“Μὰ ἔχασα τὸ μονάκριβο παιδί μου”, θὰ πεῖ ἴσως κάποιος, “ποὺ πάνω του στήριζα τόσες ἐλπίδες”. Καὶ τί μ’ αὐτό; Εὐχαρίστησε τὸ Θεό, ποὺ πῆρε τὸ παιδί σου, καὶ τότε δὲν θὰ εἶσαι κατώτερος ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ ὁδήγησε τὸ γιὸ τοῦ Ἰσαὰκ στὸ βουνὸ γιὰ νὰ τὸν θυσιάσει, ὓστερ’ ἀπὸ θεία ἐντολή. Ὅπως ἐκεῖνος ἀγόγγυστα πρόσφερε τὸ μονάκριβο παιδί του στὸ Θεό, ἔτσι πρόσφερέ το κι ἐσύ, καὶ δὲν θὰ πάρεις μικρότερη ἀμοιβή. Μὴν κλαῖς, μὴ βαρυγγωμᾶς, μὴν ἀναστενάζεις. Πὲς ὅ,τι εἶπε καὶ ὁ μακάριος Ἰώβ, ὅταν ἔχασε ὅλα του τὰ παιδιά: «Ὁ Κύριος μου τὰ ἔδωσε, ὁ Κύριος μου τὰ πῆρε. Ὅπως φάνηκε καλὸ στὸν Κύριο, ἔτσι κι ἔγινε. Ἃς εἶναι τ’ ὄνομά Του δοξασμένο παντοτινὰ» (Ἰὼβ 1:21). Ἔτσι ἀποστόμωσε καὶ τὴ γυναίκα του, λέγοντάς της μάλιστα καὶ τοῦτα τὰ λόγια, ποὺ προκαλοῦν τὸ θαυμασμό μας: «Ἂν δεχτήκαμε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Κυρίου τὰ ἀγαθά, δὲν θὰ ὑπομείνουμε καὶ τὶς συμφορές;» (Ἰὼβ 2:10). Ἔτσι νὰ σκέφτεσαι κι ἐσύ, καθὼς μάλιστα τὸ παιδί σου δὲν ἔπεσε στὰ χέρια ἐχθροῦ ἢ κακούργου, ἀλλὰ πῆγε κοντὰ στὸ Θεό, ποὺ φροντίζει γι’ αὐτὸ περισσότερο ἀπὸ σένα καὶ ποὺ γνωρίζει τὸ συμφέρον τοῦ καλύτερα ἀπὸ σένα. Κοίτα πόσα παιδιά, ποὺ βρίσκονται στὴ ζωή, ἔκαναν μαρτυρικὴ τὴ ζωὴ τῶν γονιῶν τους.
“Τὰ καλὰ παιδιὰ δὲν τὰ βλέπεις;”, θὰ μὲ ρωτήσεις. Καὶ σοῦ ἀπαντῶ: Τὰ βλέπω κι αὐτά, ἡ κατάσταση ὅμως τοῦ δικοῦ σου παιδιοῦ εἶναι πιὸ σίγουρη ἀπὸ τὴ δική τους. Μπορεῖ τώρα νὰ εἶναι καλά, τὸ τέλος τοὺς ὅμως εἶναι ἄγνωστο. Ἐσὺ δὲν φοβᾶσαι πιὰ γιὰ τὸ παιδί σου, μήπως πάθει τίποτα ἢ μήπως πάρει στραβὸ δρόμο. Γι’ αὐτό, σοῦ τὸ ξαναλέω, μὴ θρηνεῖς. Νὰ δοξολογεῖς μόνο τὸν Κύριο, ὅπως ἔκανε ὁ Ἰώβ. “Καὶ πῶς νὰ μὴ θρηνῶ”, θὰ πεῖς, “ποῦ δὲν εἶμαι πιὰ πατέρας;”. Τί λόγια εἶναι τοῦτα; Μήπως ἔχασες τὸ παιδί σου; Μᾶλλον τώρα τὸ ἔκανες δικό σου καὶ τὸ ἔχεις πιὸ σίγουρα. Δὲν ἔπαψες νὰ εἶσαι πατέρας. Εἶσαι μάλιστα κάτι παραπάνω -ὄχι πιὰ πατέρας ἑνὸς θνητοῦ πλάσματος, μὰ ἑνὸς ἀθάνατου ὄντος! Μὴ νομίζεις ὅτι ἔχασες πραγματικά το παιδί σου, ἐπειδὴ δὲν εἶναι κοντά σου. Ὅπως θὰ συνέχιζε νὰ εἶναι παιδί σου, ἂν εἶχε μεταναστεύσει σὲ μακρινὴ χώρα, ἔτσι καὶ τώρα, ποὺ ἔφυγε γιὰ τὸν οὐρανό. Βλέποντας, λοιπόν, τὰ μάτια τοῦ κλειστά, τὸ στόμα τοῦ ἄφωνο καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀκίνητο, μὴ σκέφτεσαι: “Αὐτὸ τὸ στόμα δὲν μιλάει πιά, αὐτὰ τὰ μάτια δὲν βλέπουν πιά, αὐτὰ τὰ πόδια δὲν βαδίζουν πιά”. Ἀλλὰ νὰ σκέφτεσαι: “Αὐτὸ τὸ στόμα θὰ πεῖ καλύτερα λόγια, αὐτὰ τὰ μάτια θὰ δοῦν ὡραιότερα πράγματα, αὐτὰ τὰ πόδια θὰ περπατήσουν στὸν οὐρανό, αὐτὸ τὸ σῶμα θ’ ἀναστηθεῖ ἄφθαρτο καὶ θὰ πάρω πίσω το παιδί μου λαμπρότερο”. “Ἀλλὰ δὲν γνωρίζω ποὺ πῆγε”, ἴσως θὰ μοῦ πεῖς. Πῶς δὲν τὸ γνωρίζεις; Εἴτε θεάρεστα ἔζησε εἴτε ὄχι, εἶναι γνωστὸ ποὺ θὰ πάει. “Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς κλαίω”, θὰ ἐξηγήσεις, “γιατί ἔφυγε φορτωμένο μὲ ἁμαρτίες”. Μὰ κι ἂν δὲν εἶχε ἁμαρτίες, μήπως δὲν θὰ ἔκλαιγες καὶ δὲν θὰ βαρυγγωμοῦσες; Τώρα παραπονιέσαι στὸ Θεὸ καὶ Τοῦ λές: “Γιατί μου πῆρες τὸ παιδί μου γεμάτο ἁμαρτίες;”. Τότε θὰ Τοῦ ἔλεγες: “Γιατί μου πῆρες ἕνα τόσο καλὸ παιδί;”. Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις, ὅμως, πρέπει νὰ χαίρεσαι. Ἂν τὸ παιδὶ ἦταν ἁμαρτωλό, γιατί ἔπαψε πιὰ ν’ ἁμαρτάνει καὶ δὲν πρόσθεσε μεγαλύτερο βάρος κακίας στὴν ψυχή του. Ἐνῶ μάλιστα δὲν μποροῦσες νὰ τὸ βοηθήσεις ὅσο ζοῦσε, γιατί δὲν ἄκουγε τὶς συμβουλές σου, τώρα μπορεῖς νὰ τὸ βοηθήσεις• ὄχι μὲ δάκρυα καὶ θρήνους, ἀλλὰ μὲ προσευχὲς καὶ ἐλεημοσύνες καὶ προσφορές. Αὐτὰ καθορίστηκαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους ὄχι τυχαία, ἀλλὰ μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἱερέας, μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, ὅταν τελεῖ τὰ φρικτὰ Μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, μνημονεύει ὄχι μόνο τους ζωντανούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς νεκρούς, ὁπότε οἱ ψυχὲς ἀνακουφίζονται. Καὶ ὅταν ἐμεῖς κάνουμε γι’ αὐτοὺς προσφορὲς στὴν ἐκκλησία ἢ ἐλεημοσύνες στοὺς φτωχούς, τοὺς προξενοῦμε κάποια παρηγοριά, ὅσο ἁμαρτωλοὶ κι ἂν ἦταν. Ἂν πάλι τὸ παιδί σου ἦταν καλὸ καὶ ἐνάρετο, πολὺ περισσότερο δὲν πρέπει νὰ λυπᾶσαι. Γιατί, ὅπως ὁ καθαρὸς κι ὁλόλαμπρος ἥλιος ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό, ἔτσι καὶ ἡ καθαρὴ ψυχή, ποὺ ἐγκαταλείπει τὸ σῶμα, ἀνεβαίνει ὁλόλαμπρη, μὲ τὴ συνοδεία ἀγγέλων, στὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ.