Ὁ μακάριος Παῦλος δείχνοντας τὴ δύναμη τῆς ἀνθρώπινης προθυμίας καὶ ὅτι μποροῦμε νὰ πετάξουμε καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν οὐρανό, ἀφήνοντας τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους καὶ τὶς ἄλλες δυνάμεις, ἄλλοτε διὰ μέσου του ἐαυτοῦ τοῦ μόνο προτρέπει τοὺς πιστοὺς νὰ γίνονται μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ λέγοντας, «Νὰ γίνεστε μιμητές μου, ὅπως καὶ ἐγὼ τοῦ Χριστοῦ», καὶ ἄλλοτε χωρὶς τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀνεβάζει τοὺς πιστοὺς πρὸς τὸν ἴδιο το Θεὸ λέγοντας, «Νὰ γίνεστε λοιπὸν μιμητὲς τοῦ Θεοῦ, σὰν τέκνα ἀγαπητά».
Ἔπειτα γιὰ νὰ δείξει ὅτι τίποτε δὲν κάνει τὴ μίμηση αὐτὴν τόσο, ὅσο το νὰ ζεῖ κανεὶς γιὰ τὸ κοινὸ καλὸ καὶ νὰ ἀποβλέπει πρὸς ὅ,τι εἶναι χρήσιμο γιὰ τὸν καθένα, πρόσθεσε· «Νὰ συμπεριφέρεστε μὲ ἀγάπη». Γι’ αὐτὸ ἀφοῦ εἶπε, «Νὰ γίνεστε μιμητές μου», ἀμέσως μιλᾶ γιὰ τὴν ἀγάπη, δείχνοντας ὅτι κυρίως αὐτὴ ἡ ἀρετὴ φέρει κοντὰ στὸ Θεό.
Γιατί οἱ ἄλλες ἀρετὲς εἶναι βέβαια κατώτερες ἀπὸ αὐτὴν καὶ περιστρέφονται ὅλες γύρω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους· ὅπως ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς ἐπιθυμίας, ὁ πόλεμος γιὰ τὴ λαιμαργία, ἡ μάχη πρὸς τὴ φιλαργυρία, ὁ ἀγώνας ἐναντίον τοῦ θυμοῦ. Ἡ ἀγάπη ὅμως εἶναι κοινὸ γνώρισμα τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἔλεγε· «Νὰ προσεύχεστε γιὰ ἐκείνους ποὺ σᾶς παρενοχλοῦν, γιὰ νὰ ὁμοιάσετε πρὸς τὸν Πατέρα σας, ὁ ὁποῖος εἶναι στοὺς οὐρανούς».
Αὐτὸ λοιπὸν καὶ ὁ Παῦλος γνωρίζοντας ὅτι εἶναι τὸ κυριότερο ἀπὸ τὰ ἀγαθά, τὸ ἐφάρμοσε μὲ πολλὴ προσοχή. Κανένας δὲν ἀγάπησε τόσο τοὺς ἐχθρούς του, κανένας δὲν εὐεργέτησε τόσο ἐκείνους ποὺ τὸν ἐπιβουλεύονταν, κανένας δὲν ἔπαθε τόσα γιὰ χάρη ἐκείνων ποὺ τὸν εἶχαν λυπήσει.
Γιατί δὲν ἔβλεπε σ’ ἐκεῖνα ποὺ πάθαινε, ἀλλὰ σκεφτόταν ὅτι καὶ αὐτοὶ ἦταν ἄνθρωποι, καὶ ὅσο περισσότερο ἐξαγριώνονταν ἐκεῖνοι, τόσο περισσότερό τους συγχωροῦσε τὴ μανία. Καὶ ὅπως θὰ συμπεριφερόταν ἕνας πατέρας πρὸς τὸ παιδί του, ὅταν τὸ πιάνει μανία (γιατί ὅσο καὶ ἂν τὸν βρίζει καὶ τὸν κτυπᾶ σκληρὰ ὁ πάσχων, τόσο περισσότερο τὸν εὐσπλαχνίζεται καὶ κλαίει), ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ἐπειδὴ σκεπτόταν τὴν ἀσθένεια, ἀπὸ τὴν ἐπενέργεια τῶν δαιμόνων, ἐκείνων ποὺ ἔκαμαν αὐτὰ ἐναντίον του, διεγειρόταν γιὰ περισσότερη φροντίδα.
Ἄκουσε λοιπὸν αὐτὸν πὼς μὲ πραότητα καὶ μὲ συμπάθεια μᾶς λέγει γι’ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι τὸν μαστίγωσαν πέντε φορές, τὸν λιθοβόλησαν, τὸν φυλάκισαν, οἱ ὁποῖοι διψοῦσαν γιὰ τὸ αἷμα του καὶ καθημερινὰ ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὸν θανατώσουν. «Γιατί βεβαιώνω γι’ αὐτούς», λέγει, «ὅτι ἔχουν ζῆλο γιὰ τὸ Θεό, ἀλλὰ ὄχι μὲ σωστὴ γνώση».
Καὶ πάλι ἀναχαιτίζοντας ἐκείνους ποὺ τὸν ἐπιτιμοῦσαν τοὺς ἔλεγε· «Νὰ μὴν ὑπερηφανεύεσαι, ἀλλὰ νὰ ἔχεις φόβο. Γιατί, ἂν ὁ Θεὸς δὲ λυπήθηκε τοὺς φυσικοὺς κλάδους, μήπως δὲν θὰ λυπηθεῖ καὶ σένα». Ὅταν ὅμως εἶδε ὅτι ἡ ἀπόφαση τοῦ Κυρίου στράφηκε ἐναντίον τους, ἔκανε ἐκεῖνο ποὺ μποροῦσε νὰ κάνει.
