Ἡ Εὐαγγελικὴ Περικοπῆ τῆς Θείας Λειτουργίας.
Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον Κεφ. Η. 28 – 34, θ. 1.
Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὸ πέραν, εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν, ὑπήντησαν αὐτῶ δυὸ δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεὶν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. Και ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες” τί ἠμὶν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ? Ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἠμᾶς? Ἢν δὲ μακρὰν ἀπ’ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. Οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν Αὐτὸν λέγοντες” εἰ ἐκβάλλεις ἠμᾶς, ἐπίτρεψον ἠμὶν ἀπελθεὶν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. Καὶ εἶπεν αὐτοίς” ὑπάγετε. Οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων’ καὶ ἰδοὺ ὤρμησε πάσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοὶς ὕδασιν. Οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. Καὶ ἰδοὺ πάσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῆ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. ΚΑΙ ἐμβᾶς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδὶαν πόλιν.
Ἀπόδοση.
Τὸν καιρῶ ἐκεῖνο, ὅταν ἔφτασε στὴν ἀπέναντι ὄχθη, στὴν περιοχὴ τῶν Γεργεσηνῶν, τὸν συνάντησαν δυὸ δαιμονισμένοι ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ τὰ μνήματα, τόσο φοβεροί, ποὺ κανένας δὲν τολμοῦσε νὰ περάσει ἀπὸ ἐκεῖνον τὸ δρόμο. Καὶ μὲ κραυγὲς τοῦ ἔλεγαν: «Τί δουλειὰ ἔχεις ἐσὺ μ’ ἐμᾶς, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; Ἦρθες ἐδῶ νὰ μᾶς βασανίσεις πρὶν τὴν ὥρα μας;» Μακριὰ ἀπ’ αὐτοὺς ἔβοσκε ἕνα μεγάλο κοπάδι χοίρων. Καὶ οἱ δαίμονες τὸν παρακαλοῦσαν λέγοντας: «Ἂν εἶναι νὰ μᾶς διώξεις, ἄφησέ μας νὰ πᾶμε στὸ κοπάδι τῶν χοίρων». Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Πηγαίνετε». Αὐτοὶ βγῆκαν καὶ πῆγαν στὸ κοπάδι τῶν χοίρων. Καὶ ὅλο τὸ κοπάδι ὅρμησε καὶ γκρεμίστηκε στὴ λίμνη καὶ πνίγηκαν μέσα στὰ νερά. Οἱ βοσκοὶ ἔφυγαν, πῆγαν στὴν πόλη καὶ ἀνήγγειλαν ὅλα τὰ συμβάντα καὶ ὅ,τι ἔγινε μὲ τοὺς δαιμονισμένους. Βγῆκε τότε ὅλη ἡ πόλη νὰ συναντήσει τὸν Ἰησοῦ, κι ὅταν τὸν εἶδαν, τὸν παρακάλεσαν νὰ φύγει ἀπὸ τὴν περιοχή τους. ὁ Ἰησοῦς ἐπιβιβάστηκε στὸ πλοῖο, διέσχισε τὴ λίμνη καὶ ἦρθε στὴν πόλη του.
Ἐπιμέλεια κειμένου, Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη.
Βασιλείου Ἐπισκόπου Σελευκείας
Λόγος εἰς τὸν δαιμονιζόμενον.
