βαιων«Ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα πῆγε ὁ Ἰησοῦς στὴ Βηθανία, ὅπου ἦταν ὁ Λάζαρος», στὸν οἶκο τῆς Μαρίας καὶ τῆς Μάρθας, «καὶ τοῦ παρατέθηκε δεῖπνο ἀπὸ αὐτούς»· ἡ Μάρθα ὑπηρετοῦσε καὶ ὁ Λάζαρος ἔτρωγε. Καὶ αὐτὸ ἦταν ἀπόδειξη τῆς ἀληθινῆς ἀναστάσεως, τὸ ὅτι μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἡμέρες καὶ ζοῦσε καὶ ἔτρωγε. Ἄρα εἶναι φανερό, ὅτι τὸ γεῦμα γινόταν στὴν οἰκία τῆς Μάρθας· δέχονται δηλαδὴ τὸν Ἰησοῦ ἐπειδὴ ἦταν φίλοι καὶ ἀγαπώνταν ἀπὸ αὐτόν. Κάποιοι ὅμως λένε, ὅτι αὐτὸ γινόταν σὲ ξένη οἰκία. Ἡ Μαρία ὑπηρετοῦσε γιατί ἦταν μαθήτρια. Πάλι αὐτὴ ἐδῶ ἐπιτελεῖ πνευματικότερη διακονία· δὲν διακονοῦσε ὅμως σὰν πρὸς καλεσμένο, οὔτε ἦταν κοινὴ ἡ ὑπηρεσία της, ἀλλὰ σ’ αὐτὸν μόνο παρεῖχε τὴν τιμή, καὶ ἀπέδιδε αὐτήν, ὄχι ὡς πρὸς ἄνθρωπο, ἀλλ’ ὡς πρὸς Θεό. Γιατί γι’ αὐτὸ ἔχυσε μύρο καὶ τὸ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς της, πράγματα ποὺ ἔδειχναν, ὅτι ἡ ὑπόληψή της πρὸς αὐτὸν δὲν ἦταν τέτοια, τέτοια ποὺ τοῦ ἀπέδιδαν οἱ πολλοί. Ἀλλὰ τὴν ἐπετίμησε ὁ Ἰούδας μὲ πρόσχημα δῆθεν τὴν εὐλάβεια. Τί λέγει λοιπὸν ὁ Χριστός; «Ἄφησε τὴν· αὐτὸ τὸ ἔκανε προνοητικὰ γιὰ τὴν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου». Γιατί τέλος πάντων δὲν ἤλεγξε τὸν μαθητὴ γιὰ τὴν ἐπιτίμηση τῆς γυναίκας, οὔτε εἶπε αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶπε ὁ εὐαγγελιστής, ὅτι ἐπετίμησε τὴ γυναίκα ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἦταν κλέφτης; Ἤθελε μὲ τὴν πολλὴ μακροθυμία του νὰ τοῦ προκαλέσει ντροπὴ καὶ νὰ τὸν ἀποτρέψει ἀπὸ τὸ σχέδιό του. Γιατί, τὸ ὅτι γνώριζε, ὅτι ἦταν προδότης, φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι τὸν ἤλεγξε στὴν ἀρχὴ λέγοντας πολλὲς φορές• «Δὲν πιστεύουν ὅλοι», καί, «Ἕνας ἀπὸ σᾶς εἶναι διάβολος». Δήλωσε δηλαδὴ ὅτι γνώριζε πὼς αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ προδότης, δὲν τὸν ἤλεγξε ὅμως φανερά, ἀλλὰ τὸν συγχώρησε, θέλοντας νὰ τὸν ἀποτρέψει ἀπὸ τὸ σχέδιό του. 

