Εἶναι μεγάλο ἐμπόδιον πρὸς ἀρετὴν ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ ἔπαρσις. Καὶ ὅποιος δὲν εἶναι τίποτε, καὶ νομίζει πὼς εἶναι μέγας καὶ ἄξιος, εὔκολα πλανᾶται καὶ κρημνίζεται. Διότι ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ ἔπαρσις γίνεται ἐμπόδιον γιὰ κάθε καλὸ σ’ αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει καὶ τὸν κάνει μισητὸν καὶ ἀπρόσδεκτον στὸν Θεόν. Διότι «ἀκάθαρτος παρὰ Κυρίω πᾶς ὑψηλοκάρδιος», καὶ «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν». Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ αἰτία ὅλων των κακῶν, καὶ ὅσοι τὴν ἔχουν ἐγκαταλείπονται ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ ὑστερούμενοι τῆς Θείας βοηθείας, πίπτουν στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Διότι ἀρκεῖ μόνη ἡ ἔπαρσις νὰ σκορπίση ὅλον τὸν πλοῦτον τῶν ἀρετῶν. Ἐπειδὴ ὄχι μόνον παρακινεῖ πρὸς κακίαν, ἀλλὰ καὶ στὴν ἴδια τὴν ἀρετὴν ὑποκρυπτομένη, μᾶς προξενεῖ πολλὴν ζημία, διότι μᾶς ἀναγκάζει ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος νὰ ὑπομένωμε τοὺς κόπους καὶ τοὺς πόνους, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μᾶς κάνει νὰ χάνωμε τὸν καρπὸν τῆς ἀρετῆς, καὶ ἔτσι δὲν κερδίζουμε τίποτε. Ἄκαιρα λοιπὸν κοπιάζει ὁ ὑπερήφανος καὶ ματαίως βασανίζεται ταλαιπωρούμενος στοὺς ἱδρῶτες καὶ ἀγῶνες τῆς ἀρετῆς. Διότι ὡς κυριευμένος ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειαν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν Θείαν βοήθεια καὶ μένει ὁ ταλαίπωρος ἔρημος καὶ ἄπορος ἀπὸ κάθε ἀγαθόν. Αὐτὸ ἔπαθε καὶ ὁ σημερινὸς Νομικός, ὁ ὁποῖος ἐτόλμησε νὰ πειράξη τὸν Χριστόν, ἐρωτώντας αὐτὸν μὲ δόλον καὶ ἔπαρσιν. Ἀκοῦστε λοιπὸν τὸν Θεηγόρον Λουκᾶ τί λέγει στὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, νὰ μάθετε σαφέστερα τὴν ὑπόθεση.
«Τῷ καιρῶ ἐκείνω, νομικὸς τὶς προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων. Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;». Αὐτὸς ὁ Νομικὸς ἐνόμισε ὅτι θὰ παγιδεύση καὶ θὰ παρασύρη τὸν Κύριον, νὰ τὸν προστάξη πράγματα ποὺ ἐναντιώνονται στὸν Νόμο, καὶ τοῦ λέγει: τί νὰ κάμω Διδάσκαλε γιὰ νὰ κληρονομήσω ζωὴν αἰώνιον, τὴν ὁποίαν διδάσκεις καὶ ἀναγγέλεις στὸν λαὸ συχνὰ καὶ ἐπιμελέστατα; Καὶ ἐπειδὴ ὁ Δεσπότης ἐγνώρισε τὴν πανουργία τοῦ Νομικοῦ, τοῦ ἀναφέρει γιὰ τὸν Νόμο, διακρίνοντας μὲν τὸν πειρασμόν του, συγχρόνως δὲ ἐλέγχοντας καὶ καταδικάζοντας ἐκεῖνον, διότι ἐνόμιζε πὼς εἶναι ἐνάρετος, χωρὶς νὰ εἶναι: «Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν. Ἐν τῷ νόμω τί γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις;». Ἐρωτᾶ ὁ Κύριος τὸν Νομικὸ νὰ ἀποκριθῆ, τί γράφει ὁ Νόμος, γιὰ νὰ τὸ εἰπῆ ὁ ἴδιος μὲ τὸ στόμα του, πρὸς ἔλεγχο καὶ κατάκρισή του. «Ὁ δὲ ἀποκριθεῖς εἶπεν. Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης της καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης της ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης της ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης της διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Εἶπε δὲ αὐτῶ. Ὀρθῶς ἀπεκρίθης». Ἐπειδὴ ὁ Νομικὸς ἀπήγγειλε τὶς δύο μεγάλες ἐντολές, ὁ Κύριος του εἶπεν ὅτι καλῶς καὶ ὀρθῶς ἀπεκρίθη. Πράγματι, πρώτον πρέπει νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεὸν μὲ ὅλην τὴν ψυχὴν καὶ τὴν καρδία μας, καὶ δεύτερον τὸν πλησίον μας. Καὶ εἶναι τόσο δεμένες μεταξύ τους αὐτὲς οἱ ἐντολὲς ποὺ δὲν ξεχωρίζουν. Διότι ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεὸν ἀγαπᾶ καὶ τὸν πλησίον του, γιὰ νὰ φυλάξη τὸ Θεῖον πρόσταγμα. Καὶ ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφόν του, οὔτε τὸν Θεὸν ἀγαπᾶ, καὶ ἔτσι παραβαίνει τὴν ἐντολήν του, ἡ ὁποία λέγει σὲ ἄλλο μέρος τοῦ Εὐαγγελίου του, ὅτι σ’ αὐτὲς τὶς δύο ἐντολὲς «ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται». Αὐτὲς λοιπὸν τὶς δύο ἐντολὲς ἔχουν ὡς ρίζαν καὶ αἰτίαν καὶ ἀφορμὴν ὅλος ὁ νόμος καὶ ὅλοι οἱ προφῆται, καὶ ὅποιος τὶς φυλάξει ἀνελλιπῶς καὶ πληρέστατα, ἔχει ἐκπληρώσει ὅλον τὸν Νόμον. Ἐπειδὴ ὀρθῶς ἀπεκρίθης, Νομικέ, προτιμώντας αὐτὲς τὶς δύο μεγάλες ἐντολές, φύλαξε αὐτὲς καὶ σὺ καθὼς πρέπει, γιὰ νὰ ζήσης ζωὴν αἰώνιον, τὴν ὁποίαν κληρονομοῦν ὅσοι τηρήσουν αὐτὲς τὶς ἐντολές.
«Καὶ τὶς ἐστί μου πλησίον;». Ὁ Νόμος ὀνομάζει πλησίον κάθε ἄνθρωπον ποὺ χρειάζεται βοήθεια, καὶ λέγεται πλησίον ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πλησιάζουμε, εἴμεθα κοντὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Ἐνῶ ὁ Νομικὸς ἐθεωροῦσε πλησίον τὸν ἴσον στὴν ἀρετή, γι’ αὐτό, ὡς ὑπερήφανος ποὺ ἦταν εἶπε, καὶ ποῖος εἶναι πλησίον μου, δηλαδὴ ἐνάρετος σὰν ἐμένα; Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀποδεικνύει μὲ ὡραιοτάτην παραβολὴν σοφώτατα, ὅτι τὴν ἐντολὴν αὐτὴ τὴν ἐκπληρώνει ὅποιος συμπαρίσταται καὶ βοηθεῖ τὸν ἀδελφόν του σὲ ὥρα ἀνάγκης. «Λαμβάνοντας τὸν λόγον δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν: ἕνας ἄνθρωπος κατέβαινεν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ πρὸς τὴν Ἱεριχῶ, καὶ ἔπεσε πάνω σε ληστᾶς, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐξέδυσαν, τὸν ἐπλήγωσαν καί, ἀφήνοντας τὸν μισοπεθαμένον, ἔφυγαν. Συνέβη δὲ νὰ κατεβαίνη στὸν δρόμον ἐκεῖνον ἕνας ἱερεύς, καὶ ὅταν τὸν εἶδε, ἀντὶ νὰ τὸν βοηθήση, τὸν ἄφησε καὶ ἔφυγεν. Ὁμοίως καὶ ἕνας Λευίτης, ἐρχόμενος στὸν τόπον ἐκεῖνον καὶ βλέποντας αὐτόν, τὸν προσεπέρασε καὶ ἀπεμακρύνθη. Κάποιος δὲ Σαμαρείτης ποὺ περιπατοῦσε σ’ ἐκεῖνον τὸν δρόμον, ἦλθε ἐκεῖ, καὶ ὅταν τὸν εἶδε τὸν εὐσπλαγχνίσθη καὶ τὸν ἐπλησίασε, ἔβαλε λάδι καὶ κρασὶ στὶς πληγές του καί, ἀφοῦ τὸν ἀνέβασε στὸ ὑποζύγιόν του, τὸν ἐπήγε σὲ ἕνα πανδοχεῖον καὶ τὸν ἐπεμελήθη. Καὶ τὴν ἐπαύριον, ἀναχωρώντας, ἔβγαλε δύο δηνάρια καὶ τὰ ἔδωσε στὸν πανδοχέα λέγοντας. Ἐπιμελήσου τὸν καὶ ὅσα ἐξοδεύσης τὰ πληρώνω στὴν ἐπιστροφήν».
/Μὲ τὴν παραβολὴν αὐτὴν ὁ πολυέλεος Κύριος μας διδάσκει νὰ σπλαγχνιζώμεθα τον πλησίον καὶ νὰ βοηθοῦμε ὅσον ἠμποροῦμε τοὺς ἐνδεεῖς καὶ πτωχούς, διότι δὲν ὑπάρχει ὀφελιμωτέρα ἀρετὴ ἀπὸ αὐτήν, ἐπειδὴ ὠφελοῦνται καὶ τὰ δύο μέρη. Ὁ πτωχὸς καὶ ἄπορος ὠφελεῖται σωματικῶς, λαμβάνοντας τὰ ἀναγκαῖα της φύσεως, καὶ ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἐλεεῖ, ὠφελεῖται ψυχικῶς, πράγμα ποὺ εἶναι καλλίτερον. Πλὴν ὅμως τὸ νόημα τῆς παραβολῆς αὐτῆς εἶναι ὅτι ὁ Κύριος τὴν εἶπε γιὰ τὸν ἐαυτόν του, ὅτι δηλαδὴ ἔδειξεν ὁ φιλάνθρωπος τόσην εὐσπλαγχνίαν καὶ ἀγαθότητα στὸν πληγωμένον ἄνθρωπον. Καὶ ἀκοῦστε τὴν ἐξήγηση, ὥστε νὰ λάβετε πολλὴν ὠφέλειαν καὶ κατάνυξιν.
Ἡ ἀνθρωπίνη φύσις κατέβαινεν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται ὅρασις εἰρήνης, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν εἰρηνικὴν διαγωγήν, στὴν Ἱεριχῶ, ἡ ὁποία εἶναι χαμηλὴ καὶ πνιγηρὰ ἀπὸ τὸν καύσωνα [Ἡ Ἱεριχῶ εἶναι ἀπὸ τὰ χαμηλώτερα μέρη τῆς γῆς, εὐρισκομένη 270 μετρα κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς Θαλάσσης], ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦλθε στὴν ἐμπαθῆ καὶ κτηνώδη ζωήν. Καὶ δὲν εἶπε κατέβη, ἀλλὰ κατέβαινεν, διότι ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τρέχει καὶ αὐτὴ στὸν κατήφορον, ὅπως τὰ ὕδατα τῶν ποταμῶν, καὶ προσέχει ὅλως δὶ’ ὅλου στὴν λάσπην καὶ τὸν βόρβορον τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὴ ἔπεσε πάνω στοὺς ληστᾶς δαίμονας, οἱ ὁποῖοι τῆς ἀφήρεσαν τὸ ἔνδυμα τῆς ἀρετῆς καὶ ἔπειτα τὴν ἐπλήγωσαν μὲ ἁμαρτήματα διάφορα. Διότι οἱ δαίμονες πρῶτα μας ἀπογυμνώνουν ἀπὸ τοὺς καλοὺς λογισμοὺς καὶ ἀπὸ τὴν σκέπην καὶ βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε μᾶς πληγώνουν μὲ ἁμαρτήματα καὶ μᾶς ἀφήνουν ἐρήμους τῆς θείας χάριτος. Εἶπε δὲ ὅτι οἱ δαίμονες ἄφησαν τὴν φύσιν τῶν ἀνθρώπων μισαποθαμένην, ἐπειδὴ τὸ σῶμα, ποὺ εἶναι τὸ ἥμισυ μέρος τοῦ ἀνθρώπου, ἔγινε θνητὸν καὶ ἀπέθανεν, ἡ δὲ ψυχὴ ἔμεινεν ἀθάνατος. Νὰ τὸ ἐξηγήσωμε καὶ μὲ ἄλλον τρόπον: ἡ ἀνθρωπίνη φύσις δὲν ἔμεινεν ἐντελῶς ἀπεγνωσμένη, οὔτε ἐθανατώθη τελείως, ἀλλὰ τῆς ἔμεινεν ἡ ἐλπίδα στὸν Χριστόν, ὅτι δηλαδὴ Αὐτὸς θὰ τὴν θεραπεύση, ὅπως καὶ ἔγινε. Ἐπειδὴ τὸν θάνατον ποὺ ἐπροξένησεν ὁ πρῶτος Ἀδὰμ στὴν ἀνθρωπότητα, τὸν ἐθανάτωσεν ὁ ἀθάνατος Κύριος. Ἱερέα καὶ Λευίτην ὀνομάζει τὸν Νόμον καὶ τοὺς Προφῆτες, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν μὲν νὰ βοηθήσουν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, ἀλλὰ δὲν εἶχαν τὴ δυνατότητα, διότι οἱ πληγὲς ἤσαν ἀνίατες γιὰ τὴν ἀνθρωπίνην δύναμη. Ὅθεν, ἀντὶ νὰ βοηθήσουν, ὑπεχώρησαν. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «ἀντιπαρῆλθε».
Ἐπ’ αὐτοῦ ὁ Ἀπόστολος λέγει: τὸ αἷμα τῶν ταύρων καὶ τῶν τράγων δὲν ἠμποροῦσε νὰ συγχωρήση ἁμαρτήματα. Τὸ δὲ «κατὰ συγκυρίαν» ἔχει τὴν ἑξῆς ἔννοιαν: ὅτι ὁ Νόμος ἐδόθη πρωτύτερα γιὰ τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἠμποροῦσαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ δεχθοῦν τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ λέγει γιὰ τὸν ἱερέα καὶ τὸν Λευίτην «κατὰ συγκυρίαν», δηλαδὴ δὲν ἦλθαν ἐπὶ τούτου οἱ Προφῆτες γιὰ νὰ θεραπεύσουν τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ἔφερεν, τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ περίστασις. Ὁ Κύριος ὅμως καὶ Θεός μας, ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ἔλεγαν ὑβριστικὰ Σαμαρείτην, ἦλθεν ἐπὶ τούτου, μὲ αὐτὸν τὸν σκοπό, νὰ μᾶς θεραπεύσει ὡς εὔσπλαγχνος. Καὶ ἀφοῦ ἐσαρκώθη μὲ τρόπον ἀνέκφραστον, ἔγινεν ἄνθρωπος, ὅπως ἕνας ὁ φιλάνθρωπος ἀπὸ τὴν πολλὴν αὐτοῦ ἀγαθότητα. Καὶ δὲν ἄφησε τὸ κακὸν ἀθεράπευτον, ἀλλὰ ἔδεσε καλά τα τραύματα καὶ ἔβαλε λάδι καὶ κρασί, δηλαδὴ τὸν λόγον τῆς διδασκαλίας. Μὲ τὸ ἔλαιον ἐννοεῖ τὴν εὐσπλαγχνίαν, καὶ μὲ τὸν οἶνον τὸ στυπτικὸν καὶ αὐστηρόν της δικαιοσύνης. Ὅταν ἀκούης τὸν Κύριο νὰ λέγη «Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες, καγῶ ἀναπαύσω ὑμᾶς», καὶ ἄλλα ὅμοια, αὐτὰ φανερώνουν τὸ ἔλαιον, τὴν ἱλαρότητα δηλαδὴ καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν. Καὶ ὅταν πάλι λέγει «Πορεύεσθε εἰς τὸ σκότος» καὶ τὰ τοιαῦτα, φανερώνει τὸν οἶνο, δηλαδὴ τὴν αὐστηρότητα τῆς κρίσεως. Ἀκόμη, καὶ μὲ ἄλλον τρόπον, ἔλαιον νοεῖται ἡ ἀνθρωπίνη διαγωγή, καὶ οἶνος ἡ θεϊκή. Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος λοιπὸν ἐνεργεῖ ἄλλοτε ὡς Θεὸς καὶ ἄλλοτε ὡς ἄνθρωπος. Καὶ ὅταν μὲν ἔτρωγεν, ἐπινεν, ἐκοιμάτο καὶ ἄλλα ὅμοια ἔπραττε, ἐγνωρίζετο ὡς ἄνθρωπος. Τοῦτο εἶναι τὸ ἔλαιον, ἐπειδὴ δὲν μετεχειρίζετο ζωὴν σκληρᾶν καὶ ἐπίπονον. Ὅταν δὲ πάλιν ἐνήστευε πολλὲς ἡμέρες, περιπατοῦσε στὴν θάλασσαν ἢ ἄλλα ὅμοια ἔκαμεν, ἐγνωρίζετο Θεὸς παντοδύναμος. Οἶνον λοιπὸν νὰ ἐννοήσης τὴν θεότητα, τὴν ὁποία δὲν ἠμποροῦσε κανεὶς νὰ τὴν ὑποφέρη ἄκρατον, χωρὶς τὸ ἔλαιον τῆς ἀνθρωπίνης του φύσεως. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Κύριος μας ἔσωσε ὡς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, γι’ αὐτὸ λέγει ὅτι μᾶς ἔβαλεν οἶνον καὶ ἔλαιον, μὲ τὰ ὁποῖα λυτρώνονται ὅσοι βαπτίζονται καὶ θεραπεύονται ἀπὸ τὰ ψυχικὰ τραύματα. Καὶ πρῶτα μὲν χρίονται μὲ τὸ ἔλαιον τοῦ μύρου, ἔπειτα μεταλαμβάνουν καὶ τὸ Θεῖον αἷμα, τὸν οἶνον δηλαδή.
Καὶ ἀνέβασεν ὁ Κύριος τὴν πληγωμένην μᾶς φύσιν «εἰς τὸ ἴδιον ὑποζύγιον», τὴν ἐσήκωσε δηλαδὴ ἐπάνω του ὁ φιλεύσπλαχνος, ἐπειδὴ μᾶς ἔκαμε μέλη του καὶ κοινωνοὺς τοῦ ἰδικοῦ τοῦ σώματος καὶ μᾶς ἀνύψωσε στὴν προτέραν ἀξίαν. Πανδοχεῖον ὀνόμασε τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τοὺς δέχεται ὅλους. Διότι ὁ παλαιὸς Νόμος τοὺς Μωαβίτες καὶ τοὺς Ἀμμωνίτες δὲν τοὺς ἐδέχετο. Ἀλλὰ τώρα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέχεται κάθε ἔθνος, καὶ πόρνους καὶ τελείως τοὺς πάντες, ὅπως ἔχει γραφεῖ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
Ἐπειδὴ ὅταν συνεστήθη ἡ Ἐκκλησία, ἔγινε δηλαδὴ τὸ Πανδοχεῖον ἀπὸ ὅλα τα ἔθνη, ἡ πίστις ἐξηπλώθη. Τότε ἔγινε καὶ ἡ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἡ χάρις ἐπληθύνετο. Λοιπὸν ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι καὶ Διδάσκαλοι καὶ Ἀρχιερεῖς, λογίζονται ὡς πανδοχεῖς, εἰς τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἔδωσε τὰ δύο δηνάρια, δηλαδὴ τὴν Παλαιὰν καὶ τὴν Νέαν Διαθήκην, ποὺ ἔχουν καὶ οἱ δύο τὴν εἰκόνα καὶ τὰ λόγια τοῦ Βασιλέως. Αὐτὰ τὰ δύο δηνάρια ἄφησεν ὁ Κύριος ὅταν ἀνέβαινε στοὺς Οὐρανούς, καὶ τὰ παρέδωσε στοὺς Ἀποστόλους του καὶ σ’ ὅλους τους Ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καὶ διδασκάλους, λέγοντας «ὁ ἐὰν προσδαπανήσης ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαι μὲ ἀποδώσω σοί».
Καὶ ἀληθῶς πολλὰ ἐξώδευσαν οἱ μακάριοι Ἀπόστολοι, καὶ πολὺ ἐκοπίασαν γιὰ νὰ σπείρουν τὴν Διδασκαλία σὲ κάθε τόπον. Ἀλλὰ καὶ οἱ κατὰ καιροὺς Διδάσκαλοι πολλὰ ἐδαπάνησαν καὶ αὐτοὶ καὶ κοπίασαν. Καὶ τὸν μισθὸν ὅμως μέλλει νὰ τὸν ἀπολαύσουν πλούσιον ὅταν ἐπιστρέψη πάλιν ὁ Κύριος, δηλαδὴ στὴν Δευτέραν αὐτοῦ Παρουσίαν καὶ ἐπάνοδον. Τότε θὰ τοῦ εἰπῆ κάθε ἕνας ἀπὸ αὐτούς: «Κύριε, δύο δηνάρια μοὶ ἔδωκας, ἰδοὺ ἄλλα δύο προσεδαπάνησα», καὶ ὁ Κύριος θὰ τοὺς εἰπῆ: «εὖ, δοῦλοι ἀγαθοὶ καὶ πιστοί, εἰσέλθετε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σας».
Ἀκοῦστε τὴν παραβολὴν μὲ συντομίαν σαφέστερα καὶ καθαρώτερα. Ὁ Σαμαρείτης εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ ἐσαρκώθη ἀπὸ τὴν ὑπερευλογημένην ἀειπάρθενον Μαρίαν, τὴν ὑπερένδοξον Μητέρα του, τὸ «ἴδιον κτῆνος», τὸ ζῶον του, εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Οἴνος ὁ διδασκαλικὸς λόγος, ἔλαιον ἡ φιλανθρωπία. Τὸ πανδοχεῖον εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὁ πανδοχεὺς οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ Διδάσκαλοι. Δύο δηνάρια, ἡ παλαιὰ καὶ ἡ νέα Γραφὴ καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὸν πλησίον. Καὶ ἐπάνοδος τοῦ Σαμαρείτου, ἡ Δευτέρα τοῦ Χριστοῦ Παρουσία καὶ ἔλευσις.
Ἀφοῦ ἐτελείωσεν ὁ Κύριος αὐτὴν τὴν θαυμασίαν παραβολήν, ἠρώτησε τὸν Νομικόν: «Ποῖος ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς σου φαίνεται ὅτι ἔγινε Πλησίον ἐκείνου ποῦ ἔπεσε πάνω στοὺς ληστᾶς; Καὶ αὐτὸς τοῦ εἶπε: ἐκεῖνος ποὺ τοῦ ἔδειξε εὐσπλαγχνία. Τότε τοῦ εἶπεν ὁ Κύριος: Πήγαινε καὶ κᾶνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Κύριος μας διδάσκει νὰ γινώμεθα μιμηταί του στὴν εὐσπλαγχνία καὶ τὴν συμπάθεια, νὰ ἐλεοῦμε τοὺς ἐνδεεῖς καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ νὰ τοὺς βοηθοῦμεν ὅσον ἠμποροῦμε, εἴτε καλοὶ εἶναι εἴτε πονηροί. Ἐπειδὴ ὅπως ἔκαμεν ἐκεῖνος, ὁ πανοικτίρμων καὶ πολυέλεος πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἀχαρίστους καὶ ἐσταυρώθη καὶ ἔπαθε γιὰ τὴν ἀγάπη μας, ἔτσι θέλει νὰ συμπάσχωμε καὶ ἐμεῖς μὲ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ νὰ τοὺς βοηθοῦμε χωρὶς προφάσεις. Καὶ πρέπει νὰ ὑπακούωμε σ’ αὐτὸν ὡς τέκνα γνήσια, ἐὰν ποθοῦμε νὰ γίνωμε καὶ κληρονόμοι τῆς Βασιλείας του. Ὅταν λοιπὸν ἰδοῦμε τὸν ἀδελφὸν καὶ πλησίον μας νὰ θλίβεται ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ δίψαν, καὶ νὰ βασανίζεται ἀπὸ τὶς συμφορὲς καὶ τὶς δυστυχίες, νὰ εἶναι πληγωμένος καὶ πονεμένος ἀπὸ τὶς ἀδικίες, μὴν τὸν παραβλέψωμεν ὅπως ὁ ἱερεὺς καὶ τὸν ἀφήσωμε ἀβοήθητον, οὔτε νὰ ἀλλάξωμε δρόμον ὅπως ὁ Λευίτης, ἀλλὰ ἃς δείξωμε πρὸς αὐτὸν συμπάθειαν καὶ καλωσύνην. Ἃς τὸν κοιτάζωμε μὲ βλέμμα εὔσπλαγχνον, ἃς ἀνοίξωμε τὰ ὦτα στοὺς στεναγμοὺς καὶ τὰ δάκρυά του, ἃς κατεβοῦμε ἀπὸ τὸ ὑποζύγιον τῆς ὑπερηφανείας, τῆς ἀλογίας καὶ τῆς ματαιότητος. Ἃς σταλάξωμε ἔλαιον φιλανθρωπίας καὶ ἃς δέσωμε τὶς πληγές του μὲ λόγους παρηγορίας. Καὶ ἃς τὸν ἀνεβάσωμε στὸ καλὸ ὑποζύγιο, νὰ τὸν φέρωμε στὸν οἶκο μας, νὰ παρηγορήσωμε τὴν συμφοράν του, σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμα ποὺ μᾶς ἔδωσεν ὁ Κύριος, κατὰ τὴν δύναμή μας. Καὶ ἂν δὲν ἔχωμε τὰ ἀπαραίτητα πρὸς ἐξυπηρέτηση καὶ παρηγορίαν του, μὴ μᾶς φανῆ δύσκολο καὶ βαρυνθοῦμε τὸν κόπον, ἀλλὰ ἃς τὸν πᾶμε στὸ πανδοχεῖον, νὰ παρακινήσωμεν ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν δύναμη νὰ τὸν βοηθήσουν. Ἀκόμη ἃς παρακαλέσωμε τὸν Θεόν, ἐὰν εἶναι κατὰ τὸ θέλημά του, νὰ τοῦ ἐλαφρώση καὶ νὰ σμικρύνη τὴν παίδευση. Καὶ ἀκόμη ἃς φροντίζωμε καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν καὶ πλησίον μας, διότι ὅπως εἴμεθα χρεῶστες νὰ τοὺς βοηθοῦμε στὰ σωματικά, ἔτσι πρέπει νὰ τοὺς νουθετοῦμε καὶ στὰ ψυχικὰ καὶ νὰ τοὺς διδάσκωμε τὰ ψυχωφελῆ καὶ σωτήρια, νὰ τοὺς παρακινοῦμε πρὸς βίον ἐνάρετον. Ἔτσι γινόμεθα πρόξενοι τῆς σωτηρίας των, καθὼς μᾶς διδάσκει καὶ ὁ Ἀπόστολος, λέγοντας: «ἃς ἔχωμεν φιλαδελφίαν ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον, νὰ ἀγαποῦμε τὸν πλησίον, καθὼς ὁ Θεὸς ἠγάπησεν ἠμᾶς καὶ ἔδωκε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ λύτρον ὑπὲρ ἠμῶν». Ἃς γίνωμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς συμπαθεῖς καὶ ἀγαθοὶ πρὸς τοὺς πλησίον καὶ ὄχι ἀμελεῖς καὶ ἄσπλαγχνοι. Καὶ ἄλλοτε ἃς τοὺς βοηθοῦμε στὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος, ἄλλοτε ἃς τοὺς διορθώνωμε καὶ ἃς τοὺς ὁδηγοῦμε στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, γιὰ νὰ ἔχωμε περισσότερον μισθόν.
Ἀκοῦστε καὶ ἕνα παράδειγμα ὡραιότατον ἐπὶ τοῦ θέματος, γιὰ νὰ καταλάβετε ὅτι ὁ Θεὸς θεωρεῖ ὡς μεγάλην πρὸς αὐτὸν ὑπηρεσίαν καὶ ὀρέγεται νὰ νουθετοῦμε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ νὰ τοὺς παρακινοῦμε πρὸς βίον ἐνάρετον.
Στὸ Πατερικόν, ποὺ ὀνομάζεται Γεροντικόν, φαίνεται ὅτι σὲ ἕνα Μοναστήρι ἦταν ἕνας ἡγούμενος πολὺ ἐνάρετος, καὶ ἰδιαιτέρως ἦταν θαυμάσιος στὴν φιλοξενίαν καὶ τόσον ἀγαποῦσε τοὺς ἀδελφοὺς ὅλου του Κοινοβίου, ποὺ ἔκαμε πολλὲς φορὲς προσευχὴ στὸν Θεὸν γι’ αὐτούς, παρακαλώντας Αὐτὸν καὶ δεόμενος νὰ τοὺς συναριθμήση καὶ αὐτοὺς μαζί του, νὰ τοὺς βάλη σὲ ἕναν τόπον τοῦ Παραδείσου νὰ εἶναι ἀχώριστοι πάντοτε, καθὼς ἤσαν καὶ ἐδῶ πρόσκαιρα. Ὁ δὲ δικαιοκρίτης Θεὸς τοῦ ἔδειξε μίαν ὀπτασίαν θαυμασίαν, γιὰ νὰ γνωρίση τὸ σφάλμα του.
Ἃς ἀκούσετε οἱ ἀσυμπαθεῖς καὶ οἱ ἄσπλαχνοι, νὰ διορθώσετε τὴν πολιτεία σας, ἐὰν ποθῆτε τὴν σωτηρία σας. Στὸ κοινόβιον αὐτό, ὄχι πολὺ μακριά, ἦταν ἕνα ἄλλο Μοναστήρι στὸ ὁποῖον, ὅταν ἔκαμαν τὴν ἑορτή, προσεκάλεσαν τὸν ἡγούμενον ποὺ ἀναφέραμε νὰ ὑπάγη στὴν πανήγυρη. Αὐτὸς ἔκαμε προσευχὴν στὸν Δεσπότην Χριστὸν νὰ τοῦ φανερώση ἐὰν ἔπρεπε νὰ ὑπάγη, διότι δὲν ἔβγαινε ποτὲ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ χωρὶς προηγουμένως νὰ βεβαιωθῆ ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ. Προσευχόμενος λοιπὸν στὴν Ἐκκλησίαν ἤκουσε φωνὴν ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: πήγαινε, πλὴν ὅμως στεῖλε τοὺς ἀδελφοὺς προτήτερα. Καθὼς λοιπὸν ἐπήγαιναν οἱ μοναχοί, εὐρήκαν στὸν δρόμον ἕναν ἄνθρωπο τριάντα περίπου χρόνων, χαριτωμένον στὴν ὄψη καὶ σεβάσμιον, ποὺ ἐκείτετο κατὰ γῆς ὡς ἄρρωστος. Καὶ ἐρωτώντας αὐτὸν ποῖος ἦταν καὶ ἀπὸ ποῦ ἤρχετο, τοὺς ἀπεκρίθη: πτωχὸς εἶμαι, καὶ καθὼς ἐπήγαινα καβαλλάρης σ’ ἐκεῖνο τὸ Μοναστήρι, μὲ ἄφησε τὸ ζῶον καὶ ἔφυγε. Καὶ ἐκεῖνοι εἶπαν: ὁ Θεὸς νὰ σὲ βοηθήση, διότι ἐμεῖς εἴμεθα πεζοὶ καὶ δὲν ἠμποροῦμε νὰ σὲ βοηθήσομε. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐπέρασαν ὅλοι, ἦλθε κατόπιν καὶ ὁ ἡγούμενος. Καθὼς τὸν εἶδε καὶ ἤκουσε τὴν συμφορὰν ποὺ ἔπαθε, ἐλυπήθη καὶ τοῦ λέγει: δὲν ἐπέρασαν ἀπὸ ἐδῶ κάποιοι μοναχοί; Ναί, τοῦ ἁπαντά, ἀλλὰ εἶπαν πὼς εἶναι πεζοὶ καὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ μὲ βοηθήσουν. Τοῦ λέει ὁ ἡγούμενος: ἠμπορεῖς νὰ σηκωθῆς λίγο, νὰ ἀνεβῆς σ’ ἐκείνη τὴν πέτρα, νὰ σὲ πάρω στὸν ὦμο μου; Ἐκεῖνος εἶπε, ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ σαλεύσω καθόλου, συνέχισε τὸν δρόμο σου. Τοῦ λέγει ὁ Ἀββᾶς: ζῆ Κύριος ὁ Θεός μου, δὲν φεύγω ἂν δὲν σὲ σηκώσω, μὲ ὅσες δυνάμεις ἔχω. Τότε λοιπὸν ἐσηκώθη, ἀνέβηκε στὸν βράχο καὶ ὁ ἡγούμενος τὸν ἐφορτώθη στοὺς ὤμους του. Καὶ στὴν ἀρχὴ μὲν τοῦ ἐφάνη πολὺ βαρύς, ἔπειτα ὅμως ἐλάφραινεν ὅσον ἐπροχωροῦσαν, μέχρι ποὺ τοῦ ἐφαίνετο πὼς δὲν ἐσήκωνε τίποτε. Καὶ καθὼς ὕψωσε τὴν κεφαλήν, νὰ δεῖ τί ἔγινεν ὁ φαινόμενος, τὸν βλέπει νὰ ἀνεβαίνη στὸν ἀέρα. Ἤκουσε τότε φωνὴ νὰ τοῦ λέγη: Ἀββᾶ, πολλὲς φορὲς μὲ παρεκάλεσες νὰ βάλω τοὺς μοναχούς σου στὸν ἴδιον τόπο μὲ σένα, αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀδικοκρισία, διότι τὰ ἔργα σας δὲν ὁμοιάζουν. Λοιπόν, ἐὰν τοὺς ἀγαπᾶς, δίδαξέ τους ὅ,τι χρειάζεται καὶ νουθέτησέ τους, ὥστε νὰ μιμοῦνται τὴν πολιτείαν σου. Διότι ἐγὼ εἶμαι Δίκαιος Κριτής, καὶ ἀποδίδω στὸν καθένα κατὰ τὶς πράξεις του. Αὐτὰ εἶπεν ὁ Δεσπότης καὶ ἀνῆλθε στοὺς οὐρανούς, ὁ δὲ ἀββᾶς ἔμεινε πολὺ χαρούμενος, καὶ ἠγάλλετο ποὺ ἠξιώθη νὰ μεταφέρη τὸν Κύριον στοὺς ὤμους του. Ὅταν ἀργότερα ἐδιηγήθη τὸ γεγονὸς αὐτὸ στοὺς μαθητᾶς του μὲ δάκρυα, πολὺ ὠφελήθησαν καὶ ἐδιώρθωσαν καθὼς ἔπρεπε τὴν προτέραν τους ἀμέλειαν.
Ἔτσι ἃς κάμωμε καὶ ἐμεῖς ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες μου. Ἃς γίνωμεν εὔσπλαχνοι πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας, συμπαθεῖς καὶ οἰκτίρμονες, γιὰ νὰ ἐλεύση καὶ σὲ μᾶς ὁ Κύριος. Ἐάν, στὰ ἀνδρόγυνα, ὁ ἕνας εἶναι ἄσπλαχνος, ἃς τὸν παρακινῆ ὁ ἄλλος νὰ γίνη εὔσπλαγχνος, νὰ μὴν κολασθῆ ὁ τρισάθλιος, καὶ ἃς δίδει κρυφὰ ἐλεημοσύνην ὅσον ἠμπορεῖ. Λόγου χάριν, ἐὰν εἶναι ἡ γυναίκα ἄσπλαχνος, ἃς δίδη κρυφὰ ἀπὸ αὐτὴν ὁ ἄνδρας της, ἢ ἡ γυναίκα κρυφὰ ἀπὸ τὸν ἄνδρα της γιὰ τὸ ἀσκανδάλιστον, διότι καὶ οἱ δύο μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν κάνουν ἔργο. Δὲν εἶναι ἁμαρτία αὐτό, ἐὰν κάποιος δώση ἐλεημοσύνη στὸν πτωχὸ κρυφὰ ἀπὸ τὸν σύντροφόν του. Ἐγὼ εἶδα ὀφθαλμοφανῶς καὶ πολλοὺς Κελλιῶτες στὸ Ἅγιον Ὅρος, Ἱερομονάχους καὶ ἁπλοὺς μοναχούς, νὰ δίνουν ἐλεημοσύνην κρυφὰ ἀπὸ τὸν ὑποτακτικό τους, γιὰ νὰ μὴν τὸν σκανδαλίσουν. Ἄλλοι πάλιν ὑπηρέτες παίρνουν ὁμοίως καὶ δίδουν κρυφὰ ἀπὸ τὸν ἀφέντη τους, ὅταν αὐτὸς εἶναι ἄσπλαχνος, καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἔχουν καὶ τὰ δύο μέρη μισθόν. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἀγαθά τους πληθύνονται ἐδῶ πρόσκαιρα ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ μὲ τρόπον θαυμάσιον, καθὼς φαίνεται καὶ στὸν βίον τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος. Ὅτι δηλαδὴ ἦταν κάποιος ἀνελεήμων καὶ ἄσπλαχνος, ὅθεν ὁ Θεὸς παρεχώρησε νὰ τοῦ ἔλθουν συμφορὲς καὶ ἐπτώχευσε. Καὶ ἐπειδὴ κατάλαβε ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς ἀσπλαχνίας τοῦ τὸν εὐρήκαν τόσες δυστυχίες, διέταξε τὸν δοῦλο του νὰ παίρνη ἕξι νομίσματα τὴν ἡμέρα καὶ νὰ τὰ δίδη στοὺς πτωχοὺς γιὰ τὴν ψυχήν του, ἐπειδὴ αὐτὸς τὰ ἐλυπεῖτο καὶ δὲν τὰ ἔδιδε. Τότε ὁ καλὸς δοῦλος δὲν ἔπαιρνε μόνον ἕξι, ἀλλὰ τριάντα ἕξι καὶ περισσότερα καὶ τὰ ἔδιδε στοὺς πτωχούς. Καὶ ὅσον ἔπαιρνεν αὐτὸς καὶ ἔδιδε, τόσον περισσότερο καὶ ὁ Θεὸς εὐλογοῦσε ἐκεῖνον τὸν οἶκο, καὶ ἐπλούτισε πάλιν ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ὅπως καὶ πρίν. Ὅθεν, ἐπειδὴ ἐγνώρισε ὅτι ἡ εὐλογία αὐτὴ προῆλθε ἀπὸ τὴν μικρᾶν αὐτὴν ἐλεημοσύνην, ἔδιδε καὶ αὐτὸς περισσότερα. Εἶπε τότε στὸν δοῦλο του, σὲ εὐχαριστῶ, διότι γιὰ τὰ ἕξι νομίσματα πού σου εἶπα νὰ δίδης στοὺς πτωχούς, ὁ Κύριος μου ἔστειλεν ἀναρίθμητα. Τοῦ λέγει ὁ δοῦλος. Ἐὰν ὑπάρχη κλέπτης ποὺ ἐσώθη, τότε σώζομαι καὶ ἐγώ. Ἐπειδὴ δὲν σοῦ ἔπαιρνα μόνον ἕξι, ἀλλὰ ἑκατὸ καὶ περισσότερα, γι’ αὐτὸ καὶ ἐπλούτισες.
Βλέπετε, χριστιανοί μου, πῶς καὶ τὰ βιαίως καὶ ἀκουσίως διδόμενα προξενοῦν τοιαύτην ὠφέλειαν, ὄχι μόνον μετὰ θάνατον, ἀλλὰ καὶ ἐδῶ πρόσκαιρα; Μὴν ἀμελεῖτε λοιπὸν τὴν ἀρετὴν αὐτήν, ὡς χριστομίμητον. Συμπονεῖτε καὶ βοηθεῖτε τοὺς ἀδελφούς του Χριστοῦ στὶς ἀνάγκες τους, ὥστε ὁ πλουσιόδωρος εὐεργέτης μας νὰ σᾶς ἀνταποδώση τὴν χάριν στὴν δευτέραν αὐτοῦ ἔλευση, λέγοντας πρὸς ἐσὰς καὶ πρὸς ὅλους τους ἐναρέτους καὶ ἐλεήμονες: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἠτοιμασμένην ὑμὶν βασιλείαν».
Ἧς γένοιτο πάντας ἠμᾶς ἐπιτυχεῖν, τὴ αὐτοῦ φιλανθρωπία καὶ χάριτι, πάντοτε, νῦν καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
(13 αἰών, Πατριαρχικὸν Ὁμιλιάριον Β’, σέλ. 203 – Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον”, σελὶς 365 καὶ ἑξῆς. Ἐπιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλᾶς)
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!