Ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ τὰ παρόμοια εἶναι πάνω ἀπὸ τὴ φύση. Ἀκούσια τρώγω καὶ πίνω, ἐφόσον πεινῶ καὶ διψῶ. Ἀκούσια κενώνω τὰ περιττώματα τῆς τροφῆς καὶ τῆς πόσης μου, διότι διογκώνομαι, καὶ ἡ φύση μου τὰ ἀποβάλλει. Ἀκούσια κοιμᾶμαι, διότι ἐκ φύσεως νυστάζω, καὶ περπατῶ καὶ κάθομαι καὶ ξαπλώνω, διότι κοπιάζω ἐκ φύσεως. Ἀκούσια εἶμαι ξύπνιος, καὶ αὐτὸ εἶναι φυσικό. Ἀκούσια ντύνομαι καὶ γυμνώνομαι, εἴτε κάνει κρύο ἢ ζέστη, καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ καθόλου νὰ ὑποφέρει μὲ κανέναν τρόπο ἔστω καὶ ἐλάχιστο σ’ αὐτὲς τὶς καταστάσεις, παρὰ μόνο μὲ βία καὶ σὲ ἀνάγκη πολλή, ἀκούσια μὲν τὶς περισσότερες φορές, ἑκούσια δὲ σπανίως καὶ γιὰ ἐλάχιστο χρόνο. Οἱ ἅγιοι ἄλλοτε μὲν ἑκούσια βιάζοντας τὴ φύση, ἄλλοτε δὲ μὲ θεία δύναμη διήνυσαν τὸν ἀγώνα τῆς νηστείας καὶ τῆς ἀγρυπνίας καὶ τοῦ ψύχους καὶ τοῦ καύσωνα, καὶ τοῦ μεγάλου κόπου.
Ἐὰν λοιπὸν εἶναι ἀκούσια αὐτά, ἐπειδὴ εἶναι φυσικά, σὲ ποιὸ τμῆμα τοῦ ἀνθρώπινου ἑκουσίου ὑπάρχει τὸ αὐτεξούσιο; Σὲ κανένα λοιπὸν ἄλλο μέρος τοῦ ἀνθρώπου παρὰ μόνο σ’ αὐτό, στὸ νὰ ἔχει συνεχῶς προσηλωμένη τὴ διάνοια μόνο στὸν Θεό, τὸν Κύριό της σωτηρίας καὶ Κύριό του ἐλέους. Ἂν λοιπὸν τὸ αὐτεξούσιο συμπεριλαμβάνεται σὲ ὅσα βρίσκονται στὴν ἐξουσία μας, σίγουρα δὲν ὑπάρχει τὸ αὐτεξούσιο σὲ ὅσα δὲν εἶναι στὴν ἐξουσία μας. Προηγεῖται δὲ τοῦ αὐτεξουσίου ἡ θέληση καὶ γιὰ ὅσα βρίσκονται στὴν ἐξουσία μας, καὶ γιὰ ὅσα δὲν βρίσκονται στὴν ἐξουσία μας. Καὶ γιὰ ὅσα μὲν εἶναι στὴν ἐξουσία μας ἡ θέληση χρειάζεται καὶ κόπο – διότι στὴν παροῦσα ζωὴ τίποτα ἀπ’ ὅσα εἶναι στὴν ἐξουσία μας δὲν πραγματοποιεῖται χωρὶς κόπο -, σὲ ὅσα ὅμως δὲν εἶναι στὴν ἐξουσία μας, τὸ νὰ θέλουμε μὲν εἶναι θέμα προαιρέσεως, τὸ νὰ κοπιάζουμε ὅμως εἶναι μάταιο.
