὸν Βασιλέα. Ἐκεῖνος δέ, ὁ ὁποῖος μὲ κλάματα παρακαλεῖ τὸν Θεόν, ὁμοιάζει μὲ κάποιον, ποὺ κρατεῖ τοὺς πόδας τοῦ βασιλέως καὶ ζητεῖ νὰ τὸν ἐλεήσῃ· ὅπως καὶ ἐκείνη ἡ πόρνη, ἡ ὁποία ἐντὸς ὀλίγων στιγμῶν άπέπλυνεν ὅλας τὰς ἁμαρτίας της μὲ τὰ δάκρυά της.
Εὐεργετινός
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!