Συνέχεια ἔκλαιγε γι’ αὐτούς, θλιβόταν, ἐμπόδιζε ἐκείνους ποὺ ἤθελαν νὰ τοὺς ἀκολουθήσουν στὴν καταστροφὴ καὶ προσπαθοῦσε, ὅσο τοῦ ἦταν δυνατό, νὰ βρεῖ ἴχνος συγγνώμης γι’ αὐτούς. Καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς πείσει μὲ τὰ λόγια, γιατί ἦταν ἀνένδοτοι καὶ σκληροί, ἔκανε συνέχεια προσευχὲς λέγοντας· «Ἀδελφοί, ἡ σφοδρή μου ἐπιθυμία καὶ ἡ δέησή μου, ποὺ ἀπευθύνεται πρὸς τὸ Θεό, εἶναι ὑπὲρ αὐτῶν γιὰ τὴ σωτηρία τους».
Ὑπόσχεται ὅμως σ’ αὐτοὺς καὶ ἀγαθὲς ἐλπίδες λέγοντας, «Δὲν μετανοεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὰ χαρίσματα καὶ τὴν κλήση», ὥστε νὰ μὴ ἀπελπισθοῦν ἐντελῶς καὶ χαθοῦν.
Ὅλα αὐτὰ ἦταν γνώρισμα ἀνθρώπου ποὺ φρόντιζε καὶ φλεγόταν ὑπερβολικὰ γι’ αὐτούς, καθὼς ὅταν λέγει, ὅτι «Θὰ ἔλθει ἀπὸ τὴ Σιῶν ὁ λυτρωτὴς καὶ θὰ διαλύσει τὴν ἀσέβεια τῶν Ἰσραηλιτῶν». Γιατί πληγωνόταν βαθιὰ καὶ θλιβόταν ὅταν τοὺς ἔβλεπε νὰ χάνονται. Γι’ αὐτὸ ἐπινοοῦσε πολλὲς παρηγοριὲς στὸν ἑαυτό του γιὰ τὸν πόνο τοῦ αὐτόν, ἄλλοτε λέγοντας, «Θὰ ἔρθει ὁ λυτρωτὴς καὶ θὰ διαλύσει τὴν ἀσέβεια τῶν Ἰσραηλιτῶν», καὶ ἄλλοτε, «Ἔτσι καὶ αὐτοὶ ἀπείθησαν ἀπὸ τὸ δικό σας ἔλεος, γιὰ νὰ ἐλεηθοῦν καὶ αὐτοί».
Κάνει ὅμως αὐτὸ καὶ ὁ Ἱερεμίας, ἀγωνιζόμενος καὶ προσπαθώντας νὰ βρεῖ κάποια δικαιολογία γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἁμαρτήσει, ἄλλοτε λέγοντας, «Ἂν καὶ οἱ ἁμαρτίες μᾶς μαρτυροῦν ἐναντίον μας, ἐνέργησε γιὰ τὸ ὄνομά σου», καὶ ἄλλοτε πάλι, «Ὁ ἄνθρωπος δὲν ὁρίζει τὸ δρόμο του, ὁ ἄνθρωπος προχωρεῖ καὶ δὲν κατευθύνει τὴν πορεία του». Καὶ ἀλλοῦ πάλι λέγεται· «Θυμήσου ὅτι εἴμαστε χῶμα».
Γιατί εἶναι συνήθεια ἐκεῖνοι ποὺ παρακαλοῦν γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ ἂν ἀκόμη δὲν μποροῦν νὰ ποῦν τίποτε τὸ εὔλογο, νὰ ἐπινοοῦν κάποια ἀσήμαντη δικαιολογία, χωρὶς νὰ εἶναι ἀκριβής, οὔτε νὰ μπορεῖ νὰ λογαριασθεῖ σὰν ἀλήθεια, νὰ παρηγορεῖ ὅμως ἐκείνους ποὺ ὑποφέρουν γι’ αὐτοὺς ποὺ χάνονται.
Ἃς μὴν ἐξετάζουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς αὐτὲς τὶς δικαιολογίες μὲ λεπτομέρεια, ἀλλὰ κατανοώντας ὅτι εἶναι γνώρισμα ψυχῆς ποὺ ὑποφέρει καὶ ἐπιζητεῖ νὰ πεῖ κάτι ὑπὲρ τῶν ἁμαρτωλῶν, ἔτσι ἃς παίρνουμε τὰ λεγόμενα. Ἄραγε λοιπὸν μόνο πρὸς τοὺς Ἰουδαίους συμπεριφερόταν ἔτσι ὁ Παῦλος καὶ πρὸς τοὺς ἐθνικοὺς ὄχι; Ἦταν πιὸ πράος ἀπ’ ὅλους καὶ πρὸς τοὺς δικούς του καὶ πρὸς τοὺς ξένους.
Λοιπὸν ἄκουσε τί λέγει στὸν Τιμόθεο· «Ὁ δοῦλος ὅμως τοῦ Κυρίου δὲν πρέπει νὰ φιλονικεῖ, ἄλλα νὰ εἶναι ἤπιος πρὸς ὅλους, ἱκανὸς στὸ νὰ διδάσκει, ἀνεξίκακος, μὲ πραότητα νὰ σωφρονίζει ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀντίθετα φρονήματα, μήπως τοὺς δώσει καμιὰ φορᾶ ὁ Θεὸς μετάνοια γιὰ νὰ γνωρίσουν καλὰ τὴν ἀλήθεια, καὶ συνέλθουν ἀπὸ τὴν παγίδα τοῦ διαβόλου, καὶ τοὺς συλλάβει αὐτὸς γιὰ νὰ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».
Θέλεις νὰ δεῖς αὐτὸν πῶς ὁμιλεῖ καὶ πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς; Ἄκουσε τί λέγει στοὺς Κορινθίους ὅταν ἔγραφε τὴν ἐπιστολή του· «Καὶ φοβοῦμαι μήπως, ὅταν ἔλθω, δὲν σᾶς βρῶ τέτοιους ποὺ σᾶς θέλω»· καὶ ἀμέσως παρακάτω, «Φοβοῦμαι μήπως ὅταν ἔλθω σ’ ἐσὰς μὲ ταπεινώσει ὁ Θεὸς καὶ πενθήσω πολλοὺς ποὺ ἔχουν ἤδη ἁμαρτήσει καὶ δὲν μετανόησαν γιὰ τὴν ἀσέλγεια καὶ τὴν ἀκαθαρσία, τὴν ὁποία ἔπραξαν». Καὶ πρὸς τοὺς Γαλάτες ὅταν ἔγραφε ἔλεγε· «Παιδιά μου, τοὺς ὁποίους σᾶς ἀναγέννησα, μέχρις ὅτου νὰ μορφωθεῖ μέσα σας ὁ Χριστός».
Καὶ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἔκαμε τὴν πορνεία ἄκουσε τὸν Παῦλο, πὼς δὲν ὑποφέρει λιγότερο ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ παρακαλεῖ λέγοντας· «Νὰ δείξετε δημόσια σ’ αὐτὸν ἀγάπη». Καὶ ὅταν τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὸ ἔκανε αὐτὸ μὲ πολλὰ δάκρυα. «Γιατί σᾶς ἔγραψα, λέγει, ἀπὸ πολλὴ θλίψη καὶ στενοχώρια τῆς ψυχῆς, ὄχι γιὰ νὰ λυπηθεῖτε, ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίσετε τὴν ἀγάπη, ποὺ ὑπερβολικὰ ἔχω πρὸς ἐσάς».
Και πάλι λέγει· «Ἔγινα στοὺς Ἰουδαίους σὰν Ἰουδαῖος, σ’ ἐκείνους ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸ νόμο σὰν νὰ εἶμαι ὑπὸ τὸ νόμο, στοὺς ἀσθενεῖς στὴν πίστη σὰν ἀσθενής, σ’ ὅλους ἔγινα τὰ πάντα, γιὰ νὰ σώσω μὲ κάθε τρόπο μερικούς». Καὶ ἀλλοῦ πάλι λέγει· «Γιὰ νὰ παρουσιάσω κάθε ἄνθρωπο τέλειο στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Εἶδες ψυχὴ ποῦ ἀξίζει περισσότερο ἀπ’ ὅλη τὴ γῆ; Προσδοκοῦσε νὰ παρουσιάσει κάθε ἄνθρωπο τέλειο, καὶ ὅσο ἑξαρτιόταν ἀπ’ αὐτόν, τοὺς παρουσίασε ὅλους. Γιατί πραγματικὰ σὰν νὰ γέννησε αὐτὸς ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ἔτσι ἀνησυχοῦσε, ἔτσι ἔτρεχε, ἔτσι προσπαθοῦσε νὰ ὁδηγήσει ὅλους στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, θεραπεύοντας, παρηγορώντας, δίνοντας ὑποσχέσεις, προσευχόμενος, ἰκετεύοντας, φοβερίζοντας τοὺς δαίμονες, ἀπομακρύνοντας ἐκείνους ποὺ διέφθειραν τοὺς ἄλλους, μὲ τὴν παρουσία του, μὲ ἐπιστολές, μὲ λόγους, μὲ πράξεις, μὲ τοὺς μαθητές, ἀνορθώνοντας μὲ τὸ παράδειγμά του ἐκείνους ποὺ κλονίζονταν στὴν πίστη τους, στηρίζοντας ἐκείνους ποὺ ἦταν σταθεροί, σηκώνοντας ἐκείνους ποὺ εἶχαν πέσει, θεραπεύοντας ἐκείνους ποὺ εἶχαν συντριβεῖ, παρακινώντας τοὺς ἀδιάφορους, βγάζοντας φοβερὲς κραυγὲς πρὸς τοὺς ἐχθρούς, ρίχνοντας φοβερὸ βλέμμα πάνω στοὺς ἀντιπάλους.
Σὰν νὰ ἦταν κάποιος στρατηγὸς ἢ ἄριστος ἰατρός, ὁ ἴδιος ἦταν σκευοφόρος, ὁ ἴδιος ὑπασπιστής, ὁ ἴδιος ὑπερασπιστής, ὁ ἴδιος παραστάτης, ὁ ἴδιος γινόταν τὰ πάντα στὸ στρατόπεδο. Καὶ ὄχι μόνο στὰ πνευματικά, ἀλλὰ καὶ στὰ ὑλικὰ ἔδειχνε μεγάλη φροντίδα, μεγάλη προσπάθεια.
Ἄκουσε λοιπὸν τὸν Παῦλο, πὼς λέγει γιὰ μία γυναίκα ὅταν γράφει ἐπιστολὴ πρὸς ὁλόκληρη πόλη· «Σᾶς συνιστῶ ὡστόσο τὴ Φοίβη, τὴν ἀδελφή μας, ἡ ὁποία εἶναι διακόνισσα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κεγχρεῶν, γιὰ νὰ τὴν δεχθεῖτε, ὅπως ὁ Κύριος ἐπιβάλλει, καθὼς ἀξίζει στοὺς Χριστιανούς, καὶ νὰ τῆς συμπαρασταθεῖτε σ’ ὅ,τι σᾶς χρειαστεῖ».
Ἄκουσε αὐτὸν καὶ πάλι·«Γνωρίζετε τὸ σπίτι τοῦ Στεφανά· ὥστε καὶ ἐσεῖς νὰ ὑποτάσσεστε σὲ τέτοιους Χριστιανούς»· καὶ πάλι· «Ἀναγνωρίζετε αὐτούς». Γιατί καὶ αὐτὸ εἶναι γνώρισμα τῆς φιλοστοργίας τῶν ἁγίων, τὸ νὰ βοηθοῦν δηλαδὴ καὶ σὲ τέτοιες περιστάσεις.
Ἔτσι καὶ ὁ Ἐλισσαῖος τὴ γυναίκα ποὺ τὸν φιλοξένησε, δὲν τὴν βοηθοῦσε μόνο στὰ πνευματικά, ἀλλὰ καὶ στὰ ὑλικὰ φρόντιζε νὰ τὴ βοηθήσει· γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε, «Ἔχεις νὰ πεῖς τίποτε στὸ βασιλιὰ ἢ τὸν ἄρχοντα;».
Καὶ γιατί ἀπορεῖς, ἂν μὲ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ ὁ Παῦλος ἔκανε συστάσεις, ἀφοῦ καὶ ὅταν προσκαλοῦσε κάποιους κοντά του, δὲν τὸ θεωροῦσε ὅτι εἶναι ἀνάξιο καὶ αὐτό, τὸ νὰ φροντίσει δηλαδὴ καὶ γιὰ τὰ ἐφόδιά τους καὶ νὰ τὸ ἀναφέρει αὐτὸ στὴν ἐπιστολή του; Γιατί πραγματικὰ γράφοντας πρὸς τὸν Τίτο λέγει· «Τὸ Ζηνὰ τὸ νομοδιδάσκαλο καὶ τὸν Ἀπολλὼ κατευόδωσέ τους μὲ ἐπιμελῆ προετοιμασία, γιὰ νὰ μὴ τοὺς λείπει τίποτε».
Ἐὰν ὅμως, ὅταν τοὺς ἔστελνε, ἔδινε ἐντολὴ νὰ τοὺς χορηγήσουν τόσα ἐφόδια, πολὺ περισσότερο θὰ ἔκανε τὰ πάντα, ἂν τοὺς ἔβλεπε νὰ κινδυνεύουν κάπου. Πρόσεξε λοιπὸν καὶ ὅταν γράφει πρὸς τὸ Φιλήμονα, πόσο φροντίζει γιὰ τὸν Ὀνήσιμο καὶ μὲ πόση σύνεση, μὲ πόσο ἐνδιαφέρον πατρικὸ γράφει. Αὐτὸς ὅμως ποὺ δὲν ἀπέφυγε νὰ γράψει ἐπιστολὴ ὑπὲρ ἑνὸς δούλου, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶχε δραπετεύσει καὶ εἶχε ἁρπάξει πολλὰ ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κυρίου του, σκέψου ποιὸς ἦταν γιὰ τοὺς ἄλλους.
Γιατί ἕνα μόνο πράγμα θεωροῦσε ὅτι εἶναι ντροπή, τὸ νὰ παραβλέπει δηλαδὴ κανεὶς ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνει γιὰ τὴ σωτηρία κάποιου. Γι’ αὐτὸ τὰ πάντα κινοῦσε, καὶ τίποτε δὲν δίσταζε νὰ σπαταλᾶ γιὰ χάρη ἐκείνων ποὺ σώζονταν, οὔτε λόγια, οὔτε χρήματα, οὔτε τὸ σῶμα του. Γιατί αὐτὸς ποὺ παρέδωσε πάρα πολλὲς φορὲς τὸν ἑαυτό του σὲ θανάτους, πολὺ περισσότερο δὲν θὰ λυπόταν τὰ χρήματα, ἐὰν βέβαιά τα εἶχε.
Καὶ γιατί λέγω, ἐὰν βέβαιά τα εἶχε; Γιατί εἶναι πραγματικὰ δυνατὸ νὰ ἀποδείξει, ἐνῶ δὲν τὰ εἶχε, ὅτι δὲν τὰ λυπόταν. Καὶ νὰ μὴ νομίσεις ὅτι εἶναι αἴνιγμα ὁ λόγος μου, ἀλλὰ ἄκουσε πάλι τὸν ἴδιο ποὺ λέγει ὅτι, «Μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση θὰ δαπανήσω χρήματα καὶ ὁ ἴδιος θὰ δαπανηθῶ ὁλοκληρωτικὰ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν σας». Καὶ ὅταν μιλοῦσε στοὺς Ἐφεσίους ἔλεγε· «Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε ὅτι στὶς ἀνάγκες μου καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ ἦταν μαζί μου, ὑπηρέτησαν, αὐτὰ τὰ χέρια μου».
Καὶ ἐνῶ ἦταν μεγάλος ὡς πρὸς τὸ ἀποκορύφωμα τῶν ἀρετῶν, τὴν ἀγάπη, ἦταν πιὸ ὁρμητικὸς ἀπὸ κάθε φλόγα. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς τὸ σίδερο, ὅταν πέσει μέσα σὲ φωτιά, γίνεται ὁλόκληρο φωτιά, ἔτσι καὶ ὁ Παῦλος ἀφοῦ ἄναψε ἀπὸ τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης, ἔγινε ὁλόκληρος ἀγάπη.
Και σὰν νὰ ἦταν ὁ κοινὸς πατέρας ὅλης της οἰκουμένης, ἔτσι προσπαθοῦσε νὰ μιμηθεῖ τοὺς πατέρες, ἢ καλύτερα ξεπέρασε ὅλους τους πατέρες καὶ σχετικὰ μὲ τὶς φροντίδες του γιὰ τὰ σωματικὰ καὶ πνευματικά, καὶ διαθέτοντας χρήματα καὶ λόγια καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὰ πάντα γιὰ τοὺς ἀγαπημένους του.
Γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ὀνόμαζε συμπλήρωμα τοῦ νόμου, καὶ σύνδεσμο τελειότητας, καὶ μητέρα ὅλων των ἀγαθῶν καὶ ἀρχὴ καὶ τέλος τῆς ἀρετῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε, «Καὶ τὸ τέλος τῆς παραγγελίας μου εἶναι ἀγάπη ἀπὸ καθαρὴ καρδιὰ καὶ ἀγαθὴ συνείδηση». Καὶ πάλι, «Γιατί το, δὲν θὰ μοιχεύσεις, δὲν θὰ φονεύσεις καὶ κάθε ἄλλη ἐντολὴ συνοψίζονται σ’ αὐτὸ τὸ παράγγελμα, στὸ νὰ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτό σου».
Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος καὶ ὅλα τα ἀγαθὰ εἶναι ἡ ἀγάπη, ἃς ἀκολουθήσουμε καὶ σ’ αὐτὴν τὸν Παῦλο, γιατί ἀπὸ τὴν ἀγάπη αὐτὸς ἔγινε τέτοιος. Καὶ μὴ μοῦ πεῖς τοὺς νεκρούς τους ὁποίους ἀνέστησε, οὔτε τοὺς λεπρούς, τοὺς ὁποίους καθάρισε. Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ σοῦ ζητήσει ὁ Θεός.
Απόκτησε τὴν ἀγάπη τοῦ Παύλου καὶ θὰ ἔχεις τέλειό το στεφάνι.
Ποιὸς τὰ λέγει αὐτά; Ὁ ἴδιος ὁ πατέρας τῆς ἀγάπης, ὁ ἴδιος ποὺ τὴν προτίμησε ἀπὸ τὰ σημεῖα καὶ τὰ θαύματα καὶ ἀπὸ πάρα πολλὰ ἄλλα. Γιατί ἀφοῦ τὴν εἶχε ἐπιτύχει σὲ ὑπερβολικὸ βαθμό, γι’ αὐτὸ καὶ μὲ ἀκρίβεια γνωρίζει τὴ δύναμή της.
Ἀπὸ αὐτὴν καὶ ὁ Παῦλος ἔγινε τέτοιος, καὶ τίποτε δὲν τὸν ἔκαμε τόσο ἄξιο, ὅσο ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε· «Ἐπιδιώκετε μὲ ζῆλο τὰ ἀνώτερα χαρίσματα. Καὶ σᾶς δείχνω ἀκόμη δρόμο ἔξοχο καὶ ὑπέροχο γιὰ τὴν ἀπόκτησή τους», ἐννοώντας τὴν ἀγάπη, τὸν πιὸ καλὸ καὶ εὔκολο δρόμο.
Αὐτὸν λοιπὸν τὸ δρόμο ἃς βαδίζουμε καὶ ἐμεῖς, γιὰ νὰ δοῦμε καὶ τὸν Παῦλο, ἢ καλύτερα τὸν Κύριό του Παύλου, καὶ γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τὰ αἰώνια στεφάνια, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη, τώρα καὶ πάντοτε, καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Ι. Χρυσοστόμου, Ἔργα, Ε.Π.Ε. τ. 36, σ. 433-445)
pemptousia.gr
ΕΙΣ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΝ
Τοῦ αὐτοῦ ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον ἀπόστολον Παῦλον λόγος γʹ
3.1 Ὁ μακάριος Παῦλος τῆς ἀνθρωπίνης προθυμίας ἐνδεικνύμενος τὴν ἰσχύν, καὶ ὅτι πρὸς αὐτὸν δυνάμεθα πτῆναι τὸν οὐρανόν, ἀφεὶς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους καὶ τὰς ἄλλας δυνάμεις, ποτὲ μὲν δι’ ἑαυτοῦ μόνου μιμητὰς γενέσθαι κελεύει τοῦ Χριστοῦ λέγων· Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ· ποτὲ δὲ καὶ χωρὶς ἑαυτοῦ πρὸς αὐτὸν αὐτοὺς ἀναβιβάζει τὸν Θεὸν λέγων· Γίνεσθε οὖν μιμηταὶ τοῦ Θεοῦ, ὡς τέκνα ἀγαπητά. Εἶτα δεικνὺς ὡς οὐδὲν οὕτω ποιεῖ τὴν μίμησιν ταύτην, ὡς τὸ κοινωφελῶς ζῆν καὶ πρὸς τὸ τῷ παντὶ χρήσιμον ὁρᾶν, ἐπήγαγε· Περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ. ∆ιὰ τοῦτο εἰπών· Μιμηταί μου γίνεσθε, περὶ ἀγάπης εὐθέως διαλέγεται, δεικνὺς ὅτι αὕτη μάλιστα ἡ ἀρετὴ ἐγγὺς εἶναι ποιεῖ Θεοῦ· ὡς αἵ γε ἄλλαι ταύτης καταδεέστεραι, καὶ περὶ ἀνθρώπους πᾶσαι στρέφονται· οἷον ἡ πρὸς ἐπιθυμίαν μάχη, ὁ περὶ τὴν γαστέρα πόλεμος, ἡ πρὸς τὴν φιλαργυρίαν παράταξις, ἡ πρὸς τὸν θυμὸν πάλη· τὸ δὲ φιλεῖν, τοῦτο κοινὸν ἡμῶν καὶ τοῦ Θεοῦ. ∆ιὰ τοῦτο καὶ ὁ Χριστὸς ἔλεγεν· Εὔχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς, ὅπως γένησθε ὅμοιοι τοῦ Πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
3.2 Τοῦτο τοίνυν καὶ ὁ Παῦλος εἰδὼς κεφάλαιον ὂν τῶν ἀγαθῶν, μετὰ πολλῆς ἐπεδείξατο τῆς ἀκριβείας. Οὐδεὶς γοῦν οὕτως ἐχθροὺς ἐφίλησεν, οὐδεὶς οὕτω τοὺς ἐπιβουλεύσαντας εὐηργέτησεν, οὐδεὶς τοσαῦτα ὑπὲρ τῶν λελυπηκότων ἔπαθεν· οὐδὲ γὰρ εἰς ἅπερ ἔπασχεν ἔβλεπεν, ἀλλὰ τὸ κοινὸν τῆς φύσεως ἐνενόει, καὶ ὅσῳ μᾶλλον ἐξεθηριοῦντο, τοσούτῳ μᾶλλον αὐτῶν ἠλέει τὴν μανίαν. Καὶ ὡς ἄν τις διατεθείη πατὴρ περὶ παῖδα φρενίτιδι κατεχόμενον–ὅσῳ γὰρ ἂν ὑβρίζηται καὶ λακτίζῃ χαλεπῶς ὁ κάμνων, τοσούτῳ μᾶλλον αὐτὸν ἐλεεῖ καὶ δακρύει–, οὕτω κἀκεῖνος τῇ τῶν δαιμόνων ὑπερβολῇ τῶν ταῦτα ἐπαγόντων αὐτῷ τὴν νόσον στοχαζόμενος, πρὸς πλείονα κηδεμονίαν διανίστατο
3.3 Ἄκουσον γοῦν αὐτοῦ πῶς ἡμέρως, πῶς συμπαθητικῶς ὑπὲρ αὐτῶν ἡμῖν διαλέγεται, τῶν πεντάκις αὐτὸν μαστιγωσάντων, τῶν καταλευσάντων, τῶν δησάντων, τῶν τοῦ αἵματος αὐτοῦ διψώντων, καὶ διασπάσασθαι καθ’ ἑκάστην ἐπιθυμούντων αὐτὸν τὴν ἡμέραν. Μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς, φησίν, ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ’ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν. Καὶ πάλιν τοὺς ἐπεμβαίνοντας αὐτοῖς ἀναχαιτίζων ἔλεγε· Μὴ ὑψηλοφρόνει, ἀλλὰ φοβοῦ· εἰ γὰρ ὁ Θεὸς τῶν κατὰ φύσιν κλάδων οὐκ ἐφείσατο, μήπως οὐδὲ σοῦ φείσηται. Ἐπειδὴ γὰρ ἀπόφασιν εἶδε δεσποτικὴν ἐξελθοῦσαν κατ’ αὐτῶν, οὗ κύριος ἦν, τοῦτο ἐποίει· συνεχῶς ἐδάκρυεν ὑπὲρ αὐτῶν, ἤλγει, τοὺς ἐνάλλεσθαι βουλομένους αὐτοῖς ἐκώλυε, καὶ ἐκ τῶν ἐγχωρούντων ἐφιλονείκει σκιὰν γοῦν συγγνώμης αὐτοῖς εὑρεῖν. Καὶ ἐπειδὴ λόγῳ πείθειν οὐκ εἶχε διὰ τὸ ἀνένδοτον αὐτῶν καὶ σκληρόν, ἐπὶ συνεχεῖς εὐχὰς ἐτρέπετο λέγων· Ἀδελφοί, ἡ μὲν εὐδοκία μου καὶ ἡ δέησίς μου ἡ πρὸς τὸν Θεόν, ὑπὲρ αὐτῶν ἐστιν εἰς σωτηρίαν. Ὑποτείνει δὲ αὐτοῖς καὶ χρηστὰς ἐλπίδας λέγων· Ἀμεταμέλητα τὰ χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ, ὥστε μὴ ἀπογνῶναι τέλεον καὶ ἀπολέσθαι· ἅπερ ἅπαντα κηδομένου καὶ σφόδρα ὑπὲρ αὐτῶν διακαιομένου ἦν, ὡς ὅταν λέγῃ ὅτι· Ἥξει ἐκ Σιὼν ὁ ῥυόμενος, καὶ ἀποστρέψει ἀσεβείας ἀπὸ Ἰακώβ. Καὶ γὰρ σφόδρα διεκόπτετο καὶ ἐδάκνετο ἀπολλυμένους ὁρῶν. ∆ιὸ πολλὰς ἐπενόει παραμυθίας τῆς ἀλγηδόνος ταύτης ἑαυτῷ, ποτὲ μὲν λέγων· Ἥξει ὁ ῥυόμενος, καὶ ἀποστρέψει ἀσεβείας ἀπὸ Ἰακώβ, ποτὲ δέ· Οὕτω καὶ οὗτοι ἠπείθησαν τῷ ὑμετέρῳ ἐλέει ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐλεηθῶσι.
3.4 Ποιεῖ δὲ τοῦτο καὶ Ἱερεμίας, βιαζόμενος καὶ φιλονεικῶν ἀπολογίαν τινὰ ὑπὲρ τῶν ἡμαρτηκότων εὑρεῖν, νῦν μὲν λέγων· Εἰ αἱ ἁμαρτίαι ἡμῶν ἀντέστησαν ἡμῖν, ποίησον ἕνεκεν σοῦ, νῦν δὲ πάλιν· Οὐχὶ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, οὐδὲ ἄνθρωπος πορεύσεται καὶ κατορθώσει τὴν πορείαν αὐτοῦ· καὶ ἀλλαχοῦ πάλιν· Μνήσθητι ὅτι χοῦς ἐσμέν. Καὶ γὰρ ἔθος τοῖς ὑπὲρ τῶν ἡμαρτηκότων δεομένοις, κἂν μηδὲν ἔχωσιν εὔλογον εἰπεῖν, σκιὰν γοῦν τινα ἀπολογίας ἐπινοεῖν, οὐ διηκριβωμένας μέν, οὐδὲ εἰς δόγματα ἑλκυσθῆναι δυναμένας, παραμυθουμένας δὲ ὅμως τοὺς ὑπὲρ τῶν ἀπολλυμένων ὀδυνωμένους. Μὴ τοίνυν μηδὲ ἡμεῖς τὰς τοιαύτας ἀκριβῶς ἐξετάσωμεν ἀπολογίας, ἀλλ’ ἐννοοῦντες ὅτι ψυχῆς εἰσιν ὀδυνωμένης, ζητούσης εἰπεῖν τι ὑπὲρ τῶν ἡμαρτηκότων, οὕτως ἐκδεχώμεθα τὰ εἰρημένα.
3.5 Ἆρ’ οὖν πρὸς Ἰουδαίους μόνον τοιοῦτος, πρὸς δὲ τοὺς ἔξωθεν οὐχί; Πάντων ἡμερώτερος ἦν καὶ πρὸς τοὺς οἰκείους, καὶ πρὸς τοὺς ἀλλοτρίους. Οὐκοῦν ἄκουσον τί Τιμοθέῳ φησί· ∆οῦλον δὲ Κυρίου οὐ δεῖ μάχεσθαι, ἀλλ’ ἤπιον εἶναι πρὸς πάντας, διδακτικόν, ἀνεξίκακον, ἐν πρᾳότητι παιδεύοντα τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, μή ποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας, καὶ ἀνανήψωσιν ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος, ἐζωγρημένοι ὑπ’ αὐτοῦ εἰς τὸ ἐκείνου θέλημα. Θέλεις ἰδεῖν αὐτὸν καὶ πρὸς τοὺς ἡμαρτηκότας πῶς διαλέγεται; Ἄκουσον τί Κορινθίοις ἐπιστέλλων φησί· Φοβοῦμαι δὲ μήπως ἐλθών, οὐχ οἵους θέλω, εὕρω ὑμᾶς· καὶ μετ’ ὀλίγα· Μὴ πάλιν ἐλθόντα με ταπεινώσῃ ὁ Θεός μου πρὸς ὑμᾶς, καὶ πενθήσω πολλοὺς τῶν προημαρτηκότων, καὶ μὴ μετανοησάντων ἐπὶ τῇ ἀσελγείᾳ καὶ ἀκαθαρσίᾳ ᾗ ἔπραξαν. Καὶ Γαλάταις δὲ γράφων ἔλεγε· Τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν. Καὶ ὑπὲρ τοῦ πεπορνευκότος ἄκουσον αὐτοῦ, πῶς οὐχ ἧττον ἐκείνου καὶ ὀδυνᾶται καὶ παρακαλεῖ λέγων· Κυρώσατε εἰς αὐτὸν ἀγάπην. Καὶ ἡνίκα δὲ αὐτὸν ἐξέκοπτε, μετὰ πολλῶν δακρύων τοῦτο ἐποίει. Ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως, φησί, καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλλὰ ἵνα γνῶτε τὴν ἀγάπην, ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς· καὶ πάλιν· Ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, τοῖς ὑπὸ νόμον ὡς ὑπὸ νόμον, τοῖς ἀσθενέσιν ὡς ἀσθενής, τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω· καὶ ἀλλαχοῦ πάλιν· Ἵνα παραστήσω πάντα ἄνθρωπον τέλειον ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
3.6 Εἶδες ψυχὴν ὑπερβαίνουσαν πᾶσαν τὴν γῆν; Πάντα ἄνθρωπον προσεδόκησε παραστῆσαι, καὶ τό γε αὐτοῦ μέρος, πάντας παρέστησε. Καὶ γὰρ ὥσπερ τὴν οἰκουμένην ἅπασαν γεννήσας αὐτός, οὕτως ἐθορυβεῖτο, οὕτως ἔτρεχεν, οὕτω πάντας ἐσπούδαζεν εἰσαγαγεῖν εἰς τὴν βασιλείαν, θεραπεύων, παρακαλῶν, ὑπισχνούμενος, εὐχόμενος, ἱκετεύων, τοὺς δαίμονας φοβῶν, τοὺς διαφθείροντας ἐλαύνων, διὰ παρουσίας, διὰ γραμμάτων, διὰ ῥημάτων, διὰ πραγμάτων, διὰ μαθητῶν, δι’ ἑαυτοῦ, τοὺς πίπτοντας ἀνορθῶν, τοὺς ἑστῶτας στηρίζων, διεγείρων τοὺς χαμαὶ κειμένους, θεραπεύων τοὺς συντετριμμένους, ἀλείφων τοὺς ῥᾳθυμοῦντας, φοβερὸν ἐμβοῶν ἐπὶ τοῖς ἐχθροῖς, δριμὺ βλέπων ἐπὶ τοῖς πολεμίοις· καθάπερ τις στρατηγὸς ἄριστος, αὐτὸς σκευοφόρος, αὐτὸς ὑπασπιστής, αὐτὸς προασπιστής, αὐτὸς παραστάτης, αὐτὸς πάντα γινόμενος τῷ στρατοπέδῳ.
3.7 Καὶ οὐκ ἐν τοῖς πνευματικοῖς μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς σαρκικοῖς πολλὴν τὴν πρόνοιαν ἐπεδείκνυτο, πολλὴν τὴν σπουδήν. Ἄκουσον γοῦν αὐτοῦ, πῶς ὑπὲρ μιᾶς γυναικὸς πρὸς ὁλόκληρον ἐπιστέλλει δῆμον λέγων· Συνίστημι δὲ ὑμῖν Φοίβην, τὴν ἀδελφὴν ἡμῶν, διάκονον οὖσαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς, ἵνα προσδέξησθε αὐτὴν ἐν Κυρίῳ ἀξίως τῶν ἁγίων, καὶ παραστῆτε αὐτῇ, ἐν ᾧ ἂν ὑμῶν πράγματι χρῄζῃ· καὶ πάλιν· Οἴδατε τὴν οἰκίαν Στεφανᾶ· ἵνα καὶ ὑμεῖς ὑποτάσσησθε τοῖς τοιούτοις· καὶ πάλιν· Ἐπιγινώσκετε τοὺς τοιούτους. Καὶ γὰρ καὶ τοῦτο ἴδιον τῆς φιλοστοργίας τῶν ἁγίων, τὸ καὶ ἐν τούτοις βοηθεῖν. Οὕτω καὶ ὁ Ἑλισσαῖος τὴν ὑποδεξαμένην αὐτὸν γυναῖκα, οὐκ ἐν τοῖς πνευματικοῖς μόνον ὠφέλει, ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς σαρκικοῖς ἐσπούδαζεν ἀμείβεσθαι· διὸ καὶ ἔλεγεν· Εἴ σοί τίς ἐστι λόγος πρὸς τὸν βασιλέα, ἢ πρὸς τὸν ἄρχοντα;
3.8 Καὶ τί θαυμάζεις, εἰ τὴν ἀπὸ τῶν γραμμάτων παρεῖχε σύστασιν ὁ Παῦλος, ὅπου γε καὶ καλῶν τινας πρὸς ἑαυτόν, οὐδὲ τοῦτο ἀνάξιον εἶναι ἐνόμισε, τὸ καὶ περὶ ἐφοδίων αὐτῶν φροντίσαι, καὶ καταθέσθαι αὐτὸ ἐν ἐπιστολῇ; Καὶ γὰρ ἐπιστέλλων Τίτῳ φησί· Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ Ἀπολλὼ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ. Εἰ δὲ παρατιθέμενος οὕτω σπουδαίως ἐξέπεμπε, πολλῷ μᾶλλον, εἴ που κινδυνεύοντας εἶδε, πάντα ἂν ἔπραξεν. Ὅρα γοῦν καὶ πρὸς τὸν Φιλήμονα ἐπιστέλλων, διὰ Ὀνήσιμον πόσην ποιεῖται σπουδήν, καὶ πῶς συνετῶς, πῶς κηδεμονικῶς ἐπιστέλλει. Ὁ δὲ ὑπὲρ ἑνὸς οἰκέτου, καὶ ταῦτα φυγάδος γεγενημένου, καὶ ὑφελομένου πολλὰ τῶν δεσποτικῶν, ὁλόκληρον μὴ παραιτησάμενος συνθεῖναι ἐπιστολήν, ἐννόησον ἡλίκος περὶ τοὺς ἄλλους ἦν. Καὶ γὰρ ἓν μόνον αἰσχύνης ἄξιον ἐνόμιζεν εἶναι, τό, δέον γενέσθαι τι πρὸς σωτηρίαν, παριδεῖν. ∆ιὰ τοῦτο πάντα ἐκίνει, καὶ οὐδὲν ὤκνει δαπανᾶν ὑπὲρ τῶν σωζομένων, οὐ ῥήματα, οὐ χρήματα, οὐ σῶμα· ὁ γὰρ μυριάκις ἑαυτὸν θανάτοις ἐκδούς, πολλῷ μᾶλλον οὐδὲ χρημάτων ἐφείσατο, εἴ γε παρῆν. Καὶ τί λέγω, εἴ γε παρῆν; Καὶ γὰρ μὴ παρόντων δυνατὸν δεῖξαι, ὅτι οὐκ ἐφείσατο. Καὶ μὴ νομίσῃς αἴνιγμα εἶναι τὸ ῥῆμα, ἀλλ’ αὐτοῦ πάλιν ἄκουσον γράφοντος Κορινθίοις· Ἥδιστα δαπανήσω, καὶ ἐκδαπανηθήσομαι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν. Καὶ Ἐφεσίοις δὲ δημηγορῶν ἔλεγεν· Αὐτοὶ οἴδατε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ’ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται
3.9 Καὶ ὢν μέγας, ἐν τῷ κεφαλαίῳ τῶν ἀγαθῶν, τῇ ἀγάπῃ, φλογὸς πάσης σφοδρότερος ἦν· καὶ καθάπερ σίδηρος εἰς πῦρ ἐμπεσών, ὅλος γίνεται πῦρ, οὕτω καὶ αὐτὸς τῷ πυρὶ τῆς ἀγάπης ἀναφθείς, ὅλος γέγονεν ἀγάπη· καὶ ὥσπερ κοινὸς πατὴρ τῆς οἰκουμένης ἁπάσης ὤν, οὕτω τοὺς γεγεννηκότας αὐτοὺς ἐμιμεῖτο· μᾶλλον δὲ καὶ πάντας ὑπερηκόντισε πατέρας, καὶ σωματικῶν καὶ πνευματικῶν ἕνεκεν φροντίδων, καὶ χρήματα, καὶ ῥήματα, καὶ σῶμα, καὶ ψυχήν, καὶ πάντα ἐπιδιδοὺς ὑπὲρ τῶν ἠγαπημένων.∆ιὰ τοῦτο καὶ πλήρωμα αὐτὴν ἐκάλει νόμου, καὶ σύνδεσμον τελειότητος, καὶ μητέρα τῶν ἀγαθῶν πάντων, καὶ ἀρχὴν καὶ τέλος ἀρετῆς· διὸ καὶ ἔλεγε· Τὸ δὲ τέλος τῆς ἐπαγγελίας ἀγάπη ἐκ καθαρᾶς καρδίας, καὶ συνειδήσεως ἀγαθῆς· καὶ πάλιν· Τὸ γάρ, οὐ μοιχεύσεις, οὐ φονεύσεις, καὶ εἴ τις ἑτέρα ἐντολή, ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ ἀνακεφαλαιοῦται, ἐν τῷ· Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.
3.10 Ἐπεὶ οὖν ἀρχὴ καὶ τέλος καὶ πάντα τὰ ἀγαθὰ ἡ ἀγάπη, καὶ ταύτῃ τὸν Παῦλον ζηλώσωμεν· καὶ γὰρ οὗτος ἐντεῦθεν τοιοῦτος ἐγένετο. Μὴ γάρ μοι τοὺς νεκροὺς εἴπῃς οὓς ἀνέστησε, μηδὲ τοὺς λεπροὺς οὓς ἐκάθηρεν· οὐδὲν τούτων ὁ Θεὸς ἐπιζητήσει παρὰ σοῦ. Κτῆσαι τὴν ἀγάπην τὴν Παύλου, καὶ τὸν στέφανον ἕξεις ἀπηρτισμένον. Τίς ταῦτά φησιν; Αὐτὸς ὁ τῆς ἀγάπης τροφεύς, οὗτος ὁ καὶ σημείων καὶ θαυμάτων καὶ μυρίων αὐτὴν ἑτέρων προθείς. Ἐπειδὴ γὰρ σφόδρα αὐτὴν κατωρθώκει, διὰ τοῦτο καὶ μετὰ ἀκριβείας αὐτῆς οἶδε τὴν ἰσχύν. Ἐντεῦθεν καὶ αὐτὸς τοιοῦτος ἐγένετο, καὶ οὐδὲν οὕτως αὐτὸν ἐποίησεν ἄξιον, ὡς ἡ τῆς ἀγάπης δύναμις· διὸ καὶ ἔλεγε· Ζηλοῦτε τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα· καὶ ἔτι καθ’ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι, τὴν ἀγάπην λέγων, τὴν καλλίστην ὁδὸν καὶ ῥᾳδίαν. Ταύτην τοίνυν καὶ ἡμεῖς βαδίζωμεν διηνεκῶς, ἵνα καὶ Παῦλον ἴδωμεν, μᾶλλον δὲ τὸν Παύλου ∆εσπότην, καὶ τῶν ἀκηράτων ἐπιτύχωμεν στεφάνων, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!