αρχείο λήψης (1)Σ’ ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ζοῦν τὴ μοναχικὴ ζωὴ ἀληθινά, εἶναι δυσάρεστη ὄχι μονάχα ἡ συναναστροφὴ μὲ τοὺς πολλούς, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, γιατί αὐτὸ διακόπτει τὴ συνέχεια τῆς πανευφρόσυνης ἐπικοινωνίας μὲ τὸ Θεὸ καὶ σχίζει στὰ δύο καὶ κάποτε σὲ πολλὰ μέρη τὸ ἑνιαῖο του νοῦ, τὸ ὁποῖο συγκροτεῖ τὸν ἔσω καὶ ἀληθινὸ Μοναχό.

Γι’ αὐτὸ καὶ κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες, ὅταν ἐρωτήθηκε γιατί ἀποφεύγει τοὺς ἀνθρώπους, ἀποκρίθηκε ὅτι «δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι μὲ τὸ Θεὸ ὅταν συναναστρέφομαι μὲ τοὺς ἀνθρώπους». Ἄλλος πάλι, μιλώντας γι’ αὐτὰ ἀπὸ τὴν πείρα του, θεωρεῖ ὄχι μόνο τὴ συναναστροφή, ἀλλὰ καὶ τὴ θέα τῶν ἀνθρώπων, ὡς αἰτία ποὺ μπορεῖ νὰ διαφθείρει τὴ σταθερότητα τῆς νοερῆς ἠρεμίας τῶν ἡσυχαστῶν. Ἂν δὲ κανεὶς ἐξετάσει μὲ ἀκρίβεια, καὶ μόνο ἡ σκέψη τοῦ ἐρχομοῦ κάποιου καὶ ἡ ἀναμονὴ τῆς ἐπισκέψεως καὶ τῆς συνομιλίας δὲν ἀφήνει τελείως ἀτάραχό το νοητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς.

Ἐκεῖνος τώρα ποὺ γράφει καὶ λόγους, φορτώνει τὸ νοῦ του μὲ ἀκόμη πιὸ ἔντονη μέριμνα. Κι ἂν εἶναι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν προκόψει στὴν ἀρετὴ καὶ ἔχει, λόγω ψυχικῆς ὑγείας, καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴν ἔχει ἐνεργητικὴ καὶ ὅταν γράφει, ἀλλὰ πάντως ὄχι μὲ ἄμεσο καὶ γνήσιο τρόπο. Ἂν ὅμως εἶναι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ πέφτουν ἀκόμη σὲ πολλὰ νοσήματα καὶ πάθη τῆς ψυχῆς, ὅπως πράγματι εἶμαι ἐγώ, κι ἔχουν ἀνάγκη νὰ φωνάζουν συνεχῶς στὸ Θεὸ «γιάτρεψε μέ, γιατί ἁμάρτησα σ’ Ἐσένα»(Ψάλμ. 40, 5), αὐτοὶ δὲν εἶναι εὔλογο πρὶν ἀπὸ τὴ θεραπεία τοὺς ν’ ἀφήσουν τὴ δέηση καὶ ν’ ἀσχοληθοῦν μὲ ὀ,τιδήποτε ἄλλο θεληματικά.

Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, μὲ τὰ γραπτά του κανεὶς συνομιλεῖ καὶ μὲ τοὺς ἀποντες, καὶ μεταδίδει τὴν ὁμιλία σὲ περισσότερους καιροὺς καὶ ἀνθρώπους, κάποτε καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲ θὰ ἤθελε, ἀφοῦ τὰ κείμενα παραμένουν καὶ μετὰ τὸ θάνατο ἐκείνου ποὺ τὰ ἔγραψε. Γι’ αὐτὸ πολλοὶ Πατέρες, κορυφαῖοι ἡσυχαστές, δὲ θέλησαν νὰ γράψουν τίποτε, ἂν καὶ μποροῦσαν νὰ ἐκθέσουν σπουδαία καὶ ὠφελιμότατα πράγματα.

Ἐγώ, ἂν καὶ ἀπέχω πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν ἀκρίβεια ἐκείνων, συνήθιζα νὰ γράφω, ἀλλὰ ὅταν ὑπῆρχε ἐπείγουσα ἀνάγκη. Τώρα ὅμως μ’ ἔκαναν διστακτικότερο καὶ σ’ αὐτὸ ἐκεῖνοι ποὺ εἶδαν μὲ φθονερὰ μάτια μερικὰ γραπτά μου, ζητώντας ἀπ’ αὐτὰ ἀφορμὲς νὰ μὲ βλάψουν. Αὐτοί, σύμφωνα μὲ τὸν Μέγα Διονύσιο, προκαταλαμβάνονται ἐμπαθὼς ἀπὸ τὰ ψηφία καὶ τὶς χωρὶς νόημα γραμμὲς καὶ ἀπὸ συλλαβὲς καὶ λέξεις ἄγνωστες ποὺ δὲ φτάνουν στὸ νοερὸ μέρος τῆς ψυχῆς τους.

Κι εἶναι πράγματι παράλογο καὶ κακὸ καὶ ὁλότελα ἀνάρμοστο σ’ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ νοοῦν τὰ θεία, τὸ νὰ μὴν προσέχουν στὴν ἔννοια τοῦ περιεχομένου, ἀλλὰ στὶς λέξεις. Ἐγὼ γνωρίζω καλὰ πὼς δέχθηκα δικαίως τὶς κατηγορίες τους. Ὄχι ὅτι δὲν ἔγραφα σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες. Αὐτὸ μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ τὸ φύλαξα στὰ γραπτά μου· ἀλλὰ ὅτι ἔγραψα γιὰ πράγματα, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἤμουν ἄξιος καί, παρόμοια μὲ τὸν Ὀζὰ(Β΄ Βασ. 6, 6-7), ἐπιχείρησα μὲ τὸ λόγο νὰ κρατήσω τὸ ὄχημα τῆς ἀλήθειας ποὺ κινδύνευε νὰ ἀνατραπεῖ.

Βέβαια, ἡ τιμωρία ποὺ ἐγὼ δέχθηκα ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲν ἦταν σὲ βαθμὸ ὀργῆς, ἀλλὰ παιδαγωγίας μὲ μέτρο. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν παραχωρήθηκε νὰ ὑπερισχύσουν ἐναντίον μου οἱ ἐπιτιθέμενοι. Ἀλλὰ κι αὐτὸ μᾶλλον ὀφείλεται στὴν ἀναξιότητά μου. Δὲν ἤμουν φαίνεται ἄξιος οὔτε ἱκανὸς νὰ πάθω τίποτε γιὰ χάρη τῆς ἀλήθειας καὶ νὰ γίνω μὲ χαρὰ συγκοινωνὸς τῶν παθημάτων τῶν Ἁγίων.

Μήπως καὶ ὁ Χρυσόστομος, ποὺ ἀπὸ αὐτὴν ἀκόμη τὴ ζωὴ ἦταν ἑνωμένος μὲ τὴν Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων στοὺς οὐρανοὺς καὶ ποὺ ἔγραφε λόγους γιὰ τὴν εὐσέβεια μὲ ἐγκυρότητα, σαφήνεια καὶ γλυκύτητα ὅσο κανείς, μήπως λοιπὸν κι αὐτὸς ὁ τόσο μέγας δὲν ἀποκόπηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν καταδικάστηκε σὲ ἐξορία, γιατί δῆθεν ἔγραφε καὶ φρονοῦσε τὴν αἵρεση τοῦ Ὠριγένη; Καὶ ὁ Πέτρος, ὁ κορυφαῖος του κορυφαίου χοροῦ τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, λέει ὅτι οἱ τότε ἀμαθεῖς διαστρέβλωναν τὰ δυσνόητα σημεῖα τῶν ἐπιστολῶν τοῦ μεγάλου Παύλου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγοῦνται στὴν ἀπώλεια(Β΄ Πέτρ. 3, 16).

Ἐγὼ δέ, γιὰ τὴ μικρὴ ἐνόχληση πού μου προξένησαν οἱ ἀντίπαλοι, ἂν καὶ καταδικάστηκαν συνοδικῶς, εἶχα σκοπὸ νὰ πάψω τελείως νὰ γράφω, ἂν ἐσὺ τώρα, ἁγία Γερόντισσα, δὲν τὸ ζητοῦσες ἀκούραστα μὲ παρακλητικὰ γράμματα καὶ μηνύματα, ἕως ὅτου μὲ ἔπεισες νὰ καταπιαστῶ πάλι μὲ συμβουλευτικοὺς λόγους. Ἂν καὶ ἐσὺ δὲν ἔχεις μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ συμβουλές, γιατί ἔχεις, μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὴ γεροντικὴ ἡλικία καὶ τὸ σεβασμὸ τῆς συνέσεως, κι ἔχεις διαβάσει τὸ νόμο τῶν ἱερῶν ἐντολῶν μὲ πολυετῆ ἐφαρμογή, μοιράζοντας κατάλληλα τὴ ζωή σου στὴν ὑπακοὴ καὶ στὴν ἡσυχία.

Μὲ αὐτὰ λείανες τὴν πλάκα τῆς ψυχῆς σου καὶ τὴν ἔκανες κατάλληλη νὰ χαραχθοῦν πάνω της τὰ θεϊκὰ γράμματα καὶ νὰ μὴ σβήσουν. Ἀλλὰ τέτοια εἶναι ἡ ψυχὴ ποὺ κυριεύτηκε ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὸν πόθο τῆς πνευματικῆς διδασκαλίας· δὲν τὴν χορταίνει ποτέ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ λέει γιὰ τὸν ἑαυτό της: «Ὅσοι μὲ τρῶνε, θὰ πεινάσουν κι ἄλλο»(Σ. Σειρὰχ 24, 21). Καὶ ὁ Κύριος ποὺ βάζει μέσα μας αὐτὸν τὸν πόθο, λέει γιὰ τὴ Μαρία ποὺ διάλεξε τὴν “ἀγαθὴ μερίδα”, ὅτι δὲν πρόκειται νὰ τῆς ἀφαιρεθεῖ(Λουκ. 10, 42).

Ἐσὺ χρειάζεσαι ἐπιπλέον τὴ διδασκαλία αὐτὴ καὶ γιὰ τὶς θυγατέρες τοῦ Μεγάλου Βασιλέως, τὶς μοναχὲς δηλαδή, ποὺ ζοῦν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματική σου παιδαγωγία, καὶ μάλιστα γιὰ τὴ Σύνεση, τὴν ὁποία ποθεῖς νὰ δώσεις νύμφη ἀπὸ τὸ γένος σου στὸ Χριστό, τὸ χορηγό της ἀφθαρσίας. Αὐτὸν μιμήθηκες κι ἐσύ· ὅπως δηλαδὴ Αὐτὸς πῆρε πραγματικὰ γιὰ χάρη μᾶς τὴ δική μας μορφή, ἔτσι κι ἐσὺ τώρα ὑποδύθηκες τὸ πρόσωπο τῶν ἀρχαρίων ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ διδασκαλία.

Γι’ αὐτὸ κι ἐγώ, ἂν καὶ δὲν ἔχω εὐχέρεια στοὺς λόγους, καὶ εἰδικὰ σὲ τέτοιους λόγους, ἀλλὰ γιὰ νὰ κάνω ὑπακοὴ καὶ νὰ τηρήσω τὴν ἐντολὴ «Σ’ ὅποιον σου ζητάει κάτι, νὰ τὸ δώσεις»(Ματθ. 5, 42), ἀπὸ ὅ,τι τώρα ἔχω, θὰ ἐκπληρώσω τὸ χρέος τῆς κατὰ Χριστὸν ἀγάπης, γιὰ νὰ δείξω τὴν καλὴ πρόθεσή μου.

Νὰ ξέρεις λοιπόν, ἁγία Γερόντισσα, ἢ μᾶλλον ἄκουσε σὺ γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν oι νέες ποὺ διάλεξαν τὴν κατὰ Θεὸν ζωή, ὅτι ὑπάρχει καὶ θάνατος τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία εἶναι φύσει ἀθάνατη. Ἔτσι λέει ὁ Θεολόγος, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ: «Ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ ἐπιφέρει θάνατο καὶ ἄλλη ποὺ δὲν ἐπιφέρει»(Ἃ΄ Ἰω. 5, 16-17)· ἐδῶ ἐννοεῖ ὁπωσδήποτε τὸ θάνατο τῆς ψυχῆς.

Καὶ ὁ μέγας Παῦλος λέει: «Ἡ κατὰ κόσμον λύπη προκαλεῖ θάνατο»(Β΄ Κορ. 7, 10)· ἐννοεῖ φυσικά το θάνατο τῆς ψυχῆς. Κι ἄλλου λέει: «Ξύπνα ἐσὺ ποὺ κοιμᾶσαι, ἀναστήσου ἀπὸ τοὺς νεκρούς, κι ὁ Χριστὸς θὰ σὲ φωτίσει»(Ἔφ. 5, 14). Ἀπὸ ποιοὺς νεκροὺς προστάζει νὰ ἀναστηθεῖ; Ὁπωσδήποτε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ νεκρώθηκαν ἀπὸ τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες, οἱ ὁποῖες μάχονται κατὰ τῆς ψυχῆς(Ἃ΄ Πέτρ. 2, 11). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ὀνόμασε νεκρούς, ἐκείνους ποὺ ζοῦν στὸν μάταιο αὐτὸν κόσμο. Γιατί δὲν ἔδωσε ἄδεια στὸ μαθητὴ ποὺ τοῦ ζήτησε νὰ πάει νὰ θάψει τὸν πατέρα του, ἀλλὰ τὸν διέταξε νὰ Τὸν ἀκολουθεῖ, καὶ νὰ ἀφήσει τοὺς νεκροὺς νὰ θάβουν τοὺς νεκρούς τους(Ματθ. 8, 22). Νεκροὺς ἐδῶ ὀνόμασε ὁ Κύριος καὶ τοὺς ζωντανοὺς ποὺ εἶναι νεκρωμένοι στὴν ψυχή.

Ὅπως δηλαδὴ ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα εἶναι θάνατος τοῦ σώματος, ἔτσι κι ὁ χωρισμὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ψυχή, εἶναι θάνατος τῆς ψυχῆς. Κι ὁ πραγματικὸς θάνατος εἶναι αὐτός, ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς. Αὐτὸν τὸ θάνατο ἐννοοῦσε μὲ τὴν ἐντολή Του στὸν Παράδεισο ὁ Θεός, ὅταν ἔλεγε στὸν Ἀδάμ: «Τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ φᾶς ἀπὸ τὸ ἀπαγορευμένο δένδρο, θὰ δοκιμάσεις τὸ θάνατο»(Γέν. 2, 17).

Τότε μὲ τὴν παράβαση θανατώθηκε ἡ ψυχὴ τοῦ Ἀδάμ, καθὼς χωρίστηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ἐνῶ κατὰ τὸ σῶμα ἐξακολούθησε νὰ ζεῖ μέχρι τὴν ἡλικία τῶν ἐννιακοσίων τριάντα ἐτῶν(Γέν. 5, 5). Ἀλλὰ ὁ θάνατος ποὺ ἐπικράτησε στὴν ψυχὴ λόγω τῆς παραβάσεως, ὄχι μονάχα ἀχρειώνει τὴν ψυχὴ καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἐπικατάρατο, ἀλλὰ κάνει καὶ τὸ σῶμα πολύμοχθο καὶ πολυπαθὲς καὶ φθαρτὸ καὶ στὸ τέλος τὸ παραδίνει στὸ θάνατο.

Γιατί τότε, μετὰ τὴ νέκρωση δηλαδὴ τοῦ ἔσω ἀνθρώπου ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως, ἄκουσε ὁ χοϊκὸς Ἀδὰμ ὅτι «θὰ εἶναι καταραμένη ἡ γῆ καὶ θὰ τὸ δείχνει στὰ διάφορα ἔργα σου· θὰ σοῦ φυτρώνει ἀγκάθια καὶ τριβόλια, καὶ μὲ τὸν ἱδρώτα τοῦ προσώπου σου θὰ τρῶς τὸ ψωμί σου, ὡς τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἐπιστρέψεις στὴ γῆ, ἀπὸ τὴν ὁποία σχηματίστηκες· γιατί γῆ εἶσαι, καὶ στὴ γῆ θὰ γυρίσεις»(Γέν. 3, 17-19).

Στὴ μέλλουσα ἐκείνη νέα γέννησή μας, κατὰ τὴν ἀνάσταση τῶν δικαίων, θὰ ἀναστηθοῦν καὶ τὰ σώματα τῶν ἀνόμων καὶ ἁμαρτωλῶν, ἀλλὰ γιὰ νὰ παραδοθοῦν στὸ δεύτερο θάνατο(Ἀποκ. 20, 14), στὴν αἰώνια κόλαση, στὸν ἀκοίμητο σκώληκα(Μάρκ. 9, 44), στὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν, στὸ ἐξώτερο καὶ ψηλαφητὸ σκοτάδι(Ματθ. 8, 12), στὴ σκοτεινὴ καὶ ἄσβεστη γέεννα τοῦ πυρὸς(Ματθ. 5, 22), σύμφωνα μὲ τὸν Προφήτη ποὺ λέει ὅτι οἱ ἄνομοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ ριχτοῦν μαζί σε φωτιά, ποὺ κανεὶς δὲ θὰ μπορεῖ νὰ σβήσει(Ἡσ. 1, 31).

Αὐτὸ εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος, ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψη. Ἄκουε ἀκόμη τί λέει καὶ ὁ μέγας Παῦλος: «Ἂν ζεῖτε σαρκικά, σᾶς περιμένει θάνατος· ἂν ὅμως νεκρώνετε μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος τὶς ἁμαρτωλὲς τάσεις σας, θὰ ζήσετε»(Ρωμ. 8, 13). Ἐδῶ μιλᾶ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο κατὰ τὸν μέλλοντα αἰώνα· ζωὴ λέει τὴν ἀπόλαυση τῆς αἰώνιας βασιλείας καὶ θάνατο τὴν αἰώνια κόλαση.

Ἡ παράβαση λοιπὸν τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ γίνεται πρόξενος κάθε θανάτου, καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ σ’ ἐκείνη τὴν ἀτελεύτητη κόλαση. Αὐτὸς εἶναι ὁ καθεαυτοὺ θάνατος, νὰ διαζευχθεῖ ἡ ψυχὴ τὴ θεία χάρη καὶ νὰ συζευχθεῖ τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸς ὁ θάνατος εἶναι γιὰ τοὺς συνετοὺς ὁ πράγματι φρικτὸς καὶ ἀποκρουστικός. Αὐτὸς εἶναι, σ’ ἐκείνους ποὺ ξέρουν νὰ ἐκτιμοῦν τὰ πράγματα, πιὸ φρικτὸς κι ἀπὸ τὴν τιμωρία στὴ γέεννα.

Κι αὐτὸν ἃς ἀποφύγομε κι ἐμεῖς μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη. Ἃς πετάξομε καὶ ἃς παραμερίσομε καὶ ἃς ἀπαρνηθοῦμε τὰ πάντα, κατὰ τὶς σχέσεις καὶ τὶς πράξεις καὶ τὰ θελήματα, ὅσα μᾶς ἀπομακρύνουν καὶ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ συγκροτοῦν αὐτὸν τὸ θάνατο. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ φοβήθηκε αὐτὸν τὸ θάνατο καὶ φυλάχθηκε ἀπ’ αὐτόν, δὲ θὰ φοβηθεῖ τὸ θάνατο τοῦ σώματος ὅταν ἔρθει, ἀφοῦ θὰ ἔχει μέσα του ἔνοικο τὴν ἀληθινὴ ζωή, ἡ ὁποία μὲ τὸ σωματικὸ θάνατο γίνεται πιὰ ἀναφαίρετη.

Ὅπως λοιπὸν ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ κυρίως θάνατος, ἔτσι καὶ ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ κυρίως ζωή. Ζωὴ τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἕνωση μὲ τὸ Θεό, ὅπως ἀκριβῶς ζωὴ τοῦ σώματος εἶναι ἡ ἕνωση μὲ τὴν ψυχή. Καὶ ὅπως μὲ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς ἡ ψυχὴ χωρίστηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ θανατώθηκε, ἒ’τσὶ μὲ τὴν ὑπακοὴ στὴν ἐντολὴ ἑνώνεται πάλι μὲ τὸ Θεὸ καὶ ζωοποιεῖται. Γι’ αὐτὸ λέει ὁ Κύριος στὰ Εὐαγγέλια: «Τὰ λόγια ποὺ λέω ἐγώ, εἶναι πνεῦμα καὶ εἶναι ζωὴ»(Ἰω. 6, 63). Τὸ ἴδιο ἔλεγε στὸν Κύριο καὶ ὁ Πέτρος, ποὺ τὸ ἔμαθε ἀπὸ τὴν πείρα: «Ἔχεις λόγια τῆς αἰώνιας ζωῆς»(Ἰω. 6, 68). Τὰ λόγια ὅμως αὐτὰ ὁδηγοῦν στὴν αἰώνια ζωὴ ὅσους ὑπακοῦνε, ἐνῶ γιὰ ὅσους παρακοῦνε, αὐτὴ ἡ ἐντολὴ τῆς ζωῆς γίνεται αἰτία θανάτου(Ρωμ. 7, 10).

Ἔτσι καὶ οἱ Ἀπόστολοι, ἐνῶ ἦταν “εὐωδία Χριστοῦ”, γιὰ ἄλλους ἦταν ὀσμὴ θανάτου ποὺ δίνει θάνατο, ἐνῶ γιὰ ἄλλους ὀσμὴ ζωῆς ποὺ δίνει ζωὴ(Β΄ Κορ. 2, 15-16). Ἡ ζωὴ πάλι αὐτή, δὲν εἶναι ζωὴ μόνο της ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ τοῦ σώματος, ἀφοῦ μὲ τὴν ἀνάσταση τὸ ἀθανατίζει κι αὐτό. Καὶ δὲ λυτρώνει τὸ σῶμα μονάχα ἀπὸ τὴ θνητότητα, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸ θάνατο ποὺ ποτὲ δὲ λήγει, δηλαδὴ τὴ μέλλουσα ἐκείνη κόλαση, χαρίζοντας καὶ σ’ αὐτὸ τὴν αἰώνια ἐν Χριστῷ ζωή, τὴ δίχως πόνο, δίχως νόσους, δίχως λύπη, τὴν πράγματι ἀθάνατη.

Ὅπως στὸ θάνατο τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ στὴν παράβαση καὶ τὴν ἁμαρτία, ἐπακολούθησε ὁ θάνατος τοῦ σώματος καὶ ἡ διάλυσή του σὲ γῆ καὶ ἡ μετατροπή του σὲ χῶμα, καὶ στὸ σωματικὸ θάνατο ἐπακολούθησε ἡ καταδίκη της ψυχῆς στὸν ἅδη, ἔτσι στὴν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὸ Θεὸ μὲ τὴν ὑπακοὴ στὶς θεῖες ἐντολές, θὰ ἀκολουθήσει ὕστερα ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματος ποὺ θὰ ἑνωθεῖ πάλι μὲ τὴν ψυχή.

Καὶ στὴν ἀνάσταση αὐτὴ θὰ ἀκολουθήσει ἡ πραγματικὴ ἀφθαρσία καὶ ἡ αἰώνια ζωὴ μὲ τὸ Θεὸ ὅσων τὴν ἀξιωθοῦν, ἀφοῦ ἀπὸ σαρκικοὶ θὰ γίνουν πνευματικοὶ καὶ θὰ ζοῦν στὸν οὐρανὸ σὰν ἄγγελοι, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος: «Θὰ μᾶς ἁρπάξουν τὰ σύννεφα γιὰ νὰ ὑποδεχτοῦμε στὸν ἀέρα τὸν Κύριο ποὺ θὰ ἔρχεται, κι ἔτσι θὰ εἴμαστε πάντοτε μαζὶ μὲ τὸν Κύριο»(Ἃ΄ Θεσ. 4, 17). Ὅπως δηλαδὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ φιλανθρωπία, πέθανε σωματικὰ καὶ χωρίστηκε ἡ ψυχή Του ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ δὲ χωρίστηκε ἀπὸ αὐτὸ ἡ θεότητά Του —γι’ αὐτὸ καὶ ἀφοῦ ἀνάστησε τὸ σῶμα Του, τὸ πῆρε μαζί Του στὸν οὐρανὸ μὲ δόξα—, ἔτσι κι ἐκεῖνοι ποὺ ἔζησαν ἐδῶ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Καθὼς δηλαδή, ὅταν ἀποχωρίζονται τὸ σῶμα τους, δὲ χωρίζονται ἀπὸ τὸ Θεό, στὴν ἀνάσταση θὰ πάρουν μαζὶ καὶ τὸ σῶμα τοὺς κοντὰ στὸ Θεό, εἰσερχόμενοι μὲ ἀνέκφραστη χαρὰ ἐκεῖ ὅπου εἰσῆλθε ὡς πρόδρομος γιὰ χάρη μᾶς ὁ Ἰησοῦς(Ἑβρ. 6, 20), γιὰ νὰ ἀπολαμβάνουν μαζί Του τὴ δόξα ποὺ μέλλει νὰ φανερωθεῖ(Ἃ΄ Πέτρ. 5, 1). Καὶ δὲ θὰ μετάσχουν μονάχα στὴν ἀνάστασή Του, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀνάληψή Του καὶ σὲ ὅλη τὴ θεόμορφη ζωή Του. Δὲ θὰ γίνει ὅμως τὸ ἴδιο καὶ μ’ ἐκείνους ποὺ ἔζησαν ἐδῶ σαρκικὰ καὶ στὴν ὥρα τοῦ θανάτου βρέθηκαν νὰ μὴν ἔχουν καμία κοινωνία μὲ τὸ Θεό. Γιατί, ἂν καὶ ὅλοι θ’ ἀναστηθοῦν, ἀλλὰ ὁ καθένας στὴν ἀνάλογη τάξη, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος(Ἃ΄ Κορ. 15, 23).

Ἐκεῖνος ποὺ θανάτωσε ἐδῶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος τὶς πράξεις τοῦ σώματος(Ρωμ. 8, 13), θὰ ζήσει ἐκεῖ τὴ θεϊκὴ καὶ αἰώνια ζωὴ μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ τὰ πάθη θανάτωσε ἐδῶ το πνεῦμα του, ἐκεῖ —ἀλοίμονο— θὰ καταδικαστεῖ μαζὶ μὲ τὸ διάβολο, τὸ δημιουργὸ καὶ πρόξενο τῆς κακίας, καὶ θὰ παραδοθεῖ στὴν ἀβάσταχτη καὶ ἀσύλληπτη ἀπὸ τὸ νοῦ κόλαση, πράγμα ποὺ εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος(Ἀποκ. 20, 14), ὁ μόνιμος.

Ποῦ ἔλαβε ἀρχὴ ὁ πραγματικὸς θάνατος ποὺ προξένησε καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα τόσο τὸν πρόσκαιρο, ὅσο καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο; Ὄχι στὸν τόπο τῆς ζωῆς; Γι’ αὐτὸ καὶ εὐθὺς ἀμέσως —ἀλοίμονο— ὁ ἄνθρωπος καταδικάστηκε σὲ ἐξορία ἀπὸ τὸν Παράδεισο τοῦ Θεοῦ, γιατί ἔκανε τὴ ζωὴ τοῦ θανατηφόρο καὶ ἀκατάλληλη γιὰ τὸ θεῖο Παράδεισο. Ὥστε καὶ ἡ ἀληθινὴ ζωή, ἡ ὁποία καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα προξενεῖ τὴν ἀθάνατη καὶ ἀληθινὴ ζωή, θὰ λάβει τὴν ἀρχὴ τῆς ἐδῶ, στὸν τόπο τοῦ θανάτου· κι ὅποιος δὲ σπεύδει νὰ τὴν κάνει ἐδῶ κτῆμα τῆς ψυχῆς του, ἃς μὴν ξεγελᾶ τὸν ἑαυτό του μὲ κούφιες ἐλπίδες ὅτι θὰ τὴ λάβει ἐκεῖ. Οὔτε νὰ ἐλπίζει ὅτι θὰ λάβει τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ἐκείνη τὴν ὥρα· γιατί τότε εἶναι καιρὸς ἀνταποδόσεως καὶ ἐκδικήσεως(Ἱερ. 28, 6) καὶ ὄχι συμπάθειας καὶ φιλανθρωπίας.

Τότε εἶναι καιρὸς φανερώσεως θυμοῦ καὶ ὀργῆς καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ(Ρωμ. 2, 5)· καιρὸς ποὺ θὰ φανεῖ τὸ δυνατὸ θεῖο χέρι νὰ κινεῖται γιὰ νὰ κολάσει τοὺς ἀπειθεῖς. Ἀλοίμονο σ’ αὐτὸν ποὺ θὰ πέσει στὰ χέρια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ(Ἑβρ. 10, 31), ἀλοίμονο σ’ αὐτὸν ποὺ θὰ δοκιμάσει ἐκεῖ το θυμὸ τοῦ Κυρίου καὶ δὲν ἔχει γνωρίσει ἀπὸ ἐδῶ, μέσω τοῦ θείου φόβου, τὴ δύναμη τῆς ὀργῆς Του καὶ δὲν προεξασφάλισε μὲ τὰ ἔργα τοῦ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιώντας ὅπως πρέπει τὸν τωρινὸ καιρό.

Γι’ αὐτὸ πράγματι μᾶς παραχώρησε καὶ τὴ ζωὴ αὐτὴ ὁ Θεός, δίνοντάς μας τόπο μετάνοιας. Γιατί ἂν δὲν ἦταν ἔτσι, εὐθὺς μὲ μία ἁμαρτία τοῦ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔχανε καὶ τὴ ζωὴ τοῦ αὐτή· τί ὄφελος θὰ εἶχε πιὰ ἀπὸ αὐτήν; Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀπελπισία δὲν ἔχει καμία θέση ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἂν καὶ ὁ πονηρὸς μὲ διάφορους τρόπους τὴν ὑποβάλλει, ὄχι μόνον σ’ ἐκείνους ποὺ ζοῦν μὲ ἀδιαφορία, ἀλλὰ κάποτε καὶ στοὺς ἀγωνιστές.

Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ καιρὸς τῆς ζωῆς εἶναι καιρὸς γιὰ μετάνοια, αὐτό το νὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ ὁ ἁμαρτωλός, εἶναι ἐγγύηση γιὰ ὅποιον ἐπιθυμεῖ τὴν ἐπιστροφή του, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν δέχεται. Κι αὐτό, γιατί μὲ τὴν ἐδῶ ζωὴ συνυπάρχει πάντοτε τὸ αὐτεξούσιο. Καὶ εἶναι ὑπόθεση τοῦ αὐτεξουσίου νὰ προτιμήσει ἢ ν’ ἀποφύγει τὸ δρόμο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ποὺ προείπαμε· γιατί ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀποκτήσει ὅποιο θέλει. Ποῦ λοιπὸν νὰ βρεῖ θέση ἡ ἀπελπισία, ἀφοῦ πάντοτε καὶ ὅλοι μποροῦν ὅταν θέλουν νὰ ἀποκτήσουν τὴν αἰώνια ζωή; Ἀλλὰ βλέπεις τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ; Ὅταν ἀπειθήσομε, δὲ μᾶς ἐπιβάλλει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴ δίκαιη τιμωρία Του, ἀλλὰ μακροθυμεῖ καὶ μᾶς δίνει καιρὸ ἐπιστροφῆς.

Στὸν καιρὸ αὐτὸ τῆς μακροθυμίας Του, μᾶς δίνει ἐξουσία, ἂν θελήσομε, νὰ γίνομε παιδιά Του. Τί λέω, νὰ γίνομε παιδιά Του; Νὰ ἑνωθοῦμε μὲ Αὐτὸν καὶ νὰ γίνομε ἕνα πνεῦμα μαζί Του. Ἀλλὰ καὶ στὸν καιρὸ αὐτὸ τῆς μακροθυμίας, ἂν ἐμεῖς βαδίσομε τὸν ἀντίθετο δρόμο καὶ ἀγαπήσομε τὸ θάνατο περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωή, Αὐτὸς δὲ μᾶς ἀφαιρεῖ τὴν ἐξουσία ποὺ μᾶς ἔδωσε. Κι ὄχι μονάχα δὲν τὴν ἀφαιρεῖ, ἀλλὰ καὶ μᾶς ξανακαλεῖ κοντά Του καὶ ψάχνει παντοῦ ζητώντας μας γιὰ νὰ μᾶς ἐπιστρέψει στὰ ἔργα τῆς ζωῆς, ὅπως στὴν παραβολὴ τοῦ ἀμπελώνα(Ματθ. 20, 1-16), ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι καὶ τὸ βράδυ τῆς ζωῆς αὐτῆς.

Ἀλλὰ ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ καλεῖ καὶ μᾶς παίρνει ἐργάτες μὲ μισθό; Εἶναι ὁ Πατέρας τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς δίνει κάθε ἐνίσχυση(Β΄ Κορ. 1, 3). Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ἄμπελος, ὅπου μας καλεῖ γιὰ ἐργασία; Εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἄμπελος»(Ἰω. 15, 1). Γιατί κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πάει στὸ Χριστό, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος στὰ Εὐαγγέλια, ἂν δὲν τὸν ἑλκύσει ὁ Πατέρας(Ἰω. 6, 44). Καὶ ποιοὶ εἶναι τὰ κλήματα; Ἐμεῖς. Ἄκουσε πάλι τί λέει ὁ ἴδιος: «Ἐσεῖς εἶστε τὰ κλήματα καὶ ὁ Πατέρας μου εἶναι ὁ γεωργὸς»(Ἰω. 15, 1 καὶ 5). Ὁ Πατέρας λοιπὸν συμφιλιώνοντάς μας μὲ τὸν ἑαυτὸ Τοῦ μέσω τοῦ Υἱοῦ καὶ μὴ λογαριάζοντας τὰ ἁμαρτήματά μας(Β΄ Κορ. 5, 19), μᾶς καλεῖ ὄχι ὡς προσκολλημένους στὰ ἄτοπα ἔργα, ἀλλὰ σὰν ἀργούς. Ἂν καὶ ἡ ἀργία εἶναι κι αὐτὴ ἁμαρτία, ἀφοῦ θὰ δώσομε λόγο καὶ γιὰ ἀργὸ λόγο(Ματθ. 12, 36).

Ἀλλὰ ὅπως εἶπα, ὁ Θεός, παραβλέποντας τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες μας, πάλι καὶ πάλι μᾶς προσκαλεῖ. Καὶ μᾶς καλεῖ γιὰ νὰ κάνομε τί; Γιὰ νὰ ἐργαστοῦμε στὸν ἀμπελώνα, ποὺ θὰ πεῖ νὰ ἐργαστοῦμε γιὰ τὰ κλήματα, δηλαδὴ γιὰ μᾶς τοὺς ἴδιους. Κι ἔπειτα, ὢ ἡ ἀκατάληπτη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καὶ μισθὸ μᾶς ὑπόσχεται καὶ μᾶς δίνει, ἂν καὶ ἐργαζόμαστε γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας! «Ἐλᾶτε, λέει, πάρετε ζωὴ αἰώνια ποὺ τὴν παρέχω πλουσιοπάροχα. Καὶ σὰν νὰ σᾶς ὀφείλω ὁ ἴδιος, θὰ σᾶς καταβάλω μισθὸ γιὰ τὸν κόπο τῆς ὁδοιπορίας καὶ γιὰ τὸ ὅτι θελήσατε μονάχα νὰ τὴ λάβετε ἀπὸ μένα». Ποιὸς δὲν ὀφείλει λύτρα στὸ Λυτρωτή του ἀπὸ τὸ θάνατο; Ποιὸς δὲν εὐγνωμονεῖ τὸ Δωρητὴ τῆς ζωῆς; Ὁ Κύριος ὅμως ἐπιπλέον ὑπόσχεται καὶ νὰ προκαταβάλει μισθό, καὶ μάλιστα μισθὸ ἀνείπωτο. Τὸ λέει ὁ ἴδιος: «Ἐγὼ ἦρθα γιὰ νὰ ἔχουν ζωὴ καὶ γιὰ νὰ ἔχουν περίσσεια»(Ἰω. 10, 10). Ποιὰ εἶναι ἡ περίσσεια; Ὄχι μόνο ὅτι θὰ εἶναι μαζί Του καὶ θὰ ζοῦν μαζί, ἀλλὰ καὶ ὅτι θὰ τοὺς κάνει καὶ ἀδελφούς Του καὶ συγκληρονόμους.

Αὐτὴ λοιπὸν ἡ περίσσεια, ὅπως ταιριάζει, εἶναι ὁ μισθὸς ποὺ δίνεται σ’ ἐκείνους ποὺ ἔτρεξαν μὲ προθυμία στὴ ζωοποιὸ Ἄμπελο καὶ ἔγιναν κλήματά Της καὶ κοπίασαν γιὰ χάρη τοῦ ἐαυτοῦ τους καὶ καλλιέργησαν γιὰ τοὺς ἑαυτούς των. Καὶ τί ἔκαναν; Πρῶτα-πρῶτα περιέκοψαν ὅλα τα περιττὰ ποὺ δὲ συντελοῦσαν στὸ σκοπό τους, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἀποτελοῦσαν ἐμπόδιο στὸ νὰ δώσουν καρποὺς ἄξιους γιὰ τὴ θεϊκὴ ἀποθήκη. Ποιὰ εἶναι αὐτά; Ὁ πλοῦτος, ἡ ἡδυπάθεια, ἡ μάταιη δόξα, ὅλα ὅσα ρέουν καὶ παρέρχονται, κάθε πάθος ψυχῆς καὶ σώματος βδελυρὸ καὶ πονηρό, ὅλος ὁ συρφετὸς τῶν ἐπηρμένων λογισμῶν τῆς διάνοιας, κάθε ἄκουσμα καὶ θέαμα καὶ κάθε λόγος ποὺ μπορεῖ νὰ βλάψει τὴν ψυχή. Γιατί ἂν κανεὶς δὲ φροντίζει μὲ ὅλη του τὴν ἐπιμέλεια αὐτὰ νὰ τὰ κόβει καὶ νὰ καθαρίζει τὰ βλαστήματα τῆς καρδιᾶς του, δὲ θὰ δώσει ποτὲ καρπὸ γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ(Ἰω. 4, 36).

Εἶναι βέβαια δυνατὸ καὶ στοὺς ἔγγαμους νὰ ἐπιδιώξουν αὐτὴν τὴν καθαρότητα, ἀλλὰ μὲ πολὺ μεγάλη δυσκολία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι ὅσοι ἀπὸ τὴ νεότητά τους ἐλεήθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ κι ἔστρεψαν τὰ διαπεραστικὰ μάτια τῆς διάνοιάς τους πρὸς τὴν αἰώνια ζωὴ κι ἔγιναν ἐραστὲς τῶν ἀγαθῶν της, ἀποφεύγουν τὸ γάμο, καὶ καλὰ κάνουν, ἀφοῦ ὅταν ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, δὲ θὰ ὑπάρχει γι’ αὐτοὺς θέμα γάμου, ἀλλὰ θὰ εἶναι ὅπως οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ(Ματθ. 22, 30). Ὅποιος λοιπὸν θέλει νὰ εἶναι τότε σὰν ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, κάνει ἐδῶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀνώτερο ἀπὸ τὴ σαρκικὴ ἕνωση, ὅπως θὰ εἶναι οἱ συμμέτοχοι τῆς ἀναστάσεως ἐκείνης(Λουκ. 20, 36). Ἄλλωστε καὶ ἡ ἀφορμὴ τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ τὴ σύζυγο βρῆκε λαβὴ στὴν ἀρχή.

Πρέπει λοιπὸν νὰ παραιτηθοῦν ἀπὸ τὸ γάμο, ὅσοι θέλουν νὰ μὴ δώσουν οἱ ἴδιοι ποτὲ καμία λαβὴ στὸν πονηρό. Ἂν τὸ ἴδιο το σῶμα ποὺ ἔχομε εἶναι ἀτίθασο καὶ δύσκολα ἀνακαλεῖται στὴν ἀρετή, ἢ μᾶλλον εἶναι καὶ ἔμφυτα ἀντίθετο, τί ἄραγε θὰ πάθομε καὶ πόσο θὰ αὐξήσομε τὴ δυσχέρειά μας γιὰ τὴν ἀρετή, ὅταν συνδεθοῦμε μὲ πολλὰ καὶ διάφορα σώματα; Πῶς θὰ ἀποκτήσει τὴν ἐλευθερία γιὰ τὴν ὁποία ἀγωνίζεται, ἐκείνη ποὺ ἔδεσε τὸν ἑαυτό της μὲ φυσικοὺς δεσμοὺς πρὸς τὸν ἄντρα καὶ τὰ παιδιὰ κι ὅλους τους συγγενεῖς; Πῶς θὰ προσευχηθεῖ ἀμέριμνα στὸν Κύριο ἐκείνη ποῦ ἀνέλαβε τόσες φροντίδες; Πῶς θ’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ θορύβους ἐκείνη ποῦ εἶναι ἀνάμεσά σε τόσα πλήθη;

Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἡ πραγματικὴ παρθένος ποὺ ἔχει μοιάσει μὲ τὸν Παρθένο Υἱὸ τῆς Παρθένου, τὸ Νυμφίο τῶν ψυχῶν ποὺ ἔζησαν ὅπως πρέπει μὲ παρθενία, ὄχι μόνον τὴ σαρκικὴ συζυγία, ἀλλὰ καὶ τὴν κοσμικὴ συντροφιὰ ἀποφεύγει, καὶ ἀπαρνεῖται ὅλους τους συγγενεῖς, ὥστε νὰ μπορεῖ μὲ παρρησία νὰ λέει ὅπως ὁ Πέτρος στὸ Χριστό: «Ἐμεῖς ἀφήσαμε τὰ πάντα καὶ σ’ ἀκολουθήσαμε».

Ὅταν ἡ ἐπίγεια νύμφη ἀφήνει πάτερα καὶ μητέρα γιὰ χάρη νυμφίου φθαρτοῦ, καὶ προσκολλᾶται σ’ αὐτόν, κατὰ τὴ Γραφὴ(Γέν. 2, 24), τί τὸ παράδοξο κάνει ἡ παρθένος ἂν ἀφήσει τοὺς γονεῖς της καὶ προσκολληθεῖ στὸν ὑπερκόσμιο Νυμφίο καὶ στὸ νυμφώνα Του; Πῶς ἐπιτρέπεται νὰ ἔχει συγγενεῖς πάνω στὴ γῆ, ἐκείνη ποὺ ἔχει τὸ πολίτευμά της στοὺς οὐρανοὺς(Φιλιπ. 3, 20); Πῶς ἐκείνη ποῦ δὲν εἶναι τέκνο σάρκας, ἀλλὰ τοῦ Πνεύματος, θὰ ἔχει σαρκικὸ πατέρα ἢ μητέρα ἢ τοὺς ἐξ αἵματος συγγενεῖς; Πῶς ἐκείνη ποὺ ἀπαρνήθηκε τὸ σῶμα της καὶ πάντοτε κατὰ τὸ δυνατόν το ἀπαρνεῖται, ἀφοῦ ἀπέρριψε τὸν κατὰ σάρκα βίο, θὰ ἔχει ὁποιαδήποτε σχέση μὲ ξένα σώματα; Ἂν ἡ ὁμοιότητα, ὅπως λένε, δημιουργεῖ ἀγάπη, καὶ τὸ κάθε τί ἕλκεται ἀπὸ τὸ ὅμοιό του, θὰ ἐξομοιωθεῖ μὲ τὰ ἀγαπώμενα ἡ παρθένος καὶ θὰ περιπέσει πάλι στὴν ἀρρώστια τῆς φιλοκοσμίας; Ἡ φιλία τοῦ κόσμου εἶναι ἔχθρα πρὸς τὸ Θεὸ(Ρωμ. 8, 7· Ἰακ. 4, 4) , ὅπως λέει ὁ Παῦλος, ὁ νυμφαγωγὸς τοῦ πνευματικοῦ νυμφώνα. Ἔτσι λοιπὸν ἡ παρθένος κινδυνεύει ὄχι μόνο νὰ διαζευχθεῖ τὸν ὑπερκόσμιο Νυμφίο, ἀλλὰ νὰ φτάσει καὶ σὲ ἔχθρα μὲ Αὐτόν.

Καὶ μὴν ἀπορήσεις, μήτε νὰ στενοχωρηθεῖς βλέποντας ὅτι στὴ Γραφὴ δὲ διατυπώνεται μομφὴ κατὰ τῶν ἐγγάμων γυναικὼν ποὺ μεριμνοῦν γιὰ κοσμικὰ πράγματα κι ὄχι γιὰ ὅ,τι ἄφορα στὸν Κύριο(Ἃ΄ Κορ. 7, 34), ἐνῶ σ’ ἐκεῖνες ποὺ ὑποσχέθηκαν παρθενία στὸ Θεό, ἔχει ἀπαγορευθεῖ ἀκόμη καὶ νὰ πλησιάζουν τὰ τοῦ κόσμου καὶ δὲν ἐπιτρέπεται καθόλου νὰ ζοῦν μὲ ἄνεση.

Ἂν καὶ ὁ Παῦλος λέει καὶ στοὺς ἔγγαμους: «Ὁ καιρὸς ποὺ ἀπομένει εἶναι περιορισμένος, ἔτσι ὥστε καὶ ὅσοι ἔχουν γυναῖκες ἃς ζοῦν σὰν νὰ μὴν ἔχουν, καὶ ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τὸν κόσμο, σὰν νὰ μὴν ἀσχολοῦνται καθόλου»(Ἃ΄ Κορ. 7, 29 καὶ 31)· πράγμα ποὺ ἐγὼ νομίζω πιὸ δυσκολοκατόρθωτο ἀπὸ τὸν ἀγώνα τῆς παρθενίας. Γιατί ἡ πείρα ἀποδεικνύει καὶ τὴ νηστεία πιὸ εὔκολη ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια στὰ φαγητὰ καὶ ποτά. Καὶ θὰ ἔλεγε κανείς, δίκαια καὶ ἀληθινά: ἂν κάποιος δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ σωθεῖ, ἐμεῖς δὲν ἔχομε νὰ τοῦ ποῦμε τίποτε· ἂν ὅμως μέριμνά του εἶναι ἡ σωτηρία του, αὐτὸς ἃς γνωρίζει ὅτι ὁ παρθενικὸς βίος εἶναι πολὺ πιὸ ὠφέλιμος καὶ πιὸ ἄκοπος ἀπὸ τὸν ἔγγαμο. Ἀλλ’ ἃς τ’ ἀφήσομε αὐτά. Ἐσὺ τώρα παρθένε, νύμφη τοῦ Χριστοῦ, κλῆμα τῆς ἀμπέλου τῆς ζωῆς, ἀναλογίσου ἐκεῖνο ποὺ εἶπα παραπάνω. Λέει δηλαδὴ ὁ Κύριος: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἄμπελος κι ἐσεῖς τὰ κλήματα.

Ὁ Πατέρας μου εἶναι ὁ γεωργὸς καὶ καθαρίζει κάθε κλῆμα ποὺ δίνει καρπό, γιὰ νὰ δώσει περισσότερο»(Ἰω. 15, 1-2 καὶ 5). Αὐτὴ λοιπὸν τὴν ἐπιμέλεια τοῦ Θεοῦ γιὰ σένα, θεώρησε τὴν ἀπόδειξη τῆς καρποφορίας τῆς παρθενίας σου καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Νυμφίου πρὸς ἐσένα. Καὶ νὰ χαίρεσαι περισσότερο καὶ νὰ φιλοτιμεῖσαι νὰ τοῦ ἀντιπροσφέρεις τὴν εὐπείθειά σου. Ἐξάλλου καὶ ὁ χρυσὸς ποὺ ἔχει στὴ μάζα τοῦ λίγο χαλκό, λέγεται κίβδηλος, ἐνῶ ὁ χαλκὸς ὅταν ἐπιχρυσωθεῖ μὲ ἐλάχιστη ποσότητα χρυσοῦ γίνεται πιὸ λαμπρὸς ἀπ’ ὅ,τι εἶναι καὶ πιὸ στιλπνός.

Ἔτσι λοιπόν, παρθένε, τὸ νὰ ποθοῦν οἱ ἔγγαμες ἐσένα καὶ τὴ ζωή σου, εἶναι γι’ αὐτὲς δόξα, ἐνῶ σ’ ἐσένα προξενεῖ ἀτιμία νὰ ποθεῖς ἐκεῖνες. Γιατί ὁ πόθος αὐτός σε ξαναγυρίζει στὸν κόσμο, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος γιατί θὰ ἔχεις σχέση καὶ θὰ ζεῖς μαζὶ μ’ ἐκείνους ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο, ἐσὺ ποὺ πέθανες γιὰ τὸν κόσμο, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο γιατί, μένοντας κοντά τους, θὰ θέλεις κι ἐσὺ ἐκεῖνα ποὺ θέλουν κι αὐτοὶ γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ γιὰ τοὺς συγγενεῖς τους, δηλαδὴ ἀφθονία ὅλων των βιοτικῶν ἀγαθῶν, πλοῦτο, κοινωνικὴ ἐπιφάνεια, δόξα καὶ τὴ χαρὰ γιὰ ὅλα αὐτά.

Κι ἔτσι θὰ καταντήσεις νὰ ξεπέσεις ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Νυμφίου, ἀφοῦ Ἐκεῖνος ὅλα αὐτὰ τὰ ἐλεεινολογεῖ σφόδρα στὰ Εὐαγγέλια λέγοντας: «Ἀλοίμονο σ’ ἐσὰς τοὺς πλούσιους, ἀλοίμονο σ’ ἐσὰς ποὺ γελᾶτε, ἀλοίμονο σ’ ἐσὰς ποὺ εἶστε χορτάτοι, ἀλοίμονο ὅταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σᾶς ἐπαινοῦν»(Λουκ. 6, 24-26). Γιατί λοιπὸν τοὺς ἐλεεινολογεῖ αὐτούς; Ὄχι γιατί εἶναι νεκρωμένοι στὴν ψυχή; Ποιὰ συγγένεια ἔχει λοιπὸν ἡ νύμφη τῆς ζωῆς μὲ τοὺς νεκρούς; Ποιὰ σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει μ’ ἐκείνους ποῦ βαδίζουν τὸν ἀντίθετο δρόμο; Γιατί ὁ δρόμος ποὺ αὐτοὶ βαδίζουν εἶναι πλατὺς καὶ εὐρύχωρος(Ματθ. 7, 13)· κι ἂν δὲ συγκρατήσουν τοὺς ἑαυτοὺς τῶν ἀναμιγνύοντας στὴ ζωὴ τοὺς κάτι ἀπὸ τὴ δική σου, θὰ φτάσουν στὴν τέλεια ἀπώλεια. Ἐνῶ ἐσὺ μπαίνεις ἀπὸ τὴ στενὴ καὶ γεμάτη δυσκολίες πύλη καὶ ὁδὸ πρὸς τὴν αἰώνια ζωή. Κι ἀπὸ τὴ στενὴ πύλη καὶ ὁδὸ δὲν μπορεῖ νὰ περάσει κανεὶς κουβαλώντας ὄγκο δόξας, σωρὸ ἡδονῶν, φορτίο χρημάτων καὶ κτημάτων.

Ἀκούγοντας ὅμως ὅτι εἶναι πλατὺς ἐκεῖνος ὁ δρόμος τοῦ βίου, μὴν τὸν νομίσεις ὅτι εἶναι καὶ χωρὶς λύπες· στὴν πραγματικότητα εἶναι γεμάτος ἀπὸ πολλὲς καὶ βαριὲς συμφορές. Ἀλλὰ ὁ Κύριος τὸν ὀνομάζει πλατὺ καὶ εὐρύχωρο, ἐπειδὴ εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ περνοῦν ἀπ’ αὐτὸν(Ματθ. 7, 13) καὶ σηκώνει ὁ καθένας μεγάλο σωρὸ φθαρτῆς ὕλης. Ἐνῶ ὁ δικός σου δρόμος, παρθένε, εἶναι στενός, δὲ χωράει νὰ περάσουν δύο μαζί.

Γι’ αὐτὸ καὶ πολλὲς ποὺ ἦταν πρῶτα ἔγγαμες, ὅταν ἔμειναν χῆρες ἀρνήθηκαν τὸν κόσμο, ζηλεύοντας τὴν ὑπερκόσμια ζωή σου, καὶ διάλεξαν νὰ βαδίσουν τὸ δικό σου δρόμο γιὰ νὰ συμμετάσχουν καὶ στὰ στεφάνια. Αὐτὲς τὶς χῆρες παραγγέλλει ὁ Παῦλος νὰ τὶς τιμοῦμε, γιατί ἐπιμένουν καρτερικὰ στὶς δεήσεις καὶ τὶς προσευχές, μὲ τὴν ἐλπίδα τους στὸ Θεὸ(Ἃ΄ Τιμ. 5, 5).

Κι ἂν ὑπάρχει καὶ στὴν παρθενικὴ ζωὴ κάτι λυπηρό, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἐπισύρει τὴ θεία παρηγοριὰ καὶ μᾶς χαρίζει τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ προξενεῖ τὴ σωτηρία μας. Ἐνῶ τῆς κοσμικῆς ζωῆς καὶ τὰ τερπνὰ καὶ τὰ λυπηρὰ εἶναι θανατηφόρα. Ὅπως λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος: «Ἡ κατὰ κόσμον λύπη προκαλεῖ θάνατο, ἐνῶ ἡ κατὰ Θεὸν λύπη προξενεῖ μετάνοια ποὺ καταλήγει σὲ ἀναφαίρετη σωτηρία»(Β΄ Κορ. 7, 10).

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος μακαρίζει ὅσα εἶναι ἀντίθετα στὰ καλά του κόσμου, λέγοντας: «Μακάριοι οἱ “πτωχοὶ τῷ πνεύματι”, γιατί δική τους εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»(Ματθ. 5, 3). Γιατί, λέγοντας “μακάριοι οἱ πτωχοί”, πρόσθεσε “τῷ πνεύματι”; Γιὰ νὰ δείξει ὅτι μακαρίζει καὶ ἀποδέχεται τὴ μετριοφροσύνη τῆς ψυχῆς.

Καὶ γιατί δὲν εἶπε “μακάριοι οἱ πτωχοί το πνεῦμα” —ἀφοῦ καὶ ἔτσι θὰ δηλωνόταν ἡ μετριοφροσύνη—, ἀλλὰ εἶπε “μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι”; γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὅτι καὶ ἡ σωματικὴ φτώχεια εἶναι ἄξια μακαρισμοῦ καὶ προξενεῖ τὴν οὐράνια βασιλεία, ἀλλὰ ὅταν ἀσκεῖται ἀπὸ ταπείνωση τῆς ψυχῆς καὶ εἶναι ἑνωμένη μαζί της καὶ ξεκινᾶ ἀπὸ αὐτήν. Μακαρίζοντας δηλαδὴ τοὺς “πτωχοὺς τῷ πνεύματι”, ὑπέδειξε μὲ θαυμαστὸ τρόπο, ποιὸ εἶναι σὰν νὰ λέμε ρίζα, ἡ ὁποία προξενεῖ τὴ φτώχεια ποὺ παρατηρεῖται στοὺς Ἁγίους, ὅτι δηλαδὴ εἶναι τὸ πνεῦμα τους.

Ἀφοῦ δηλαδὴ αὐτὸ ἐγκολπωθεῖ τὴ χάρη τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἀναβλύζει ἀπὸ μέσα του πηγὴ φτώχειας ποὺ ποτίζει ὅλο το πρόσωπο τῆς γῆς(Γέν. 2, 6) μᾶς, δηλαδὴ τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο, καὶ τὸν κάνει παράδεισο ἀρετῶν. Αὐτοῦ του εἴδους ἡ φτώχεια μακαρίζεται ἀπὸ τὸ Θεό.

Δίνοντας λοιπὸν ὁ Κύριος στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸν τὸ συνοπτικὸ λόγο, κατὰ τὸν Προφήτη(Ἡσ. 10, 23), ἔδειξε τὴν αἰτία τῆς θεληματικῆς καὶ πολύμορφης φτώχειας, καὶ ἀφοῦ τὴν ἔδειξε καὶ τὴ μακάρισε, περιέλαβε σ’ αὐτὴν τὰ ἀποτελέσματά της ποὺ εἶναι πολλά, μιλώντας μὲ λίγα λόγια γιὰ ὅλα. Μπορεῖ δηλαδὴ νὰ εἶναι κανεὶς ἀκτήμων, λιτοδίαιτος, ἐγκρατὴς καὶ μάλιστα θεληματικά, ἀλλὰ γιὰ νὰ δοξάζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸς λοιπὸν δὲν εἶναι “πτωχὸς τῷ πνεύματι”. Γιατί ἡ ὑποκρισία γεννιέται ἀπὸ τὴν οἴηση, καὶ ἡ οἴηση εἶναι ἀντίθετή της “πτώχειας ἐν πνεύματι”.

Ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὸ πνεῦμα τοῦ συντετριμμένο, μετρημένο καὶ ταπεινό, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ χαίρεται καὶ στὴν ἐξωτερική του φτώχεια καὶ ταπείνωση· καὶ τοῦτο γιατί θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀνάξιο γιὰ τὴ δόξα, τὴν καλοπέραση, τὴν ἀφθονία καὶ ὅλα αὐτά. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ φτωχὸς ποὺ μακαρίζεται ἀπὸ τὸ Θεό, ὅποιος δηλαδὴ νομίζει ἀνάξιο τὸν ἑαυτὸ τοῦ γι’ αὐτὰ τὰ ἀγαθά. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὰ φτωχός, ὅποιος δὲ βιώνει τὸ μισὸ μόνο περιεχόμενο τοῦ ὀνόματος “φτωχός”.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Λουκᾶς εἶπε “μακάριοι οἱ πτωχοὶ”(Λουκ. 6, 20), χωρὶς νὰ προσθέσει “τῷ πνεύματι”. Καὶ αὐτοὶ εἶναι ὅσοι ἄκουσαν καὶ ἀκολούθησαν καὶ ἔγιναν ὅμοιοι μὲ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ λέει: «Μάθετε ἀπὸ μένα ὅτι εἶμαι πράος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά, καὶ θὰ βρεῖτε ἀνάπαυση στὶς ψυχὲς σᾶς»(Ματθ. 11, 29), γι’ αὐτὸ καὶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ τοὺς ἀνήκει. Γιατί εἶναι συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ(Ρωμ. 8, 17).

Ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ διακρίνεται σὲ τρεῖς δυνάμεις κι ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία μέρη, τὸ λογιστικό, τὸ θυμικὸ καὶ τὸ ἐπιθυμητικό, καὶ εἶναι ἄρρωστη καὶ στὰ τρία, ὁ Χριστός, θέλοντας νὰ τὴ θεραπεύσει, ἄρχισε εὔλογα τὴ θεραπεία ἀπὸ τὸ τελευταῖο, τὴν ἐπιθυμία. Ὑλικὸ ποὺ ἐξάπτει τὸ θυμικὸ εἶναι ἡ ἐπιθυμία ποὺ δὲν ἱκανοποιεῖται, κι ὁ μετεωρισμὸς τῆς διάνοιας προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι καὶ τὰ δύο αὐτὰ νοσοῦν. Καὶ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ θεραπευτεῖ οὔτε τὸ θυμικό, ἂν δὲ θεραπευτεῖ πρωτύτερα ἡ ἐπιθυμία, οὔτε τὸ λογιστικό, ἂν δὲ θεραπευτοῦν προηγουμένως τὰ ἄλλα δύο.

Πρῶτο κακὸ γέννημα τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, ἂν ἐξετάσεις, θὰ βρεῖς πὼς εἶναι ἡ φιλοκτημοσύνη. Δὲν εἶναι ὑπαίτιες οἱ ἐπιθυμίες ποὺ συντελοῦν στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς συνοδεύουν ἀπὸ τὴν πολὺ μικρὴ ἡλικία. Ἐνῶ ἡ φιλαργυρία ἀναφύεται ὕστερα ἀπὸ λίγο, ὅταν ἀκόμη εἴμαστε παιδιά. Ἀπὸ αὐτὸ φαίνεται ὅτι ἡ φιλαργυρία δὲν ἔχει τὴν ἀρχή της στὴ φύση, ἀλλὰ στὴν προαίρεση. Καὶ δίκαια ὁ θεσπέσιος Παῦλος τὴν ὀνόμασε ρίζα ὅλων των κακῶν(Ἃ΄ Τιμ. 6, 10).

Γιατί ἡ φιλαργυρία γεννᾶ πολλὰ κακά· ἀνελεημοσύνες, ἀπάτες, ἁρπαγές, κλοπές, καὶ γενικὰ κάθε εἶδος πλεονεξίας, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος Παῦλος ὀνόμασε δεύτερη εἰδωλολατρία(Κόλ. 3, 5). Ἀκόμη σὲ ὅσα κακὰ δὲ φυτρώνουν ἀπὸ αὐτή, σὲ ὅλα σχεδὸν προμηθεύει τὰ ὑλικά της ὑπάρξεώς τους. Κι αὐτὰ εἶναι ὅσα πάθη γεννιοῦνται ἀπὸ τὴ φιλοϋλία τῆς ψυχῆς ποὺ δὲν ἔχει προθυμία γιὰ ἀγαθοεργία.

Ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ γεννιοῦνται ἀπὸ τὴν προαίρεσή μας, ἐλευθερωνόμαστε εὐκολότερα, παρὰ ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ ἔχουν τὴν ἀρχή τους στὴ φύση. Τὰ πάθη τῆς φιλαργυρίας τὰ κάνει ν’ ἀποβάλλονται δύσκολα ἡ ἀπιστία στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ δὲν πιστεύει σ’ αὐτή, στηρίζεται στὰ χρήματα. Καὶ ἐνῶ ἀκούει τὸν Κύριο ποὺ λέει ὅτι «εὐκολότερο εἶναι νὰ περάσει ἡ καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα τῆς βελόνας, παρὰ ὁ πλούσιος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»(Ματθ. 19, 24), αὐτὸς δὲ λογαριάζει γιὰ τίποτε τὴ βασιλεία, καὶ μάλιστα βασιλεία οὐράνια καὶ αἰώνια, ἀλλὰ ποθεῖ πλοῦτο, γήινο καὶ προσωρινό. Ποθεῖ πλοῦτο, ὁ ὁποῖος κι ὅταν δὲν ἀποκτηθεῖ, καὶ μόνον ποὺ ποθεῖται προξενεῖ τεράστια ζημία. Γιατί, ὅπως λέει ὁ Παῦλος, ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ πλουτίσουν, πέφτουν σὲ πειρασμοὺς καὶ παγίδες τοῦ διαβόλου(Ἃ΄ Τιμ. 6, 9).

Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἔρθει ὁ πλοῦτος, δείχνει ὅτι δὲν εἶναι τίποτε, ἀφοῦ οἱ ἰδιοκτῆτες τοῦ ἐξακολουθοῦν νὰ τὸν διψοῦν σὰν νὰ μὴν τὸν ἔχουν λάβει καὶ δὲ διδάχτηκαν μήτε ἀπὸ τὴν πείρα τους. Καὶ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀνέχεια ὁ ὀλέθριος αὐτὸς ἔρωτας· μᾶλλον ἐκείνη προέρχεται ἀπὸ αὐτόν, κι αὐτὸς προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀφροσύνη, ἀπὸ τὴν ὁποία πολὺ δίκαια ὀνόμασε ὁ Κύριος ἄφρονα ἐκεῖνον ποὺ θὰ χαλοῦσε τὶς ἀποθῆκες του γιὰ νὰ κτίσει μεγαλύτερες(Λουκ. 12, 18).

Πῶς δηλαδὴ δὲν εἶναι ἄφρων ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος γιὰ πράγματα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ὠφελήσουν σὲ τίποτε (ἀφοῦ σὲ κανέναν δὲ δίνουν ζωὴ τὰ ὑπάρχοντά του, ὅσο περίσσια κι ἂν εἶναι(Λουκ. 12, 15)) προδίδει τὰ ὠφελιμότερα; Καὶ δὲν εἶναι οὔτε σοφὸς πραγματευτής, ὥστε νὰ διαθέτει ὅσο μπορεῖ κι αὐτὰ τὰ ἀναγκαῖα, γιὰ νὰ αὐξάνει τὸ κεφάλαιο τοῦ πραγματικὰ πολὺ ἐπικερδοῦς πνευματικοῦ ἐμπορίου καὶ τῆς πολὺ ἀποδοτικῆς πνευματικῆς γεωργίας.

Ἡ γεωργία αὐτή, καὶ πρὶν ἀκόμη φτάσει ὁ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ, ἑκατονταπλασιάζει τὸ σπόρο ποὺ ξοδεύτηκε, σὰν νὰ προδιαγράφει τὸ μελλοντικὸ κέρδος καὶ τὴ συγκομιδὴ ὅταν ἔρθει ὁ καιρός, ποὺ θὰ εἶναι ἀνέκφραστα καὶ ἀφάνταστα. Καὶ τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι αὐτὸ ἰσχύει τόσο περισσότερο, ὅσο ἀπὸ φτωχότερες ἀποθῆκες βγαίνει ὁ σπόρος. Ἑπομένως, οὔτε γιὰ ἀγαθοεργία δὲν ἀπομένει πρόφαση στοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐπιθυμοῦν τὸν πλοῦτο.

Στὴν πραγματικότητα φοβοῦνται τὴ φτώχεια, μὴ πιστεύοντας σ’ Ἐκεῖνον, ποὺ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ δώσει ὅλα τα ἀναγκαῖα σ’ ἐκείνους ποὺ ζητοῦν τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ(Ματθ. 6, 33). Καὶ μὲ τὴ σκέψη μόνο αὐτὴ σὰν ἀφορμή, ἀκόμη κι ἂν τὰ ἔχουν ὅλα, δὲν ἐλευθερώνονται ποτὲ ἀπὸ τὴ νοσηρὴ καὶ ὀλέθρια αὐτὴ ἐπιθυμία, ἀλλὰ μαζεύοντας πάντοτε, φορτώνουν τὸν ἑαυτὸ τοὺς ἄχρηστο φορτίο, ἢ μᾶλλον τοῦ κατασκευάζουν παράδοξο τάφο, ἐνῶ εἶναι ἀκόμη ζωντανοί.

Γιατί οἱ νεκροὶ θάβονται στὸ κοινὸ χῶμα, ἐνῶ ὁ νοῦς τοῦ ζωντανοῦ φιλάργυρου θάβεται στὸ χρυσάφι ποὺ κι αὐτὸ εἶναι χῶμα. Κι αὐτὸς ὁ τάφος εἶναι πιὸ βρωμερὸς ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ ὅσους ἔχουν ὑγιεῖς τὶς πνευματικὲς αἰσθήσεις. Καὶ τόσο πιὸ βρωμερὸς εἶναι, ὅσο μὲ περισσότερο χρυσὸ τὸν ἔχει σκεπάσει. Γιατί ἡ δυσωδία τῆς πληγῆς τῶν ἀθλίων θαμμένων διαπερνᾶ τὸ πάχος αὐτοῦ του τάφου καὶ φτάνει μέχρι τὸν οὐρανό, στοὺς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ Θεό. Ἀπὸ αὐτὸ γίνονται σιχαμεροὶ καὶ πράγματι ἄξιοι ἀποστροφῆς, γιατί —κατὰ τὸν Δαβίδ— βρώμησαν ἐξαιτίας τῆς ἀφροσύνης τοὺς(Ψάλμ. 37, 6).

Ἀπὸ τὸ βρωμερὸ καὶ νεκροποιὸ αὐτὸ πάθος ἀπαλλάσσει τοὺς ἀνθρώπους ἡ θεληματικὴ καὶ χωρὶς ἀνθρωπαρέσκεια ἀκτημοσύνη, ἡ ὁποία ταυτίζεται μὲ τὴν “ἐν πνεύματι πτωχεία” ποὺ μακάρισε ὁ Κύριος. Ὁ μοναχὸς ποὺ ἔχει αὐτὸ τὸ πάθος, εἶναι ἀδύνατο νὰ ζήσει σὲ ὑποταγή. Κι ἂν ἐξακολουθεῖ νὰ τὸ καλλιεργεῖ ὅσο μπορεῖ, ὑπάρχει μεγάλος φόβος νὰ ὑποστεῖ ἀνεπανόρθωτες σωματικὲς συμφορές. Ὁ Γιεζὴ ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ὁ Ἰούδας ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη εἶναι χαρακτηριστικὰ παραδείγματα. Ὁ πρῶτος ἔβγαλε λέπρα(Δ΄ Βασ. 5, 27), σὰν δεῖγμα τῆς ἀθεράπευτης ψυχῆς του, ἐνῶ ὁ ἄλλος κρεμάστηκε στὸν ἀγρὸ τοῦ αἵματος, καὶ ἀφοῦ ἔπεσε ἀπὸ τὴν ἀγχόνη, σχίστηκε ἡ κοιλιά του καὶ χύθηκαν τὰ σπλάχνα τοῦ(Πράξ. 1, 18).

Ἂν τώρα ἡ ἀπάρνηση τῶν ἐγκοσμίων προηγεῖται ἀπὸ τὴν ὑποταγή, πῶς θὰ γίνει τὸ δεύτερο πρὶν πραγματοποιηθεῖ τὸ πρῶτο; Κι ἂν στοιχειώδης ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπάρνηση τῶν ἐγκοσμίων, πῶς θὰ διεξαγάγει καλὰ κάποιον ἀπὸ τοὺς ἄλλους μοναχικοὺς ἀγῶνες ἐκεῖνος ποῦ δὲν ἀπαρνήθηκε πρῶτα τα χρήματα; Θὰ ἔλεγε κανείς· ἀφοῦ ἕνας τέτοιος μοναχὸς εἶναι ἀκατάλληλος γιὰ τὴν ὑποταγή, ἃς πάει νὰ ἡσυχάσει μόνος του σὲ ἕνα κελὶ καὶ ν’ ἀφοσιωθεῖ στὴ μελέτη καὶ στὴν προσευχή.

Λέει ὅμως ὁ Κύριος: «Ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ὁ νοῦς σου»(Ματθ. 6, 21). Πῶς λοιπὸν θὰ ἀτενίσει νοερὰ Ἐκεῖνον ποὺ κάθεται στὰ δεξιά της θείας Μεγαλοσύνης ψηλὰ στὸν οὐρανὸ(Ἑβρ. 1, 3), αὐτὸς ποῦ θησαυρίζει κάτω στὴ γῆ; Ἢ πῶς θὰ κληρονομήσει τὴ βασιλεία, τὴν ὁποία οὔτε στὸ νοῦ του νὰ βάλει δὲν τοῦ ἐπιτρέπει τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας; Γι’ αὐτὸ εἶναι μακάριοι οἱ “πτωχοὶ τῷ πνεύματι”, γιατί σ’ αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν(Ματθ. 5, 3).

Βλέπεις πόσα πάθη περιέκοψε ὁ Κύριος μὲ ἕνα μακαρισμό; Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον αὐτά, γιατί ἡ φιλοκτημοσύνη εἶναι μόνο το πρῶτο γέννημα τῆς πονηρῆς ἐπιθυμίας. Ὑπάρχει καὶ δεύτερο, τὸ ὁποῖο ἀκόμη περισσότερο πρέπει νὰ ἀποφύγομε, ἀλλὰ καὶ τρίτο, ὄχι λιγότερο κακό. Ποιὸ εἶναι λοιπὸν τὸ δεύτερο; Ἡ φιλοδοξία.

Καθὼς προχωροῦμε ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία, πρὶν ἐμφανιστεῖ ἡ φιλοσαρκία συναντοῦμε αὐτὸ τὸ πάθος, ἐνῶ εἴμαστε ἀκόμη μικροί, σὰν κακὸ προοίμιο τῆς φιλοσαρκίας. Ἐδῶ ἀναφέρομαι στὸ εἶδος τῆς φιλοδοξίας ποὺ ἀποβλέπει στὸν καλλωπισμὸ τοῦ σώματος καὶ στὰ πολυτελῆ ἐνδύματα, τὴν ὁποία οἱ Πατέρες ὀνομάζουν καὶ κοσμικὴ κενοδοξία. Γιατί τὸ ἄλλο εἶδος τῆς κενοδοξίας ἐπιτίθεται ἐναντίον ἐκείνων ποὺ διακρίθηκαν στὴν ἀρετὴ καὶ συνεπάγεται οἴηση καὶ ὑποκρισία. Μέσω αὐτῶν ὁ ἐχθρὸς μηχανεύεται νὰ λεηλατήσει καὶ νὰ διασκορπίσει τὸν πνευματικὸ πλοῦτο.

Ὅλα αὐτὰ θεραπεύονται τελείως, μὲ τὴ συνείδηση καὶ τὸν πόθο τῆς οὐράνιας τιμῆς μαζὶ μὲ συναίσθηση τῆς ἀναξιότητας γι’ αὐτὴν ἐκείνου ποὺ τὴν ποθεῖ· ἐπίσης, καὶ μὲ τὴν ἐγκαρτέρηση στὴν εὐτέλεια ἐνώπιόν των ἀνθρώπων μαζὶ μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι εἶναι ἄξιος γι’ αὐτή. Ἐπιπλέον, νὰ θεωρεῖ προτιμότερη τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ δική του δόξα, σύμφωνα μ’ ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Ὄχι σ’ ἐμᾶς, Κύριε, ὄχι σ’ ἐμᾶς, ἀλλὰ στὸ ὄνομά Σου δῶσε δόξα»(Ψάλμ. 113, 9).

Κι ἂν βλέπει ὅτι ἔκανε κάτι ἀξιέπαινο, νὰ ἀποδίδει στὸ Θεὸ τὴν αἰτία τοῦ κατορθώματος καὶ νὰ θεωρεῖ ὅτι πρέπει καὶ γι’ αὐτὸ νὰ δοξάζει μὲ εὐγνωμοσύνη τὸ Θεὸ κι ὄχι τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι, θὰ χαρεῖ γιατί δέχτηκε τὴν ἀρετὴ σὰν δῶρο, δὲ θὰ ὑπερηφανευτεῖ ὅμως, ἀφοῦ δὲ θὰ ἔχει τίποτε δικό του, ἀλλὰ καὶ θὰ ταπεινωθεῖ καὶ θὰ ἔχει τὰ μάτια τοῦ ἡμέρα καὶ νύχτα στὸ Θεό, ὅπως —γιὰ νὰ ἐκφραστῶ ψαλμικώς— ἡ δούλη ἔχει τὰ μάτια της στὰ χέρια τῆς κυρίας τῆς(Ψάλμ. 122, 2).

Καὶ μαζὶ θὰ φοβᾶται μὴν τυχὸν χωριστεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, τὸ μόνο ποὺ δίνει τὸ καλὸ καὶ μᾶς συγκρατεῖ σ’ αὐτό, καὶ γκρεμιστεῖ στὸ βάραθρο τῆς κακίας. Γιατί αὐτὸ παθαίνει ὅποιος γίνεται δοῦλος στὴν οἴηση καὶ τὴν κενοδοξία. Στὴ θεραπεία τῶν παθῶν αὐτῶν βοηθᾶ ξεχωριστὰ καὶ ἡ ἀναχώρηση καὶ ἡ ζωὴ στὴ μόνωση καὶ ἡ παραμονὴ μέσα στὸ κελί, μὲ τὴν προϋπόθεση βέβαια νὰ ἀναγνωρίζει κανεὶς τὴν ἀδυναμία τῆς προαιρέσεώς του καὶ νὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀνάξιο νὰ συναναστρέφεται μὲ ἀνθρώπους. Αὐτὰ τί ἄλλο εἶναι, παρὰ ἡ “ἐν πνεύματι πτωχεία”, τὴν ὁποία μακάρισε ὁ Κύριος;

Ἂν κανεὶς ἀναλογιστεῖ τὶς ἀσχήμιες ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος, θὰ ἀποφύγει τὴν κενοδοξία μὲ ὅλη του τὴ δύναμη. Ὅποιος δηλαδὴ ποθεῖ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ μόνα τα ἔργα ποὺ κάνει γιὰ νὰ τὴν ἐπιτύχει πέφτει σὲ ἀδοξία. Γιατί φροντίζοντας νὰ φανεῖ ὡραῖος καὶ ἐπαιρόμενος γιὰ τὴ δόξα τῶν προγόνων του καὶ ὑπερηφανευόμενος γιὰ τὴν πολυτελῆ ἐνδυμασία του καὶ τὰ παρόμοια, φανερώνεται πὼς ἔχει ἀκόμη νηπιῶδες φρόνημα. Ὅλα μαζὶ αὐτὰ εἶναι χῶμα.

Καὶ τί εἶναι πιὸ καταφρονημένο ἀπὸ τὸ χῶμα; Ἡ μοναχὴ ποὺ δὲ μεταχειρίζεται τὰ ροῦχα ἁπλῶς γιὰ νὰ σκεπάσει καὶ νὰ ζεστάνει τὸ σῶμα της, ἀλλὰ ἀρέσκεται στὰ ἁπαλὰ καὶ φανταχτερά, δὲν κάνει μόνο φανερὴ σ’ ὅσους τὴ βλέπουν τὴν ἀκαρπία τῆς ψυχῆς της, ἀλλὰ ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸ περιβάλλεται καὶ τὴν ἀσχημοσύνη τῶν κοινῶν γυναικών. Πρὶν ἀπὸ κάθε ἄλλον, ἃς ἀκούσει τὸν Κύριο ποὺ λέει: «Αὐτοὶ ποὺ φοροῦν τὰ πολυτελῆ ροῦχα, βρίσκονται στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα»(Ματθ. 11, 8). Ἐμεῖς ὅμως ἔχομε τὸ πολίτευμά μας στοὺς οὐρανοὺς(Φιλιπ. 3, 20), σύμφωνα μὲ τὸ θεσπέσιο Παῦλο.

Μὴ ριχτοῦμε λοιπὸν ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιὰ τὴ μωρία τῶν ἐνδυμάτων, στὶς σκηνὲς τοῦ κοσμοκράτορα τοῦ σκότους τοῦ κόσμου τούτου(Ἔφ. 6, 12) .

Τὸ ἴδιο παθαίνουν κι ὅσοι ἀσκοῦν τὴν ἀρετὴ γιὰ νὰ δοξαστοῦν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐνῶ δηλαδὴ τοὺς ἔλαχε νὰ ἔχουν τὸ πολίτευμά τους στοὺς οὐρανούς, αὐτοὶ σκεπάζουν μὲ τὸ χῶμα τὴ δόξα τους, ἐπισύροντας τὴ δαβιτικὴ κατάρα(Ψάλμ. 7, 6). Γιατί οὔτε ἡ προσευχὴ τοὺς ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό, ἀλλὰ καὶ κάθε προσπάθειά τους πέφτει κάτω στὴ γῆ, καθὼς δὲν ἔχει τὰ φτερὰ τῆς θείας ἀγάπης, τὰ ὁποῖα κάνουν τὶς ἐπίγειες πράξεις μας νὰ φτάνουν στὸν οὐρανό. Ὥστε καὶ κόπους ὑποφέρουν καὶ μισθὸ δὲν καρπώνονται. Καὶ τί λέω, δὲν καρπώνονται μισθό; Αὐτὸ ποὺ κερδίζουν εἶναι ἡ ντροπή, ἡ ἀκαταστασία τῶν λογισμῶν, ἡ αἰχμαλωσία τῆς διάνοιας καὶ ἡ ταραχή. Γιατί ὁ Κύριος, κατὰ τὸν Ψαλμωδό, «διασκόρπισε τὰ ὀστᾶ τῶν ἀνθρωπαρέσκων ντροπιάστηκαν, γιατί ὁ Θεὸς τοὺς ἐκμηδένισε»(Ψάλμ. 52, 6).

Τὸ πάθος αὐτὸ τῆς ἀνθρωπαρέσκειας εἶναι τὸ πιὸ δυσδιάκριτο ἀπ’ ὅλα τα πάθη. Γι’ αὐτὸ ἐκεῖνος ποὺ παλεύει ἐναντίον του, δὲν πρέπει μόνο νὰ ἐξετάζει τὸ συνδυασμὸ ἢ νὰ ἀποφεύγει τὴ συγκατάθεση, ἀλλὰ νὰ θεωρεῖ σὰν συγκατάθεση καὶ τὴν ἁπλὴ προσβολὴ τοῦ πάθους καὶ νὰ φυλάγεται. Μόλις καὶ θὰ μπορέσει ἔτσι νὰ ἀποφύγει τὴν ταχύτατη ἥττα. Ἂν κάνει ἔτσι καὶ προσέχει, ἡ προσβολὴ γίνεται πρόξενος κατανύξεως· εἰδάλλως, προετοιμάζεται τόπος γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια. Ἐκεῖνος τώρα ποὺ ἀποκτᾶ τὴν ὑπερηφάνεια, εἶναι δύσκολο, ἢ μᾶλλον ἀδύνατο νὰ θεραπευτεῖ, γιατί ἡ πτώση αὐτὴ εἶναι ὅμοια μὲ τοῦ διαβόλου.

Ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτό, τὸ πάθος τῆς ἀνθρωπαρέσκειας προκαλεῖ τόσο μεγάλη βλάβη σ’ ὅσους τὸ ἔχουν, ὥστε νὰ ναυαγοῦν καὶ σ’ αὐτὴ τὴν πίστη, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Πῶς μπορεῖτε νὰ πιστεύετε σ’ ἐμένα, ὅταν ἐπιδιώκετε νὰ δοξάζεστε ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ δὲν ἀποζητᾶτε τὴ δόξα ἀπὸ τὸ μόνο Θεό;»(Ἰω. 5, 44). Τί σχέση ἔχεις ἐσύ, ἄνθρωπε, μὲ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων, ἢ μᾶλλον μὲ τὸ χωρὶς περιεχόμενο ὄνομα τῆς δόξας; Αὐτὴ ὄχι μόνον δόξα δὲν εἶναι, ἀλλὰ καὶ μᾶς στερεῖ τὴν πραγματικὴ δόξα. Κι ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ μαζὶ μὲ ἄλλα γεννᾶ καὶ τὸ φθόνο. Ὁ δὲ φθόνος εἶναι δυνάμει φόνος, κι αὐτὸς προξένησε τὸν πρῶτο φόνο καὶ κατόπιν καὶ τὴ θεοκτονία.

Ἄραγε σὲ τί βοηθάει ἡ δόξα τὴν ἀνθρώπινη φύση; Μήπως τὴ συγκρατεῖ ἢ τὴ φυλάει, ἢ μήπως ὅταν σφάλλει τὴ διορθώνει καὶ τὴ θεραπεύει; Κανεὶς δὲ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κάτι τέτοιο. Καὶ νομίζω ὅτι αὐτὸ ἐλέγχει τὶς προφάσεις ὡς ἀβάσιμες. Ἂν κανεὶς θελήσει νὰ ἐξετάσει μὲ ἀκρίβεια, θὰ βρεῖ ὅτι ἡ ἀνθρώπινη δόξα εἶναι ποὺ προξενεῖ μὲ δόλιο τρόπο τὰ περισσότερα αἴσχη καὶ τὰ φανερώνει, πετώντας μὲ ἀναίδεια τὸ προσωπεῖο της, ὥστε συχνὰ καταντροπιάζει καὶ ἐδῶ τους ἐραστές της· ἂν καὶ οἱ διδάσκαλοι τῶν ἑλληνικῶν δοξασιῶν ἔχουν τὴ γνώμη ὅτι χωρὶς αὐτήν, κανένα κατόρθωμα δὲ γίνεται στὴ ζωή. Ἀλοίμονο στὴν πλάνη τους! Οὔτε ποὺ ντρέπονται νὰ τὸ λένε! Ἐμεῖς ὅμως δὲ διδαχθήκαμε ἔτσι, ἐμεῖς ποὺ φέρομε τὸ ὄνομα Ἐκείνου ποὺ ἔχρισε φιλάνθρωπα τὴν ἀνθρώπινη φύση μας μὲ τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ Αὐτὸν ἔχομε ἐπόπτη τῶν ἔργων μας.

Πρὸς Αὐτὸν ὅσοι ἀποβλέπουν, μέσω Αὐτοῦ καὶ γι’ Αὐτὸν κατορθώνουν ὅ,τι καλύτερο, πράττοντας τὰ πάντα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ(Ἃ΄ Κορ. 10, 31). καὶ διόλου δὲ θέλουν ν’ ἀρέσουν στοὺς ἀνθρώπους, ἢ μᾶλλον οὔτε καὶ εἶναι ἀρεστοὶ στοὺς ἀνθρώπους, ὅπως λέει ὁ Παῦλος, ὁ νομοδότης μας καὶ ἄκρος μύστης τοῦ Νομοθέτη. «Ἂν ἤθελα νὰ εἶμαι ἀρεστὸς ἀκόμη στοὺς ἀνθρώπους, λέει, δὲ θὰ ἤμουν δοῦλος τοῦ Χριστοῦ»(Γαλ. 1, 10).

Ἃς δοῦμε τώρα ἂν καὶ τὸ τρίτο γέννημα τῆς κακῆς ἐπιθυμίας ἐξαλείφεται μὲ τὴ φτώχεια ποὺ μακαρίζει ὁ Κύριος. Τρίτο λοιπὸν τέκνο τῆς ψυχῆς ποὺ εἶναι ἄρρωστη στὴν ἐπιθυμία, εἶναι ἡ γαστριμαργία, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννιέται κάθε σαρκικὴ ἀκαθαρσία. Ἀλλὰ γιατί τὴν ἀναφέρομε τρίτη καὶ τελευταία στὴ σειρά, ἀφοῦ εἶναι ἔμφυτη ἀπὸ αὐτὴ τὴ γέννησή μας; Γιατί ὄχι μόνο ἡ γαστριμαργία, ἀλλὰ καὶ αὐτὲς ἀκόμη οἱ φυσικὲς κινήσεις γιὰ τεκνογονία, ἐπισημαίνονται στὰ παιδιὰ ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἀκόμη ἡλικία. Πῶς λοιπὸν ἐμεῖς τοποθετοῦμε τελευταία τὴ νόσο τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας; Ἐπειδὴ ἐκεῖνα τὰ ἔχομε ἐκ φύσεως, καὶ ὅσα εἶναι φυσικά, εἶναι ἀκατηγόρητα, φτιαγμένα ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ Θεὸ γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσομε σὲ ἀγαθὰ ἔργα. Ἑπομένως δὲν εἶναι δείγματα ἄρρωστης ψυχῆς· γίνονται ὅμως τέτοια ὅταν γίνεται κακὴ χρήση τους.

Ὅταν λοιπὸν φροντίζομε γιὰ τὴ σάρκα, νὰ ἱκανοποιοῦμε τὶς ἐπιθυμίες τῆς(Ρωμ. 13, 14), τότε εἶναι κακό το πάθος κι ἡ φιληδονία γίνεται ἀρχὴ σαρκικῶν παθῶν καὶ ἀρρώστια τῆς ψυχῆς. Ὥστε στὶς περιπτώσεις αὐτές, πρῶτος δοκιμάζει τὸ πάθος ὁ νοῦς. Κι ἐπειδὴ ἀπὸ τὴ διάνοια ἀρχικὰ ξεκινοῦν τὰ πονηρὰ πάθη, γι’ αὐτὸ λέει ὁ Κύριος ὅτι «ἀπὸ τὴν καρδιὰ βγαίνουν οἱ κακοὶ λογισμοί, κι αὐτοὶ εἶναι ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο»(Ματθ. 15, 19). Ἀλλὰ καὶ ὁ Νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης λέει: «Πρόσεχε στὸν ἑαυτό σου, μὴν τυχὸν κάνεις κρυφὰ στὴν καρδιά σου ἁμαρτωλὸ λογισμὸ»(Δεύτ. 15, 9).

Αὐτὸς ποὺ πρῶτος διατίθεται ἐμπαθὼς εἶναι βέβαια ὁ νοῦς, ἀλλὰ κι αὐτὸς ἀφοῦ ἀρχικὰ συλλέξει μέσω τῶν αἰσθήσεων τὴ φαντασία τῶν αἰσθητῶν σωμάτων, τότε τὰ μεταχειρίζεται μὲ ἐμπάθεια. Κυρίως δὲ μὲ τὰ μάτια, τὰ ὁποῖα πρῶτα μποροῦν καὶ ἀπὸ μακριὰ νὰ τραβήξουν τὸ μολυσμό, παρασύρεται ὁ νοῦς στὴν κακὴ χρήση. Σαφὴς ἀπόδειξη γι’ αὐτὸ εἶναι ἡ προμήτωρ Εὕα· εἶδε πρῶτα ὅτι τὸ ἀπαγορευμένο δένδρο εἶναι ὡραῖο καὶ εὐχάριστο στὴν ὅραση, καὶ τότε συγκατατέθηκε μέσα στὴν καρδιά της καὶ πῆρε κι ἔφαγε ἀπὸ τὸν καρπὸ τοῦ(Γέν. 3, 6).

Ὀρθὰ λοιπὸν εἴπαμε ὅτι ἡ ἥττα ἐμπρὸς στὰ κάλλη τῶν σωμάτων προηγεῖται καὶ εἶναι προοίμιο τῶν αἰσχρῶν παθῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποτελεῖ πατρικὸ παράγγελμα, νὰ μὴν περιεργάζεται κανεὶς τὸ κάλλος τῶν ξένων σωμάτων(Σ. Σείρ. 9, 8) καὶ νὰ μὴ ναρκισσεύεται μὲ τὸ δικό του. Πρὶν λοιπὸν γίνει ἐμπαθὴς ἡ διάνοια, ἂν καὶ ὑπάρχουν ἐκ φύσεως τὰ πάθη στὰ παιδιά, δὲ συνεργοῦν ὡστόσο στὴν ἁμαρτία· εἶναι μόνο γιὰ τὴ συντήρηση τῆς φύσεως.

Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι τότε πονηρά. Ἀλλὰ ἐπειδὴ τὰ σαρκικὰ πάθη ἔχουν τὴν ἀρχή τους ἀπὸ τὸν ἐμπαθῆ νοῦ, ἀπὸ αὐτὸν πρέπει νὰ ἀρχίσει καὶ ἡ θεραπεία. Σὲ περίπτωση πυρκαϊᾶς, ἂν ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ τὴ σβήσει, πάει νὰ περιορίσει τὴ φλόγα ἀπὸ ἐπάνω, δὲν πετυχαίνει τίποτε· ἂν ὅμως τραβήξει ἀπὸ κάτω τα ὑλικὰ ποὺ τροφοδοτοῦν τὴ φωτιά, αὐτὴ ἀμέσως μαραίνεται.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ πορνικὰ πάθη. Ἂν δὲν ἀποξηράνεις ἀπὸ μέσα τὴν πηγὴ τῶν λογισμῶν μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ταπείνωση, ἀλλὰ ἀγωνίζεσαι ἐναντίον τοὺς μόνο μὲ τὴ νηστεία καὶ τὴν κακοπάθεια, ματαιοπονεῖς. Ἂν ὅμως ἁγιάσεις τὴ ρίζα μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν προσευχή, ὅπως εἴπαμε, θὰ ἀποκτήσεις καὶ ἐξωτερικὰ τὸν ἁγιασμό. Αὐτὸ νομίζω ὅτι συμβουλεύει ὁ Ἀπόστολος, ὅταν λέει νὰ ζώσομε τὴ μέση μας μὲ τὴν ἀλήθεια(Ἔφ. 6, 14).

Τὸ λόγο αὐτὸ ἑρμήνευσε πολὺ ὡραία καὶ κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες, λέγοντας ὅτι τὸ λογιστικό του νοῦ περισφίγγει τὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ περιστέλλει τὰ κάτω ἀπὸ τὴν ὀσφὺ καὶ κοιλιὰ πάθη. Τὸ σῶμα ὅμως χρειάζεται καὶ τὴν κακοπάθεια καὶ τὴ μετρημένη ἐγκράτεια στὴν τροφή, γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἀνυπότακτο καὶ ἰσχυρότερο ἀπὸ τὸ λογισμό.

Ἑπομένως καὶ τὰ πάθη τῆς σάρκας, τίποτε ἄλλο δὲν τὰ θεραπεύει, παρὰ ἡ κακοπάθεια τοῦ σώματος καὶ ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται ἀπὸ ταπεινωμένη καρδιά, πράγμα ποὺ εἶναι ἡ “ἐν πνεύματι πτωχεία”, τὴν ὁποία μακάρισε ὁ Κύριος. Ἂν λοιπὸν ἐπιθυμεῖ κανεὶς τὸν πλοῦτο τοῦ ἁγιασμοῦ, χωρὶς τὸν ὁποῖο κανεὶς δὲ θὰ δεῖ τὸν Κύριο(Ἑβρ. 12, 14), ἃς παραμένει στὸ κελί του, κακοπαθώντας καὶ προσευχόμενος μὲ ταπείνωση.

Τὸ κελὶ τοῦ καλοῦ μοναχοῦ εἶναι λιμάνι σωφροσύνης καὶ ἐγκράτειας. Κι ὅλα τα ἔξω ἀπὸ τὸ κελί, καὶ μάλιστα ὅσα εἶναι στὶς ἀγορὲς καὶ τὶς συγκεντρώσεις, ἀποτελοῦν ἕναν πορνικὸ κυκεώνα ποὺ σχηματίζεται ἀπὸ τὰ ἄκοσμα ἀκούσματα καὶ θεάματα καὶ καταποντίζει τὴν ἄθλια ψυχὴ τοῦ μοναχοῦ ποὺ θὰ βρεθεῖ σ’ αὐτά.

Ἀλλὰ καὶ φωτιὰ μπορεῖς νὰ ἀποκαλέσεις τὸν κόσμο τῆς κακίας, ποὺ καίει ὅσους τὸν πλησιάζουν κι ἀποτεφρώνει κάθε ἀρετή τους. Ἐνῶ ἡ φωτιὰ ποὺ δὲν καίει, βρέθηκε στὴν ἔρημο(Ἐξ. 3, 2). Ἐσύ, ἀντὶ γιὰ τὴν ἔρημο, νὰ μένεις στὸ κελί σου καὶ ἀπομονώσου λίγο, ἕως ὅτου περάσει ὁ χειμώνας τῆς ἐμπάθειας(Ἡσ. 26, 20).

Ὅταν αὐτὸς περάσει, δὲ βλάπτει ἡ παραμονὴ στὸ ὕπαιθρο. Τότε πλέον θὰ εἶσαι πράγματι “πτωχὴ τῷ πνεύματι”, καὶ θὰ ἀποκτήσεις τὴν κυριαρχία πάνω στὰ πάθη καὶ θὰ σὲ μακαρίσει μὲ λαμπρότητα ὁ Κύριος ποὺ εἶπε: «Μακάριοι οἱ “πτωχοὶ τῷ πνεύματι”, γιατί δική τους εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»(Ματθ. 5, 3). Καὶ πῶς νὰ μὴ μακαρίζονται δικαίως ἐκεῖνοι ποῦ δὲν ἔχουν τὶς ἐλπίδες τους στὰ χρήματα, παρὰ σ’ Αὐτόν; Ἐκεῖνοι ποῦ δὲν ποθοῦν νὰ ἀρέσουν σὲ ἄλλους, παρὰ σ’ Αὐτόν; Ἐκεῖνοι ποῦ ζοῦν μὲ ταπείνωση μαζὶ μ’ αὐτοὺς ἐνώπιόν Του; Ἃς γίνομε λοιπὸν κι ἐμεῖς “πτωχοὶ τῷ πνεύματι”, ἀφοῦ ταπεινωθοῦμε καὶ κακοπαθήσομε στὴ σάρκα καὶ γίνομε ἀκτήμονες, γιὰ νὰ γίνει δική μας ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐπιτύχομε τὶς μακάριες ἐλπίδες, κληρονομώντας τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ὁ Κύριος μας ἔδωσε μερικοὺς συνοπτικοὺς λόγους ποὺ συγκεφαλαιώνουν τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας μας, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶναι ὁ μακαρισμὸς ποὺ ἀναλύομε. Σ’ αὐτόν, ὅπως εἴδαμε, περιέλαβε μ’ ἕνα λόγο πολλὲς ἀρετὲς καὶ ἀπέκλεισε πολλὲς κακίες, εὐλογώντας ὅσους μὲ βάση αὐτὸν περιτέμνουν καλῶς τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς τους μὲ τὴ μετάνοια. Δὲν εἶναι ὅμως μόνο αὐτά.

Στὸ λόγο αὐτὸ ὁ Κύριος περιέλαβε καὶ πάρα πολλὰ ἄλλα, παρόμοια στὴν ἐνέργεια ὄχι μὲ τὴν περιτρμή, ἀλλὰ μὲ τὸ ὑπερβολικὸ κρύο καὶ τὴν παγωνιά, τὸ χιόνι, τὴν πάχνη καὶ τοὺς σφοδροὺς ἀνέμους, καὶ γενικὰ μὲ τὴν ταλαιπωρία ποὺ ὑποφέρουν τὰ φυτὰ τὸ χειμώνα καὶ τὸ καλοκαίρι, ἐκτεθειμένα στὸ κρύο καὶ τὴ ζέστη, χωρὶς τὰ ὁποῖα κανένα φυτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ὡριμάσει τὸν καρπό του. Ποιὰ εἶναι αὐτά; Οἱ διάφοροι πειρασμοὶ ποὺ ἔρχονται καὶ ποὺ εἶναι ἀνάγκη νὰ τοὺς ὑποφέρει εὐχαρίστως ἐκεῖνος ποὺ μέλλει νὰ ἀποδώσει καρπὸ στὸ Γεωργό των πνευμάτων.

Ὅπως δηλαδὴ ὅταν λυπηθεῖ κανεὶς τὰ φυτὰ τῆς γῆς ποὺ ταλαιπωροῦνται καὶ τὰ περιτειχίσει καὶ κάνει ἀπὸ πάνω στέγη καὶ δὲν τὰ ἀφήσει νὰ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ τὰ δεινά των καιρικῶν μεταβολῶν, δὲν παίρνει καρπὸ ἀκόμη κι ἂν τὰ κλαδεύει ἢ τὰ καθαρίζει καὶ τὰ περιποιεῖται. Πρέπει νὰ τὰ ἀφήσει νὰ ὑπομείνουν τὰ πάντα· γιατί ἔτσι, ἀφοῦ περάσει ἡ δυσκολία τοῦ χειμώνα καὶ ἔρθει ἡ ἄνοιξη, βλαστάνουν καὶ ἀνθίζουν καὶ γεμίζουν φύλλα καὶ προβάλλουν μαζὶ μὲ τοὺς ὡραίους ἐκείνους θαλεροὺς βλαστοὺς καὶ τοὺς ἄγουρους καρπούς, οἱ ὁποῖοι κάτω ἀπὸ τὶς καυτερὲς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου μεγαλώνουν σιγὰ-σιγὰ καὶ ὡριμάζουν καὶ γίνονται κατάλληλοι γιὰ τροφὴ καὶ συγκομιδή.

Ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ὑποφέρει μὲ γενναιότητα τὸ βαρὺ φορτίο τῶν πειρασμῶν, ἀκόμη κι ἂν δὲν τοῦ λείπει καμιὰ ἀπὸ τὶς ἄλλες ἀρετές, δὲν θὰ δώσει ποτὲ καρπὸ ἄξιο γιὰ τὸ θεϊκὸ πατητήρι καὶ τὴ θεϊκὴ ἀποθήκη. Γιατί κάθε ἀγωνιστῆς γίνεται τέλειος μὲ τὴν ὑπομονὴ τῶν ἑκουσίων καὶ ἀκουσίων κόπων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἄλλοι ἔχουν ἐξωτερικὰ αἴτια κι ἄλλοι καταβάλλονται ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους.

Ὅ,τι γίνεται στὰ φυτὰ τῆς γῆς ἀπὸ τὴ φύση καὶ ἀπὸ τὶς γεωργικὲς ἐπινοήσεις καὶ τὶς μεταβολὲς τῶν ἐποχῶν, τοῦτο γίνεται μὲ τὴν προαίρεσή μας καὶ σ’ ἐμᾶς, τὰ λογικὰ κλήματα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὑπακοῦμε σ’ Αὐτόν, τὸ Γεωργό των ψυχῶν μας, ἐφόσον εἴμαστε αὐτεξούσιοι. Χωρὶς ὑπομονὴ σ’ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς βρίσκουν ἄθελά μας, οὔτε οἱ κόποι ποὺ καταβάλλομε μὲ τὸ θέλημά μας θὰ εὐλογηθοῦν ἀπὸ τὸ Θεό. Γιατί ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, δοκιμάζεται κυρίως μὲ τὴ θλίψη τῶν πειρασμῶν.

Πρέπει λοιπὸν ἡ ψυχὴ νὰ κατορθώσει πρῶτα τα ἑκούσια, κι ἀφοῦ μ’ αὐτὰ ἐθιστοῦμε στὸ νὰ καταφρονοῦμε τὴ δόξα καὶ τὴν ἡδονή, τότε θὰ ὑποφέρομε εὔκολα καὶ τοὺς ἀκούσιους πειρασμούς.

Ἐκεῖνος ποὺ γιὰ τὴν “ἐν πνεύματι πτωχεία” τοῦ καταφρονεῖ δόξα καὶ ἡδονὴ καὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄξιο νὰ δεχτεῖ τὰ πιὸ δραστικὰ φάρμακα τῆς μετάνοιας, περιμένει πάντοτε κάθε θλίψη καὶ δέχεται εὐχαρίστως κάθε πειρασμὸ σὰν νὰ τοῦ πρέπει, καὶ χαίρεται γι’ αὐτό, γιατί τὸν βλέπει ὡς τὸ καθαρτικό της ψυχῆς του.

Καὶ κάνει τὸν πειρασμὸ τοῦ ἀφορμὴ ἔντονης καὶ πολὺ ἀποτελεσματικῆς δεήσεως πρὸς τὸ Θεό, πιστεύοντας ὅτι αὐτὸς τοῦ προξενεῖ καὶ μαζὶ προφυλάγει τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς του. Κι ὄχι μόνο συγχωρεῖ μὲ ἀμνησικακία ἐκείνους ποὺ τὸν θλίβουν, ἀλλὰ καὶ τοὺς εὐγνωμονεῖ καὶ προσεύχεται γι’ αὐτοὺς σὰν νὰ τὸν εὐεργέτησαν. Γι’ αὐτό, ὄχι μόνο λαβαίνει τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν του, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἐπιτυγχάνει καὶ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ τὴ θεία εὐλογία, καὶ μακαρίζεται ἀπὸ τὸν Κύριο γιὰ τὴ μέχρι τὸ τέλος μακροθυμία του μὲ πνεῦμα ταπεινώσεως.

Ἀφοῦ ἀναφέρθηκα μὲ συντομία σὲ κάποια σημεῖα τῆς πνευματικῆς περιτομῆς, θὰ προσθέσω τώρα καὶ μερικὰ γιὰ τὴν ἐξαιτίας τῆς ἄφθονη καρποφορία. Στὴ συνέχεια λοιπὸν ἐκείνων ποὺ ἀπέκτησαν τὸν ἀναφαίρετο πλοῦτο μὲ τὴν “ἐν πνεύματι πτωχεία”, ὁ Κύριος, ὁ μόνος μακάριος, κάνει κοινωνοὺς τῆς μακαριότητάς Του ὅσους πενθοῦν, λέγοντας: «Μακάριοι ὅσοι πενθοῦν, γιατί αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦν»(Ματθ. 5, 4). Γιατί ὁ Χριστὸς ἕνωσε τὸ πένθος μὲ τὴ φτώχεια; Ἐπειδὴ τοῦτο συνυπάρχει πάντοτε μαζί της.

Ἡ λύπη ὅμως γιὰ τὴν ὑλικὴ φτώχεια προξενεῖ τὸ θάνατο τῆς ψυχῆς, λέει ὁ Ἀπόστολος(Β΄ Κορ. 7, 10), ἐνῶ ἡ λύπη γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν φτώχεια ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια πρὸς σωτηρία ψυχῆς, γιὰ τὴν ὁποία δὲ μετανιώνει κανένας. Στὴν πρώτη φτώχεια, ποὺ εἶναι ἀθέλητη, ἀκολουθεῖ τὸ ἀθέλητο πένθος, ἐνῶ στὴν ἑκούσια ἀκολουθεῖ ἐξ ἀνάγκης τὸ ἑκούσιο πένθος. Κι ἐπειδὴ τὸ πένθος ποὺ μακαρίζεται ἐδῶ εἶναι ἑνωμένο μὲ τὴν κατὰ Θεὸν φτώχεια καὶ τὴ συνοδεύει ἀναγκαστικά, καὶ ἀπὸ ἐκείνην, ὡς αἰτία του, ἐξαρτᾶται ὁλόκληρο, ἔχει καὶ ἀπὸ αὐτήν, φυσικά, τὸ ὅτι εἶναι πνευματικὸ καὶ ἑκούσιο. Ἀλλὰ ἃς δοῦμε πῶς ἡ μακαριστὴ φτώχεια γεννᾶ τὸ μακάριο πένθος.

Τέσσερα εἶναι τὰ εἴδη τῆς πνευματικῆς φτώχειας, ὅπως ἔδειξε ὁ λόγος λίγο παραπάνω. Εἶναι δηλαδὴ ἡ φτώχεια στὸ φρόνημα, στὸ σῶμα, στὸν ὑλικὸ πλοῦτο καὶ στοὺς πειρασμοὺς ποὺ μᾶς ἔρχονται ἀπ’ ἔξω. Κανένας ὅμως ποὺ βλέπει νὰ τὰ παραθέτω χωριστὰ νὰ μὴ νομίσει ὅτι καὶ ἡ ἐνέργεια καθενὸς εἶναι χωριστή. Γιατί τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ ἐνεργεῖται μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα. Γι’ αὐτὸ κι ἔχουν συμπεριληφθεῖ σ’ ἕνα μακαρισμό, ὁ ὁποῖος συγχρόνως ὑποδηλώνει θαυμάσια καὶ ποιὸ εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο ἡ ρίζα καὶ ἡ αἰτία τούτων, ὅτι δηλαδὴ εἶναι τὸ πνεῦμα μας.

Γιατί τοῦτο, ὅταν ἐγκολπωθεῖ, ὅπως εἴπαμε, τὴ χάρη τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἀναβλύζει ἀπὸ μέσα του πηγὴ φτώχειας ποὺ ποτίζει ὅλο το πρόσωπο τῆς γῆς μᾶς(Γέν. 2, 6), δηλαδὴ τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο, καὶ τὸν κάνει παράδεισο ἀρετῶν. Τέσσερα λοιπὸν εἶναι τὰ εἴδη τῆς πνευματικῆς φτώχειας, κι ἀπὸ τὸ καθένα γεννιέται τὸ ἀνάλογο πένθος, μαζὶ μὲ τὴν ἀνάλογη παρηγοριά.

Ἀπὸ τὴν ἑκούσια σωματικὴ φτώχεια καὶ ταπείνωση, (ποὺ περιλαμβάνει πείνα καὶ δίψα καὶ ἀγρυπνία καὶ γενικὰ κάθε ταλαιπωρία καὶ κακοπάθεια τοῦ σώματος, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ ἔλλογη συστολὴ τῶν αἰσθήσεων), ὄχι μονάχα γεννιέται πένθος, ἀλλὰ καὶ δάκρυα. Ὅπως δηλαδὴ ἡ ἀναλγησία, ἡ πώρωση καὶ ἡ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς γεννιοῦνται ἀπὸ τὴν ἄνεση, τὴν ἀπόλαυση καὶ τὴν καλοπέραση, ἔτσι ἀπὸ τὴν ἐγκρατῆ καὶ πειθαρχημένη δίαιτα γεννιοῦνται ἡ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς καὶ ἡ κατάνυξη, ποὺ ἀποτρέπουν κάθε πικρία καὶ φέρνουν μιὰ γλυκιὰ ἱλαρότητα.

Γιατί βέβαια χωρὶς συντριβὴ τῆς καρδιᾶς εἶναι ἀδύνατο, ὅπως λένε, νὰ ἀπαλλαγεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴν κακία. Συντριβὴ στὴν καρδιὰ φέρνει καὶ ἡ τριμερὴς ἐγκράτεια, τοῦ ὕπνου, τῆς τροφῆς καὶ τῆς σωματικῆς ἀναπαύσεως. Καὶ ἀφοῦ μὲ τὴ συντριβὴ αὐτὴ ἡ ψυχὴ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν κακία καὶ τὴν πικρία, παίρνει στὴ θέση τοὺς τὴν πνευματικὴ χαρά. Αὐτὴ εἶναι ἡ παρηγοριὰ γιὰ τὴν ὁποία μακαρίζει ὁ Κύριος ἐκείνους ποὺ πενθοῦν. Λέει δὲ καὶ ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ἔγραψε γιὰ μᾶς τὴν πνευματικὴ Κλίμακα: «Ἡ δίψα καὶ ἡ ἀγρυπνία συνθλίβουν τὴν καρδιά. Κι ὅταν αὐτὴ συνθλίβει, ἀναπηδοῦν δάκρυα». Ἐκεῖνος, λέει, ποὺ θὰ τὰ δοκιμάσει, θὰ γελάσει παρηγορημένος ἐξαιτίας τους, μὲ τὸ μακάριο γέλιο ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος(Λουκ. 6, 21). Ἔτσι γεννιέται ἀπὸ τὴ θεοφιλῆ φτώχεια τὸ πένθος ποὺ παρηγορεῖ καὶ κάνει μακάριους ἐκείνους ποὺ τὸ ἀπέκτησαν.

Ἃς δοῦμε τώρα πῶς γεννιέται τὸ πένθος ἀπὸ τὸ ἄλλο εἶδος τῆς φτώχειας, δηλαδὴ τὸ ἔμφοβο φρόνημα καὶ τὴν ἔνθεη ταπείνωση τῆς ψυχῆς. Ἡ αὐτομεμψία συνυπάρχει πάντοτε μὲ τὴν ταπείνωση τῆς ψυχῆς, καὶ δίνει στὴν ἀρχὴ σφοδρὴ ἔνταση στὸ φόβο τῆς κολάσεως, φέρνοντας μπροστὰ στὰ μάτια ἐκείνη τὴ φρικωδέστατη συνένωση τῶν διαφόρων ἀντίθετων βασανιστηρίων σὲ ἕνα, καὶ αὐξάνοντας περισσότερό το φόβο ἀπὸ τὴν ὑπόμνηση ὅτι ἡ κόλαση εἶναι ἀνέκφραστη, ἀφοῦ εἶναι χειρότερη ἀπ’ ὅσα ἔχουν εἰπωθεῖ γι’ αὐτήν.

Πόση δὲ προσθήκη στὰ δεινὰ εἶναι ἡ ἀτελεύτητη διάρκειά της! Καύσωνας καὶ ψύχος, σκοτάδι καὶ φωτιά, ἀναταραχὴ καὶ ἀκινησία, δεσμὰ καὶ φόβοι καὶ δαγκώματα ἀπὸ ἀθάνατα θηρία, ὅλα αὐτὰ μαζεύονται σ’ ἐκείνη τὴν καταδίκη, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ δὲν παριστάνεται ἐκεῖνο τὸ κακό, τὸ ὁποῖο, κατὰ τὴ Γραφή, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ συλλάβει νοῦς ἀνθρώπου(Ἃ΄ Κορ. 2, 9). Τί εἶναι ὅμως τὸ ἀνώφελο καὶ ἀπαρηγόρητο καὶ ἀτελείωτο ἐκεῖνο πένθος; Σ’ ἐκείνους ποὺ ἁμάρτησαν ἀπέναντί του Θεοῦ, τὸ πένθος δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτιῶν τους.

Ἐκεῖ λοιπόν, ἀφοῦ ἐλεγχθοῦν καὶ ἐξαλειφθεῖ κάθε ἐλπίδα τους καὶ ἀπελπιστοῦν γιὰ τὴ σωτηρία, ὁ ἀκούσιος ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως πολλαπλασιάζει στὸν καθένα τὴν ἐπικείμενη ὀδύνη μέσω τοῦ πένθους. Κι αὐτὸ τὸ πένθος πάλι καὶ πάντοτε, ἐπειδὴ δὲ θὰ τερματιστεῖ ποτέ, γίνεται ἀφορμὴ ἄλλου πένθους καὶ ἄλλο φοβερὸ σκοτάδι καὶ καύσωνας ἀνυπόφορος καὶ βυθὸς λύπης ἀπερίγραπτος. Τὸ πένθος ὅμως αὐτὸ εἶναι πάρα πολὺ ὠφέλιμο στὴν ἐδῶ ζωή.

Γιατί ὁ Θεὸς ὑπακούει μὲ εὐσπλαχνία, ἀφοῦ καὶ ὡς ἐμᾶς κατέβηκε νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ, καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ πενθοῦν μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὑποσχέθηκε τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν παράκληση ποὺ εἶναι Αὐτὸς ὁ ἴδιος, ἀφοῦ εἶναι καὶ ὀνομάζεται Παράκλητος(Ἰω. 14, 16). Εἶδες λοιπὸν καὶ τὸ πένθος τῆς ταπεινωμένης ψυχῆς καὶ τὴν παρηγοριὰ ποῦ ἀκολουθεῖ; Ἀλλὰ καὶ ἡ αὐτομεμψία μόνη της, ὅταν τοποθετηθεῖ σὰν νοερὸ βάρος πάνω στὸ λογιστικὸ μέρος τῆς ψυχῆς καὶ πολυκαιρίσει, τὸ συντρίβει καὶ τὸ πιέζει καὶ βγάζει τὸ σωτηριῶδες κρασὶ ποὺ εὐφραίνει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τὸν ἐσωτερικό μας ἄνθρωπο. Καὶ τέτοιο κρασὶ εἶναι ἡ κατάνυξη. Γιατί μέσω τοῦ πένθους, ἡ αὐτομεμψία συντρίβει τότε καὶ τὰ πάθη καὶ γεμίζει τὴν καρδιὰ ἀπὸ ἀξιομακάριστη χαρά, ἀφοῦ τὴν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ φοβερὸ βάρος τους. Γι’ αὐτὸ εἶναι μακάριοι ὅσοι πενθοῦν, γιατί αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦν(Ματθ. 5, 4).

Θ’ ἀναφερθοῦμε τώρα στὴν ἀκτημοσύνη, δηλαδὴ στὴ φτώχεια κατὰ τὴν περιουσία καὶ τὰ ὑπάρχοντά μας, ἑνωμένη βέβαια μὲ τὴ φτώχεια τοῦ πνεύματος, ὅπως εἴπαμε παραπάνω· γιατί μόνο ὅταν ἀσκοῦνται μαζὶ ὅλα τα εἴδη τῆς φτώχειας, εἶναι τέλεια καὶ εὐάρεστα στὸ Θεό. Ἄκουσε λοιπὸν μὲ σύνεση γιὰ νὰ μάθεις πῶς ἔρχεται τὸ πένθος καὶ ἡ ἀντίστοιχη παρηγοριὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς φτώχειας.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος τὰ ἀποχαιρετίσει ὅλα καὶ ἀπαρνηθεῖ τὰ χρήματα καὶ τὰ κτήματα, ἐγκαταλείποντάς τα ἢ μοιράζοντάς τα στοὺς φτωχοὺς σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή, καὶ ἀπομακρύνει τὴν ψυχή του ἀπὸ τὴ μέριμνα γι’ αὐτά, τότε τὴν κάνει νὰ στραφεῖ στὴν ἐξέταση τοῦ ἐαυτοῦ της, ἐλεύθερη πιὰ ἀπὸ ἐξωτερικοὺς περισπασμούς.

Κι ὅταν ὁ νοῦς ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ ὅλα τα αἰσθητὰ καὶ ἀνασηκωθεῖ ἀπὸ τὴν τύρβη τους ποὺ τὸν κατακλύζει καὶ παρατηρήσει τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, πρῶτα-πρῶτα βλέπει τὸ ἀπαίσιο προσωπεῖο ποὺ ἀπέκτησε ἀπὸ τὴν περιπλάνησή του στὰ γήινα, καὶ σπεύδει νὰ τὸ ἀποπλύνει μὲ τὸ πένθος. Ἔπειτα, ἀφοῦ ἀφαιρέσει τὸ δύσμορφο αὐτὸ κάλυμμα, καὶ καθὼς πιὰ ἡ ψυχὴ δὲ διασκορπίζεται ἄπρεπα σὲ ποικίλες μέριμνες, ὁ νοῦς εἰσέρχεται ἀτάραχα στὰ πραγματικὰ “ταμεῖα”(Ματθ. 6, 6) —στὰ ἐνδότερά της ψυχής—, κι ἐκεῖ προσεύχεται στὸν ἀόρατο Πατέρα.

Καὶ Ἐκεῖνος τοῦ χαρίζει πρῶτα-πρῶτα το δῶρο ποὺ εἶναι δοχεῖο τῶν θείων χαρισμάτων, δηλαδὴ τὴν εἰρήνη τῶν λογισμῶν, μετὰ ἀπὸ τὴν ὁποία τελειοποιεῖ τὴν ταπείνωση, ποὺ γεννᾶ καὶ συγκρατεῖ κάθε ἀρετή. Ὄχι βέβαια τὴν ταπείνωση ποὺ συνίσταται σὲ λόγια καὶ σχήματα τὰ ὁποῖα βρίσκει εὔκολα ὅποιος θέλει, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὸ ἀγαθὸ καὶ θεῖο Πνεῦμα, τὴν ὁποία κτίζει τὸ ἴδιο το Πνεῦμα ὅταν ἐγκατασταθεῖ στὰ ἔγκατα τῆς ψυχῆς. Μέσα στὴν εἰρήνη λοιπὸν καὶ τὴν ταπείνωση, σὰν μέσα σὲ ἀσφαλὲς περιτείχισμα τοῦ παραδείσου τοῦ νοῦ, φυτρώνουν τὰ κάθε εἴδους δένδρα τῆς πραγματικῆς ἀρετῆς. Στὸ κέντρο τοῦ ἀνεγείρονται τὰ ἱερὰ ἀνάκτορα τῆς ἀγάπης, στὰ πρόθυρα τῶν ὁποίων ἀνθίζει σὰν προοίμιο τῆς μέλλουσας ζωῆς ἡ ἀνέκφραστη καὶ ἀναφαίρετη χαρά.

Ἡ ἀκτημοσύνη εἶναι μητέρα τῆς ἀμεριμνίας. Ἡ ἀμεριμνία, τῆς προσοχῆς καὶ τῆς προσευχῆς. Αὐτὲς εἶναι μητέρες τοῦ πένθους καὶ τῶν δακρύων. Τοῦτα ἐξαλείφουν τὶς ἐμπαθεῖς συνήθειες. Ὅταν αὐτὲς ἐξαλειφθοῦν, γίνεται εὐκολότερος ὁ δρόμος τῆς ἀρετῆς, γιατί φεύγουν ἀπὸ τὴ μέση τα ἐμπόδια καὶ ἡ συνείδηση πιὰ δὲν κατηγορεῖ. Ἀπὸ αὐτὸ πηγάζει ἡ χαρὰ καὶ τὸ μακάριο γέλιο τῆς ψυχῆς. Τότε πλέον καὶ τὰ ὀδυνηρὰ δάκρυα μετατρέπονται σὲ γλυκά, καὶ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ γίνονται γλυκύτατα στὸ λάρυγγα καὶ ἀνώτερα ἀπὸ μέλι στὸ στόμα(Ψάλμ. 118, 103), καὶ ἀπὸ δέηση ἡ προσευχὴ μεταβάλλεται σὲ εὐχαριστία, καὶ ἡ μελέτη τῶν θείων ἐντολῶν εἶναι ἀγαλλίαση τῆς ψυχῆς, μὲ ἐλπίδα ἀδιάψευστη, ἡ ὁποία, ἀποτελώντας πρόγευση τῶν οὐρανίων, πλησιάζει τὴν ψυχὴ μέσω τῆς πείρας αὐτῆς τῆς γεύσεως καὶ τῆς μαθαίνει ἐν μέρει τὸν ὑπερβολικὸ πλοῦτο τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Δαβίδ: «Γευθεῖτε καὶ μάθετε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἀγαθὸς»(Ψάλμ. 33, 9). Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀγαλλίαση τῶν δικαίων, ἡ χαρὰ τῶν εὐθέων, ἡ εὐφροσύνη τῶν ταπεινωμένων, ἡ παρηγοριὰ ἐκείνων ποὺ πενθοῦν γι’ Αὐτόν.

Τί λοιπόν; Ἡ παρηγοριὰ φτάνει ὡς ἐδῶ; Κι αὐτὰ μονάχα εἶναι τὰ δῶρα τῆς ἱερῆς μνηστείας; Πέρα ἀπὸ αὐτὰ δὲ φανερώνει καθαρότερα τὸν ἑαυτὸ Τοῦ ὁ Νυμφίος τῶν ψυχῶν αὐτῶν σ’ ὅσους ἔχουν τὸ μακάριο πένθος καὶ καθαρίστηκαν καὶ εἶναι στολισμένοι σὰν νύμφες μὲ τὶς ἀρετές; Ὄχι βέβαια. Γιὰ ὅσα ὅμως θὰ ποῦμε τώρα, εἶναι κάποιοι ἕτοιμοι νὰ μᾶς κατηγορήσουν ἀπὸ φθόνο, λέγοντας κάπως ἔτσι: «Μὴ μιλήσεις στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου· εἰδεμή, θὰ δυσφημίσομε τὸ ὄνομά σου, χαλκεύοντας ἐναντίον σου καὶ διαδίδοντας συκοφαντίες καὶ ψευδοκατηγορίες». Ἀλλ’ ἃς τοὺς ἀγνοήσομε τώρα αὐτοὺς κι ἃς δώσομε συνέχεια στὸ λόγο, πιστεύοντας καὶ λέγοντας τὰ λόγια τῶν ἁγίων Πατέρων μας καὶ σ’ αὐτὰ ἀποβλέποντας καὶ πείθοντας γι’ αὐτὰ καὶ τοὺς ἄλλους. Γιατί λέει ἡ Γραφὴ(Ψάλμ. 115, 1· Β΄ Κορ. 4, 13): «Πίστεψα, γι’ αὐτὸ καὶ μίλησα»· ἔτσι κι ἐμεῖς, πιστεύομε, γι’ αὐτὸ καὶ μιλοῦμε.

Ὅταν λοιπὸν διωχθεῖ κάθε αἰσχρὸ πάθος ποὺ κατοικεῖ μέσα μας καὶ ὁ νοῦς, ὅπως εἴπαμε, ἐπιστρέψει ὁ ἴδιος ὁλοκληρωτικὰ στὸν ἑαυτό του καὶ στὶς ἄλλες δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ καλλωπίσει μὲ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν τὴν ψυχή, προχωρώντας πρὸς τὰ τελειότερα καὶ ποθώντας νέες πρακτικὲς ἀναβάσεις καὶ καθαρίζοντας μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὅλο καὶ περισσότερο τὸν ἑαυτό του, τότε δὲν ἐξαλείφει μονάχα ὅλα τα ἀποτυπώματα τοῦ πονηροῦ, ἀλλὰ βγάζει ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάθε ἐπίκτητο στοιχεῖο, ὅσο κι ἂν εἶναι ἢ φαίνεται καλό.

Κι ἀφοῦ ἀνεβεῖ πάνω ἀπὸ τὰ νοητὰ καὶ τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὰ νοήματα —ὅσα δὲν εἶναι ἀμιγῆ ἀπὸ φαντασίες—, κι ἀφοῦ τὰ ἀπορρίψει ὅλα γιὰ τὴν εὐαρέστηση καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ σταθεῖ μπροστὰ στὸ Θεὸ κωφὸς καὶ ἄλαλος, τότε ὁ νοῦς γίνεται πιὰ ὑλικὸ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ δέχεται τὴ θειότατη ἀνάπλαση ἀνεμπόδιστα, καθὼς τίποτε πλέον ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ δὲν τὸν ἐνοχλεῖ, καὶ ἡ ἐσωτερικὴ χάρη τὸν μεταβάλλει στὸ καλύτερο καί, τὸ πιὸ παράδοξο, καταφωτίζει μὲ ἀνέκφραστο φῶς ἐσωτερικὰ καὶ τελειοποιεῖ τὸν ἔσω ἄνθρωπο.

Ἀφοῦ λοιπὸν χαράξει ἡ μέρα στὶς καρδιές μας, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Κορυφαίου των Ἀποστόλων(Β΄ Πέτρ. 1, 19), κι ἀνατείλει σ’ αὐτὲς ὁ αὐγερινός, βγαίνει ὁ ὄντως ἄνθρωπος —ὁ νους— στὴν κατεξοχὴν ἐργασία του, σύμφωνα μὲ τὸν προφητικὸ λόγο(Ψάλμ. 103, 23), καὶ μὲ τὸ φῶς βαδίζει τὸ δρόμο κι ἀνεβαίνει σὲ βουνὰ αἰώνια(Ψάλμ. 75, 5).

Καὶ —ὢ τοῦ θαύματος— μέσα σ’ αὐτὸ τὸ φῶς ἐποπτεύει τὰ ὑπερκόσμια πράγματα, μὴ χωριζόμενος ἀπὸ τὸ ὑλικὸ σῶμα μὲ τὸ ὁποῖο πλάστηκε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἢ καὶ χωριζόμενος ἀπὸ αὐτό, ἀνάλογα μὲ τὸ στάδιο τῆς ἀνόδου. Γιατί δὲν ἀνεβαίνει μὲ τὰ φανταστικὰ φτερὰ τῆς διάνοιας, ἡ ὁποία τριγυρίζει σὰν τυφλὴ χωρὶς νὰ ἔχει ἀκριβῆ καὶ βέβαιη κατανόηση μήτε γιὰ τὰ ἀπόντα αἰσθητά, μήτε γιὰ τὰ ὑψηλὰ καὶ ἀπρόσιτα νοητά.

Ἀλλὰ ἀνεβαίνει πραγματικὰ μὲ τὴν ἀνέκφραστη δύναμη τοῦ Πνεύματος, καὶ μὲ ἀνείπωτη πνευματικὴ ἀντίληψη ἀκούει τὰ “ἄρρητα ρήματα”(Β΄ Κορ. 12, 40 καὶ βλέπει τὰ ἀθέατα. Καὶ ἀπὸ αὐτὸ γεμίζει ὁλόκληρος μὲ θαυμασμό, καὶ ἃς εἶναι ἀπῶν ἀπὸ ἐκεῖ· καὶ συναγωνίζεται μὲ τοὺς ἀκούραστους ὑμνωδούς, τοὺς Ἀγγέλους, σὰν ἄλλος ἐπίγειος ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Καὶ μέσω τοῦ ἐαυτοῦ τοῦ προσφέρει στὸ Θεὸ ὅλη τὴν κτίση, ἐπειδὴ καὶ ὁ ἴδιος μετέχει ὅλων, καὶ τώρα μετέχει καὶ τοῦ πάνω ἀπ’ ὅλα Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι φέρει ἀκριβῆ τὴ θεία εἰκόνα.

Πάνω σ’ αὐτὰ ὁ ἅγιος Νεῖλος λέει: «Ἡ καλὴ κατάσταση τοῦ νοῦ εἶναι ἕνα νοητὸ ὕψος, ὅμοιο μὲ οὐράνιο χρῶμα, ὅπου κατὰ τὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς ἔρχεται τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος». Καὶ πάλι: «Ὅποιος θέλει νὰ δεῖ τὴν κατάσταση τοῦ νοῦ του, ἃς στερήσει τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀπ’ ὅλα τα νοήματα, καὶ τότε θὰ δεῖ τὸ νοῦ τοῦ παρόμοιο μὲ σάπφειρο ἢ μὲ οὐράνιο χρῶμα». Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνει χωρὶς τὴν ἀπάθεια, γιατί χρειάζεται νὰ συνεργήσει ὁ Θεὸς καὶ νὰ τοῦ παρέχει τὸ συγγενές του φῶς.

Καὶ ὁ ἅγιος Διάδοχος λέει: «Δύο πράγματα μᾶς δίνει ἡ χάρη μὲ τὸ βάπτισμα, ποὺ τὸ ἕνα εἶναι ἀπείρως ἀνώτερο ἀπὸ τὸ ἄλλο. Πρῶτα δηλαδὴ μᾶς ἀνακαινίζει μέσα στὸ νερὸ καὶ κάνει λαμπρό το “κατ’ εἰκόνα”, ξεπλένοντας κάθε ρύπο τῆς ἁμαρτίας μας· γιὰ τὸ ἄλλο ὅμως περιμένει τὴ συνεργασία μας.

Ὅταν λοιπὸν ἀρχίσει ὁ νοῦς μὲ βαθιὰ αἴσθηση νὰ γεύεται τὴν ἀγαθότητα τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τότε πρέπει νὰ γνωρίζομε ὅτι ἄρχισε ἡ χάρη νὰ ἐπιζωγραφίζει στὸ “κατ’ εἰκόνα” τὸ “καθ’ ὁμοίωσιν”. Ὥστε αὐτὴ ἡ αἴσθηση φανερώνει ὅτι διαμορφωνόμαστε στὸ “καθ’ ὁμοίωσιν”. Ὅμως τὴν τελειότητα τῆς ὁμοιώσεως θὰ τὴν καταλάβομε ἀπὸ τὸ φωτισμό». Καὶ πάλι: «Τὴν πνευματικὴ ἀγάπη δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀποκτήσει, ἂν δὲ φωτιστεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ κάθε ἐσωτερικὴ πληροφορία.

Γιατί ἂν δὲ λάβει ὁ νοῦς τελείως τὸ “καθ’ ὁμοίωσιν” μέσω τοῦ θείου φωτός, ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετὲς μπορεῖ νὰ τὶς ἔχει, εἶναι ὅμως ἀκόμη ἄμοιρός της τέλειας ἀγάπης». Ἐπίσης, ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ μαθαίνομε ὅτι, στὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς, ὁ χαριτωμένος νοῦς βλέπει τὴν καθαρότητά του, ὅμοια μὲ ἐπουράνιο χρῶμα· ἡ κατάσταση αὐτὴ ὀνομάστηκε “τόπος Θεοῦ” ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ Ἰσραήλ, ὅταν τοὺς φανερώθηκε στὸ ὅρος Σινὰ(Ἐξ. 24, 9-10). Λέει ἀκόμη: «Καθαρότητα τοῦ νοῦ εἶναι ἡ κατάσταση στὴν ὁποία ἀκτινοβολεῖ, στὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς, τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος».

Ὁ νοῦς ποὺ καταξιώθηκε ἐκεῖνο τὸ φῶς, διαβιβάζει πολλὰ σημάδια τοῦ θείου κάλλους καὶ στὸ συνδεδεμένο μ’ αὐτὸν σῶμα, ὡς ἐνδιάμεσος μεταξύ της θείας χάρης καὶ τῆς παχύτητας τῆς σάρκας, χορηγώντας τοῦ δύναμη καὶ γιὰ τὰ ἀδύνατα. Ἀπὸ αὐτὸ πηγάζει ἡ θεοειδῆς καὶ ἀσύγκριτη ἕξη τῆς ἀρετῆς καὶ ἡ δυσκινησία ἢ ἡ τέλεια ἀκινησία πρὸς τὴν κακία.

Ἀπὸ αὐτὸ ἔρχεται ὁ Λόγος καὶ σαφηνίζει στὸ νοῦ τοὺς λόγους τῶν ὄντων καὶ τοῦ ἀποκαλύπτει, γιὰ τὴν καθαρότητά του, τὰ μυστήρια τῆς φύσεως· διὰ μέσου αὐτῶν, ἡ διάνοια ἐκείνων ποὺ τὰ δέχονται μὲ πίστη, ὑψώνεται κατ’ ἀναλογίαν στὴν κατανόηση τῶν ὑπὲρ φύση, τὴν ὁποία πραγματοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας τοῦ Λόγου μὲ ἄυλες ἐπαφές.

Ἀπὸ αὐτὸ ἀκόμη πηγάζουν καὶ οἱ ἄλλες ποικίλες θαυματοποιίες καὶ ἡ διόραση καὶ ἡ προόραση καὶ ἡ διήγηση περὶ ἐκείνων ποὺ συμβαίνουν κάπου μακριά, σὰν νὰ εἶναι παρόντα. Τὸ σπουδαιότερο μάλιστα εἶναι ὅτι αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν τὸ σκοπὸ τῶν μακαρίων ἐκείνων ψυχῶν. Ὅπως δηλαδὴ ὅταν κανεὶς βλέπει πρὸς μία ἡλιακὴ ἀκτίνα, διακρίνει καὶ τὰ αἰωρούμενα μόρια τῆς σκόνης, παρόλο ποὺ δὲν εἶναι αὐτὸ ὁ σκοπός του, ἔτσι κι ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται μὲ καθαρότητα τὶς θεϊκὲς ἀκτίνες, οἱ ὁποῖες ἀπὸ τὴ φύση τοὺς ἀποκαλύπτουν τὰ πάντα, εἶναι ἑπόμενο νὰ ἀποκτοῦν —σὰν πάρεργο βέβαια— τὴ γνώση ὄχι μόνο ὅσων ὑπῆρξαν ἢ ὑπάρχουν, ἀλλὰ καὶ τῶν μελλοντικῶν, ἀνάλογα μὲ τὴν καθαρότητά τους.

Ὅμως πρωταρχική τους ἐπιδίωξη εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ καὶ συγκέντρωση τοῦ νοῦ στὸν ἑαυτό του. Ἢ μᾶλλον, ἡ ἐπιστροφὴ ὅλων των δυνάμεων τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ νοῦ —ἂν καὶ φαίνεται παράδοξος ὁ λόγος—, καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ κατὰ Θεόν, μὲ τὴν ὁποία διορθώνονται ὥστε νὰ μοιάσουν πρὸς τὸ Πρωτότυπο, τὸ Θεό, καὶ ἔρχονται σὲ ὑγιῆ πνευματικὴ κατάσταση, καθὼς ἡ χάρη τοὺς ξαναφέρνει στὸ πρωτοκτιστὸ καὶ ἀπερίγραπτο ἐκεῖνο κάλλος. Σὲ τέτοιο ὕψος ἀνεβάζει τὸ μακάριο πένθος τοὺς “ταπεινοὺς τὴ καρδία καὶ πτωχοὺς τῷ πνεύματι»(Ματθ. 5, 3).

Ἀφοῦ αὐτά, γιὰ τὴν ἀμέλεια ποὺ φωλιάζει μέσα μας, εἶναι πάνω ἀπό μας, ἃς ξαναγυρίσομε στὸ θεμέλιό τους κι ἃς προσθέσομε λίγα ἀκόμη γιὰ τὸ πένθος. Αὐτὸ λοιπὸν ἐπακολουθεῖ σὲ ὅλα τα εἴδη τῆς ἀκούσιας κατὰ κόσμον φτώχειας. Πῶς δηλαδὴ νὰ μὴ λυπᾶται ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει χρήματα καὶ πεινᾶ χωρὶς νὰ τὸ θέλει καὶ κοπιάζει πολὺ καὶ περιφρονεῖται; Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ πένθος δὲν ἔχει παρηγοριά, καὶ μάλιστα ὅσο ἐπιτείνεται ἡ φτώχεια, ἢ μᾶλλον ὅσο ὁ φτωχὸς αὐτὸς δὲν ἔχει τὴν ἀληθινὴ γνώση.

Καθὼς δηλαδὴ αὐτὸς δὲν ὑποτάσσει στὸ λογικὸ τὶς ἡδονὲς καὶ τὶς ὀδύνες τῆς αἰσθήσεως, ἀλλὰ μᾶλλον ὁ ἴδιος ὑποτάσσεται σ’ αὐτὲς μὲ τὴ λανθασμένη χρήση τοῦ λογικοῦ του, τὶς αὐξάνει χωρὶς κανένα κέρδος —ὅπως δὲν ἐπρεπε— ἢ μᾶλλον καὶ μὲ πολὺ μεγάλη ζημία του. Γιατί δίνει σημάδι καὶ ἀπόδειξη καθαρὴ ἐναντίον τοῦ ὅτι δὲν πίστεψε ἀκλόνητα στὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κήρυξε ὁ Χριστὸς καὶ στὴ διδαχὴ τῶν πρὶν ἀπὸ Αὐτὸν προφητῶν καὶ τῶν μετὰ ἀπὸ Αὐτὸν μαθητῶν καὶ ἀποστόλων Του.

Ὅτι δηλαδὴ ἡ φτώχεια εἶναι ποὺ χαρίζει τὸν ἀδαπάνητο πλοῦτο, ἡ εὐτέλεια τὴν ἀνέκφραστη δόξα, ἡ ἐγκράτεια τὴν ἀνώδυνη ἀπόλαυση, καὶ ἡ καρτερία στοὺς πειρασμοὺς τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν αἰώνια στενοχώρια καὶ θλίψη ποὺ ἀπειλεῖ ὅσους ἀγάπησαν τὸν ἐδῶ παραλυμένο βίο καὶ δὲν προτίμησαν νὰ περάσουν στὴ ζωὴ μέσα ἀπὸ τὴ στενὴ πύλη καὶ ὁδὸ(Ματθ. 7, 14). Σωστὰ λοιπὸν εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ἡ κατὰ κόσμον λύπη προξενεῖ θάνατο(Β΄ Κορ. 7, 10), γιατί μὲ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε ἀποδείχθηκε ὅτι εἶναι ἁμαρτία ποὺ ὁδηγεῖ στὸ θάνατο.

Ἂν ἡ πραγματικὴ ζωὴ τῆς ψυχῆς εἶναι φῶς θεϊκὸ ποὺ προξενεῖται ἀπὸ τὸ κατὰ Θεὸν πένθος, κατὰ τοὺς Πατέρες, ὅπως σημειώσαμε παραπάνω, ἄρα ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς εἶναι σκοτάδι δαιμονικὸ ποὺ προξενεῖται ἀπὸ τὴν κοσμικὴ λύπη στὴν ψυχή. Εἶναι τὸ σκοτάδι ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο λέει ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι, ἡ ἁμαρτία ἔχει τὴν ὕπαρξή της ἀπὸ τὴν ἀπουσία τοῦ καλοῦ καὶ παίρνει τὴ μορφὴ νοεροὺ σκότους-μὲ τὶς ἄδικες πράξεις.

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Μάρκος λέει: «Ἐκεῖνος ποῦ εἶναι περικυκλωμένος ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς πῶς θὰ δεῖ πραγματικὴ τὴν ἁμαρτία ποῦ σκεπάζουν; Αὐτὴ εἶναι σκοτάδι καὶ ὁμίχλη τῆς ψυχῆς ποὺ ἔπεσε μέσα της ἀπὸ ἔννοιες καὶ λόγια καὶ πράξεις πονηρές. Ἐκεῖνος ποῦ δὲν εἶδε αὐτὴ τὴν περιεκτικὴ ἁμαρτία, πότε θὰ παρακαλέσει νὰ καθαριστεῖ ἀπὸ αὐτήν; Κι ἐκεῖνος ποῦ δὲν καθαρίστηκε, πῶς θὰ βρεῖ τὸν τόπο τῆς καθαρῆς φύσεως; Κι ἐκεῖνος ποῦ δὲ βρῆκε αὐτὸν τὸν τόπο, πῶς θὰ δεῖ τὸν ἐσωτερικότερο οἶκο τοῦ Χριστοῦ; Πρέπει λοιπὸν νὰ κτυπήσομε τὴ θύρα τοῦ οἴκου αὐτοῦ μὲ προσευχὴ ἐπίμονη καὶ νὰ ζητήσομε ὄχι μόνο νὰ τὸν ἀποκτήσομε, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν διαφυλάξομε. Γιατί ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἔχασαν, ἀφοῦ τὸν ἔθαβαν. Ψιλὴ γνώση ἢ καὶ τυχαία πείρα αὐτῶν τῶν πραγμάτων, ἴσως καὶ ὀψιμαθεῖς καὶ νέοι κατέχουν. Τὴν ἐργασία ὅμως, τὴν ὑπομονετικὴ κι ἐπίμονη, μόλις κατέχουν οἱ εὐλαβεῖς καὶ πολύπειροι γέροντες».

Σύμφωνος μὲ αὐτοὺς τοὺς δύο εἶναι καὶ ὁ ἅγιος Μακάριος, ὁ οὐράνιος κατὰ τὴ γνώση, καὶ ὅλη ἡ συνάθροιση τῶν Ὁσίων. Ἀλλὰ ὅπως τὸ σκοτάδι αὐτὸ παίρνει τὴν ὕπαρξή του ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα, ἔτσι ἂν ἐξετάσεις καὶ τὴν κατὰ κόσμον λύπη, θὰ βρεῖς ὅτι γεννιέται καὶ δυναμώνει ἀπὸ ὅλα τα πάθη.

Εἶναι λοιπὸν εἰκόνα καὶ κατὰ κάποιο τρόπο ἀπαρχὴ καὶ προοίμιο καὶ προκαταβολὴ τοῦ αἰώνιου πένθους στὸ ὁποῖο θὰ βυθιστοῦν ὅσοι δὲν προτίμησαν τὸ πένθος ποὺ μακάρισε ὁ Κύριος, τὸ πένθος ποὺ δὲν ἔχει μόνο κέρδος τὴ θεϊκὴ παρηγοριά, καρποφορώντας τὴν πρόγευση τῆς αἰώνιας εὐφροσύνης, ἀλλὰ καὶ διασφαλίζει τὴν ἀρετή, κάνοντας τὴν ψυχὴ ἀμετακίνητη πιὰ πρὸς τὰ χειρότερα.

Γιατί ἂν κανεὶς γίνει φτωχὸς καὶ ταπεινωθεῖ καὶ ἐπιδιώξει τὴν κατὰ Θεὸν εὐτέλεια, δὲν ἀποκτήσει ὅμως καὶ τὸ πένθος, προοδεύοντας στὸ καλύτερο, μπορεῖ εὔκολα νὰ μεταβληθεῖ καὶ νὰ ξαναγυρίσει μὲ τὴ σκέψη τοῦ σ’ ἐκεῖνα ποὺ ἄφησε, ποθώντας πάλι ἐκεῖνα ποὺ στὴν ἀρχὴ εἶχε ἐγκαταλείψει καὶ γινόμενος παραβάτης. Ἂν ἀντίθετα, παραμένοντας καὶ προσέχοντας στὴ διάθεσή του γιὰ τὴ μακαριστὴ φτώχεια, δημιουργήσει μέσα του τὸ πένθος, δὲν ἔχει πιὰ τάση νὰ γυρίσει πρὸς τὰ πίσω καὶ νὰ παλινδρομήσει κακῶς ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου καλὰ ἔκανε κι ἔφυγε. Γιατί ἡ κατὰ Θεὸν λύπη, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος(Β΄ Κορ. 7, 10), προξενεῖ στὴν ψυχὴ τὴν ἀμεταμέλητη μετάνοια, ποὺ τὴν ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία.

Γι’ αὐτὸ καὶ κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες ἔλεγε, ὅτι τὸ πένθος ἐργάζεται καὶ φυλάγει(Γέν. 2, 15). Καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ μοναδικὸ κέρδος τοῦ πένθους, ὅτι ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀκίνητος σχεδὸν πρὸς τὸ κακὸ καὶ δὲν ξαναγυρίζει στὰ προηγούμενα ἁμαρτήματά του, ἀλλὰ κι αὐτὰ θεωροῦνται σὰν νὰ μὴν ἔγιναν. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος πενθεῖ πρῶτα-πρῶτα γι’ αὐτά, τοῦ τὰ λογαριάζει ὁ Θεὸς γιὰ ἀκούσια. Καὶ γιὰ τὰ ἀκούσια δὲν ὑπάρχει εὐθύνη.

Ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ γιὰ τὴν πενία του, δίνει ἀπόδειξη μὲ αὐτὸ ὅτι ἡ πενία του δὲν εἶναι θεληματική, γι’ αὐτὸ καὶ θὰ πέσει μαζὶ μὲ τοὺς πλούσιους ἢ ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ πλουτίσουν στὶς παγίδες τοῦ διαβόλου(Ἃ΄ Τιμ. 6, 9)· κι ἂν δὲν ἀλλάξει καὶ δὲν τρέξει νὰ ξεφύγει αὐτὲς τὶς παγίδες, θὰ παραπεμφθεῖ στὴν αἰώνια κόλαση μαζὶ μὲ τὸ διάβολο. Ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ ἁμάρτησε στὸ Θεό, ἂν ἐξακολουθεῖ ἀδιάκοπα νὰ πενθεῖ, δὲ θὰ τοῦ λογαριαστοὺν σὰν ἑκούσια τα ἁμαρτήματά του καὶ θὰ βαδίσει ἀνεμπόδιστά το δρόμο τῆς αἰώνιας ζωῆς, μαζὶ μ’ ἐκείνους ποὺ δὲν ἁμάρτησαν.

Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι τὸ κέρδος τῆς ἀρχῆς τοῦ πένθους, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη μεγάλο πόνο, γιατί εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως τὸ πένθος προχωρήσει, ἑνώνεται μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μὲ θαυμαστὸ τρόπο καὶ καρπώνεται τὴ γλυκιὰ καὶ ἁγία παρηγοριά, καθὼς ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει πιὰ τὸ πένθος ὡς ἰδιότητα γεύεται τὴν ἀγαθότητα τοῦ Παρακλήτου.

Αὐτὴ ἡ παρηγοριὰ εἶναι ἀνήκουστη γιὰ ὅσους δὲν τὴ δοκίμασαν, γιατί εἶναι ἀνείπωτη. Ἂν κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πληροφορήσει γιὰ τὴ γλυκύτητα ποὺ ἔχει τὸ μέλι, ἐκείνους ποὺ δὲν τὸ γεύθηκαν ποτέ, πῶς ἄραγε μπορεῖ κανεὶς νὰ περιγράψει τὴν ἡδονὴ τῆς ἱερῆς χαρᾶς καὶ τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ σ’ ἐκείνους ποῦ δὲν τὴ δοκίμασαν; Καὶ βέβαια, ἡ ἀρχὴ τοῦ πένθους μοιάζει μὲ ἐπιζήτηση μνηστείας μὲ τὸ Θεό, ποὺ σχεδὸν φαίνεται ἀδύνατη.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὅσοι ποθοῦν τὸν Νυμφίο, πενθοῦν βλέποντας Τὸν νὰ μὴ συγκατατίθεται καὶ τοῦ ἀπευθύνουν κάποια λόγια σὰν αὐτὰ ποὺ προηγοῦνται ἀπὸ τὴ μνηστεία. Καὶ κλαίγοντας σπαρακτικὰ τὸν καλοῦν μὲ θρήνους, ἐπειδὴ δὲν εἶναι κοντά τους κι ἴσως δὲν ἔρθει καὶ ποτέ. Τὸ τέλος ὅμως τοῦ πένθους εἶναι ἡ τέλεια ἁγνὴ νυμφικὴ ἕνωση.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ὀνόμασε μέγα μυστήριο τὴν ἕνωση τῶν συζύγων σὲ μία σάρκα, πρόσθεσε: «Ἐγὼ βέβαια μιλῶ γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία»(Ἔφ. 5, 32). Γιατί ὅπως οἱ σύζυγοι εἶναι μιὰ σάρκα, ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα πνεῦμα μὲ τὸ Θεό. Τὸ ἴδιο λέει κι ἀλλοῦ μὲ σαφήνεια: «Ὅποιος συνδέεται μὲ τὸν Κύριο, γίνεται, ἕνα πνεῦμα μαζί Του»(Ἃ΄ Κορ. 6, 17).

Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἐκεῖνοι ποῦ λένε ὅτι εἶναι κτιστὴ ἡ χάρη ἡ ὁποία κατοικεῖ στοὺς Ἁγίους του Θεοῦ; Ἃς γνωρίζουν ὅτι βλασφημοῦν ἐναντίον τοῦ ἴδιου του Πνεύματος, τὸ ὁποῖο μεταδίδοντας τὴ χάρη ἑνώθηκε μὲ τοὺς Ἁγίους. Ἃς φέρω ὅμως γιὰ τὸ θέμα μας κι ἕνα πιὸ σαφὲς παράδειγμα. Ἡ ἀρχὴ τοῦ πένθους μοιάζει μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀσώτου. Γι’ αὐτὸ καὶ γεμίζει ἀπὸ σκυθρωπότητα τὸν πενθοῦντα καὶ τὸν βάζει νὰ λέει ἐκεῖνα τὰ λόγια: «Πατέρα, ἁμάρτησα στὸ Θεὸ καὶ σ’ ἐσένα καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος πιὰ νὰ ὀνομαστῶ γιὸς σου»(Λουκ. 15, 21).

Τὸ τέλος πάλι τοῦ πένθους μοιάζει μὲ τὴν προϋπάντηση καὶ τὸν ἐναγκαλισμὸ τοῦ οὐράνιου Πατέρα, ὁπότε ὁ γιός, ἀντικρύζοντας τὸν πλοῦτο τῆς ἄπειρης εὐσπλαχνίας τοῦ Πατέρα καὶ ἀποκτώντας ἐξαιτίας τῆς πολλὴ χαρὰ καὶ παρρησία, δεχόταν τὰ φιλήματά Του καὶ τὰ ἀνταπέδιδε. Καὶ περνώντας μέσα στὸ πατρικὸ σπίτι κάθισε στὸ τραπέζι καὶ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα ἀπολάμβανε τὴν οὐράνια εὐφροσύνη.

Ἐλᾶτε κι ἃς προσπέσομε κι ἐμεῖς, μὲ τὴ μακαριστὴ φτώχεια, κι ἃς κλάψομε μπροστὰ στὸν Κύριο καὶ Θεὸ μᾶς(Ψάλμ. 94, 6), γιὰ νὰ ἐξαλείψομε τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες μας, νὰ κάνομε τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς ἀκίνητους πρὸς τὴν κακία καὶ νὰ ἐπιτύχομε τὸν Παράκλητο, ποὺ θὰ μᾶς χαρίζει τὴν παράκλησή Του, καὶ θὰ ἀναπέμπομε δόξα σ’ Αὐτόν, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα καὶ τὸν μονογενῆ Υἱό, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

————————————————————

(πηγή: Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, μεταφρ. Ἀντώνιος Γαλίτης, ἔκδ. Τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας, 1986, δ΄τόμος, σέλ. 244-271)

πηγή