(Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, κεφ. ιστ΄, χωρία 19 ἕως 31)
Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς ὁμιλίες α΄ ἕως καὶ ζ΄ «Εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον καὶ τὸν πλούσιόν» του ἁγίου Ἰωάννου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου, σχετικὰ μὲ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπή γιὰ τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου.
[…] Ἦταν, λέγει, κάποιος ἄνθρωπος πλούσιος, ποὺ ζοῦσε μέσα σὲ πολλὴ κακία, δὲν εἶχε λάβει πείρα καμιᾶς συμφορᾶς, ἀλλὰ τὰ πάντα ἔρρεαν ὁμαλὰ γί΄ αὐτὸν ὅπως τὸ νερὸ στὶς πηγές. Τὸ ὅτι πράγματι καμία συμφορὰ δὲν τοῦ συνέβαινε, οὔτε ἀφορμὴ γιὰ στενοχώρια, οὔτε καμία ἀνωμαλία βιωτική, αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Κύριος τὸ ὑπαινίχτηκε μὲ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὅτι «εὐφραινόταν καθημερινά». Καὶ ὅτι ζοῦσε μὲ κακία, γίνεται φανερὸ καὶ ἀπὸ τὸ τέλος ποὺ εἶχε καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος του ἀπὸ τὴν περιφρόνηση ποὺ ἔδειξε στὸν φτωχό. Καὶ τὸ ὅτι δὲν ἐλεοῦσε ὄχι μόνο ἐκεῖνον ποὺ στεκόταν στὴν πόρτα του, ἀλλὰ οὔτε καὶ κανένα ἄλλον, ἐκεῖνος ὁ ἴδιος τὸ ἔδειξε. Διότι ἐὰν αὐτὸν ποὺ ἦταν διαρκῶς ριγμένος μπροστὰ στὴν πόρτα του καὶ βρισκόταν μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ κάθε ἡμέρα, καὶ ἀναγκαζόταν μία καὶ δυὸ καὶ πολλὲς φορὲς νὰ τὸν βλέπει εἰσερχόμενος καὶ ἐξερχόμενος (καθόσον δὲν τὸν συναντοῦσε σὲ καμιὰ συνοικία, οὔτε βρισκόταν σὲ κρυφὸ καὶ ἀπόμερο τόπο, ἀλλὰ ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου συνεχῶς ἔμπαινε καὶ ἔβγαινε ὁ πλούσιος καὶ ἀναγκαζόταν ἔτσι καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλει νὰ τὸν βλέπει), ἐὰν λοιπὸν αὐτὸν δὲν ἐλέησε, ποὺ βρισκόταν κατάκοιτος σὲ τόσο φοβερὸ κατάντημα καὶ ζοῦσε μέσα σὲ τόσο μεγάλη δυστυχία, ἢ καλύτερα ποὺ ταλαιπωριόταν σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ἀπὸ ἀρρώστια, καὶ μάλιστα ἀπὸ πολὺ φοβερὴ ἀρρώστια, γιὰ ποιὸν ποῦ θὰ τύχαινε νὰ συναντήσει θὰ συγκινοῦνταν ποτέ; Διότι κι ἂν τὴν προηγούμενη ἡμέρα τὸν προσπέρασε, τὴν ἑπόμενη φυσικὸ ἦταν κάποια συγκίνηση νὰ αἰσθανόταν, ἀλλὰ ἐὰν καὶ κάτ΄αὐτὴν ἀδιαφόρησε, ἔπρεπε τὴν τρίτη ἢ τὴν τέταρτη ἢ τὴν ἑπόμενη ὁπωσδήποτε νὰ λύγιζε συγκινούμενος, ἀκόμα κι ἂν ἦταν ἀγριότερος ἀπὸ τὰ θηρία.
Ὅμως δὲν αἰσθάνθηκε τίποτα παρόμοιο, […] πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα ὁ πλούσιος τὸν ἔβλεπε νὰ εἶναι ἐκεῖ κατάκοιτος καὶ σιωπηλός, καὶ αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ νὰ μαλακώσει ἀκόμη καὶ κάποιον μὲ πέτρινη καρδιά. Διότι πολλὲς φορές, ὅταν μας ἐνοχλοῦν θυμώνουμε, ὅταν ὅμως δοῦμε αὐτοὺς ποὺ χρειάζονται τὴν βοήθειά μας νὰ στέκονται σιωπηλοὶ καὶ νὰ μὴ λένε τίποτα, ἀλλὰ παρὰ τὸ ὅτι πάντοτε δὲν πετυχαίνουν, ὅμως δὲν παραπονοῦνται, ἐπειδὴ ὅμως δὲν μᾶς δυσαρεστοῦν, ἀλλὰ στέκονται μόνο σιωπηλοὶ μπροστά μας, κι ἂν ἀκόμα εἴμαστε πιὸ ἀναίσθητοι κι ἀπὸ τὶς πέτρες, κατασυγκινούμαστε, αἰσθανόμενοι ντροπὴ γιὰ τὴ μεγάλη τους ἐπιείκεια καὶ πραότητα. Ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο ὄχι μικρότερο ἀπὸ αὐτὰ ἦταν, τὸ ὅτι καὶ ἡ ἐμφάνιση τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου ἦταν ἐλεεινή, ἐξαιτίας τῆς πείνας καὶ τῆς μακροχρόνιας ἀρρώστιας. Καὶ ὅμως τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἡμέρωσε καὶ δὲ μαλάκωσε ἐκεῖνον τὸν ἀνήμερο.
Πρώτη λοιπὸν κακία εἶναι αὐτή, ἡ σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπιά που δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη, διότι δὲν εἶναι τὸ ἴδιο, τὸ νὰ μὴν βοηθᾶς αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἐπειδὴ εἶσαι φτωχός, καὶ τὸ νὰ ἀδιαφορεῖς γιὰ τοὺς ἄλλους ποὺ λιώνουν ἐξαιτίας τῆς πείνας, τὴ στιγμὴ ποὺ ἀπολαμβάνεις τόση πολυτέλεια. Πάλι δὲν εἶναι τὸ ἴδιο τὸ νὰ προσπεράσεις τὸν φτωχὸ ποὺ τὸν εἶδες μία ἢ δυὸ φορές, μὲ τὸ νὰ τὸν βλέπεις κάθε ἡμέρα καὶ νὰ μὴν σὲ διεγείρει σὲ συμπάθεια καὶ φιλανθρωπία τὸ ἀδιάκοπο αὐτὸ θέαμα. Πάλι δὲν εἶναι τὸ ἴδιο τὸ νὰ μὴ βοηθᾶς τοὺς πλησίον, ὅταν ἐσὺ βρίσκεσαι μέσα στὶς συμφορὲς καὶ στὶς θλίψεις καὶ σὲ κακὴ ψυχικὴ διάθεση, μὲ τὸ νὰ προσπερνᾶς τοὺς ἄλλους ποὺ λιώνουν ἀπὸ τὴν πείνα, τὴ στιγμὴ ποὺ ἀπολαμβάνεις τόση εὐφροσύνη καὶ ἀδιάκοπη καλοπέραση, καὶ νὰ κλείνεις τὰ σπλάχνα σου καὶ νὰ μὴ γίνεσαι περισσότερο φιλάνθρωπος οὔτε ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς χαρᾶς ἀπὸ τὴν καλοπέραση. Διότι ἀσφαλῶς τὸ γνωρίζετε αὐτό, ὅτι κι ἂν ἀκόμη εἴμαστε ἀγριότεροι ἀπὸ ὅλους, ἔχουμε πλασθεῖ ἀπὸ τὴ φύση μας νὰ γινόμαστε ἡμερότεροι καὶ ἀγαθότεροι ὅταν ζοῦμε μέσα σὲ καλοπέραση. Ὅμως ἐκεῖνος ὁ πλούσιος της παραβολῆς οὔτε ἐξαιτίας τῆς ὑπερβολικῆς καλοπέρασής του ἔγινε καλύτερος ἀλλὰ παρέμενε ἄγριος σὰν θηρίο, ἤ, καλύτερα, καὶ κάθε θηρίου μᾶλλον τὴν ἀγριότητα καὶ τὴν ἀπανθρωπιὰ ξεπέρασε μὲ τοὺς τρόπους του.
