Εἶναι καὶ κάτι ἄλλο τελευταῖο καὶ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅσα εἶπα. (Προχωρῶ, βλέπετε, στὸν κολοφώνα τοῦ λόγου καὶ δὲν θὰ πῶ ψέμα• γιατί δὲν ἐπιτρέπεται σ’ αὐτοὺς ποὺ μιλοῦν γιὰ τόσο ὑψηλὰ ζητήματα).
Δὲν ἐνόμιζα κι οὔτε τώρα νομίζω, ὅτι τὸ ἴδιο εἶναι νὰ βόσκη κανεὶς ποίμνιο ἢ βουκόλιο καὶ τὸ ἴδιο νὰ ἐπιστατῆ ἀνθρώπινες ψυχές. Γιατί ἐκεῖ φθάνει κανεὶς νὰ θρέψη ἢ νὰ παχύνη τὸ βουκόλιο ἢ τὸ ποίμνιο, καὶ σ’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἀποβλέποντας ὁ βουκόλος ἢ ὁ βοσκὸς θὰ πάη σὲ τόπους μὲ ἄφθονο νερὸ καὶ μὲ καλὸ χόρτο, θὰ ὁδηγήση τὰ ζῶα του ἀπὸ λιβάδι σὲ λιβάδι, θὰ τὰ ξεκουράαση, θὰ τὰ σκορπίση καὶ θὰ τὰ συμμαζέψη, μερικὰ μὲ τὸ ραβδί του, τὰ περισσότερα μὲ τὴ φλογέρα. Ἄλλη δουλειὰ δὲν ἔχει ὁ βοσκὸς ἢ ὁ βουκόλος, παρὰ κάποτε κάποτε νὰ πολεμήση λίγο μὲ τοὺς λύκους κι ἴσως καμιὰ φορᾶ νὰ φροντίση γιὰ κανένα ἄρρωστο ζῶο του. Ἡ συνηθισμένη τοῦ φροντίδα εἶναι οἱ βελανιδιές, ἡ σκιά, οἱ καλαμιές, νὰ ξαπλωθῆ στὸ παχὺ χορτάρι κοντὰ στὸ κρύο νερό, νὰ στρώση κρεββάτι στὴ δροσιὰ καὶ κάπου κάπου νὰ τραγουδήση καὶ κανένα ἐρωτικὸ κρατώντας τὸ ποτήρι, νὰ κουβεντιάση μὲ τὶς ἀγελάδες ἢ τὰ πρόβατά του, κι ἀπ’ αὐτὰ πάλι νὰ φάη στὸ γλέντι του ἢ νὰ πουλήση τὸ παχύτερο. Γιὰ τὴν ἀρετὴ ὅμως τῶν ποιμνίων ἢ τῶν βουκολίων δὲν ἐφρόντισε ποτὲ κανείς.
Ἄλλωστε ποιὰ εἶναι ἡ ἀρετή των; Καὶ ποιὸς ἐσκέφθηκε ποτὲ τί εἶναι καλὸ γι’ αὐτὰ ἐμπρὸς στὴ δική του ἐξ ἐκείνων ἡδονή;
Στοὺς ἀνθρώπους ὅμως, ἂν εἶναι δύσκολο νὰ ξέρη κανεὶς νὰ εἶναι ἀρχόμενος, κινδυνεύει νὰ εἶναι πολὺ δυσκολώτερο νὰ ξέρη κανεὶς πὼς νὰ ἄρχη ἀνθρώπων, καὶ μάλιστα τέτοιαν ἀρχὴ τὴν ἰδικὴ μᾶς τῶν ἱερέων, ἡ ὁποία ἔχει θείους νόμους καὶ ὁδηγεῖ τὶς ψυχὲς πρὸς τὸν Θεὸ• καὶ ὅσο εἶναι τὸ ὕψος καὶ τὸ ἀξίωμα αὐτῆς τῆς ἀρχῆς, τόσο μεγαλύτερος εἶναι ὁ κίνδυνος γιὰ ὅποιον ἔχει νοῦ νὰ τὸ σκεφθῆ. Θὰ πρέπει, πρῶτο καὶ κύριο, ὅπως ὁ ἄργυρος ἢ ὁ χρυσός, ὅπως καὶ νὰ τὸν γυρίσης καὶ σὲ ὅλων των εἰδῶν τὰς περιστάσεις καὶ τὰ πράγματα, πουθενὰ νὰ μὴν ἔχη ἐντός του διόλου κατώτερο ὑλικὸ ποὺ δὲν ἀντέχει στὴ δοκιμαστικὴ φωτιὰ• ἀλλιῶς, τόσο μεγαλύτερο κακὸ θὰ κάνη ὅσο περισσότερους κυβέρνα• γιατί βέβαια μεγαλύτερη εἶναι ἡ κακία ποὺ προχωρεῖ σὲ πολλούς, ἀπὸ ἐκείνην ποὺ μένει μόνο ἑνός.
[…] Δὲν ταιριάζουν τὰ ἴδια σὲ ὅλους, δὲν ἔχουν οὔτε τὶς ἴδιες σκέψεις οὔτε τὶς ἴδιες ἐπιθυμίες ἡ γυναίκα μὲ τὸν ἄνδρα, ὁ γέρος μὲ τὸν νέο, ὁ φτωχὸς μὲ τὸν πλούσιο, ὁ χαρούμενος μὲ τὸν λυπημένο, ὁ ἄρρωστος μὲ τὸν γερό, οἱ ἄρχοντες κι οἱ πολίτες, οἱ σοφοὶ κι οἱ ἀμόρφωτοι, οἱ δειλοὶ καὶ οἱ θρασεῖς, οἱ ὀργίλοι καὶ οἱ πράοι. Ὅσοι προοδεύουν σὲ κάτι κι ὅσοι ἀποτυχαίνουν.
Κι ἂν τὰ ἐξετάσης λεπτομερέστερα, δὲν ζοῦν τὸ ἴδιο οἱ περισσότεροι παντρεμένοι μὲ τοὺς ἄγαμους• οὔτε πάλι οἱ ἐρημίτες ὅμοια μὲ τοὺς κοινωνικοὺς κι ὅσους ἔχουν μικτὴ ζωὴ• οὔτε ὅσοι ἔχουν δοκιμασθῆ καὶ ζοῦν στὴ θεωρία πρὸς ὅσους ἀγωνίζονται• οἱ ἀστοὶ πάλι μὲ τοὺς ἀγρότες• οἱ ἠθικώτεροι μὲ τοὺς πονηρότερους• οἱ ἔχοντες ὑποθέσεις μὲ ὅσους ἔχουν παραιτηθὴ• οὔτε ὅσοι κτυπήθηκαν ἀπὸ συμφορὲς μ’ ἐκείνους ποὺ προχωροῦν στὴ ζωὴ τοὺς χωρὶς ἐμπόδια καὶ δὲν ἐγνώρισαν τὸ χειρότερο ὁ καθένας τοὺς διαφέρει ἀπὸ τὸν ἄλλο στὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ὁρμὲς συχνὰ περισσότερο ἀπ’ ὅσο σωματικὰ φαίνεται• ἂν θέλης, πρόσθεσε ἀκόμη καὶ τὴν ἰδιαίτερή του καθενὸς μᾶς ἰδιοσυγκρασία. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ κυβερνηθοῦν αὐτὰ ὅλα.
Καθὼς λοιπὸν δὲν προσφέρουν τὴν ἴδια θεραπεία καὶ τροφὴ σὲ ὅλα τα σώματα, ἀλλὰ χρειάζονται διαφορετικὴ οἱ γεροὶ καὶ διαφορετικὴ οἱ ἄρρωστοι, ἔτσι καὶ τὶς ψυχὲς τὶς θεραπεύουν μὲ ἰδιαίτερη διδασκαλία καὶ ἀγωγή. Μαρτυροῦν τὸν καλὸ τρόπο τῆς θεραπείας οἱ ἴδιοι, ποὺ ἔχουν τὰ πάθη• ἄλλους τοὺς συμμορφώνει ἡ συμβουλή, ἄλλοι τακτοποιοῦνται μὲ τὸ παραδειγμα• ἄλλοι χρειάζονται παρόρμηση, ἄλλοι θέλουν χαλινό. Μερικοὶ εἶναι νωθροὶ καὶ δυσκίνητοι στὸ καλὸ καὶ χρειάζεται νὰ τοὺς ξυπνήση κανεὶς μὲ τὸ μαστίγωμα τῆς διδασκαλίας ἄλλοι ὅμως εἶναι περισσότερο εὐέξαπτοι καὶ ἀκατάσχετοι στὶς ὁρμές, σὰν τὰ γενναῖα ἄλογα ποὺ τρέχουν πέρα ἀπὸ τὸ σημάδι τῆς στροφῆς τοῦ σταδίου, κι αὐτοὶ θὰ γίνονταν καλύτεροι μὲ τὸ σταμάτημα καὶ τὸ συγκράτημα τῆς διδασκαλίας.
Ἄλλους τοὺς ὠφέλησε ὁ ἔπαινος, ἄλλους ἡ ἐπίπληξη, τὸ καθένα στὴν κατάλληλη περίσταση, ἡ ἀντίθετά τους ἔβλαψε, ἐπειδὴ ἦταν παράκαιρο καὶ παράλογο. Ἄλλους τοὺς ἐστερέωσε ἡ παρηγοριά, ἄλλους τὸ μάλωμα καὶ τοῦτο πάλι σ’ ἄλλους ἦταν δημόσιος ἔλεγχος, σ’ ἄλλους μυστικὴ νουθεσία. Γιατί ἄλλων τοὺς ἀρέσει νὰ περιφρονοῦν τὴν ἰδιαίτερη νουθεσία καὶ τοὺς χρειάζεται γιὰ νὰ σωφρονισθοῦν ἡ καταδίκη των ἀπὸ τὸ πλῆθος κι ἄλλοι πάλι γίνονται ἀδιάντροποι μὲ τοὺς φανεροὺς ἐλέγχου, ὁδηγούμενοι στὸ ἀγαθὸ μὲ τὴ μυστικότητα τῆς ἐπιπλήξεως καὶ ἀνταποδίδοντας στὴ συμπάθειά μας τὴν ὑπακοή τους.
[…] Τοῦτο μόνο ξεπερνᾶ τὴ δύναμή μου, τὸ νὰ παραδεχθῶ ν’ ἀναλάβω τὴν ἀρχηγία καὶ κυβέρνηση ψυχῶν καί, χωρὶς ἀκόμη νὰ ἔχω μάθει καλὰ οὔτε τὸ πὼς νὰ κυβερνῶμαι ὁ ἴδιος, χωρὶς νὰ ἔχω καθαρίσει τὴν ψυχή μου ὅσο ἁρμόζει, νὰ μοῦ ἐμπιστευθοῦν ἐπιστασία ποιμνίου.
Κι αὐτὸ μάλιστα σὲ τέτοιες σήμερα περιστάσεις, ὅπου εἶναι προτιμότερο, βλέποντας τοὺς ἄλλους ἀναστατωμένους καὶ ταραγμένους, φεύγοντας δρόμο κανεὶς ἀπὸ τὴ μέση, ἀπομακρυνόμενος μὲ προφύλαξη, νὰ γλυτώνη ἀπὸ τὴ ζάλη καὶ τὸ πηχτὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας• σὲ καιρούς, ὅπου τα μέλη ἀντιμάχονται μεταξύ τους, καὶ χάθηκε κι ὅ,τι ὑπόλοιπο ἀγάπης εἶχε μείνει. Ἄλλωστε, ἀπόμεινε πιὰ ὁ ἱερεὺς ὄνομα γιὰ τὸν τύπο, καθὼς ἐξαπλώθηκε ἡ περιφρόνηση στοὺς ἄρχοντες κατὰ τὴν προφητεία τῆς ἁγίας Γραφῆς.
Καὶ μακάρι νὰ ἦταν γιὰ τὸν τύπο• ἐνῶ τώρα…, μὰ ἃς μὴν τὸ εἰποῦμε, ἃς πέση στὸ κεφάλι τῶν ἄθεων ἡ βλασφημία. Ὁ φόβος ἔλειψε ἐντελῶς ἀπὸ τὶς ψυχές• στὴ θέση τοῦ ἐμπῆκε ἡ ἀναίδεια• ἕρμαια στὸν τυχόντα εἶναι ἡ θεογνωσία καὶ τὰ βάθη τοῦ Πνεύματος. Ἐγίναμε ὅλοι εὐσεβεῖς μόνο σ’ ἕνα πράγμα, στὸ νὰ κατηγοροῦμε τοὺς ἄλλους ὡς ἀσεβεῖς. Χρησιμοποιοῦμε ὡς δικαστᾶς μᾶς τοὺς ἄθεους, ρίχνουμε τὰ ἅγια στοὺς σκύλους καὶ πετοῦμε μπροστὰ στοὺς χοίρους τὰ μαργαριτάρια, κοινολογώντας τὰ ἱερὰ σὲ αὐτιὰ καὶ ψυχὲς ἀσεβῶν. Ἐκτελοῦμε οἱ τρισάθλιοι ἀκριβῶς τὶς ἐπιθυμίες τῶν ἐχθρῶν μας καὶ δὲν ντρεπόμαστε νὰ ζοῦμε σὲ πλήρη ἀνηθικότητα. Ξένοι ἐντελῶς πρὸς τὴν πίστιν μας, σωστοὶ Μωαβίται καὶ Ἀμμανίται, οἱ ὁποῖοι οὔτε ἐπιτρέπονταν νὰ πλησιάσουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου, ἐρευνοῦν καὶ ἁλωνίζουν μέσα στὰ ἁγιώτατά μας. Ἀνοίξαμε σ’ ὅλους ὄχι τὶς πύλες τῆς δικαιοσύνης, ἀλλὰ περάσματα ἐμπαιγμοῦ καὶ αὐθαδείας ἐναντίον ἀλλήλων κι εἶναι γιὰ μᾶς ἄριστος, ὄχι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐκστομίζει μάταιο λόγο ἀπὸ φόβο Θεοῦ, ἀλλὰ ὅποιος τύχει νὰ εἴπη ἐναντίον τοῦ ἄλλου τὶς περισσότερες κατηγορίες, εἴτε ἀνοιχτά, εἴτε ὑπονοούμενα• ὅποιος δηλαδὴ δημιουργεῖ ζητήματα μὲ τὴ γλώσσα του, ἢ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε πιὸ σωστά, χύνει σὰν φίδι δηλητήριο.
Προσέχουμε ἀκόμη τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων. Ὄχι γιὰ νὰ πονέσουμε γι’ αὐτές, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς εἰρωνευθοῦμε• Ὄχι γιὰ νὰ τοὺς θεραπεύσουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς κτυπήσουμε ἀπ’ ἐπάνω• κι ἔχουμε ὡς ἀπολογία τῶν δικῶν μᾶς ἁμαρτιῶν τὶς παραβάσεις τῶν ἄλλων! Παραδεχόμαστε καλοὺς καὶ κακοὺς ὄχι κατὰ τὰ ἔργα τους, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὴν ἔχθρα ἢ τὴ φιλία μας• κι ὅ,τι ἐπαινοῦμε στὸν ἕνα σήμερα, αὔριο τὸ κακίζουμε γιὰ τὸν ἄλλον κι ὅσα οἱ ἄλλοι καταγγέλλουν, ἐμεῖς τὰ καμαρώνουμε• καὶ μὲ προθυμία συγχωροῦμε τὸ κάθε τί στὸν ἄσεβη. Τόσο μεγαλόψυχοι εἴμαστε ἀπέναντί της κακίας!
Ὅλα κατάντησαν ὅπως στὴν ἀρχή, ὅταν δὲν ὑπῆρχε κόσμος, οὔτε ἡ τωρινὴ τάξις καὶ διαμόρφωση• τότε ποὺ ἦταν ὅλα ἀνακατωμένα καὶ ἀνώμαλα κι ἐχρειάζονταν τὸ χέρι καὶ τὴ δύναμη ποὺ τὰ ἐτακτοποίησε. Κι ἂν θέλης ἀκόμη, βρισκόμαστε σὰν σὲ πόλεμο μέσα σὲ νυκτερινὸ σκοτάδι μὲ τὸ ἀμυδρὸ φῶς τῆς σελήνης, χωρὶς νὰ ξεχωρίζουμε τὶς μορφὲς ἐχθρῶν καὶ φίλων ἢ σὰν σὲ ναυμαχία καὶ ταραχή, μὲ καταδρομὴ ἄνεμων καὶ ἰσχυρὴν ὁρμὴ ρευμάτων, μ’ ἐπιδρομὴ κυμάτων, μὲ συγκρούσεις πλοίων, μὲ συμπλοκὴ κονταριῶν, μὲ φωνὲς κελευστῶν, μὲ θρήνους πληγωμένων, πνιγμένοι ἀπὸ ξένους ἤχους καὶ σὲ κατάσταση ἀπορίας, καὶ μὴ ἔχοντας καιρὸ γι’ ἀνδρεῖες πράξεις, ἀλλοίμονο τί παθαίνουμε, πέφτουμε ὁ ἕνας ἐπάνω στὸν ἄλλον καὶ σκοτωνόμαστε ἀναμεταξύ μας.
Καὶ δὲν εἶναι τέτοια ἡ κατάσταση τοῦ λαοῦ μόνο, ἐνῶ οἱ ἱερεῖς εἶναι καλύτεροι• παρὰ φαίνεται τώρα καθαρὰ νὰ ἐφαρμόζεταί το σὰν κατάρα ἄλλοτε εἰπωμένο, «ἐκατάντησε ὁ ἱερεὺς σὰν τὸ λαό». Κι οὔτε πάλι εἶναι τέτοιοι οἱ πολλοί, ἐνῶ οἱ ἀνώτεροί του λαοῦ καὶ προϊστάμενοι καλύτεροι• παρὰ κι αὐτοὶ πολεμοῦν φανερά τους κληρικούς, χρησιμοποιώντας τὴν εὐσέβεια ὡς ὅπλο γιὰ νὰ ἐξαναγκάσουν τοὺς ἄλλους σὲ ὑπακοή. Κι ὅσοι μὲν παθαίνονται γιὰ ζητήματα πίστεως καὶ τὰ ὑψηλότατα θέματα τῆς θεολογίας, κι ἐγὼ δὲν τοὺς κατηγορὼ• μάλιστα, γιὰ νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια καὶ τοὺς ἐπαινῶ καὶ χαίρω μαζί τους καὶ εὔχομαι νὰ εἶμαι κι ἐγὼ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ μισοῦν τὸ ψεύδος• κι ἀκόμη μπορῶ καὶ νὰ τὸ καυχηθῶ ὅτι θὰ εἶμαι. Γιατί προτιμότερος εἶναι ὁ ἐπαινετὸς πόλεμος, ἀπὸ μίαν εἰρήνη ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ• καὶ γιὰ ἕναν τέτοιον πόλεμο κάνει ὠπλισμένο μαχητὴ τὸν πράον ἄνθρωπο τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ὥστε νὰ μπορῆ νὰ πολεμάη ὅπως πρέπει.
Τώρα ὅμως εἶναι μερικοὶ ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ μικρὰ καὶ ἀνωφελῆ πράγματα, καὶ παίρνουν, ὅσους μποροῦν, συμμάχους τῶν τοῦ κακοῦ μὲ πολλὴ ἀμάθεια καὶ θρασύτητα• κι ἔπειτα λένε σὲ ὅλα, προσβάλλεται ἡ πίστις, καὶ τὸ σεβαστὸ αὐτὸ ὄνομα τὸ ἀνακατώνουν στὶς προσωπικές τους φιλονεικίες. Ἀπ’ αὐτά, ὅπως εἶναι φυσικό, ἐγίναμε μισητοὶ στὰ ἔθνη, καὶ τὰ χειρότερο, δὲν μποροῦμε νὰ εἴπουμε ὅτι ἀδίκως μᾶς κατακρίνουν ἐξευτελισθήκαμε ἀκόμη καὶ στοὺς ἁπλούστερους ἀπὸ τοὺς δικούς μας. Καὶ δὲν εἶναι καθόλου παράδοξο, ὅτι αὐτὸ συμβαίνει μὲ τοὺς περισσότερους, ἀφοῦ αὐτοὶ μόλις θὰ μποροῦσαν νὰ δεχθοῦν κάτι καλὸ κι ἀπὸ τοὺς καλοὺς ἀκόμη.
Ἔτσι μᾶς κτυποῦν ἐκ τῶν ὄπισθεν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ὅσα ἐμεῖς ἐφευρίσκουμε οἱ μὲν ἐναντίον τῶν ἄλλων, ἐκεῖνοι τὰ χρησιμοποιοῦν ἐναντίον ὅλων μας. Ἐκαταντήσαμε πρωτοφανὲς θέαμα, ὄχι σὲ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, ὅπως ὁ γενναιότατος ἀθλητὴς Παῦλος, ὅταν ἀγωνιζόταν ἐναντίον τῶν ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν τοῦ σκότους• ἐμεῖς γινήκαμε θέατρο σ’ ὅλους σχεδὸν τοὺς κακοὺς καὶ σὲ κάθε περίσταση καὶ τόπο, στὴν ἀγορά, στὰ συμπόσια, στὶς χάρες μας, στὰ πένθη μας. Ἐφθάσαμε ἀκόμη ἕως τὴ σκηνὴ τῶν ἄσεμνων θεάτρων, καὶ τὸ λέω κλαίγοντας σχεδόν, καὶ γελοῦμε μὲ τὶς αἰσχρότητες• κατήντησε νὰ μὴν ὑπάρχη γιὰ μᾶς τίποτε ἄλλο εὐχαριστότερο, οὔτε διήγηση ἢ τραγούδι, οὔτε παράσταση, ἀπὸ τὸν ἐμπαιζόμενο χριστιανό.
Αὐτὰ μας προξενεῖ ὁ ἀναμεταξὺ μας πόλεμος. Αὐτὰ κάνουν οἱ ἀγωνιζόμενοι μὲ μεγάλο ζῆλο χάριν τοῦ ἀγαθοῦ καὶ πράου Ἰησοῦ. Αὐτὰ ὅσοι ἀγαποῦν τὸν Θεὸ μὲ φανατισμό, ποὺ δὲν χρειάζεται. Στὸ στάδιο δὲν ἐπιτρέπεται ν’ ἀγωνίζεται κανεὶς στὴν πάλη ἢ σὲ ἄλλο ἀγώνισμα ἔξω ἀπὸ τοὺς κανονισμοὺς ἀλλιῶς, θὰ τὸν ἀποδοκιμάσουν μὲ φωνὲς καὶ θὰ τὸν ἀτιμάσουν καὶ θὰ χάση τὴ νίκη ὁ ἐκβιαστὴς στὴν πάλη ἢ ὁ ἀγωνιζόμενος σὲ κάτι ἄλλο παράνομα καὶ ἀντίθετα πρὸς τοὺς ὁρισμένους κανονισμοὺς τοῦ ἀγωνίσματος, ἔστω κι ἂν εἶναι γενναιότατος καὶ τεχνικώτατος. Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ν’ ἀγωνίζεται κανεὶς ὑπὲρ Χριστοῦ ἀντιχριστιανικὰ καὶ θὰ ὑπηρετήσει ποτὲ τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, πολεμώντας γι’ αὐτὴν κατὰ ἀπαγορευμένο τρόπο; […]
Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου «Τὸ τῆς Ἱερωσύνης ἐπάγγελμα»
Ἀπολογητικὸς (περὶ Ἱεροσύνης), μΕτ. Θ. Καστανά, ἔκδ. «Ἐνορίας», 1948, Ἀποσπάσματα.
Πηγή: http://www.egolpion.com/