Ὁ ὅσιος Σάββας εἶχε πατέρα τὸν ὅσιο Συμεών. Ὁ ὅσιος Συμεὼν ὑπῆρξε μεγάλος ἡγεμόνας τῶν Σέρβων (1165-1196) καὶ ἦταν κατὰ τὸν σύγχρονο βιογράφο του π. Ἰουστίνο Πόποβιτς «ὑπερασπιστῆς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ πολέμιος τῶν αἱρέσεων, σ΄ ὅλη του τὴν ζωὴ ἄνθρωπος μὲ μεγάλη πίστη, ἀγάπη καὶ ζῆλο Εὐαγγελικό». Ὁ κατὰ κόσμον Στέφανος Νεμάνια γεννήθηκε τὸ 1114 στὴν πόλη Ρίμπνιτσα τῆς Ζέτας, τὸ σημερινὸ Μαυροβούνι. Ἀγωνίσθηκε μὲ σθένος ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐργάσθηκε γιὰ τὴν ἑδραίωσή της στὸν λαό, τὸν ὁποῖο ἕνωσε σὲ ἕνα βασίλειο. Ἔκτισε πολλοὺς ναούς, συγκάλεσε συνόδους γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων, ἀνέπτυξε πλούσιο φιλανθρωπικὸ ἔργο καὶ ἐνίσχυσε οἰκονομικὰ μονὲς καὶ προσκυνήματα. Μὲ τὴν εὐλαβῆ καὶ φιλομόναχη σύζυγό του Ἄννα, θυγατέρα Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα, ἀπέκτησε πολλὰ παιδιά. Στὸ τέλος ἔγινε καὶ αὐτὴ μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Ἀναστασία στὴ μονὴ Στουντένιτσα. Μεταξύ των τέκνων τοὺς δύο στέφθηκαν ἁγιωνυμίας· ὁ ἅγιος Σάββας πρῶτος ἀρχιεπίσκοπος τῶν Σέρβων καὶ Στέφανος Β’ ὁ Πρωτοστεφῆς καὶ τελικὰ καρεις μοναχὸς Σίμων.

Ὁ ἅγιος Σάββας, ποὺ κατὰ κόσμον ὀνομαζόταν Ράστκο, ὑπῆρξε καρπὸς προσευχῆς. Γεννήθηκε τὸ 1169, καὶ μεγάλωσε μὲ νουθεσία Κυρίου. Οἱ θεοσεβεῖς γονεῖς τοῦ τὸν ἑτοίμαζαν γιὰ γάμο ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ἀλλὰ αὐτὸς εἶχε ἀποφασίσει τὴ μοναχική του ἀφιέρωση. Ποθοῦσε νὰ ἀναχωρήσει στὸ Ἅγιον Ὅρος, γιὰ τὸ ὁποῖο ἄκουγε θαυμαστὲς ἱστορίες ἀσκητῶν καὶ ὁσίων. Μὲ συνοδὸ ἕνα Ρῶσο Ἁγιορείτη μοναχὸ ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος, σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν, κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, οἱ ὁποῖοι βυθίσθηκαν σὲ μεγάλη θλίψη. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ Ἁγίου Παντελεήμονος-Παλαιοῦ Ρωσικοῦ καὶ ὀνομάσθηκε Σάββας. Οἱ ἀπεσταλμένοι στρατιωτικοί του πατέρα τοῦ πῆγαν στὸ Ἅγιον Ὅρος γιὰ νὰ τὸν βροῦν καὶ νὰ τὸν φέρουν πίσω. Ἐπέστρεψαν, μὲ τὰ κοσμικὰ πριγκηπικὰ ροῦχα του καὶ μὲ μία παραμυθητικὴ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς γονεῖς του, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦσαν σύντομα νὰ τὸν ξαναδοῦν κοντά τους.

Λίγους μῆνες μετὰ τὴν κουρὰ τοῦ ἐπισκέφθηκε τὴν ἑορτάζουσα μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τὴν περίφημη μονὴ Βατοπαιδίου. Ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς τὸν προσκάλεσε νὰ μείνει πλησίον τους. Ὁ Σάββας ἐντυπωσιασμένος δὲν μπόρεσε νὰ ἀρνηθεῖ, καὶ ἔλαβε τὴ συγκατάθεση τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος καὶ ἔμεινε στὸ Βατοπαίδι μία ὁλόκληρη δωδεκαετία. Ἡ παραμονὴ τοῦ ἦταν ὠφέλιμη. Ἔμαθε θαυμάσια τα ἑλληνικά, μελέτησε στὴν πλούσια βιβλιοθήκη, διδάχθηκε τὴν τάξη, τὴν παράδοση, τὴν τέχνη, στὴν πλούσια καὶ μεγάλη αὐτὴ μονή, καὶ ὅπως γράφει ὁ μακάριος (σημείωση VatopaidiFriend: ἤδη ἔχει ἐπισήμως ἀνακηρυχθεῖ ἡ ἁγιότητά του ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Σερβίας) ἐπίσκοπος Νικόλαος: «Σὲ τέτοιο κέντρο πνευματικότητας καὶ πολιτισμοῦ ὁ Σάββας εἶχε τὴ σπάνια εὔκαιρια νὰ οἰκοδομήσει τὸ χαρακτήρα τοῦ κατὰ τὸ πρότυπό των καλύτερων παραδειγμάτων ποὺ εἶδε καὶ τῶν καλύτερων βιβλίων ποὺ διάβασε». Ὁ μακαριστὸς Γέροντας Ἰουστίνος συνεχίζει: «Ἡ ζωὴ καὶ ἡ τάξι στὸ Μοναστήρι τοῦ Βατοπεδίου ἱκανοποίησε τὸν νεαρὸ μοναχὸ Σάββα, ὁ ὁποῖος, ἀνάμεσά σε ὑποδειγματικοὺς μοναχοὺς καὶ μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ ταπεινοῦ καὶ ἁγίου γέροντα Μακαρίου του Ἱερομονάχου, παραδόθηκε στοὺς μοναχικοὺς ἀγῶνες μὲ ὅλη τὴν θέρμη τῆς φιλοχριστῆς, νεανικῆς του ψυχῆς. Μέσα στὸν πύρινο ἐνθουσιασμό του καὶ τὴν φλογερή του εὐλάβεια, ἐπιθυμοῦσε μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ νὰ μὴν τὸν ξεχωρίζουν σὲ τίποτα ἐπειδὴ ἦταν γιὸς ἡγεμόνα. Ἤθελε δηλαδὴ νὰ εἶναι ἕνας ἁπλός, συνηθισμένος μοναχός, ἴσος καὶ ὅμοιος μὲ ὅλους τους ἄλλους στὴν νηστεία, στὴν προσευχή, στὴν ἀγρυπνία καὶ σὲ ὅλες τὶς διακονίες τῆς Μονῆς. Γὶ΄ αὖτο ἐκτελοῦσε τὰ πάντα μὲ ταπείνωσι καὶ ἀφοσίωσι».

Περιόδευσε ὅλο το Ἅγιον Ὅρος, ἀναζητώντας ἐνάρετους Γέροντες καὶ προσφέροντας στὶς μονὲς πλούσια δῶρα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τοῦ ἔστειλε ὁ πατέρας του. Τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀσφαλῶς πρόσφερε στὴν ἀγαπητὴ μονὴ ποὺ κατοικοῦσε. Ὁ νεώτερος βιογράφος τοῦ ἐπίσκοπος Νικόλαος, βασισμένος στοὺς πρώτους βιογράφους τοῦ ἁγίου Σάββα, τὸν σύγχρονό του Δομετιανὸ καὶ τὸν κατοπινὸ Θεοδόσιο, ἀναφέρει πὼς κράτησε τὰ βασιλικὰ χρήματα γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς μονῆς Βατοπαιδίου: «Ἦταν ἀπαραίτητα κι ἄλλα καινούρια κτίρια στὸ μοναστήρι γιὰ τοὺς μοναχούς, ὁ ἀριθμὸς τῶν ὅποιων συνεχῶς αὐξανόταν. Ὁ Σάββας ἀνήγειρε μερικὰ τέτοια μὲ δύο ἡ τρεῖς ὀρόφους. Ἕνα ἂπ΄ αὖτα κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν πατέρα του, λέγοντας: Ἂν δώσει ὁ Θεός, ἐγὼ καὶ ὁ κύριος πατέρας μου θὰ κατοικήσουμε ἐδῶ σε δικό μας σπίτι». Ὅπωσδηποτε δὲν σκεφτόταν ὅτι θὰ χρειαζόταν γὶ΄ αὖτον καὶ τὸν πατέρα τοῦ ὁλόκληρο κονάκι, ἀλλὰ ὅτι αὖτο θὰ εἶναι σερβικὸ σπίτι γιὰ Σέρβους μοναχοὺς στὸ μέλλον. Κατόπιν ἄρχισε νὰ κτίζει τρεῖς ναοὺς καλούμενους παρεκκλήσια, σὰν τρεῖς πολύτιμους λίθους. Τὸν πρῶτο, πίσω ἀπὸ τὸ Καθολικό, ἀφιέρωσε στὴν Ὑπεραγία Παρθένο, τὸ δεύτερο στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο καὶ τὸν τρίτο στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. Ὁ τελευταῖος κτίστηκε στὴν κορυφὴ τοῦ ὑψηλότερου ἀπὸ τοὺς δέκα συνολικὰ πύργους. Καὶ οἱ τρεῖς εἶναι κτισμένοι ἀπὸ πέτρα καὶ πλίνθους, ἐνῶ εἶναι σκεπασμένοι μὲ πέτρινες πλάκες ποὺ ὑπάρχουν σὲ ἀφθονία στὸ Ἅγιο Ὅρος. Κάλυψε καὶ τὴ στέγη τοῦ Καθολικοῦ μὲ μολύβι. Μετὰ ἂπ΄ αὐτὸ ἀνακαίνισε καὶ πολλὰ ἄλλα βοηθητικὰ-δευτερεύοντα κτίρια. «Καὶ πολλὲς ἄλλες ἀνάγκες κάλυψε στὸ μοναστήρι, ποὺ εἶναι δύσκολο ν΄ ἀπαριθμηθοῦν ὅλες». Γὶ΄ αὐτὸ ἡ διοίκηση τοῦ μοναστηριοῦ τίμησε τὸ Σάββα μὲ τὸν τίτλο «δεύτερος κτήτορας τοῦ Βατοπεδίου».

Ὅπως ἀναφέρουν οἱ βιογράφοι του, ὁ ἅγιος Σάββας δὲν ὑπῆρξε ἁπλὰ ἕνας ὑψηλὸς χορηγός των σημαντικῶν ἔργων στὴ μονὴ Βατοπαιδίου. Πέρα ἀπὸ τὶς δόσεις καὶ τὶς ὁδηγίες ἔλεγχε μὲ τὴ γνώση καὶ εὐφυΐα τοῦ τὴν ποιότητα τῶν ἔργων καὶ δὲν δίσταζε νὰ ἐργάζεται ὅπως ἕνας συνηθισμένος ἐργάτης. Συγχρόνως διακονοῦσε στὸ ναό, στὸ μαγειρεῖο, στὸ ἀρτοποιεῖο, στὰ κτήματα καὶ στὸ ἀρχονταρίκι, ὥστε νὰ γίνει στὸ Βατοπαίδι «ὁ πιὸ προσφιλὴς μοναχός». Σὲ ὅλα τα διακονήματα ὅμως πάντα εἶχε συνοδὸ τὴν προσευχή, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἄσκηση. «Καὶ θαύμαζαν, ὁ Ἡγούμενος καὶ οἱ ἀδελφοί του Κοινοβίου, πὼς σὲ τόσο μικρὴ ἡλικία καὶ τόσο σύντομα κατώρθωσε νὰ φθάσει σὲ τέτοια πνευματικὰ μέτρα, πράγμα δύσκολο καὶ γιὰ ἡλικιωμένους μοναχούς». Συχνά, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντος τοῦ Μακαρίου, μετέβαινε, ξυπόλυτος καὶ πάντα πεζός, στοὺς ἀσκητὲς ποὺ εἶχαν ἀνάγκες, γιὰ νὰ τοὺς μεταφέρει ἐλεημοσύνες καὶ φρέσκο ψωμί. Δύο φορὲς μάλιστα, πηγαίνοντας γιὰ τὶς μονὲς Ἐσφιγμένου καὶ Μεγίστης Λαύρας, ἔπεσε σὲ ληστές, ἀλλὰ διασώθηκε θαυματουργικά.

Ἡ μακρὰ παραμονὴ τοῦ ἁγίου Σάββα στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ οἱ παραινετικὲς ἐπιστολές του πρὸς τὸν πατέρα του συνέβαλαν στὴν ἀπόφασή του νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὸν θρόνο του καὶ νὰ λάβει τὸ μοναχικὸ σχῆμα στὶς 25 Μαρτίου 1196 στὴ μονὴ Στουντένιτσα. Ὑπακούοντας τελικὰ στὴν ἐπίμονη πρόσκληση τοῦ ἀγαπητοῦ του Σάββα στὶς 8 Ὀκτωβρίου 1197 ξεκίνησε ἀνεπίστροφο ταξίδι κι ἔφθασε στὴ μονὴ Βατοπαιδίου στὶς 2 Νοεμβρίου 1197.

Ὁ ἡγεμόνας μοναχὸς ἔγινε δεκτὸς μὲ μεγάλες τιμές.

agioi Savvas Servias & Symeon Myrovlytis 2Ὁ Ἡγούμενος καί οἱ ἀδελφοί, ἀφοῦ δεήθηκαν κὰ εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸ στὸ Καθολικό, χαιρέτησαν τὸν γέροντα Συμεὼν καὶ τὸν ἀσπάσθηκαν ἐν Κυρίω. Τότε ἦλθε καὶ ὁ γιὸς νὰ χαιρετήση τὸν πατέρα. Ἡ συνάντησι ἦταν ἰδιαίτερα συγκινητική. Καὶ οἱ δύο ἔμειναν ἄφωνοι ἀπὸ τὴν μεγάλη χαρά. Ὁ γέροντας μάλιστα κλονίσθηκε καὶ θὰ ἔπεφτε, ἂν δὲν τὸν συγκρατοῦσαν. Ὅταν κάποτε συνῆλθε, ἔβρεχε μὲ πολλὰ δάκρυα τὸ κεφάλι τοῦ πολυαγαπημένου τοῦ παιδοῦ, καθὼς τὸ κρατοῦσε πάνω στὴν καρδιὰ τοῦ καταφιλώντας το. Τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ θεοφώτιστος γιὸς πόσες εὐχαριστίες δὲν ἀνέπεμπε στὸν Θεὸ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς του, ἐπειδὴ ὁ πατέρας τοῦ ὑπάκουσε στὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου! Κατασυγκινημένοι καὶ γεμάτοι χαρὰ πνευματική, δόξαζαν τὸν Θεό. Τὸ θέαμα ἦταν θαυμαστὸ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν γῆ. Καὶ οἱ δύο, ‘’τετρωμένοι’’ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἄφησαν τὰ μεγαλεῖα καὶ ἦλθαν στὴν ξένη γῆ, ἀκολουθώντας τὸν Κύριο ὁλόψυχα. Γὶ΄ αὐτὸ ἔφθασαν σὲ μεγάλη ταπείνωσι καὶ ἔγιναν κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὁ Πρῶτος, ὅταν ἄκουσε γιὰ τὴν ἄφιξη τοῦ μεγάλου ζουπάνου, κατέβηκε ἀπὸ τὶς Καρυές, γιὰ νὰ χαιρετήσει τὸν διακεκριμένο ἐπισκέπτη. Ὁ Συμεὼν μὲ ταπεινοφροσύνη ἔκανε μετάνοια μπροστά του, ἐνῶ ὁ Πρῶτος γονάτισε μπροστὰ στὸν Συμεὼν καὶ χαιρέτισαν καὶ ἀγκάλιασαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Αὖτο ἦταν μεγάλο γεγονὸς στὴν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὅρους, γιατί μέχρι τότε κανένας μεγάλος ἡγεμόνας ὀρθοδόξου ἔθνους δὲν ἦρθε στὴν κτήση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου σὰν μοναχὸς ἀνάμεσά σε φτωχοὺς μοναχούς!

Ἔφτασαν καὶ οἱ ἡγούμενοι ὅλων των μεγαλύτερων μοναστηριῶν μὲ πλῆθος μοναχῶν νὰ δοῦν καὶ νὰ χαιρετήσουν τὸν πρώην δεινὸ ἀρχιστράτηγο καὶ ἡγεμόνα καὶ τώρα ἁπλὸ μοναχὸ ἴδιον μ΄ αὐτούς. Ἔχοντας σφοδρὴ ἐπιθυμία νὰ μάθει ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωή, ὁ Συμεὼν ἔδειξε ζωηρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν πείρα τους στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Οὔτε ἕνας δὲν ἔφυγε χωρὶς δῶρα φερμένα ἀπὸ τὴ Σερβία. Ὁ γέροντας εἶχε φέρει μαζί του πολλὰ ἄλογα κᾶ μουλάρια φορτωμένα μὲ πολύτιμα δῶρα, χρήσιμα γιὰ τὴν ἐκκλησία καὶ τὴν ἀδελφότητα. Ἂπ΄ αὐτά, τὴ μερίδα τοῦ λέοντος -δύο μεγάλους κάδους χρυσὸ κι ἀσήμι- ἔδωσε στὸ Βατοπέδι».

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει περὶ αὐτῶν: «Ἔγινεν ὁ κατὰ σάρκα Υἱὸς Σάββας, Πατὴρ κατὰ πνεῦμα τοῦ Συμεών, τοῦ κατὰ σάρκα Πατρὸς αὐτοῦ. Καὶ ἔμειναν καὶ οἱ δύο ἱκανὸν καιρὸν εἰς τὴν μονὴν τοῦ Βατοπεδίου… ἀγωνιζόμενοι τὸν καλὸν ἀγώνα μὲ καθημερινᾶς νηστείας, καὶ ὁλονυκτίους στάσεις καὶ προσευχᾶς, καὶ ἐντὸς ὀλίγου ἔγιναν ἐγκρατεῖς των σαρκικῶν παθῶν, φθάσαντες εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀρετῆς ὑπὲρ πάντας σχεδὸν τοὺς κὰτ΄ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν εὑρισκομένους εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος Πατέρας».

/

Περιοδεύοντες οἱ ἅγιοι Σάββας καὶ Συμεὼν τὸ Ἅγιον Ὅρος προσκύνησαν τὴν εἰκόνα τοῦ Ἄξιόν Ἐστι στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Πρωτάτου Καρυῶν, τὴν εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας στὴν ἱερὰ μονὴ Ἰβήρων, τὸν τάφο τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου στὴ Μεγίστη Λαύρα καὶ συναντήθηκαν μὲ ἀσκητές. Παντοῦ πρόσφεραν πλούσια δῶρα, γὶ΄ αὐτό, ὅπως γράφει ὁ βιογράφος τοὺς Δομετιανός: «Καὶ μέχρι σήμερα μνημονεύονται ὡς κτίτορες μαζὶ μὲ τοὺς εὐσεβεῖς βασιλεῖς». Κατὰ τὸν ἴδιο βιογράφο, στὴ μονὴ Βατοπαιδίου, ζωντας κοινοβιακὰ πατέρας καὶ υἱός, συνέχιζαν τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς προσευχές. Μάλιστα ὁ ἅγιος Σάββας ἀναπλήρωνε τὰ λόγω γηρατειῶν ὑστερήματα τοῦ πατέρα του, λέγοντας πὼς αὐτὸς θὰ δώσει λόγο γὶ΄ αὐτὸν στὸν Θεό, ἀφοῦ αὐτὸς τὸν προσκάλεσε στὸ Ἅγιον Ὅρος.

Ὁ Σάββας προώδευε πνευματικὰ καὶ ἐργαζόταν συστηματικὰ γιὰ τὴν πρόοδο τῆς μονῆς. Ἔτσι οἰκοδόμησε ἐξαιρετικὰ κτίσματα, διόρθωσε ὅλα τα ἐρειπωμένα, καλλιέργησε τὴ γύρω περιοχή, δώρησε μετόχια, ὅπως τὸ Προσφόριον (σημείωση VatopaidiFriend: ἡ σημερινὴ Οὐρανούπολη), ποὺ εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ πειρατὲς καὶ τὸ ἀνακαίνισαν. Οἱ δύο ἅγιοι ἀναδείχθηκαν πράγματι μεγάλοι νέοι κτίτορες τῆς μονῆς Βατοπαιδίου, τοὺς ὁποίους μιμήθηκαν ἀργότερα κι ἄλλοι Σέρβοι ἡγεμόνες. Στὴν ἐποχὴ τῶν ἁγίων ἡ μονὴ γνώρισε μεγάλη ἀκμὴ καὶ οἱ μοναχοί της ἔφθασαν τοὺς 800.

Ὅταν πληροφορήθηκαν γιὰ τὴν κατεστραμένη μονὴ τοῦ Χιλανδαρίου, θέλησαν νὰ τὴν ξανακτίσουν, νὰ τὴν προσφέρουν στὴν τιμὴ τῆς Θεοτόκου, καὶ νὰ τὴν κάνουν τόπο μόνιμο ἐγκαταβιώσεως τῶν μοναχῶν συμπατριωτῶν τους πρὸς πνευματικὴ ἐνίσχυση τοῦ λαοῦ τους. Ἡ περιοχὴ Μελισσομάνδριο τοῦ Χιλανδαρίου ἀνῆκε στὴ μονὴ Βατοπαιδίου. Δικαιολογημένα ὁ ἡγούμενος καὶ ἡ ἀδελφότητα ἀντέδρασαν γιὰ τὴν ἀναχώρηση τῶν ὁσίων. Τελικὰ ὁ ἡγούμενος εἶπε στοὺς μοναχούς του: «Ἐμεῖς ἀπὸ αὐτοὺς δεχτήκαμε πολλὰ πλούσια δῶρα· τώρα τοὺς ἀπαγορεύουμε νὰ φύγουν ἀπό μας. Ἂν τοὺς δώσουμε τὸ Χιλανδάρι, ποὺ εἶναι ἐξαρτημένο ἀπὸ τὸ Βατοπέδι, θὰ εἶναι φίλοι μας γιὰ πάντα». Ἔτσι, ὅπως οἱ μονὲς Μεγίστης Λαύρας καὶ Ἰβήρων, ἔτσι καὶ οἱ μονὲς Βατοπαιδίου καὶ Χιλανδαρίου θεωροῦνται ἀδελφὲς μονές.

Ὁ ἡγούμενος τοῦ Βατοπαιδίου ἔστειλε τὸν Σάββα στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλες ὑποθέσεις τῆς μονῆς. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Γ΄ Ἄγγελος ἦταν συγγενής του, ἀφοῦ ἡ κόρη τοῦ εἶχε πανδρευθεῖ τὸν ἀδελφό του Σάββα, Στέφανο Πρωτοστεφῆ, ἡγεμόνα τῶν Σέρβων. Ἔτσι ἐκπληρώνοντας τὴν κοινὴ ἐπιθυμία τῶν Σέρβων μοναχῶν καὶ τῆς Συνάξεως τῶν Καρυῶν μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Πρῶτο Γεράσιμο, ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Γ΄, μὲ χρυσοβουλλο ποὺ ἐξέδωσε τὸν Ἰούνιο τοῦ 1198, ἔθεσε τὸ Χιλανδάρι κάτω ἀπὸ τὴν ἄμεση ἐξουσία καὶ διοίκηση τῶν ὁσίων Συμεὼν καὶ Σάββα. Γράφει ὁ αὐτοκράτορας στὸν λόγο του: «Ὁ εὐγενέστατος μέγας ζουπάνος τῆς Σερβίας καὶ ἠγαπημένος συμπένθερος τῆς βασιλείας μου κὺρ Στέφανος ὁ Νεεμᾶν, διὰ δὲ τοῦ μοναχικοῦ σχήματος Συμεὼν μετονομασθεῖς, τῷ υἱῶ αὐτοῦ τῷ Ρουστικῶ, τῷ διὰ τοῦ ἀγγελικοῦ σχήματος Σάββα ἐπωνομασθέντι… πρῶτα μὲν τὴ τοῦ Βατοπεδίου μονή, ἐν ἡ οὗτοι τὴν μοναχικὴν μετιέναι διαγωγὴν ἠρετίσαντο».

Ἡ μονὴ Χιλανδαρίου κατέστη «τὸ πνευματικὸν κέντρον παντός του σερβικοῦ ἔθνους, τὸ πρώτον σερβικὸν διδακτήριον τῶν γραμμάτων, τῶν τεχνῶν καὶ ἐν γένει τοῦ πνευματικοῦ καὶ ἐθνικοῦ πολιτισμοῦ τῶν Σέρβων. Ἐκ τῆς μονῆς ταύτης ἐξῆλθον οἱ περισσότεροί των μορφωμένων Σέρβων κληρικῶν, ἐπισκόπων, ἀρχιεπισκόπων καὶ πατριαρχῶν ὡς καὶ ἑτέρων σοφῶν Σέρβων ἀνδρῶν. Ἐκεῖ μετεφράσθησαν καὶ ἐγράφησαν ἐκκλησιαστικὰ βιβλία πρὸς ὀργάνωσιν τῆς ἐν Σερβία Ἐκκλησίας καὶ πνευματικὴν-πολιστικὴν καλλιέργειαν τῶν Σέρβων. Οὕτως ἐδόθη τὸ σύνθημα τῆς στενῆς πνευματικῆς ἐπικοινωνίας τῶν Σέρβων πρὸς τὸ Χιλανδάριον».

Ἡ μονὴ Χιλανδαρίου μέσα σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα, δύο χρόνων περίπου, μὲ τὴ μετάβαση τοῦ πρώτου ἡγουμένου Μεθοδίου στὸν ἡγεμόνα Στέφανο Νεμάνια καὶ τὴ σημαντικὴ βοήθεια τοῦ ἀνακαινίσθηκε. Ὁ βιογράφος Θεοδόσιος ἀναφέρει ὅτι ὁ ἅγιος Σάββας ἀνακαίνισε κι ἁγιογράφησε τὴν ἐκκλησία, στόλισε τὸν ναὸ μὲ εἰκόνες, μὲ παραπετάσματα καὶ ἱερὰ σκεύη. Μιὰ τέτοια ὡραία ψηφιδωτὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας σώζεται μέχρι σήμερα.

Πρὶν συμπληρώσει ἔτος ὁ ἅγιος Συμεὼν στὴ μονὴ Χιλανδαρίου «ζήσας ὁσίως καὶ θεαρέστως, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίω τὴ ἲγ΄ τοῦ Φεβρουαρίου» τοῦ 1199. Ἀφοῦ μετάλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, προσκύνησε τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, εὐλόγησε τὴν ἀδελφότητα κι ἔδωσε τὴν εὐχή του καὶ τὶς τελευταῖες συμβουλὲς περὶ τῆς ταφῆς του στὸν υἱό του, ψάλλοντας καὶ δοξολογώντας τὸν Θεὸ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του. Τὰ τελευταῖα του λόγια ἦταν: «Πάσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον».

Μὲ δάκρυα λύπης γιὰ τὴ στέρηση τοῦ συνασκητοῦ πατέρα του, ἀλλὰ καὶ χαρᾶς γιατί τελειώθηκε ὀσιακᾶ καὶ θὰ τὸν εἶχε πρεσβευτὴ στὸν οὐρανὸ μετὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τὸν ἐνταφίασε ἔντιμα στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ Καθολικοῦ. Μετὰ τὴν ὀσιακὴ κοίμηση τοῦ πατέρα τοῦ ξεκίνησε μεγαλύτερη ἄσκηση καὶ προσευχή. Ἀποσύρθηκε στὸ ἡσυχαστικὸ κελλι τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου, παρὰ τὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγίου Ὅρους, καὶ ἐπιδόθηκε σὲ μεγαλύτερους ἀγῶνες· «μὲ ἐγκράτεια, μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, ὁλονύκτια στάσι καὶ ποταμοὺς δακρύων», ἀλλὰ καὶ παντοτεινὴ καὶ γνήσια ταπείνωση. Ὁ Θεός, κατὰ τὴν ἔπιθυμιά του, τοῦ φανέρωσε τὴ μακαρία ἀνάπαυση καὶ τὴ δόξα τῆς ψυχῆς τοῦ ὁσίου Συμεών. Ἔτσι τὸν ἀνέπαυσε καὶ παραμύθησε τέλεια.

Τὶς μονὲς Καρακάλλου, Ξηροποτάμου καὶ Φιλοθέου, ποὺ βρέθηκαν σὲ μεγάλες ἀνάγκες, τὶς συνέδραμε πλούσια. Στὸ ἡσυχαστήριο τῶν Καρυῶν συνέταξε τὸ τυπικό του, γὶ΄ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε Τυπικαριό, ὅπου μεταξὺ ἄλλων ὑποχρέωνε τοὺς μοναχούς του νὰ διαβάζουν καθημερινὰ ὅλο το ψαλτήρι. Τὸ τυπικὸ αὐτὸ διατηρεῖται μέχρι σήμερα ἀπὸ μόνιμο διακονητή.

Στὸ ἐτήσιο μνημόσυνο τοῦ ὁσίου Συμεὼν «ἐπροσκάλεσεν ὁ Μακάριος Σάββας τὸν Πρώτον τοῦ Ὅρους καὶ τοὺς εὐλαβεστέρους πατέρας καὶ ἔκαμαν ἀγρυπνίαν ὑπὲρ τῆς μακαρίας ψυχῆς τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ· εἰς δὲ τὸν καιρὸν τῆς δοξολογίας εὐγῆκεν ἀπὸ τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου ἄρρητος εὐωδία εἰς τόσον ὅπου ἐγέμισεν ὅλον το Μοναστήριον πλησιάσαντες δὲ εἰς τὸν τάφον εἶδον μύρον ἀναβλύζον ἐκ τοῦ τάφου καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν ὅπου ἀντιδοξάζει τοὺς αὐτὸν δοξάζοντας». Συγκινημένος ὁ ἅγιος Σάββας καὶ ἐγκάρδια εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ γιὰ τὴ μυροβλυσία τοῦ πατέρα του, κατασπαζόμενος τὸν τάφο του, ἔλαβε μία φιάλη μύρο, τὴν ὁποία ἔστειλε στὸν ἀδελφό του ἡγεμόνα Στέφανο ὡς πατρικὴ εὐλογία. Ὁ ἴδιος, ἀφοῦ κατήχησε τὴν ἀδελφότητα, ἀποσύρθηκε πάλι στὸ ἡσυχαστήριο τῶν Καρυῶν.

Κατόπιν ὁ Σάββας, μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Πρώτου Δομετίου, χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἱερισσοὺ Νικόλαο. Κατὰ τὴ μετάβασή του στὴ Θεσσαλονίκη πρὸς προσκύνηση τοῦ ἁγίου Δημητρίου χειροτονήθηκε ἀρχιμανδρίτης ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Κωνσταντῖνο, παρόντων καὶ τῶν ἐπισκόπων Κασσανδρείας Μιχαήλ, Ἀρδαμερίου Δημητρίου καὶ Ἱερισσοὺ Νικολάου. Ἔπειτα ἐπέστρεψε στὴ φίλη ἡσυχία τοῦ Ἁγίου Ὅρους.

Ὁ ἅγιος Σάββας, βλέποντας τὶς σοβαρὲς φιλονικίες τῶν ἀδελφῶν του, σκέφθηκε νὰ μεταφέρει τὰ τίμια λείψανα τοῦ ὁσίου πατέρα του στὴν πατρίδα τους πρὸς εἰρήνευση κι ἐνίσχυση τῶν πιστῶν συμπατριωτῶν του, στὶς ἀρχὲς τοῦ 1207, γιατί μετὰ τὴν Δ΄ Σταυροφορία τῶν Λατίνων καὶ τὶς ἁρπαγὲς στὸ Βυζάντιο, ἤθελαν νὰ προσηλυτίσουν ὅλους τους Ὀρθοδόξους στὰ λατινικὰ δόγματα. Τὰ χαριτόβρυτα λείψανα ἔγιναν δεκτὰ μὲ μεγάλες τιμὲς κι ἐναποτέθηκαν σὲ εὐτρεπισμένο καὶ προετοιμασμένο τάφο στὴ μονὴ Στουντένιτσας, ὅπου εἶχε καρεῖ ὁ ὅσιος Συμεὼν πρὶν ἔλθει στὴ μονὴ Βατοπαιδίου. Οἱ Σέρβοι εἶχαν πλέον ἕνα πρεσβευτὴ μυροβλύτη γιὰ νὰ ἐνισχύει τὸν λαό του μὲ τὶς πρεσβεῖες του, ἐπιτελώντας μάλιστα καὶ πολλὰ θαύματα.

Στὴ μονὴ Χιλανδαρίου ἔμεινε ὁ πρῶτος τάφος τοῦ ὁσίου κτίτορος, γιὰ τὸν ὁποῖο ἀναφέρεται χαρακτηριστικά: «Ἀπὸ τὸν τάφον ἐν τῷ τοίχω τοῦ Ναοῦ ἔχει φυῆ αἰωνόβιον κλῆμα, ὅπερ παράγει ἄχρι τοῦδε λαμπρᾶς σταφυλᾶς, ἃς ἀποξηραίνοντες οἱ Μοναχοὶ χορηγούσιν εἰς προσκυνητᾶς διὰ στειρευούσας γυναίκας. Λέγεται δ΄ ὅτι τὸ ἀνωτέρω κλῆμα ἀνεβλάστησε θαυμασίως μετὰ τὴν εἰς Σερβίαν μετακομιδὴν τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου Συμεὼν πρὸς παραμυθίαν τῶν ἐν τῇ μονὴ θλιβομένων ἀδελφῶν. Ἤδη τὸ κλῆμα εἶναι ἀνερριχημένον ἔξωθέν του πρὸς μεσημβρίαν τοίχου τοῦ Καθολικοῦ ἐπὶ τεχνιτοὺ κραββάτου».

Καμπτόμενος ὁ ἅγιος στὶς ἐπίμονες καὶ θερμὲς παρακλήσεις τῶν πολλῶν, τὶς ὁποῖες θεώρησε θέλημα Θεοῦ, παρέμεινε στὴν πατρίδα του καὶ κατεστάθη ἡγούμενος τῆς μονῆς Στουντένιτσα. Ἐργάσθηκε μὲ ζῆλο ἱεραποστολικά, κάνοντας μακρὲς περιοδεῖες, κηρύτοντας, νουθετώντας, διδάσκοντας, κτίζοντας ἐκκλησίες, θαυματουργόντας κι ἐλεόντας. Ὅλοι τὸν σέβονταν, τὸν ἐκτιμοῦσαν καὶ τὸν θεωροῦσαν προφήτη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἁγίου τα δύο ἀδέλφια τοῦ συμφιλιώθηκαν καὶ μιὰ ἀπέραντη εἰρήνη ἐπικρατοῦσε σὲ ὅλο το βασίλειο. Ἡ χάρη τῶν θαυμάτων τοῦ τὸν ἔκανε ἀξιοσέβαστο κι ἀξιαγάπητο. Ὁ ἴδιος διατηροῦσε καὶ μάλιστα αὔξανε τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ταπείνωση γιὰ τὸν ἑαυτό του.

Ἡ μνήμη τῆς ἀθωνικῆς ἡσυχίας τὸν ἐπανέφερε στὸν ἱερὸ τόπο τὸ 1217. Τὸ 1219 μετέβη γιὰ ὑποθέσεις τῆς μονῆς Χιλανδαρίου στὴ Νίκαια, ὅπου ἦταν ὁ αὐτοκράτορας καὶ ὁ πατριάρχης λόγω τῆς καταλήψεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Λατίνους Σταυροφόρους. Ἀναφερόμενος στὰ προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σέρβων ζήτησε νὰ χειροτονηθεῖ ἀρχιεπίσκοπος ἕνας ἱκανὸς ποιμένας ποὺ θὰ βοηθοῦσε τὴν Ἐκκλησία. Ὅλοι τότε συμφώνησαν πὼς ὁ μόνος ἄξιος γιὰ τὴ θέση αὐτὴ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Σάββας. Ὁ πατριάρχης Ἐμμανουὴλ τὸν χειροτόνησε παρουσία τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδώρου Ἃ΄ τοῦ Λάσκαρι, ποὺ ἦταν καὶ συγγενής του.

Δὲν ἐπέστρεψε ἀμέσως στὴν πατρίδα τοῦ ἀλλὰ πῆγε πρῶτα στὸ Ἅγιον Ὅρος. Τὰ πρόσωπα τῶν μοναχῶν τα κάλυπτε χαρμολύπη. Χαρά, γιατί ἔβλεπαν ἀρχιεπίσκοπο τὸν πρώην συνασκητή τους καὶ λάβαιναν τὴν εὐλογία του καὶ λύπη γιατί θὰ τὸν ἔχαναν ἀπὸ κοντά τους. Ὁ ἅγιος ἐπισκέφθηκε τὶς μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ἰδιαίτερά το Παλαιὸ Ρωσικὸ καὶ τὸ Βατοπαίδι, τὰ ἡσυχαστήρια, τοὺς ἀσκητὲς καὶ τὸν Πρῶτο. Νουθέτησε τοὺς Χιλανδαρινοὺς πατέρες καὶ ἀναχώρησε παίρνοντας μαζί του καὶ μερικοὺς καλοὺς μοναχούς, γιὰ νὰ τοὺς χειροτονήσει ἐπισκόπους. Ἀναχωρόντας ἡ χαρμολύπη κυρίευσε καὶ τὸν ἴδιο. Χαρὰ γιατί πορευόταν πρὸς διαποίμανση τοῦ λαοῦ του καὶ λύπη γιατί θὰ ἔχανε τὴν ἐράσμια ἁγιορειτικὴ ἡσυχία, στὴν ὁποία εἶχε ἐντρυφήσει πολλὰ ἔτη.

Ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα τοῦ μέσω Θεσαλονίκης, ὅπου στάθμευσε, γιὰ νὰ προσκυνήσει τοὺς ἅγιούς της, νὰ δωρήσει εἰκόνες καὶ νὰ παραλάβει γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ ἀπαραίτητα βιβλία καὶ σκεύη, ἀλλὰ καὶ χρήσιμους ἀνθρώπους.

Τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Σάββα ὡς ἀρχιεπίσκοπου Σερβίας εἶναι ἰδιαίτερα μεγάλο. Χειροτόνησε τοὺς καλύτερους μαθητὲς τοῦ πρεσβύτερους καὶ ἐπισκόπους. Ποίμαινε μὲ βάση τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ἔμενε γιὰ πολὺ στὶς μονές, διαίτερα στὴ Στουντένιτσα, τελώντας ἀγρυπνίες, κηρύττοντας στὸν λαὸ πίστη στὰ ὀρθόδοξα δόγματα, κάνοντας ἐγκαίνια καὶ καλλωπίζοντας ναούς.

Θαυμαστὸ εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ὅποτε λειτουργοῦσε στὴ Στουντένιτσα μυρόβλυζε ὁ τάφος τοῦ ὁσίου Συμεών. Τὸ κήρυγμά του ἦταν ἀντιαιρετικό, μετανοίας, ὀρθῆς τιμῆς τῶν εἰκόνων, τοῦ σταυροῦ καὶ τῶν τιμίων λειψάνων, πίστης στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἔστεφε τὸ φλογερὸ κήρυγμά του μὲ θαύματα.

Τὸ 1228 ἔκοιμηθη ὁ ἀδελφός του ἡγεμόνας Στέφανος ὁ Πρωτοστεφῆς. Προηγουμένως τοῦ ἔδωσε τὸ μοναχικὸ σχῆμα, τὸν ὀνόμασε Σίμωνα καὶ τὸν ἔθαψε πλησίον του τάφου τοῦ ἁγίου Συμεών. Κατόπιν πῆγε ταπεινὸς προσκυνητὴς τῶν Ἁγίων Τόπων καὶ κατὰ τὴ συνήθειά του πρόσφερε πλούσια δῶρα. Ἀναχωρώντας, μετὰ ἀπὸ καιρό, ἔφερε μαζί του μεγάλες εὐλογίες. Μέσω Νίκαιας πῆγε στὸ Ἅγιον Ὅρος. Στὴ μονὴ Χιλανδαρίου πρόσφερε τὴν πατερίτσα τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου καὶ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Τριχερούσας. Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ αὐτὴ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1229 στὸ Ἅγιον Ὅρος ἦταν ἡ τελευταία. Ἐκτός του Χιλανδαρίου ἐπισκέφθηκε τὶς ἱερὲς μονὲς Ἰβήρων καὶ Βατοπαιδίου. Ἦταν ἕνας ἀποχαιρετισμὸς τοῦ παμφίλτατου Ἁγίου Ὅρους. Στὴ Θεσσαλονίκη τὸν συνάντησε ὁ αὐτοκράτορας Θεόδωρος Ἃ΄ Ἄγγελος καὶ ἐπισκέφθηκε τὴ μονὴ Φιλοκάλου.

Στὴ Σερβία περιόδευσε ὅλες τὶς ἐπαρχίες στηρίζοντας τὸν λαὸ στὴ πίστη. Στὶς μονὲς καθιέρωσε τὸ ἁγιορειτικὸ τυπικό. Κατὰ τὸν βιογράφο τοῦ Δομετιανὸ ὑπῆρξε ἄγρυπνος κήρυκας τοῦ θείου λόγου πρὸς ὅλους, ἀσκητὴς ἐπίσκοπος, ἐλεήμων, ἐξολοθρευτὴς τῶν αἱρέσεων, φωτεινὸ παράδειγμα εὐσεβείας. Κατὰ τὸν βιογράφο τοῦ Θεοδόσιο: «Σὲ ὅλους τους Ἐπισκόπους, τοὺς ἄρχοντες, τοὺς μοναχούς, τοὺς λαϊκούς, τοὺς γέρους καὶ τοὺς νέους, σὲ ὅλους ἡ ἀρετὴ ἦταν νόμος. Μὲ τέτοιον Θεοφώτιστο Ἅγιο φωτιζόταν τότε ἡ Σερβικὴ χώρα καὶ ἔχοντας αὐτὸν πρεσβευτὴ πρὸς τὸν Θεό, ἀπολάμβανε εἰρήνη μὲ τὶς εὐχές του». Κατόπιν, θέλοντας νὰ ἡσυχάσει, παραιτήθηκε τοῦ θρόνου του καὶ στὴ θέση τοῦ χάρη τῆς εἰρήνης τοποθέτησε τὸν ἐνάρετο μαθητὴ τοῦ Ἀρσένιο.

Μετέβη δεύτερη φορὰ στοὺς Ἁγίους Τόπους προσκυνητής, φιλοξενούμενος τοῦ πατριάρχη Ἀθανασίου, δωρητὴς προσκυνημάτων καὶ ἐλεητὴς φτωχῶν. Κατόπιν πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια, συνομίλησε μὲ τὸν ἐκεῖ πατριάρχη, λειτούργησε στοὺς ναοὺς καὶ ἐπισκέφθηκε τὶς ἀρχαῖες ἀσκητικὲς ἐρήμους τῆς Θηβαΐδος καὶ τῆς Νιτρίας καὶ κατέληξε στὸ θεοβάδιστο ὅρος Σινά, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ δίμηνο. Κατόπιν πῆγε πάλι στοὺς Ἁγίους Τόπους, στὴ Βαγδάτη, στὴ Συρία, στὴν Ἀντιόχεια, στὴν Ἀρμενία, στὴ Νίκαια καὶ κατέληξε στὸ Τύρνοβο τῆς Βουλγαρίας. Ἐκεῖ εἶχε μακρὲς καὶ εὐχάριστες συζητήσεις μὲ τὸν τσάρο Ἀσὲν καὶ τὸν πατριάρχη Ἰωακείμ. Λειτούργησε πολλὲς φορὲς ἐκεῖ καὶ εὐλόγησε τὸν βουλγαρικὸ λαὸ σὰν δικό του. Ἡ τελευταία του Θεία Λειτουργία ἦταν κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων. Μετὰ ἀσθένησε καὶ μέσα ἀπὸ προσευχὲς κι ἀποκαλύψεις παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν πλάστη του, τὸν ὅποιο ἀπὸ παιδὶ ἀγάπησε ὑπέρμετρα. Ἀνεπαύθη ἐν Κυρίω στὶς 14 Ἰανουαρίου 1236. Τὰ τελευταῖα του λόγια ἦταν: «Δόξα τῷ Θεῶ πάντων ἕνεκεν».

Ἡ ποιμαντικὴ ράβδος τοῦ Ἄγ. Σάββα ἀπὸ τὴν μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδός

Ἡ ἐκδημία τοῦ ἁγίου βύθισε σὲ λύπη τοὺς πάντες. Ἐνταφιάσθηκε μὲ τιμὴ στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα. Τὸ ἑπόμενο ἔτος ἔγινε μετακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου, τὰ ὁποῖα βρέθηκαν ἄφθορα, εὐώδη καὶ θαυματουργούντα. Ὁ ἡγεμόνας Βλάντσλαβ μετέφερε τὸ τίμιο λείψανο κι ὁ πατριάρχης Ἀρσένιος μὲ ὅλο τὸν λαὸ τὸ ὑποδέχθηκε καὶ τὸ ἀπόθεσαν στὸ ναὸ τῆς μονῆς Μιλέσοβο, ὅπου ἔγινε πηγὴ ἰαμάτων γιὰ αἰῶνες. Δυστυχῶς τὸ 1594 ὁ Σινᾶν πασάς, τὴν ἡμέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, λεηλάτησε τὴ μονὴ Μιλέσοβο, ἅρπαξε τὸ σῶμα τοῦ ἁγίου καὶ τὸ ἔκαψε στὸ Βελιγράδι, γιὰ νὰ μὴ τὸν τιμοῦν οἱ πιστοί. Ἀλλὰ οἱ πιστοὶ τὸν τιμοῦσαν καὶ τὸν τιμοῦν ἀκόμη περισσότερο.

Στὸ Ἐγκώμιό του πρὸς τοὺς ἁγίους Σάββα καὶ Συμεὼν ὁ ἱεροδιάκονος Ἰγνάτιος Μονεμβασιώτης (1745), τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας τοὺς ὀνομάζει: «Μακαρία δυάς, ζεῦγος ἁγιόλεκτον, χρυσὴ ξυνωρίς, τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου πληρωται προθυμότατοι, φρόνιμοι καὶ πιστοὶ οἰκονόμοι των πρὸς ὑμᾶς τοῦ Θεοῦ χαρίτων, ἄβυσσος τῆς ἀπαθείας, ὑφηλότατον καὶ δικορυφον ὅρος τῆς ὑψοποιοῦ ταπεινώσεως, χαρακτὴρ τῆς μοναδικῆς πολιτείας ὁ ἀκριβέστατος, τῶν θαυμάτων πηγή».

Ἐπίσης τοὺς ἀναφέρει: «Θεοὶ κατὰ χάριν, ἀκριβεῖς κανόνες τῆς κονοβιακῆς πολιτείας, φίλους της ἡσυχίας, πρόθυμους ἀγωνιστᾶς καὶ νικητὰς καὶ τροπαιούχους κατὰ τοῦ δαίμονος, τοὺς πάντων μάλιστα φιλοκάλους καὶ φιλαρέτους, φιλόστοργοι πατέρες καὶ φιλοτεκνοι».

Σώζονται τρεῖς παλαιὲς ὡραῖες βιογραφίες τοῦ ἁγίου Συμεών. Τὴν πρώτη ἔγραψε ὁ ἀγαπητὸς υἱὸς τοῦ ἅγιος Σάββας περὶ τοῦ 1208. Ἡ βιογραφία αὐτὴ θεωρεῖται μέχρι σήμερα ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα ἔργα τῆς σερβικῆς γραμματείας. Τὴ δεύτερη συνέταξε ὁ ἄλλος υἱός του καὶ διάδοχός του Στέφανος Β΄ ὁ Πρωτοστεφῆς περὶ τὸ 1216. Τὴν τρίτη ἔγραψε ὁ Χιλανδαρινὸς μοναχὸς Δομετιανὸς περὶ τὸ 1242. Δύο σύγχρονες βιογραφίες ἔγραψαν ὁ ἐπίσκοπος Νικόλαος Βελιμίροβιτς καὶ ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἰουστίνος Πόποβιτς. Ἀκολουθίες πρὸς τιμὴ τοῦ ἔγραψε ὁ ἅγιος Σάββας, ὁ μοναχὸς Θεοδόσιος καὶ ὁ σύγχρονος μοναχὸς Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Τοιχογραφίες καὶ φορητὲς εἰκόνες τοῦ ὁσίου Συμεὼν ὑπάρχουν σὲ πολλὲς ἁγιορειτικὲς καὶ σερβικὲς μονές. Στὴ μονὴ Βατοπαιδίου καὶ στὴν κυρία εἴσοδο τοῦ Καθολικοῦ ὑπάρχει ὡραία τοιχογραφία τοῦ ὁσίου ὡς κτίτορα. Ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται στὶς 13 Φεβρουαρίου.

Γιὰ τὸν ἅγιο Σάββα ἔχουμε τρεῖς παλαιοὺς βίους. Ὁ πρῶτος ἐγράφη ἀπὸ τὸν διάδοχο στὸ θρόνο τοῦ ἅγιο Ἀρσένιο. Ὁ δεύτερος ἀπὸ τὸν Χιλανδαρινὸ μοναχὸ Δομετιανό, ἐνῶ ὁ τρίτος ἀπὸ τὸν μοναχὸ Θεοδόσιο περὶ τὸ 1296, ποὺ συμπληρώνει τὸν προηγούμενο. Ἀπὸ τοὺς νεώτερους μὲ τὸν βίο τοῦ ἁγίου ἀσχολήθηκαν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ Mrnavits Ivan, ὁ ἐπίσκοπος Νικόλαος, ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἰουστίνος, ὁ μοναχὸς Ματθαῖος Βίκτωρος καὶ ἄλλοι. Νεώτερη ἀκολουθία τοῦ ἁγίου σύνθεσε ὁ μοναχὸς Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Πολλὲς τοιχογραφίες καὶ φορητὲς εἰκόνες του, παλαιότερες καὶ νεώτερες, σώζονται σὲ σερβικὲς καὶ ἁγιορειτικὲς μονές. Ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται στὶς 14 Ἰανουαρίου.

Πηγή: Μοναχοῦ Μωϋσέως Ἁγιορείτου, Βατοπαιδινὸ Συναξάρι

Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου

Ἅγιον Ὅρος, 2007