Διάλογος ἀρχιερέως καὶ κληρικοῦ
Κληρικός: Ἀρκετὰ εἶναι αὐτά, Δέσποτα, πρὸς ἀνατροπὴν τῶν ἀθέων, καὶ νομίζω ὅτι κανεὶς δὲν θέλει ἀντειπῆ εἰς αὐτά, εἰμὴ ἂν εἶναι χειρότερος καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δαίμονας, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ὁμολόγησαν, καὶ μὴ θέλοντες, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Τί δὲ ὅμως πάλιν θέλομεν εἰπῆ καὶ πρὸς ἐκείνους ὅσοι εἶναι παραδεδομένοι εἰς τήν πολυθεΐαν καί πλανῶνται εἰς τήν Ἀστρολογίαν καί Γενεσίν τῶν Ἀστέρων, καί Εἰμαρμένην καί Τύχην;
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε.
Κατὰ τῶν πολυθέων Ἑλλήνων.
Ἀρχιερεύς: Εἶναι προφανὴς ἡ ἀπάτη αὐτῶν καὶ εὔκολος νὰ ἐλεχθῆ, ἡ ὁποία καὶ κατεβλήθη ἤδη λαμπρῶς μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ κανεὶς τὴν σήμερον δὲν διαμάχεται μήτε ἀγωνίζεται δι’ αὐτήν. Διότι μὲ ἁλιεῖς ἐκρήμνισε τὴν μωρὰν σοφίαν τῶν Ἑλλήνων, Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ἠμῶν, ἡ ζῶσα καὶ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Πατρός. Ὅμως ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα γράφει καὶ ὁ Παῦλος, καὶ ἀπὸ τὴν Κτίσιν αὐτήν, ἠμπορεῖ τὶς νὰ μάθη ὅτι Εἷς εἶναι ὁ ἐν Τριάδι μόνος Θεός, καὶ οὐδεὶς ἄλλως ἔξω ἀπὸ Αὐτόν. Ἐπειδὴ ἂν εἶναι πολλοὶ καὶ διάφοροι οἱ θεοί, καθὼς οἱ ἕλληνες λέγουσιν, ἀκολουθεῖ νὰ εἶναι καὶ αἱ δυνάμεις των, καὶ ἐνέργειαι διάφοροι, καὶ μήτε θέλουν εἶναι δυνατοὶ νὰ συνέχουν καὶ νὰ διοικοῦν τὸ Πάν. Ἀλλά, ὄντες αὐτοὶ ἓν πλῆθος, θέλουν εἶναι καὶ στασιώδεις καὶ ἀσύμφωνοι καὶ ἐναντίοι μεταξύ των, κατὰ τὴν δύναμιν, καὶ ὄχι θεοί. Διότι Θεὸς ἀληθινὸς καὶ πάντων Δεσπότης εἶναι ὁ Δημιουργός του Παντός, ὅστις ἠμπορεῖ νὰ διακυβερνᾶ πανσόφως τὰ πάντα. Ἀκολουθεῖ προσέτι νὰ εἶναι καὶ περιγραπτοὶ οἱ θεοί, ἂν εἶναι πολλοὶ καὶ διάφοροι. Καὶ ἂν εἶναι περιγραπτοί, ἀκολούθως πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἀσθενεῖς. Καὶ ἂν ἀσθενεῖς, δὲν εἶναι ἄρα καὶ παντοδύναμοι. Διότι καὶ τὸ νὰ ἔχωσι διαφόρους δυνάμεις, καὶ αὐτὸ δὲν μᾶς παριστᾶ παντοδυνάμους, ἀλλὰ ἐναντίους μεταξύ των καὶ μαχομένους, κατὰ τὴν διαφορὰν τῆς δυνάμεως.
Ἀλλά ἄν εἶναι καὶ ἄρρενες καὶ θήλειαι οἱ θεοί, καθὼς λέγουν οἱ ἕλληνες, διαφέρουσι καὶ κατὰ τὸ γένος. Ἀκολουθεῖ λοιπὸν νὰ εἶναι καὶ σώματα. Ἐπειδὴ σωμάτων εἶναι τὸ ἄρρεν καὶ τὸ θῆλυ. Καί ἐμπαθεῖς, καὶ ἐκ τούτου ἀκολουθεῖ εἰς αὐτοὺς καὶ τομὴ καὶ ρεῦσις καὶ φθορὰ καὶ ἀκαθαρσία καὶ μολυσμός. Διότι ἕκαστος θὰ κινεῖται, θὰ πάσχη δηλαδὴ καὶ θὰ ἐνεργεῖ, κατὰ τὸ γένος του, τὸ ἄρρεν δηλαδὴ τὰ τοῦ ἄρρενος, καὶ τὸ θῆλυ τά τοῦ θήλεως. Ἀλλὰ ἂν εἶναι εἰς αὐτοὺς καὶ ἀρχαὶ καὶ πρῶτοι καὶ μεταγενέστεροι, καὶ ἄλλοι μετὰ τούτους, καθὼς οἱ ἕλληνες φλυαρούσι, δὲν εἶναι λοιπόν ἄναρχοι. Πῶς λοιπὸν ἠμποροῦν οἱ τοιοῦτοι νὰ εἶναι ἄρχοντες ἢ διοικηταὶ τῶν τοῦ Κόσμου; Καὶ ἂν ὁ Οὐρανὸς εἶναι ἄναρχος, καθὼς οἱ ἕλληνες ληρούσι, πῶς λοιπὸν ἐξουσιάζουν τὸν οὐρανὸν καὶ τὸν κατοικοῦν αὐτοὶ ποῦ εἶναι μεταγενέστεροί του Οὐρανοῦ; Ἀπὸ αὐτὰ καὶ τὰ ὅμοια ἠμπορεῖ τὶς νὰ ἐλέγξη καὶ νὰ περιπαίξη τοὺς δοξάζοντας πολυθεΐαν.
Ἀκόμη καταγελαστότεροι εἶναι οἱ ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι ἐνόμισαν καὶ τά κτίσματα θεούς. Διότι μὲ τὰς ἐνεργείας καὶ δυνάμεις των μαρτυρούσιν ὅτι εἶναι δούλα, καὶ μερικὰ καί ἀσθενή, καὶ ἄλλοθεν ἔχουσι τὴν δύναμιν καὶ τὴν κίνησίν των, καὶ μάλιστα ἐπειδὴ ἡ δύναμις καὶ ἡ κίνησίς των εἶναι καὶ εἰς ἠμᾶς τοὺς ἀνθρώπους γνωστή. Διότι οἱ ἄνθρωποι ἠξεύρουσι τὴν κίνησιν καὶ τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῶν Ἀστέρων. Δὲν εἶναι λοιπὸν Θεὸς ὁ Οὐρανὸς μήτε οἱ Ἀστέρες μήτε κανὲν ἄλλο ἀπὸ τὰ φαινόμενα, ἀλλὰ εἶναι τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων κτίσματα, καὶ ἔλαβον ἀπὸ Αὐτὸν τὸ εἶναι καὶ τὴν δύναμιν. Ἀλλὰ μήτε ἄλλαι τινὲς νοηταὶ δυνάμεις εἶναι θεοί, ἀλλά κτίσματα Θεοῦ νοερά. Καὶ ἄλλα μὲν ἀπὸ αὐτὰ βλέπουσι τὸν Θεὸν καὶ τὸν ὑμνούσι, τὰ ὁποῖα λέγονται καὶ εἶναι λειτουργοὶ Θεοῦ. Ἄλλα δέ, κινούμενα ἀπὸ προαίρεσιν κακίστην, ἀπεστάτησαν ἀπὸ αὐτὸν τὸν Θεόν, τὰ ὁποῖα καὶ δαιμόνια ὠνομάσθηκαν, καὶ τὴν πλάνην εἰς τοὺς ἕλληνας ἐπροξένησαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ.
