ΤὉ ἅγιος Σώζων κατήγετο ἀπὸ τὴν Λυκαονία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-305). Τὸ ὄνομά του προτοῦ βαπτισθῆ ἦτο Ταράσιος. Νεαρὸς στὴν ἡλικία καὶ ποιμὴν προβάτων, σὲ ὅποιον τόπο ὁδηγοῦσε τὸ κοπάδι του γιὰ βοσκὴ δίδασκε στοὺς κατοίκους τὸν λόγο τῆς εὐσεβείας καὶ ἔφερνε πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὴν μάνδρα τοῦ Θεοῦ.
Κάποια ἡμέρα, τὸν καιρὸ ποὺ ξέσπασε ὁ μεγάλος διωγμός, ἐνῶ ἔβοσκε τὸ ποίμνιό του σὲ χλοερὸ λιβάδι, ἀποκοιμήθηκε ἐλαφρὰ καὶ εἶδε θεία ὀπτασία, ἡ ὁποία τὸν ἐθέρμανε στὴν πίστι. Κυριευμένος ἀπὸ ἱερὸ ζῆλο κατέβηκε στὴν Πομπηιούπολη τῆς Κιλικίας καὶ εἰσῆλθε στὸ ναὸ τῶν εἰδώλων, ὅπου λατρευόταν τὸ χρυσὸ ἄγαλμα τῆς θεᾶς Ἀρτέμιδος. Ἔκοψε τὸ δεξὶ χέρι τοῦ ἀγάλματος, τὸ κατατεμάχισε, πούλησε τὰ τεμάχια καὶ διεμοίρασε τὰ χρήματα στοὺς πτωχούς. Μεγάλη ἦταν ἡ ἀγανάκτησις τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἀκόμη μεγαλύτερη ὅμως ἦταν ἡ ἔκπληξίς τους, ὅταν εἶδαν τῶν Σώζοντα νὰ προλαμβάνη τὶς ὑποψίες τους καὶ νὰ παραδίδεται μόνος του στοὺς νεωκόρους τοῦ εἰδωλείου. Τὸν συνέλαβαν ἀμέσως καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἡγεμόνα τῆς Κιλικίας Μαξιμιανό, ποὺ βρισκόταν τότε στὴν Πομπηιούπολη, γιὰ νὰ ἀποδώση τιμὲς στὸ χρυσὸ αὐτὸ ξόανοι. Ὁ ἡγεμὼν τὸν προέτρεψε νὰ θυσιάση στοὺς θεούς, γιὰ νὰ ἐξιλεωθῆ καὶ νὰ ἐλευθερωθῆ. Ἀλλὰ ὁ μάρτυς, ἀντὶ νὰ ἀπαντήση, περιέπαιζε τὰ εἴδωλα καὶ τὰ ὀνόμαζε «ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων». Ἔτσι, παραδόθηκε στοὺς δημίους μὲ τὴν διαταγὴ νὰ τοῦ ξεσκίσουν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια. Κατόπιν τοῦ φόρεσαν στὰ πόδια σιδερένια σανδάλια μὲ αἰχμηρὰ καρφιὰ καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ βαδίζη.


Ἐνῶ ὁ ἅγιος σεμνυνόταν γιὰ τὸ ἄφθονο αἷμα ποὺ ἔρρεε ἀπὸ τὰ πόδια του, ὁ Μαξιμιανὸς τοῦ εἶπε εἰρωνευόμενος: «Αὔριο, Σώζων, ποὺ θὰ βγῆ ἡ μεγάλη θεά, παῖξε τὸν αὐλό σου καὶ σοὺ ὁρκίζομαι ὅτι αὐτὴ θὰ σὲ ἀπαλλάξη ἀπὸ κάθε εὐθύνη καὶ τιμωρία». Καὶ ὁ μάρτυς: «Ἐσὺ μέν”, τοῦ ἀπήντησε, “μοῦ λέγεις αὐτὰ πού σοῦ ὑποβάλλει ὁ ἐμπνευστής σου πονηρὸς δαίμων, γιὰ νὰ μὲ περιπαίξης· ἀλλὰ ἐγὼ καὶ πρῶτα ἔπαιζα τὴν φλογέρα μου στοὺς ἀγροὺς βόσκοντας τὰ πρόβατά μου καὶ τώρα ψάλλω στὸν Κύριό μου ἄσμα καινὸν εὐαγγελιζόμενος σὲ ὅλους τὴν σωτηρία. Ἡ δική σου ὅμως θεὰ θὰ στέκεται, κατὰ τὴν παροιμία, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν αὐλό μου σὰν ἄψυχη καὶ ἀναίσθητη ὄνος».
Μὲ θυμὸ ὁ Μαξιμιανὸς διέταξε νὰ τὸν μαστιγώσουν σκληρά, ἕως ὅτου διαλυθῆ τὸ σῶμα του. Καθὼς τὸ μαρτυρικό του αἷμα ἔπεφτε στὴν γῆ σὰν εὐεργετικὴ δροσιά, ὁ Σώζων παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεὸ μέσα σὲ ὑπερφυσικὴ ἀγαλλίασι. Οἱ δήμιοι ἄναψαν φωτιά, γιὰ νὰ κατακαύσουν τὰ διαλυμένα του μέλη, μὲ τὴν φοβερὴ ὅμως καταιγίδα ποὺ ξέσπασε ἡ φωτιὰ σβήσθηκε καὶ αὐτοὶ σκορπίσθηκαν. Ἐλεύθεροι οἱ πιστοὶ συνέλεξαν καὶ ἐπιμελήθηκαν τὰ τίμια λείψανα ὁδηγούμενοι ἀπὸ λαμπρότατο φῶς, τὸ ὁποῖο τοὺς ἔφεγγε μέχρι νὰ τελειώσουν τὴν ταφή.

Πηγή: “Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”, ὑπὸ ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, ἔκδ. Ἴνδικτος (τόμος πρῶτος, σ. 72-74).