Ἐλᾶτε, φιλοχριστοι καὶ τέλειοι ἀκροατές, χαρεῖτε μὲ τὴν καλὴ διήγηση ἐκείνη τὴ σπουδαία καὶ θαυμαστὴ γυναίκα, ἡ ὁποία μᾶς προσκαλεῖ νὰ δοῦμε ἕνα ὑπέροχο θέαμα. Ἐγὼ ὀνομάζω θέαμα ἐκεῖνο τὸ θέατρο, τὸ ὁποῖο παρουσίασε στοὺς Ἀγγέλους καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Πῶς δηλαδὴ μπῆκε ὁλοφάνερα, χωρὶς καθόλου νὰ τὴν προσκαλέσουν· καὶ πῶς ἐπίσης πλησίασε τὸν Χριστό, ποὺ καθόταν ἔτσι στὸ τραπέζι, ἀναγγέλλοντας ὅλα τα μυστικά της καρδιᾶς της, ἀναθέτοντας ὅλα σ’ αὐτὸν χωρὶς φωνὴ καὶ λέξη.
… ἔφθασε στὸ σπίτι, ὅπου γευμάτιζε ὁ Χριστός, καὶ βρίσκει τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἀνοιχτῆ, καὶ μπῆκε, καὶ ἀμέσως πλησιάζει ἀπὸ πίσω, καὶ ἀγγίζει τὰ ἅγια πόδια του, καὶ σκύβοντας τὸ κεφάλι μαζὶ μὲ τὴν καρδιά, μὲ στεναγμοὺς καὶ μὲ χείμαρρους δακρύων ἔβρεχε τὰ πόδια του, καταφιλώντας τα μὲ χαρά, μὲ σφοδρότατο πόθο, καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της, καὶ τὰ ἄλειφε μὲ τὸ μύρο μὲ προθυμία, λέγοντας:
«Μόνο ἐσὺ ὁ ἴδιος ξέρεις το πῶς ἐγὼ τόλμησα νὰ τὸ κάνω αὐτό. Χωρὶς νὰ ἀγνοῶ, Κύριε, τὰ φαῦλα ἔργα μου, τόλμησα νὰ πλησιάσω ἐσένα τὸν ἄχραντο· θέλοντας ὅμως νὰ σωθῶ, ἔπεσα καὶ προσκύνησα, ὅπως οἱ τελῶνες καὶ οἱ ἁμαρτωλοί. Δέξου, Χριστέ, τοὺς χείμαρρους τῶν δακρύων μου. Δέξου, Κύριε, τὸν πόθο τῆς ψυχῆς μου. Ἡ τόλμη μου ἃς θεωρηθεῖ παράκληση, καὶ ἡ θρασύτητά μου προσευχή· τὸ μύρο μου ἃς συντελέσει στὴν ἐξιλέωσή μου, καὶ ἡ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς μου στὸ φωτισμό μου.
»Δὲ σὲ βλέπω, ὅπως σὲ βλέπει ὁ Φαρισαῖος Σίμων, ποὺ σὲ κάλεσε σὲ γεῦμα· ἀλλὰ σὲ βλέπω ὡς τὸν μεγάλο δημιουργὸ Θεό, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ λόγο τοῦ δημιούργησε τὰ σύμπαντα. Εἶμαι ἀμνάδα τοῦ κοπαδιοῦ σου, ποὺ περιπλανιέμαι· φέρε μὲ πίσω στὸ μαντρί σου, Χριστέ, διότι ὁ ἴδιος εἶσαι βοσκὸς καλὸς καὶ μοναδικός, ποὺ συναθροίζεις στὴν αὐλή σου ἐκείνους ποὺ περιπλανιῶνται. Εἶμαι περιστέρα σου, φιλάνθρωπε, ποὺ ἁρπάχθηκα ἀπὸ φοβερότατο γεράκι. Φλέγεται ἡ ψυχή μου, ποὺ πληγώθηκε γιὰ τὴ μεγάλη σου ἄχραντη ἐξιλέωση. Ἀπομάκρυνε μὲ τὴ χάρη σου τὴ φοβερότατη δυσοσμία τῶν ἀνομιῶν μου. Ὡς ἀνταπόδοση γιὰ τὸ μύρο, Κύριε, καθάρισέ μου τὶς πληγὲς τῶν φοβερότατων ἁμαρτημάτων μου, ξεπλύνοντάς τα μὲ τὰ δάκρυά μου.
»Ἡ χάρη σου ἄνοιξε τὸ στόμα μου νὰ τὰ πῶ αὐτὰ μπροστά σου, ἀπὸ τὴν καρδιά μου, γιὰ νὰ γίνω καλὸ παράδειγμα γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, τοὺς ὁποίους ἦρθες νὰ σώσεις ὁ ἴδιος, φιλάνθρωπε. Ναί, Σωτήρα, σὲ παρακαλῶ, μὴν παραβλέψεις τὰ δάκρυα τῆς ταλαίπωρης καρδιᾶς μου· διότι ξέρω ὅτι τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατο γιὰ σένα· καὶ ὅτι ὅλα τα μπορεῖς».
Προσευχόταν, μέσα στὴν καρδιά της, σ’ αὐτὸν ποὺ ἔπλασε μόνος τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ πῆρε ἀνταμοιβὴ γιὰ τὸ μύρο, μύρο ζωῆς· ἀνταμοιβὴ γιὰ τὸ φθαρτό, τὸν ἄφθαρτο καὶ μόνιμο μισθό. Δὲν ἦταν τόσο εὐωδιαστό το μύρο, ὅσο ἦταν τὸ μύρο τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ. Πρόσφερε μύρο καὶ ἀγάπη, καὶ δέχθηκε τὴ συγχώρηση τῶν χρεῶν της. Διότι ὁ Σωτήρας, καθὼς εἶναι Θεὸς προγνώστης, φανέρωσε τὸν πόθο τῆς ψυχῆς της, κάνοντας νὰ μὴ μείνουν ἄγνωστά τα ἁμαρτήματα ποὺ προηγουμένως διέπραξε ἡ θαυμαστὴ γυναίκα. Ἀλλὰ πρῶτα-πρῶτα διακήρυξε τὰ ἁμαρτήματά της, ἔπειτα ἔδειξε τὴν ἀγάπη της, λέγοντας στοὺς μαθητές:
«Γιατί ἐνοχλεῖτε τὴ γυναίκα; Ἔκανε μιὰ καλὴ πράξη γιὰ μένα. Διότι τοὺς φτωχούς τους ἔχετε πάντοτε μαζί σας, ἐμένα ὅμως δὲ μὲ ἔχετε πάντοτε. Διότι, ὅταν αὐτὴ ἔχυσε τὸ μύρο στὸ κεφάλι μου, τὸ ἔκανε ὡς προετοιμασία γιὰ τὸν ἐνταφιασμό μου. Ἀλήθεια σᾶς λέω· ὅπου καὶ ἂν κηρυχθεῖ αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο, σὲ ὅλο τὸν κόσμο, θὰ διαλαληθεῖ καὶ αὐτὸ ποὺ ἔκανε αὐτή, γιὰ τὴν ἀνάμνησή της».
Στὸ διάστημα τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ θρήνου τῆς γυναίκας, ὅταν εἶδε ὁ Φαρισαῖος, ταράχθηκε πάρα πολύ. Μετανιωμένος λοιπόν, διότι κάλεσε τὸν Χριστὸ στὸ σπίτι του μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ προφήτη, καὶ κάνοντας μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ πικροὺς λογισμούς, ἔλεγε μέσα του: «Ἐγὼ νόμιζα ὅτι αὐτὸς εἶναι προφήτης, ποὺ γνωρίζει τὰ μέλλοντα καὶ ξέρει καλὰ αὐτὰ ποὺ ἔχουν περάσει, καὶ προφήτης τέλειος. Τώρα ὅμως ἀντιλήφθηκα ὅτι δὲ γνωρίζει οὔτε αὐτὰ ποὺ εἶναι μπροστὰ στὰ μάτια του, ἀλλὰ εἶναι ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι».
Ὁ Κύριός μας ὅμως, ποὺ πάντοτε ἐξετάζει τὰ μυστικά των καρδιῶν μας, ὡς Πλάστης, δὲν ἐλέγχει ἀμέσως μὲ σκληρότητα τὸν πονηρό, ἀλλὰ χωρὶς κακία φέρνει στὸ φῶς τὰ μυστικά· καὶ μάλιστα μὲ πραότητα καὶ μὲ πολλὴ καλοσύνη ἐκφράσθηκε σ’ αὐτὸν αἰνιγματικά, γι’ αὐτὰ ποὺ σκέφθηκε: «Σίμων, Σίμων, ἔχω νὰ σοῦ πῶ κάποια παραβολή, καὶ θέλω νὰ σὲ βάλω κριτὴ τῶν λόγων μου. Κάποιος δανειστῆς εἶχε δύο χρεοφειλέτες· ὁ ἕνας χρωστοῦσε σ’ αὐτὸν πενήντα χρυσὰ νομίσματα, καὶ ὁ ἄλλος χρωστοῦσε πεντακόσια· καὶ βρίσκονταν καὶ οἱ δύο μέσα στὴ φτώχεια. Βλέποντας λοιπὸν ἐκεῖνος ὁ μεγάλος δανειστὴς τὴ δυσκολία τους, χάρισε καὶ στοὺς δύο ἐξίσου τὸ χρέος τους καὶ ἔδειξε σὲ ὅλους ὁλοφάνερα πολὺ μεγάλη συμπόνια. Πῶς ἐσὺ κρίνεις γιὰ τὸν ἕνα καὶ γιὰ τὸν ἄλλο; Ποιὸς ἔχει ὑποχρέωση νὰ ἀγαπᾶ περισσότερο τὸν εὐεργέτη του· ἐκεῖνος ποῦ τοῦ χαρίσθηκαν λίγα, ἢ καλύτερα ἐκεῖνος ποῦ τοῦ χαρίσθηκαν πολλά; Διότι καὶ οἱ δυὸ εὐεργετήθηκαν ἀπὸ αὐτόν».
Ἀποκρίθηκε ὁ Σίμων: «Ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο χαρίσθηκαν πολλά, ἐκεῖνος ἔχει ὑποχρέωση νὰ δείξει τὴν ἀγάπη πολὺ περισσότερο». Καὶ ὁ Κύριος εἶπε σ’ αὐτόν: «Ὀρθὰ ἔκρινες. Ἄκουσε λοιπόν, θὰ σοῦ πῶ γιὰ τὴν ἄγνοιά σου. Τιμώντας μὲ ὁ ἴδιος, μὲ κάλεσες στὸ σπίτι σου· δὲν ἔπλυνες μὲ νερὸ τὰ πόδια μου, ὡς προφήτη· ἡ γυναίκα ὅμως ποὺ βλέπεις, μὲ τὰ δάκρυά της ἔπλυνε τὰ πόδια μου, καὶ μὲ τὰ μαλλιὰ τῆς τὰ σκούπισε· ἐπίσης ἐσύ, Σίμων, δὲ μοῦ ἔδωσες φίλημα, αὐτὴ ὅμως δὲ σταμάτησε νὰ φιλᾶ τὰ πόδια μου· ποτὲ δὲν ἄλειψες τὸ κεφάλι μου μὲ λάδι, αὐτὴ ὅμως ἄλειψε τὰ πόδια μου μὲ ἐκλεκτὸ μύρο. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο οἱ πολλές της ἁμαρτίες, σοῦ λέω, ποὺ ὁ ἴδιος νομίζεις ὅτι τὶς ἀγνοῶ, θὰ συγχωρηθοῦν σ’ αὐτή, ἐπειδὴ προφθάσε νὰ δείξει τὴν ἀγάπη της γιὰ τὴ συγχώρηση. Σ’ ἐκεῖνον ποὺ λίγο ἀγαπᾶ, προσφέρεται λίγη συγχώρηση· σ’ ἐκεῖνον ὅμως ποὺ ἀγαπᾶ πολύ, προσφέρεται πολλὴ συγχώρηση.
»Λοιπὸν μὴ σκανδαλισθεῖς γιὰ τὴ σωτηρία αὐτῆς τῆς ἁμαρτωλῆς· διότι ἐγὼ ἦρθα νὰ σώσω ἁμαρτωλούς, νὰ φωτίσω σκοτισμένους. Μὲ ἀσάλευτη πίστη καὶ μὲ τέλειο πόθο μὲ ἀγάπησε, καὶ μὲ ὅλη της τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλη της τὴν ψυχή. Τὴν δέχομαι αὐτὴ ὡς ἐκλεκτή, καὶ θὰ συμπεριλαμβάνεται στὸν ἀριθμὸ τῶν δικαίων ποὺ μὲ ἀγάπησαν, καὶ θὰ συγχωρηθοῦν σ’ αὐτὴ τὰ ἁμαρτήματά της. Καὶ τὸ ὄνομά της δὲ θὰ σβήσει, ἀλλὰ θὰ διαλαληθεῖ ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ αὐτὸ ποὺ ἔκανε, γιὰ νὰ τὴν μνημονεύουν. Καὶ ὅταν μάθουν ὅλοι τὴν πράξη της, θὰ γίνουν καὶ οἱ ἴδιοι ἐραστὲς καλῶν ἔργων, καὶ συμμέτοχοι πλούσιων καὶ αἰώνιων δωρεῶν».
Αὐτῆς τῆς γυναίκας εὔχομαι νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς μιμητές, καὶ ἐξομολογούμενοι νὰ καθαρίσουμε μὲ τὰ δάκρυά μας τὸ ρύπο τῶν ψυχῶν, καὶ νὰ πετύχουμε τὴ φιλανθρωπία ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεό· διότι δική του εἶναι ἡ δόξα· τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
[Ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ΕΡΓΑ, τόμος Ζ’. Ἐκδόσεις “Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας”, Θεσσαλονίκη 1998, σέλ. 90, 104 (ἀποσπάσματα)]
(Πηγὴ ἤλ. κειμένου: koinoniaorthodoxias.org)
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!