[…] Ὁ πλούσιος λοιπὸν ζοῦσε μέσα σὲ τόση κακία καὶ κάθε ἡμέρα διασκέδαζε καὶ ντυνόταν μὲ λαμπρὰ ἐνδύματα, ἀνάβοντας φοβερότερη κόλαση γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ κάνοντας μεγαλύτερη γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ τὴν φωτιὰ καὶ ἀπαρηγόρητη τὴν καταδίκη καὶ ἀσυγχώρητη τὴν τιμωρία. Ἀντίθετα ὁ φτωχὸς ἦταν ριγμένος μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ και οῦτε ἀπελπίστηκε, οὔτε βλασφήμησε, οὔτε ἀγανάκτησε, δὲν εἶπε στὸν ἑαυτό του, αὐτὸ ποῦ λένε πολλοί, «Τί ἄραγε σημαίνει αὐτό; Αὐτὸς ποὺ ζεῖ μὲ τὴν κακία καὶ τὴ σκληρότητα καὶ τὴν ἀπανθρωπιὰ τὰ ἀπολαμβάνει ὅλα περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι πρέπει, καὶ οὔτε λύπη ὑπομένει οὔτε κανένα ἄλλο ξαφνικὸ κακὸ ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ συμβαίνουν στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἡδονὴ καθαρὴ τὴν ἀπολαμβάνει, ἐνῶ ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ ἀπολαύσω οὔτε τὴν ἀπαραίτητη τροφή. Σὲ αὐτόν, ἐνῶ δαπανᾶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του σὲ παρασίτους καὶ σὲ κόλακες καὶ στὴ μέθη, τοῦ τρέχουν ὅλα ἄφθονα σὰν ἀπὸ πηγές, ἐνῶ ἐγώ, ποὺ λιώνω ἀπὸ τὴν πείνα, γίνομαι παράδειγμα σὲ ὅσους μὲ βλέπουν καὶ ντροπὴ καὶ περίγελως. Ἄραγε αὐτὰ εἶναι ἔργα πρόνοιας; Ἄραγε ἐπιβλέπει κάποια δικαιοσύνη τὰ ἀνθρώπινα πράγματα;». Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶπε, οὔτε σκέφθηκε. Ἀπὸ ποῦ φαίνεται αὐτό; Ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ ἄγγελοι τὸν ὁδήγησαν ὡς τιμητικὴ συνοδεία καὶ τὸν ἀποκατέστησαν στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, ἂν ὅμως ἦταν βλάσφημος δὲ θὰ ἀπολάμβανε τόση τιμή. Καὶ οἱ πολλοὶ βέβαια γι’ αὐτὸ μόνο θαυμάζουν τὸν ἄνθρωπο, διότι ἦταν φτωχός, ἐγὼ ὅμως σας δείχνω ὄτι υπεμεινε ἐννέα στὸν ἀριθμὸ δοκιμασίες, ὄχι γιὰ νὰ τιμωρεῖται, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνεται λαμπρότερος, πράγμα βέβαια ποὺ καὶ ἔγινε.
Πραγματικὰ εἶναι φοβερὸ πράγμα καὶ ἠ φτώχεια, καὶ τὸ γνωρίζουν ὅσοι τὴν ἔχουν δοκιμάσει, διότι κανένας λόγος δὲ θὰ μπορέσει νὰ παραστήσει τὸν πόνο ποὺ ὑπομένουν αὐτοὶ ποὺ ζοῦν στὴ φτώχεια καὶ δὲν γνωρίζουν νὰ ἀντιμετωπίζουν τὴν κατάσταση μὲ φιλοσοφικὴ διάθεση. Στὴν περίπτωση ὅμως τοῦ Λαζάρου δὲν ἦταν αὐτὸ μόνο τὸ φοβερό, ἀλλὰ καὶ την αρρώστια ειχε ἀναπόσπαστο σύντροφο καὶ μάλιστα σὲ μεγάλο βαθμό. Καὶ πρόσεχε πὼς δείχνει ὅτι κάθε μία ἀπὸ τὶς συμφορὲς εἶχε φθάσει στὸ ἔπακρο. Καὶ τὸ ὅτι ἡ φτώχεια τοῦ Λαζάρου ξεπέρασε κάθε φτώχεια, τὸ ἔδειξε λέγοντας ὅτι «δὲν ἀπολάμβανε οὔτε τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου» (Λουκᾶ, ἰστ΄21), τὸ ὅτι ὅμως καὶ ἡ ἀρρώστια εἶχε φθάσει στὸ ἴδιο μέτρο μὲ τὴν φτώχεια, πέρα ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἐπεκταθεῖ, καὶ αὐτὸ πάλι ὁ Κύριος τὸ φανέρωσε λέγοντας ὅτι «τὰ σκυλιὰ ἔγλυφαν τὶς πληγές του». Τόσο πολὺ ἐξασθενημένος ἦταν, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ οὔτε τὰ σκυλιὰ νὰ ἀπομακρύνει, ἀλλὰ ἦταν ξαπλωμένος, ζωντανὸς νεκρός, καὶ ἐνῶ τὰ ἔβλεπε νὰ ἔρχονται ἐναντίον του, ὅμως δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ ἀμυνθεῖ. Σὲ τέτοια ἀδυναμία βρίσκονταν τὰ μέλη του, τόσο πολὺ εἶχε φθαρεῖ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, τόσο εἶχε καταβληθεῖ ἀπὸ τὴ δοκιμασία. Εἶδες πόσο πολύ του πολιορκοῦσαν τὸ σῶμα καὶ ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀρρώστια; Ἀλλὰ ἐὰν τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ καὶ μόνο τοῦ εἶναι φοβερὸ καὶ ἀβάσταχτο, πὼς δὲν ἦταν διαμάντι, αὐτὸς ποὺ τὰ ὑπέμενε ἑνωμένα μαζὶ καὶ τὰ δυό;
Πολλοὶ πολλὲς φορὲς ἀσθενοῦν, ἀλλὰ δὲν στεροῦνται τὴν ἀναγκαία τροφή, ἄλλοι ζοῦν βέβαια στὴ χειρότερη φτώχεια, ἀλλὰ εἶναι ὑγιεῖς, καὶ τὸ ἕνα γίνεται παρηγοριὰ τοῦ ἄλλου, ἐνῶ ἐδῶ καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ εἶχαν συντρέξει. Ἀλλὰ ἴσως ἔχεις νὰ μοῦ ἀναφέρεις κάποιον, ποὺ βρίσκεται μέσα στὴ φτώχεια καὶ τὴν ἀρρώστια. Ὅμως ὄχι σὲ τόση μεγαλη ερημιά. Διότι, καὶ ἐὰν ἀκόμη δὲν μπορεῖ νὰ βοηθηθεῖ οὔτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, οὔτε ἀπὸ τοὺς δικούς του, ὅμως μπορεῖ νὰ ἐλεηθεῖ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν βλέπουν μὲ τὸν νὰ βρίσκεται ἀνάμεσά τους, ἀλλὰ σ’ αὐτὸν τὰ δεινὰ ποὺ προαναφέραμε τὰ ἔκανε νὰ γίνονται βαρύτερα ἡ ἀδιαφορία ἐκείνων ποὺ τὸν ἔβλεπαν, καὶ αὐτὴν πάλι τὴν ἔκανε νὰ φαίνεται βαρύτερη τὸ ὅτι βρισκόταν μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ πλουσίου. Ἐὰν δηλαδὴ αὐτὰ τὰ πάθαινε βρισκόμενος στὴν ἔρημο καὶ σὲ ἀκατοίκητο τόπο καὶ δὲν τὸν πρόσεχε κανείς, δὲ θὰ πονοῦσε τόσο, διότι τὸν νὰ μὴν ὑπάρχει κανείς, θὰ τὸν ἔπειθε νὰ ὑπομένει καὶ χωρὶς τὴ θέλησή του αὐτὰ ποὺ τοῦ συνέβαιναν, τὸ νὰ βρίσκεται ὅμως ἀνάμεσα σὲ τόσους ποὺ μεθοῦσαν, ποὺ εὐημεροῦσαν, καὶ νὰ μὴν βρίσκει ἀπὸ κανέναν οὔτε τὴν παραμικρὴ φροντίδα, αὐτὸ τὸν ἔκανε νὰ αἰσθάνεται πιὸ δυνατούς τους πόνους καὶ τοῦ ἄναβε περισσότερο τὴ στενοχώρια. Διότι ἐκ φύσεώς μας πληγώνουν οἱ συμφορές, ὄχι τόσο ὅταν δὲν ὑπάρχουν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν, ὅσο ὅταν ὑπάρχουν, ἀλλὰ δὲν θέλουν νὰ ἁπλώσουν τὸ χέρι τους, πράγμα βέβαια ποὺ καὶ ἐκεῖνος τότε πάθαινε. Πράγματι κανεὶς δὲν ὑπῆρχε νὰ τὸν παρηγορήσει μὲ λόγια, νὰ τὸν βοηθήσει μὲ ἔργα, οὔτε φίλος, οὔτε γείτονας, οὔτε συγγενής, οὔτε κανεὶς ἀπὸ ὅσους τὸν ἔβλεπαν μέσα ἀπὸ ὅλο τὸ διεφθαρμένο σπίτι τοῦ πλουσίου.