Πολλὲς εἶναι οἱ ἐπιβουλὲς τῶν δαιμόνων κατὰ τῶν ἀνθρώπων. Πολλαπλάσια ὅμως ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Πράγματι, ἐὰν δὲν μᾶς ὑπερήσπιζε ἡ ἄνωθεν συμμαχία, θὰ εἶχεν ἐξαφανισθῆ πρὸ πολλοῦ τὸ γένος μας ἀπὸ τὶς πολιορκίες τῶν δαιμόνων. Διότι ποὶα εὐκαιρία ἡ ποὶον χρόνον ἄφησαν χωρὶς πειρασμούς; Πότε ἔπαψαν νὰ ἑτοιμάζουν παγίδες στὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ σχεδιάζουν τὶς συμφορές μας;
Δὲν εἶναι πονηρὰ ἡ φύσις τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ ἀπεδείχθη ἡ προαίρεσίς του. Σ’ αὐτὸν εἶχε ἀναθέσει ὁ Δημιουργός τη διοίκηση τοῦ ἀέρος, ὅπως ὁ ἀκροατὴς τῶν οὐρανίων Παῦλος μας ἀποκάλυψε λέγοντας: «Κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος, τοῦ πνεύματος τοῦ νῦν ἐνεργοῦντος ἐν τοὶς υἱοὶς τῆς ἀπειθείας». Ἔπειτα ὅμως, ἐπιθυμώντας νὰ ὑπερβῆ τὴν φύση του, ἐξέπεσε τῆς ἀξίας του, χάνοντας τὸν θρόνο ἐξ αἰτίας τοῦ ὑψηλοῦ φρονήματός του. Ἔγινε δηλαδὴ ὁ ὄγκος τοῦ φρονήματος μέτρο τῆς στερήσεως τοῦ Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἤρχισε νὰ ἀσχολῆται μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἐκδηλώνοντας ἔτσι τὴν ἀποστροφὴ τοῦ πρὸς τὸν Δημιουργό, καὶ νὰ προσπαθῆ μὲ διάφορες μηχανορραφίες νὰ ἀμαυρώση τὴν εἰκόνα τοῦ Κτίστου. Ἐπειδή, δηλαδή, δὲν ἠμποροῦσε νὰ πολεμήση τὸν Θεό, μεθοδεύει ἀλλιῶς τὴν μάχη, διδάσκοντας τὰ κτίσματα νὰ ἐπαναστατοῦν κατὰ τοῦ Κτίστου. Ἔτσι, ἀμέσως μόλις ἐπλάσθη ὁ πρῶτος ἄνθρωπος καὶ ἔφερε τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς εἰκόνος, τὸν συνεβούλευσε νὰ μελετήση τὴν ἀντιθεϊα λέγοντας: «Ἡ ἂν ἡμέρα φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί». Καθὼς δὲ ἐπλήθαινε τὸ γένος, τοῦ βάζει λογισμοὺς εἰδωλολατρίας. Κατήντησε τὸ κτίσμα σὲ τόσο σκοτασμόν, ὥστε νὰ προσκυνῆ τὴν κτίση, ἀγνοώντας τὸν Κτίστη. Καὶ ἔβλεπες παντοῦ βωμοὺς καὶ ναοὺς καὶ κατασκευὲς εἰδώλων, αἵματα καὶ χοροὺς δαιμόνων.
Δὲν ἠρκέσθησαν ὅμως σ’ αὐτὴν τὴν ἀποπλάνηση τῶν ἀνθρώπων οἱ δαίμονες, οὔτε στὶς τιμὲς ποὺ ἀπελάμβαναν ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ τιμωροῦσαν τοὺς ἀθλίους ἀνθρώπους, καὶ εἰσχωρώντας μέσα τοὺς κατοικοῦσαν σ’ αὐτούς. Δὲν ἀφήνει ὅμως ὁ Θεὸς ἀβοήθητο τὸ πλάσμα του, ἀλλὰ ἀφοῦ ἐχρησιμοποίησε διάφορες μεθόδους θεραπείας, τελευταία, θέτει σὲ ἐνέργεια τὸ σοφὸ σχέδιο τῆς ἐν Χριστῷ οἰκονομίας, προξενώντας ἔτσι τὸ αὔτανδρο ναυάγιο τῶν δαιμόνων. Ἀναγγέλλοντας δὲ τὴν ἐλευθερία μὲ τὰ λόγια, ἐπεβεβαίωνε τὴν ὑπόσχεση μὲ θαύματα.
Αὐτό μας παρέστησε μὲ σαφήνεια ἡ διήγησις τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ μόλις ἀνεγνώσθη. Ἐλέγχει τὴν ἐπήρεια τῶν δαιμόνων καὶ δεικνύει τὴν βοήθεια ποὺ παρέχει ὁ Θεὸς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους: «Ἐξελθόντι δὲ αὐτῶ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῶ ἀνὴρ τὶς ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλὰ ἐν τοὶς μνήμασιν». Αὐτὸς εἶναι ὁ θυμὸς τῶν δαιμόνων κατὰ τῶν ἀνθρώπων. Ἐπιθυμοῦν νὰ τοὺς καταλάβουν ὅλους, λυποῦνται ὅμως ποὺ δὲν ἠμποροῦν οὔτε κὰν νὰ τοὺς ἐπηρεάσουν ὅλους. «Ὑπήντησεν αὐτῶ ἀνὴρ τὶς ἐκ τῆς πόλεως». Ἡ μία συμφορὰ πιὸ τρομερὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Οἱ δαίμονες κατοικοῦσαν μέσα του καὶ ὁ ἴδιος κατοικοῦσε στὰ μνήματα, ὥστε κατοικώντας ἐκεῖ καὶ συγχρόνως κατοικούμενος νὰ ἀναγκάζεται νὰ συγκατοικῆ μὲ τοὺς νεκρούς. Μᾶλλον ἦταν καταδικασμένος νὰ ὑπομένη μία ζωὴ βαρυτέρα ἀπὸ τὸν θάνατο. Διότι σ’ ἐκείνους ποὺ ἀπέρχονται, ὁ θάνατος κλέπτει τὴν αἴσθηση τῶν παθημάτων καὶ ὁ τάφος χαρίζει στοὺς νεκροὺς ἐλευθερία ἀπὸ τὰ λυπηρά. Ἐνῶ ἐκεῖνος ἦταν μὲν κατὰ τὰ ἄλλα νεκρός, ἐζοῦσε δὲ μόνο τόσον ὅσο νὰ αἰσθάνεται τὴν ταλαιπωρία του καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπ’ αὐτήν. «Καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο». Πόσον ἀλλοπρόσαλλη εἶναι ἡ κακία τοῦ διαβόλου! Τὸν Ἀδάμ, ποὺ ἦταν σωστὰ γυμνός, τὸν ἐνέδυσε μὲ αἰσχύνη. «Καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τᾶς ἐρήμους». Ἐδάνειζε καὶ δύναμη στὸν πάσχοντα γιὰ νὰ διαρρήξη τὰ δεσμά. Διότι στὸ πάθος αὐτὸ ὑποχωρεῖ ἀκόμη καὶ ὁ σίδηρος καὶ ἀποδεικνύεται ἀνίσχυρος. Δὲν ἄφηνε κανέναν νὰ περάση ἀπ’ αὐτὸ τὸ μέρος. Ὡς λυσσώδη εἶχε ἐξαπολύσει ὁ δαίμονας τὸν ἄνθρωπον ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. Ὅμως ἂν καὶ μὲ τόσες συμφορὲς τὸν εἶχε δέσει ὁ δαίμονας, δὲν κατόρθωσε νὰ τὸν ἐμποδίση νὰ συναντηθῆ μὲ τὸν Κύριο. Τὸ πρῶτο μέσον ποὺ ἐχρησιμοποίησε ἡ Πρόνοια ἦταν αὐτό: οἱ δαίμονες, μὴ ὑποφέροντας τὴν λαμπρότητα ἐκείνου ποὺ ἦταν ἐνώπιόν τους, ἐφώναζαν: «Τί ἠμὶν καὶ σοί, Ἰησοῦ;» Ἀντιδροῦν μόνο στὸ σῶμα ποὺ φαίνεται, μὴ γνωρίζοντας ὅτι σ’ αὐτὸ τὸ σῶμα εἶναι κρυμμένη ἡ θεότης. Διότι πὼς ἠμπορεῖ ὁ δοῦλος νὰ φωνάζη στoν Δεσπότη: «Τί ἐμοὶ καὶ σοί»; Περιφρονοῦν αὐτὸν ποὺ βλέπουν, ἐπειδὴ δὲν βλέπουν αὐτὸν ποὺ τοὺς βασανίζει.
Τί σχέση ἔχουμε ἐμεῖς μαζί σου; Ὤ, πόσους δικαίους ἔχουμε συναντήσει, καὶ δὲν ἐδοκιμάσαμε ἀπὸ αὐτοὺς παρόμοιο μαστίγωμα! Μᾶς εἶναι ἀφόρητος ὁ ἐχθρός, ἀνυπόφορα τὰ βέλη του. «Τί ἠμὶν καὶ σοί;» Ἀπὸ τότε ποὺ ἦλθες στὴν γῆ ἐκήρυξες τὸν πόλεμο ἐναντίον μας. Σὲ εἶδαν οἱ μάγοι ὅταν ἐγεννήθης καὶ σὲ προσεκύνησαν, δραπετεύοντας ἀπὸ ἐμᾶς. Σὲ ἤκουσαν οἱ τελῶνες ποὺ ὁμιλοῦσες καὶ ἀπέδρασαν ἀπὸ τὰ ἰδικά μας τελώνια. Τὶς πόρνες, τὰ θύματά μας, τὶς συνέλαβες ἐσὺ μὲ τὴν μετάνοια. Μία παρηγορὶά μας εἶχε μείνει, τὰ παθήματα τῶν ἀνθρώπων, καὶ αὐτὴν τὴν ἀπόλαυσή μας τὴν ἐστέρησες. Ἐκεῖ ἀνόρθωσες τοὺς παραλύτους, ἀλλοῦ ἀπήλλαξες τοὺς κωφοὺς ἀπὸ τὸ πάθος τους. Ἐκεῖ ἐχάρισες τὶς ἡλιακὲς ἀκτίνες στοὺς τυφλούς. Ἐκεῖ ἀπέλυσες τοὺς νεκροὺς ἀπὸ τοὺς τάφους. Ἑτοιμόρροπο κατήντησες τὸ δεσμωτήριον τοῦ θανάτου, τὸ ὁποῖον ἐμεῖς μὲ τόσους κόπους οἰκοδομήσαμε. Ὅσες θεραπεῖες προσέφερες στοὺς ἀνθρώπους, τόσες τιμωρίες προεκάλεσες σ’ ἐμᾶς.
«Τί ἠμὶν καὶ σοί, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ»; Τὸν ἀποκαλοῦν μὲν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, δὲν γνωρίζουν ὅμως ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι Θεός. Ἐπειδὴ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ ἀποκαλοῦνται καὶ ὅσοι γιὰ τὴν μεγάλην ἀρετὴ τοὺς ἐξοικειώθησαν μὲ τὸν Θεόν. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια λέγει: «Υἱὸς πρωτότοκός μου Ἰσραήλ». Καὶ πάλι «Ἐγὼ εἶπα: Θεοὶ ἐστὲ καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες». Καὶ πάλι: «Ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ τᾶς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων». Αὐτὸ τὸ ὄνομα, δηλαδή, δὲν εἶναι γνώρισμα μόνο τῆς φύσεως, ἀλλὰ καὶ τῆς οἰκειότητος. Αὐτὴν τὴν ἄγνοια ἔδειξεν ὁ διάβολος καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ συνέβησαν στὸν Ἰορδάνη. Διότι ἀκούγοντας τὴν φωνὴν τὴν ἐρχομένην ἀπὸ τὸν οὐρανὸν «Οὗτος ἐστὶν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός», τοῦ ἔλεγε, ἐπειδὴ ἀγνοοῦσε, «εἰ Υἱὸς εἰ τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτὸν κάτω». Ἐὰν ἐγνώριζε ὅτι ὁμιλεῖ σὲ Θεόν, πῶς προσπαθεῖ νὰ τὸν φοβήση προστάζοντας τὸν νὰ πέση κάτω; Διότι ἡ φύσις τοῦ Θεοῦ δὲν γνωρίζει οὔτε ὕψος οὔτε βάθος.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Μάρκος ἔτσι ἐδιηγήθη τὰ λόγια τῶν δαιμόνων: «Τί ἠμὶν καὶ σοί, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ». Δὲν ἀπευθύνεται σ’ αὐτὸν ὡς ποιητὴν τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ σὰν πολίτη τῆς Ναζαρέτ. Ἀφοῦ εἶσαι ὁρατός, λέγει, νὰ ἐνεργῆς ἀναλόγως. Ἄνθρωπο βλέπουμε, ἀλλὰ σὰν ἀπὸ Θεὸ διωκόμεθα. Τὸ μαστίγωμά σου δὲν ὁμοιάζει μὲ Ναζαρηνοῦ, δείχνεις νὰ ἔχης κατεβῆ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἀποκάλυψε τὴν φύση μὲ τὰ ἔργα σου.
«Τί ἠμὶν καὶ σοί, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; Ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἠμᾶς;» Τί λέγεις, διάβολε; Σ’ αὐτὸν ποὺ ἐδημιούργησε τὸν μετρητὸν χρόνο καὶ ἔθεσε τοὺς ὅρους τῆς Κρίσεως τολμᾶς νὰ φωνάζης: Τώρα ἦλθες; Ἀλλὰ δὲν γνωρίζει ὅτι αὐτὴ ποὺ τώρα ἦλθε εἶναι ἡ ἀθάνατος φύσις, ἐπιβεβαιώνοντας τὴν ἄφιξή της μὲ τὴν δουλικὴν μορφή. Δὲν γνωρίζει ὅτι ὁ Κύριος καὶ Θεὸς τῶν ὅλων φορᾶ τὴν στολὴ ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Δαυϊδ. Παρακινεῖται μὲν πρὸς καταφρόνηση ἀπὸ τὴν θέα, μαστιγώνεται δὲ ἀοράτως ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς θεότητας, γι’ αὐτὸ ἐκστομίζει λόγια θρασύτητος μαζὶ καὶ ἱκεσίας. «Τί ἠμὶν καὶ σοί, Ἰησοῦ; Δέομαί σου, μὴ μὲ βασανίσης». Δειλία καὶ θρασύτητα ἔχουν τὰ λόγια του. Δυναμώνει τὴν φωνὴ σὰν δοῦλος αὐθάδης, ἀλλὰ καὶ ἱκετεύει σὰν κατάδικος ποὺ μαστιγώνεται. «Ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ». Ἀπὸ ποῦ ἔμαθε ὅτι δὲν εἶναι τώρα ἡ ὥρα τῆς κρίσεως; Πῶς γνωρίζουν ὅτι βασανίζονται πρὶν τὴν ὥρα τους; Γνωρίζουν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ κάνουν ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν γιὰ τὰ ἔργα τους. Ἔβλεπαν ὅτι τώρα δὲν τοὺς τιμωροῦσε, ἀλλὰ μόνον τοὺς ἐδίωκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ τὸ ὅτι λοιπὸν δὲν τιμωροῦνται, συμπεραίνουν ὅτι δὲν ἔχει ἔλθει ὁ καιρὸς τῶν βασάνων. Ὑποφέρουν πρὶν ἀπὸ τὴν Κρίση, ἐπειδὴ διατάζονται νὰ παύσουν νὰ ταλαιπωροῦν τοὺς ἀνθρώπους. «Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεὶν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου». Δὲν τοὺς ἔσυρε ἀκόμη στὸ Δικαστήριο, δὲν τοὺς ἔδειχνε ἀκόμη τὸ φοβερόν του Βῆμα, δὲν ἄναβε ἀκόμη τὴν φλόγα τῆς Κρίσεως, ἀλλὰ μόνον μὲ ἀπειλὲς ἀνεχαίτιζε τὴν ὁρμή τους. Τόση ἦταν ἡ δύναμις τοῦ πάθους!
Θέλοντας ὅμως ὁ Δεσπότης νὰ δείξη στοὺς παρόντες ἀκόμη καὶ μέσα στὰ δεινά, τὴν ἀνέκφραστο πρόνοιά του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἐρωτᾶ: «Τί ὄνομα σοί; Καὶ ἀπεκρίθη λέγων: Λεγεὼν ὄνομα μοί, ὅτι πολλοὶ ἐσμέν». Δὲν ἐρωτᾶ ἐπειδὴ αὐτὸς εἶχεν ἀνάγκη νὰ ἐρωτήση, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποκαλύψη σ’ σ’ ἐμᾶς πόσοι φονεῖς δαίμονες εἶχαν καταλάβει τὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ παρ’ ὅλα ταῦτα ἐκεῖνο δὲν εἶχε ἀφανισθῆ. Ὅτι πλῆθος δαιμόνων, ἐκστρατεύοντας ἐναντίον ἑνὸς ἀνθρώπου, δὲν ὑπερίσχυσε, δὲν τὸν ἐκρήμνισε στοὺς βράχους, δὲν τὸν κατετεμάχισε, δὲν κατεσπάραξε τὸν ἄνθρωπο μαζὶ μὲ τὰ σίδερα ποὺ ἐφοροῦσε. Ἀλλὰ ἄντεξε στὶς τρικυμίες τῶν δαιμόνων, προστατευόμενος μέσα στὰ βασανιστήρια ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Καὶ μάλιστα ὁ Εὐαγγελιστὴς φιλοτιμεῖται νὰ προσθέση τὸ ἀκόμη σημαντικότερο: «Πολλοὶς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν» (τὸν εἶχε κυριεύσει δηλαδή). Τί ἀνυπέρβλητος κηδεμονία! Δὲν ἐβασανίζοντο λιγότερον ἀπὸ ὅ,τι ἐβασάνιζαν, ἀφοῦ ὁ τρόπος τοὺς ἦταν φονικός, ἀλλὰ δὲν ἐπέτρεπε ὁ Θεὸς νὰ ἐπιτύχουν αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦσαν, μέχρι τὴν στιγμὴ ὅπου ἔφθασε ἡ φανερὰ ἀπόφασις τοῦ Βασιλέως, χαρίζοντας τὴν ἐλευθερία σ’ αὐτὸν ποὺ τόσο ὑπέφερε.
«Ἢν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει. Καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἴνα ἐπιτρέψη αὐτοὶς εἰς ἐκείνους εἰσελθείν. Καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοίς. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὄρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη». Γιὰ ποῖον λόγο τὸ ἐπιτρέπεις αὐτὸ στοὺς δαίμονες, Κύριε; Γιατί, ἀφοῦ γνωρίζεις τὴν πονηρὶά τους, ἐπείσθης στὰ λόγια τους; Γιὰ νὰ μάθωμε, ἄνθρωποι, ὅτι καὶ ἀπὸ τοὺς χοίρους εἶναι πιὸ ἀδύνατοι, ὅταν τοὺς ἐμποδίζει ὁ Θεός. Ἐκτὸς αὐτοῦ, θέλει νὰ διδάξη τοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι χαρὰ στοὺς δαίμονες ἡ ἀπώλεια τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅτι ἐκεῖνοι διασκεδάζουν μὲ τὶς συμφορὲς τὶς ἰδικές μας. Διότι δὲν δείχνουν κανέναν οἶκτον γιὰ τὴν φύση τῶν ἀνθρώπων. Ἐφ’ ὅσον ἐκδηλώνουν μέχρι καὶ στοὺς χοίρους τὴν κακία τους, τί δὲν θὰ ἔκαμναν ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων ἐὰν τοὺς ἐπετρέπετο; Ἀπὸ ὅλα αὐτά, λοιπόν, θὰ παρακινηθοῦμε νὰ μισήσωμε τὴν ἀπανθρωπία, γνωρίζοντας τὴν ἔχθρα τους, καὶ νὰ ἀποφεύγωμε τὶς συμβουλὲς αὐτῶν τῶν ὁποίων δὲν ἀντέχουμε τὶς ἐπιβουλές.
Ἀλλὰ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά μας ἐδίδαξε καὶ τὴν κηδεμονία τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Διότι ὅλα θὰ ἐξηφανίζοντο ἀκαριαίως καὶ κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν θὰ ἀπέμενε, ἀφοῦ θὰ κατεσπαράζοντο ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς ὁρμές, ἐὰν δὲν ἐπροστατεύοντο ἀπὸ τὸ κεκρυμμένο καὶ ἀκαταγώνιστο χέρι τοῦ Θεοῦ. Ἐπιτρέπει λοιπὸν τὰ μικρότερα γιὰ νὰ μάθωμε τὰ μεγαλύτερα, καὶ πότε πότε μας παραδίδει στὶς δυσκολίες γιὰ νὰ ἔχωμε τὴν αἴσθηση τῶν ὑψηλοτέρων. Δὲν θὰ ἄφηνε ποτὲ νὰ πάθωμε τὸ παραμικρόν, ἐὰν δὲν ἐλησμονούσαμε εὔκολα τὴν θεία συμπαράσταση. Ἐπέτρεψε νὰ γίνη ζημία στοὺς χοίρους, γιὰ νὰ διδαχθοῦμε τὴν ὠφέλεια ποὺ προξενεῖ στοὺς ἀνθρώπους.
Ἂς ὁμολογοῦμε λοιπὸν τὴν πρόνοια τὴν ὁποία ἀπολαμβάνουμε. Νὰ ὑμνοῦμε τὴν κηδεμονίαν ἀπὸ τὴν ὁποία φυλαττόμεθα. Ἂς κηρύττωμε τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία προστατευόμεθα. Ἀπὸ αὐτὴν νὰ ἐξαρτήσωμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ πρὸς αὐτὴν προσβλέποντας πάντοτε νὰ ἀναφωνοῦμε: «Σύ, Κύριε, βοηθὸς ἠμῶν καὶ σκεπαστῆς».
Αὐτῶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰώνας.
Ἀμήν.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον, σελὶς 177 καὶ ἑξῆς.
Ἐπιμέλεια κειμένου Δημήτρης Δημουλᾶς.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!