Ἐὰν λοιπὸν εἶμαι αὐτεξούσιος καὶ γι’ αὐτὸ θέλω νὰ εἶμαι καὶ ἐλεύθερος, ἄρα εἴτε ὑποδουλώνομαι αὐτεξουσίως σ’ αὐτὸ ποὺ ἔχω νικηθεῖ, δηλαδὴ μὲ τὴ θέλησή μου, εἴτε, ἐπειδὴ δὲν εἶμαι αὐτεξούσιος, ὑποδουλώνομαι ἀπὸ κάποια ἀνάγκη καὶ βία, σ’ αὐτὰ ποὺ εἶναι τῆς φύσεως καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μεταβάλλονται: πεινῶ, διψῶ, κρυώνω, ζεσταίνομαι, περπατῶ, στέκομαι, ἀναπαύομαι καὶ ἄλλα παρόμοια, ὅπως προανέφερα. Ἐὰν λοιπὸν αὐτὰ εἶναι τοῦ αὐτεξουσίου, ἂν μείνω γιὰ πολὺ χρονικὸ διάστημα χωρὶς τροφή, εἶναι φανερὸ ὅτι καθὼς δὲν μὲ καταστρέφει ἡ πείνα, δὲν μὲ καταστρέφει οὔτε ἡ ἀγρυπνία, οὔτε τὰ ὑπόλοιπα. Ἐὰν ὅμως δὲν ὑπόκεινται αὐτὰ στὸ αὐτεξούσιο ἀλλὰ ἐκεῖνα, δηλαδὴ ὅσα ἀφοροῦν στὴν ψυχή, ὅσα εἶναι γενικότερα ἀπὸ τὰ ἄλλα, ὅπως ἡ ἐπιθυμία καὶ ὁ θυμός, συνεπάγεται ὅτι θυμώνω παράλογα, ἐπιθυμώντας ἀνόητα. Καὶ θέλω μὲν νὰ κυριαρχήσω στὸν παράλογο θυμὸ καὶ στὴν ἀνόητη ἐπιθυμία, νικιέμαι ὅμως ἀπὸ αὐτὰ τὶς περισσότερες φορές, καὶ γι’ αὐτὸ εἶμαι ὑποδουλωμένος σ’ αὐτά. Κι ἂν δὲν συμβαίνει αὐτὸ ὁλοτελῶς καὶ πάντοτε ἀλλὰ ἂν μιὰ φορὰ νικηθῶ καὶ ὑποδουλωθῶ, πῶς ὁ δοῦλος τοῦ παραλόγου θυμοῦ καὶ τῆς ἀνόητης ἐπιθυμίας μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτεξούσιος; Κι ἂν κάποιος πεῖ, ὅτι τὸ νὰ νικηθεῖς ἀπὸ αὐτά, καὶ ἐξαιτίας αὐτοῦ νὰ ὑποδουλωθεῖς καὶ νὰ ἐλευθερωθεῖς, εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ νὰ πέσεις καὶ νὰ σηκωθεῖς, πόσο θὰ πρέπει νὰ ντρέπεται αὐτὸς ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι αὐτεξούσιος καὶ καυχιέται γι’ αὐτὸ καὶ ὁμολογεῖ χωρὶς ντροπή: «Σήμερα ὑποδουλώνω τὸν ἑαυτό μου καὶ αὔριο τὸν ἐλευθερώνω, κι αὐτὸ συμβαίνει σὲ ὅλη μου τὴ ζωή»; Ὥστε αὐτὸς νὰ εἶναι καὶ ἐλεύθερος καὶ δοῦλος. Τί λοιπὸν μποροῦμε νὰ ποῦμε;
Ἦταν κάποτε ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερος, χάρη στὸ αὐτεξούσιο, ἀφοῦ ὅμως πρόδωσε τὴν ἐλευθερία του, ἔχασε μαζὶ μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ τὸ αὐτεξούσιο, καὶ μάλιστα ἔγινε δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Καὶ κανεὶς δοῦλος δὲν εἶναι αὐτεξούσιος, γιατί ἐνῶ ἦταν ἐλεύθερος, ὑποδουλώθηκε. Ὁ Θεὸς κανέναν δὲν ἔπλασε δοῦλο, ἀλλὰ ὅλους ἐλεύθερους, καὶ μόνο δικούς του δούλους, αὐτοῦ ποὺ τοὺς δημιούργησε καὶ τοὺς ἔπλασε ἐκ τοῦ μὴ ὄντος· ὅμως δὲν θέλει ἡ δουλεία σ’ αὐτὸν νὰ εἶναι τυραννικὴ καὶ καταναγκαστική, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς ὅταν κάποιος φτωχὸς καὶ ἄπορος προτιμηθεῖ ἀπὸ τὸν βασιλιὰ γιὰ προσωπική του ὑπηρεσία, χαίρεται καὶ ἀγάλλεται νὰ ὀνομάζεται καὶ νὰ εἶναι δοῦλος τοῦ βασιλιά, ἔτσι λοιπὸν ὁ Θεὸς θέλει καὶ ἐπιθυμεῖ ὁ δοῦλος του νὰ εἶναι μὲ τὴ θέλησή του καὶ νὰ χαίρεται καὶ νὰ θεωρεῖ δόξα τὴ δουλεία σ’ αὐτόν. Ἐπειδὴ κάθε δοῦλος, ἂν δεῖ κάποιον ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν ἐλευθερώσει, σίγουρα θὰ καταφύγει σ’ αὐτόν, καὶ θὰ γονατίσει καὶ θὰ κλάψει καὶ θὰ ἱκετεύσει, μήπως καὶ τὸν πείσει νὰ καταβάλει τὴν ἄξια του καὶ τὸν ἐλευθερώσει· γίνεται φανερὸ λοιπὸν ἀπὸ ἐδῶ ὅτι τίποτε ἄλλο δὲν ἔμεινε στὸν δοῦλο ἀπὸ τὴν αὐτεξουσιότητα, παρὰ μόνο το νὰ θέλει νὰ ἐλευθερωθεῖ. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ συμβαίνει, ὅταν ὑποφέρει ἀπὸ τὸ βάρος τῆς δουλείας. Ἂν ὅμως εἶναι δοῦλος ποὺ δὲν ἔχει θλίψεις καὶ ἀναπαύεται, δὲν θὰ θελήσει τὴν ἐλευθερία του.
Ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐὰν μείνετε στὸν λόγο μου, θὰ γνωρίσετε τὴν ἀλήθεια, καὶ ἡ ἀλήθεια θὰ σᾶς ἐλευθερώσει.» Ἰδοὺ τρία: ἡ παραμονή, ἡ γνώση καὶ αὐτὴ ποὺ ἐλευθερώνει, ὄχι ἡ ἐλευθερία. Καὶ στὴ συνέχεια: «Καθένας ποὺ κάνει τὴν ἁμαρτία, εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας.» Νὰ ποὺ ἀπεδείχθη δοῦλος διότι ὁ δοῦλος, δὲν εἶναι αὐτεξούσιος. Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο: «Ἐὰν ὁ Υἱὸς σᾶς ἐλευθερώσει, θὰ εἶστε πραγματικὰ ἐλεύθεροι.» Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Θεὸς ποὺ λέει αὐτὰ εἶναι ἀξιόπιστος μάρτυρας, ποιὸς μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι ὁ δοῦλος τῆς ἁμαρτίας, εἶναι αὐτεξούσιος ἀπὸ κάθε δόλο καὶ κάθε δουλεία, ἐνῶ κάνεις δὲν εἶναι αὐτεξούσιος; Καὶ αὐτὰ μὲν τὰ εἶπε ὁ Κύριος. Ὁ Ἀπόστολος δὲ ποῦ στάλθηκε ἀπὸ αὐτόν, καθὼς αὐτὸς στάλθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα του, φωνάζει σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη μὲ δυνατὴ φωνή: «Ταλαίπωρος ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος! Ποιὸς θὰ μὲ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦτο τὸ καταδικασμένο στὸ θάνατο;» καὶ σίγουρα αὐτὸς ποὺ ἐλευθερώνει, ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία. Ὁ ἴδιος λέει: «Στὴν ἐλευθερία γιὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς μᾶς ἐλευθέρωσε, σταθεῖτε σταθεροί», δηλώνοντας ὅτι πάντως ἀπὸ δουλεία ἐλευθερώθηκαν, καὶ δὲν ἦταν αὐτεξούσιοι ὅταν ἦταν δοῦλοι.