Ἐπιπλέον κοντὰ σ’ αὐτὰ τοῦ προξενοῦσε κι ἄλλη ὀδύνη καὶ τὸ ὅτι ἔβλεπε ἄλλον νὰ εὐτυχεῖ, ὄχι διότι ἦταν ζηλιάρης καὶ κακὸς ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐκ φύσεως ὅλοι μας, ὅταν οἱ ἄλλοι εὐημεροῦν, αἰσθανόμαστε περισσότερο τὶς δικές μας συμφορές. Ἐπιπλέον στὴν περίπτωση τοῦ πλουσίου ὑπῆρχε καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ μποροῦσε νὰ τὸν πληγώνει. Διότι ὄχι μόνο, συγκρίνοντας τὴ δυστυχία του μὲ δικές του εὐτυχίες, αἰσθανόταν μεγαλύτερες τὶς δικές του συμφορές, ἀλλὰ κι ὅταν σκεφτόταν, ὄτι ο πλούσιος, ἂν καὶ ζεῖ μὲ σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπιά, ὅλα του ἔρχονται εὐνοϊκά, ἐνῶ αὐτός, ἂν καὶ ζεῖ μὲ ἀρετὴ καὶ καλοσύνη, ὑποφέρει τὰ πάνδεινα, καὶ ἐξαιτίας αὐτοῦ πάλι ὑπέμεινε ἀπαρηγόρητα τὴ λύπη. Διότι, ἐὰν ἦταν δίκαιος, ἂν ἦταν ἐπιεικής, ἂν ἦταν ἀξιοθαύμαστος ὁ πλούσιος ἄνθρωπος, ἐὰν ἦταν γεμάτος ἀπὸ κάθε ἀρετή, δὲ θὰ τὸν λυποῦσε, τώρα ὅμως καὶ στὴν κακία ζοῦσε, καὶ εἶχε φθάσει στὸν ὕψιστο βαθμὸ τῆς κακίας, καὶ τόση μεγάλη ἀπανθρωπιὰ ἔδειχνε καὶ ἔκανε ὅ,τι κάνουν οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί, καὶ σὰν νὰ ἦταν πέτρα, μὲ ἀδιαντροπιὰ καὶ ἀσπλαχνία τὸν προσπερνοῦσε, καὶ μετὰ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ἀπολάμβανε τόση μεγάλη εὐημερία. Σκέψου πὼς φυσικὸ ἦταν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος νὰ πνίγει τὴν ψυχὴ τοῦ φτωχοῦ σὰν μέσα σὲ ἀλλεπάλληλα κύματα, σκέψου τὸν Λάζαρο ποιὸς φυσικὸ ἦταν νὰ εἶναι, βλέποντας τοὺς παρασίτους, τοὺς κόλακες καὶ τοὺς ὑπηρέτες νὰ ἀνεβαίνουν, νὰ κατεβαίνουν, νὰ βγαίνουν, νὰ μπαίνουν, νὰ τρέχουν βιαστικά, νὰ θορυβοῦν, νὰ μεθοῦν, νὰ πηδοῦν καὶ νὰ παρουσιάζουν κάθε ἄλλη ἀσέλγεια. Σὰν νὰ ἦλθε δηλαδὴ γι’ αὐτὸ στὸν κόσμο, γιὰ νὰ βλέπει τὰ ἀγαθά, ἔτσι ἦταν ριγμένος στὴν ἐξώπορτα, ζώντας τόσο, ὅσο γιὰ νὰ αἰσθάνεται μόνο τὶς συμφορές του, γιὰ νὰ ὑπομένει τὸ ναυάγιο μέσα σὲ λιμάνι, καὶ νὰ ὑποφέρει ἡ ψυχή του ἀπὸ φοβερότατη δίψα δίπλα στὴν πηγή.
Νὰ ἀναφέρω μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ ἕνα ἄλλο κακό; Δεν εἶχε νὰ δεῖ ἕναν ἄλλο Λάζαρο. Ἐμεῖς δηλαδὴ κι ἂν ἀκόμη πάθουμε μύρια κακά, ὅμως μποροῦμε βλέποντας ἐκεῖνον νὰ πάρουμε ἀρκετὴ παρηγοριὰ καὶ νὰ νιώσουμε μεγάλη ἀνακούφιση. Διότι το νὰ βρίσκεις μετόχους στὶς συμφορές σου ἢ στὰ ζητήματά σου ἢ στὶς διηγήσεις σου, αὐτὸ δίνει πολλὴ παρηγοριὰ σὲ ὅσους πονοῦν. Ἐνῶ ἐκεῖνος δὲν εἶχε νὰ δεῖ κανέναν ἄλλον ποὺ νὰ ὑπέφερε τὰ ἴδια μὲ αὐτόν, ἢ καλύτερα οὔτε εἶχε ἀκούσει ὅτι κάποιος ἀπὸ τοὺς προγόνους τοῦ εἶχε τόσα πολλὰ ὑποφέρει. Καὶ αὐτὸ ἦταν ἱκανὸ νὰ τοῦ σκοτώσει τὴν ψυχή. Μπορῶ μαζὶ μ’ αὐτὰ καὶ κάτι ἄλλο νὰ πῶ, ὄτι δεν μποροῦσε νὰ ἔχει καμία πίστη γιὰ τὴν ἀνάσταση, ἀλλὰ νόμιζε ὅτι τὰ παρόντα πράγματα περιορίζονται μόνο σ΄ αὐτὴ τὴ ζωή, διότι ζοῦσε πρὶν ἀπὸ τὴ χάρη. Εάν τώρα σ’ ἐμᾶς, μετὰ ἀπὸ τόση γνώση τοῦ Θεοῦ, τὶς ἀγαθὲς ἐλπίδες τῆς ἀναστάσεως, τὶς τιμωρίες ποὺ περιμένουν ἐκεῖ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουν ἑτοιμασθεῖ γιὰ ὅσους πράττουν τὸ καλό, ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ δείχνουν τόση μικροψυχία καὶ ζοῦν τόσο ἄθλια, ὥστε οὔτε μ’ αὐτὲς τὶς προσδοκίες νὰ μὴν γίνονται καλύτεροι, τί ἦταν φυσικὸ νὰ πάθει ἐκεῖνος, ποὺ ἦταν στερημένος καὶ αὐτὴν τὴν ἄγκυρα; Διότι ἐκεῖνος καμία τέτοια πίστη δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει τότε, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμη αὐτὰ τὰ διδάγματα. Καὶ μαζὶ μ’ αὐτὰ ὑπῆρχε καὶ κάτι ἄλλο, τὸ ὅτι καὶ ἠ υπόληψη του εἶχε προσβληθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνόητους ἀνθρώπους. Πράγματι συνηθίζουν οἱ πολλοί, ὅταν δοῦν κάποιους νὰ ζοῦν μέσα στὴν πείνα καὶ σὲ συνεχῆ ἀρρώστια καὶ στὰ χειρότερα κακά, νὰ μὴν ἔχουν καλὴ γνώμη γί΄ αὐτούς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ συμφορὰ νὰ κρίνουν καὶ γιὰ τὴ ζωή τους, καὶ νὰ πιστεύουν ὅτι ἐξαιτίας τῆς κακίας τοὺς ταλαιπωροῦνται ἔτσι, καὶ πολλὰ ἄλλα τέτοια λένε μεταξύ τους, ἀνόητα βέβαια, ὅμως τὰ λένε, ὅτι δηλαδὴ αὐτός, ἐὰν ἦταν φίλος τοῦ Θεοῦ, δὲ θὰ τὸν ἄφηνε νὰ ταλαιπωρεῖται στὴ φτώχεια καὶ στὶς ἄλλες συμφορές.
[…] Ὁ Λάζαρος ἦταν μὲν γεμάτος πληγές, ἀλλὰ αὐτὸ προεῖχε, τὸ ὅτι εἶχε μέσα του ψυχὴ πολυτιμότερη ἀπὸ κάθε χρυσάφι, ἢ καλύτερα ὄχι μόνο τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα τοῦ, διότι αρετή του σώματος δὲν εἶναι ἡ πολυσαρκία καὶ ἡ εὐρωστία, ἀλλὰ τὸ νὰ ἀντέχει τόσα πολλὰ καὶ τέτοιου εἴδους βάσανα. Καθόσον δεν εἶναι ἀποκρουστικὸς ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τέτοια τραύματα στὸ σῶμα, ἀλλὰ ἐκεῖνος πού, ἐνῶ ἔχει πάρα πολλὲς πληγὲς στὴν ψυχή του, δὲν ἐνδιαφέρεται καθόλου γι’ αὐτές, ὅπως ἦταν ἐκεῖνος ὁ πλούσιος ποὺ τὸ ἐσωτερικό του ἦταν γεμάτο πληγές. Καὶ ὅπως τὰ σκυλιὰ τοῦ ἔγλυφαν τὰ τραύματα, ἔτσι οἱ δαίμονες ἐκείνου τὰ ἁμαρτήματα, καὶ ὅπως αὐτὸς ζοῦσε στερημένος ἀπὸ τροφή, ἔτσι ἐκεῖνος ζοῦσε στερημένος ἀπὸ κάθε ἀρετή.
Γνωρίζοντας λοιπὸν ὅλα αὐτά, ἂς τὰ φιλοσοφοῦμε, κι ας μὴν λέμε, ὅτι «ἐὰν τὸν τάδε τὸν ἀγαποῦσε ὁ Θεός, δὲ θὰ τὸν ἄφηνε νὰ γίνει φτωχός». Καθόσον αὐτὸ ἀκριβῶς εἴναι αποδειξη μεγάλης ἀγάπης, διότι «ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶ ὁ Κύριος, τὸν παιδαγωγεῖ καὶ τὸν μορφώνει διαμέσου τῶν θλίψεων• μαστιγώνει δὲ μὲ ταλαιπωρίες κάθε υἱό, τὸν ὁποῖον δέχεται κοντά Του ὡς δικό Του» (Ἑβρ. 12, 6). Καὶ πάλι, «παιδί μου, ἐὰν προσέρχεσαι νὰ ὑπηρετήσεις τὸν Κύριο, ἑτοίμασε τὴν ψυχή σου γιὰ δοκιμασία, κάνε εὐθεία τὴν καρδιά σου καὶ δεῖξε ὑπομονή» (Ἐκκλ.2, 1). Ἂς διώξουμε λοιπόν, ἀγαπητοί, τὶς περιττὲς προλήψεις ἀπὸ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ λαοῦ. Διότι λέγει «αἰσχρὰ καὶ ἀνόητα λόγια καὶ ἄσεμνα ἀστεία ἂς μὴν βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα σας» (Ἔφ. 5, 4). Ούτε λοιπὸν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ τὰ λέμε, ἀλλὰ καὶ ἂν δοῦμε ἄλλους νὰ τὰ λένε, νὰ τοὺς ἀποστομώσουμε, νὰ ἐναντιωθοῦμε πάρα πολύ, νὰ ἐμποδίσουμε τὴν ἀδιάντροπη γλώσσα τους.
[…] Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν συλλέγοντας τὰ ἐνώπιόν μας, ἀγαπητοί, ἂς μὴν μακαρίζουμε τοὺς πλουσίους, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ ζοῦν ἐνάρετα, ἂς μὴν ταλανίζουμε τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ ζοῦν μέσα στὴν κακία, ἂς μὴν προσέχουμε τὰ παρόντα, ἀλλὰ ἂς ἔχουμε στραμμένο τὸ βλέμμα μας στὰ μέλλοντα, ἂς μὴν ἐξετάζουμε τὴν ἐξωτερικὴ ἐνδυμασία, ἀλλὰ ἐξετάζοντας τοῦ καθενὸς τὴ συνείδηση καὶ ἐπιδιώκοντας τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀρετὴ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὰ κατορθώματα, ἂς μιμηθοῦμε τὸν Λάζαρο καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοί.Διότι δὲν ὑπέμεινε αὐτὸς ἕναν καὶ δυὸ καὶ τρεῖς μόνο ἄθλους ἀρετῆς, ἀλλὰ πολὺ περισσότερους, ἐννοῶ τη φτώχεια, την αρρώστια, την αδιαφορία εκεινων ποὺ τὸν ἔβλεπαν, τὸ ὅτι ὑπέμεινε ὅλα ἐκεῖνα τὰ κακὰ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι ἐκεῖνο ποὺ μποροῦσε ὅλα αὐτὰ νὰ τοῦ τὰ σβήσει, χωρὶς νὰ περιμένει λόγο παρηγοριᾶς ἀπὸ κανέναν, τὸ ὅτι ἔβλεπε τὸν ὑπερήφανο ἐκεῖνον πλούσιο νὰ ἀπολαμβάνει τόση τρυφή, καὶ ὄχι μόνο νὰ ἀπολαμβάνει τὴν τρυφή, ἀλλὰ καὶ νὰ ζεῖ μέσα στὴν κακία καὶ νὰ μὴν παθαίνει κανένα κακό, τὸ ὅτι δὲν εἶχε νὰ προσβλέψει σὲ κανένα ἄλλον Λάζαρο, τὸ ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει καμία πίστη σὲ ἀνάσταση, τὸ ὅτι εἶχε, μαζὶ μὲ τὰ κακὰ ποὺ ἔχουμε ἀναφέρει, κακὴ ὑπόληψη ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἐξαιτίας τῶν συμφορῶν ἐκείνων, τὸ ὅτι ὄχι μέχρι δυὸ καὶ τρεῖς ἡμέρες ἔβλεπε τὸν ἑαυτὸ τοῦ σ’ αὐτὰ τὰ δεινά, ἀλλά σε ὅλη του τὴ ζωή, καὶ τὸν πλούσιο στὰ ἀντίθετα αὐτῶν.
Ποιὰ λοιπὸν ἀπολογία θὰ ἔχουμε, ἐὰν αὐτὸς μὲ τόση ἀνδρεία ὑπέμεινε ὅλα μαζὶ τὰ δεινά, καὶ ἐμεῖς δὲν ὑπομείνουμε οὔτε τὰ μισὰ ἀπὸ αὐτά; Διότι δὲν ἔχεις, δὲν ἔχεις νὰ δείξεις οὔτε νὰ ἀναφέρεις κάποιον ἄλλον ποὺ ἔχει ὑποστεῖ τόσο πολλὰ καὶ τέτοια κακά. Γι’αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ Χριστὸς τὸν τοποθέτησε ἀνάμεσά μας, ὥστε καὶ σὲ ὁποιαδήποτε δεινὰ κι ἂν πέσουμε, βλέποντας σ’ αὐτὸν τὸ τόσο ὑπερβολικὸ μέγεθος τῶν θλίψεων, νὰ λάβουμε, ἀπὸ τὴ δική του ἀρετὴ καὶ ὑπομονή, ἀρκετὴ παρηγοριὰ καὶ θάρρος, διότι προβάλλει σὰν κοινὸς διδάσκαλος ὁλόκληρής της οἰκουμένης σ΄αὐτοὺς ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ ὁποιοδήποτε κακό, δίνοντάς τους τὴ δυνατότητα νὰ προσβλέπουν πρὸς αὐτὸν καὶ νικώντας τοὺς ὅλους μὲ τὸ ὑπερβολικὸ μέγεθος τῶν δικῶν του συμφορῶν.
[…] « Συνέβηκε», λέγει, «νὰ πεθάνει ὁ Λάζαρος καὶ νὰ μεταφερθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους» (Λουκᾶ 16, 22). Γίνεται φανερὸ λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἐξεταζόμενη παραβολὴ ὄτι οι ψυχὲς ὅταν βγοῦν ἀπὸ τὸ σῶμα, δὲν μένουν πιὰ ἐδῶ, ἀλλὰ ἀμέσως μεταφέρονται. Καὶ ὄχι μόνο οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων, ἀλλὰ καὶ οἱ ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν μεταφέρονται ἐκεῖ, καὶ αὐτὸ πάλι γίνεται φανερὸ ἀπὸ ἕναν ἄλλον πλούσιο, μίας ἄλλης παραβολῆς. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἀπέδωσαν πλούσια σοδειὰ τὰ χωράφια του, εἶπε μέσα τοῦ, «τί νὰ κάνω; Θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ οἰκοδομήσω μεγαλύτερες». Τίποτα δὲν εἶναι χειρότερο ἀπὸ μία τέτοια γνώμη. Πράγματι γκρέμισε τὶς ἀποθῆκες τοῦ, διότι αποθηκες ἀσφαλισμένες δὲν εἶναι οἱ τοῖχοι, ἀλλὰ τὰ στομάχια τῶν φτωχῶν, ἐνῶ ὁ πλούσιος ἄφησε ἐκεῖνες τὶς ἀποθῆκες καὶ φρόντιζε γιὰ τοὺς τοίχους.
Τί λοιπὸν τοῦ λέγει ὁ Θεός; «Ἀνόητε, αὐτὴ τὴ νύχτα τὴν ψυχή σου ζητοῦν ἀπὸ σένα». Καὶ πρόσεχε στὴν περίπτωση τοῦ Λαζάρου λέγει ὅτι μεταφέρθηκε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, ἐνώ στην περίπτωση τοῦ πλουσίου λέγει «ἀπαιτοῦν» καὶ τὸν ἕνα τὸν πῆραν σὰν αἰχμάλωτο, ἐνῶ τὸν ἄλλο τὸν περιστοίχιζαν σὰν νικητή. Τὸν Λάζαρο ἄγγελοι τὸν μεταφέρουν, ἐνῶ τὴν ψυχὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου την ἀπαιτοῦσαν κάποιες φοβερὲς δυνάμεις, ἴσως σταλμένες γί΄αὐτὸν τὸν σκοπό, διότι δεν ἀναχωρεῖ πρὸς ἐκείνην τὴ ζωὴ μόνη της ἡ ψυχή, ἐπειδὴ δὲν εἶναι δυνατό. Διότι ἐὰν ὅταν μεταβαίνουμε ἀπὸ πόλη σὲ πόλη, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ὁδηγό, πολὺ περισσότερο ἡ ψυχὴ ὅταν ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ μεταφέρεται πρὸς τὴ μέλλουσα ζωή, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ὁδηγούς. Γί΄αὐτὸ πολλὲς φορὲς ἀνεβαίνει πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ προχωρεῖ πάλι πρὸς τὸ βάθος καὶ φοβᾶται καὶ φρίττει, ὅταν πρόκειται νὰ ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα. Διότι πάντα μας κεντρίζει ἡ συνείδηση γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, πολὺ περισσότερο ὅμως κατὰ τὴν ὥρα ἐκείνη, ὅταν πρόκειται νὰ μεταφερθοῦμε ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ γιὰ νὰ λογοδοτήσουμε στὸ φοβερὸ δικαστήριο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό πρεπει συνεχῶς νὰ ἑτοιμαζόμαστε ἀπὸ ἐδῶ, γιὰ τὴν ἔξοδό μας πρὸς τὰ ἐκεῖ. Διότι τί θὰ συμβεῖ ἐὰν ἀποφασίσει ὁ Κύριος νὰ μᾶς καλέσει ἀπόψε; Τί ἂν αὔριο; Εἶναι ἄγνωστο τὸ μέλλον, γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε διαρκῶς καὶ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ τὸ ταξίδι ἐκεῖνο, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Λάζαρος αὐτὸς διαρκῶς ὑπέμενε καὶ καρτεροῦσε, γί΄αὐτὸ καὶ μὲ τόση τιμὴ τὸν ὁδηγοῦσαν.
