Ὅτι ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ἀσθενῆ ὥστε νὰ ἁμαρτάνει ἐξαιτίας τῆς ἀσθένειας, ὅπως συμβαίνει τώρα. Καὶ ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἄλλες οἱ ἁμαρτίες τὶς ὁποῖες διαπράττουμε ἐμεῖς. Τί εἶναι ἁμαρτία καὶ τί μᾶς πρόσφερε ὁ Χριστός. Καὶ ὅτι γι’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἔγινε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ καταλύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου.

Κεφάλαιο Θ’

Δὲς τὴν ἁμαρτία ποὺ διέπραξε ὁ Ἀδὰμ ἐνῶ καθόταν στὴ δόξα καὶ στὴν ἀπόλαυση τοῦ παραδείσου, καὶ δὲν θὰ βρεῖς καμιὰ ἀνάγκη ἢ ἀσθένεια ἢ πρόφαση καθόλου εὔλογη, παρὰ μόνο καταφρόνηση τῆς ἐντολῆς καὶ τὴν ἀγνωμοσύνη καὶ ἀχαριστία καὶ ἀποστασία πρὸς αὐτὸν τὸν ἴδιο ποὺ τὸν δημιούργησε ἀπὸ τὸ χῶμα. Ὑπῆρξε ὅμως ἀφορμὴ μεγάλης συγγνώμης γι’ αὐτόν, τὸ ὅτι ὄχι ἐθελουσίως καὶ ἀπὸ μόνος του ἀλλὰ δέχθηκε τὴ συμβουλὴ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐξαπάτησε· ὑπῆρξε ἐπίσης ἀφορμή το ὅτι περιβαλλόταν σάρκα. Καὶ ἡ συγγνώμη δόθηκε, πρώτον μέν, διότι ἀπατήθηκε, δεύτερον δέ, διότι ἀσθένησε. Διότι ἐπειδὴ ἔγινε κατὰ τὴ φύση ἀσθενής, καὶ εὐμετάβολος ἐξαιτίας τῆς ταλαιπωρίας, δὲν μπόρεσε νὰ ἐπαρθεῖ καὶ νὰ ἀποστατήσει ὅπως ὁ ἄσωτος διάβολος καὶ οἱ ἄγγελοί του. Καὶ τώρα ἄγοντας τὴν ἀσθένεια φυσικὴ ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐξαιτίας τῆς ἀμαρτάνοντας, γίνεται εὐγνώμων καὶ χωρὶς νὰ θέλει· καὶ ἀτενίζοντας πρὸς τὸν Θεό, ζητεῖ αὐτὰ τὰ δύο, συγχώρηση καὶ δύναμη. Τὴ μὲν γιὰ ὅσα ἁμάρτησε – διότι ἂν καὶ λόγω ἀσθενείας συμβαίνουν τὰ παραπτώματα, ἀλλ’ ἔπρεπε νὰ ἀντισταθεῖ μέχρι αἵματος ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας -, τὴ δὲ δύναμη, ὥστε ἀφοῦ δυναμωθεῖ ἐκ Θεοῦ, μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ δωρεάν, οὔτε νὰ θέλει ἢ νὰ μπορεῖ νὰ ἁμαρτάνει, καὶ νὰ ἐνισχυθεῖ ὥστε νὰ γίνεται εὐάρεστος στὸν Θεό.

ἀλφαβητικὰ

Κανεὶς ἀπὸ μᾶς δὲν ἁμάρτησε ὅμοια μὲ τὴν παράβαση τοῦ Ἀδάμ, ἀλλ’ οὔτε μπορεῖ νὰ διαπράξει, τὴν ἴδια ἁμαρτία, ἐπειδὴ οὔτε ἄλλος ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ὅπως ἦταν ἐκεῖνος, χωρὶς καμιὰ ἔλλειψη, χωρὶς λύπη, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε φυσικὴ ἀνάγκη. Ποιὰ λοιπὸν ἦταν ἡ τιμωρία τῆς ἁμαρτίας ἐκείνου; Κάθε στέρηση καὶ ἡ ὁλικὴ φυσικὴ ἀνάγκη τῆς φύσεως, πείνα, δίψα, ἀνάγκη τροφῆς καὶ ποτοῦ, αἴσθηση κρύου στὸ ψύχος καὶ θερμότητας στὸν καύσωνα, ἀνάγκη ἐνδυμάτων καὶ σκεπασμάτων, κόπος καὶ πόνος καὶ ἱδρώτας ἐξαιτίας τῆς ἀνάγκης. Ἔπειτα τί ἀκολούθησε; Ἐνῶ τὰ χρειαζόταν ὅλα αὐτά, δὲν ἔδειξε ὑπομονὴ κι εὐγνωμοσύνη. Κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἔρχεται στὴ ζωή, ἔχοντας ἄγνοια τῆς ἁμαρτίας τοῦ προπάτορα, ἐξαιτίας τὶς ὁποίας συμβαίνουν σὲ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση αὐτὲς οἱ πρόσκαιρες τιμωρίες, γίνεται θρασὺς καὶ θέλει νὰ βρεῖ ἄνεση μὲ τὴν πλεονεξία καὶ τὴν ἁρπαγὴ τῶν ξένων πραγμάτων καὶ τὴν ἀδικία.

Αὐτὲς λοιπὸν εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας: Δὲν ἀνεχόμαστε τὶς τιμωρίες, δὲν εὐγνωμονοῦμε, δὲν καρτεροῦμε, ἀλλὰ ἀντιστεκόμαστε κατὰ κάποιο τρόπο ὡς ἐχθροί του Θεοῦ στὴν ἀπόφαση τοῦ Κυρίου ποὺ παγιώθηκε στὴ φύση μας καὶ λέει: «Μὲ τὸν ἱδρώτα τοῦ προσώπου θὰ τρῶς τὸ ψωμί». Ἀγωνιζόμαστε μέν, δὲν τὰ καταφέρνουμε ὅμως, διότι δὲν μποροῦμε νὰ ξεφύγουμε οὔτε τοὺς ἱδρῶτες γι’ αὐτά. Γι’ αὐτὸ εἶναι μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ὑπομένει αὐτὲς τὶς πρόσκαιρες τιμωρίες, στὶς ὁποῖες καταδικάστηκε νὰ ζεῖ ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας τοῦ προπάτορα. Καὶ ἀκριβῶς λόγω αὐτῶν τῶν τιμωριῶν χαρίστηκε ὁ θάνατος ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ Θεὸ στοὺς πάσχοντες, ὥστε ὅσοι ὑπομένουν εὐχαρίστως τὶς πρόσκαιρες αὐτὲς ἀκούσιες τιμωρίες νὰ ἀναπαυθοῦν, καὶ νὰ ἀναστηθοῦν καὶ νὰ δοξαστοῦν χάρη στὸν δεύτερο Ἀδὰμ τὸν ἀναμάρτητο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Θεό, ὁ ὁποῖος παραδόθηκε στὸ θάνατο γιὰ τὰ παραπτώματά μας καὶ ἀναστήθηκε γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε. Διότι ὁ Θεὸς μὲ τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος ἔφερε στοὺς ἀνθρώπους αὐτὲς τὶς δύο μεγάλες εὐεργεσίες: τὸ ὅτι ἕνωσε τὴ θεία φύση μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ μπορεῖ νὰ γίνει θεός, καί το, μετὰ ποὺ θὰ γίνει θεὸς ὁ ἄνθρωπος, νὰ τοῦ ἐμπιστευθεῖ τὸ μυστήριο τῆς Τριάδος. Καὶ αὐτὸς ποῦ ἀξιώθηκε τόσο μεγάλες εὐεργεσίες, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἁμαρτάνει; Καθὼς λέει καὶ ὁ ἐπιστήθιος φίλος του Χριστοῦ Ἰωάννης, ὅτι «δὲν μπορεῖ νὰ ἁμαρτάνει, διότι ἔχει γεννηθεῖ ἀπ’ τὸν Θεό.»

Ἁμαρτία εἶναι τὰ πονηρὰ κινήματα καὶ διανοήματα τοῦ νοῦ, καὶ ὅσα ἔργα ἐκτελοῦνται ἢ μὲ τὰ χείλη ἢ μὲ τὶς πράξεις. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ σκέπτεται ἄλλοτε μὲν πονηρὰ ἄλλοτε δὲ ἀγαθά, καὶ αὐτὸς ποὺ λαλεῖ ἄλλοτε μὲν πονηρὰ ἄλλοτε δὲ ἀγαθά, καὶ αὐτὸς ποὺ ἐργάζεται ἄλλοτε μὲν πονηρὰ ἄλλοτε δὲ ἀγαθά, εἶναι ὅμοιος μὲ αὐτὸν ποὺ ἄλλοτε εἰσέρχεται στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἄλλοτε στὸ ναὸ τῶν εἰδώλων. Πρέπει ὅμως πάντοτε καὶ νὰ σκέπτεται καὶ νὰ λαλεῖ καὶ νὰ πράττει ἀγαθά, διότι «οἰκία ποὺ χωρίζεται σὲ ἀντιμαχόμενα μέρη, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σταθεῖ». Εἶναι δὲ ἀδύνατον νὰ κάνουμε πάντοτε ἀγαθὲς σκέψεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες προέρχονται ὅσα λέμε καὶ πράττουμε, ἂν προηγουμένως ὁ Χριστὸς δὲν ἐνοικήσει στὸ νοῦ. Ἀδύνατον! Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ μεριμνήσουμε νὰ διορθωθοῦμε. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος λέει: «Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ φανερώθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ καταλύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου.» Καὶ ἔργα τοῦ διαβόλου εἶναι κάθε ἁμαρτία, φθόνος, ψεῦδος, δόλος, μίσος, ἔχθρα, διαμάχη, μανία, συκοφαντία, θυμός, ὀργή, ἀλαζονεία, κενοδοξία, ἀσπλαχνία, πλεονεξία, ἁρπαγή, ἀδικία, ἐπιθυμία ἀνόητη, θυμὸς παράλογος, ψιθυρισμός, καταλαλιά, ὑπερβολικὸς ζῆλος, φιλονικία, λοιδορίες, εἰρωνεῖες, δοξομανίες, ἐπιορκίες, καταφρόνηση Θεοῦ, ἀναίδεια, καὶ ὁτιδήποτε κακό.

Ὅσοι λοιπὸν ὀνομαζόμενοι χριστιανοὶ πράττουν τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου, ἐπειδὴ γι’ αὐτοὺς ἡ φανέρωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δὲν ἔλυσε τὰ ἔργα αὐτά, ποιὸ τὸ ὄφελός τους ἀπὸ τὸ ὅτι ὀνομάζονται χριστιανοί; Καὶ ἐὰν λέει κάποιος ὅτι μερικοὶ τέτοιοι ἑρμηνεύουν τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ θεολογοῦν καὶ ὁμιλοῦν γιὰ τὰ ὀρθόδοξα δόγματα, αὐτὸ εἶναι μᾶλλον ἕνα εἶδος ἀσέβειας. Διότι δὲν λέει ἡ Γραφὴ ὅτι γι’ αὐτὸ φανερώθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ θεολογοῦν καὶ νὰ ὀρθοδοξοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταλύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου. Πρέπει πρῶτα νὰ καθαριστεῖ ἡ βρομιὰ καὶ ἔπειτα νὰ χυθεῖ τὸ μύρο, ὥστε νὰ μὴ μιανθοῦν τὰ ἅγια μύρα καί, ἀντὶ εὐχάριστης ὀσμῆς, ἀποπνέουν δυσωδία. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν φανερώθηκε γιὰ νὰ γίνει πιστευτὴ ἢ νὰ δοξαστεῖ ἢ νὰ θεολογηθεῖ ἡ Ἁγία Τριάδα καὶ θεότητα, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταλύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου. Καὶ ἀφοῦ καταλυθοῦν αὐτὰ γιὰ καθέναν ποὺ πιστεύει σ’ αὐτόν, νὰ ἐμπιστευτεῖ σὲ κάθε πιστό τα μυστήρια τῆς θεολογίας καὶ τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων. Διότι ὅσοι δὲν ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου μὲ τὴ φανέρωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ εἶναι ἀκόμη ἐπιρρεπεῖς πρὸς ἀτιμία καὶ βλασφημία τοῦ Θεοῦ, ἀποκλείονται καὶ νὰ εἰσέλθουν στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ψάλλουν στὸν Θεό, ὠσαύτως καὶ νὰ ἑρμηνεύουν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναγινώσκουν τὶς θεῖες Γραφές, καθὼς ἔχει γραφεῖ: «Ὁ Θεὸς εἶπε στὸν ἁμαρτωλό, γιατί ἀπαγγέλλεις τὶς ἐντολές μου κι ἔχεις στὸ στόμα σου τὴ διαθήκη μου; σὺ μίσησες τὴν παιδαγωγία καὶ ἀπέρριψες τοὺς λόγους μου.»

Αὐτὸς ποὺ δὲν ὑπακούει στοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ, μισεῖ τὴν παιδεία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου καὶ φράζει τὰ αὐτιά του, νὰ μὴν ἀκούσει λόγο γιὰ τὴν ἔσχατη ἀνταπόδοση τῶν ἁμαρτωλῶν ἢ γιὰ τὸ αἰώνιο ἐκεῖνο πῦρ ἢ γιὰ τὶς κολάσεις στὸν ἅδη κι ἐκείνη τὴν αἰώνια καταδίκη, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ξεφύγει αὐτὸς ποὺ καταδικάστηκε ἅπαξ διὰ παντός. Καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει πάντοτε, μὲ ὅλη τὴν ἰσχὺ καὶ δύναμη τῆς ψυχῆς του, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὶς τηρεῖ ἀλλὰ τὶς καταφρονεῖ καὶ προτιμᾶ καὶ πράττει τὰ ἀντίθετα, αὐτὸς εἶναι ποὺ ἀπορρίπτει τοὺς λόγους Του. Καὶ θὰ κάνω σαφὲς αὐτὸ ποὺ λέω μὲ ἕνα παράδειγμα. Ὅταν ὁ μὲν Θεὸς προ¬στάζει καὶ ρητῶς φωνάζει «Μετανοεῖτε, διότι πλησιάζει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», καὶ πάλι: «Φροντίστε νὰ μπεῖτε ἀπ’ τὴ στενὴ πύλη», αὐτὸς δὲ ποὺ τὰ ἀκούει αὐτά, ὄχι μόνο δὲν ἔχει τὴν πρόθεση νὰ μετανοήσει καὶ νὰ βιάσει τὸν ἑαυτό του νὰ εἰσέλθει διὰ τῆς στενῆς πύλης, ἀλλὰ καὶ περνᾶ ὅλες τὶς μέρες τοῦ μετεωριζόμενος καὶ διασκορπίζοντας τὴν ψυχὴ ἢ καὶ προσθέτοντας κάθε ὥρα κακὰ στὰ κακά του καὶ ἐπιζητώντας ἄνεση τοῦ σώματος καὶ φροντίδα παραπάνω ἀπὸ ὅσο χρειάζεται – τὸ ὁποῖο εἶναι μᾶλλον σημάδι τῆς πλατιᾶς καὶ εὐρύχωρης ὁδοῦ, καὶ ὄχι τῆς στενῆς καὶ τεθλιμμένης ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωὴ -, αὐτὸς λοιπὸν καὶ ὁ τέτοιας λογῆς ἀπορρίπτει τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ καὶ κάνει τὰ δικά του θελήματα μᾶλλον δὲ ἐκεῖνα τοῦ διαβόλου. Διότι λέει: «Ἐὰν ἔβλεπες κλέφτη, ἔτρεχες μαζί του καὶ μὲ μοιχοὺς εἶχες δοσοληψίες· ἐνῶ καθόσουν κατελάλεις ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ κατὰ τοῦ γιοῦ τῆς μάνας σου ἔβαζες ἐμπόδια· νόμισες ἀνόητα ὅτι εἶμαι ὅμοιός σου· θὰ σὲ ἐπιπλήξω καὶ θὰ βάλω μπροστὰ στὰ μάτια σου τὶς ἁμαρτίες σου· κατανοῆστε αὐτὰ ὅσοι λησμονήσατε τὸν Θεό.»

Βλέπεις ὅτι ἕνας τέτοιας λογῆς ἄνθρωπος λησμόνησε τὸν Θεό; Ἐκεῖνος εἶναι ποὺ θυμᾶται τὸν Θεό, ὅποιος ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου, ὄχι ὅποιος ἐνῶ εἶναι ἀκόμη δέσμιος στὰ ἔργα τοῦ διαβόλου περιγράφει τὰ θεία. Γιατί αὐτὸς εἶναι ἄξιος γιὰ κόλαση βαρύτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τῶν ἀθέων, ἐπειδὴ ἐνῶ γνώρισε τὸν Θεὸ ὅπως διηγεῖται, δὲν τὸν δοξάζει ὡς Θεὸ ἀλλὰ τὸν ὑβρίζει μὲ τὸ νὰ πράττει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου. Αὐτὸς εἶναι ἐχθρός του Θεοῦ, κι ἂν ἀκόμη νομίζει ὅτι εἶναι ἀκριβὴς δάσκαλος τῶν δογμάτων καὶ τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, ἂν καὶ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον. Γιατί πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ βλέπει ὀρθὰ νοῦς ποῦ εἶναι θολωμένος ἀπὸ μολυσμένη συνείδηση;

(Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Ἀλφαβητικὰ κεφάλαια, ἔκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Ἅγιον Ὅρος, σ. 133-141)

πηγή

 

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *