Μιὰ ψυχὴ ποὺ εἶναι θλιμμένη πλησιάζει σ’ ἐσένα, ἅγιε Κύριε, καὶ μὲ δάκρυα προσεύχεται γιατί κινδυνεύει ἀπὸ τὸν ὀλέθριο Ἐχθρό, καὶ μὲ ὅλη τὴν ταπείνωση πέφτει καὶ σὲ παρακαλεῖ νὰ τὴν ἀπαλλάξεις ἀπὸ τὸν Ἀντίπαλό της, ποὺ τὴν θλίβει. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ ψυχὴ αὐτὴ ἔρχεται σ’ ἐσένα χωρὶς νὰ ντρέπεται, ἄκουσε τὴν ἀμέσως· καὶ ἐπειδὴ κατέφυγε σ’ ἐσένα μὲ πόθο, πρόσεξε τὴν μὲ πολλὴ φροντίδα. Ἂν τὴν περιφρονήσεις, καθὼς εἶναι θλιμμένη, θὰ χαθεῖ· ἂν καθυστερήσεις νὰ τὴν ἀκούσεις, καθὼς εἶναι στενοχωρημένη, θὰ ἐξαφανισθεῖ. Ἂν ὅμως τὴν προσέξεις χάρη στὴν εὐσπλαχνία σου, ἀνευρίσκεται· καὶ ἂν ρίξεις τὸ βλέμμα σου σ’ αὐτήν, σώζεται· ἂν τὴν ἀκούσεις, ἐνισχύεται.Δεῖξε τὸν πόθο σου γι’ αὐτήν, διότι εἶναι μνηστή σου· καὶ μάλιστα ἐκεῖνος ποὺ τὴν ἀρραβώνιασε μ’ ἐσένα εἶναι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος· ὁ ὁποῖος εἶπε, ὅτι εἶσαι ἀθάνατος Θεὸς ζηλότυπος. Μὴν τὴν περιφρονήσεις, γιὰ νὰ μὴ νομίσει ὁ Ἐχθρός, ὅτι ἔχεις δώσει σ’ αὐτὴν διαζύγιο, καὶ ὅτι τὴν ἔδιωξες.
Παιδαγώγησε μέ, Δέσποτα, χάρη στοὺς οἰκτιρμούς σου, καὶ μὴ μὲ παραδώσεις στὰ χέρια τοῦ Καταστροφέα. Γιατί βλέπω ὅτι συγκέντρωσα τοὺς λογισμούς μου ἀπὸ παντοῦ, καὶ ὅμως δὲ βρίσκω νὰ παρουσιάσω κανένα καλὸ μπροστά σου, παρὰ μονάχα αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ἐκτὸς ἀπὸ σένα δὲ γνωρίζω ἄλλον Θεό. Ἡ χάρη τῶν ἰαμάτων σου ἔχει ἔκταση ἀμέτρητη· καὶ προσφέρει θεραπεία σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔρχονται σ’ ἐσένα. Καὶ μάλιστα τὰ τραύματά μου διαρκῶς τὰ θεραπεύουν οἱ οἰκτιρμοί σου, ἀλλὰ καὶ πάλι ἐρεθίζονται ἐξαιτίας τῆς ἀμέλειάς μου. Λοιπόν, τὸν καιρὸ τῆς ὑγείας μου ξέχασα τὸν γιατρό, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν καιρὸ τῆς ἀρρώστιας μου μὲ ξέχασε ὁ γιατρός. Ὅτι οἱ ἁμαρτίες μου σὲ ἐνοχλοῦν, τὸ ξέρω· καὶ ὅτι σὲ παροργίζω, παρόλο ποὺ μὲ ἐλέησες, δὲν τὸ ἀγνοῶ καὶ ὅτι μὲ ἀνέχεσαι χάρη στὴν εὐσπλαχνία σου, δὲν τὸ λησμονῶ· διότι κι ἂν ἀκόμη καταφρονεῖται ἀπὸ τὸ βρέφος τῆς μιὰ σπλαχνικὴ μητέρα, δὲν ἀντέχει νὰ ἀδιαφορήσει γι’ αὐτό, ἐπειδὴ νικιέται ἀπὸ τὴ στοργή της. Ἂν λοιπὸν ἐκείνη ἐκδηλώνεται ἔτσι, πόσο περισσότερο ἡ εὐσπλαχνία σου; Νά, λοιπόν, Δέσποτα· καὶ τοῦ πτηνοῦ ἡ ἀγάπη ξεχειλίζει γιὰ τὰ πουλάκια του, καὶ γι’ αὐτὸ κάθε στιγμὴ τὰ ἐπισκέπτεται, καὶ φέρνει τὴν τροφή τους, καὶ κοπιάζει γιὰ νὰ τὰ θρέψει· διότι νικιέται ἀπὸ τὴ στοργή του. Καὶ ἂν τὰ ἄλογα ζῶα συμβαίνει νὰ εἶναι τόσο σπλαχνικά, πόσο περισσότερο ἡ χάρη σου, ποὺ νικιέται ἄπειρες φορὲς ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία σου, θὰ ἐλεήσει αὐτοὺς ποὺ τὴν πλησιάζουν καὶ τὴν ζητοῦν εἰλικρινά. Νά, πάλι, μιὰ πηγὴ γεμάτη ἀπὸ νερά, ποὺ ἀναβρύζει ἀδιάκοπα, προσφέρει μὲ ἀφθονία ἀπὸ τὰ νερά της σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ τὴν πλησιάζουν, παρόλο ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων· διότι δὲν εἶναι ἔπαινός το νὰ προσφέρει δωρεὰν τὰ νερά της στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸ νὰ σὲ δοξάζει ὁ ἄνθρωπος διὰ μέσου αὐτῆς. Διότι εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἐκείνη προσφέρει τὰ νερὰ τῆς ἐξαιτίας τῆς εὐεργεσίας τῆς χάριτός σου. Εἰκονίζει δηλαδὴ ἡ πηγὴ τὸ ἄπειρο πέλαγος τῶν οἰκτιρμῶν σου. Πλουσιοπάροχα τρέφεις τὶς ἐπουράνιες ἀγγελικὲς δυνάμεις, καὶ συντηρεῖς κάθε ζωντανὴ ὕπαρξη πάνω στὴ γῆ, ἐνῶ δὲν Ἔχεις καμιὰ ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους καὶ ἀπὸ τὴ δόξα ὅλης της δημιουργίας σου. Εἶσαι γεμάτος ἀπὸ τὴ δόξα ποὺ ὑπάρχει μέσα στὴν οὐσία τῆς μεγαλοσύνης σου καὶ στὴ μεγαλοπρέπεια τῆς δόξης σου. Ἡ ἀγάπη σου ποθώντας τὴ σωτηρία μας, σκύβει μὲ συγκατάβαση σ’ ἐμᾶς, ὥστε ἐμεῖς δοξολογώντας τὴν νὰ σωθοῦμε, μένοντας σ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη καὶ βοηθούμενοι ἀπ’ αὐτή. Διότι εἶμαι βέβαιος ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη τῆς χάριτός σου στηρίζει καὶ δέχεται ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται σ’ αὐτήν. Καὶ καθὼς εἶσαι, Δέσποτα, προγνώστης, διακρίνεις, ἂν αὐτὸς ποὺ ἔρχεται σ’ ἐσένα πέταξε ἐντελῶς ἀπὸ πάνω του, σὰν ἔνδυμα, τὸν κόσμο. Πρὶν νὰ φτάσει αὐτὸς στὴ θύρα σου, τὴν ἀνοίγεις· πρὶν νὰ πέσει αὐτὸς νὰ σὲ παρακαλέσει, ἁπλώνεις τὸ χέρι σου νὰ τὸν δεχθεῖς· πρὶν νὰ χύσει αὐτὸς τὰ δάκρυα, ρίχνεις ἐπάνω του τοὺς οἰκτιρμούς σου· πρὶν νὰ ὁμολογήσει αὐτὸς τὰ χρέη τῶν ἁμαρτιῶν του, δίνεις τὴ συγχώρηση. Δὲν τὸν κατηγορεῖς δὲ λές· «Ποῦ σπατάλησες τὸ χρόνο τῆς ζωῆς σου; Πῶς πέρασες τὸν καιρό σου;». Δὲ ζητᾶς τὸ ποσὸ ἀπὸ τὸ γραμμάτιο τῶν ἁμαρτιῶν του, δὲν ὑπενθυμίζεις τὴν ὀργὴ πού σου προξένησε ἡ ἀμέλειά του· δὲν ἐλέγχεις τὴν περιφρόνηση τῶν εὐεργεσιῶν σου, ἀλλὰ γνωρίζοντας ἀπὸ πρὶν τὴν ταπείνωση καὶ τὸν κλαυθμὸ καὶ τὴ διάθεση τῆς καρδιᾶς, φωνάζεις· «Βγάλτε τὴν πρώτη στολὴ καὶ ντύστε τὸν σφάξτε τὸ θρεμμένο μοσχάρι γιὰ νὰ καλοφᾶμε καὶ νὰ χαροῦμε. Ἃς συναχθοῦν οἱ Ἄγγελοι καὶ ἃς χαροῦν γιὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ χαμένου γιοῦ καὶ γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ κληρονόμου ποὺ περιπλανήθηκε». Καὶ σὰν ἔμπορο, ποὺ γύρισε στὸν τόπο του μὲ πολὺ πλοῦτο, ἔτσι δέχεται ἡ χάρη σου τὸν ἁμαρτωλό, ποὺ ἔρχεται σ αὐτὴ μὲ ὅλη τὴν ψυχή του· διότι ποθεῖ νὰ δεῖ τὰ δάκρυα καὶ διψᾶ νὰ δεῖ τὴ μετάνοια καὶ χαίρεται γιὰ τὸ ζῆλο αὐτῶν ποὺ δείχνουν προθυμία γιὰ μετάνοια.
Δεῖξε λοιπὸν καὶ σ’ ἐμένα τὴν πολλή σου εὐσπλαχνία καὶ ἐλευθέρωσε μὲ ἀπὸ τὴν καταπίεση τοῦ Καταστροφέα· διότι, ἀφοῦ μὲ τραυμάτισε, στέκεται ἀπέναντί μου καὶ μὲ χλευάζει. Καὶ ὅπως στὴ θάλασσα, πλησίασαν οἱ μαθητὲς καὶ σὲ ξύπνησαν, καὶ μὲ τὴν εὐλογημένη φωνὴ τοῦ στόματός σου κόπασε ἡ ὁρμὴ τοῦ ἀνέμου καὶ ἡσύχασε ἡ ταραχὴ τῶν κυμάτων, ἄκουσε τὰ δάκρυά μου, διότι μέρα καὶ νύχτα σὲ ξυπνοῦν δώδεκα χρόνια προσπαθώντας ἄγρυπνα οἱ γιατροὶ δὲν μπόρεσαν νὰ θεραπεύσουν τὴ γυναίκα μὲ τὴν αἱμορραγία, ἀλλὰ ἀπεναντίας προξενοῦσαν σ’ αὐτὴ πόνο παρὰ θεραπεία· ὅσα ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ προσφέρουν ἐκεῖνοι, τὰ πρόσφερες ὁ Ἴδιος· καὶ ὅσα τὰ ἐρέθισαν ἐκεῖνοι, ὁ ἴδιος τα θεράπευσες καὶ χωρὶς κόπο πρόσφερες σὰν δῶρο τὴ θεραπεία διότι, νομίζοντας ἡ γυναίκα ὅτι εἶναι ἀπαρατήρητη ἀπὸ σένα, πλησίασε κρυφὰ τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός σου· πλησίασε, δὲν ἄγγιξε τὸ ἅγιο σῶμα σου, καὶ τὸ ἔνδυμά σου πρόσφερε σ’ αὐτὴν θεραπεία καὶ τέλεια ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς γιατρούς. Ἀπάλλαξε καὶ τὴ δική μου θλιμμένη ψυχὴ ἀπὸ τὴν ντροπὴ καὶ τὸ ὄνειδος τοῦ Ἐχθροῦ ποὺ μὲ θλίβει, εὔσπλαχνε Γιατρέ· δεῖξε στὰ μέλη μου τὴν πολλή σου σοφία, καὶ κᾶνε ἀμόλυντά τα τραύματά μου, καὶ βάλε σ’ αὐτὰ τὴν ὡραιότητα τῆς ἀρετῆς, καὶ ἃς κηρυχθεῖ ἡ θεία χάρη σου, ὅτι αὐτὴ μὲ ἔσωσε· ἀναμάρτητε Ἀμνέ, ποὺ σφαγιάσθηκες γιὰ τὴ σωτηρία τῆς οἰκουμένης καὶ εἰρήνευσες τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ μὴ μὲ ἀπομακρύνεις, ἐπειδὴ πλησίασα χωρὶς ντροπή, καὶ μὴ μοῦ πεῖς· «Τί ὑπέφερες ἐξαιτίας μου;». Κατὰ τὴ φοβερὴ καὶ φρικτὴ ἐκείνη μέρα θὰ πεῖς σ’ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς· «Ξέρετε τί ὑπέφερα γιὰ σᾶς; Ἐνῶ ἤμουν ἀόρατος, ἔγινα ὁρατὸς σ’ ἐσάς· ἐνῶ ἤμουν ἀθάνατος, καταδικάστηκα γιὰ σᾶς σὲ θάνατο ἐνῶ ἤμουν ἀναμάρτητος, δέχτηκα γιὰ σᾶς ραπίσματα καὶ ἔτσι, ἐνῶ μὲ σταύρωναν, δὲν ὀργίσθηκα, ἐνῶ μὲ χλεύαζαν, δὲν καταράσθηκα. Ἐγὼ ὁ Δεσπότης, ἐνῶ ἤμουν ξένος ἀπὸ ὅλα τα ἁμαρτήματα καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς κατηγορίες, τὰ ὑπέφερα αὐτὰ γιὰ σᾶς. Ἐσεῖς ποῦ ἤσασταν ἔνοχοι, τί ὑποφέρατε γιὰ μένα;». Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο δὲν ἔχει κανεὶς ἀπὸ μᾶς ἀπολογία.
Θυμήσου, Κύριε, ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέφερες γιὰ μᾶς, χάρη στὴ δική σου εὐσπλαχνία καὶ χάρη στὴ δική σου καλοσύνη καὶ δικαιοσύνη, καὶ ὄχι χάρη στὰ δικά μας σπουδαία ἔργα· διότι ὅπως παραδόθηκες τότε γιὰ μᾶς, ὁ ἅγιος, ὁ ἀναμάρτητος, καὶ τώρα, Δέσποτα, εἶσαι ὁ Ἴδιος, διότι δὲν ἄλλαξε ἡ εὐσπλαχνία τῆς θεότητάς σου, τὴν ὁποία ἔχεις σύμφωνη μὲ τὴν θεία φύση σου, ἐμεῖς ὅμως καὶ τότε ἤμασταν ἀσεβεῖς καὶ πονηροί, καὶ τώρα εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀδύναμοι. Τὴ δωρεὰ λοιπόν, ποὺ μᾶς πρόσφερες χάρη στὴν εὐσπλαχνία σου, μὴν τὴν ἀφαιρέσεις ἀπό μας· διότι, ἂν τότε μᾶς ἐλευθέρωσες ἐξαιτίας τῆς εὐσέβειάς μας, καὶ τώρα ἐπειδὴ ἁμαρτήσαμε, ὀργίζεσαι γι’ αὐτὸ καὶ ἀπομακρύνεις τὸ σπλαχνικό σου χέρι, εὔλογα θὰ ποῦμε, ἅγιε Θεέ, ὅτι τότε μᾶς ἐλευθέρωσες ἐξαιτίας τῆς εὐσέβειάς μας, καὶ τώρα ἀπεναντίας ἀπομακρύνθηκες ἀπό μας, ἐπειδὴ ἁμαρτήσαμε· ἀλλὰ ὅπως εἶπα προηγουμένως, ἐμεῖς καὶ τότε ἤμασταν ἀσεβεῖς καὶ τώρα εἴμαστε ἁμαρτωλοί· τὸ δῶρο λοιπὸν ποὺ μᾶς πρόσφερες χάρη στὴ φιλανθρωπία σου, ἃς μείνει σ’ ἐμᾶς ἀναφαίρετο ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας. Ἐγὼ ὡστόσο, μιὰ θλιμμένη ψυχή, ἀδιάκοπα κραυγάζω σ’ ἐσένα, Δέσποτα, καὶ ἀναγκάζομαι γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ Ἐχθροῦ μου νὰ παρακαλῶ ἐσένα· δές, Δέσποτα, καὶ γίνε καταφυγή μου, καὶ ἐπιτίμησε τοὺς ληστές του, διότι κάθε ὥρα μὲ ταράζουν καὶ δὲν τὸ ἀντιλαμβάνομαι, μὲ ἐξαπατοῦν καὶ δὲν τὸ γνωρίζω, μὲ κάνουν νὰ ρεμβάζω, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἔρχομαι σὲ κατάνυξη, μοῦ φέρνουν ἐμπόδια, γιὰ νὰ μὴν μπορέσω νὰ σὲ παρακαλέσω, διότι ξέρουν καλά, ὅτι ἂν κραυγάσω πρὸς ἐσένα μὲ δάκρυα καὶ κλαυθμό, δὲ θὰ μὲ ἐγκαταλείψεις. Ἀλίμονο, πόσο φοβερὸ ἀντίπαλο ἔχω στὸ ἀγώνισμά μου! Ἀλλά, εἶμαι μακάριος, ποὺ ἔχω τόσο μεγάλο λυτρωτὴ καὶ μισθαποδότη στὸν ἀγώνα μου. Τὸ φίδι, ποὺ λέγεται βασιλίσκος, εἶναι φοβερὸ καὶ στὸ βλέμμα καὶ στὸ δηλητήριο, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ Δράκοντας, εἶναι πονηρότερος ἀπ’ αὐτὸ τὸ φίδι καὶ στὰ δύο, στὴν πάλη καὶ στὴν ἀδιαντροπιά· ὅμως ἐσὺ ἡ ἁγία δύναμη, ποὺ κατέπιες τὶς ράβδους οἱ ὁποῖες μεταβλήθηκαν σὲ φίδια, ἐπιτίμησε καὶ αὐτὸν τὸν Δράκοντα, διότι ἔρχεται μὲ ἀδιαντροπιά, ἀλλὰ ἡ ἀδιαντροπιὰ τῆς πάλης τοῦ ἑτοιμάζει θησαυρὸ σ’ αὐτοὺς ποὺ ὑπομένουν, καὶ ἡ θλίψη ποὺ προξενοῦν οἱ ἀπειλὲς τοῦ ἔχει μέσα της κρυμμένο μακαρισμό· διότι ἡ χαρὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς εἶναι γεμάτη ἀπὸ λύπη· ἐνῶ ἡ θλίψη καὶ ὁ στεναγμὸς προξενοῦν χαρὰ καὶ αἰώνια ζωή.
Πάντοτε ἤμουν ἀσθενὴς καὶ ἀσθενῶ, Δέσποτα, ἀλλὰ διαρκῶς μὲ ἐπισκέπτεται ἡ χάρη σου καὶ μὲ θεραπεύει· παρόλα αὐτὰ κάθε ὥρα παραμέλησα καὶ παραμελῶ τὴν ἀνταμοιβὴ γιὰ τὶς θεραπεῖες πού μου ἔκανε αὐτή. Ἐπειδὴ εἶναι ἀνεκτίμητες οἱ θεραπεῖες τῆς χάριτός σου, τὶς προσφέρεις δωρεάν, καὶ ἐπειδὴ τὶς χαρίζεις διὰ μέσου των δακρύων, χάρισε καὶ σ’ ἐμένα διὰ μέσου των δακρύων τὶς θεραπεῖες τῆς ψυχῆς μου.
Εἶναι σὲ ὅλους φανερὸ ὅτι ἡ ζωὴ αὐτὴ μοιάζει μὲ ἀγώνισμα, καὶ ὅτι ὁ ἰσχυρὸς Δράκοντας ἀγωνίζεται ἐνάντια σὲ ὅλους. Κάποιοι βέβαια τὸν νικοῦν καὶ τὸν ποδοπατοῦν, κάποιους ἄλλους ὅμως τοὺς νικᾶ καὶ τοὺς ποδοπατεῖ· κάποιοι τὸν ρίχνουν κάτω καὶ τὸν χλευάζουν, κάποιους ἄλλους ὅμως τοὺς ρίχνει κάτω αὐτὸς καὶ τοὺς χλευάζει· ἄλλοι μὲ τὴν πάλη τοῦ παίρνουν τὸ στεφάνι τῆς νίκης, καὶ ἄλλοι μὲ τὴν πάλη τοῦ νικῶνται· ἄλλοι μὲ τὴν πικρότητά του κερδίζουν τὴ γλυκύτητα τῆς αἰώνιας ζωῆς, καὶ ἄλλοι μὲ τὴ γλυκύτητα καὶ τὴ χαυνότητα ποὺ τοὺς προσφέρει συναντοῦν τὴν πικρότητα τῆς αἰώνιας κόλασης· ἄλλοι μὲ τὴν τέλεια ἀκτημοσύνη τοὺς εὔκολα τὸν νικοῦν, καὶ ἄλλους τοὺς νικᾶ αὐτὸς μὲ τὴν ἀπόκτηση τῶν γήινων πραγμάτων· γι’ αὐτοὺς πάλι ποὺ ποθοῦν τὸν Θεὸ μὲ ὅλη τὴ δύναμή της. ψυχῆς τους, ὁ πόλεμός του δὲν ἔχει καμιὰ δύναμη· ἐνῶ γι’ αὐτοὺς ποὺ ποθοῦν τὸν κόσμο εἶναι δύσκολος καὶ ἀβάσταχτος.
[…]
Αὐτὰ νὰ σκέφτεσαι καὶ μέσα σ’ αὐτὰ νὰ στρέφεται ὁ νοῦς σου, καὶ θὰ εἶσαι παιδὶ τοῦ Δεσπότου Θεοῦ, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καὶ Σωτήρα μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ· σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ ἐξουσία, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.