Ἐναντίον ἐκείνων οἱ ὁποῖοι δοξάζουσιν
Εἱμαρμένην, Τύχην καὶ Ἀστρολογίαν
Ἀλλὰ τὸ νὰ φλυαροῦν καὶ περὶ Τύχης καὶ Εἱμαρμένης καὶ Γενεθλιαλογίας καὶ Ἀστρολογίας, καὶ ἀλογώτατον εἶναι καὶ ἀθεώτατον. Διότι πρώτον μὲν αὐτὴ ἡ φλυαρία ἀναιρεί το αὐτεξούσιον τοῦ Δημιουργοῦ, ὁ ὁποῖος ἐποίησεν αὐτὰ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος καί τά διοικεῖ ὡς βούλεται, καὶ ἀληθῶς καὶ δικαίως. Ἔπειτα ἀναιρεῖ καὶ τὸ αὐτεξούσιον τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἂν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶον λογικὸν καὶ αὐτεξούσιον, αὐτὰ δὲ τὰ φαινόμενα καὶ ἄλογα καὶ ἄψυχα, πῶς λοιπὸν θέλει διοικεῖται ἀπὸ αὐτᾶς καὶ πῶς μὲ τὴν κίνησίν των θὰ συνδιατίθεται καὶ θὰ κινεῖται; Ἐπειδὴ τὸ ἄλογον βέβαια δὲν θὰ κινήση τὸ λογικόν. Εἰδὲ καὶ ἀφρόνως ὑποθέσωμεν ἐν τοιοῦτον, θέλει εἶναι δυναστεία καὶ βία, καὶ λοιπὸν δὲν εἶναι οὔτε ἀρετὴ οὔτε κακία, καὶ εἰς μάτην οἱ Νόμοι, εἰς μάτην αἱ διδασκαλίαι, εἰς μάτην αἱ προφητεῖαι, εἰς μάτην ἡ Παλαιὰ καὶ ἡ Νέα Διαθήκη, εἰς μάτην τέλος πάντων καὶ ἡ του Θεοῦ Λόγου Σάρκωσις εἰς ἀνακαινισμὸν τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς Κτίσεως, καὶ οὔτε κόλασις θέλει εἶναι οὔτε τιμωρία, τὰ ὁποῖα ὁ Σωτὴρ ἠμῶν ἀποφαίνεται ὅτι θέλουν εἶναι αἰώνια. Καὶ τοῦτο εἶναι ἀνατροπὴ τῶν καθόλου καὶ δόξα ἀσεβείας καὶ ἀθεΐας.
Εἰδὲ καὶ μερικοὶ ἐθνικοὶ ἀλόγως λέγουν αὐτὰ ἔμψυχα καὶ λογικά, ὁ λόγος πάντη ἄλογος καὶ ψευδὴς εἶναι, καὶ ἐλέγχεται πρώτον μὲν ἀπὸ τήν Ἁγίαν Γραφήν, ἡ ὁποία μόνον τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους λέγει λογικά. Ἔπειτα δὲ καὶ ἀπὸ τὰς ἐνεργείας των καὶ ἀπὸ τὴν κίνησιν τοῦ Οὐρανοῦ. Διότι ἂν εἶναι κατὰ τοὺς ἕλληνας κτίσματα λογικὰ οἱ Ἀστέρες, ἕκαστον δὲ λογικὸν εἶναι καὶ αὐτεξούσιον, αὐτὰ δὲν κινοῦνται πάντοτε τὴν αὐτὴν καὶ ὁμοίαν κίνησιν, πῶς λοιπὸν εἶναι προαιρετικά, ὄντα ὑποκείμενα εἰς τοιαύτην ἀνάγκην;
Εἰδὲ καὶ λέγουσιν ὅτι τὸ νὰ κινῶνται οὕτω, αὐτὸ εἶναι ἡ καλὴ καὶ ἁπλὴ κίνησις, πῶς λοιπὸν ἡ ἐνέργεια αὐτῆς τῆς καλῆς καὶ ἁπλῆς κινήσεως προξενεῖ καὶ ἐνεργεῖ καὶ τὰ πονηρὰ καὶ κακοποιά, κατὰ τὴν δόξαν αὐτῶν καὶ κατὰ τὴν γνώμην, τὴν ὁποίαν ἔχουν οἱ πολλοὶ δι’ αὐτοὺς τοὺς Ἀστέρας; Διότι ἂν τὰ λέγωσι θεούς, οἱ περισσότεροι ὅμως τῶν ἀνθρώπων δὲν τὰ ἐνόμισαν θεούς. Οἱ δὲ ἕλληνες λέγουν ὅτι ἡ Πίστις τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ Θρησκεία ήξηρτήται ἀπὸ τὴν κίνησιν τῶν Ἀστέρων. Λοιπὸν αὐτὰ κινοῦνται ἐναντίον ἑαυτῶν καὶ δίδουν εἰς τοὺς ἀνθρώπους γνῶσιν ἐναντίαν αὐτῶν. Καὶ ὅτι δὲν εἶναι προαιρετικὰ οὐδὲ λογικά, εἶναι φανερὸν ἀπὸ τοῦτο. Ἕκαστον προαιρετικὸν καὶ δυνάμενον, ἐξ ἰδίας του προαιρέσεως κινεῖται. Ἐπειδὴ δὲ κινοῦνται, καθὼς οἱ ἕλληνες λέγουν, καὶ καλὴν κίνησιν καὶ προαιρετικήν. Ἡ δὲ κίνησίς των εἰς πολλὰ ἐνεργεῖ κακίαν καὶ ἀναιρεῖ τὴν ἀρετὴν καὶ προξενεῖ βλάβην (διότι κατὰ τὴν δόξαν τῶν ἑλλήνων, ἀπὸ τοὺς Ἀστέρας κρέμαται νὰ εἶναι τὶς ἐνάρετος καὶ σώφρων, ἄδικος καὶ δίκαιος) καὶ θανάτους ἐθνῶν καὶ αὐξήσεις, διωγμοὺς καὶ ὑψώσεις καὶ μύρια ἄλλα συμβεβηκότα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐναντία καὶ τὰ περισσότερα βλαπτικά.
