Οἱ Θεῖες Γραφὲς μᾶς διδάσκουν, ὅτι δὲν πρέπει ν’ ἀπελπιζόμαστε γιὰ τὴ σωτηρία μας, ὅταν σφάλλουμε καὶ πέφτουμε σὲ κάποια ἁμαρτία. Ἂς μὴ νομίζουμε πὼς θὰ δικαιωθοῦμε ἀπὸ τὰ ἔργα μας. Μόνο τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δική μας συνεχὴς μετάνοια μποροῦν νὰ μᾶς σώσουν. Καὶ λέγοντας μετάνοια, δὲν ἐννοοῦμε ἐκείνη ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ λόγια μόνο ἢ ἔστω μὲ νηστεία, κακοπάθεια καὶ ἄλλες ταλαιπωρίες τοῦ σώματος, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ γίνεται μὲ συντριβὴ καὶ κατάνυξη τῆς καρδιᾶς.
Τέτοια ἦταν ἡ μετάνοια τοῦ Προφήτη Δαβίδ. Αὐτός, μολονότι ζοῦσε στὸν κόσμο καὶ μέσα στὶς βιοτικὲς μέριμνες, ἐντούτοις συλλογιζόταν συνεχῶς ὅτι λύπησε τὸ φιλεύσπλαχνο Κύριο, περιφρονώντας τὶς Ἅγιες Ἐντολές Του, καὶ φάνηκε ἀχάριστος, καὶ φάνηκε ἀχάριστος, ξεχνώντας τὶς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες Του. Γι’ αὐτὸ τὸ πρόσωπό του ἦταν σκυθρωπὸ ἀπ’ τὸ ἀδιάκοπο καρδιακὸ πένθος. Γι’ αὐτὸ ταλαιπωροῦσε τὸν ἑαυτό του καὶ ταπεινωνόταν πολύ, θέλοντας νὰ ἐξευμενίσει τὸ Θεό. Ὂλ’ αὐτὰ εἶναι ἀποτυπωμένα στοὺς Ψαλμούς, ποὺ ἔγραψε, καὶ ὅπου ξεκάθαρα φαίνεται ἡ διαρκὴς καὶ ἔμπονη μετάνοιά του, μολονότι ἦταν κοσμικὸς ἄνθρωπος, καὶ μάλιστα βασιλιάς, καὶ εἶχε τὴ φροντίδα τοῦ λαοῦ, τῆς οἰκογένειάς του καὶ τόσων ὑποθέσεων τοῦ κράτους.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸ Δαβίδ, τί ἔκαναν ὁ Μανασσής, ὁ τελώνης, ὁ ληστής, ἡ πόρνη καὶ ὁ ἄσωτος υἱός, ποῦ κατασπατάλησε τὴν περιουσία τοῦ Πατέρα τοῦ γλεντώντας μὲ πόρνες; Μὲ ποιὰ ἔργα τοὺς ἄραγε ἀξιώθηκαν αὐτοὶ τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν τους; Μήπως μὲ τὶς νηστεῖες τους ἢ τὶς ἀγρυπνίες τους ἢ τὶς «χαμαικοιτίες» τους ἢ τὶς ἐλεημοσύνες στοὺς φτωχοὺς ἢ κάποια ἄλλη σωματικὴ ἐργασία; Ὄχι, μὲ τίποτα τέτοιο. Συγχωρέθηκαν μόνο μὲ ἡ βαθιά τους μετάνοια, μὲ τὰ πύρινα δάκρυα τῆς μεταμέλειας, ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς τους, καὶ μὲ τὴν αὐτομεμψία. Συναισθάνθηκαν τὶς ἁμαρτίες τους, κατηγόρησαν καὶ καταδίκασαν τὸν ἑαυτό τους, ἔκλαψαν μὲ συντριβή, γι’ αὐτὸ καὶ συγχωρέθηκαν.
Τὸ ἴδιο γίνεται σὲ ὅλους, ὅσοι προστρέχουν στὸ Χριστὸ μὲ ἀληθινὴ μετάνοια καὶ ἐξομολογοῦνται μὲ καθαρότητα. Κανένα δὲν διώχνει ὁ φιλάνθρωπος καὶ πανάγαθος Κύριος. Γιατί ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν κάθε ἀνθρώπου, δὲν παρέχεται σὰν μισθὸς γιὰ τὰ ἔργα του, ἀλλὰ προσφέρεται δωρεὰν ἀπὸ τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Πρέπει ὅμως νὰ γνωρίζουμε ὅτι, γιὰ νὰ συγχωρεθοῦμε, δὲν φτάνει νὰ μετανοήσουμε μ’ ὅλη μας τὴν ψυχὴ καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦμε. Εἶναι αὐτονόητο πὼς χρειάζεται καὶ ἡ σταθερὴ ἀπόφασή μας νὰ μὴν ξαναπέσουμε στὰ ἴδια ἁμαρτήματα. «Εἰ γὰρ ἀποφυγόντες τὰ μιάσματα τοῦ κόσμου ἐν ἐπιγνώσει τοῦ Κυρίου καὶ σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ», γράφει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, «τούτοις δε πάλιν ἐμπλακέντες ἡττώμεθα, γέγονεν ἡμῖν τά ἒσχατα χείρονα τῶν πρώτων…Συμβέβηκε δέ ἡμῖν τό τῆς ἀληθοῦς παροιμίας: κύων ἐπιστρέψας ἐπί τό ἴδιον ἐξέραμα».
Αὐτὸ βέβαια, τὸ νὰ μὴν ξαναπέσουμε δηλαδὴ στὰ ἴδια ἁμαρτήματα, εἶναι δύσκολο. Δὲν θὰ τὸ κατορθώσουμε, ἂν δὲ φυλάξουμε μὲ ἐπιμέλεια τὸν ἑαυτό μας, καὶ ἂν δὲν ἀντισταθοῦμε γενναία στοὺς νοητοὺς ἐχθρούς μας, τοὺς δαίμονες. Ἀφοῦ ἡττηθήκαμε καὶ ὑποκύψαμε στὶς ἡδονὲς καὶ τὰ πάθη μας, γίναμε δοῦλοι τοῦ διαβόλου καὶ τῆς ἁμαρτίας ? «ᾧ γάρ τις ἥττηται, τούτῳ καί δεδούλωται». Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ πονηρός μας κάνει σκλάβους του καὶ μᾶς ἀναγκάζει νὰ τὸν ὑπηρετοῦμε καὶ νὰ γινόμαστε ἔτσι παραβάτες τοῦ Ἁγίου καὶ τέλειου νόμου τοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ νὰ μὴν πάθουμε λοιπὸν αὐτὸ τὸ φοβερὸ κακό, πρέπει, ἀφοῦ μετανοήσουμε, νὰ βρισκόμαστε σὲ συνεχῆ πνευματικὴ ἐγρήγορση, τηρώντας μὲ ἀκρίβεια τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποφεύγοντας μὲ βδελυγμία κάθε ἁμαρτία, ὅπως καὶ ὁ Δαβίδ, ποὺ ἔλεγε: «Πρός πάσας τάς ἐντολάς σου κατωρθούμην, πᾶσαν ὁδόν ἂδικον ἐμίσησα». Τὶς ἐπιθυμίες τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν νὰ τὶς πολεμοῦμε μὲ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τῆς φοβερῆς Κρίσεως καὶ τῶν βασάνων τῆς κολάσεως. Τὴν ὀκνηρία μὲ τὴν ἄσκηση βίας στὸν ἑαυτό μας. Τὴ γαστριμαργία μὲ τὴ νηστεία. Τὴν ἀπληστία μὲ τὴν ἐγκράτεια. Τὴν ὑπερηφάνεια μὲ τὴν αὐτομεμψία καὶ τὴν ἀγόγγυστη ἀποδοχὴ ἐξευτελισμῶν καὶ ταπεινώσεων. Τὴν ὀργὴ μὲ τὴν πραότητα. Τὴ μνησικακία μὲ τὴ μακροθυμία. Τὴν ἐλευθεροστομία μὲ τὴ σιωπή. Καὶ κοντολογής, σὲ κάθε πάθος ν’ ἀντιτάξουμε μία ἀρετὴ ἀντίθετη σ’ αὐτό. Ἔτσι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, θὰ εἴμαστε ἄτρωτοι ἀπὸ τὸν ἐχθρό, ἂν βέβαια δὲν κάνουμε ἔστω καὶ μικρὲς ὑποχωρήσεις σὲ ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπὸ ‘μάς.
Ἡ δύναμη τῆς μετάνοιας, λοιπόν, εἶναι ἀπροσμέτρητη. Ἡ μετάνοια εἶναι ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας. Ἀλλὰ γιὰ νὰ σωθοῦμε, πρέπει νὰ μετανοήσουμε ἔμπρακτα, κόβοντας τὶς κακές μας συνήθειες, ἀπέχοντας ἀπὸ ἁμαρτωλὲς πράξεις, λόγους ἢ καὶ σκέψεις ἀκόμα, καὶ ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου. Τὴ μετάνοιά μας ἀκόμα πρέπει νὰ τὴ συνοδεύουν καὶ θετικὰ ἔργα, στὸ μέτρο ποὺ ἐπιτρέπουν οἱ δυνάμεις μας: Τὶς σαρακοστὲς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τοῦ Δεκαπενταυγούστου, τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα νὰ μὴν τρῶμε κρέας καὶ ὅτι ἄλλο ὁρίζουν οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Νὰ νηστεύουμε ἐπίσης Τετάρτη καὶ Παρασκευή. Τὴ μεγάλη σαρακοστὴ οἱ προσευχές μας νὰ εἶναι θερμοτέρες καὶ μεγαλύτερης διάρκειας ἀπὸ τὶς προσευχὲς τοῦ ὑπολοίπου χρόνου. Ἀλλὰ προπαντός: Νὰ ἐλεοῦμε μὲ ἱλαρότητα. Ν’ ἀγαπᾶμε μὲ καθαρότητα. Νὰ σηκώνουμε τὰ βάρη τῶν ἀδελφῶν. Νὰ κλαῖμε «μετὰ κλαιόντων» καὶ νὰ χαιρόμαστε «μετὰ χαιρόντων». Ὅλη μας ἡ ζωὴ νὰ εὐωδιάζει ἀγάπη, ταπείνωση καὶ καλωσύνη. Αὐτὸ σημαίνει μετανοῶ: Ἀλλάζω νοῦ, ἀλλάζω πορεία ζωῆς, μεταστρέφομαι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στὴν «κατὰ δύναμιν» καὶ «κατὰ χάριν» ἁγιότητα.
Ἂς ζητήσουμε λοιπὸν ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας, ποὺ γίνεται μόνο μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, ἂς καθαρίζουμε τὴ ψυχή μας συνεχῶς ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἂς φυλᾶμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, παρακαλώντας Τὸν ἀδιάλειπτα νὰ μᾶς χαρίζει μετάνοια ἔμπρακτη, πραγματικὴ καὶ διαρκῆ, μετάνοια ὡς τὴν ἔσχατη πνοὴ τῆς πρόσκαιρης αὐτῆς ζωῆς.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!