Ὅμως πέθανε καὶ ὁ πλούσιος καὶ τάφηκε, σὰν νὰ ἦταν καταχωνιασμένη ἡ ψυχὴ τοῦ μέσα στὸ σῶμα του, ὅπως σὲ μνῆμα, καὶ περιέφερε σὰν τάφο μαζί της τὴν σάρκα. Διότι δεμένος σὰν μὲ κάποια ἁλυσίδα μὲ τὴ μέθη καὶ τὴ γαστριμαργία, ἔτσι εἶχε κάνει ἄπρακτη καὶ νεκρὴ τὴν ψυχή. Μὴν προσπεράσεις, ἀγαπητέ, ἔτσι ἁπλῶς τὸ «ἐτάφη», ἀλλὰ σκέψου ἐδῶ, σὲ παρακαλῶ, τὰ τραπέζια τὰ ἐπαργυρωμένα, τὰ κρεβάτια, τοὺς τάπητες, τὰ σκεπάσματα, ὅλα τὰ ἄλλα τοῦ σπιτιοῦ, τὰ μύρα, τὰ ἀρώματα, τὸ ἄφθονο καθαρὸ κρασί, τὶς ποικιλίες τῶν φαγητῶν, τὰ καρυκεύματα, τοὺς μαγείρους, τοὺς κόλακες, τοὺς σωματοφύλακες, τοὺς ὑπηρέτες, ὅλη τὴν ἄλλη πολυτέλεια κατασβησμένη καὶ καταμαραμένη. Ὅλα στάχτη, ὅλα τέφρα καὶ σκόνη, θρῆνοι καὶ ὀδυρμοί, χωρὶς νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ βοηθήσει, οὔτε νὰ ἐπαναφέρει τὴν ψυχὴ ποὺ ἔφυγε. Τότε φάνηκε ἡ δύναμη τοῦ χρυσοῦ καὶ τῆς πολλῆς περιουσίας.
Πράγματι μέσα ἀπὸ τὴν τόση μεγάλη περιποίηση αναχωρουσε γυμνὸς καὶ μόνος, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ μεταφέρει μαζί του τίποτε ἀπὸ τὸν τόσο πλοῦτο, ἀλλὰ ἔφευγε ἔρημος καὶ ἀπροστάτευτος. Κανεὶς ἀπὸ ὅσους τὸν ὑπηρέτησαν, κανεὶς ἀπ’ ὅσους τὸν βοήθησαν δὲν ἦταν παρών, γιὰ νὰ τὸν γλυτώσουν ἀπὸ τὴν κόλαση καὶ τὴν τιμωρία, ἀλλὰ ἀφοῦ ἀποσπάσθηκε ἀπὸ ὅλους ἐκείνους, τὸν μετέφεραν μόνο γιὰ νὰ ὑπομείνει τὶς ἀφόρητες τιμωρίες. Ἀλήθεια «κάθε ἄνθρωπος εἶναι σὰν τὸ χόρτο καὶ κάθε δόξα τοῦ ἀνθρώπου σὰν τὸ ἄνθος τοῦ χόρτου. Ξεράθηκε τὸ χόρτο καὶ τὸ ἄνθος τοῦ ἔπεσε, ὁ λόγος ὅμως τοῦ Κυρίου θὰ μένει στὸν αἰώνα» (Ἠσαΐας 40, 6-8). Ἦλθε ὁ θάνατος καὶ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἔσβησε, καὶ παίρνοντας τὸν σὰν αἰχμάλωτο, ἔτσι τὸν ὁδήγησε σκυμμένο κάτω, γεμάτο ντροπή, χωρὶς παρρησία, νὰ τρέμει, νὰ φοβᾶται, σὰν νὰ ἀπήλαυσε ὅλη ἐκείνη τὴν τρυφὴ στὰ ὄνειρά του, καὶ μετὰ ὁ πλούσιος γινόταν ἱκέτης τοῦ φτωχοῦ, καὶ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὸ τραπέζι ἐκείνου, ποὺ ἄλλοτε πεινοῦσε καὶ ἦταν μπροστὰ στὰ στόματα τῶν σκυλιῶν, καὶ τὰ πράγματα ἄλλαξαν καὶ ἔμαθαν ὅλοι, ποιὸς ἦταν ὁ πλούσιος καὶ ποιὸς ἦταν ὁ φτωχὸς καὶ ὅτι ὁ Λάζαρος ἦταν πιὸ πλούσιος ἀπ’ ὅλους, ἐνῶ αὐτὸς πιὸ φτωχὸς ἄπ΄ ὅλους.
[…] Πολλὲς φορὲς κάποιος ἀπὸ τοὺς ἐδῶ πλουσίους βρέθηκε ἐκεῖ νὰ εἶναι φτωχότερος ὅμως, ὅπως ἀκριβῶς καὶ αὐτὸς ὁ πλούσιος. Διότι, ὅταν τὸν κατέλαβε τὸ βράδυ, δηλαδὴ ὁ θάνατος, καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ θέατρο τῆς παρούσας ζωῆς, καὶ ἔβγαλε τὸ προσωπεῖο καὶ φάνηκε ἐκεῖ ὅτι εἶναι φτωχότερος ὅλων, καὶ τόσο φτωχός, ὥστε νὰ μὴν ἔχει οὔτε μία σταγόνα νερό, ἀλλὰ γι’ αὐτὴν νὰ παρακαλεῖ ἐπίμονα, χωρὶς νὰ ἐκπληρώνεται οὔτε αὐτὴ ἡ αἴτησή του. Ποιὰ φτώχεια θὰ ἦταν χειρότερη ἀπ’ αὐτήν; Καὶ ἄκουε πώς. Διότι λέγει, «σήκωσε τὰ μάτια τοῦ πρὸς τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ λέγει, πάτερ, λυπήσου μὲ καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο, γιὰ νὰ βουτήξει τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου τοῦ στὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίσει τὸ στόμα μου». Βλέπεις πόση εἶναι ἡ θλίψη του; Ὅταν ἦταν κοντά του, τὸν προσπερνοῦσε, καὶ τώρα ποὺ εἶναι μακριὰ τοῦ τὸν καλεῖ, αὐτὸν ποὺ πολλὲς φορές, μπαίνοντας καὶ βγαίνοντας δὲν τὸν ἔβλεπε, αὐτὸ τώρα ποὺ εἶναι μακριά, τὸν βλέπει μὲ πολὺ πόθο. Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο τὸν βλέπει; Ἴσως πολλὲς φορὲς εἶπε αὐτὸς ὁ πλούσιος, «τί μου χρειάζεται ἡ εὐλάβεια καὶ ἡ ἀρετή; Ὅλα γιὰ μένα εἶναι σὰν νὰ τρέχουν ἀπὸ πηγές, ἀπολαμβάνω μεγάλη ἀφθονία ἀγαθῶν, πολλὴ εὐτυχία, δὲν ὑποφέρω καμιὰ δυστυχία, γιὰ ποιὸ λόγο νὰ ἀσκήσω τὴν ἀρετή; Αὐτὸς ὁ φτωχὸς ποὺ ζεῖ μὲ δικαιοσύνη καὶ εὐσέβεια ὑποφέρει μύρια βάσανα». Αὐτὰ βέβαια πολλοὶ πολλὲς φορὲς καὶ τώρα τὰ λένε. Γιὰ νὰ ξεριζωθοῦν λοιπὸν αὐτὲς οἱ κακὲς σκέψεις, τοῦ δείχνει ὅτι και για τὴν κακία ὑπάρχει τιμωρία, καὶ τιμὴ καὶ στέφανος γιὰ τοὺς κόπους ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας. Καὶ δὲν τὸν εἶδε μόνο γι’ αὐτό, ἀλλὰ γιὰ νὰ πάθει καὶ ὁ πλούσιος τώρα, σὲ μεγαλύτερο βαθμό, ἐκεῖνο ἀκριβῶς ποὺ ἔπαθε καὶ ὁ φτωχός. Διότι, ὅπως ἀκριβῶς σὲ ἐκεῖνον ἔκανε φοβερότερη τὴν τιμωρία τώρα, τὸ νὰ βρίσκεται στὴν κόλαση καὶ νὰ βλέπει τὴν εὐτυχία τοῦ Λαζάρου, ὥστε νὰ ἔχει πιὸ ἀφόρητη τὴν τιμωρία, ὄχι μόνο ἐξαιτίας τοῦ εἴδους τῶν βασάνων, ἀλλὰ καὶ ἐξαιτίας τῆς τιμῆς ποὺ ἀξιώθηκε ἐκεῖνος.
Καὶ ὅπως, ὅταν ἔδιωξε ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο, τὸν παρήγγειλε νὰ κατοικεῖ ἀπέναντι ἀπὸ τὸν παράδεισο, γιὰ νὰ τοῦ ἀνανεώνει τὴ λύπη ἡ ἀδιάκοπη θέα καὶ νὰ τοῦ δίνει μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια τὴν αἴσθηση τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἔχασε, ἔτσι λοιπὸν κι αὐτὸν τὸν ἔβαλε νὰ κατοικεῖ ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Λάζαρο, γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ ποιὰ ἀγαθὰ στέρησε τὸν ἑαυτό του. Σοὺ ἔστειλα, λέγει, μπροστὰ στὴν πόρτα σου τὸν φτωχὸ Λάζαρο, γιὰ νὰ σοῦ γίνει διδασκαλός της ἀρετῆς καὶ ἀφορμὴ γιὰ φιλανθρωπία, περιφρόνησες τὸ κέρδος, δὲν θέλησες νὰ χρησιμοποιήσεις ὅπως ἔπρεπε τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ τῆς σωτηρίας, θὰ σοῦ χρησιμεύσει λοιπὸν τώρα ὡς ἀφορμὴ μεγαλύτερης κολάσεως καὶ τιμωρίας.
[…] Ἀξίζει ὅμως κι ἐκεῖνο νὰ ἐρευνήσουμε: γιατί ἄραγε δὲν εἶδε τὸν Λάζαρο κοντὰ σὲ κανέναν ἄλλον δίκαιο, ἀλλὰ τὸν εἶδε μέσα στην ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ; Ἦταν φιλόξενος ὁ Ἀβραάμ, γιὰ νὰ γίνει λοιπὸν καὶ αὐτὸς κατήγορος αὐτοῦ γιὰ την αφιλοξενία του, τὸν βλέπει μαζὶ μὲ ἐκεῖνον. Διότι ἐκεῖνος καὶ τοὺς περαστικοὺς ἔψαχνε νὰ βρεῖ καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὸ σπίτι του, ἐνῶ αὐτὸς ἀδιαφοροῦσε καὶ γι’ αὐτὸν ποὺ βρισκόταν μέσα, καὶ ἐνῶ εἶχε τόσο θησαυρὸ καὶ ἀφορμὴ γιὰ σωτηρία, τὸν προσπερνοῦσε ἀδιάφορα κάθε ἡμέρα, καὶ δὲν χρησιμοποίησε ὅσο μποροῦσε τὴν προστασία τοῦ φτωχοῦ. Ὅμως ὁ πατριάρχης δὲν ἦταν τέτοιος, ἀλλὰ τελείως διαφορετικός, καθόταν μπροστὰ στὶς θύρες καὶ συνελάμβανε ὅλους τους διερχομένους, καὶ ὅπως κάποιος ἁλιεύς, ρίχνοντας δίχτυ στὴ θάλασσα, ἀνασύρει συνήθως ψάρι, ὅμως ἀνασύρει πολλὲς φορὲς καὶ χρυσὸ καὶ μαργαριτάρια, ἔτσι λοιπὸν κι αὐτός, ἁλιεύοντας ἀνθρώπους, κατόρθωσε νὰ ἁλιεύσει κάποτε καὶ ἀγγέλους, καὶ τὸ ἀξιοθαύμαστο εἶναι αὐτό, ὄτι χωρις νὰ τὸ γνωρίζει τὸ ἔκανε αὐτό. Διότι ἐὰν τὸ γνώριζε καὶ τοὺς ὑποδεχόταν μὲ τόση καλοσύνη, δὲ θὰ ἔκανε τίποτε μεγάλο καὶ ἀξιοθαύμαστο, ἐνῶ ὁ ἔπαινος ὅλος του ἀξίζει, ἐπειδή, ἐνῶ ἀγνοοῦσε ποιοὶ ἦταν οἱ διερχόμενοι, καὶ νομίζοντας ὅτι ἦταν ἁπλῶς ἄνθρωποι ὁδοιπόροι, μὲ τόσο μεγάλη προθυμία τοὺς κάλεσε μέσα στὸ σπίτι του.
Τὸ πιὸ ὑπέροχο λοιπὸν εἶναι ὅταν καὶ τοὺς τυχόντες καὶ τοὺς περιφρονημένους καὶ τοὺς εὐτελεῖς τους δεχόμαστε μὲ πολλὴ καλοσύνη. Αὐτὸ γνωρίζοντας καὶ ὁ Ἀβραάμ, δὲν ἐξέταζε τοὺς διερχομένους ποιοὶ ἦταν καὶ ἀπὸ ποὺ ἔρχονταν, ὅπως ἀκριβῶς ἐμεῖς τώρα, ἀλλὰ τοὺς δεχόταν ὅλους χωρὶς διάκριση. Διότι αυτος ποὺ δείχνει φιλικὴ διάθεση δὲν πρέπει νὰ ζητᾶ νὰ δίνουν λόγο γιὰ τὴ ζωή τους, ἀλλὰ μόνο νὰ διορθώνει τὴ φτώχεια καὶ νὰ καλύπτει τὴν ἀνάγκη. Ἕναν λόγο συνηγορίας ἔχει ὁ φτωχός, τὴ φτώχεια καὶ τὸ ὅτι βρίσκεται σὲ ἀνάγκη, τίποτε λοιπὸν περισσότερο μὴν τοῦ ζητάς, ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμη εἶναι ὁ πιὸ καλὸς ἀπὸ ὅλους καὶ τοῦ λείπει ἡ ἀναγκαία τροφή, ἂς τὸν ἀπαλλάξουμε ἀπὸ τὴν πείνα. Αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς παρήγγειλε νὰ κάνουμε λέγοντας, «γίνετε ὅμοιοι μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα σας, ὁ ὁποῖος ἀνατέλλει τὸν ἥλιό Του γιὰ τοὺς κακοὺς καὶ τοὺς ἀγαθούς, καὶ βρέχει γιὰ τοὺς δικαίους καὶ τοὺς ἀδίκους». Εἶναι λιμάνι γιὰ ὅσους βρίσκονται σὲ ἀνάγκη ο ἐλεήμονας, καὶ τὸ λιμάνι δέχεται ὅλους τους ναυαγοὺς καὶ τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τοὺς κινδύνους, καὶ εἴτε εἶναι κακοί, εἴτε εἶναι ἀγαθοί, εἴτε εἶναι ὁτιδήποτε ἄλλο αὐτοὶ ποὺ κινδυνεύουν, τοὺς δέχεται ὅλους μέσα στὴν ἀγκαλιά του.
[…] Ἀλλὰ ἂς ἐπαναφέρουμε πάλι στὸν λόγο μας στὸ θέμα μας. Ὅταν λοιπὸν τὸν εἶδε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, εἶπε, «πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησε μὲ καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο». Για ποιὸν λόγο δὲν ἀπηύθυνε τὸν λόγο πρὸς τὸν Λάζαρο; Εγώ νομίζω ὄτι ντραπηκε καὶ κοκκίνισε καὶ κρίνοντας ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, νόμιζε ὅτι ὁπωσδήποτε θὰ τοῦ κρατᾶ κακία. Διότι, ἐὰν ἐγώ, λέγει, ποὺ ἀπολάμβανα τόση εὐτυχία, καὶ σὲ τίποτα δὲν ἀδικήθηκα, περιφρόνησα τὸν ἄνθρωπο ποὺ βρισκόταν σὲ τόσα κακὰ καὶ οὔτε ψίχουλα δὲν τοῦ ἔδωσα, πολὺ περισσότερο αὐτός, ποὺ τόσο περιφρονήθηκε, δὲ θὰ συγκατανεύσει στὴν παράκλησή μου. Αὐτὰ δὲν τὰ λέμε γιὰ νὰ κατηγορήσουμε τὸν Λάζαρο, διότι ἐκεῖνος δὲν κατείχετο ἀπὸ τέτοιες σκέψεις, μὴ γένοιτο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ πλούσιος αὐτὰ φοβήθηκε καὶ δὲν κάλεσε τὸν Λάζαρο, ἀλλὰ φώναξε τὸν Ἀβραάμ, γιὰ τὸν ὁποῖο πίστευε ὅτι ἀγνοοῦσε ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν γίνει. Καὶ ζήτησε ἐκεῖνο τὸ δάχτυλο, τὸ ὁποῖο πολλὲς φορὲς ἄφησε νὰ τὸ γλύψουν οἱ γλῶσσες τῶν σκύλων.
Τί λοιπὸν εἶπε ἐκεῖνος; «Τέκνο μου, ἀπήλαυσες τὰ ἀγαθά σου στὴ ζωή σου». Πρόσεχε σύνεση, πρόσεχε φιλοστοργία δικαίου. Δὲν εἶπε, «ἀπάνθρωπε καὶ σκληρὲ καὶ παμπόνηρε, ἐνῶ ἄφησες σὲ τόσο μεγάλα κακὰ τὸν ἄνθρωπο θυμᾶσαι τώρα τὴν φιλανθρωπία καὶ τὸ ἔλεος καὶ τὴν συγνώμη; Δὲν κοκκινίζεις, δὲν ντρέπεσαι;» Ἀλλὰ τί λέγει; «Τέκνο μου», λέγει, «ἀπήλαυσες τὰ ἀγαθά σου». Διότι λέγει «ψυχὴ ταλαιπωρημένη μὴν τὴν ταράξεις ἄλλο» (Ἐκκλ. 4, 3). Του ἀρκοῦν οἱ τιμωρίες του, ἂς μὴν ἐπιβαρύνουμε τὶς συμφορές του. Ἐξάλλου καὶ γιὰ νὰ μὴν νομίσει ὅτι ἀπό μνησικακια για τὰ περασμένα δὲν ἄφησε τὸν Λάζαρο νὰ πάει, τὸν ὀνομάζει «τέκνο μου», ἀπολογούμενος κατὰ κάποιον τρόπο γιὰ τὸν ἑαυτό του, μὲ τὴν προσφώνησή του. Αὐτὸ ποὺ εἶναι στὴν ἐξουσία μου, λέγει, σοὺ τὸ δίνω, τὸ νὰ μεταβεῖ ὅμως ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ, δὲν εἶναι δικό μου.
«Τέκνο μου», λέγει λοιπόν, «θυμήσου ὅτι ἐσὺ ἀπόλαυσες τὰ ἀγαθά σου στὴ ζωή σου καὶ ὁ Λάζαρος τὰ κακά, καὶ τώρα αὐτὸς παρηγορεῖται καὶ ἐσὺ ὑποφέρεις. Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά χασμα μεγαλο ἔχει στηριχθεῖ ἀνάμεσά μας, ὥστε ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ μεταβοῦν ἀπὸ ἐκεῖ πρὸς ἐμᾶς νὰ μὴν μποροῦν, οὔτε αὐτοὶ ποὺ εἶναι ἐδῶ νὰ περάσουν πρὸς τὰ ἐκεῖ». Είναι βαριὰ αὐτὰ ποὺ ἔχουν λεχθεῖ καὶ πότισαν μὲ μεγάλο πόνο τὴν ψυχή μας. Τὸ ξέρω κι ἐγώ, ἀλλά οσό μας πληγώνει ἡ συνείδηση, ἄλλο τόσο καὶ ὠφελεῖ τὴν ψυχὴ αὐτῶν ποὺ ἐρεθίζει. Διότι, ἐὰν ἐκεῖ μας τὰ ἔλεγαν αὐτά, ὅπως στὸν πλούσιο, πράγματι ἔπρεπε νὰ θρηνοῦμε καὶ νὰ ὀδυρόμαστε καὶ νὰ πενθοῦμε, διότι δὲ θὰ εἴχαμε καιρὸ γιὰ μετάνοια, ἐπειδὴ ὅμως τὰ ἀκοῦμε τώρα ποὺ εἴμαστε ἐδῶ, ὅπου καὶ εἶναι δυνατὸ νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ καθαρισθοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ νὰ ἀποκτήσουμε μεγάλη παρρησία, καὶ νὰ ἀλλάξουμε ἀνησυχώντας ἀπὸ τὰ κακὰ ποὺ συνέβηκαν στοὺς ἄλλους, ἂς εὐχαριστήσουμε τὸν φιλάνθρωπο Θεό, ποὺ διεγείρει τὴ δική μας ὀκνηρία μὲ τὴν τιμωρία τῶν ἄλλων, καὶ μᾶς ἀφυπνίζει ἐνῶ κοιμόμαστε. Γί΄ αὐτὸ ἀκριβῶς προλέχθηκαν αὐτά, γιὰ νὰ μὴν πάθουμε κι ἐμεῖς. Διότι, ἐὰν ἤθελε νὰ μᾶς τιμωρήσει, γι’ αὐτὸ προλέγει τὴν τιμωρία, γιὰ νὰ σωφρονισθοῦμε μὲ τὴν πρόρρηση καὶ νὰ ἀποφύγουμε νὰ τὰ γνωρίσουμε στὴν πράξη.
Ἀλλὰ γιατί δὲν εἶπε «ἔλαβες τὰ ἀγαθά σου», ἀλλὰ «ἀπέλαβες»; Εδώ ἀνοίγεται μπροστά μας ἀχανὲς καὶ μεγάλο πέλαγος νοημάτων. Διότι τὸ «ἀπέλαβες» φανερώνει καὶ σημαίνει κάποια ὀφειλή, καθόσον ἀπολαμβάνει κανεὶς αὐτὰ ποὺ τοῦ ὀφείλουν. Ἂν λοιπὸν ἦταν μιαρὸς καὶ ἀκάθαρτος καὶ σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος αὐτὸς ὁ πλούσιος, γιατί δὲν τοῦ εἶπε, «ἔλαβες τὰ ἀγαθά σου» ἀλλὰ «ἀπόλαβες», σὰν νὰ τοῦ τὰ χρωστοῦσε καὶ νὰ τοῦ τὰ ὄφειλε; Τι λοιπὸν μαθαίνουμε ἀπὸ ἐδῶ; Ὅτι, καὶ ἂν εἶναι μερικοὶ ἀκάθαρτοι καὶ ἔχουν φθάσει στὸν ὕψιστο βαθμὸ τῆς κακίας, πολλὲς φορὲς ἔχουν κάνει ἕνα καὶ δυὸ καὶ τρία καλά. Καὶ τὸ ὅτι τὰ λέγω αὐτὰ τώρα, ὄχι ἀπὸ δική μου σκέψη, γίνεται ὁλοφάνερο ἀπὸ αὐτό. Διότι τί μιαρότερο ὑπῆρχε ἀπὸ τὸν κριτὴ ἐκεῖνον τῆς ἀδικίας (στὴν παραβολὴ τοῦ ἀδίκου κριτὴ καὶ τῆς χήρας, βλ. Λουκᾶ 18, 1-8); Αὐτὸς οὔτε τὸν Θεὸ φοβόταν, οὔτε τοὺς ἀνθρώπους ντρεπόταν, ἀλλ’ ὅμως, ἂν καὶ ζοῦσε μέσα στὴν κακία, ἔκανε κάτι καλό, ἐλέησε τὴν χήρα, ποὺ συνεχῶς τὸν ἐνοχλοῦσε, ὑποχώρησε καὶ ἐκπλήρωσε τὴν ἀπαίτησή της καὶ τὴν προστάτευσε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὴν ἀδικοῦσαν. Ἔτσι συμβαίνει νὰ εἶναι κάποιος ἀσελγής, ἀλλὰ καὶ ἐλεήμων πολλὲς φορές, ἢ ἀπάνθρωπος, ἀλλὰ καὶ φρόνιμος, ἀλλὰ κι ἂν εἶναι ἀκόλαστος καὶ ἀπάνθρωπος, ὅμως ἔκανε κατὰ τὴ ζωὴ τοῦ πολλὲς φορὲς καὶ κάποιο καλό.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἦταν φυσικὸ καὶ ὁ πλούσιος, ἐὰν καὶ εἶχε φθάσει στὸ ὕψιστο σημεῖο τῆς κακίας, νὰ εἶχε κάνει κάποιο καλό, καὶ ὁ Λάζαρος, ἂν καὶ ἔφθασε στὴν κορυφὴ τῆς ἀρετῆς, νὰ εἶχε ἁμαρτήσει ἔστω καὶ ἐλάχιστα, πρόσεχε πὼς καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ τὰ ὑπαινίχθηκε ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ, λέγοντας, «κι ἐσὺ ἀπήλαυσες τὰ ἀγαθά σου στὴ ζωή σου καὶ ὁ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά». Αὐτὸ ποὺ λέγει σημαίνει τὸ ἑξῆς, ἐὰν κι ἐσὺ ἔχεις κάνει κάποιο καλό, καὶ σοῦ ὀφειλόταν γί΄αὐτὸ μισθός, ὅλα αὐτὰ τὰ ἀπήλαυσες σ’ ἐκεῖνον τὸν κόσμο, ὅταν διασκέδαζες, χαιρόσουν τὰ πλούτη σου, ἀπολάμβανες μεγάλη εὐημερία καὶ εὐτυχία, καὶ αὐτός, ἂν ἔκανε κάποιο κακό, ὅλα τὰ ἐξόφλησε μὲ τὴν φτώχεια καὶ τὴν πείνα καὶ μὲ ὅλα τὰ μεγάλα κακὰ μὲ τὰ ὁποῖα ταλαιπωρήθηκε, καὶ γυμνὸς ὁ κάθε ἕνας ἀπό σας ἔχει φθάσει ἐδῶ, ἐκεῖνος χωρὶς ἁμαρτίες, κι ἐσὺ χωρὶς κατορθώματα δικαιοσύνης, γί΄αὐτὸ καὶ αὐτὸς ἔχει καθαρὴ τὴν παρηγοριά, κι ἐσὺ ὑπομένεις ἀπαρηγόρητη τὴν τιμωρία.
[…] Ἀλλὰ ἂς ἀκούσουμε καὶ τὴν συνέχεια. «Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτά», λέγει, «ἔχει στηριχθεῖ μεγάλο βάραθρο μεταξύ μας». Ἑπομένως, καλὰ εἶπε ὁ Δαυὶδ «ὁ ἀδελφὸς δὲν μπορεῖ νὰ σὲ σώσει, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δώσει στὸν Θεὸ γιὰ νὰ τὸν ἐξιλεώσει» (Ψάλμ. 48, 8). Πράγματι, δὲν εἶναι δυνατό, κι ἂν ἀκόμη εἶναι ἀδελφός, κι ἂν εἶναι πατέρας, κι ἂν εἶναι υἱός. Διότι πρόσεχε, «παιδί μου», ὀνόμασε ὁ Ἀβραὰμ τὸν πλούσιο, κι ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ φανεῖ πατέρας, «πατέρα» ἀποκάλεσε τὸν Ἀβραὰμ ὁ πλούσιος, κι ὅμως, δὲν μπόρεσε, ὅπως ἦταν φυσικό, νὰ ἀπολαύσει τὴν πατρικὴ εὔνοια, γιὰ νὰ μάθεις ὅτι οὔτε συγγένεια, οὔτε φιλία, οὔτε προσπάθεια, οὔτε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν, μπορεῖ νὰ ὠφελήσει ἐκεῖνον ποὺ προδόθηκε ἀπὸ τὴ δική του τὴ ζωή.
[…] Ἄκουσε λοιπὸν πὼς καὶ ὁ πλούσιος ποὺ ζήτησε δυὸ χάρες ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, καὶ στὶς δυὸ ἀπέτυχε. Διότι πρῶτα τὸν παρακάλεσε γιὰ τὸν ἑαυτό του, λέγοντας, «στεῖλε τὸν Λάζαρο», ἔπειτα ὅμως ὄχι πιὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἀδελφούς του, ἀλλὰ καμιᾶς χάριτος δὲν ἀξιώθηκε. Διότι η πρώτη ἦταν ἀδύνατο νὰ γίνει, ἐνῶ ἡ δεύτερη, γιὰ τοὺς ἀδελφούς του, ἦταν περιττή. Ἀλλ’ ὅμως, ἐὰν θέλετε, ἂς ἀκούσουμε κι αὐτὰ τὰ λόγια μὲ μεγάλη προσοχή. Δὲν ἄκουε ὁ κατάδικος τὸν Θεὸ νὰ τοῦ μιλάει, ἀλλὰ ὁ Ἀβραὰμ ἦταν στὸ ἐνδιάμεσο, γιὰ νὰ μεταφέρει στὸν δικαζόμενο τὰ λόγια του δικαστῆ. Διότι δὲν ἔλεγε ἀπὸ μόνος του αὐτὰ ποὺ ἔλεγε, ἀλλὰ τοῦ διάβαζε τοὺς θείους νόμους καὶ τοῦ ἔλεγε τὶς ἀποφάσεις ποὺ ἔβγαζε ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ πλούσιος δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ ἀντιμιλήσει.
Ἀλλὰ εἶναι ὤρα πιὰ νὰ ἀκούσουμε τὰ λόγια του πλουσίου. «Σὲ παρακαλῶ», λέγει, «πάτερ», δηλαδὴ δέομαι, σὲ ἱκετεύω, «νὰ στείλεις στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου τὸν Λάζαρο, διότι ἔχω πέντε ἀδέλφια, γιὰ νὰ τοὺς βεβαιώσει τὰ ὅσα γίνονται ἐδῶ, γιὰ νὰ μὴν ἔλθουν κι αὐτοὶ στὸν τόπο αὐτὸν τῆς βασάνου». Ἐπειδὴ ἀπέτυχε γιὰ τὸν ἑαυτό του, τώρα παρακαλεῖ γιὰ τοὺς ἄλλους. Πρόσεχε πὼς ἔγινε φιλάνθρωπος καὶ ἥμερος ἐξαιτίας τῆς κολάσεως. Διότι αὐτὸς ποὺ περιφρονοῦσε τὸν Λάζαρο, ἐνῶ ἦταν μπροστά του, φροντίζει τοὺς ἄλλους ποὺ εἶναι μακριά, αὐτὸς ποὺ ἀδιαφοροῦσε γι’ αὐτὸν ποὺ ἦταν μπροστὰ στὰ μάτια τους, ἐνδιαφέρεται γί΄αὐτοὺς ποὺ δὲν βλέπει, καὶ μὲ μεγάλο σεβασμὸ καὶ βιασύνη ζητεῖ νὰ δειχθεῖ κάποια πρόνοια γί΄αὐτούς, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὰ βάσανα ποὺ θὰ τοὺς καταλάβουν. Καὶ παρακαλεῖ νὰ σταλεῖ ὁ Λάζαρος στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του, ἐκεῖ ὅπου ἦταν τὰ σκάμματα γι’ αὐτὸν καὶ εἶχε ἀνοιχθεῖ τὸ στάδιο τῆς ἀρετῆς.
Ἂς τὸν δοῦν, λέγει, τώρα μὲ τὰ στεφάνια, ἐκεῖνοι ποὺ τὸν εἶδαν καθὼς ἀγωνιζόταν, ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μάρτυρες τῆς φτώχειας καὶ τῆς πείνας καὶ τῶν μυρίων συμφορῶν του, νὰ γίνουν μάρτυρες τῆς τιμῆς, τῆς μεταβολῆς, ὅλης της δόξας, γιὰ νὰ διδαχθοῦν καὶ νὰ μάθουν καὶ ἀπὸ τὰ δυό, ὅτι δὲ θὰ τελειώσουν τὰ πράγματά μας σὲ αὐτὴν τὴ ζωή, καὶ νὰ ἑτοιμασθοῦν ἔτσι, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἀποφύγουν αὐτὴν τὴν κόλαση καὶ τιμωρία. Τί εἶπε τότε ὁ Ἀβραάμ; «Ἔχουν τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες», λέγει, «αὐτοὺς ἂς ἀκούσουν». Δεν ἐνδιαφέρεσαι ἐσύ, λέγει, γιὰ τοὺς ἀδελφούς σου περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ τοὺς δημιούργησε. Τοὺς ἔδωσε ἄπειρους διδασκάλους ποὺ τοὺς παροτρύνουν, τοὺς συμβουλεύουν, τοὺς νουθετοῦν. Τι λοιπὸν εἶπε πάλι αὐτός; «Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ», λέγει, «ἀλλὰ ἐὰν πάει κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ τὸν πιστέψουν».
Αὐτὰ δηλαδὴ εἶναι τὰ λόγια τῶν πολλῶν. Ποῦ εἶναι τώρα αὐτοὶ ποῦ λένε: «Ποιὸς ἦρθε ἀπὸ ἐκεῖ; Ποιὸς ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς; Ποιὸς εἶπε αὐτὰ ποῦ συμβαίνουν στὸν Ἅδη;» Πόσα τέτοια καὶ τόσο μεγάλα εἶπε στὸν ἑαυτὸ τοῦ ὁ πλούσιος ἐκεῖνος ὅταν ἀπολάμβανε τὶς τρυφές; Διότι οὔτε ἀπὸ ἀφέλεια παρεκάλεσε νὰ ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ἀλλὰ ἐπειδή περιφρονουσε τὶς Γραφὲς ὅταν τὶς ἄκουγε καὶ τὶς περιγελοῦσε καὶ νόμιζε ὅτι εἶναι μύθοι τὰ λεγόμενα, ἀπὸ ἐκεῖνα λοιπὸν ποὺ ἔπασχε αὐτός, πίστευε ὅτι καὶ τὰ ἀδέλφια του θὰ πάθαιναν. Κι ἐκεῖνοι, λέγει, ἔτσι τὰ θεωροῦν, ἐὰν ὅμως πάει κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, δὲ θὰ ἀρνηθοῦν νὰ τὸν πιστέψουν, δὲ θὰ τὸν περιγελάσουν ἀλλὰ θὰ προσέξουν πολὺ τὰ λεγόμενά τους. Τί εἶπε τότε ὁ Ἀβραάμ; «Ἐὰν δὲν ἀκοῦνε τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, οὔτε ἐὰν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἀναστηθεῖ, θὰ τὸν ἀκούσουν». Καὶ ὅτι εἶναι ἀληθινὸ αὐτό, ὅτι ὅποιος δὲν ἀκούει τὶς Γραφές, οὔτε τοὺς νεκροὺς ἐὰν ἀναστηθοῦν θὰ τοὺς ἀκούσει, τὸ ἀπέδειξαν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ δὲν ἄκουσαν τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, οὔτε ὅταν εἶδαν ἀναστημένους νεκροὺς πίστεψαν, ἀλλὰ ἄλλοτε ἐπιχειροῦσαν νὰ σκοτώσουν τὸν ἀναστημένο Λάζαρο,κι ἄλλοτε ὁρμοῦσαν ἐπάνω στοὺς ἀποστόλους, ἂν καὶ βέβαια πολλοὶ ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἀναστήθηκαν κατὰ τὴν ὥρα τοῦ σταυροῦ.
[…] Γνωρίζοντας λοιπόν, ἀγαπητοί, ὅλα αὐτά, ἂς προσέχουμε τοὺς ἑαυτούς μας μὲ κάθε ἀκρίβεια, κι ἂν τιμωρούμαστε, νὰ εὐχαριστοῦμε, κι ἂν εὐημεροῦμε, νὰ ἀσφαλίζουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ σωφρονιζόμενοι ἀπὸ τὶς τιμωρίες τῶν ἄλλων, νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ διὰ τῆς μετανοίας καὶ τῆς κατανύξεως καὶ τῆς διαρκοῦς ἐξομολογήσεως, και εᾶν ἔχουμε διαπράξει κάποια ἁμαρτία κατὰ τὴν παροῦσα ζωή, ἀφοῦ τὴν ἀποβάλουμε καὶ μὲ πολλὴ προσπάθεια σβήσουμε τὴν κάθε κηλίδα τῆς ψυχῆς μας, ἂς παρακαλέσουμε τὸν Θεό, νὰ μᾶς ἀξιώσει ὅλους νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας ὅσο εἴμαστε ἐδῶ, κι ἔτσι νὰ πᾶμε ἐκεῖ, ὥστε ὄχι μὲ τὸν πλούσιο, ἀλλὰ μὲ τὸν Λάζαρο νὰ ἀπολαύσουμε τοὺς κόλπους τοῦ πατριάρχη, καὶ νὰ ἐντρυφοῦμε μὲ τὰ ἀθάνατα ἀγαθά, τὰ ὁποία εὔχομαι ὅλοι μας νὰ ἐπιτύχουμε, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα ἀνήκει ἡ δόξα, μαζὶ μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
[Πηγή: Ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἔργα, σειρὰ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (ΕΠΕ), Πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», ἔκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1988, τόμος 25, σελ. (κατ΄ἐπιλογὴν ἀπὸ ὅλες τὶς ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ‘’Εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον καὶ τὸν πλούσιον’’) 425-529]
(Ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, Φιλόλογος)
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!