Εάν ὅλα αὐτὰ κρέμωνται, κατὰ τὴν δόξαν των, ἀπὸ τούς Ἀστέρας, ἀκολουθεῖ ἄρα νὰ εἶναι τῆς κακίας ἐργᾶται, καὶ πονηρίας καὶ φόνου καὶ βλάβης, καὶ ἀναιρέται ἀρετῆς, καὶ διὰ νὰ εἴπω συντόμως, οὐκ ἀγαθοί. Ὅμως, αὐτὰ μὲν εἶναι φλυαρίαι τῶν βλασφήμων καὶ τῶν ἀθέων, τὰ δὲ κτίσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγαθά, ὡς ἀγαθοῦ κτίσματα. Ἐπειδὴ εἶδε τὰ πάντα, φησί, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν, καὶ ἕκαστον κινεῖται καλῶς ὡς ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἔλαβε δύναμιν, καὶ δὲν εἶναι λογικά, ἀλλὰ σώματα μόνον ἄψυχα, τὰ ὁποῖα κινοῦνται τὴν κίνησιν αὐτὴν τὴν ὁποίαν βλέπομεν, μόνον διὰ νὰ ἐκτελέσουν αὐτὸ τὸ ὀρώμενον, καὶ εἶναι δῆλον ἀπὸ αὐτὰ τὰ αἰσθητὰ τὰ ὁποῖα ἐνεργοῦνται ἀπὸ αὐτά. Ἡ δὲ ἰδικὴ μας κακία, καὶ ἀρετὴ γίνεται ἀπὸ τὸ αὐτεξούσιόν μας. Καὶ ἡ μὲν ἀρετὴ εἶναι ἐσπαρμένη ἀπὸ Θεοῦ εἰς τὴν φύσιν μας, ἡ δὲ κακία δὲν εἶναι, ἀλλὰ ἐφευρέθη ἀπὸ τὸν Πονηρὸν διὰ τῆς ἀργίας καὶ ἀμελείας τῆς ἀρετῆς. Καὶ ὅσα γίνονται εἰς τὸν Κόσμον καὶ εἰς ἠμᾶς, ὅλα γίνονται βουλήσει Θεοῦ, ἄλλα μὲν μὲ τὸ νὰ εὐδοκεῖ καὶ ἄλλα μὲ τὸ νὰ παραχωρῆ ἐξ αἰτίας πάλιν ἰδικῆς μας.
Διὰ τοῦτο πρέπει νὰ ἀποβάλλωμεν τὰς τοιαύτας μωρᾶς συζητήσεις καὶ νὰ δοξάζωμεν ὅτι οἱ ἀστέρες καὶ ὁ ἥλιος καὶ ἡ Σελήνη ἔγιναν,κατὰ τὴν Ἁγίαν Γραφήν, ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ νὰ φωτίζουν τὴν Γῆν. Καὶ ὁ μὲν ἥλιος διὰ νὰ ἄρχη τῆς ἡμέρας, ἡ δὲ Σελήνη τῆς νυκτός, καὶ νὰ κινῶνται εἰς ἐξοικονόμησιν τῶν φυτῶν καὶ τῶν σωμάτων, καὶ διὰ νὰ ἀποτελοῦν τοὺς καιρούς, τὸ Ἔαρ δηλαδή, τὸ Θέρος, τὸ Φθινόπωρον καὶ τὸν Χειμώνα, νὰ σημαίνουν ὄμβρους καὶ ἀνέμους, καὶ τὰ λοιπὰ αἰσθητά. Ἐπειδὴ καὶ αὐτὰ ὁμοίως σώματα εἶναι καὶ αἰσθητά. Καὶ διὰ νὰ δηλοῦν ἐνιαυτούς, δηλαδή, ἀφοῦ γεμίσει τὸ ἔτος, πάλιν διὰ τῆς κινήσεως τούτων λαμβάνει ἀρχήν, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον διοικοῦνται τὰ φαινόμενα, θελήσει καὶ προστάγμασι Θεοῦ συμφερόντως. Δὲν ἔχουσιν ὅμως καμμίαν ἐξουσίαν τὰ κτίσματα, μήτε ἐπιφέρουσι δυναστείαν καὶ βίαν εἰς τὰς γνώμας καὶ προαιρέσεις, μήτε ἐξουσιάζουσι ψυχήν, μήτε ἀναγκάζουσι νὰ ἁμαρτάνωμεν ἢ νὰ ἐνεργῶμεν τὴν ἀρετήν, μήτε ἠμποροῦν νὰ ἀποκαταστήσουν βασιλεῖς ἢ ἄρχοντας, πτωχούς, πλουσίους, ὑγιεῖς ἢ ἀρρώστους, ἀποθαμένους ἢ ζωντας, ἀτίμους ἢ ἐντίμους, φρονίμους ἢ ἄφρονας, ἀγαθοὺς ἢ πονηρούς. Διότι εἶναι ἀθεΐα νὰ δοξάζη τὶς ὅτι ἡ Γένεσις καὶ οἱ ἀστέρες ἔχουν δύναμιν νὰ κάμνουν τὰ τοιαῦτα.
Ἡ γὰρ Ἁγία Γραφὴ λέγει: «Κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινοὶ καὶ ἀνυψοί», καὶ τὰ καθ’ ἑξῆς. «Καὶ ὁ Κύριος θανατοὶ καὶ ζωογονεῖ, κατάγει εἰς Ἅδου καὶ ἀνάγει». Τοῦτο δὲ δικαίως καὶ κατὰ τὴν προαίρεσιν ἑκάστου, καὶ κίνησιν, καὶ ὄχι κατὰ βίαν, ὅτι «Δίκαιος ὁ Κύριος καὶ δικαιοσύνας ἠγάπησε». «Καὶ δι’ οὐ ἀποδώσει ἐκάστω, λέγει, κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ». Πῶς λοιπὸν θέλει ἀποδώσει ὁ Θεός, ἂν ὁ ἄνθρωπος ὄχι ἐκ προαιρέσεως ἀλλὰ κατὰ βίαν ἁμαρτάνη ἢ κατορθώνη; Διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πράττει μὲ βίαν, μήτε ἄδικος εἶναι, ἂν ἁμαρτάνη, μήτε δίκαιος, ἂν κατορθώνη, καὶ μήτε ὁ φονεύσας εἶναι φονεύς, μήτε ὁ μοιχεύσας μοιχός, μήτε ὁ ἁρπάσας ἅρπαξ, μήτε ὁ σώζων σωτήρ, μήτε ὁ παρθενεύσας παρθένος, μήτε σώφρων ὁ σώφρων, μήτε δίκαιος ὁ δίκαιος.
Πῶς λοιπὸν κολάζει ὁ Θεὸς καὶ πῶς δικαιοί; Διότι βλέπομεν πολλὰ παραδείγματα, τόσον εἰς τὴν Παλαιὰν ὅσον καὶ εἰς τὴν Νέαν. Ἠμεῖς ὅμως οἱ πιστοί, ὄχι μόνον τὸ νὰ κινῶνται κατὰ φύσιν τὰ φαινόμενα δοξάζομεν δίκαιον, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ φύσιν. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔκτισε τὴν κτίσιν δύναται καὶ νὰ τὴ μεταβάλη καθὼς θέλει. Διὰ τοῦτο ἔκαμε καὶ τέρατα ὑπὲρ φύσιν διὰ τῶν προσευχῶν τῶν Δικαίων, καὶ πρὶν τοῦ Νόμου καὶ ἐν τῷ Νόμω καὶ ὕστερον ἀπὸ τὸν Νόμον. Ἔκαμε τέλος πάντων το μέγα ἔργον, τὸ ὑπὲρ πάντα λόγον καὶ νοῦν, τὸ νὰ σαρκωθεῖ ὁ Θεὸς Λόγος διὰ ἠμᾶς, καὶ νὰ πολιτευθεῖ εἰς τὸν βίον καὶ νὰ πάθη κατὰ τὴ σάρκα καὶ νὰ ἀναστηθῆ. Καὶ νὰ φανῆ ὕστερον ἀπὸ τὴν Ἀνάστασιν καὶ νὰ ψηλαφηθῆ καὶ νὰ τραφῆ καὶ νὰ ἀναβῆ μετὰ σαρκὸς εἰς τοὺς Οὐρανούς, καὶ νὰ ἐμπλήση τὴν ἀνθρώπινον φύσιν ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον διὰ μέσου των Ἀποστόλων, νὰ ἐνεργήση σημεῖα καὶ τέρατα, νὰ ἑλκύση εἰς τὴν Πίστιν ὅλην τὴν Οἰκουμένην, μὲ μόνον τὸ κήρυγμα καὶ τὰ θαύματα, καὶ ἕως τὴν σήμερον νὰ ἐνεργὴ διὰ θαυμάτων καὶ νὰ τερατουργεῖ διὰ νεκρῶν λειψάνων καὶ δὶ’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων, καὶ τέλος νὰ φανερώνηται ἡ δύναμις τοῦ λύειν καὶ δεσμεῖν, τὰ ὁποῖα ὅλα εἶναι πράγματα ὑπὲρ φύσιν καὶ ἔργα τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ.