Πῶς τότε ἄλλος λέγει, ὅτι ὅλοι οἱ μαθητὲς τὸ εἶπαν αὐτό; Καὶ ὅλοι καὶ ἐκεῖνος· ἀλλ’ οἱ ὑπόλοιποι ὄχι μὲ τὴν ἴδια προαίρεση. Ἂν ὅμως κάποιος θελήσει νὰ ἐξετάσει, γιατί τέλος πάντων, ἐνῶ ἦταν κλέφτης, παρέδωσε σ’ αὐτὸν τὸ χρηματοκιβώτιο τῶν φτωχῶν καὶ τὸν ἔκανε οἰκονόμο, ἐνῶ ἦταν φιλάργυρος, ἐκεῖνο θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι τὸν ἀπόρρητο λόγο τὸν γνωρίζει ὁ Ἰησοῦς· ἂν ὅμως πρέπει ἐμεῖς στοχαζόμενοι νὰ ποῦμε κάτι, τὸ ἔκανε γιὰ νὰ τοῦ ἀποκόψει κάθε πρόφαση. Γιατί δὲν μποροῦσε νὰ πεῖ, ὅτι τὸ ἔκανε αὐτὸ ἀπὸ ἔρωτα γιὰ τὰ χρήματα (καθόσον εἶχε ἀπὸ τὸ χρηματοκιβώτιο ἱκανὴ παρηγοριὰ τῆς ἐπιθυμίας του), ἀλλὰ ἀπὸ μεγάλη κακία, τὴν ὁποία ἂν ἤθελε νὰ τὴ συγκρατήσει, δὲν θὰ παρέδιδε τὸν εὐεργέτη. Ὁ Χριστὸς ὅμως, δείχνοντας πολλὴ συγκατάβαση πρὸς αὐτόν, τὸν ἀνεχόταν μακροθυμώντας. Γι’ αὐτὸ δὲν τὸν ἐπιτιμοῦσε ποὺ ἔκλεβε, μολονότι βέβαιά το γνώριζε, ἐμποδίζοντας τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία του καὶ ἀφαιρώντας τοῦ κάθε ἀπολογία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε, «Ἄφησε τὴν· τὸ ἔκανε αὐτὸ προνοητικὰ γιὰ τὴν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου». Πάλι τὸν προδότη ὑπενθύμισε, ἀναφέροντας τὸν «ἐνταφιασμό». Ἀλλὰ δὲν ἄγγιζε ὁ ἔλεγχος τὴν ψυχή του, οὔτε τὸν μαλάκωσε ὁ λόγος, μολονότι ἦταν ἱκανὸς νὰ δημιουργήσει μέσα του οἶκτο· ἦταν σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε, εἶμαι μισητὸς καὶ φορτικός, ἀλλὰ περίμενε λίγο καὶ θὰ φύγω. Καθόσον καὶ αὐτὸ προετοίμαζε καὶ προμήνυε μὲ τὸ νὰ λέγει, «Ἐμένα ὅμως δὲν θὰ μὲ ἔχετε πάντοτε». Ἀλλὰ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἔκανε τὸν θηριώδη καὶ μαινόμενο ἐκεῖνον ν’ ἀλλάξει γνώμη, μολονότι βέβαια πολὺ περισσότερα καὶ εἶπε καὶ ἔκανε, καὶ τὰ πόδια τοῦ ἔνιψε τὴν ἴδια αὐτὴ νύχτα, καὶ τοῦ πρόσφερε τροφὴ ἀπὸ τὴν ἴδια τράπεζα.

«Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἔμαθαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς βρίσκεται στὴ Βηθανία, καὶ πῆγαν, ὄχι μόνο γι’ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δοῦν τὸν Λάζαρο, τὸν ὁποῖο ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς». Καὶ ἐδῶ βλέποντας τὸ θαῦμα πίστεψαν πολλοί. Οἱ ἄρχοντες ὅμως δὲν ἀρκοῦνταν μόνο στὰ δικά τους κακά, ἀλλ’ ἐπιχειροῦσαν καὶ τὸν Λάζαρο νὰ φονεύσουν. Γιατί λέγει, «Οἱ ἀρχιερεῖς ἀποφάσισαν καὶ τὸν Λάζαρο νὰ θανατώσουν, ἐπειδὴ ἐξαιτίας αὐτοῦ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἔφευγαν καὶ πίστευαν στὸν Ἰησοῦ». Ἔστω, ἤθελαν νὰ θανατώσουν τὸν Χριστό, ὅτι καταργοῦσε τὸ Σάββατο, ὅτι ἔκανε ἴσο τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Πατέρα, καὶ ἐξαιτίας τῶν Ρωμαίων, ὅπως λένε, γιὰ νὰ μὴ καταστρέφουν καὶ τὸν τόπο καὶ τὸ ἔθνος αὐτῶν, τὸν Λάζαρο ποιὰ κατηγορία εἶχαν ἐναντίον του καὶ ἐπιχειροῦσαν νὰ τὸν θανατώσουν, παρὰ μόνο τὴν κατηγορία ὅτι εὐεργετήθηκε; Βλέπεις πῶς ἡ προαίρεσή του ἦταν φονική; Μολονότι βέβαια πολλὰ θαύματα ἔκανε, ἀλλὰ κανένα δὲν κατέστησε αὐτοὺς τόσο πολὺ θηρία, οὔτε ὁ παράλυτος, οὔτε ὁ τυφλός. Γιατί αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴ φύση τοῦ ἦταν θαυμαστότερο, καὶ εἶχε γίνει μετὰ ἀπὸ πολλά, καὶ ἦταν παράδοξο, νὰ δοῦν νεκρὸ τετραήμερο νὰ περπατᾶ καὶ νὰ μιλάει. Πόση μεγάλη ἀλήθεια ἡ ἀφροσύνη τῶν δῆθεν ἀρχιερέων! καθόσον κατόρθωμά τους ἦταν ν’ ἀναμιγνύουν τὴν πανήγυρη τῆς ἑορτῆς των μὲ φόνους. Ἄλλωστε, ἐκεῖ βέβαια νόμιζαν ὅτι κατηγορεῖ τὸ Σάββατο καὶ ἀπομακρύνει τὰ πλήθη μὲ τὴν πλάνη, ἐνῶ ἐδῶ, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν κανένα ψέμα νὰ προβάλουν, ἐπιχειροῦν τὸ φονικὸ ἔργο τοὺς ἐναντίον αὐτοῦ ποὺ ἔχει θεραπευτεῖ. Γιατί ἐδῶ δὲν μποροῦσαν οὔτε αὐτὸ νὰ ποῦν, ὅτι ἐναντιώνεται στὸν Πατέρα· γιατί ἡ προσευχὴ τοὺς ἀποστόμωνε.

Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν κατηγοροῦσαν πάντοτε ἀνατράπηκε καὶ τὸ θαῦμα ἦταν λαμπρό, ὁρμοῦν στὸ φόνο. Ἄρα λοιπὸν καὶ στὴν περίπτωση τοῦ τυφλοῦ αὐτὸ θὰ ἔκαναν, ἂν δὲν εἶχαν νὰ τὸν κατηγορήσουν γιὰ τὸ Σάββατο. Ἐξάλλου, ἐκεῖνος ἦταν ἄσημος καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸν ναό, ἐνῶ αὐτὸς ἦταν ἐπισημότερος· καὶ γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ ὅτι πολλοὶ πῆγαν πρὸς παρηγοριὰ τῶν ἀδελφῶν, καὶ ὅτι τὸ θαῦμα ἔγινε μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων καὶ μὲ πολὺ παράδοξο τρόπο· γι’ αὐτὸ ὅλοι ἔτρεχαν νὰ τὸν δοῦν. Αὐτὸ λοιπὸν τοὺς πλήγωνε, τὸ ὅτι, ἐνῶ ἡ ἑορτὴ διαρκοῦσε ἀκόμη, ἀφήνοντας τοὺς πάντες, ἔτρεχαν νὰ πᾶνε στὴ Βηθανία. Ἐπεχείρησαν λοιπὸν νὰ τὸν θανατώσουν, καὶ δὲν πίστευαν ὅτι εἶναι φαῦλο αὐτὸ ποὺ τολμοῦν νὰ κάνουν· τόσο πολὺ φονικοὶ ἦταν. Γι’ αὐτὸ ἀρχίζοντας ὁ νόμος τὶς ἐντολὲς ἀπὸ αὐτὸ ἀρχίζει, λέγοντας, «Δὲν θὰ φονεύσεις». Καὶ ὁ προφήτης αὐτὸ κατηγορεῖ λέγοντας• «Τὰ χέρια τοὺς εἶναι γεμάτα ἀπὸ αἷμα».

«Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τὸ μεγάλο πλῆθος ποὺ εἶχε μεταβεῖ στὴν ἑορτή, ἀκούοντας ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται στὰ ’Ἱεροσόλυμα, πῆραν κλαδιὰ ἀπὸ φοίνικες καὶ βγῆκαν πρὸς προϋπάντηση αὐτοῦ καὶ κραύγαζαν· Ὡσαννά, εὐλογημένος νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔρχεται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ». Πῶς λοιπόν, ἐνῶ δὲν περπατοῦσε μὲ παρρησία στὰ μέρη τῆς Ἰουδαίας καὶ ἔφευγε στὴν ἔρημο, πάλι μπαίνει μὲ παρρησία στὰ Ἱεροσόλυμα; Ἀφοῦ ἔσβησε τὸν θυμό τους μὲ τὴν ἀναχώρηση, ἔρχεται σ’ αὐτὴν ἔχοντας παύσει ὁ θυμός τους· ἄλλωστε, τὸ πλῆθος ποὺ προηγεῖτο καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἀκολουθοῦσε ἦταν ἱκανὸ νὰ τοὺς ὁδηγήσει σὲ ἀγωνία. Γιατί κανένα θαῦμα δὲν τοὺς ἀπέσπασε τόσο πολύ, ὅσο τὸ θαῦμα τοῦ Λαζάρου. Καὶ ἄλλος ἐπίσης εὐαγγελιστὴς λέγει, ὅτι «ἔστρωναν τὰ ἐνδύματά τους στὰ πόδια του», καὶ ὅτι «ὅλη ἡ πόλη σείσθηκε», μὲ τόση μεγάλη τιμὴ εἰσῆλθε. «Βρίσκοντας τότε ὁ Ἰησοῦς ἕναν μικρὸ ὄνο, κάθισε πάνω σ’ αὐτόν, ὅπως ἔχει γραφεῖ, μὴ φοβᾶσαι, θυγατέρα Σιῶν νὰ ὁ βασιλιάς σου ἔρχεται καθισμένος πάνω σε πουλάρι ὄνου». Τὸ ἔκανε βέβαια αὐτό, ἀπὸ τὴ μιὰ ἐκπληρώνοντας προφητεία, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη προτυπώνοντας ἄλλη προφητεία· καὶ τὸ ἴδιο πράγμα τῆς μιᾶς γινόταν ἀρχή, καὶ τῆς ἄλλης τέλος. Τὸ, «μὴ φοβᾶσαι, θυγατέρα Σιῶν, νὰ χαίρεσαι γιατί, ὁ βασιλιάς σου ἔρχεται σὲ σένα πράος», ἦταν ἀσφαλῶς προφητεία ποὺ ἐκπληρωνόταν, τὸ νὰ καθίσει ὅμως πάνω σε ὄνο, προτύπωνε μελλοντικὸ γεγονός, ὅτι τὸ ἀκάθαρτο γένος τῶν ἐθνῶν ἐπρόκειτο νὰ γίνει ὑποχείριο αὐτοῦ.

Πῶς ὅμως οἱ εὐαγγελιστὲς λένε, ὅτι ἔστειλε μαθητὲς καὶ εἶπε, «λύσατε τὴν ὄνο καὶ τὸ πουλάρι», ἐνῶ αὐτὸς τίποτε τέτοιο δὲν λέγει, ἀλλ’ ὅτι «βρίσκοντας ἕναν μικρὸ ὄνο κάθισε πάνω σ’ αὐτόν»; Ὅτι φυσικὸ ἦταν νὰ συμβοῦν καὶ τὰ δύο, καὶ μετὰ τὸ λύσιμο τοῦ ὄνου, ἀφοῦ ἦρθαν οἱ μαθητὲς ποὺ βρῆκαν τὸ πουλάρι, κάθισε πάνω σ’ αὐτό. Τὰ κλαδιὰ πάλι τῶν φοινίκων καὶ τῶν ἐλιῶν καὶ τὰ ἐνδύματά τους τὰ ἔστρωσαν κάτω, γιὰ νὰ δείξουν, ὅτι εἶχαν πλέον μεγαλύτερη γνώμη γι’ αὐτόν, παρὰ γιὰ προφήτη, καὶ ἔλεγαν· «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου». Βλέπεις ὅτι αὐτὸ προπάντων κατέπνιγε, τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, τὸ ὅτι πίστευαν ὅλοι, ὅτι δὲν εἶναι ἀντίθεος; Καὶ αὐτὸ προπάντων δίχαζε τὸν λαό, τὸ νὰ λέγει αὐτὸς ὅτι ἦρθε ἀπὸ τὸν Πατέρα. Τὸ, «μὴ φοβᾶσαι, ἀλλὰ νὰ χαίρεσαι ὑπερβολικά, θυγατέρα Σιῶν», τὸ λέγει ὁ προφήτης, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ βασιλεῖς αὐτῶν κατὰ τὸ πλεῖστον ἦταν ἄδικοι καὶ πλεονέκτες, καὶ παρέδωσαν αὐτοὺς στοὺς ἐχθρούς, καὶ διέστρεφαν τὸ πλῆθος, καὶ τοὺς καθιστοῦσαν ὑπόλογους στοὺς ἐχθρούς. Ἔχε θάρρος, λέγει· αὐτὸς δὲν εἶναι τέτοιος, ἀλλ’ εἶναι πράος καὶ ἐπιεικής· καὶ γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν ὄνο· γιατί δὲν εἰσῆλθε σύροντας ἀπὸ πίσω του στρατεύματα, ἀλλ’ ἔχοντας μόνο ὄνο. «Αὐτὰ ὅμως ποὺ συνέβηκαν τότε», λέγει, «δὲν τὰ κατάλαβαν οἱ μαθητές του, ὅτι αὐτὰ εἶχαν γραφεῖ γι’ αὐτόν, καὶ τὰ ἔκαναν αὐτὰ γι’ αὐτόν».

Βλέπεις ὅτι τὰ περισσότερά τα ἔκαναν ἀγνοώντας; Ἀλλ’ ὅταν ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, «τότε θυμήθηκαν, ὅτι αὐτὰ εἶχαν γραφεῖ γι’ αὐτόν, καὶ τὰ ἔκαναν αὐτὰ γι’ αὐτόν», καὶ αὐτὸς δὲν τὰ ἀπεκάλυψε. Καὶ πράγματι ὅταν εἶπε, «γκρεμίστε αὐτὸν τὸν ναὸ καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ τὸν ἀνοικοδομήσω», οὔτε αὐτὸ τὸ κατάλαβαν οἱ μαθητές. Καὶ ἄλλος ὅμως εὐαγγελιστὴς λέγει, ὅτι ἦταν κρυμμένος ὁ λόγος ἀπὸ αὐτοὺς καὶ δὲν γνώριζαν ὅτι πρέπει αὐτὸς ν’ ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Ἀλλ’ αὐτὸ βέβαια εὔλογα κρυβόταν γι’ αὐτὸ καὶ ἄλλος εὐαγγελιστὴς λέγει, ὅτι ἀκούοντας καθημερινὰ γιὰ τὸ πάθος στεναχωροῦνταν καὶ ἦταν λυπημένοι· καὶ αὐτὸ συνέβαινε ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν γνώριζαν τὸν λόγο τῆς ἀναστάσεως. Αὐτὸ λοιπὸν εὔλογα κρυβόταν, ἐπειδὴ ἦταν ἀνώτερο ἀπὸ τὶς πνευματικὲς δυνάμεις τους, τὸ νόημα ὅμως τῆς ὄνου γιατί δὲν φανερώθηκε σ’ αὐτούς; ’Ἐπειδὴ καὶ αὐτὸ ἦταν μεγάλο. Καὶ πρόσεχε τὴ φιλοσοφία τοῦ εὐαγγελιστῆ, πὼς δὲν ντρέπεται νὰ διαπομπεύει τὴν προηγούμενη ἄγνοιά τους γιατί, τὸ ὅτι βέβαια εἶχε γραφεῖ τὸ γνώριζαν, τὸ ὅτι ὅμως ἦταν γραμμένο γι’ αὐτόν, δὲν τὸ γνώριζαν· καθόσον θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς σκανδαλίσει, ἂν ἐπρόκειτο ὁ βασιλιὰς νὰ πάθει τέτοια. Καὶ ἐξάλλου, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ χωρέσουν ἀμέσως τὴ γνώση τῆς βασιλείας γιὰ τὴν ὁποία ἔλεγαν. Καὶ πράγματι ἄλλος εὐαγγελιστὴς λέγει πὼς νόμιζαν, ὅτι αὐτὰ λέγονται γιὰ τὴ βασιλεία αὐτή.

«Ὁ κόσμος λοιπὸν ποὺ ἦταν μαζί του διαβεβαίωνε, ὅτι φώναξε τὸν Λάζαρο ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ὑποδέχτηκε ὁ κόσμος, ἐπειδὴ ἄκουσαν, ὅτι αὐτὸς ἔκανε αὐτὸ τὸ θαῦμα». Γιατί δὲν θὰ ἄλλαζαν γνώμη, λέγει, ξαφνικὰ τόσοι πολλοί, ἂν δὲν εἶχαν πιστέψει στὸ θαῦμα. «Οἱ Φαρισαῖοι τότε εἶπαν μεταξὺ τους• Βλέπετε ὅτι δὲν ὠφελεῖτε καθόλου μ’ αὐτὰ ποῦ κάνετε; Νὰ ὁ κόσμος ἔτρεξε πίσω του». Νομίζω ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ λέχθηκαν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἦταν βέβαια ὑγιεῖς πνευματικά, δὲν τολμοῦσαν ὅμως νὰ ἐκφράζουν τὴ γνώμη τους μὲ θάρρος. Καὶ ὁ Παῦλος μιλώντας γιὰ τὴν ἀνάσταση, αὐτὸν τὸν λόγο ἀνέφερε. Ποιὰ ἀπολογία λοιπὸν θὰ ἔχουν αὐτοὶ ποῦ δὲν πιστεύουν στὴν ἀνάσταση;

Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ἀγαπητοί, γιὰ νὰ μὴ σᾶς ἀπασχολήσομε μάταια καὶ καταστήσομε τὸν λόγο λαβύρινθο, ἀφήνοντας αὐτά, ἐκεῖνο θὰ ποῦμε. Νὰ φροντίζετε γιὰ τὴν ἀκρόαση τῶν θείων Γραφῶν, καὶ νὰ μὴ λογομαχεῖτε γιὰ τίποτέ το μὴ χρήσιμο πρὸς καταστροφὴ αὐτῶν ποὺ σᾶς ἀκοῦνε. Γιατί καὶ ὁ Παῦλος συμβούλευε τὸν Τιμόθεο, μολονότι βέβαια ἦταν γεμάτος ἀπὸ πολλὴ σοφία καὶ εἶχε καὶ τὴ δύναμη νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα. Ἃς δείχνομε λοιπὸν ὑπακοὴ σὲ ἐκεῖνον, καὶ ἀφήνοντας τὶς φλυαρίες, ἃς καταγινόμαστε μὲ τὰ ἔργα, ἐννοῶ τὴ φιλαδελφία καὶ τὴ φιλοξενία, καὶ ἃς δείχνομε πολὺ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη, ὥστε καὶ τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἐπιτύχουμε, μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέσω τοῦ ὁποίου καὶ μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα πρέπει ἡ δόξα συγχρόνως καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

(Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία ΛΓ΄, Εἰς τὴν ἁγίαν ἑορτὴν τῶν Βαΐων, Ε.Π.Ἐ τ. 40, σ. 311-321)

(Πηγὴ ἠλ. κειμένου: pemptousia.gr)

Πηγὴ

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *