(Ὁ Λόγος αὐτὸς θεωρεῖται ὅτι δὲν εἶναι τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου. Βλ. Φιλοκαλία, τόμος Δ’, σέλ. 12, εἰσαγωγικὰ σχόλια. Ἐδῶ παρατίθεται σὲ νέα μετάφραση ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τὸ πρωτότυπο κείμενο, τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε τὸ 1927 ἀπὸ τὸν I. Hausherr στὸ Orientalia Christiana 36, σέλ. 150-172)
Τρεις εἶναι οἱ τρόποι τῆς προσοχῆς καὶ τῆς προσευχῆς, μὲ τοὺς ὁποίους ἡ ψυχὴ ἢ ὑψώνεται ἢ γκρεμίζεται• ὑψώνεται ὅταν τοὺς μεταχειρίζεται σὲ κατάλληλο καιρό, γκρεμίζεται ὅταν τοὺς κατέχει παράκαιρα καὶ ἀνόητα. Ἡ νήψη λοιπὸν καὶ ἡ προσευχὴ εἶναι δεμένες ὅπως ἡ ψυχὴ μὲ τὸ σῶμα καὶ ἡ μία χωρὶς τὴν ἄλλη δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ. Αὐτὰ τὰ δύο συνδέονται μεταξύ τους μὲ δύο τρόπους. Πρῶτα ἡ νήψη ἀντιστέκεται στὴν ἁμαρτία, σὰν ἐμπροσθοφυλακή, καὶ κατόπιν ἀκολουθεῖ ἡ προσευχή, ἡ ὁποία θανατώνει παρευθὺς καὶ ἀφανίζει ὅλους ἐκείνους τοὺς αἰσχροὺς λογισμοὺς ποὺ ἐξουδετέρωσε πρωτύτερα ἡ προσοχὴ• γιατί αὐτὴ μόνη της δὲν μπορεῖ νὰ κάνει κάτι τέτοιο.
Αὐτὴ ἡ δυάδα, δηλαδὴ ἡ προσοχὴ καὶ ἡ προσευχή, εἶναι ἡ πύλη τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, κι ὅταν μὲ τὴ νήψη φυλάγομε καθαρὴ τὴν προσευχή, βελτιωνόμαστε, ἐνῶ ὅταν δὲν προσέχομε καὶ τὴ μολύνομε καὶ τὴ διαφθείρομε, αὐξανόμαστε στὴν κακία. Ἐπειδὴ λοιπόν, ὅπως εἴπαμε, οἱ τρόποι τῆς προσοχῆς καὶ προσευχῆς εἶναι τρεῖς, πρέπει νὰ ποῦμε καὶ τὰ ἰδιώματα τοῦ κάθε τρόπου ὥστε, ὅποιος θέλει νὰ βρεῖ τὴ ζωὴ καὶ νὰ ἐργαστεῖ, νὰ βεβαιωθεῖ ἀπὸ αὐτὲς τὶς τρεῖς ξεχωριστὲς καταστάσεις καὶ νὰ διαλέξει τὸ καλύτερο, καὶ ὄχι ἀπὸ ἄγνοια νὰ κρατήσει τὸ χειρότερο καὶ νὰ διωχθεῖ ἔτσι ἀπὸ τὸ καλύτερο.
Περὶ τῆς πρώτης προσευχῆς
Τῆς πρώτης προσευχῆς τὰ ἰδιώματα εἶναι τὰ ἑξῆς. Ὅταν κανεὶς στέκεται σὲ προσευχὴ καὶ σηκώνει στὸν οὐρανὸ τὰ χέρια καὶ τὰ μάτια καὶ τὸ νοῦ του καὶ σχηματίζει ὁ νοῦς τοῦ θεία νοήματα καὶ οὐράνια κάλλη, ταξιαρχίες Ἀγγέλων καὶ κατοικητήρια Ἁγίων καὶ γενικά, ὅλα ὅσα ἄκουσε ἀπὸ τὶς Γραφές, αὐτὰ στὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς τὰ συναθροίζει στὸ νοῦ του καὶ παρακινεῖ τὴν ψυχή του σὲ θεῖο πόθο, ἀτενίζοντας σταθερὰ στὸν οὐρανό, καὶ μερικὲς φορὲς χύνοντας καὶ δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια του, μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο λίγο-λίγο ὑπερηφανεύεται ἡ καρδιά του καὶ ἐπαίρεται, καὶ τοῦ φαίνεται πὼς αὐτὰ ποὺ γίνονται εἶναι ἀπὸ χάρη θεϊκὴ πρὸς παρηγοριά του, κι εὔχεται νὰ βρίσκεται πάντοτε σὲ τέτοια ἐργασία. Ὅλα αὐτὰ εἶναι σημάδια τῆς πλάνης, γιατί τὸ καλὸ δὲν εἶναι καλό, ὅταν δὲ γίνει μὲ τρόπο καλό. Ἂν λοιπὸν ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἀποσυρθεῖ σὲ ἄκρα ἡσυχία, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν τρελαθεὶ• κι ἂν τύχει νὰ μὴν πάθει κάτι τέτοιο, ὅμως εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποκτήσει τὶς ἀρετὲς ἢ νὰ φτάσει στὴν ἀπάθεια. Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο πλανήθηκαν κι ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουν φῶς αἰσθητὰ καὶ νιώθουν κάποιες εὐωδίες μὲ τὴν ὄσφρησή τους κι ἀκοῦνε φωνὲς κι ἄλλα πολλὰ παρόμοια. Καὶ ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς δαιμονίστηκαν καὶ γυρίζουν ἔξαλλοι ἀπὸ τόπο σὲ τόπο καὶ ἀπὸ χώρα σὲ χώρα• ἄλλοι πάλι δὲν κατάλαβαν αὐτὸν ποὺ μετασχηματίζεται σὲ ἄγγελο φωτὸς(Β΄ Κορ. 11,14) καὶ πλανήθηκαν μὲ τὸ νὰ τὸν δεχτοῦν κι ἔμειναν στὸ ἑξῆς ἀδιόρθωτοι ὡς τὸ τέλος, χωρὶς νὰ δέχονται καμία συμβουλὴ ἀπὸ ἀνθρώπους. Ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς παρακινήθηκαν ἀπὸ τὸ διάβολο ποὺ τοὺς ἀπάτησε καὶ σκοτώθηκαν μόνοι τους, ἄλλοι δηλαδὴ γκρεμίστηκαν κι ἄλλοι κρεμάστηκαν. Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ ὅλες τὶς διάφορες μορφὲς τῆς ἀπάτης τοῦ διαβόλου; Πλὴν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, κάθε φρόνιμος ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ καταλάβει ποιὸ εἶναι τὸ κέρδος ἀπὸ τὸν πρῶτο τρόπο τῆς προσοχῆς. Κι ἂν τύχει κανεὶς νὰ μὴν πάθει αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, ἐπειδὴ βρίσκεται μαζὶ μὲ ἄλλους (γιατί αὐτὰ τὰ παθαίνουν οἱ ἀναχωρητὲς ποὺ εἶναι μόνοι τους), ὅμως περνᾶ ὅλη του τὴ ζωὴ ἀπρόκοπος.
Περὶ τῆς δεύτερης προσευχής
Ἡ δεύτερη προσευχὴ εἶναι ἡ ἑξῆς. Ὅταν ὁ νοῦς συνάγει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλα τα αἰσθητὰ καὶ φυλάγεται ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς αἰσθήσεις καὶ συνάγει ὅλους τους λογισμούς, ἀλλὰ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει πορεύεται μάταια• καὶ πότε ἐξετάζει τοὺς λογισμούς του, πότε προσέχει στὰ λόγια τῆς ἱκεσίας ποὺ λέει πρὸς τὸ Θεὸ• κι ἄλλοτε ἐπαναφέρει στὸν ἑαυτὸ τοῦ τοὺς λογισμοὺς ποὺ αἰχμαλωτίστηκαν, ἐνῶ ἄλλοτε, ἀφοῦ κυριεύθηκε ὁ ἴδιος ἀπὸ κάποιο πάθος, ἀρχίζει πάλι μὲ βία νὰ ἐπιστρέφει στὸν ἑαυτό του. Ἔχοντας τοῦτο τὸν πόλεμο, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ εἰρηνέψει αὐτὸς ποτὲ ἢ νὰ λάβει τὸ στέφανο τῆς νίκης. Γιατί ὁ τέτοιος ἄνθρωπος μοιάζει μ’ ἐκεῖνον ποὺ κάνει πόλεμο μέσα στὴ νύχτα, ὁ ὁποῖος ἀκούει τὶς φωνὲς τῶν ἐχθρῶν καὶ δέχεται πληγὲς ἀπὸ αὐτούς, μὰ δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ καθαρὰ ποιοὶ εἶναι καὶ ἀπὸ ποῦ ἦρθαν καὶ πῶς καὶ γιατί τὸν πληγώνουν, ἐπειδὴ τὸ σκότος ποὺ ἔχει στὸ νοῦ τοῦ προξενεῖ αὐτὴ τὴ ζημία, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ ποτὲ νὰ γλυτώσει ὅποιος κάνει αὐτὸν τὸν πόλεμο ἀπὸ τοὺς νοητοὺς ἐχθρούς του ποὺ τὸν συντρίβουν. Καὶ ὑπομένει τὸν κόπο, ἀλλὰ χάνει τὸ μισθό. Ἀλλὰ καὶ ἐξαπατᾶται ἀπὸ τὴν κενοδοξία, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει, καὶ τοῦ φαίνεται πὼς εἶναι τάχα προσεκτικός• καὶ καθὼς κυριεύεται καὶ ἐμπαίζεται ἀπὸ αὐτή, συχνὰ καταφρονεῖ ἀπὸ ὑπερηφάνεια τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς κατηγορεῖ ὡς ἀπρόσεκτους καὶ συστήνει τὸν ἑαυτό του ὡς ποιμένα προβάτων, μοιάζοντας μὲ τυφλὸ ποὺ ὑπόσχεται νὰ ὁδηγεῖ ἄλλους τυφλούς.
Τοῦτος εἶναι ὁ δεύτερος τρόπος τῆς προσευχῆς κι ἀπὸ αὐτὰ μπορεῖ ὁ φιλόπονος νὰ μάθει τὴ ζημία ποὺ προξενεῖ. Ὅμως ἡ δεύτερη προσευχὴ εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὴν πρώτη, ὅπως ἡ νύχτα μὲ πανσέληνο ἀπὸ τὴ νύχτα χωρὶς ἄστρα καὶ φεγγάρι.
Περὶ τῆς τρίτης προσευχής
Ἰδοὺ ἀρχίζομε νὰ μιλᾶμε περὶ τῆς τρίτης προσευχῆς. Αὐτὴ εἶναι πράγμα παράδοξο καὶ δυσκολοερμήνευτο• καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ τὴν ἀγνοοῦν, ὄχι μόνο εἶναι δυσκολοκατάληπτη, ἀλλὰ σχεδὸν καὶ ἀπίστευτη, ἐπειδὴ δὲν συναντᾶται στοὺς πολλούς• καὶ καθὼς νομίζω, αὐτὸ τὸ καλὸ ἔφυγε ἀπὸ μᾶς μαζὶ μὲ τὴν ὑπακοή. Γιατί ἡ ὑπακοὴ ἀπαλλάσσει τὸν ἐραστή της ἀπὸ τὶς ἐπιδράσεις τοῦ παρόντος πονηροῦ κόσμου καὶ τὸν ἐλευθερώνει ἀπὸ μέριμνες καὶ ἐμπαθεῖς προσκολλήσεις καὶ τὸν κάνει πρόθυμο καὶ ἄοκνο στὸν ζητούμενο σκοπό του, ἂν βέβαια αὐτὸς ἔχει βρεῖ ἀπλανῆ ὁδηγό. Ἀπὸ ποιὰ πρόσκαιρα δηλαδὴ θὰ νικηθεῖ ὁ νοῦς ἐκείνου ποῦ μὲ τὴν ὑπακοὴ νεκρώθηκε γιὰ κάθε ἐμπαθῆ προσκόλληση στὸν κόσμο ἢ τὸ σῶμα του; Η, ἀπὸ ποιὰ μέριμνα μπορεῖ νὰ δεσμευθεῖ ἐκεῖνος ποὺ ἀνέθεσε κάθε μέριμνα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός του στὸ Θεὸ καὶ στὸν πνευματικό του πατέρα καὶ δὲ ζεῖ πλέον γιὰ τὸν ἑαυτό του, οὔτε ἐπιθυμεῖ νὰ εἶναι ἀρεστὸς σὲ ἀνθρώπους; Ἀπὸ αὐτά, οἱ νοητὲς περικυκλώσεις τῶν ἀποστατῶν δαιμόνων, οἱ ὁποῖες σὰν σχοινιὰ σύρουν τὸ νοῦ σὲ πολλοὺς καὶ διάφορους λογισμούς, διαλύονται• καὶ τότε ὁ νοῦς μένει ἐλεύθερος καὶ πολεμᾶ μὲ ἐξουσία καὶ ἐρευνώντας τοὺς λογισμοὺς τῶν δαιμόνων τοὺς ἀποδιώχνει μὲ ἐπιτηδειότητα καὶ προσφέρει μὲ καθαρὴ καρδιὰ τὶς προσευχές του στὸ Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς πολιτείας, κι ὅσοι δὲν κάνουν τέτοια ἀρχὴ μάταια κοπιάζουν.
Ἡ ἀρχὴ τώρα τῆς τρίτης προσευχῆς δὲν εἶναι νὰ κοιτάζει κανεὶς στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ σηκώνει τὰ χέρια του καὶ νὰ συνάγει τοὺς λογισμοὺς καὶ νὰ ζητᾶ βοήθεια ἀπὸ τὸν οὐρανὸ• αὐτά, καθὼς εἴπαμε, εἶναι ἰδιώματα τοῦ πρώτου τρόπου τῆς πλάνης. Μήτε πάλι, ὅπως στὴ δεύτερη προσευχή, ὁ νοῦς ἀρχίζει νὰ φυλάγεται ἀπὸ τὶς ἔξω αἰσθήσεις του καὶ νὰ μὴ βλέπει τοὺς ἐσωτερικοὺς ἐχθρούς. Γιατί ἕνας τέτοιος βάλλεται ἀπὸ τοὺς δαίμονες, μὰ δὲ βάλλει ἐναντίον τους• πληγώνεται, καὶ δὲν τὸ ξερει• πιάνεται αἰχμάλωτος, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀμυνθεῖ σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν αἰχμαλωτίζουν πάντοτε οἱ ἁμαρτωλοὶ (δαίμονες) σχεδιάζουν κακὰ πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη τοῦ(Ψάλμ.128,3) ἢ μᾶλλον μπροστὰ στὰ μάτια του καὶ τὸν κάνουν κενόδοξο καὶ ὑπερήφανο.
Ἀλλὰ ἂν σὺ θέλεις νὰ κάνεις ἀρχὴ αὐτῆς τῆς φωτογεννήτρας καὶ τερπνῆς ἐργασίας, βάλε πρόθυμα ἀρχὴ ὡς ἑξῆς. Ὕστερα ἀπὸ τὴν τέλεια ὑπακοὴ ποὺ ὁ λόγος περιέγραψε πρωτύτερα, χρειάζεται νὰ κάνεις καὶ ὅλα σου τὰ ἔργα μὲ συνείδηση καθαρή, γιατί χωρὶς ὑπακοὴ οὔτε καθαρὴ συνείδηση ὑπάρχει. Καὶ τὴ συνείδησή σου πρέπει νὰ τὴ φυλάγεις πρώτον ἀπέναντι στὸ Θεὸ• δεύτερον, ἀπέναντι στὸν πνευματικό σου πατέρα• καὶ τρίτον, ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου. Ἀπέναντι στὸ Θεὸ ὀφείλεις νὰ φυλάξεις τὴ συνείδησή σου ἔτσι ὥστε νὰ μὴν κάνεις ἐκεῖνα ποῦ ξέρεις πὼς δὲν ἀναπαύουν τὸ Θεό, μήτε τοῦ ἀρέσουν. Ἀπέναντι στὸν πνευματικό σου πατέρα, ὥστε νὰ κάνεις ὅλα ἐκεῖνα πού σου λέει σύμφωνα μὲ τὸ σκοπό του, χωρὶς νὰ προσθέτεις ἢ νὰ παραλείπεις. Ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους πρέπει νὰ φυλάγεις τὴ συνείδηση ὥστε νὰ μὴν κάνεις στὸν ἄλλο ἐκεῖνα ποὺ ἐσὺ μισεῖς(Τώβ. 4,15), καὶ στὰ πράγματα τοῦ κόσμου πάλι ὀφείλεις νὰ φυλάγεσαι ἀπὸ τὴν μὴ ὀρθὴ χρήση σὲ κάθε περίπτωση, καὶ στὸ φαγητὸ καὶ στὸ ποτὸ καὶ στὴν ἐνδυμασία• καὶ γενικά, ὅλα πρέπει νὰ τὰ κάνεις σὰν νὰ ἤσουν μπροστὰ στὸ Θεό, χωρὶς νὰ σὲ ἐλέγχει σὲ κάτι ἡ συνείδησή σου.
Ἀφοῦ λοιπὸν προλειάναμε καὶ προετοιμάσαμε τὸ δρόμο τῆς ἀληθινῆς προσοχῆς, ἃς ποῦμε, ἂν θέλετε, μερικὰ σύντομα καὶ σαφῆ περὶ τῶν ἰδιωμάτων της. Ἡ ἀληθινὴ καὶ ἀπλανὴς προσοχὴ καὶ προσευχὴ εἶναι αὐτὴ• νὰ φυλάγει ὁ νοῦς τὴν καρδιὰ ὅταν προσεύχεται καὶ νὰ περιστρέφεται πάντοτε μέσα σ’ αὐτὴ καὶ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ βάθος νὰ ἀναπέμπει τὶς δεήσεις πρὸς τὸν Κύριο. Καὶ ἀφοῦ ἐκεῖ μέσα γευθεῖ ὅτι εἶναι χρηστὸς ὁ Κύριος(Ψάλμ. 33,9), δὲ βγαίνει πλέον ἀπὸ τὸν τόπο τῆς καρδιᾶς, γιατί λέει κι αὐτὸς σὰν τὸν Ἀπόστολο: «Εἶναι ὡραία νὰ εἴμαστε ἐδῶ»(Ματθ. 17,4). Καὶ παρατηρώντας συνεχῶς τοὺς ἐκεῖ τόπους, χτυπᾶ καὶ διώχνει τὰ νοήματα ποὺ σπέρνει ὁ ἐχθρός. Σ’ ἐκείνους ὅμως ποὺ ἔχουν ἄγνοια, αὐτὸ τὸ σωτήριο ἔργο φαίνεται πολὺ σκληρὸ καὶ δύσκολο• καὶ εἶναι ἀληθινὰ ἐξαντλητικό το πράγμα καὶ ἐπίπονο, ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἀμύητους, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔλαβαν χωρὶς πλάνη τὴν πείρα του μὰ δὲ δέχτηκαν καὶ δὲν ἔστειλαν τὴν ἡδονή του στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ἀπόλαυσαν τὴν ἡδονὴ ποὺ ἔχει καὶ γεύθηκαν τὴ γλυκύτητά της μὲ τὸ φάρυγγα τῆς καρδιᾶς τους, μποροῦν νὰ ἀναφωνοῦν μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο: «Ποιὸς θὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; κλπ.»(Ρωμ.8,35). Γιατί οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ἀκούγοντας τὸν Κύριο ποῦ λέει πὼς ἀπὸ τὴν καρδιὰ μᾶς βγαίνουν πονηροὶ λογισμοί, φόνοι, μοιχεῖες, κλεψιές, ψευδομαρτυρίες, καὶ πὼς αὐτὰ εἶναι ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο(Ματθ. 15, 19-20), καὶ ποὺ συμβουλεύει νὰ ἔχομε καθαρό το ἐσωτερικό του ποτηριοῦ γιὰ νὰ γίνει καὶ τὸ ἀπέξω καθαρὸ(Ματθ. 23,26), ἄφησαν κάθε ἄλλο τρόπο ἐργασίας τῶν ἀρετῶν καὶ ἀγωνίστηκαν γι’ αὐτὴ τὴ φύλαξη τῆς καρδιᾶς, ξέροντας πολὺ καλὰ πὼς μαζὶ μὲ αὐτὴ θὰ μπορέσουν χωρὶς κόπο νὰ ἀσκήσουν καὶ κάθε ἄλλη πνευματικὴ ἐργασία, ἐνῶ χωρὶς αὐτὴ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ παραμείνει καμία ἀρετή. Αὐτήν, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τὴν ὀνόμασαν καρδιακὴ ἠσυχία• ἄλλοι, προσοχὴ• ἄλλοι, φύλαξη τῆς καρδιάς• ἄλλοι, νήψη καὶ ἀντιρρηση• ἄλλοι, ἔρευνα τῶν λογισμῶν καὶ φύλαξη τοῦ νοὺ• ὅλοι ὅμως μὲ αὐτὴ καλλιέργησαν τὴ γῆ τῆς καρδιᾶς τους καὶ μὲ αὐτὴ ἀξιώθηκαν νὰ τραφοῦν μὲ τὸ θεῖο μάννα. Γι’ αὐτὴ λέει ὁ Ἐκκλησιαστῆς: «Εὐφραίνου, νέε, στὴ νεότητά σου καὶ περπάτα στοὺς δρόμους τῆς καρδιᾶς σου ἄμωμος καὶ διῶξε ἀπὸ τὴν καρδιά σου τὸν παροργισμό. Ἂν τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ποὺ ἐξουσιάζει ἔρθει καταπάνω σου, μὴν ἀφήσεις τὸν τόπο σου»(Ἐκκλ. 11,9· 10,4)• λέγοντας τόπο ἐννοεῖ τὴν καρδιά, ὅπως λέει καὶ ὁ Κύριος: «Ἀπὸ τὴν καρδιὰ βγαίνουν πονηροὶ διαλογισμοὶ»(Ματθ. 15,19). Λέει ἀκόμη: «Μὴ σκορπίζετε τὸ νοῦ σᾶς ἐδῶ κι ἐκεῖ»(Λουκ. 12,29), καί:«Τί στενὴ εἶναι ἡ πύλη καὶ δύσκολη ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωή!»(Ματθ. 7,14), καὶ πάλι: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι»(Ματθ. 5,3), ἐκεῖνοι δηλαδὴ ποὺ δὲν ἀπέκτησαν μέσα τους καμία ἔννοια τούτου τοῦ κόσμου. Λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: «Νὰ εἶστε νηφάλιοι καὶ ἄγρυπνοι• ὁ ἀντίπαλός σας διάβολος περιφέρεται σὰν τὸ λιοντάρι ποὺ οὐρλιάζει ζητώντας ποιὸν νὰ καταπιεῖ κλπ.»(Ἃ΄ Πετρ. 5, 8). Καὶ ὁ Παῦλος ἀναφέρεται ὁλοφάνερα στὴ φύλαξη τῆς καρδιᾶς ὅταν γράφει πρὸς τοὺς Ἐφεσίους: «Ἡ πάλη μας δὲν εἶναι ἐναντίον ὄντων ἀπὸ αἷμα καὶ σάρκα»(Ἔφ. 6,12). Καὶ οἳ θεῖοι Πατέρες μᾶς ἔγραψαν πολλὰ γιὰ τὴ φυλακὴ τῆς καρδιᾶς, κι ὅποιος θέλει ἃς διαβάσει τὰ συγγράμματά τους νὰ δεῖ ὅσα δηλαδὴ ἔγραψε ὁ ἀσκητὴς Μάρκος καὶ ὅσα λέει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακας καὶ ὁ Ἠσύχιος καὶ ὁ Φιλόθεος Σιναΐτης καὶ ὁ Ἠσαΐας καὶ ὁ Βαρσανούφιος καὶ τὸ βιβλίο «Παράδεισος Πατέρων» (Γεροντικό). Καὶ τί λέω πολλά; Κανεὶς δὲν μπόρεσε, ἂν δὲ φύλαξε τὸ νοῦ του, νὰ φτάσει στὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, γιὰ νὰ γίνει ἄξιος νὰ δεῖ τὸ Θεὸ(Ματθ. 5,8). Γιατί χωρὶς τὴν προσοχὴ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γίνει “πτωχὸς τῷ πνεύματι”, μήτε μπορεῖ νὰ πενθήσει ἢ νὰ πεινάσει καὶ νὰ διψάσει τὴ δικαιοσύνη, καὶ χωρὶς νήψη κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὰ ἐλεήμων ἢ καθαρὸς στὴν καρδιὰ ἢ εἰρηνοποιὸς ἢ διωγμένος γιὰ χάρη τῆς δικαιοσύνης(Ματθ. 5, 3-10)• καὶ γιὰ νὰ πῶ γενικά, μὲ κανένα τρόπο δὲν μπορεῖ κανεὶς ν’ ἀποκτήσει ὅλες τὶς θεόπνευστες ἀρετές, παρὰ μὲ τὴ νήψη. Γιὰ τοῦτο περισσότερο ἀπ’ ὅλα αὐτὴ πρέπει νὰ ἐπιμεληθεῖς, γιὰ νὰ καταλάβεις μὲ τὴ δοκιμὴ τὰ λεγόμενά μου, ποὺ εἶναι ἄγνωστα σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους. Καὶ ἂν θέλεις νὰ μάθεις καὶ τὸν τρόπο τῆς προσευχῆς, θὰ σοῦ πῶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τούτου ὅσο μπορῶ.
Πρὶν ἀπ’ ὅλα, τρία πράγματα πρέπει νὰ ἀποκτήσεις κι ἔπειτα νὰ κάνεις ἀρχὴ στὴν ἀναζήτησή σου. Αὐτὰ εἶναι: ἀμεριμνία ἀπὸ κάθε πράγμα, εἴτε παράλογο, εἴτε εὔλογο, δηλαδὴ νέκρωση ἀπ’ ὄλα• συνείδηση καθαρή, δηλαδὴ νὰ φυλάγεις τὸν ἑαυτό σου ἀκατηγόρητο ἀπὸ τὴ συνείδηση σοὺ• καὶ ἀπροσπάθεια, δηλαδὴ νὰ μὴν κλίνεις σὲ κανένα πράγμα τοῦ κόσμου τούτου, οὔτε αὐτοῦ του σώματός σου. Ἔπειτα κάθισε σὲ κελὶ ἥσυχο καὶ σὲ μία μοναχικὴ γωνιὰ καὶ πρόσεξε νὰ κάνεις ὅ,τι σου λέω• κλεῖσε τὴ θύρα καὶ μάζεψε τὸ νοῦ σου ἀπὸ κάθε μάταιο καὶ πρόσκαιρο πράγμα, καὶ τότε ἀκούμπησε στὸ στῆθος τὸ πηγούνι σου, στρέφοντας τὰ αἰσθητὰ μάτια μαζὶ μὲ ὅλο το νοῦ στὸ κέντρο τῆς κοιλιᾶς, δηλαδὴ στὸν ὀμφαλό, καὶ κράτησε καὶ τὴν ἀναπνοὴ ἀπὸ τὴ μύτη γιὰ νὰ μὴν ἀναπνέεις ἀνεμπόδιστα, καὶ ἐρεύνησε νοητὰ στὰ ἔγκατά σου νὰ βρεῖς τὸν τόπο τῆς καρδιᾶς ὅπου εἶναι στὴ φύση τους νὰ συνδιατρίβουν ὅλες οἱ ψυχικὲς δυνάμεις. Στὴν ἀρχὴ ἔχεις νὰ βρεῖς σκότος κι ἀνυποχώρητη σκληρότητα• ἂν ὅμως ἐπιμείνεις κι ἐργαστεῖς αὐτὸ τὸ ἔργο νύχτα καὶ μέρα, θὰ βρεῖς, ὢ τοῦ θαύματος, ἀτέλειωτη εὐφροσύνη. Γιατί ὅταν ὁ νοῦς βρεῖ τὸν τόπο τῆς καρδιᾶς, βλέπει παρευθὺς ἐκεῖ μέσα ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἤξερε ποτέ του. Βλέπει δηλαδὴ τὸν ἀέρα ποὺ βρίσκεται μέσα στὴν καρδιὰ καὶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ φωτεινὸ καὶ γεμάτο διάκριση. Καὶ στὸ ἑξῆς, ἀπὸ ὅποιο μέρος ἐμφανιστεῖ κανένας λογισμός, πρὶν ἀκόμη νὰ σχηματιστεῖ ἢ νὰ εἴδωλοποιηθει, τὸν διώχνει καὶ τὸν ἀφανίζει μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἀπὸ ἐδῶ ὃ νοῦς, μνησικακώντας κατὰ τῶν δαιμόνων, σηκώνει καταπάνω τους τὴ φυσικὴ ὀργὴ καὶ κυνηγᾶ καὶ χτυπᾶ τοὺς νοητοὺς ἐχθρούς. Τὰ ὑπόλοιπα θὰ τὰ μάθεις μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ μόνος σου, μὲ τὴ φύλαξη τοῦ νοῦ σου καὶ κρατώντας στὴν καρδιὰ τὸν Ἰησοὺ• γιατί λέει κάποιος: «Νὰ κάθεσαι στὸ κελί σου καὶ αὐτὸ θὰ σὲ διδάξει τὰ πάντα».
Ἐρώτηση – Ἀπόκριση
Ἐρώτηση: Καὶ γιατί ἡ πρώτη καὶ ἡ δεύτερη φύλαξη δὲν μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν στὴν τελείωση τὸν μοναχό;
Ἀπόκριση: Γιατί δὲν τὶς μεταχειριζόμαστε μὲ τὴ σειρὰ ποὺ πρέπει. Ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος αὐτὰ τὰ παρομοιάζει μὲ μία κλίμακα, λέγοντας: «Ἄλλοι περιορίζουν τὰ πάθη• ἄλλοι ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ψαλμωδία καὶ ἀφιερώνουν σὲ αὐτὴ τὸν περισσότερο χρόνο• ἄλλοι καταγίνονται μὲ τὴ νοερὰ προσευχὴ• καὶ ἄλλοι ἐνατενίζουν στὴ θεωρία καὶ ζοῦνε στὸ βυθό. Στὸ πρόβλημα αὐτὸ ἃς χρησιμοποιηθεῖ τὸ παράδειγμα τῆς κλίμακας.» Ὅσοι λοιπὸν θέλουν νὰ ἀνεβοῦν μία κλίμακα, δὲν ἀρχίζουν ἀπὸ ἐπάνω πρὸς τὰ κάτω, ἀλλὰ ἀπὸ κάτω ἐπάνω, καὶ ἀνεβαίνουν τὸ πρῶτο σκαλὶ κι ἔπειτα τὸ ἑπόμενο κι ὅλα τα πιὸ πάνω• κι ἔτσι μπορεῖ κανεὶς νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ν’ ἀνεβεῖ στὸν οὐρανό. Ἂν λοιπὸν θέλομε νὰ γίνομε τέλειοι ἄνδρες μὲ τὴν πληρότητα τοῦ Χριστοῦ(Ἔφ. 4,13), ἃς ἀρχίσομε σὰν βρέφη τὴν κλίμακα ποὺ εἴπαμε, ὥστε μὲ τὶς διάφορες μεθηλικιώσεις νὰ φτάσομε διαδοχικά τα μέτρα τοῦ παιδιοῦ, τοῦ ἄνδρα καὶ τοῦ πρεσβυτέρου.
Πρώτη ἡλικία τῆς μοναχικῆς ζωῆς εἶναι ὁ περιορισμὸς τῶν παθῶν, ποὺ εἶναι ἔργο τῶν ἀρχαρίων.
Δεύτερη βαθμίδα καὶ μεθηλικίωση, ποὺ ἀπὸ ἔφηβο τὸν κάνει νέο πνευματικά, εἶναι ἡ ἀπασχόληση μὲ τὴν ψαλμωδία. Γιατί μετὰ τὸν κατευνασμὸ καὶ τὴ μείωση τῶν παθῶν, ἡ ψαλμωδία προξενεῖ γλυκύτητα στὴ γλώσσα καὶ λογίζεται εὐάρεστη στὸ Θεό, ἀφοῦ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ψάλλομε στὸ Θεὸ σὲ γῆ ξένη(Ψάλμ. 136,4), δηλαδὴ σὲ ἐμπαθῆ καρδιά. Τοῦτο εἶναι τὸ σημάδι αὐτῶν ποὺ προκόβουν.
Τρίτη βαθμίδα καὶ μεθηλικίωση αὐτοῦ ποὺ ἀπὸ νέος γίνεται πνευματικὰ ἄνδρας, εἶναι ἡ ἐπιμονὴ στὴν προσευχή, ποὺ εἶναι σημάδι αὐτῶν ποὺ ἔχουν προκόψει. Καὶ διαφέρει ἡ προσευχὴ ἀπὸ τὴν ψαλμωδία ὅσο ὁ ὥριμος ἄνδρας ἀπὸ τὸ νέο καὶ ἀπὸ τὸν ἔφηβο, ἀνάλογα μὲ τὸ βαθμὸ ποῦ ἔχομε.
Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτές, τέταρτη βαθμίδα καὶ μεθηλικίωση πνευματικὴ εἶναι τοῦ πρεσβυτέρου καὶ ἀσπρομάλλη• ἡ ἀταλάντευτη δηλαδὴ ἐνατένιση τῆς θεωρίας, ἡ ὁποία εἶναι τῶν τελείων. Ἰδού, συμπληρώθηκε ἡ ὁδὸς καὶ πῆρε τέλος ἡ κλίμακα.
Αὐτὰ λοιπὸν ἔτσι εἶναι κι ἔτσι θεσπίστηκαν ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀνδρωθεῖ τὸ νήπιο καὶ νὰ γίνει ἀσπρομάλλης γέροντας, παρὰ μὲ τὸ νὰ ἀρχίσει ὅπως εἴπαμε ἀπὸ τὴν πρώτη βαθμίδα καὶ περνώντας ὀρθὰ ἀπὸ τὶς τέσσερις ν’ ἀνεβεῖ στὴν τελειότητα.
Ξεκίνημα γιὰ νὰ ἔρθει στὸ φῶς αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἀναγεννηθεῖ πνευματικά, εἶναι ἡ μείωση τῶν παθῶν, δηλαδὴ ἡ φύλαξη τῆς καρδιάς• διαφορετικὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ μειωθοῦν τὰ πάθη, γιατί ἀπὸ τὴν καρδιὰ προέρχονται, καθὼς λέει ὁ Σωτήρας, οἱ πονηροὶ διαλογισμοὶ ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο(Ματθ. 15,19). Δεύτερη μετὰ ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἡ ἐπίταση τῆς ψαλμωδίας. Γιατί ἀφοῦ κατευναστοῦν καὶ λιγοστέψουν τὰ πάθη μὲ τὴν ἐναντίωση σ’ αὐτὰ τῆς καρδιᾶς, ἡ ἐπιθυμία τῆς συμφιλιώσεως μὲ τὸ Θεὸ φλογίζει τὸ νοῦ. Καὶ ἀπὸ αὐτὸ δυναμώνει ὁ νοῦς καὶ χτυπᾶ καὶ διώχνει τοὺς λογισμοὺς ποὺ περιτριγυρίζουν τὴν ἐπιφάνεια τῆς καρδιᾶς. Καὶ ἔπειτα πάλι ἀσχολεῖται τὸ πιὸ πολὺ μὲ τὴ δεύτερη προσοχὴ καὶ προσευχή. Καὶ τότε προβάλλει ἡ ἀντεπίθεση τῶν πονηρῶν πνευμάτων καὶ τὰ πνεύματα τῶν παθῶν ἀναταράζουν σφοδρὰ τὴν ἄβυσσο τῆς καρδιᾶς. Ὅμως μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀφανίζονται καὶ λιώνουν σὰν τὸ κερί. Καὶ πάλι ἀφοῦ διωχτοῦν ἀπὸ ἐκεῖ, ἀναταράζουν μέσω τῶν αἰσθήσεων τὴν ἐπιφάνεια τοῦ νοῦ. Καὶ γιὰ τοῦτο γρήγορα αἰσθάνεται ὁ νοῦς τὴ γαλήνη σ’ αὐτόν, πλὴν νὰ γλυτώσει τελείως ἀπὸ αὐτὰ καὶ νὰ μὴν τὰ πολεμᾶ, εἶναι ἀδύνατο. Τοῦτο ἔχει δοθεῖ μόνο σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἔφτασε στὴ βαθμίδα τοῦ τέλειου ἄνδρα, ποὺ ἔχει ἀναχωρήσει ἀπὸ ὅλα τα ὁρατὰ καὶ παραμένει συνεχῶς στὴν προσοχὴ τῆς καρδιᾶς.
Ἀπὸ αὐτὰ ὁ προσεκτικὸς ὑψώνεται σιγὰ-σιγὰ στὴ σύνεση τοῦ ἀσπρομάλλη γέροντα, δηλαδὴ στὴν ἄνοδο τῆς θεωρίας, πράγμα ποὺ εἶναι τῶν τελείων.
Ὅποιος λοιπὸν τὰ μεταχειρίζεται αὐτὰ ὀρθὰ καὶ στὸν καιρὸ τοῦ τὸ καθένα, αὐτὸς μπορεῖ, μετὰ τὴν ἀποβολὴ τῶν παθῶν ἀπὸ τὴν καρδιά του, καὶ στὴν ψαλμωδία νὰ ἐπιδοθεῖ καὶ ν’ ἀντιπολεμήσει τοὺς λογισμοὺς ποὺ ξεσηκώνονται μέσω τῶν αἰσθήσεων καὶ ταράζουν τὴν ἐπιφάνεια τοῦ νοῦ, καὶ στὸν οὐρανὸ νὰ ὑψώνει τὰ αἰσθητὰ μαζὶ μὲ τὰ νοητὰ μάτια ὅταν χρειαστεῖ, καὶ νὰ προσεύχεται ἀληθινὰ καὶ καθαρὰ• τοῦτο ὅμως νὰ τὸ κάνει σπάνια, γιὰ τὸ φόβο τῶν δαιμόνων ποὺ ἐνεδρεύουν στὸν ἀέρα. Γιατί τοῦτο μόνο ζητὰ ὁ Θεὸς ἀπό μας, νὰ εἶναι καθαρμένη ἡ καρδιά μας μὲ τὴ φύλαξη• κι ἂν ἡ ρίζα εἶναι ἁγία, καθὼς λέει ὁ Ἀπόστολος(Ρωμ. 11,16), φανερὸ εἶναι πὼς καὶ οἱ κλάδοι εἶναι ἅγιοι κι ὁ καρπός. Χωρὶς ὅμως τὸν τρόπο ποὺ εἴπαμε, ὅποιος σηκώνει τὰ μάτια καὶ τὸ νοῦ του στὸν οὐρανὸ καὶ θέλει νὰ φαντάζεται κάποια νοητά, αὐτὸς σχηματίζει μέσα του εἴδωλα καὶ ὄχι τὴν ἀλήθεια• γιατί μὲ τὸ νὰ εἶναι ἀκάθαρτη ἡ καρδιά του δὲν προκόβει οὔτε ἡ πρώτη οὔτε ἡ δεύτερη προσοχή. Ὅταν δηλαδὴ θέλομε νὰ κτίσομε ἕνα σπίτι, δὲ βάζομε πρῶτα τὴ σκεπὴ κι ὑστέρα το θεμέλιο, γιατί τοῦτο εἶναι ἀδύνατο• ἀλλὰ πρῶτα βάζομε τὸ θεμέλιο κι ὕστερα κτίζομε τὸ σπίτι καὶ τότε βάζομε καὶ τὴ σκεπή. Ἔτσι πρέπει νὰ κάνομε καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ λέμε. Πρῶτα νὰ βάλομε πνευματικὸ θεμέλιο, δηλαδὴ νὰ φυλάξομε τὴν καρδιὰ καὶ νὰ λιγοστέψομε σὲ αὐτὴ τὰ πάθη• κι ὕστερα νὰ κτίσομε τοὺς τοίχους τοῦ πνευματικοῦ σπιτιοῦ, δηλαδὴ νὰ ἀποκρούομε μὲ τὴ δεύτερη προσοχὴ τὴ θύελλα τῶν πονηρῶν πνευμάτων ποὺ ξεσηκώνουν οἱ ἐξωτερικὲς αἰσθήσεις καὶ νὰ ξεφεύγομε τὸ γρηγορότερο ἀπὸ αὐτὸν τὸν πόλεμο. Καὶ τότε νὰ στήσομε καὶ τὴ σκεπὴ μὲ τὴν τέλεια στροφὴ πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀναχώρηση, ὁπότε ὁλοκληρώνομε τὸ πνευματικό μας σπίτι μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας. Σὲ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.