Αὐτὰ εἶναι ἀρκετὰ ὡς μιὰ μικρὴ ἀπόδειξη γιὰ τὸ αὐτεξούσιό μας. Αὐτὸ διασώθηκε ὅταν γίναμε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας, στὸ νὰ θέλουμε καὶ μόνο, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ προχωρήσει περισσότερο, καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ δώσουμε τὴ θέληση στὸν Χριστὸ μαζὶ μὲ ὅ,τι συνδέεται μὲ τὴ θέληση, ὄχι μὲ ἔργα ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν πίστη, τὸν πόνο καὶ τὸν κόπο τῆς διάνοιας, γιὰ νὰ δεῖ αὐτὸς ὁ ὁποῖος πρόσφερε τὸν ἑαυτὸ τοῦ λύτρο ὑπὲρ τῶν ψυχῶν μας, ὅτι θέλουμε τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἀπατηλὴ τυραννία τῆς ἁμαρτίας μὲ ὅλη τὴν ψυχή, μὲ ὅλη τὴ διάνοια καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμη – διότι ἡ τυραννία, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἀκούσια ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, κι ἐπειδὴ εἶναι ἀκούσια, δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ αὐτεξούσιο -, τότε θὰ δώσει τὴν ἐλευθερία σ’ αὐτὸν ποὺ προσπίπτει μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο σ’ αὐτόν, μὲ τὸ νὰ ἔρθει σὲ κοινωνία μαζί του. Κάνεις ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι ἐλεύθερος, καὶ ὡς ἐλεύθερος αὐτεξούσιος, παρὰ μόνον ὁ Χριστὸς- καὶ αὐτὸς ὡς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Διότι ἀπὸ τὸν δοῦλο τῆς ἁμαρτίας Ἀδάμ, ποὺ ὡς δοῦλος δὲν ἦταν αὐτεξούσιος, ἕως τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι, ἕκτος μόνο ἐκείνων ποὺ ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ καθὼς ἔχει γραφεῖ: «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπὸ τὴ γῆ, χοϊκὸς- ὅπως ἦταν ἐκεῖνος ὁ χοϊκός, τέτοιοι εἶναι οἱ χοϊκοί. Ὁ δεύτερος ἄνθρωπος δηλ. ὁ Κύριος, εἶναι ἀπ’ τὸν οὐρανό· ὅπως εἶναι ὁ ἐπουράνιος, τέτοιοι εἶναι καὶ οἱ ἐπουράνιοι.»
Τί λογὴς λοιπὸν εἶναι ὁ χοϊκός; Πόρνος, ψεύτης, πονηρός, δόλιος, ὕπουλος, εὐμετάβολος, ἄστοργος, ἀδιάλλακτος, πλεονέκτης, ἅρπαγας, ἄδικος, κενόδοξος, ὑπερήφανος, ἀλαζών, ποὺ δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους καὶ νομίζει ὅτι ὑπερέχει ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι τύραννος, καὶ γι’ αὐτό, εἶναι φίλος του κόσμου καὶ ἐχθρός του Θεοῦ καθὼς ἔχει γραφεῖ: «Καθένας ποὺ θὰ θελήσει νὰ γίνει φίλος του κόσμου, γίνεται ἐχθρός του Θεοῦ». Κι ἂν αὐτὸς ποῦ μόνο μὲ τὴν προαίρεση γίνεται ἐχθρός, ἐκεῖνος ποῦ γίνεται ἔμπρακτα φίλος του κόσμου, πῶς δὲν γίνεται μεγαλύτερος ἐχθρός; Καὶ αὐτὸς ποὺ εἶναι ἐχθρός του Θεοῦ, πῶς θὰ πλησιάσει τὸν Θεὸ καὶ θὰ μιλήσει μαζί του; Καὶ δεῖγμα τῆς ἔχθρας εἶναι ὅσοι προσεύχονται σ’ αὐτὸν καὶ ὑμνοῦν καὶ ψάλλουν μὲ τὸ στόμα, μὲ τὴν καρδιὰ τοὺς ὅμως περιπλανῶνται. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ προσευχόμαστε στὸν Θεὸ μὲ τὸ στόμα καὶ τὸ νοῦ, χωρὶς ὁ νοῦς νὰ κρατεῖται καὶ νὰ φρουρεῖται ὁλόγυρα μὲ ἀγγελικὲς παρατάξεις. Καὶ αὐτὸς ποὺ προσεύχεται μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο στὸν Θεό, ἀποκτᾶ πάλι τὸ λογικὸ ἀξίωμα τοῦ αὐτεξουσίου. Τί λογὴς εἶναι αὐτὸς ποῦ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἐπουράνιο; Εὐθύς, δίκαιος καὶ ὅσιος καθὼς εἶναι ὁ Κύριος. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν κάθε πατέρας γεννᾶ ἀπὸ τὴ φύση του, ἔτσι καὶ ὁ δεύτερος πατέρας Χριστός, γεννᾶ ἀπὸ τὴ φύση του, τέκνα ὡς ἐλεύθερα καὶ αὐτεξούσια, δίκαια καὶ ὅσια, εὐθῆ καὶ ἀληθινὰ κατ’ εἰκόνα τοῦ πατέρα τους.
Αὐτὰ εἶναι τὰ γνωρίσματα τοῦ αὐτεξουσίου, διότι τὰ ἄλλα δὲν εἶναι τοῦ αὐτεξουσίου. Ἀπ’ αὐτὸ λέει ὁ ἠγαπημένος μαθητὴς ὅτι ἀναγνωρίζονται τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου. Κι ἐπειδὴ στὴ θέληση μόνον ἔχει περιοριστεῖ τὸ αὐτεξούσιό μας, πρέπει πρῶτα νὰ θελήσουμε, καὶ κατόπιν νὰ ζητήσουμε τὸν ἐλευθερωτή. Καὶ ἀφοῦ γνωρίσουμε τὸν ἐλευθερωτή, νὰ προσπέσουμε στὰ πόδια του, καὶ νὰ ζητήσουμε τὴν ἐλευθερία. Διότι κανένας δὲν εἶναι αὐτεξούσιος παρὰ μόνον ὁ ἐλεύθερος• αὐτὸς ποὺ ἐλεεῖ καὶ σώζει καὶ φωτίζει τὴ διάνοια, νὰ βλέπει ὀρθὰ καὶ καθαρὰ καὶ χωρὶς θολούρα, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ἀποφεύγουμε ὅσα χρειάζεται καὶ νὰ πράττουμε ὅσα πρέπει. Διότι δὲν εἶναι στὴν ἐξουσία μᾶς τὸ νὰ βλέπουμε ὀρθά, ἀλλὰ στὴν συνεργία αὐτοῦ ποὺ φωτίζει (εἴτε ὁ ἥλιος τὰ βλεπόμενα, εἴτε ὁ Χριστὸς τὰ νοούμενα), ποὺ μεταβάλλει καὶ αὐξάνει καὶ ἀλλοιώνει τὴ νοερὴ ψυχὴ πρὸς τὸ θεῖο, ὅπως ὁ ἥλιος τὰ αἰσθητὰ- αὐτὴν ποὺ εἶναι μὲν τρεπτὴ καὶ ἀλλοιώνεται κατὰ τὴ φύση, ἔγινε ὅμως φθαρτὴ καὶ θνητὴ ἐξαιτίας τῆς παράβασης. Αὐτὴ ἦταν ἡ τιμωρία καὶ ἡ αἰώνια κόλασή της, ἐξαιτίας τῆς παρακοῆς, ἀφοῦ ὑπέστη φθορὰ ὄχι κατὰ τὴν οὐσία, ἀλλὰ κατὰ τὴ γνώμη.
Θάνατος τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐξαιτίας αὐτοῦ του χωρισμοῦ καὶ κάθε τρόπος ζωῆς ὅλων των ἀνθρώπων εἶναι κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον σφαλερὸς καὶ διεστραμμένος καὶ πλανεμένος, καὶ εἴτε δὲν εὐαρεστεῖ τὸν Θεὸ εἴτε τὸν παροργίζει. Ὅμως κατὰ τὸ μέλλοντα αἰώνα καὶ τὸ σῶμα μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ θὰ ἀλλοιωθεῖ καὶ θὰ γίνει ἄφθαρτο, μὲ μόνο το πρόσταγμα τοῦ μοναδικοῦ Θεοῦ, θὰ ἀνασυσταθεῖ καὶ θὰ ἀναστηθεῖ μὲ τὸ λόγο τῆς ἄφραστης δύναμης γιὰ νὰ ζεῖ ἀθάνατο καὶ αἰώνιο, ἐπειδὴ ἐφθάρη ὄχι κατὰ τὴ γνώμη ἀλλὰ κατὰ τὴν οὐσία. Διότι θάνατος τοῦ σώματος εἶναι ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς, γιὰ τὸν ὁποῖο χωρισμὸ καὶ διαλύεται καὶ καταλήγει στὸ χῶμα, καὶ φανερώνει τὸ νοητὸ πάθος τῆς ψυχῆς. Ἀφθαρσία δὲ καὶ τῶν δύο, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, εἶναι μία, ἡ συμφιλίωση πάλι μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἕνωση καὶ κοινωνία, γιὰ νὰ γίνουμε κοινωνοὶ θείας φύσεως, τῆς ἄφθαρτης καὶ ἀθάνατης.
(Ἁγ. Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου. Ἀλφαβητικὰ κεφάλαια, ἔκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Ἅγιο Ὅρος 2011, σ. 271- 281)

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *