Μέρος 1
Ἡ ἀνδρεία τοῦ σώματος ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ καταβάλλει τὰ σώματα τῶν ἐχθρῶν, νὰ συντρίβει τὰ γερὰ τείχη τῶν πόλεων καὶ νὰ μάχεται τὸν ὁρατὸ ἐχθρό, ἐνῶ ἡ ἀνδρεία τῆς ψυχῆς τοῦ θεοσεβοῦς βασιλέως πρέπει νὰ συνίσταται στὸ νὰ νικάει τὰ σαρκικὰ πάθη μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὸν θεὶo ζῆλο. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ποῦ λέγει: «Τῷ φόβω δὲ Κυρίου ἐκκλίνει πᾶς ἀπὸ κακοῦ»[1]. Καὶ τί μεγαλύτερο κακὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἀπὸ τὰ σαρκικὰ πάθη, ποῦ ἐναντιώνονται τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ τὴν παραμορφώσουν ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ Δημιουργοῦ της; Προσπάθησε λοιπόν, εὐσεβέστατε ἄρχοντα, νὰ τὴν κρατήσεις ἁγνὴ γιὰ τὸν ἀθάνατο Βασιλέα καὶ Νυμφίο της, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ καὶ αὐτὴ μαζὶ μὲ τὶς φρόνιμες παρθένες, κρατώντας τὸ ἀναμμένο λυχνάρι, νὰ εἰσέλθει στὴν οὐράνια παστάδα τοῦ Νυμφίου τῆς[2].
Εὐσεβέστατε ἄρχοντα, νὰ θεωρεῖς ἀληθινὸ βασιλέα καὶ αὐτοκράτορα αὐτὸν ποῦ ὄχι μόνο ἐξασφαλίζει τὴν εὐημερία τῶν ὑπηκόων του μὲ τὴν δικαιοσύνη καὶ τοὺς καλοὺς νόμους, ἀλλὰ αὐτὸν ποῦ ὑπερνικᾶ πάντοτε τὰ ἄλογα πάθη τῆς ψυχῆς του, τὴν ὀργὴ καὶ τὸν θυμὸ καὶ τὶς ἄνομες σαρκικὲς ἐπιθυμίες. Γιατί ὅποιον τὸν νικοῦν τὰ ἄλογα πάθη, δὲν ἀποτελεῖ τὴν ἔμψυχη εἰκόνα τοῦ οὐρανίου Κυρίου, ἀλλὰ μόνο το ἀνθρωποειδὲς ὁμοίωμα τῆς ἄλογης φύσεως.
Ὁ ἀληθὴς θεϊκὸς νοῦς ὄχι μόνο στολίζει ἐσωτερικὰ τὸν ἄνθρωπο μὲ σοφία, πραότητα καὶ κάθε ἀλήθεια, ἀλλὰ τακτοποιεῖ τὰ ἐξωτερικὰ μέλη τοῦ σώματός του, ὅπως τὰ μάτια, τὰ αὐτιά, τὴν γλώσσα καὶ τὰ χέρια. Αὐτὸς ὁ νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ ἀπολαμβάνει μὲ τὰ μάτια τοῦ ἀκόλαστα τὴν ὀμορφιὰ τοῦ ἄλλου ἡ νὰ ἀκούει τὰ ἄσεμνα τραγούδια καὶ τὰ αἰσχρὰ ἀστεῖα των γελωτοποιῶν καὶ τῶν ἱεροσύλων ἡ νὰ ἀκούει τὶς συκοφαντίες φθονερῶν ἀνθρώπων ἡ ὁ ἴδιος νὰ ἀδικεῖ μὲ τὴν γλώσσα του, νὰ κακολογεῖ καὶ νὰ αἰσχρολογεῖ καὶ νὰ προσβάλλει τοὺς ἀδίκους ἡ νὰ ἁρπάζει ξένες περιουσίες. Καὶ μὲ ποιὸν τρόπο μποροῦμε νὰ ἀποκτήσουμε αὐτὴν τὴν Χάρη τοῦ Σωτῆρος, μᾶς τὸ διδάσκει ὁ θεόπνευστος προφητάναξ Δαυίδ, ψάλλοντας ὑπὸ μορφὴ ἐρωτήσεων καὶ ἀπαντήσεων: «Ἐν τίνι κατορθώσει νεώτερος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ»; Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐρώτηση, στὴν ὁποία τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀπαντάει: «Ἐν τῷ φυλάξασθαι τοὺς λόγους σου»[3], δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ ἐκτελεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Βασιλεύοντος στοὺς οὐρανούς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀλλοῦ προσεύχεται λέγοντας: «Χρηστότητα καὶ παιδείαν καὶ γνῶσιν δίδαξον μέ, ὅτι ταῖς ἐντολαίς σου ἐπίστευσα»[4]. Ἐὰν τηροῦμε ὁλόψυχα αὐτὲς τὶς ἐντολές, θὰ λάβουμε ἀναμφίβολα κάθε χάρη καὶ πνευματικὴ εὐλογία.
«Δικαιοσύνη ὑψοὶ ἔθνος», λέγει ὁ σοφὸς Σολομῶν[5]. Καὶ ὁ πατέρας τοῦ εἶπε: «Δίκαιος εἰ, Κύριε, καὶ εὐθεῖαι αἳ κρίσεις σου. Ἐνετείλω δικαιοσύνην τὰ μαρτύριά σου καὶ ἀλήθειαν σφόδρα»[6]. Καὶ ἀλλοῦ λέγει: «Ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ δικαίους, καὶ ὦτα αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν. Πρόσωπον δὲ Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακά του ἐξολοθρεῦσαι ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν»[7]. Αὐτὸς ποῦ βασιλεύει εὐσεβῶς στὴν γῆ ἔχει ἀνάγκη κυρίως ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη. Τότε τὸν βοηθάει καὶ τὸν συντρέχει ἀόρατα στὴν διακυβέρνηση τοῦ ἐπιγείου βασιλείου τοῦ ὁ ἴδιος ὁ Βασιλέας τῆς δικαιοσύνης, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι Θεὸς τῶν πάντων. Εὐσεβέστατε ἄρχοντα, ἐπιδίωκε νὰ ἀποκτήσεις αὐτὴν τὴν ἀρετή, γιὰ νὰ μπορέσεις καὶ ἐσὺ νὰ πεῖς μὲ θάρρος: «Ἐγὼ δὲ ἐν δικαιοσύνη ὀφθήσομαι τῷ προσώπω σου, χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναι μοὶ τὴν δόξαν σου»[8]. Τότε, προσευχόμενος στὸν Κύριό των πάντων νὰ σὲ βοηθήσει καὶ νὰ σὲ σώσει ἀπὸ τὶς θλιβερὲς περιστάσεις, θὰ μπορέσεις νὰ πεῖς χωρὶς αἰδῶ: «Ἐποίησα κρίμα καὶ δικαιοσύνην· μὴ παραδῶς μὲ τοῖς ἀδικούσι μὲ»[9].
«Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην· ἠδολέσχησα, καὶ ὠλιγοψύχησε τὸ πνεῦμα μου»[10], λέγει αὐτὸς ὁ δίκαιος προφητάναξ. Ἀληθινὰ εἶναι ἄξια θαυμασμοῦ καὶ κάθε ἐπαίνου ἡ ἀρετὴ αὐτοῦ του ἐναρέτου καὶ θεοσεβοῦς, ποῦ μολονότι ἦταν περιβεβλημένος ἀπὸ ἀναρίθμητα καὶ πολύτιμα ἀγαθὰ αὐτοῦ του αἰώνα, δὲν χάρηκε τίποτα ἀπὸ αὐτά, κατὰ τὴν δική του διαβεβαίωση, παρὰ μόνο τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ εἶναι δίκαιο. Ἐπειδὴ ἡ μνήμη τῶν ἀγαθῶν της ζωῆς καὶ ἡ ὁλόψυχη προσκόλληση σὲ αὐτὰ μας στερεῖ τὴν ἀπόλαυση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν καὶ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ αὐτά. Ἀντιθέτως ἡ παντοτινὴ μνήμη τοῦ Δημιουργοῦ ποῦ μεριμνᾶ γιὰ τὰ πάντα, τοῦ παναγάθου Θεοῦ καὶ Κυρίου, ποῦ συνίσταται στὴν ἐκτέλεση τῶν σωτηρίων ἐντολῶν Του, μᾶς κάνει ἀναμφίβολα κληρονόμους τῆς αἰωνίας ζωῆς καὶ τῆς ἀτελεύτητης βασιλείας.
Ἃς ἐξετάζουμε σοφά, γιὰ νὰ κατανοοῦμε σωστὰ τὴν δύναμη τῶν λόγων τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνά μου, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου»[11]. Αὐτὸ τὸ θεῖο ρητὸ χρειάζεται μεγάλη προσοχὴ καὶ πρακτικὴ ἐφαρμογὴ ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς, ποῦ ἐπιθυμοῦν νὰ βασιλεύουν θεάρεστα στὴν γῆ. Ἂν οἱ ἄνθρωποι ποῦ τοὺς ἐμπιστεύτηκαν καὶ ὀνομάζονται χριστιανοὶ ἀποτελοῦν τὸν ἀμπελώνα καὶ τὴν κληρονομία τοῦ Κυρίου, ἐνῶ ποιμένες αὐτῆς τῆς ἱερῆς κληρονομιᾶς τοῦ Ὑψίστου Κυρίου εἶναι οἱ βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς καὶ ἄλλοι ἀξιωματοῦχοι, τότε ἃς προσέχουν αὐτοὶ πολύ, πῶς τοὺς ἐξουσιάζουν καὶ τοὺς κυβερνοῦν –κατὰ τὸν νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς ποῦ δόθηκαν ἀπὸ τὸν Ὕψιστο Κύριο. Ὅσοι «ἀγρυπνούσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν» ἔχουν νὰ δώσουν ἀναφορὰ γι’ αὐτοὺς στὸν Ὕψιστο, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος[12].
«Οὐ γὰρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίω· ὁ γὰρ ἐν τούτοις δουλεύων τῷ Χριστῷ εὐάρεστος τῷ Θεῶ καὶ δόκιμος τοῖς ἀνθρώποις»[13]. Ποιὰ ἀντίρρηση μποροῦμε νὰ φέρουμε σὲ αὐτὰ ἐμεῖς οἱ ταπεινοί, ποῦ βασίζουμε ὅλη τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας στὸ ὅτι δὲν τρῶμε κρέας, ψάρι καὶ βούτυρο στὴν διάρκεια τῶν ἁγίων νηστειῶν; Ἀλλά, ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν παύουμε νὰ ἀδικοῦμε τοὺς πτωχούς, νὰ τοὺς στεροῦμε τὴν περιουσία τους, νὰ τοὺς τραβᾶμε στὰ δικαστήρια, νὰ πράττουμε ἐχθρικὰ ἐναντίον τους καὶ νὰ τοὺς ἐξαγριώνουμε μὲ διαφόρους τρόπους. Ἡ αὐτοσυγκράτηση ἀπὸ τὰ παχυντικὰ φαγητὰ καὶ ἡ προσευχή, ποῦ χρειάζεται γιὰ τὸν φωτισμὸ τῶν πνευματικῶν δυνάμεων, εἶναι πολὺ καλὴ καὶ ὠφέλιμη γιὰ τὴν νέκρωση τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν. Θὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε σὲ αὐτὰ καὶ τὴν ἐγκράτεια τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς, ὥστε νὰ μὴ μᾶς ἀφορᾶ τὸ ρητό, «φυλασσόμενοι μάταια καὶ ψευδῆ ἔλεον αὐτῶν ἐγκατέλιπον»[14]. Ἐπίσης «βρῶμα δὲ ἠμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῶ», λέγει ὁ Ἀπόστολος[15].
Μὴ θεωρεῖς ἄριστο σύμβουλο αὐτὸν ποῦ σὲ ὠθεῖ σὲ ἄδικες μάχες καὶ πολέμους, ἀλλὰ αὐτὸν ποῦ σὲ συμβουλεύει νὰ ἀγαπᾶς πάντοτε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία μὲ ὅλους τους γειτονικοὺς λαούς, οἱ ὁποῖοι περιβάλλουν τὸ θεοφιλὲς κράτος σου. Ἐπειδὴ ὁ πρῶτος προκαλεῖ στὸ κράτος σου τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἀγανάκτηση τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ ρητό, «διασκόρπισον ἔθνη τὰ τοὺς πολέμους θέλοντα»[16]. Καὶ ἀλλοῦ λέγει: «Ἄνδρα αἱμάτων καὶ δόλιον βδελύσσεται Κύριος»[17], ἐνῶ ὁ δεύτερος σὲ κάνει, μαζὶ μὲ τὸν πραότατο βασιλέα Δαυίδ, ἐξυπνότατο ἐκτελεστῆ τῆς θείας ἐντολῆς, ποῦ λέγει, «εἰ δυνατόν, τὸ ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες»[18] καὶ ἀλλοῦ λέγει, «μετὰ τῶν μισούντων τὴν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικὸς»[19].
Ἡ ἱερωσύνη καὶ ἡ βασιλεία εἶναι τὰ δύο μέγιστα ἀγαθά, ποῦ δόθηκαν στὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν Ὑψίστη Θεία πρόνοια[20]. Ἡ πρώτη, ὑψώνοντας πάντοτε τὰ ὅσια χέρια της μὲ θερμὴ προσευχή, ἱκετεύει τὸν Κύριό των ὅλων γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, φέρνει τὸ ἔλεός Του καὶ Τὸν συμφιλιώνει μαζί μας. Καὶ ὁ βασιλέας ὁμοίως ὁδηγεῖ πάντοτε τὸ κράτος του στὸ καλύτερο μὲ τοὺς σοφοὺς συλλογισμούς του, μὲ τὶς ἄλλοτε αὐστηρὲς καὶ ἄλλοτε πατρικὲς ἐντολές του καὶ μὲ τὴν φροντίδα τῶν ὑπηκόων του. Ἑπομένως τὰ δύο αὐτὰ χαρίσματα ἀποτελοῦν μεγάλο ἀγαθό, καὶ ὅταν συμφωνοῦν μεταξύ τους καὶ προσπαθοῦν νὰ εἶναι εὐπειθῆ στὸν ἴδιο τὸν Ὕψιστο, ἐξουσιάζουν τοὺς ὑπηκόους μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ τῆς νομοθεσίας τοῦ Σωτῆρος. «Μωυσῆς καὶ Ἀαρῶν», λέγει ὁ θεῖος ψαλμωδός, «ἐν τοῖς ἱερεύσιν αὐτοῦ, καὶ Σαμουὴλ ἐν τοῖς ἐπικαλουμένοις τὸ ὄνομα αὐτοῦ· ἐπεκαλοῦντο τὸν Κύριον, καὶ αὐτὸς εἰσήκουσεν αὐτῶν». Γιὰ ποιὸν λόγο; «Ἐφύλασσον τὰ μαρτύρια αὐτοῦ καὶ τὰ προστάγματα αὐτοῦ, ἃ ἔδωκεν αὐτοῖς»[21].
Εὐσεβέστατε ἄρχοντα, μὴν προτιμᾶς κανένα ἀπὸ τὸ ἐπίγειο κάλλος περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, Βασιλέα καὶ Δημιουργό του κράτους σου, γιὰ νὰ σὲ δοξάσει καὶ Αὐτὸς ἐσένα καὶ σὲ αὐτὸν τὸν αἰώνα καὶ στὸν μέλλοντα. Μόνο το κάλλος τῆς ψυχῆς εἶναι ἀληθινὴ ὀμορφιά, ἐφόσον εἶναι στολισμένη μὲ ἀρετές, δηλαδὴ μὲ τὴν δικαιοσύνη, τὴν σωφροσύνη, τὸν συνετὸ νοῦ, τὴν ἀνδρεία, τὴν πραότητα, τὴν εὐσπλαγχνία, τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν φιλανθρωπία, τὶς ἰδιότητες γιὰ τὶς ὁποῖες καὶ ὁ Πρωτότοκος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὑμνεῖται μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων». Σὲ τί ἀκριβῶς συνίσταται τὸ κάλλος Τοῦ φαίνεται ἀπὸ τὰ παρακάτω λόγια τοῦ ψαλμωδοῦ: «ἐξεχύθη χάρις ἐν χείλεσι»[22]. Ποιὰ ἄλλη χάρη μπορεῖ νὰ ἐννοεῖ, ἂν ὄχι αὐτὴν ποῦ ὑμνεῖται σὲ ἄλλο χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπου γιὰ τὴν Ὑποστατικὴ Σοφία τοῦ Θεοῦ λέγεται τὸ ἑξῆς: «Ἐκ τοῦ στόματος αὐτῆς ἐκπορεύεται δικαιοσύνη, νόμον δὲ καὶ ἔλεον ἐπὶ γλώσσης φορεῖ»[23]. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ ὁ ψαλμωδὸς Δαυὶδ λέγει παρακάτω: «Καὶ ἔντεινον καὶ κατευοδοὺ καὶ βασίλευε ἕνεκεν ἀληθείας καὶ πραότητος καὶ δικαιοσύνης»[24]. Νὰ τὸ νοητὸ κάλλος τῆς ψυχῆς! Νὰ ἡ ἀσύγκριτη ἀγαθότητα τοῦ Πρωτοτόκου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, λόγω τῆς ὁποίας Αὐτὸς ὑμνεῖται μὲ τὰ λόγια, «ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων». Τὸ σωματικὸ κάλλος δὲν εἶναι μόνο ἐφήμερο καὶ ψεύτικο, ἀλλὰ ἐπιτίθεται σφόδρα καὶ στὸ νοητὸ κάλλος τῆς ψυχῆς καὶ τὸ βλάπτει, ἐπειδὴ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ του κάλλους σκοτεινιάζει τὴν ἀγαθότητα τῆς ψυχῆς καὶ τὴν κάνει ἀπαίσια ἐνώπιόν του Δημιουργοῦ της. Προσπάθησε λοιπόν, εὐσεβέστατε ἄρχοντα, νὰ ἀποκτήσεις τὴν ἀγαθότητα τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία τὴν συνοδεύει καὶ μετὰ τὴν ἔξοδό της καὶ βρίσκεται πάντοτε μαζί της κάνοντας υἱοὺς τοῦ Θεοῦ ὅσους τὴν ἀξιώθηκαν.
Δὲν ὑπάρχει στὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ κανένα ἀστέρι πιὸ λαμπρὸ ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἐπειδὴ αὐτὸς μὲ τὶς ἀκτίνες τοῦ φωτίζει ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἔτσι καὶ ἡ ὄμορφη ψυχὴ τοῦ εὐσεβεστάτου βασιλέως, ἡ ὁποία εἶναι στολισμένη μὲ τὴν δικαιοσύνη, τὴν πραότητα, τὴν εὐσπλαγχνία καὶ ἀγκαλιάζει μὲ αὐτὲς τὸ καθετὶ ποῦ τῆς ὑποτάσσεται καὶ τὴν περιβάλλει, παροτρύνει μὲ τὴν ὑποδειγματικὴ ζωή της στὰ ἀγαθὰ ἔργα, ὅπως ὁ ἥλιος ζεσταίνοντας μὲ τὴν θερμότητά του τὴν γῆ βοηθεῖ στὴν ἀνθοφορία ὅλων των κήπων ποῦ ὑπάρχουν ἐπάνω της. Ἀλλὰ νά, ἐμφανίστηκε ἕνα μικρὸ σύννεφο, βρέθηκε μπροστά σε αὐτὸν τὸν λαμπρότατο ἥλιο καὶ στέρησε ὅλη τὴν οἰκουμένη ἀπὸ τὸ φῶς του. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως, ἂν σκεπαστεῖ μὲ τὸ σύννεφο τῶν ἀλόγων παθῶν, τὴν ὀργὴ καὶ τὸν ἀναίτιο θυμό, τὴν οἰνοποσία καὶ τὸν ἀπαίσιο πόθο, τότε καὶ ἡ ἴδια, ἀλλοίμονο! ἀλλάζει τρομερὰ πρὸς τὸ χειρότερο καὶ τὸ καθετὶ καταστρέφεται ἀπὸ διάφορες προσβολές. Τότε ἡ τρομερὴ θύελλα τῆς ἐπαναστάσεως καὶ τῶν φοβερῶν ἐξεγέρσεων κυριεύει τὰ πάντα καὶ ἔτσι ὅλα κλονίζονται. Γι’ αὐτὸ ὁ βασιλέας ἔχει πάντοτε ἀνάγκη ἀπὸ μεγάλη νηφαλιότητα τοῦ νοῦ, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ κυβερνᾶ θεοπρεπῶς τὸ βασίλειό του. Ἃς μὴν ἀφήσουμε τὴν ψυχή μας νὰ κοιμηθεῖ, ἀλλὰ ἃς εἴμαστε νηφάλιοι καὶ ἃς ἀγρυπνοῦμε μὲ τὸν νοῦ μας.
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, μολονότι λέγεται ὅτι δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ἀπὸ τὸ κερὶ καὶ τὸ χαρτί. Ὅπως σὲ αὐτὰ μπορεῖ νὰ γράψει κανεὶς ὁποιονδήποτε λόγο ἐπιθυμεῖ, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀποτυπώνει τὶς ὅποιες συνήθειες –κακὲς ἡ καλές– καὶ τὰ ὁποῖα ἤθη, πρὸς τὰ ὁποῖα εἶναι στραμμένος ὡς τὸ τέλος. Ἂν κάποιος θέλει εἰλικρινὰ νὰ τὸν στολίζει μὲ θεάρεστες συνήθειες καὶ ἤθη, ἃς ἀκούσει προσεκτικὰ τὸν ἑκατοστὸ θεῖο ψαλμὸ καὶ ἃς τὸν ἐπαναλαμβάνει συχνά· ἃς ἐκτελεῖ ἔμπρακτα ὅ,τι ἔγραψε σὲ αὐτὸν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ τότε θὰ φθάσει πλήρως στὴν ἀρετή.
Ὅπως δὲν ταιριάζει στὴν ἀνθρώπινη φύση νὰ πετάει στὸν ἀέρα, ἔτσι δὲν εἶναι χρήσιμο καὶ καθόλου εὐπρεπὲς γιὰ τὸν θεοσοφὸ βασιλέα νὰ ἐπιθυμεῖ τὰ κτήματα καὶ τὰ κέρδη τῶν ἄλλων, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία ὠθεῖ τὸν πιὸ φοβερὸ καὶ δίκαιο Κριτὴ στὴν ἐκδίκηση τῶν ἀδικημένων. Ἀληθινὸ εἶναι τὸ θεῖο ρητὸ ποῦ λέγει: «Ἔγνων ὅτι ποιήσει Κύριος τὴν κρίσιν τῶν πτωχῶν καὶ τὴν δίκην τῶν πενήτων»[25]. Καὶ ἀλλοῦ λέγει: «Ἀπὸ τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ ἀπὸ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων, νῦν ἀναστήσομαι, λέγει Κύριος»[26]. Ἑπομένως, ὁ κάθε εὐσεβὴς ἃς ἀπορρίψει ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τοῦ αὐτὴν τὴν θεομίσητη ἐπιθυμία, ἐπειδὴ «φοβερόν το ἐμπεσεῖν εἰς χείρας Θεοῦ ζῶντος»[27]. Καὶ πάλι λέγει: «Οὔτε πλεονέκταιΙ οὒχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι»[28].
Ὁ θεῖος ψαλμωδός, ἐξομολογούμενος στὸν καθοδηγητὴ τῶν ἀνθρωπίνων καρδιῶν, εἶπε: «Οὐκ ἐκολλήθη μοὶ καρδία σκαμβῆ»[29]. Δὲν εἶναι περίπλοκο αὐτὸ τὸ θεῖο ρητό, περιέχει ὅμως μεγάλο, πολὺ ψυχωφελὲς καὶ χρήσιμο νόημα γιὰ ὅσους τὸ ἀκοῦν. Ἐπειδὴ ὁ εὐσεβὴς βασιλέας πρέπει νὰ καταβάλει μεγάλη προσπάθεια ὄχι μόνο γιὰ νὰ τηρήσει μέχρι τέλους τὴν συνείδησή του στὴν ὀρθότητα καὶ τὴν ἁγνότητα τῶν θεοσεβῶν σκέψεων, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀπομακρύνει ἀμέσως ὅσους τοῦ προτείνουν καὶ τὸν συμβουλεύουν κάτι κολασμένο, καὶ νὰ μὴν τοὺς ἀφήνει νὰ κατευθύνουν τὰ λόγια τους στὸν ἐλεύθερο νοῦ τοῦ βασιλέως. «Φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί», λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος[30]. Ὅπως ἡ συναναστροφὴ καὶ ἡ συνομιλία μὲ καλοὺς καὶ ἐναρέτους ἄνδρες φωτίζει πολὺ καὶ βελτιώνει τὸν νοῦ μας, ἔτσι καὶ ἡ συναναστροφὴ καὶ ἡ συνομιλία μὲ κακοὺς ἀνθρώπους συνήθως τὸν σκοτεινιάζει καὶ τὸν διαφθείρει ἐντελῶς.
Πρὶν ἀπὸ κάθε καρπὸ ἐμφανίζεται τὸ ἄνθος, καὶ γιὰ τὸ ἄνθος ἡ γῆ χρειάζεται ἕνα καλὸ πότισμα. Σὲ κάθε καλὴ πράξη τοῦ βασιλέως προηγεῖται ἡ καλὴ διάθεση τοῦ πνεύματός του, ποῦ εἶναι ἐλεύθερο καὶ βρίσκεται πιὸ ψηλὰ ἀπὸ κάθε ὑποταγή. Εἶναι ἴδιον του βασιλέως, ποῦ εἶναι ἀληθῶς εὐσεβής, νὰ εὐχαριστεῖ πολὺ καὶ νὰ ἐπιβραβεύει τοὺς ἀξιωματούχους ποῦ βρίσκονται στὴν ἐξουσία καὶ τοὺς ἄλλους ὑπηρέτες του. Ἐπειδὴ κατὰ κάποιον τρόπο οἱ ἄρχοντες στὴν γῆ μοιάζουν μὲ τὸν ἐν ὑψίστοις Βασιλέα, ὁ ὁποῖος «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους»[31], γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει ὅλους μὲ τὴν φιλάνθρωπη εὔνοιά του στὴν ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.
«Ράβδον δυνάμεως ἑξαποστελεῖ σοὶ Κύριος ἐκ Σιῶν, καὶ κατακυρίευε ἐν μέσω τῶν ἐχθρῶν σου»[32], λέγει ὁ θεῖος προφητάναξ Δαυὶδ κατὰ σάρκα στὸν ἀπόγονό του Ἰησοῦ Χριστό, τὸν μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Ὑψίστου. «Ράβδον δυνάμεως» ἀποκαλεῖ αὐτὸς τὸν τίμιο καὶ ζωοποιὸ Σταυρό, ἐπειδὴ μὲ αὐτὸν νικήθηκε τὸ θράσος καὶ ὅλη ἡ πλάνη τῶν δαιμόνων, ἡ ἀσυγκράτητη μανία τῶν θεομάχων Ἰουδαίων καὶ ἐπίσης οἱ ἀσεβέστατοι διῶκτες του, Ἕλληνες καὶ Ρωμαῖοι, ἐξολοθρεύτηκαν καὶ διασκορπίστηκαν σὰν σκόνη. Εὐσεβέστατε ἄρχοντα, νὰ κρατᾶς μὲ ὅλη τὴν ψυχή σου αὐτὴν τὴν γερὴ καὶ ἀνίκητη ράβδο, ὥστε νὰ συνθλίψεις μὲ αὐτὴν τὶς κεφαλὲς τῶν ὁρατῶν καὶ ἀόρατων ἐχθρῶν σου, ὅπως ἄλλοτε ὁ Μωυσῆς καὶ ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Νὰ μοιάζεις πάντοτε μὲ αὐτοὺς κατὰ τὴν ὀρθὴ πίστη στὸν Θεό, τὴν ἁγνότητα, τὴν δικαιοσύνη, τὴν εὐσπλαγχνία, τὴν πραότητα καὶ τὴν ἐπιμελῆ τήρηση τῶν σωτηρίων ἐντολῶν τοῦ Ὑψίστου, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους νὰ εἰσέλθεις τὴν ἀτελεύτητη βασιλεία Του.
/
«Στόμα δικαίου μελετήσει σοφίαν», λέγει ὁ θεῖος ψαλμωδός, «καὶ ἡ γλώσσα αὐτοῦ λαλήσει κρίσιν»[33]. Ὅπως ἡ λυδία λίθος δείχνει τὸν χρυσὸ καὶ τὸ ἀσήμι, ὅταν καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο τὸ τρίψουμε ἐπάνω της, ἔτσι καὶ τὸ στόμα τοῦ ἀνθρώπου, μόλις ἀνοίξει καὶ ἡ γλώσσα κινηθεῖ μέσα του, φανερώνει σαφῶς τὶς σκέψεις τῆς καρδιᾶς του. Ἃς ἐμφυσήσουμε λοιπὸν μέσα της τὴν ἀρχὴ τῆς σοφίας, δηλαδὴ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δὲ ἀγαθὴ πάσι τοῖς ποιούσιν αὐτὴν»[34], δηλαδὴ γιὰ ὅσους τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Ὑψίστου, ὄχι μόνο μὲ τὰ λόγια ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἔργα τους. Ὅπου ὑπάρχει ὁ φόβος τοῦ Κυρίου, λέγει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, ὑπάρχει καὶ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπου ὑπάρχει ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, ὑπάρχει καὶ ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ, καὶ ὅπου ὑπάρχει ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ, ὑπάρχει ἡ σοφία καὶ ἡ φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[35].
«Τῷ λόγω τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν καὶ τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πάσα ἡ δύναμις αὐτῶν»[36]. Αὐτὸ τὸ θεῖο ρητό μας παρουσιάζει μὲ σαφέστατο τρόπο τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας καὶ Παντοδύναμης Τριάδος. Ὡς Κύριος παρουσιάζεται ἐδῶ ὁ ἴδιος ὁ ἄναρχος καὶ ἀΐδιος Θεὸς-Πατήρ, ὡς Λόγος ὁ προαιώνια γεννηθεῖς ἀπὸ Αὐτὸν συνάναρχος καὶ συναΐδιος Υἱὸς καὶ Λόγος Του, καὶ ὡς Πνεῦμα ὁ ἴδιος ὁ θεῖος καὶ προσκυνούμενος Παράκλητος. Αὐτὸ ἐπίσης δείχνει ὅτι καθετὶ ὁρατὸ καὶ ἀόρατο δημιουργήθηκε μὲ τὸ θέλημα τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ-Πατρός, μὲ τὸν ἄναρχο Λόγο Του, ὅπως λέγεται: «Πάντα δὶ’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἐν ὁ γέγονεν»[37]. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ κανεὶς καὶ ἀλληγορικά. Ὡς οὐρανοὺς μποροῦμε νὰ ἐννοήσουμε τὶς ὑψηλὲς σκέψεις τῶν ὀρθοδόξων βασιλέων, ὡς δύναμή τους τὴν τελειότητα τῆς εὐσέβειας. Μὲ τὸν Λόγο τοῦ Κυρίου, δηλαδή, μὲ τὶς ἅγιες ἐντολὲς τοῦ Σωτῆρος, καθιερώνονται καὶ τηροῦνται αὐτὲς μὲ κάθε εὐσέβεια, ἐνῶ ἡ δύναμή τους φυλάσσεται μὲ κάθε ἁγιότητα καὶ ἁγνότητα. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τηροῦν τὶς θεῖες ἐντολὲς σταθερὰ καὶ μὲ μεγάλη ἐγκράτεια, ἂν πράγματι θέλουν νὰ ὑποστηρίζεται πάντοτε τὸ ἐπίγειο καὶ ἐφήμερο βασίλειό τους ἀπὸ τὴν ἀνώτερη Βασιλεία καὶ τὴν Κυριότητα. Ἐπειδὴ ἀπὸ ἐκεῖ κατέρχεται «πάσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον», ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ[38].
Τὸ μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει κάθε κατανόηση καὶ λογική του ἀνθρώπου. Ἔτσι καὶ οἱ καθημερινὲς φροντίδες καὶ μέριμνες τοῦ βασιλέως γιὰ τὴν εὐημερία τῶν ὑπηκόων τοῦ ὑπερβαίνουν κάθε μέτρο καὶ κάθε λόγο. Ποτὲ δὲν παύουν νὰ πνέουν οἱ ἄνεμοι καὶ οἱ θύελλες, ποῦ ταράσσουν τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. Ἔτσι καὶ ἡ σκέψη τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως, γεμάτη ἀπὸ τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ὑπηκόους του, ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσει ἐξαιτίας τῶν συχνῶν παρεξηγήσεων καὶ τῶν ἐνοχλήσεων ἐκ μέρους τῶν γειτονικῶν λαῶν. Δὲν θλίβεται τόσο πολὺ ἡ καρδιὰ τῆς μητέρας γιὰ τὰ παιδιὰ ποῦ ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῶν βιοτικῶν ἀγαθῶν, ὅσο ἡ ψυχὴ τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως, ποῦ φροντίζει γιὰ τὴν κατάσταση καὶ τὴν εἰρηνικὴ εὐημερία τῶν ἀγαπημένων ὑπηκόων του. Ὅταν βλέπει τοὺς πιστοὺς ὑπηκόους του νὰ περνοῦν ἥσυχη καὶ εἰρηνικὴ ζωή, χαίρεται πράγματι ἡ θεάρεστη ψυχή του. Ἀληθινὰ μακάριοι καὶ τρισμακάριοι εἶναι αὐτοὶ οἱ βασιλεῖς καὶ παντοτινοὶ φίλοι του Θεοῦ καὶ πιστοὶ δοῦλοι Του, ἐπειδὴ προσπαθοῦν πάντοτε νὰ μοιάζουν μὲ τὸν Ὕψιστο βασιλέα κατὰ τὴν δικαιοσύνη, τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν πραότητα πρὸς τοὺς ὑπηκόους τους.
Πηγή: Ἅπαντα Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ, Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ Λόγοι, Τόμος Ἅ΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὅρος 2011.
Φῶς ἐκ Φωτός, τὸ πατρικὸ φέγγος εἶναι ὁ Χριστός, ποῦ εἶναι Θεὸς καὶ Κύριος των ὅλων. Αὐτὸς μὲ τὰ ἀναρίθμητα καὶ σαφέστατα ρητά, τὶς παραβολὲς καὶ τὰ ἐξαίσια θαύματα καὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸν θάνατό Του ἔδειξε τὴν ἄμετρη φιλανθρωπία Του καὶ τὴν Χάρη Του πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἀχαρίστους. Παρομοιάζει τὸν ἑαυτό Του μὲ τὸν ποιμένα τῶν προβάτων, ποῦ ἄφησε ἐνενῆντα ἐννέα πρόβατα ποῦ δὲν χάθηκαν καὶ πῆγε νὰ βρεῖ τὸ χαμένο ἀπὸ τὸ ἱερὸ ποίμνιό του πρόβατο. Ἔτσι ἔδωσε καὶ τὸν κανόνα τοῦ θεαρέστου ποιμένα σὲ ὅλους αὐτούς, ποῦ ἔπρεπε νὰ γίνουν ὕστερα ἀπὸ Αὐτὸν ἐκπρόσωποι τοῦ πολυεθνοῦς ποιμνίου Του, τοὺς ὀρθοδόξους ἱερεῖς καὶ βασιλεῖς. Αὐτοὶ φροντίζουν καὶ μεριμνοῦν ἐξίσου γιὰ ὅλους αὐτοὺς ποῦ βρίσκονται ὑπὸ τὴν ἐξουσία τους στὶς πόλεις καὶ τὰ κράτη, συνδυάζοντας τὴν ἐξουσία μὲ τὴν πατρικὴ στοργή, γιὰ νὰ διατηροῦν πάντοτε ὅλοι τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δικαιοσύνη, ζωντας τὴν ζωὴ τοὺς κατὰ τὶς ἅγιες ἐντολὲς τοῦ Κυρίου τῶν ὅλων.
Ἔχει πράγματι χαθεῖ ἀπὸ τὸ ἱερὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ αὐτὸς ποῦ χαίρεται τὴν ἀδικία καὶ τὴν ἁρπαγὴ τῆς ξένης περιουσίας. Καὶ ὁποῖος τὸν ὁδηγεῖ ἀπὸ τὸν πονηρὸ δρόμο τῆς πλάνης του στὴν κατὰ Θεὸν ζωὴ καὶ στὴν ἀλήθεια εἶναι ἀληθὴς ποιμὴν τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ θυρωρὸς τοῦ ἀνοίγει τὴν θύρα τῶν νοερῶν οὐρανίων ἀνακτόρων, αὐτὸς μπαίνει μέσα μὲ χαρὰ καὶ ἐξέρχεται μὲ κάθε σιγουριὰ καὶ «νομὴν εὐρήσει», ὅπως λέγει ἡ θεία φωνὴ τοῦ Χριστοῦ[1]. Τότε «τούτω ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτὰ»[2]. Ἔτσι θὰ ἀκούσει: «Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἧς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου»[3].
Χαίρεται ὁ ποιμένας καὶ ἀγάλλεται, ὅταν βλέπει τὰ πρόβατά του νὰ τρῶνε καὶ νὰ χορταίνουν μὲ χόρτα καὶ νὰ πίνουν καθαρὸ νερό. Ὁ εὐσεβὴς καὶ δίκαιος βασιλέας χαίρεται, ὅταν βλέπει τὶς πόλεις του νὰ ἀπολαμβάνουν τὸ μυστικὸ καὶ νοερὸ χορτάρι τῆς καλῆς πίστεως καὶ νὰ πίνουν τὸ ὕδωρ τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἡσυχίας. Ὁ ποιμένας τῶν ἀλόγων προβάτων χαίρεται, ὅταν βλέπει τὸ κοπάδι του νὰ αὐξάνεται, ἐπειδὴ τότε μπορεῖ νὰ τὸ πουλήσει σὲ μεγαλύτερη τιμὴ καὶ ἔτσι νὰ ἀποκτήσει μεγαλύτερο κέρδος. Ὅποιος βόσκει τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ Σωτῆρος, χαίρεται γιὰ τὴν πίστη, ἐπειδὴ θὰ ἀποκτήσει ἀναμφίβολα ὡς ἀντάλλαγμα φωτεινότατο στέφανο καὶ θὰ πάρει γενναιόδωρη ἀμοιβὴ ἀπὸ τὸ ζωοποιὸ δεξὶ χέρι τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἰδιότητα τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως καὶ τοῦ ἀψευδοῦς ποιμένα συνίσταται στὸ νὰ μὴν ἀποκτᾶ κέρδη ἐπὶ τῆς γῆς μὲ τὶς ἀδικίες καὶ τὶς ἁρπαγὲς τῶν ξένων κτημάτων. Ἐπίσης θὰ πρέπει νὰ ἐξουσιάζει τοὺς ὑπηκόους μὲ δικαιοσύνη, φόβο τοῦ Θεοῦ, πίστη καὶ ἀγάπη.
Λαμπρότατε καὶ ἐνδοξότατε βασιλέα, νὰ προσέξεις νὰ μὴν ἡττηθεῖς ποτὲ ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἰουδαϊκῆς φιλαργυρίας, τὴν ὁποία ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ εἰδωλολατρία καὶ τὸν ζηλωτὴ τῆς δαιμονολάτρη[4]. Νὰ θυμᾶσαι πάντοτε τὴν νουθεσία τοῦ προφητάνακτος, ποῦ λέγει: «Μὴ ἐλπίζετε ἐπ’ ἀδικίαν καὶ ἐπὶ ἁρπάγματα μὴ ἐπιποθεῖτε· πλοῦτος ἐὰν ρέη, μὴ προστίθεσθε καρδίαν»[5]. Νὰ μὴν προτιμήσεις ἀντὶ αὐτοῦ του προφήτη κάποιον ματαιόδοξο ἐπίγειο σύμβουλο, ἐπειδὴ ἡ ἀνυπακοὴ στὸν Θεὸ καὶ στὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων ἀποστόλων καὶ προφητῶν Τοῦ μᾶς καθιστᾶ ἐνόχους, γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει τὸ ἀψευδὲς ρητό: «Ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἄφρων καὶ ἄνους ἀπολοῦνται καὶ καταλείψουσιν ἀλλοτρίοις τὸν πλοῦτον αὐτῶν, καὶ οἱ τάφοι αὐτῶν οἰκίαι αὐτῶν εἰς τὸν αἰώνα»[6].
«Ψεύσεται ἔργον ἐλαίας, καὶ τὰ πεδία οὐ ποιήσει βρῶσιν»[7], λέγει ὁ θεοκλητὸς Ἀββακούμ, φωτισμένος ἀπὸ τὸ θεῖο Πνεῦμα. Ὡς ἐλαία χαρακτηρίζεται ἀλληγορικὰ ἡ ἁγία καθολικὴ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξαιτίας τῆς καρποφορίας αὐτοῦ του δένδρου, ἐπειδὴ ἀφθονεῖ πάντοτε σὲ ἐλέη καὶ γενναιοδωρίες τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἔργο τῆς ἐλαίας ἀποκαλεῖ τὸ ἔλεος καθὼς καὶ τοὺς ἱερεῖς, ποῦ ἐντάσσονται κατὰ καιροὺς στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ καθοδηγοῦν στὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ νὰ φροντίζουν περὶ τῶν πενήτων, τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν, ὅπως οἱ ἱεροὶ κανόνες διατάσσουν αὐστηρά τους σεβασμιοτάτους ἐπισκόπους[8]. Μήπως λοιπὸν τὸ ἀναφερθὲν ρητό του προφήτη δὲν ἰσχύει πλέον; Ὄχι βέβαια!
Μολονότι ἀναφερόταν κυρίως στοὺς ἀρχιερεῖς τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ὁποῖοι μαίνονταν ἐναντίον τοῦ Δημιουργοῦ των ὅλων καὶ Σωτήρα ὅλων των ἀνθρώπων καὶ ποδοπατοῦσαν τὸν νόμο τοῦ Ὑψίστου καὶ τὶς ἅγιες ἐντολές Του, μπορεῖ νὰ ἀναφέρεται ἀκόμη καὶ στοὺς ἐκπροσώπους τῶν ἁγίων ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ κατὰ τοὺς καιρούς μας.
Ὅλα αὐτά, ποῦ δόθηκαν ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους βασιλεῖς καὶ χριστιανοὺς ἡγεμόνες στὴν ἁγία Ἐκκλησία, ὅλα τα κτήματα καὶ εἰσοδήματα ποῦ καθορίστηκαν γιὰ τὴν διατροφὴ τῶν πενήτων καὶ τῶν ὀρφανῶν, αὐτοὶ τὰ χρησιμοποίησαν πρὸς ὄφελός τους. Ἔτσι ζοῦν μὲ ἀφθονία, παρέχοντας πλούτη στὶς οἰκογένειες καὶ τοὺς συγγενεῖς τους. Ἀντιθέτως οἱ ἀδελφοί του Χριστοῦ, οἱ πένητες ποῦ ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν γύμνια καὶ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα, περιφρονοῦνται ἀπὸ αὐτούς. Ἔχει πράγματι χαθεῖ τὸ ἔργο τῆς νοερῆς ἐλαίας, δηλαδὴ τοῦ ἐλέους σὲ ὅλους τους πτωχοὺς καὶ τοὺς πένητες, ἔχει ἀποδυναμωθεῖ καὶ ἔχει καταστραφεῖ. Ποιὸς ἄλλος μπορεῖ νὰ ἀποτρέψει αὐτὴν τὴν προσβολὴ τῶν ἐνδεῶν, μὲ τὴν ὁποία τοὺς προσβάλλουν ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό; Ἀλλὰ καὶ οἱ ὀρθόδοξοι βασιλεῖς ὀφείλουν –καὶ μάλιστα αὐτὸ ἁρμόζει στοὺς εὐσεβεῖς βασιλείς– νὰ διορθώνουν αὐτὰ τὰ ἐλαττώματα, γιὰ νὰ μὴν πῶ ἁμαρτήματα, τῶν ἱερέων μιμούμενοι τὸν ζῆλο τῶν παλαιοτέρων ὀρθόδοξων βασιλέων, τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, τοῦ μεγάλου Θεοδοσίου καὶ τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Τίποτα ἄλλο δὲν συμβάλλει στὴν σταθεροποίηση τοῦ βασιλικοῦ σκήπτρου, ὅπως ἡ φροντίδα γιὰ τοὺς ἐνδεεῖς καὶ ἡ εὐσπλαγχνία πρὸς αὐτούς, πράγματα ποῦ ἔρχονται μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
«Ὁ Θεὸς τοῖς εὐθέσι τὴ καρδία»[9]. Αὐτὸς ὁ μακάριος προφητάναξ εἶδε τὴν ἄμετρη καὶ πολύχρονη ὑπομονὴ τοῦ παναγάθου Θεοῦ καὶ Δημιουργοῦ των ὅλων, τὴν ὁποία Αὐτὸς δείχνει στοὺς ἀνόμους ἀνθρώπους, σὲ αὐτοὺς ποῦ ζοῦν μὲ ἀδικία καὶ διάφορα ἐγκλήματα, τὰ ὁποῖα ὄχι μόνο ἀνέχεται, ἀλλὰ καὶ τοὺς παρέχει ἀκόμη ἄφθονα τὴν εἰρήνη, τὴν ὑγεία, τὸν πλοῦτο, κάθε ἀπόλαυση καὶ τὴν μακροβιότητα. Ἔτσι νουθετεῖ λέγοντας, «διὰ τοῦτο ἐκράτησεν αὐτοὺς ἡ ὑπερηφανία, περιεβάλοντο ἀδικίαν καὶ ἀσέβειαν ἑαυτῶν»[10] καὶ ὅ,τι λέγεται παρακάτω γιὰ τὴν ἀσέβειά τους. Ὅλα αὐτά, λέγει, τοὺς κυρίευσαν. Ἐπειδὴ αὐτοὶ «ἐν κόποις ἀνθρώπων οὐκ εἰσὶ καὶ μετὰ ἀνθρώπων οὐ μαστιγωθήσονται»[11]. Ἐπειδὴ δείχνουν ἀχαριστία στὸν Δημιουργό των ὅλων λόγω τῆς ὑπερβολικῆς τους ἀσεβείας καὶ τῆς ὑπερηφάνειάς τους καὶ ἐπειδὴ τὸν ἐνοχλοῦν μὲ διαφόρους τρόπους λέγοντας: «καὶ εἶπαν· πῶς ἔγνω ὁ Θεός; καὶ εἰ ἔστι γνῶσις ἐν τῷ Ὑψίστω;»[12], γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπέστησαν τιμωρία, σύμφωνα μὲ τὸ ρηθέν· «ὃν γὰρ ἀγαπᾶ Κύριος παιδεύει, μαστιγοὶ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται»[13]. Γι’ αὐτὸ «μακάριος ὁ ἄνθρωπος», λέγει ὁ ἴδιος ὁ θεῖος προφήτης Δαυίδ, «ὃν ἂν παιδεύσης, Κύριε, καὶ ἐκ τοῦ νόμου σου», δηλαδὴ μὲ τὶς ἅγιες ἐντολές Σου, «διδάξης αὐτὸν»[14]. Νὰ τὸν κάνεις νὰ κατανοήσει τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν του, γιὰ νὰ τὶς μάθει καὶ νὰ ἀναστενάξει γι’ αὐτὲς μὲ πόνο καρδιᾶς καὶ νὰ μπορέσει νὰ λάβει τὴν σωτηρία καὶ τὴν βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεό.
Γι’ αὐτὸ εἶναι καλὸ καὶ πολὺ σωτήριο νὰ ζεῖ κανεὶς «ἐν κόποις ἀνθρώπων», δηλαδὴ νὰ ὑποφέρει τὶς πίκρες μὲ ὅλους τους ἐναρέτους στὴν παροῦσα ζωή, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὲς νὰ δέχεται καὶ τὶς πληγές, δηλαδὴ νὰ τιμωρεῖται πατρικὰ ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἃς μὴ θλιβόμαστε ἐξαιτίας τῶν θλίψεων ποῦ μᾶς ἐπιφέρει ἡ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ ἃς μὴ φαινόμαστε ἀχάριστοι στὸν Δημιουργό μας, σὰν νὰ μᾶς περιφρονεῖ Αὐτός, ὅταν ὑποφέρουμε ἀπὸ τὶς προσβολὲς τῶν ἀσεβῶν.
Ἀντιθέτως ἃς ἀναγνωρίζουμε, ὅπως ταιριάζει σὲ χριστιανούς, τὶς ἀνομίες μας, μὲ τὶς ὁποῖες ἁμαρτάνουμε πάντοτε ἐνώπιόν του Θεοῦ μας, ἃς μετανοοῦμε πάντοτε μὲ δάκρυα καὶ νὰ ἐξομολογούμαστε σὲ Αὐτόν, ἀπέχοντας ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, «καὶ αὐτὸς ἐξουδενώσει τοὺς θλίβοντας ἠμᾶς». Αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμη, ποῦ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, καὶ γιὰ τὴν ὁποία διδάσκει ὁ προφήτης λέγοντας: «Ἐν τῷ Θεῶ ποιήσωμεν δύναμιν, καὶ αὐτὸς ἐξουδενώσει τοὺς θλίβοντας ἠμᾶς»[15]. Ἃς μὴν ἐξαπατᾶμε τὸν ἑαυτὸ μᾶς νομίζοντας ὅτι θὰ λάβουμε τὴν ἄνωθεν βοήθεια μόνο μὲ πολύωρη προσευχή, παραμένοντας ταυτόχρονα στὰ ἁμαρτήματά μας, ἐπειδὴ γράφηκε: «Αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε»[16]. Καὶ ἀλλοῦ λέγει: «Μακρὰν ἀπὸ ἁμαρτωλῶν σωτηρία, ὅτι τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐξεζήτησαν»[17].
Κάθε ψυχὴ εἶναι μία νοερή, ἀθάνατη, σκεπτομένη δύναμη, ποῦ ζωογονεῖ καὶ κυβερνᾶ αὐτὴν τὴν ἐφήμερη κατοικία τῆς καθ’ ὅλο τὸν χρόνο ποῦ τῆς ἔχει ὁρισθεῖ ἀπὸ τὸν Δημιουργό. Ὅταν ὅμως κατ’ ἐντολὴν τοῦ Δημιουργοῦ ἡ ψυχὴ ἐξέρχεται ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐνδυμασία της, ἡ ἐνδυμασία –δηλαδὴ τὸ σώμα– παραμένει ἄπνοη, χωρὶς αἰσθήσεις καὶ κίνηση, καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες ἀρχίζει νὰ ἐκπέμπει δυσωδία, νὰ μαυρίζει καὶ –ἀλλοίμονο!– γίνεται τροφὴ γιὰ τὰ σκουλήκια. Καὶ τὴν ψυχὴ τὴν πηγαίνουν στὴν κατοικία, ὅπου προετοίμασε γιὰ τὸν ἑαυτό της, μὲ τὰ καλὰ ἡ μὲ τὰ κακὰ ἔργα της. Ἔτσι πηγαίνει εἴτε σὲ τόπο φωτεινό, γεμάτο ἀπὸ κάθε ἀγαλλίαση καὶ θεία εὐωδία, ἀπὸ τὸν ὁποῖο «ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμὸς»[18], καὶ τὸν ὁποῖο τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ τὸν ἀποκαλεῖ καὶ «κόλπον τοῦ Ἀβραὰμ»[19], εἴτε στὰ ἀτελείωτα πικρὰ βάσανα ποῦ εἶναι τὸ ἄσβεστο πῦρ[20], τὸ φοβερὸ σκοτάδι[21], ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων καὶ ὁ ἀσταμάτητος θρῆνος[22]. Αὐτὸ δείχνει κυρίως ἡ παραβολὴ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου καὶ τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ποῦ καταδικάστηκε στὸ πῦρ τῆς γεέννης λόγω τῆς ἀπανθρωπιᾶς του πρὸς τὸν πτωχὸ Λάζαρο. Ὁ πλούσιος δὲν ἀξιώθηκε νὰ πάρει οὔτε σταγόνα δροσερὸ νερὸ ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀβραὰμ[23] ποῦ σκέπασε ὅλους τους ἀνθρώπους μὲ τὴν φιλοξενία του. Συνεπῶς, ἂν κάποιος ἐπιθυμεῖ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν καταδίκη στὰ αἰώνια βάσανα, τὴν ὁποία ὑπέστη ὁ ἀνόητος πλούσιος λόγω τῆς καταφρονήσεως τῶν πτωχῶν, καὶ θέλει νὰ ἀποκτήσει τὴν γαλήνη καὶ τὴν παρηγοριὰ ὅπως ὁ Λάζαρος, αὐτὸς πρέπει νὰ ἀπομακρύνει μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ τοῦ τὸ μίσος πρὸς τοὺς πτωχούς, ποῦ εἶχε ὁ ἀνόητος πλούσιος. Καὶ μάλιστα αὐτὸς πρέπει ὄχι μόνο νὰ πάψει νὰ ἀδικεῖ, νὰ ἁρπάζει τὴν ξένη περιουσία καὶ νὰ συσσωρεύει μεγάλους θησαυροὺς στὴν γῆ γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀντίθετα ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Σωτῆρος, ἀλλὰ καὶ νὰ παρέχει ἁπλόχερά τα ἀγαθὰ στοὺς ἐνδεεῖς, νὰ προστατεύει τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ καὶ νὰ τοὺς ὑπερασπίζεται ἀπὸ αὐτοὺς ποῦ τοὺς ἀδικοῦν καὶ λεηλατοῦν τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ νὰ μὴν τοὺς περιφρονεῖ, ὅταν τοὺς βλέπει πεινασμένους, διψασμένους καὶ γυμνούς. Δὲν ὑπάρχει γιὰ μᾶς ἄλλος τρόπος νὰ λάβουμε τὴν θέση ἐκ δεξιῶν του Κριτῆ καὶ νὰ ἀκούσουμε τὴν μακαρία καὶ ἐπιθυμητὴ φωνὴ νὰ λέγει: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἠτοιμασμένην ὑμὶν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου»[24].
Ὅσο κάποιος ὑπερέχει κατὰ τὴν ἐξουσία καὶ τὴν ἀφθονία τοῦ πλούτου –ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι αὐτὸς βασιλέας, ἱερέας ἡ ἠγεμόνας– τόσο πρέπει αὐτὸς νὰ ὑπερβαίνει τοὺς ἄλλους καὶ κατὰ τὸ ἔλεος, τὶς εὐεργεσίες σὲ ὅσους ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν πτωχεία καὶ τὴν ἔνδεια, γιὰ νὰ μὴν ἀξιωθεῖ καὶ αὐτὸς μὲ ὅλους τους ἀδίκους νὰ ἀκούσει τὴν φωνὴ τοῦ παναγάθου Κυρίου ποῦ θὰ μᾶς πεῖ: «Ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε»[25]. Γι’ αὐτὸ λέγει: «Μακάριος ὁ συνιῶν ἐπὶ πτωχὸν καὶ πένητα· ἐν ἡμέρα πονηρὰ ρύσεται αὐτὸν ὁ Κύριος»[26].
Οἱ ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν ὅτι τρία κυρίως πάθη τυραννοῦν ἀκατάπαυστα καὶ μὲ σφοδρότητα τὶς περισσότερες φορές, κάθε προικισμένη μὲ τὸν νοῦ ψυχή, καὶ ἰδιαίτερα ἐκείνη ποῦ κρατάει τὸ βασιλικὸ σκῆπτρο καὶ τὴν ἐξουσία. Αὐτὰ τὰ πάθη εἶναι ἡ ἡδυπάθεια, ἡ φιλοδοξία καὶ ἡ φιλαργυρία[27]. Τὰ γεννήματά τους εἶναι πολὺ τρομερὰ καὶ καταστροφικά, ἐπειδὴ αὐτά, σὰν αἱμοβόρα θηρία, κατατρώγουν τὶς ἀνθρώπινες ψυχὲς καὶ τὶς παραδίδουν στὸ αἰώνιο πῦρ, ὅταν αὐτὲς χωριστοῦν μὲ τὸν θάνατο ἀπὸ τὰ σώματά τους. Τὰ γεννήματα τῆς ἡδυπαθείας εἶναι ἡ εὐχαρίστηση τῆς κοιλιᾶς μὲ διάφορα φαγητὰ καὶ ἡ ὑποδούλωση σὲ διάφορες ὑπογάστριες ἐπιθυμίες. Ἀπὸ τὴν φιλοδοξία προέρχεταί το ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν κάνει τίποτα γιὰ τὴν δόξα ἡ χάριν τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅλα προσπαθεῖ νὰ τὰ κάνει γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ δέχεται ἀπὸ αὐτοὺς πάντοτε δόξα καὶ ἔπαινο. Ἂν πραγματοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του, τότε φέρεται σὲ ὅλους μὲ πραότητα καὶ τοὺς εὐεργετεῖ μεγαλόψυχα, ἂν ὅμως μάθει ὅτι τὸν ἐξαπατοῦν, τότε λησμονεῖ τὴν πραότητα, παραδίδεται στὴν μανία καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐκδικηθεῖ πιὸ ἄγρια ἀπὸ κάθε θηρίο ὅσους δὲν τὸν ἐπαινοῦν.
Ἡ ρίζα κάθε κακοῦ, ἡ φιλαργυρία[28], ἔχει ὡς κακό της γέννημα τὴν πλεονεξία, τὸ ἀχαλίνωτο πάθος τῆς συσσσωρεύσεως ἀγαθῶν μὲ λεηλασία, ἀδικία καὶ μὲ ἀπληστία, γεγονὸς ἀπὸ τὸ ὁποῖο προκύπτουν πολλὲς συκοφαντίες καὶ ἀδικίες. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἔχει ὅλες τὶς ἐλπίδες τοῦ συνήθως στοὺς θησαυρούς του καὶ ὄχι στὸν Θεό, καὶ ποτὲ δὲν τοῦ ἔρχεται στὴν μνήμη ἡ φοβερὴ μέρα τῆς παρουσίας τοῦ Κριτῆ, ποῦ θὰ καταδικάσει στὸ αἰώνιο πῦρ ὅσους ζοῦν καὶ χαίρονται μέσα στὴν ἀπληστία, τὴν ἀδικία καὶ τὴν ἁρπαγὴ τῆς ξένης περιουσίας, ὅπως γράφει στὴν καθολικὴ ἐπιστολὴ τοῦ ὁ Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος: «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὁλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. Ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν. Ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμὶν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν ὡς πῦρ. Ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις»[29].
Ὅποιος ποδοπάτησε καὶ νίκησε τὰ τρία προαναφερθέντα πάθη, εἶναι ἀληθινὰ ἀϊδίως θεάρεστος καὶ πιστὸς προσκυνητὴς τῆς παντοδύναμης Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι βασιλέας καὶ αὐτοκράτωρ τοῦ ἐαυτοῦ του καὶ ὅλων των ὑπηκόων του. Ὅποιος ὅμως μαίνεται καὶ καθοδηγεῖται ἀπὸ αὐτὰ τὰ πάθη, ἃς ἀκούσει καθαρὰ αὐτὸ ποῦ εἶπε ὁ Κύριος των ὅλων: «Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας. Ὁ δὲ δοῦλος οὐ ἐν τῇ οἰκία εἰς τὸν αἰώνα· ὁ υἱὸς μένει εἰς τὸν αἰώνα»[30]. Τί μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ αἰσχρό, γιὰ νὰ μὴν πῶ πιὸ ἀκόλαστο, ἀπὸ τὴν περίπτωση ποῦ κάποιος ἐξουσιάζει ἔνδοξες πόλεις καὶ ἀναρίθμητους λαούς, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐξουσιάζεται καὶ κατευθύνεται ἀπὸ ἀνόητα πάθη καὶ ἀποκαλεῖται διὰ τοῦ στόματος τοῦ Σωτῆρος δοῦλος[31]. «Ὁ νοῶν νοείτω».
Ἀνάμεσα στὰ θαυμάσια χαρακτηριστικὰ ποῦ κοσμοῦν ὑπέροχα τὴν ψυχὴ τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως, κάνοντας ὅλους νὰ τὸν ἀγαποῦν καὶ νὰ τὸν ἐπαινοῦν, θεωρῶ τὸ ἔργο τῆς φιλοξενίας ὡς τὸ πιὸ ὠφέλιμο καὶ ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ἐξουσία τῶν εὐσεβῶν βασιλέων. Ὁ εὐσεβὴς βασιλέας φέρεται μὲ φιλανθρωπία, πραότητα καὶ σεβασμὸ πρὸς τοὺς ξένους, τοὺς ἐμπόρους ἥ τους προσκεκλημένους του καὶ φροντίζει μὲ κάθε ἐπιμέλεια γιὰ τὴν ἄνετη διαμονή τους γιὰ ὅσο χρόνο βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του στὴν ἐπικράτειά του, ὥστε νὰ μὴν ὑποστοῦν προσβολὲς ἐκ μέρους τῶν ἐντοπίων, νὰ μὴ βρεθοῦν κρατούμενοι διὰ τῆς βίας καὶ νὰ μὴ βροῦν ἐμπόδια κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα τους. Οἱ ξένοι πρέπει νὰ ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ ἔρχονται καὶ νὰ φεύγουν ἀνενόχλητοι καὶ μάλιστα νὰ φεύγουν μὲ ἀσφάλεια, εἰρήνη καὶ τιμή. Ἂν ἔχουν καλὴ ὑποδοχή, προστασία καὶ τὸ ἐλεύθερο νὰ ἐπιστρέφουν στὴν πατρίδα τους, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι λόγω τῆς εὔνοιάς του θὰ φέρονται φιλικά, μὲ ἐπαίνους καὶ μὲ σεβασμό. Ἐπίσης, θὰ διηγοῦνται σὲ ὅλους τὴν ἀγαθότητα τοῦ βασιλέως, ἐπαινώντας τὸν πολὺ ἐνώπιον ὅλων καὶ θὰ μιλοῦν παντοῦ γιὰ τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν πραότητα τοῦ βασιλέως ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀσφάλεια ποῦ ἀπολαμβάνουν ὅλοι γενικὰ οἱ ξένοι, οἱ ὁποῖοι ἐπισκέπτονται τὸ θεοφύλακτο κράτος του. Τί πιὸ συμφέρον γιὰ τὴν ἐξουσία τῶν εὐσεβῶν βασιλέων; Ὅλοι ὅσοι ἀκούσουν γιὰ τὴν σωφροσύνη, τὴν πραότητα καὶ τὴν φροντίδα του γιὰ τοὺς ξένους, θὰ τοῦ ἀποδώσουν εἰλικρινεῖς εὐχὲς καὶ θὰ τὸν δοξάζουν μὲ μεγάλους ἐπαίνους. Ἔτσι πολλοὶ θὰ προσπαθήσουν νὰ ἔλθουν ἐδῶ, γιὰ νὰ ἐξακριβώσουν οἱ ἴδιοι τὴν ἀγαθότητά του καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὴν πραότητα καὶ τὴν ὑπεροχή του. Ὅσοι ὅμως βασιλεῖς συμπεριφέρονται ἀναξίως στοὺς ξένους, ἀφήνοντας ἀτιμώρητες τὶς ἀδικίες, τὶς ἀτιμίες καὶ τὶς ταλαιπωρίες ποῦ τράβηξαν, θὰ προκαλέσουν τὴν δυσαρέσκεια καὶ τὴν κακολογία τῶν ἴδιων των ξένων, ἀλλὰ καὶ ἐκείνων, στοὺς ὁποίους οἱ ξένοι θὰ μιλήσουν γιὰ τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἀδικία ποῦ συνάντησαν – γι’ αὐτά, ὅμως, δὲν θὰ μιλήσω. Ὁ καθένας, ποῦ σκέπτεται σωστὰ καὶ λογικά, ὄχι μόνο το ξέρει ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ δὲν θέλει νὰ τὸ ἀκούσει. Ἑπομένως, ἃς μὴν σκεπτόμαστε ἁπλοϊκά, ὅπως οἱ χωρικοὶ ποῦ ἀσχολοῦνται μὲ τὸ κυνήγι περιστεριῶν. Αὐτοὶ γιὰ νὰ πιάσουν ἕνα κοπάδι περιστέρια ἀλείφουν μὲ εὐωδιαστὸ μύρο τὸν λαιμὸ μιᾶς σπιτικῆς περιστέρας καὶ τὴν ἀφήνουν νὰ πετάξει στὸ κοπάδι τῶν ἀγρίων περιστεριῶν. Ὅταν αὐτὴ τὰ πλησιάσει καὶ τὰ ἄλλα περιστέρια μυρίσουν τὸ ἄρωμα τοῦ εὐωδιαστοῦ μύρου, μὲ τὸ ὁποῖο εἶναι ἀλειμμένος ὁ λαιμός της, τὴν ἀκολουθοῦν, καὶ τότε αὐτὴ τὰ μεταφέρει εὔκολα στὸ σπίτι τῶν κυρίων της. Οἱ εὐσεβεῖς βασιλεῖς θὰ πρέπει νὰ μιμοῦνται αὐτὴν τὴν σοφία τῶν κυνηγῶν καὶ μὲ καλὴ θέληση καὶ μὲ σεβασμὸ νὰ ἀφήνουν τοὺς ξένους νὰ φύγουν, ἂν ἐπιθυμοῦν νὰ λάβουν ἔπαινο καὶ νὰ ἔχουν φιλικὲς σχέσεις μὲ ὅλους τους λαούς. Ἄλλωστε καὶ οἱ πόλεις ποῦ βρίσκονται ὑπὸ τὴν ἐξουσία τους θὰ κοσμοῦνται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ θὰ εἶναι γεμάτες ἀπὸ ἀνθρώπους ἐμπείρους στὴν σοφία, στὸν λόγο καὶ στὴν τέχνη. Ἐπειδὴ κάθε ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ νὰ πάει ἐκεῖ, ὅπου ἀκούγεται ὅτι ἡ τέχνη τοῦ λόγου, ἡ ἡ τέχνη ποῦ ξέρει αὐτός, χαίρουν ἐκτιμήσεως.
Εἶπε ὁ φιλόσοφος Μένανδρος ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ κύριες ἀρετὲς ποῦ κάνουν ἔνδοξο καὶ πολύχρονό το ὀρθόδοξο ἐπίγειο βασίλειο[32]. Πρώτη εἶναι ἡ ἀλήθεια, δηλαδὴ ἡ δικαιοσύνη τοῦ δικαστηρίου ποῦ δὲν κοιτάζει τὰ πρόσωπα τῶν ἀντιδίκων καὶ δὲν δωροδοκεῖται. Δεύτερη, ἡ σωφροσύνη, δηλαδὴ ἡ ἁγνότητα τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀναχαίτιση τῶν φυσικῶν τάσεων μὲ τὴν θεάρεστη ἐγκράτεια, καὶ τρίτη ἡ πραότητα πρὸς τοὺς ὑπηκόους μαζὶ μὲ τὸν φόβο τοῦ βασιλέως μὲ σκοπὸ τὴν βελτίωση καὶ ὄχι τὴν καταστροφή τους. Ὁ βασιλέας, ποῦ κατευθύνει τὴν ζωή του μὲ αὐτὲς τὶς τρεῖς ἀρετὲς εἶναι πραγματικὰ ὀρθόδοξος βασιλέας καὶ ἔμψυχη εἰκόνα τοῦ ἰδίου τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως.
(Μέρος 2ο)
Φως εκ Φωτός, το πατρικό φέγγος είναι ο Χριστός, πού είναι Θεός και Κύριος των όλων. Αυτός με τα αναρίθμητα και σαφέστατα ρητά, τις παραβολές και τα εξαίσια θαύματα και με τον ίδιο τον θάνατό Του έδειξε την άμετρη φιλανθρωπία Του και την Χάρη Του προς εμάς τους αχαρίστους. Παρομοιάζει τον εαυτό Του με τον ποιμένα των προβάτων, πού άφησε ενενήντα εννέα πρόβατα πού δεν χάθηκαν και πήγε να βρεί το χαμένο από το ιερό ποίμνιό του πρόβατο. Έτσι έδωσε και τον κανόνα του θεαρέστου ποιμένα σε όλους αυτούς, πού έπρεπε να γίνουν ύστερα από Αυτόν εκπρόσωποι του πολυεθνούς ποιμνίου Του, τους ορθοδόξους ιερείς και βασιλείς. Αυτοί φροντίζουν και μεριμνούν εξίσου για όλους αυτούς πού βρίσκονται υπό την εξουσία τους στις πόλεις και τα κράτη, συνδυάζοντας την εξουσία με την πατρική στοργή, για να διατηρούν πάντοτε όλοι την αγάπη και την δικαιοσύνη, ζώντας την ζωή τους κατά τις άγιες εντολές του Κυρίου των όλων.
Έχει πράγματι χαθεί από το ιερό ποίμνιο του Χριστού αυτός πού χαίρεται την αδικία και την αρπαγή της ξένης περιουσίας. Και οποίος τον οδηγεί από τον πονηρό δρόμο της πλάνης του στην κατά Θεόν ζωή και στην αλήθεια είναι αληθής ποιμήν των λογικών προβάτων του Χριστού. Όταν ο θυρωρός του ανοίγει την θύρα των νοερών ουρανίων ανακτόρων, αυτός μπαίνει μέσα με χαρά και εξέρχεται με κάθε σιγουριά και «νομήν ευρήσει», όπως λέγει η θεία φωνή του Χριστού[1]. Τότε «τούτω ο θυρωρός ανοίγει, και τα πρόβατα της φωνής αυτού ακούει, και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα και εξάγει αυτά»[2]. Έτσι θα ακούσει: «Εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου»[3].
Χαίρεται ο ποιμένας και αγάλλεται, όταν βλέπει τα πρόβατά του να τρώνε και να χορταίνουν με χόρτα και να πίνουν καθαρό νερό. Ο ευσεβής και δίκαιος βασιλέας χαίρεται, όταν βλέπει τις πόλεις του να απολαμβάνουν το μυστικό και νοερό χορτάρι της καλής πίστεως και να πίνουν το ύδωρ της ειρήνης και της ησυχίας. Ο ποιμένας των αλόγων προβάτων χαίρεται, όταν βλέπει το κοπάδι του να αυξάνεται, επειδή τότε μπορεί να το πουλήσει σε μεγαλύτερη τιμή και έτσι να αποκτήσει μεγαλύτερο κέρδος. Όποιος βόσκει τα λογικά πρόβατα του Σωτήρος, χαίρεται για την πίστη, επειδή θα αποκτήσει αναμφίβολα ως αντάλλαγμα φωτεινότατο στέφανο και θα πάρει γενναιόδωρη αμοιβή από το ζωοποιό δεξί χέρι του Χριστού. Η ιδιότητα του ευσεβούς βασιλέως και του αψευδούς ποιμένα συνίσταται στο να μην αποκτά κέρδη επί της γής με τις αδικίες και τις αρπαγές των ξένων κτημάτων. Επίσης θα πρέπει να εξουσιάζει τους υπηκόους με δικαιοσύνη, φόβο του Θεού, πίστη και αγάπη.
Λαμπρότατε και ενδοξότατε βασιλέα, να προσέξεις να μην ηττηθείς ποτέ από το πάθος της ιουδαϊκής φιλαργυρίας, την οποία ο απόστολος Παύλος αποκαλεί ειδωλολατρία και τον ζηλωτή της δαιμονολάτρη[4]. Να θυμάσαι πάντοτε την νουθεσία του προφητάνακτος, πού λέγει: «Μή ελπίζετε επ’ αδικίαν και επί αρπάγματα μή επιποθείτε· πλούτος εάν ρέη, μή προστίθεσθε καρδίαν»[5]. Να μην προτιμήσεις αντί αυτού του προφήτη κάποιον ματαιόδοξο επίγειο σύμβουλο, επειδή η ανυπακοή στον Θεό και στην διδασκαλία των αγίων αποστόλων και προφητών Του μας καθιστά ενόχους, για τους οποίους λέγει το αψευδές ρητό: «Επί το αυτό άφρων και άνους απολούνται και καταλείψουσιν αλλοτρίοις τον πλούτον αυτών, και οι τάφοι αυτών οικίαι αυτών εις τον αιώνα»[6].
«Ψεύσεται έργον ελαίας, και τα πεδία ου ποιήσει βρώσιν»[7], λέγει ο θεόκλητος Αββακούμ, φωτισμένος από το θείο Πνεύμα. Ως ελαία χαρακτηρίζεται αλληγορικά η αγία καθολική αποστολική Εκκλησία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού εξαιτίας της καρποφορίας αυτού του δένδρου, επειδή αφθονεί πάν¬τοτε σε ελέη και γενναιοδωρίες του Θεού. Ως έργο της ελαίας αποκαλεί το έλεος καθώς και τους ιερείς, πού εντάσσονται κατά καιρούς στην εκκλησία για να καθοδηγούν στην αληθινή χριστιανική πίστη και να φροντίζουν περί των πενήτων, των ορφανών και των χηρών, όπως οι ιεροί κανόνες διατάσσουν αυστηρά τους σεβασμιοτάτους επισκόπους[8]. Μήπως λοιπόν το αναφερθέν ρητό του προφήτη δεν ισχύει πλέον; Όχι βέβαια!
Μολονότι αναφερόταν κυρίως στους αρχιερείς του ιουδαϊκού λαού της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι μαίνονταν εναντίον του Δημιουργού των όλων και Σωτήρα όλων των ανθρώπων και ποδοπατούσαν τον νόμο του Υψίστου και τις άγιες εντολές Του, μπορεί να αναφέρεται ακόμη και στους εκπροσώπους των αγίων εκκλησιών του Θεού κατά τους καιρούς μας.
Όλα αυτά, πού δόθηκαν από τους ορθοδόξους βασιλείς και χριστιανούς ηγεμόνες στην αγία Εκκλησία, όλα τα κτήματα και εισοδήματα πού καθορίστηκαν για την διατροφή των πενήτων και των ορφανών, αυτοί τα χρησιμοποίησαν προς όφελός τους. Έτσι ζούν με αφθονία, παρέχοντας πλούτη στις οικογένειες και τους συγγενείς τους. Αντιθέτως οι αδελφοί του Χριστού, οι πένητες πού υποφέρουν από την γύμνια και πεθαίνουν από την πείνα, περιφρονούνται από αυτούς. Έχει πράγματι χαθεί το έργο της νοερής ελαίας, δηλαδή του ελέους σε όλους τους πτωχούς και τους πένητες, έχει αποδυναμωθεί και έχει καταστραφεί. Ποιός άλλος μπορεί να αποτρέψει αυτήν την προσ¬βολή των ενδεών, με την οποία τους προσβάλλουν εκτός από τον Θεό; Αλλά και οι ορθόδοξοι βασιλείς οφείλουν –και μάλιστα αυτό αρμόζει στους ευσεβείς βασιλείς– να διορθώνουν αυτά τα ελαττώματα, για να μην πώ αμαρτήματα, των ιερέων μιμούμενοι τον ζήλο των παλαιοτέρων ορθόδοξων βασιλέων, του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του μεγάλου Θεοδοσίου και του Ιουστινιανού. Τίποτα άλλο δεν συμβάλλει στην σταθεροποίηση του βασιλικού σκήπτρου, όπως η φροντίδα για τους ενδεείς και η ευσπλαγχνία προς αυτούς, πράγματα πού έρχονται με την Χάρη του Θεού.
«Ο Θεός τοίς ευθέσι τη καρδία»[9]. Αυτός ο μακάριος προφητάναξ είδε την άμετρη και πολύχρονη υπομονή του παναγάθου Θεού και Δημιουργού των όλων, την οποία Αυτός δείχνει στους ανόμους ανθρώπους, σε αυτούς πού ζούν με αδικία και διάφορα εγκλήματα, τα οποία όχι μόνο ανέχεται, αλλά και τους παρέχει ακόμη άφθονα την ειρήνη, την υγεία, τον πλούτο, κάθε απόλαυση και την μακροβιότητα. Έτσι νουθετεί λέγοντας, «διά τούτο εκράτησεν αυτούς η υπερηφανία, περιεβάλοντο αδικίαν και ασέβειαν εαυτών»[10] και ο,τι λέγεται παρακάτω για την ασέβειά τους. Όλα αυτά, λέγει, τους κυρίευσαν. Επειδή αυτοί «εν κόποις ανθρώπων ουκ εισί και μετά ανθρώπων ου μαστιγωθήσονται»[11]. Επειδή δείχνουν αχαριστία στον Δημιουργό των όλων λόγω της υπερβολικής τους ασεβείας και της υπερηφάνειάς τους και επειδή τον ενοχλούν με διαφόρους τρόπους λέγοντας: «και είπαν· πώς έγνω ο Θεός; και ει έστι γνώσις εν τώ Υψίστω;»[12], γι’ αυτό και δεν υπέστησαν τιμωρία, σύμφωνα με το ρηθέν· «ον γάρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται»[13]. Γι’ αυτό «μακάριος ο άνθρωπος», λέγει ο ίδιος ο θείος προφήτης Δαυίδ, «ον αν παιδεύσης, Κύριε, και εκ του νόμου σου», δηλαδή με τις άγιες εντολές Σου, «διδάξης αυτόν»[14]. Να τον κάνεις να κατανοήσει το βάρος των αμαρτιών του, για να τις μάθει και να αναστενάξει γι’ αυτές με πόνο καρδιάς και να μπορέσει να λάβει την σωτηρία και την βοήθεια από τον Θεό.
Γι’ αυτό είναι καλό και πολύ σωτήριο να ζεί κανείς «εν κόποις ανθρώπων», δηλαδή να υποφέρει τις πίκρες με όλους τους εναρέτους στην παρούσα ζωή, και μαζί με αυτές να δέχεται και τις πληγές, δηλαδή να τιμωρείται πατρικά από τον Κύριο. Ας μή θλιβόμαστε εξαιτίας των θλίψεων πού μας επιφέρει η δίκαιη κρίση του Θεού και ας μή φαινόμαστε αχάριστοι στον Δημιουργό μας, σαν να μας περιφρονεί Αυτός, όταν υποφέρουμε από τις προσ¬βολές των ασεβών.
Αντιθέτως ας αναγνωρίζουμε, όπως ταιριάζει σε χριστιανούς, τις ανομίες μας, με τις οποίες αμαρτάνουμε πάντοτε ενώπιον του Θεού μας, ας μετανοούμε πάντοτε με δάκρυα και να εξομολογούμαστε σε Αυτόν, απέχοντας από κάθε αμαρτία, «και αυτός εξουδενώσει τους θλίβοντας ημάς». Αυτή είναι η δύναμη, πού δημιουργήθηκε από τον Κύριο, και για την οποία διδάσκει ο προφήτης λέγοντας: «Εν τώ Θεώ ποιήσωμεν δύναμιν, και αυτός εξουδενώσει τους θλίβοντας ημάς»[15]. Ας μην εξαπατάμε τον εαυτό μας νομίζοντας ότι θα λάβουμε την άνωθεν βοήθεια μόνο με πολύωρη προσευχή, παραμένοντας ταυτόχρονα στα αμαρτήματά μας, επειδή γράφηκε: «Αιτείτε και ου λαμβάνετε, διότι κακώς αιτείσθε»[16]. Και αλλού λέγει: «Μακράν από αμαρτωλών σωτηρία, ότι τα δικαιώματά σου ουκ εξεζήτησαν»[17].
Κάθε ψυχή είναι μία νοερή, αθάνατη, σκεπτομένη δύναμη, πού ζωογονεί και κυβερνά αυτήν την εφήμερη κατοικία της καθ’ όλο τον χρόνο πού της έχει ορισθεί από τον Δημιουργό. Όταν όμως κατ’ εντολήν του Δημιουργού η ψυχή εξέρχεται από αυτήν την ενδυμασία της, η ενδυμασία –δηλαδή το σώμα– παραμένει άπνοη, χωρίς αισθήσεις και κίνηση, και ύστερα από λίγες μέρες αρχίζει να εκπέμπει δυσωδία, να μαυρίζει και –αλλοίμονο!– γίνεται τροφή για τα σκουλήκια. Και την ψυχή την πηγαίνουν στην κατοικία, όπου προετοίμασε για τον εαυτό της, με τα καλά η με τα κακά έργα της. Έτσι πηγαίνει είτε σε τόπο φωτεινό, γεμάτο από κάθε αγαλλίαση και θεία ευωδία, από τον οποίο «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός»[18], και τον οποίο το Ευαγγέλιο του Λουκά τον αποκαλεί και «κόλπον του Αβραάμ»[19], είτε στα ατελείωτα πικρά βάσανα πού είναι το άσβεστο πύρ[20], το φοβερό σκοτάδι[21], ο βρυγμός των οδόντων και ο ασταμάτητος θρήνος[22]. Αυτό δείχνει κυρίως η παραβολή του πτωχού Λαζάρου και του άφρονος πλουσίου, πού καταδικάστηκε στο πύρ της γεέννης λόγω της απανθρωπιάς του προς τον πτωχό Λάζαρο. Ο πλούσιος δεν αξιώθηκε να πάρει ούτε σταγόνα δροσερό νερό από τον πατριάρχη Αβραάμ[23] πού σκέπασε όλους τους ανθρώπους με την φιλοξενία του. Συνεπώς, αν κάποιος επιθυμεί να ξεφύγει από την καταδίκη στα αιώνια βάσανα, την οποία υπέστη ο ανόητος πλούσιος λόγω της καταφρονήσεως των πτωχών, και θέλει να αποκτήσει την γαλήνη και την παρηγοριά όπως ο Λάζαρος, αυτός πρέπει να απομακρύνει με όλη την ψυχή του το μίσος προς τους πτωχούς, πού είχε ο ανόητος πλούσιος. Και μάλιστα αυτός πρέπει όχι μόνο να πάψει να αδικεί, να αρπάζει την ξένη περιουσία και να συσσωρεύει μεγάλους θησαυρούς στην γή για τον εαυτό του αντίθετα από την εντολή του Σωτήρος, αλλά και να παρέχει απλόχερα τα αγαθά στους ενδεείς, να προστατεύει τις χήρες και τα ορφανά και να τους υπερασπίζεται από αυτούς πού τους αδικούν και λεηλατούν τα υπάρχοντά τους και να μην τους περιφρονεί, όταν τους βλέπει πεινασμένους, διψασμένους και γυμνούς. Δεν υπάρχει για μας άλλος τρόπος να λάβουμε την θέση εκ δεξιών του Κριτή και να ακούσουμε την μακαρία και επιθυμητή φωνή να λέγει: «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου»[24].
Όσο κάποιος υπερέχει κατά την εξουσία και την αφθονία του πλούτου –ακόμη και αν είναι αυτός βασιλέας, ιερέας η ηγεμόνας– τόσο πρέπει αυτός να υπερβαίνει τους άλλους και κατά το έλεος, τις ευεργεσίες σε όσους υποφέρουν από την πτωχεία και την ένδεια, για να μην αξιωθεί και αυτός με όλους τους αδίκους να ακούσει την φωνή του παναγάθου Κυρίου πού θα μας πεί: «Εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε»[25]. Γι’ αυτό λέγει: «Μακάριος ο συνιών επί πτωχόν και πένητα· εν ημέρα πονηρά ρύσεται αυτόν ο Κύριος»[26].
Οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι τρία κυρίως πάθη τυραννούν ακατάπαυστα και με σφοδρότητα τις περισσότερες φορές, κάθε προικισμένη με τον νου ψυχή, και ιδιαίτερα εκείνη πού κρατάει το βασιλικό σκήπτρο και την εξουσία. Αυτά τα πάθη είναι η ηδυπάθεια, η φιλοδοξία και η φιλαργυρία[27]. Τα γεννήματά τους είναι πολύ τρομερά και καταστροφικά, επειδή αυτά, σαν αιμοβόρα θηρία, κατατρώγουν τις ανθρώπινες ψυχές και τις παραδίδουν στο αιώνιο πύρ, όταν αυτές χωριστούν με τον θάνατο από τα σώματά τους. Τα γεννήματα της ηδυπαθείας είναι η ευχαρίστηση της κοιλιάς με διάφορα φαγητά και η υποδούλωση σε διάφορες υπογάστριες επιθυμίες. Από την φιλοδοξία προέρχεται το ότι ο άνθρωπος δεν κάνει τίποτα για την δόξα η χάριν της δόξας του Θεού, αλλά όλα προσπαθεί να τα κάνει για να ευχαριστήσει τους ανθρώπους, για να δέχεται από αυτούς πάντοτε δόξα και έπαινο. Αν πραγματοποιήσει την επιθυμία του, τότε φέρεται σε όλους με πραότητα και τους ευεργετεί μεγαλόψυχα, αν όμως μάθει ότι τον εξαπατούν, τότε λησμονεί την πραότητα, παραδίδεται στην μανία και προσπαθεί να εκδικηθεί πιο άγρια από κάθε θηρίο όσους δεν τον επαινούν.
Η ρίζα κάθε κακού, η φιλαργυρία[28], έχει ως κακό της γέννημα την πλεονεξία, το αχαλίνωτο πάθος της συσσσωρεύσεως αγαθών με λεηλασία, αδικία και με απληστία, γεγονός από το οποίο προκύπτουν πολλές συκοφαντίες και αδικίες. Ένας τέτοιος άνθρωπος έχει όλες τις ελπίδες του συνήθως στους θησαυρούς του και όχι στον Θεό, και ποτέ δεν του έρχεται στην μνήμη η φοβερή μέρα της παρουσίας του Κριτή, πού θα καταδικάσει στο αιώνιο πύρ όσους ζούν και χαίρονται μέσα στην απληστία, την αδικία και την αρπαγή της ξένης περιουσίας, όπως γράφει στην καθολική επιστολή του ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος: «Αγε νύν οι πλούσιοι, κλαύσατε ολολύζοντες επί ταίς ταλαιπωρίαις υμών ταίς επερχομέναις. Ο πλούτος υμών σέσηπε και τα ιμάτια υμών σητόβρωτα γέγονεν. Ο χρυσός υμών και ο άργυρος κατίωται, και ο ιός αυτών εις μαρτύριον υμίν έσται και φάγεται τάς σάρκας υμών ως πύρ. Εθησαυρίσατε εν εσχάταις ημέραις»[29].
Όποιος ποδοπάτησε και νίκησε τα τρία προαναφερθέντα πάθη, είναι αληθινά αϊδίως θεάρεστος και πιστός προσκυνητής της παν¬τοδύναμης Αγίας Τριάδος, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Είναι βασιλέας και αυτοκράτωρ του εαυτού του και όλων των υπηκόων του. Όποιος όμως μαίνεται και καθοδηγείται από αυτά τα πάθη, ας ακούσει καθαρά αυτό πού είπε ο Κύριος των όλων: «Πάς ο ποιών την αμαρτίαν δούλός εστι της αμαρτίας. Ο δε δούλος ου εν τη οικία εις τον αιώνα· ο υιός μένει εις τον αιώνα»[30]. Τί μπορεί να είναι πιο αισχρό, για να μην πώ πιο ακόλαστο, από την περίπτωση πού κάποιος εξουσιάζει ένδοξες πόλεις και αναρίθμητους λαούς, ενώ ο ίδιος εξουσιάζεται και κατευθύνεται από ανόητα πάθη και αποκαλείται διά του στόματος του Σωτήρος δούλος[31]. «Ο νοών νοείτω».
Ανάμεσα στα θαυμάσια χαρακτηριστικά πού κοσμούν υπέροχα την ψυχή του ευσεβούς βασιλέως, κάνοντας όλους να τον αγαπούν και να τον επαινούν, θεωρώ το έργο της φιλοξενίας ως το πιο ωφέλιμο και απαραίτητο για την εξουσία των ευσεβών βασιλέων. Ο ευσεβής βασιλέας φέρεται με φιλανθρωπία, πραότητα και σεβασμό προς τους ξένους, τους εμπόρους η τους προσκεκλημένους του και φροντίζει με κάθε επιμέλεια για την άνετη δια¬μονή τους για όσο χρόνο βρίσκονται κάτω από την εξουσία του στην επικράτειά του, ώστε να μην υποστούν προσβολές εκ μέρους των εντοπίων, να μή βρεθούν κρατούμενοι διά της βίας και να μή βρούν εμπόδια κατά την επιστροφή στην πατρίδα τους. Οι ξένοι πρέπει να έχουν την δυνατότητα να έρχονται και να φεύγουν ανεν¬όχλητοι και μάλιστα να φεύγουν με ασφάλεια, ειρήνη και τιμή. Αν έχουν καλή υποδοχή, προστασία και το ελεύθερο να επιστρέφουν στην πατρίδα τους, αυτοί οι ίδιοι λόγω της εύνοιάς του θα φέρονται φιλικά, με επαίνους και με σεβασμό. Επίσης, θα διηγούνται σε όλους την αγαθότητα του βασιλέως, επαινώντας τον πολύ ενώπιον όλων και θα μιλούν παντού για την δικαιοσύνη και την πραότητα του βασιλέως αλλά και για την ασφάλεια πού απολαμβάνουν όλοι γενικά οι ξένοι, οι οποίοι επισκέπτονται το θεοφύλακτο κράτος του. Τί πιο συμφέρον για την εξουσία των ευσεβών βασιλέων; Όλοι όσοι ακούσουν για την σωφροσύνη, την πραότητα και την φροντίδα του για τους ξένους, θα του αποδώσουν ειλικρινείς ευχές και θα τον δοξάζουν με μεγάλους επαίνους. Έτσι πολλοί θα προσπαθήσουν να έλθουν εδώ, για να εξακριβώσουν οι ίδιοι την αγαθότητά του και να απολαύσουν την πραότητα και την υπεροχή του. Όσοι όμως βασιλείς συμπεριφέρονται αναξίως στους ξένους, αφήνοντας ατιμώρητες τις αδικίες, τις ατιμίες και τις ταλαιπωρίες πού τράβηξαν, θα προκαλέσουν την δυσαρέσκεια και την κακολογία των ίδιων των ξένων, αλλά και εκείνων, στους οποίους οι ξένοι θα μιλήσουν για την περιφρόνηση και την αδικία πού συνάντησαν – γι’ αυτά, όμως, δεν θα μιλήσω. Ο καθέν¬ας, πού σκέπτεται σωστά και λογικά, όχι μόνο το ξέρει ο ίδιος, αλλά και δεν θέλει να το ακούσει. Επομένως, ας μην σκεπτόμαστε απλοϊκά, όπως οι χωρικοί πού ασχολούνται με το κυνήγι περιστεριών. Αυτοί για να πιάσουν ένα κοπάδι περιστέρια αλείφουν με ευωδιαστό μύρο τον λαιμό μιάς σπιτικής περιστέρας και την αφήνουν να πετάξει στο κοπάδι των αγρίων περιστεριών. Όταν αυτή τα πλησιάσει και τα άλλα περιστέρια μυρίσουν το άρωμα του ευωδιαστού μύρου, με το οποίο είναι αλειμμένος ο λαιμός της, την ακολουθούν, και τότε αυτή τα μεταφέρει εύκολα στο σπίτι των κυρίων της. Οι ευσεβείς βασιλείς θα πρέπει να μιμούνται αυτήν την σοφία των κυνηγών και με καλή θέληση και με σεβασμό να αφήνουν τους ξένους να φύγουν, αν επιθυμούν να λάβουν έπαινο και να έχουν φιλικές σχέσεις με όλους τους λαούς. Αλλωστε και οι πόλεις πού βρίσκονται υπό την εξουσία τους θα κοσμούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο και θα είναι γεμάτες από ανθρώπους εμπείρους στην σοφία, στον λόγο και στην τέχνη. Επειδή κάθε άνθρωπος επιθυμεί να πάει εκεί, όπου ακούγεται ότι η τέχνη του λόγου, η η τέχνη πού ξέρει αυτός, χαίρουν εκτιμήσεως.
Είπε ο φιλόσοφος Μένανδρος ότι τρεις είναι οι κύριες αρετές πού κάνουν ένδοξο και πολύχρονο το ορθόδοξο επίγειο βασίλειο[32]. Πρώτη είναι η αλήθεια, δηλαδή η δικαιοσύνη του δικαστηρίου πού δεν κοιτάζει τα πρόσωπα των αντιδίκων και δεν δωροδοκείται. Δεύτερη, η σωφροσύνη, δηλαδή η αγνότητα της ζωής και η αναχαίτιση των φυσικών τάσεων με την θεάρεστη εγκράτεια, και τρίτη η πραότητα προς τους υπηκόους μαζί με τον φόβο του βασιλέως με σκοπό την βελτίωση και όχι την καταστροφή τους. Ο βασιλέας, πού κατευθύνει την ζωή του με αυτές τις τρεις αρετές είναι πραγματικά ορθόδοξος βασιλέας και έμψυχη εικόνα του ιδίου του Ουρανίου Βασιλέως.
Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.
——————————————————————————–
[1]. Ιω. 10, 9.
[2]. Ιω. 10, 3.
[3]. Ματθ. 25, 21.
[4]. Κολ. 3, 5.
[5]. Ψαλμ. 61, 11.
[6]. Ψαλμ. 48, 11-12.
[7]. Αββακ. 3, 17.
[8]. Πρβλ. κανόνες ια´ Δ´ Οικουμενικής, ζ´ καί κα´ Σαρδικής καί ια´ Θεοφίλου Αλεξανδρείας. Αμ. Σ. Αλιβιζατου, Οι ιεροί κανόνες, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 19973, σσ. 61-62, 241-242, 245-246 καί 576.
[9]. Ψαλμ. 72, 1.
[10]. Ψαλμ. 72, 6.
[11]. Ψαλμ. 72, 5.
[12]. Ψαλμ. 72, 11.
[13]. Παρ. 3,12.
[14]. Ψαλμ. 93, 12.
[15]. Ψαλμ. 59, 14.
[16]. Ιακ. 4, 3.
[17]. Ψαλμ. 118, 155.
[18]. Ησ. 35,10.
[19]. Λουκ. 16, 22.
[20]. Βλ. Μάρκ. 9,43.
[21]. Βλ. Ματθ. 8,12. 22,13.
[22]. Βλ. Ματθ. 8,12. 13,42,50. 22,13. 24,51. 25,30. Λουκ. 13,28.
[23]. Βλ. Λουκ. 16,19-31.
[24]. Ματθ. 25, 34.
[25]. Ματθ. 25, 40.
[26]. Ψαλμ. 40, 2.
[27]. Βλ. Δωροθεου, Διδασκαλίαι ψυχωφελείς διάφοροι ΙΒ´, ε´, PG 88, 1756C.
[28]. Βλ. Α´ Τιμ. 6,10.
[29]. Ιακ. 5, 1-3.
[30]. Ιω. 8, 34-35.
[31]. Πρβλ. Ιω. 8,34.
[32]. Πρβλ. «Καλόν γε βασιλεύς τή μέν ανδρεία κρατών, τά δέ τού βίου δίκαια δια¬τηρών κρίσει» (A. Meineke, Fragmenta comicorum Graecorum, Editio minor, Pars II, Berolini 1847, απόσπ. 651, σ. 993).
——————————————————————————–
Μέρος 2
[1]. Ἰω. 10, 9.
[2]. Ἰω. 10, 3.
[3]. Ματθ. 25, 21.
[4]. Κόλ. 3, 5.
[5]. Ψάλμ. 61, 11.
[6]. Ψάλμ. 48, 11-12.
[7]. Ἀββακ. 3, 17.
[8]. Πρβλ. κανόνες ἴα/ Δ/ Οἰκουμενικῆς, ζ/ καὶ κὰ/ Σαρδικὴς καὶ ἴα/ Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας. Ἄμ. Σ. Ἀλιβιζατου, Οἱ ἱεροὶ κανόνες, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 19973, σσ. 61-62, 241-242, 245-246 καὶ 576.
[9]. Ψάλμ. 72, 1.
[10]. Ψάλμ. 72, 6.
[11]. Ψάλμ. 72, 5.
[12]. Ψάλμ. 72, 11.
[13]. Πάρ. 3,12.
[14]. Ψάλμ. 93, 12.
[15]. Ψάλμ. 59, 14.
[16]. Ἰακ. 4, 3.
[17]. Ψάλμ. 118, 155.
[18]. Ἡσ. 35,10.
[19]. Λουκ. 16, 22.
[20]. Βλ. Μάρκ. 9,43.
[21]. Βλ. Ματθ. 8,12. 22,13.
[22]. Βλ. Ματθ. 8,12. 13,42,50. 22,13. 24,51. 25,30. Λουκ. 13,28.
[23]. Βλ. Λουκ. 16,19-31.
[24]. Ματθ. 25, 34.
[25]. Ματθ. 25, 40.
[26]. Ψάλμ. 40, 2.
[27]. Βλ. Δωροθέου, Διδασκαλίαι ψυχωφελεῖς διάφοροι ΙΒ/, ε/, PG 88, 1756C.
[28]. Βλ. Ά/ Τιμ. 6,10.
[29]. Ἰακ. 5, 1-3.
[30]. Ἰω. 8, 34-35.
[31]. Πρβλ. Ἰω. 8,34.
[32]. Πρβλ. «Καλὸν γὲ βασιλεὺς τὴ μὲν ἀνδρεία κρατῶν, τὰ δὲ τοῦ βίου δίκαια διατηρῶν κρίσει» (A. Meineke, Fragmenta comicorum Graecorum, Editio minor, Pars II, Berolini 1847, ἀπόσπ. 651, σ. 993).
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!