Λέγοντας μελέτη ἤ μνήμη τοῦ Θεοῦ, οἱ ἅγιοι πατέρες ἐννοοῦν μιά σύντομη προσευχή ἤ ἀκόμα καί μιά σύντομη πνευματική σκέψη γιά τόν Θεό, στήν ὁποία ἑκεῖνοι μαθήτευσαν καί τήν ὁποία ἀγωνίστηκαν νά ἐντυπώσουν στόν νοῦ καί τή μνήμη τους, ἀντί γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη σκέψη.
Μποροῦμε μέ μιά σύντομη πνευματική σκέψη γιά τόν Θεό νά ἀντικαταστήσουμε ὅλες τίς ἄλλες σκέψεις;
Μποροῦμε. Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Δέν θεώρησα ἀναγκαῖο νά γνωρίζω τίποτ᾿ ἄλλο παρά μόνο τόν Ἰησοῦ Χριστό, κι Αὐτόν σταυρωμένο» (Πρβλ. Α΄Κορ. 2:2).
Οἱ μάταιες γήινες σκέψεις, πού διαρκῶς ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο, δέν τόν ἀφήνουν ν᾿ ἀποκτήσει ὠφέλιμες καί ἀναγκαῖες γνώσεις. Ἀπεναντίας, ἡ σκέψη γιά τόν Θεό, ἄν ὁ χριστιανός τήν οἰκειωθεῖ, τόν πλουτίζει μέ τήν πνευματική γνώση. Μέ τήν ἀδιάλειπτη μνήμη του Χριστοῦ, φέρνει μέσα του τόν Χριστό, πού τοῦ ἀποκαλύπτει θεῖα μυστήρια, μυστήρια ἄγνωστα στούς σαρκικούς καί ψυχικούς ἀνθρώπους, μυστήρια ἀπρόσιτα στούς σοφούς τῆς γῆς. Στόν Χριστό «βρίσκονται κρυμμένοι ὅλοι οἱ θησαυροί τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως» (Κολ. 2:3). Αὐτῶν τῶν θησαυρῶν γίνεται κύριος ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀποκτήσει μέσα του τόν Κύριο Ἰησοῦ.
Ἡ μελέτη ἤ μνήμη τοῦ Θεοῦ εἵναι θεία προσταγή. Διατυπώθηκε πρῶτα ἀπό τόν ἴδιο τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἐπιβεβαιώθηκε ἔπειτα ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσω τῶν κηρύκων τοῦ Λόγο. «Νά εἵστε ἄγρυπνοι καί νά προσεύχεστε ἀδιάκοπα» (Λουκ. 21:36), ἐλεγε ὁ Κύριος στόν ἰουδαϊκό λαό, ὅταν δίδασκε στόν ναό. Αὐτό παραγγέλλει καί σ᾿ ἐμᾶς, πού στεκόμαστε μπροστά Του καί Τόν ἱκετεύουμε νά μᾶς ἀξιώσει νά κάνουμε τό θέλημά Του, γιά νά γίνουμε ἀληθινοί μαθητές Του, χριστιανοί ὄχι μόνο στό ὄνομα ἀλλά καί στή διαγωγή. Μέ τά λόγια Του αὐτά ὁ Κύριος θέλει νά μᾶς δείξει ὅτι πρέπει νά νά προετοιμαζόμαστε γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν πνευματικῶνκαί ὑλικῶν συμφορῶν τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, γιά τά βάσανα καί τούς φόβους πού προηγοῦνται τοῦ θανάτου μας, πού τόν συνοδεύουν καί πού τόν ἀκολουθοῦν, γιά τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις πού θά μᾶς βροῦν πρίν ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος καί στή διάρκεια τῆς κυριαρχίας του, καθώς, τέλος, καί γιά τόν συγκλονισμό καί τή μεταμόρφωση τοῦ κόσμου κατά τή δεύτερη δοξασμένη καί φοβερή ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. «Νά εἵστε ἄγρυπνοι καί νά προσεύχεστε ἀδιάκοπα, γιά νά μπορέσετε νά ξεπεράσετε ὅλα ὅσα εἵναι νά συμβοῦν, καί νά παρουσιαστεῖτε ἕτοιμοι μπροστά στόν Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου» (Ὅ. π.) μέ τή χαρά τῆς σωτηρίας. Αὐτή τή χαρά μακάρι νά νιώσουμε τόσο κατά τήν προσωπική μας κρίση, τήν κρίση πού ὑφίσταται κάθε ἄνθρωπος μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς του ἀπό τό σῶμα, ὅσο καί κατά τήν τελική καθοληκή Κρίση, ὅταν οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Κριτῆ θά σταθοῦν στά δεξιά Του καί οἱ ἀποδοκιμασμένοι στ᾿ ἀριστερά Του (Βλ. Ματθ. 25:32 – 33).
«Νά εἵστε νηφάλιοι στίς προσευχές» (Α΄Πέτρ. 4:7), λέει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Πέτρος, ἐπαναλαμβάνοντας τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου πρός τούς πιστούς. «Νά εἵστε νηφάλιοι καί ἄγρυπνοι. Ὁ ἀντίπαλος σας διάβολος περιφέρεται σάν λιοντάρι πού βρυχᾶται, ζητώντας κάποιον νά καταβροχθίσει. Ἀντισταθεῖτε του μένοντας ἀκλόνητοι στήν πίστη σας» (Α΄Πέτρ. 5:8 – 9).
Καί ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, ἐπιβεβαιώνοντας τήν ἀξία τῆς θείας καί σωτήριας ἐντολῆς, γράφει: «Ἀδιάλειπτα νά προσεύχεστε» (Α΄Θεσ. 5:17). «Γιά τίποτα νά μήν σᾶς πιάνει ἄγχος, ἀλλά σέ κάθε περίσταση νά ἀπευθύνετε τά αἰτήματά σας στόν Θεό μέ προσευχή καί δέηση, πού θά συνοδεύονται ἀπό εὐχαριστία (Φιλιπ. 4:6). «Νά καταγίνεστε ἀκούραστα στήν προσευχή. Νά εἵστε ἄγρυπνοι, ὅταν προσεύχεστε, καί νά εὐχαριστεῖτε τόν Θεό» (Κολ. 4:2).«Ἐπιθυμῶ νά προσεύχονται οἱ ἄνδρες σέ κάθε τόπο, χωρίς ὀργή καί δισταγμό ὀλιγοπιστίας, ὑψώνοντας στόν οὐρανό χέρια καθαρά» (Α΄Τιμ. 2:8). «Ὅποιος ἑνώνεται μέ τόν Κύριο» μέσω τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, «γίνεται ἕνα πνεῦμα μαζί Του» (Α΄Κορ. 6:17).
Ὁ Κύριος ἐκεῖνον πού ἑνώνεται μαζί Του μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τόν ἀπελευθερώνει ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί τήν τυρανία τοῦ διαβόλου. «Θά ἀναβάλει ὁ Θεός», διακηρύσσει ὁ Σωτήρας μας, «νά ἀποδώσει τό δίκαιο στούς ἐκλεκτούς Του, πού Του φωνάζουν γιά βοήθεια μέρα καί νύχτα; Σᾶς βεβαιώνω ὅτι θά τούς ἀποδώσει τό δίκιο τους πολύ γρήγορα» (Λουκ. 18:7- 8).
Γνώρισμα τῆς μοναχικῆς τελειότητας εἵναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. «Ὅποιος φτάσει σ᾿ αὐτήν, ἔφτασε στήν κορυφή ὅλων τῶν ἀρετῶν κι ἔγινε πιά κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος (Λόγοι Ἀσκητικοί, ΠΕ΄, 25). Ἡ ἄσκηση, λοιπόν, στήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ἐκμάθηση καί ἡ καλλιέργειά της, εἵναι ἀπαραίτητη σέ κάθε μοναχό πού θέλει νά φτάσει στή χριστιανική τελειότητα. Ἀποτελεῖ, ἄλλωστε, καί ὑποχρέωση πού ἀναλαμβάνει, ὅταν δίνει τίς μοναχικές του ὑποσχέσεις. (Κατά τήν ἀκολουθία τῆς μοναχικῆς κουρᾶς, ὁ ἱερέας δίνει στόν νεόκουρο μοναχό ἕνα κομποσχοίνι, προτρέποντάς τον στήν ἀδιάλειπτη ἄσκηση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ νεόκουρος, παίρνοντάς το, ὑπόσχεται σιωπηρά ὅτι θά προσεύχεται ἀδιάλειπτα).
Φαίνεται πώς οἱ Ἀπόστολοι πῆραν προσωπικά ἀπό τόν Κύριο τήν ἐντολή τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, τήν ὁποία καί οἱ ἴδιοι ἐφάρμοσαν καί στούς πιστούς δίδαξαν. Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρεται ὅτι αὐτοί, ὥσπου νά λάβουν τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔμεναν σ᾿ ἕνα σπίτι, «ἀφοσιωμένοι στήν προσευχή καί τή τή δέηση» (Πραξ. 1:14). Μέ τή λέξη «προσευχή» ἐννοοῦνται ἐδῶ οἱ προσευχές πού ἔκαναν ὅλοι μαζί, ἐνῶ μέ τή λέξη «δέηση» ἡ συνεχής προσευχητική τάση τοῦ πνεύματος τους, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή.
Ὅταν τό Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε πάνω στούς Ἀποστόλους (Βλ. Πραξ. 2:1-2) κάνοντάς τους ναούς τοῦ Θεοῦ, τούς ἔκανε συνάμα καί ναούς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, σύμφωνα μέ τήν ἀληγορική προφητική ρήση:«Ὁ ναός μου θά ὀνομαστεῖ οἵκος προσευχῆς» ( Ἡσ. 56:7). «Τό Πνεῦμα», λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, «ὅταν κατοικήσει μέσα σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο, δέν σταματᾶ τήν προσευχή. Γιατί τό ἴδιο τό Πνεῦμα προσεύχεται πάντοτε» (Ὅ.π., ΠΕ΄, 25).
Οἱ Ἀπόστολοι εἵχαν δύο μόνο πνευματικές ἀσκήσεις: τήν προσευχή καί τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν προσευχή ξεκινοῦσαν γιά τό κήρυγμα καί ἀπό τό κήρυγμα γύριζαν στήν προσευχή. Ἔτσι βρίσκονταν σέ διαρκή πνευματική συνομιλία. Ἄλλοτε συνομιλοῦσαν προσευχητικά μέ τό Θεό καί ἄλλοτε συνομιλοῦσαν μέ τούς ἀνθρώπους γιά τό Θεό (Βλ. Πραξ. 6:2, 4). Καί στίς δύο περιπτώσεις ἐνεργοῦσε τό ἕνα καί μοναδικό Ἅγιο Πνεῦμα.
Τί διδασκόμαστε ἀπό τό παράδειγμα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων; Ὅτι πέρα καί πίσω ἀπό κάθε πρακτική διακονία, ὅπως εἵναι αὐτή τοῦ κηρύγματος, πρέπει νά καταγινόμαστε στήν ἀδιάλειπτη προσευχή, γιατί αὐτή εἵναι πού κάνει τόν χριστιανό δεκτικό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἀνέθεσε στούς μαθητές Του διάφορες διακονίες, ὅταν τούς ἀξίωσε νά δεχθοῦν τό Ἅγιο Πνεῦμα, τούς ἔδωσε ἐντολή νά παραμείνουν στήν Ἱερουσαλήμ, τήν πόλη τῆς εἰρήνης καί τῆς σιωπῆς, χωρίς καμιά δραστηριότητα. «Καθῆστε στήν Ἱερουσαλήμ», τούς εἵπε, «ὡσότου ὁ Θεός σᾶς ὁπλίσει μέ τή δύναμή Του» (Λουκ. 24:49).
Ἀπό τά συγγράμματα τῶν ὁσίων Πατέρων φαίνεται πώς ἡ μνήμη ἤ μελέτη τοῦ Θεοῦ ἥταν κοινή πνευματική ἐργασία τῶν πρώτων ἤδη μοναχῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας συστήνει τήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, ἀλλά διαρκῶς νά τό γυρίζεις μέσα στό νοῦ σου, νά τό συγκρατεῖς στήν καρδιά, νά τό δοξάζεις μέ τή γλώσσα, λέγοντας: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με”. Ὅμοια: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, βοήθησέ με”. Ἐπίσης:”Σέ δοξάζω, Κύριε μου Ἰησοῦ Χριστέ”». (S. Antonii Magni Abbatis, Admonitionew et documenta varia ad filios suosmonachow.).
Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή εἵναι ἐργασία ὄχι μόνο τῶν ἡσυχαστῶν καί τῶν ἀναχωρητῶν, ἀλλά καί τῶν κοινοβιατῶν μοναχῶν. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει γιά τούς μοναχούς τοῦ ἀλεξανδρινοῦ κονοβίου, πού ἐπισκέφθηκε, ὅτι «ἀκόμα καί τήν ὥρα πού ἔτρωγαν, δέν σταματοῦσαν τή νοερά ἐργασία (τῆς προσευχῆς). Μ᾿ ἕναν συγκεκριμένο ἀλλά ἄγνωστο τρόπο κι ἕνα μυστικό νεῦμα ὑπενθύμιζαν οἱ μακάριοι ὁ ἕνας στόν ἄλλο τήν ἐσωτερική προσευχή. Κι αὐτό ὄχι μόνο στήν τράπεζα ἀλλά καί σέ κάθε ἄλλη συνάντηση καί σύναξή τους» (Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλίμαξ, Δ΄, 18).
Ὁ ἀββάς Ἰσαάκ, ἡσυχαστής τῆς Αἰγυπτιακῆς Σκήτης, εἵπε στόν ὅσιο Κασσιανό τόν Ρωμαῖο, πού ἐπιθυμοῦσε νά κρατᾶ πάντοτε στόν νοῦ του τή μνήμη τοῦ Θεοῦ, νά προφέρει διαρκῶς τόν 2ο στίχο τοῦ 69ου ψαλμοῦ: «Ὁ Θεός, εἰς τήν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τό βοηθῆσαί μοι σπεῦσον» (Ἀββᾶ Κσσιανοῦ, Συνομιλίες μέ τούς πατέρες τῆς ἐρήμου – Β΄Συνομιλία μέ τόν ἀββά Ἰσαάκ γιά τήν προσευχή, κεφ. 10).Ὁ ἀββάς Δωρόθεος, μοναχός τοῦ κοινοβίου τοῦ ἀββᾶ Σερίδου στήν Παλαιστίνη, χειραγωγώντας τόν μαθητή του ἀββά Δοσίθεο στήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ, τόν ἔμαθε νά λέει διαρκῶς τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί τό «Υἱέ τοῦ Θεοῦ, βοήθησόν μοι». Ὁ ἀββάς Δοσίθεος προσευχόταν μέ ἐναλλαγή, μία μέ τήν πρώτη εὐχή, μία μέ τή δεύτερη, ὅπως τοῦ παρέδωσε ὁ γέροντάς του, γιά νά μήν ἀθυμήσει ὁ νοῦς του ἀπό τή μονότονη ἐπανάληψη μιᾶς μόνο εὐχῆς. Ὅταν ὁ μακάριος ἐκεῖνος μοναχός ἀρρώστησε βαριά, τόσο πού πλησίαζε τό τέλος του, ὁ ἅγιος διδάσκαλος του τοῦ θύμισε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή: «Δοσίθεε, ἀγωνίσου γιά τήν εὐχή, πρόσεξε μήν τή χάσεις!». Κι ὅταν ὁ ἄρρωστος βάρυνε κι ἄλλο, ὁ ὅσιος τοῦ ξαναεῖπε: «Τί κάνεις, Δοσίθεε; Πῶς πάει ἡ εὐχή; Τήν κρατᾶς ἀκόμη;». Ἀπό τήν ἐπιμονή τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου φαίνεται πόσο ἐκτιμοῦσαν οἱ παλαιοί ἅγιοι μοναχοί τή νοερή μελέτη τοῦ Θεοῦ(Ἀββᾶ Δωροθέου, Περί τοῦ ἀββᾶ Δοσιθέου, 10).
Ὁ ὅσιος Ἰωαννίκιος ὁ Μέγας ἀδιάλειπτα ἐπαναλάμβανε μέ τόν νοῦ του τήν προσευχή:
«Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Τριάς Ἁγία, δόξα σοι» (Βλ. Συναξάρι ὁσίου Ἰωαννικίου τοῦ Μεγάλου, 4 Νοεμβρίου. Ἡ προσευχή περιέχεται στήν Ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ).
Ὁ ὅσιος Εὐστράτιος ὁ θαυματουργός, τόν ὁποῖο ὁ βιογράφος του ὀνόμασε θεῖο, εἵχε ἀποκτήσει τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Πάντοτε ἔλεγε μέσα του τό «Κύριε, ἐλέησον» (Βλ. Συναξάρι ὁσίου Εὐστρατίου τοῦ θαυματουργοῦ, 9 Ἰανουαρίου).
Ἕνας γέροντας, πού ἔμενε στήν ἔρημο τῆς Ραϊθοῦς, καθόταν πάντοτε στό κελί του αὐτοσυγκεντρωμένος καί γερμένος πρός τή γῆ. Κουνοῦσε ἀκατάπαυστα τό κεφάλι του κι ἔλεγε στενάζοντας: «Ἄραγε, τί γίνεται;». Καί ἀφοῦ σώπαινε γιά καμιάν ὥρα κι ἔπλεκε φοινικοβλαστούς, ὕστερα πάλι ἄρχιζε νά κουνᾶ τό κεφάλι του καί νά λέει: «Ἄραγε, τί γίνεται;». Ἔτσι πέρασε ὅλες τίς ἡμέρεςτῆς ζωῆς του, φροντίζοντας συνεχῶς γιά τήν ἀναχώρησή του ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο (Τό Μέγα Γεροντικόν, τ. 1, κεφ. Γ΄73).
Ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος γράφει γιά κάποιον γέροντα, ὁ ὁποῖος σαράντα χρόνια προσευχόταν μέ τοῦτα μόνο τά λόγια: «Ἐγώ ὡς ἄνθρωπος ἁμάρτησα. Ἐσύ ὡς Θεός συγχώρεσέ με». Οἱ ἄλλοι πατέρες τόν ἄκουγαν νά προσεύχεται μέ τόν τρόπο αὐτό καί νά θρηνεῖ. Πράγματι, ἔκλαιγε χωρίς νά ἡσυχάζει καθόλου. Εἵχε ἀντικαταστήσει ὅλες τίς ἄλλες προσευχές μόνο μ᾿ αὐτήν καί τήν ἐπαναλάμβανε νύχτα καί μέρα ( Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΚΗ΄, 6).
Οἱ περισσότεροι μοναχοί, πάντως, εἵχαν πάντοτε στόν νοῦ τους τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτολόν». Καμιά φορά, λόγω τῶν περιστάσεων ἤ τῶν ἀναγκῶν, οἱ Πατέρες χώριζαν, ἰδιαίτερα γιά τούς ἀρχάριους, τήν προσευχή αὐτή σέ δύο μέρη:
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτωλόν»
καί
«Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτωλόν».
Γιά μερικές ὥρες ἔλεγαν τό πρῶτο μέρος καί στή συνέχεια τό δεύτερο. Δέν πρέπει, ὡστόσο, νά ἀλλάζουμε συχνά τά λόγια τῆς προσευχῆς, γιατί τά φυτά δέν ριζοβολοῦν, ὅταν συνεχῶς μεταφυτεύονται, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης (Περί ἡσυχίας καί περί τῶν δύο τρόπων τῆς προσευχῆς ἐν κεφαλαίοις ΙΕ΄, β΄). Ἡ ἐπιλογή τῆς προσευχῆς τοῦ Ίησοῦ γιά νοερή μελέτη εἵναι ἡ καλύτερη, ἐπειδή τό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἔχει θεία δύναμη. Ὅταν ἀσκοῦμε τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, σκεφτόμαστε τόν θάνατό μας, τό πέρασμά μας ἀπό τά φοβερά τελώνια, τήν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ γιά τόν τελικό μας προορισμό, τά αἰώνια βάσανα. Ὅλα αὐτά ἔρχονται στόν νοῦ μας χωρίς νά τό ἐπιδιώκουμε. Καί ἔρχονται τόσο ζωηρά, πού μᾶς κάνουν νά κλαῖμε ἀσταμάτητα, νά θρηνοῦμε πικρά γιά τόν ἑαυτό μας, νεκρό, θαρρεῖς, κιόλας, θαμμένο, δύσοσμο, πού προσδοκᾶ ν᾿ ἀναστηθεῖ, νά ζωοποιηθεῖ ἀπό τήν παντοδύναμη θεία Δόξα ( Βλ. Ἰω. 11:39, 43-44).
Ἡ ὠφέλεια ἀπό τή νοερή μελέτη ἤ μνήμη τοῦ Θεοῦ εἵναι ἀνυπολόγιστη, ἀνέκφραστη, ἀσύλληπτη. Ἀκόμα κι ἐκεῖνοι πού γεύθηκαν αὐτή τήν ὠφέλεια, δέν μποροῦν νά τήν ἐξηγήσουν. Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ὡς ἐντολή καί δωρεά τοῦ Θεοῦ, ξεπερνᾶ τήν ἀνθρώπινη σκέψη καί τόν ἀνθρώπινο λόγο. Ἡ σύντομη προσευχή συγκεντρώνει τόν νοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴπε κάποιος ἀπό τούς πατέρες, «ἄν δέν δεσμευθεῖ σέ κάποια σκέψη, δέν θά πάψει νά διασκορπίζεται ἀπό τόν μετεωρισμό» (Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΞΗ΄, 3).
Τή σύντομη προσευχή ὁ ἀγνωνιστής μπορεῖ νά τήν ἔχει κάθε στιγμή, σέ κάθε τόπο καί σέ κάθε, σωματική ἰδιαίτερα, ἐνασχόληση. Ἀκόμα καί στήν ἐκκλησιαστική ἀκολουθία ὅταν βρίσκεται, ὠφελεῖται ἄν ἀσκεῖ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Κι αὐτό ὄχι μόνο ὅταν ἕνα ἀνάγνωσμα εἵναι δυσνόητο, ἀλλά καί ὄταν εἵναι κατανοητό. Ἡ προσευχή φέρνει τήν προσοχή καί στήν ἀκρόαση τῶν ἀναγνωσμάτων. Καί ὅταν ριζώνει στήν ψυχή, γίνεται σάν φυσική στόν ἄνθρωπο.
Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ εἵναι ἰσχυρό ὅπλο ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν λογισμῶν. Πολλοί εἵναι οἱ ἱεροί συγγραφεῖς πού ἐπαναλαμβάνουν τό ἀκόλουθο ἀπόφθεγμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος: «Μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μαστίγωνε τούς ἐχθτούς· γιατί δέν ὑπάρχει οὔτε στόν οὐρανό οὔτε στή γῆ πιό ἰσχυρό ὅπλο (Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ὅ.π., Κ΄, 6).
Ἀπό τήν ἀδιάλειπτη προσευχή ὁ ἀγωνιστής φτάνει στή συναίσθηση τῆς πνευματικῆς του φτώχειας (Βλ. Ματθ. 5:3). Μαθαίνοντας νά ζητάει ἀδιάλειπτα τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μέ τόν καιρό χάνει κάθε ἐλπίδα καί κάθε πεποίθηση στόν ἑαυτό του. Κι ἄν κατορθώνει κάτι τό ὠφέλιμο, δέν τό θεωρεῖ δική του ἐπιτυχία ἀλλά τό ἀποδίδει στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιά τό ὁποῖο πάντοτε ἱκετεύει τόν Κύριο.
Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή χειραγωγεῖ τόν ἀγωνιστή στή βέβαιη πίστη. Γιατί ἐκεῖνος πού προσεύχεται ἀδιάλειπτα, ἀρχίζει σιγά-σιγά νά αἰσθάνεται τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ αἴσθηση αὐτή ἀναπτύσσεται σταδιακά μέσα του καί ἐντείνεται τόσο, πού τά μάτια τοῦ νοῦ του βλέπουν τόν Θεό πιό καθαρά ἀπ᾿ ὅσο τά μάτια τοῦ σώματός του βλέπουν τά ὑλικά ἀντικείμενα. Ἔτσι, λοιπόν, ἡ πίστη του γίνεται ζωντανή καί ἀποδεικνύεται μέ τά ἔργα του. (Βλ. Ἰακ. 2:14-26).
Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή διώχνει τήν πονηρία, γεννᾶ τήν ἐλπίδα στόν Θεό, ὁδηγεῖ στήν ἁγία ἁπλότητα, ἀπαλλάσσει τόν νοῦ ἀπό τούς ποικιλόμορφους λογισμούς τῶν ὑπερήφανων ἐπιδιώξεων καί τόν γεμίζει μέ σκέψεις ταπεινές. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται ἀδιάλειπτα, σιγά-σιγά παύει νά παρασύρεται ἀπό τήν ὀνειροπόληση, τόν περισπασμό καί τίς μάταιες μέριμνες· καί παύει τόσο περισσότερο, ὅσο πιό πολύ κυριαρχεῖ καί ριζώνει στήν ψυχή του ἡ ταπεινή μαθητεία στήν ἀδιάλειπτη προσευχή.
Τέλος, ὁ ἄνθρωπος πού προσεύχεται ἀδιάλειπτα μπορεῖ νά φτάσει στήν κατάσταση τῆς παιδικῆς ἁπλότητας καί ἀθωότητας, γιά τήν ὁποία μιλάει ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιο (Βλ. Ματθ. 18:2-4), καί νά χάσει τήν κοσμική λογική του γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, νά ἀπαρνηθεῖ δηλαδή τήν ψευδώνυμη γνώση τοῦ κόσμου καί νά λάβει ἀπό τόν Θεό γνώση πνευματική. Μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή ἀφανίζονται ἡ περιέργεια, οἱ φαντασιώσεις, οἱ ὑπόνοιες. Ὁ ἀδιάλειπτος προσευχόμενος σιγά-σιγά ἀρχίζει νά βλέπει καλούς ὅλους τούς ἀνθρώπους, κι ἔτσι νά τούς ἀγαπᾶ. Ὁ ἀδιάλειπτα προσευχόμενος εἵναι σταθερά ἑνωμένος μέ τόν Κύριο, ἀναγνωρίζει τόν Κύριο ὡς Κύριό του, ἀποκτᾶ τόν φόβο τοῦ Κυρίου. Ὁ θεῖος φόβος μπαίνει ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει καθαρότητα καί μέσ᾿ ἀπό τήν καθαρότητα περνᾶ στή θεία ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γεμίζει τόν ναό της μέ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ ἀββάς Ἡσαΐας ὁ Ἀναχωρητής λέει γιά τή νοερή μελέτη: «Ὁ συνετός πλούσιος κρύβει μέσα στό σπίτι τούς θησαυρούς του. Τούς θησαυρούς πού ἀφήνονται ἔξω τούς ἁρπάζουν οἱ κλέφτες καί τούς ἐπιβουλεύονται οἱ ἰσχυροί τῆς γῆς. Ἔτσι καί ὁ μοναχός, ὁ ταπεινός καί ἐνάρετος, κρύβει τίς ἀρετές του, ὅπως ὁ πλούσιος τούς θησαυρούς του, καί δέν ἐκπληρώνει τήν ἐπιθυμία τῆς πεσμένης του φύσεως (γιά κενόδοξη αὐτοπροβολή). Κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του κάθε ὥρα καί ἀσκεῖται στή μυστική μελέτη, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ προφήτη στή Γραφή: “Φλογίστηκε ἐσωτερικά ἡ καρδιά μου, ἀπ᾿ τή μελέτη μου ἄναψε φωτιά μέσα μου” (Ψαλμ. 38:4). Γιά ποιά φωτιά μιλάει ἐδῶ ἡ Γραφή; Γιά τόν Θεό· “γιατί ὁ Θεός μας εἵναι φωτιά πού κατακαίει (Ἑβρ. 12:29). Μέ τή φωτιά λιώνει τό κερί καί κατακαίγονται οἱ βρωμερές ἀκαθαρσίες. Ἔτσι καί μέ τή μυστική μελέτη κατακαίγονται οἱ αἰσχροί λογισμοί, ξεριζώνονται ἀπό τήν ψυχή τά πάθη, φωτίζεται ὁ νοῦς, λαμπικάρεται ἡ σκέψη, ξεχύνεται στήν καρδιά ἡ χαρά.
» Ἡ μυστική μελέτη πληγώνει τούς δαίμονες καί ζωογονεῖ τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο. Τόν ὁπλισμένο μέ τή μυστική μελέτη τόν ἐνισχύει ὁ Θεός, τόν συντρέχουν οἱ ἄγγελοι, τόν τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι.
Ἡ μυστική μελέτη κάνει τήν ψυχή σπίτι περίκλειστο καί κλειδωμένο, στύλο ἀσάλευτο, καταφύγιο ἥσυχο.
Αὐτή σώζει τήν ψυχή, αὐτή τήν προστατεύει ἀπό τούς κλονισμούς. Οἱ δαίμονες ταράζονται καί σωπαίνουν, ὅταν ὁ μοναχός ὁπλίζεται μέ τή μυστική μελέτη, ἡ ὁποία συνίσταται στήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με”, καί ἡ ὁποία ἀσκεῖται καλύτερα στή μόνωση.
« Ἡ μυστική μελέτη εἵναι καθρέφτης γιά τόν νοῦ καί λυχνάρι γιά τή συνείδηση.
Ἡ μυστική μελέτη ξεραίνει τά σαρκικά πάθη, συγκρατεῖ τήν ὀργή, ἀφαιρεῖ τή λύπη, διώχνει τήν παρρησία, καταστρέφει τήν ἀθυμία, φωτίζει τόν νοῦ, ἀπομακρύνει τήν ὀκνηρία.
Ἡ μυστική μελέτη σταθεροποιεῖ στήν ψυχή τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος γεννᾶ τήν κατάνυξη καί τά δάκρυα.
Ἡ μυστική μελέτη χαρίζει στόν μοναχό ἀληθινή ταπείνωση, εὐλαβική ἐγρήγορση, ἀπερίσπαστη προσευχή.
Ἡ μυστική μελέτη διδάσκει τήν ὑπομονή, στηρίζει τήν ἐγκράτεια, θυμίζει τή γέεννα.
Ἡ μυστική μελέτη διατηρεῖ τόν νοῦ ἀρέμβαστο καί τοῦ φέρνει τή μνήμη τοῦ θανάτου.
Ἡ μυστική μελέτη εἵναι φορτωμένη μέ ὅλα τά καλά, στολισμένη μέ κάθε ἀρετή, ξένη πρός κάθε ρυπαρό ἔργο (Σ.τ.Μ.: Τό κείμενο δέν περιέχεται στούς γνωστούς ΚΘ΄ Λ όγους τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα).
Ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέει:«Ὅποιος μελετᾶ ἀδιάλειπτα τόν Θεό, διώχνει ἀπό τόν ἑαυτό του τούς δαίμονες καί ξεριζώνει τόν σπόρο τῆς κακίας τους. Ὅποιος προσέχει κάθε ὥρα τήν ψυχή του, ἔχει στήν καρδιά του εὐφροσύνη γιά τίς θεῖες ἀποκαλύψεις. Ὅποιος συγκεντρώνει τήν ὅραση τοῦ νοῦ του στόν ἑαυτό του, βλέπει μέσα του τήν αὐγή τοῦ Πνεύματος. Ὅποιος ἀποστράφηκε κάθε μετεωρισμό, βλέπει τόν Κύριο του μέσα στήν καρδιά του…
» Ἄν εἵσαι καθαρός, νά, ὁ οὐρανός εἵναι μέσα σου, καί θά δεῖς στόν ἴδιο σου τόν ἑαυτό τούς ἀγγέλους μέ τό φῶς τους, καθώς καί τόν Κύριο τους μαζί τους καί μέσα τους… Ὁ θησαυρός τοῦ ταπεινοῦ εἵναι μέσα του, κι αὐτός εἵναι ὁ Κύριος… Τά πάθη ξεριζώνονται καί διώχνονται μέ τήν ἀδιάλειπτη μελέτη τοῦ Θεοῦ· αὐτή εἵναι τό ξίφος πού τά θανατώνει…
» Ὅποιος θέλει νά δεῖ τόν Κύριο μέσα του, ἀγωνίζεται νά καθαρίσει τήν καρδιά του μέ τήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ, κι ἔτσι, μέ τή λαμπρότητα τῶν ματιῶν τῆς διάνοιάς του, θά βλέπει κάθε στιγμή τόν Κύριο. Ὅ,τι συμβαίνει μέ τό ψάρι πού βγαίνει ἀπό τό νερό, αὐτό συμβαίνει καί μέ τό νοῦ πού βγαίνει ἀπό τήν ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ καί μετεωρίζεται στήν ἐνθύμηση τοῦ κόσμου…
»Φοβερός στούς δαίμονες καί ἀγαπητός στόν Θεό καί τούς ἀγγέλους Του εἵναι ἐκεῖνος πού νύχτα-μέρα μέ θερμό ζῆλο ἀναζητεῖ τόν Θεό στήν καρδιά του, ξεριζώνοντας ἀπ᾿ αὐτήν τίς προσβολές πού φυτρώνουν ἀπό τόν ἐχθρό (Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΜΓ΄, 1, 2, 3, 4).
«Χωρίς τήν ἀδιάλειπτη προσευχή δέν μπορεῖ κανείς νά πλησιάσει τόν Θεό» (Ὅ.π., ΙΓ΄, 2).
Ὁ ἀββάς Κασσιανός ὁ Ρωμαῖος γράφει: «Αὐτός ὁ στίχος πρέπει νά εἵναι ἡ διαρκής προσευχή μας.(Ἐννοεῖ τόν 2ο στίχο τοῦ 69ου Ψαλμοῦ: Ὁ Θεός, εἰς τήν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τό βοηθῆσαί μοι σπεῦσον»). Πρέπει νά τόν χρησιμοποιοῦμε καί μέσα στήν ἀντιξοότητα, γιά ν᾿ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπ᾿ αὐτήν, ἀλλά καί στήν εὐημερία, γιά νά τή διατηρήσουμε καί γιά νά προφυλαχθοῦμε ἀπό τήν ὑπερηφάνεια. Ναί, αὐτή ἄς εἴναι παντοῦ καί πάντοτε ἡ διαρκής ἐνασχόληση τῆς καρδιᾶς σας. Μή σταματᾶτε νά ἐπαναλαμβάνετε αὐτή τήν προσευχή στήν ἐργασία, στίς ἀκολουθίες καί στά ταξίδια. Ὅταν τρῶτε ἤ ὅταν κοιμάστε, σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς νά τήν ἀσκεῖτε ἀδιάκοπα. Θά γίνει γιά σᾶς πρόγευση τῆς σωτηρίας. Αὐτή ὄχι μόνον θά σᾶς φυλάει ἀπ᾿ ὅλες τίς ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων, ἀλλά καί θά σᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε πάθος καί κάθε γήινη ἀκαθαρσία. Αὐτή θά σᾶς ἀνυψώνει μέχρι τή θεωρία τῶν οὐρανίων καί ἀθεάτων, μέχρι τήν ἀνείπωτη θέρμη τῆς προσευχῆς πού ἐλάχιστοι νιώθουν. Ὅταν ὁ ὕπνος βαραίνει τά μάτια σας ἀπό τή συνεχή ἐπανάληψη τῶν λόγων αὐτῶν, προσπαθῆστε νά μήν τή διακόπτετε. Κρατῆστε την ἀκόμα καί τήν ὥρα τοῦ ὕπνου. Αὐτή ἄς εἵναι τό πρῶτο πράγμα πού θά ἔρχεται στόν νοῦ σας, ὅταν ξυπνᾶτε. Ψελλίστε την μόλις σηκωθεῖτε ἀπό τό κρεβάτι. Γονατίστε πρίν ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο καί ἀπευθυνθεῖτε στόν Θεό μ᾿ αὐτή τήν προσευχή. Αὐτή ἄς σᾶς συνοδεύει στή συνέχεια τῆς ἡμέρας σ᾿ ὅλες σας τίς δραστηριότητες, χωρίς νά σᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Νά τή μελετᾶτε, ὅπως λέει καί ὁ προφήτης Μυσῆς, «ὅταν κάθεστε στό σπίτι σας καί ὅταν βαδίζετε στόν δρόμο, ὅταν ξαπλώνετε γιά ὕπνο καί ὅταν σηκώνεστε” (Πρβλ. Δευτ. 6:7). Νά τή χαράξετε στά χείλη σας, στούς τοίχους τοῦ κελιοῦ σας καί στό ἱερό τῆς καρδιᾶς σας. Αὐτά τά λόγια νά γίνουν ἕνα μέ τήν ἀναπνοή σας. Τήν προσευχή αὐτή νά ἀπευθύνετε στόν Θεό μόνιμα, τόσο κατά τήν ὥρα τοῦ Ὄρθρου ὅσο καί μετά τήν πρωινή ἀκολουθία, ὅταν ἑτοιμάζεστε νά ξεκινήσετε τόν συνήθη ρυθμό τῆς καθημερινότητας» (Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, ὅ.π.).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει:«Σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί, μήν παραβεῖτε καί μήν καταφρονήσετε ποτέ τόν κανόνα τῆς προσευχῆς… Ὁ μοναχός ὀφείλει, εἴτε τρώει εἴτε πίνει εἴτε κάθεται εἴτε ἐκτελεῖ διακόνημα εἴτε βαδίζει στόν δρόμο εἴτε κάνει ὁτιδήποτε ἄλλο, νά κράζει ἀκατάπαυστα τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με”… Ἔτσι, τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, καταβαίνοντας στό βάθος τῆς καρδιᾶς, θά ταπεινώσει τόν δράκοντα, πού ἔχει τήν κατοχή τῆς καρδιᾶς, καί θά σώσει καί θά ζωοποιήσει τήν ψυχή. Νά ἐπιμένεις, λοιπόν, ἀδιάκοπα στήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά καταπιεῖ ἡ καρδιά τόν Κύριο καί ὁ Κύριος τήν καρδιά, καί νά γίνουν τά δύο ἕνα» (Βλ. Ὁσίων Καλλίστου καί Ἰγνατίου τῶν Ξανθοπούλων, Μέθοδος καί κανών…, κα΄).
Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββά Φιλήμονα: «Τί εἵναι, πάτερ, ἡ κρυφή μελέτη;». Καί ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Πήγαινε, ἔχε νήψη στήν καρδιά σου καί λέγε προσεκτικά μέσα στόν νοῦ σου μέ φόβο καί τρόμο:”Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”. (Περί τοῦ ἀββᾶ Φιλήμονος…).
Γιατί ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή ἤ ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ ὀνομάζεται μελέτη; Ἐπειδή οἱ ἀγωνιστές, στήν πνευματική ἐργασία τῶν ὁποίων κατέβηκε ἡ δροσιά τῆς θείας χάριτος, μέ τήν ἐπανάληψη τῆς σύντομης προσευχῆς ἀπέκτησαν βαθιά καί ἀνεξάντλητη πνευματική ἀντίληψη. Αὐτή ἡ ἀντίληψη, μέ τήν πνευματική της πρωτοτυπία, ἑλκύει καί αὐξάνει διαρκῶς τήν προσοχή τους. Ἔτσι, ἡ σύντομη φράση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ γίνεται γι᾿ αὐτούς εὐρύτατη ἐπιστήμη, ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν, καί ἡ ἐνασχόληση μ᾿ αὐτήν ἀποτελεῖ κυριολεκτικά μελέτη.
Τέτοιες ἥταν οἱ νουθεσίες τῶν ἁγίων πατέρων, τέτοια ἥταν ἡ ἐργασία τους. Ὄχι μόνο ὅλα τους τά ἔργα καί ὅλα τους τά λόγια, ἀλλά καί ὅλες τους οἱ σκέψεις εἵχαν ἀφιερωθεῖ στόν Θεό. Γι᾿ αὐτό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς ἔδωσε πλούσια τά χαρίσματά Του.
Ἐμεῖς, ἀπεναντίας, ἀδιαφοροῦμε γιά τά ἔργα μας. Δέν ἐνεργοῦμε ἔτσι ὅπως μᾶς προτρέπουν οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅπως μᾶς ἔρθει, παρασυρμένοι ἀπό τό πρῶτο αἴσθημα πού θά γεννηθεῖ στήν καρδιά μας ἤ τήν πρώτη σκέψη πού θά ἐμφανιστεῖ στόν νοῦ μας. Γιά τά λόγια μας, πάλι, ἀδιαφοροῦμε περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι γιά τά ἔργα μας. Ὅσο γιά τούς λογισμούς, σ᾿ αὐτούς δέν δίνουμε καμιά σημασία. Καί ὅμως, ἀναρίθμητοι εἵναι οἱ λογισμοί μας καί ὅλοι προσφέρονται ἀπό μᾶς θυσία στή ματαιότητα. Ὁ δικός μας νοῦς, σέ ἀντίθεση μέ τόν νοῦ τόν ἀσφαλισμένο μέ τή μελέτη τοῦ Θεοῦ, (Βλ. πιό πάνω τή διδαχή τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα, ὅπου ἡ ἀσφαλισμένη μέ τή μυστική μελέτη ψυχή παρομοιάζεται μέ σπίτι περίκλειστο καί κλειδωμένο), μοιάζει μέ τετράπορτο ναΐσκο δίχως φύλακα, ναΐσκο πού ἀπό τίς ὀρθάνοιχτες πόρτες του μπορεῖ ἐλεύθερα νά μπαινοβγαίνει ὁ καθένας, βάζοντας καί βγάζοντας ὅ,τι θέλει.
Ἀδελφοί μου! .Ας σταματήσουμε νά ζοῦμε ἔτσι ἀπρόσεκτα καί ἄκαρπα. Ἄς μιμηθοῦμε τόν ἀγώνα τους νά συγκατοῦν ἀδιάλειπτα στόν νοῦ τους τή μνήμη τοῦ Θεοῦ.
Νέε μου! Σπεῖρε μέ ἐπιμέλεια στήν ψυχή σου τούς σπόρους τῶν ἀρετῶν. Μέ ὑπομονή καί μέ ἄσκηση βίας πάνω στόν ἑαυτό σου, ἐξοικειώσου μέ ὅλους τούς εὐσεβεῖς κόπους καί ἀγῶνες. Ἀσκήσου, ἀνάμεσα στ᾿ ἄλλα, καί στή διατήρηση τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ. Κλεῖσε στόν νοῦ σου τήν ἁγία αὐτή μελέτη. Κι ἄν δεῖς ὅτι ὁ νοῦς διαρκῶς ξεγλιστρᾶ σέ ἄλλες καί μάταιες σκέψεις, μήν πέσεις σέ ἀθυμία. Συνέχισε μέ σταθερότητα τόν ἀγώνα. «Πάλευε νά ἐπαναφέρεις», λέει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος (Ὅ. π., ΚΗ΄, 16-17), «ἤ μᾶλλον νά κλείνεις τή σκέψη σου μέσα στά λόγια τῆς προσευχῆς. Κι ἄν αὐτή, λόγω τῆς νηπιακῆς σου πνευματικῆς καταστάσεως, ἀτονεῖ καί ξεφεύγει, συμμάζευέ την πάλι. Γιατί ἰδίωμα τοῦ νοῦ εἵναι ἡ ἀστάθεια, ἐνῶ ἰδίωμα τοῦ Θεοῦ εἵναι ἡ δυνατότητα νά τά σταθεροποιεῖ ὅλα. Ἄν ἀγωνίζεσαι ἀκατάπαυστα, θά ἔρθει καί σ᾿ ἐσένα Ἐκεῖνος πού βάζει ὅρια στή θάλασσα τοῦ νοῦ, καί θά τῆς πεῖ τήν ὥρα τῆς προσευχῆς σου: ” Ὥς ἐδῶ θά ἔρθεις· πιό πέρα δέν θά πᾶς! ( Ἰωβ. 38;11).
Ἡ νοερή μελέτη τοῦ Θεοῦ ἴσως μέ τήν πρώτη σκέψη νά θεωρηθεῖ ἐργασία παράξενη, μονότονη, καταθλιπτική. Στήν πραγματικότητα, ὅμως, εἵναι μιά ἐργασία πού δίνει ἀνυπολόγιστους πνευματικούς καρπούς, μιά ἐργασία πού ἀποτελεῖ ἀνεκτίμητη ἐκκλησιαστική παράδοση, θεϊκή σύσταση, πνευματικό θησαυρό, παραγγελία τῶν ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων μά τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν μπορεῖς νά διανοηθεῖς πόσα πνευματικά πλούτη θά κληρονομήσεις κάποτε, ἄν ἀποκτήσεις τή συνήθεια τῆς ἀδιάλειπτης μνήμης τοῦ Θεοῦ. Ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά τοῦ ἀρχαρίου δέν μποροῦν νά συλλάβουν «ὅσα ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά ἐκείνους πού Τόν ἀγαποῦν» (Α΄ Κορ. 2:9), ὄχι μόνο στήν ἄλλη ζωή ἀλλά καί σέ τούτη (Βλ. Μάρκ. 10:30), ὅπου μποροῦμε νά πάρουμε μιά γεύση τῆς μελοντικῆς μακαριότητας.
«Προκειμένου νά σταθεῖς μπροστά στόν Θεό γιά νά Τόν ἱκετέψεις», λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος (Ὄ. π., ΚΗ΄, 35), «νά προετοιμάζεσαι μέ τήν ἀδιάλειπτη ἐσωτερική προσευχή, καί ἔτσι σύντομα θά προκόψεις». Μέ τόν καιρό ἡ νοερή μελέτη τοῦ Θεοῦ θά κυριεψει ὅλη σου τήν ὕπαρξη καί θά σέ κάνει σάν μεθυσμένο, ἕναν ἄνθρωπο πού βρίσκεται σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἀλλά δέν τοῦ ἀνήκει, ἤ μᾶλλον ἔναν ἄνθρωπο πού ἀνήκει στόν κόσμο ὡς πρός τό σῶμα ἀλλά δέν τοῦ ἀνήκει ὡς πρός τόν νοῦ καί τήν καρδια.Ὁποιος μεθᾶ μέ τό αἰσθητό κρασί, ξεχνᾶ τόν ἑαυτό του, ξεχνᾶ τά βάσανά του, ξεχνᾶ τήν τάξη του καί τήν κληρονομιά του. Ὅποιος μεθᾶ μέ τό νοητό κρασί τῆς μελέτης τοῦ Θεοῦ, γίνεται ψυχρός, ἀναίσθητος ἀπέναντι στίς γήινες ἐπιθυμίες, τή γήινη δόξα, ὅλα τά γήινα ἀγαθά. Ἡσκέψη του βρίσκεται διαρκῶς στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος μέ τή μελέτη ἐνεργεῖ στόν νοῦ καί τήν καρδιά σάν ἱερή εὐωδία, «ἀρωμα πού προέρχεται ἀπό τή ζωή καί δίνει ζωή» (Β΄Κορ. 2:16) Ἡ μελέτη τοῦ Θεοῦ νεκρώνει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τήν ἀγάπη πρός τόν κόσμο καί τά πάθη καί γεννᾶ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, πρός καθετί τό πνευματικό καί ἅγιο, πρός τή μακάρια αἰωνιότητα.
«Θεέ μου!», ἀνακράζει ὁ μεθυσμένος ἀπό τή μελέτη τοῦ Θεοῦ (Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ὅ. π, ΚΗ΄, 28). “Τί ἄλλο ὑπάρχει γιά μένα στόν οὐρανό ἐκτός ἀπό Σένα;”. Τίποτα! “Καί τί ἄλλο θά ἐπιθυμοῦσα στή γῆ ἐκτός ἀπό Σένα;” (Ψαλμ. 72:25). Τίποτ᾿ ἄλλο, παρά μόνο νά εἵμαι ἀπερίσπαστα προσκολλημένος σ᾿ Ἐσένα μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Μερικοί ἐπιθυμοῦν πλοῦτο, ἄλλοι δόξα καί ἄλλοι κάτι ἄλλο ἀπό τά ἐγκόσμια. “Ἐγώ, ὅμως, ἕνα μόνο πράγμα ἐπιθυμῶ: νά εἵμαι προσκολλημένος στόν Θεό καί νά στηρίζω σ᾿ Αὐτόν τήν ἐλπίδα τῆς ἀπάθειας μου” (Πρβλ. Ψαλμ. 72:28).
Οἱ λέξεις τῆς θείας μελέτης στήν ἀρχή πρέπει νά προφέρονται μέ τή γλώσσα, μέ φωνή ἤρεμη, μέ προσοχή μεγάλη, χωρίς βιασύνη. Ἡ σκέψη, σύμφωνα μέ τή συμβουλή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, πού ἀναφέραμε πιό πάνω, πρέπει νά κλείνεται μέσα στά λόγια τῆς μελέτης. Σιγά-σιγά ἡ προφορική μελέτη-προσευχή θά ἐξελιχθεῖ σέ νοερά καί στή συνέχεια σέ καρδιακή. Ἀλλά γιά τήν ἐξέλιξη αὐτή θά χρειαστοῦν πολλά χρόνια. Δέν πρέπει νά τή ζητᾶμε πρόωρα. Ἄς συντελεστεῖ ἀπό μόνη της ἤ, πιό σωστά, ἄς πραγματοποιηθεῖ ἀπό τόν Θεό στόν χρόνο πού πρέπει, ὅταν ἡ πνευματική ἡλικία καί οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς τοῦ ἀγωνιστῆ θά τό ἐπιτρέπουν.
Ὁ ταπεινός ἀγωνιστής ἱκανοποιεῖται μέ τό ὅτι ἀξιώνεται νά ἔχει τή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἤδη τό θεωρεῖ μεγάλη εὐεργεσία τοῦ Πλάστη πρός τό φτωχό καί ἀδύναμο πλάσμα Του, τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἴδιος θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἀνάξιο τῆς θείας χάριτος καί δέν ζητάει νά φανερωθοῦν μέσα του οἱ ἐνέργειες της. Γιατί γνωρίζει ἀπό τή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων πώς ἡ ἐπιζήτηση τῶν ἐνεργειῶν τῆς χάριτος πηγάζει ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, ἀπό τήν ὁποία προέρχονται κάθε πλάνη καί κάθε πτώση. Καί εἵναι πλάνη τό νά ζητάει κανείς ἐπίμονα νά γευθεῖ τίς ἐνέργειες τῆς θείας χάριτος, ἐπειδή ἡ ἐμφάνιση τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν στήν ψυχή ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικά καί μόνο ἀπό τόν Θεό (Πρβλ. Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Ἐπιστολή Δ΄, Πρός τόν ὅσιον πατέρα Συμεώνην τόν θαυματουργόν, 38).
Ὁ ἀληθινός ἀγωνιστής δέν ἐπιδιώκει τίποτ᾿ ἄλλο παρά νά διαπιστώσει ὅλη τήν ἁμαρτωλότητα πού κλείνει μέσα του καί ν᾿ ἀποκτήσει τό πένθος γι᾿ αὐτήν. Τόν ἑαυτό του τόν παραδίνει στή θέληση τοῦ πανάγαθου καί πολυεύσπλαχνου Θεοῦ, πού γνωρίζει ποιόν ὠφελεῖ ἡ δωρεά τῆς χάριτος Του καί ποιόν ἡ ἀναβολή της. Πολλοί, παίρνοντας τή χάρη, ἔπεσαν στήν καταφρόνηση, τήν αὐτοπεποίθηση καί τήν ὑψηλοφροσύνη. Ἔτσι, ὄχι μόνο δέν ὠφελήθηκαν ἀπό τή χάρη πού ἔλαβαν, ἀλλά καί κατακρίθηκαν βαριά.
Μακάριος εἵναι ὁ μοναχός πού ἡ καρδιά του τόν νουθετεῖ νά κάνει κάθε ἄσκηση μέ ἀπόλυτη ἀνιδιοτέλεια.
Μακάριος εἵναι ὁ μοναχός πού δέν πεινᾶ καί δέν διψᾶ παρά γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, καί γι᾿ αὐτό μέ πίστη, ἁπλότητα καί αὐταπάρνηση παραδίνει τόν ἑαυτό του στήν ἐξουσία καί τήν πρόνοια τοῦ σπλαχνικοῦ Κυρίου μας, «ὁ ὁποῖος θέλει νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί νά γνωρίσουν καλά τήν ἀλήθεια» (Α΄ Τιμ. 2:4).
Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες.
Ἀμήν.
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
Ἀπό τό βιβλίο: «ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ», Τόμος γ΄
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
http://hristospanagia3.blogspot.gr