Διὰ τοῦτο καὶ ὅταν ἀρρωστῶμεν εὐχόμεθα νὰ εὔρωμεν ὑγείαν, ὄντες εἰς περιστάσεις νὰ λυτρωθῶμεν ἀπὸ τὰ δυσχερῆ καὶ κακά, καὶ ὅταν τὰ στοιχεῖα κινῶνται παραλόγως, παρακαλοῦμεν νὰ κινῶνται εὐφόρως, καὶ πολλὰ ἄλλα γίνονται διὰ τῶν εὐχῶν τῶν δικαίων ἀνδρῶν, καθὼς βροχὴ ἀπὸ ἀνομβρίαν, καταστροφὴ καὶ ἀφανισμὸς τῶν πολεμίων, λύσις πείνης καὶ πανώλους, ἀναρρώσεις ἀρρώστων, ἐλευθερία τῶν λυπηρῶν καὶ πολλὰ ἄλλα, διὰ τὰ ὁποῖα καὶ ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται.Ἡ Τύχη λοιπὸν καὶ ἡ γένεσις ἀνατρέπει τὴν εἰς Θεὸν ἐλπίδα καὶ ἀθετεῖ καὶ αὐτὸν τὸν Θεὸν καὶ τὴν θείαν αὐτοῦ δύναμιν καὶ ὅλην τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ Κόλασιν ἀδίκων καὶ ἀπόλαυσιν Δικαίων, καὶ συντόμως ἀναιρεῖ καὶ ἀθετεῖ ὅλα τα μυστήρια τοῦ Θεοῦ.
Διὰ τοῦτο κανεὶς ἃς μὴ νομίζη Χριστιανὸν ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος καταγίνεται περὶ Γένεσιν καὶ Ἀστρολογίαν καὶ τὰ τοιαῦτα. Καὶ ἂν ἴσως τὶς ἤθελεν εἰπεῖ ὅτι αὐτὰ μανθάνει, ὁ τοιοῦτος εἶναι ἠπατημένος, ἀπόβλητος, ξένος της Ἐκκλησίας καὶ ἀπατεών. Καὶ ἕκαστος εὐσεβής, ἐπειδὴ εἶναι τοῦ Χριστοῦ, τῆς δυνάμεως τοῦ Πατρός, τῆς ἀληθείας, τοῦ παντοδυνάμου Λόγου, ἐλπισάτω ἐπὶ Κύριον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Διότι τὸ σχήσμα τοῦ Κόσμου τούτου περνᾶ, καί ἡ Κτίσις εἶναι φθαρτὴ καὶ θέλει ἀλλοιωθεῖ. Καὶ ἠμεῖς οἱ ἐν Χριστῷ «οὐκ ἐσμὲν ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ Κόσμου δεδουλωμένοι», καθὼς λέγει ὁ Παῦλος, ἀλλὰ ἐγείναμεν ὑπέρτεροι ἀπὸ τὴν φθορὰν καὶ κατὰ τὴν ψυχήν, καὶ τὸ σῶμα διὰ τῆς χάριτος τοῦ ἀφθάρτου Πνεύματος. Ὅλα λοιπὸν εἶναι δημιουργήματα καὶ κτίσματα τοῦ Θεοῦ, καὶ κανὲν ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶναι Θεός.