Λόγος περὶ πίστεως Καὶ διδασκαλία γιὰ ἐκείνους ποῦ λένε, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν ἐκεῖνοι ποῦ βρίσκονται μέσα στὶς φροντίδες τοῦ κόσμου νὰ φτάσουν στὴν τελειότητα τῶν ἀρετῶν. Καὶ διήγηση ἐπωφελὴς στὴν ἀρχή.
Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες· εἶναι καλὸ νὰ διακηρύττομε σὲ ὅλους το ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φανερώνομε στοὺς πλησίον μας τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὴν ἀνείπωτη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς. « Ἐγὼ λοιπόν, καθὼς τὸ βλέπετε, μήτε νηστεῖες ἔκανα, μήτε ἀγρυπνίες, μήτε χαμαικοιτίες, ἀλλὰ μόνο ταπεινώθηκα καὶ ὁ Κύριος σύντομα μὲ ἔσωσε», λέει ὁ θεῖος Δαβίδ. Καὶ μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ πολὺ πιὸ σύντομα: «Μόνο πίστεψα, καὶ μὲ δέχτηκε ὁ Κύριος».
Ἐπειδὴ εἶναι πολλὰ αὐτὰ ποῦ μᾶς ἐμποδίζουν ν΄ ἀποκτήσομε τὴν ταπείνωση, νὰ βροῦμε ὅμως τὴν πίστη δὲν μᾶς ἐμποδίζει τίποτε. Γιατί ἂν τὸ θελήσομε ὁλόψυχα, εὐθὺς ἐνεργεῖ μέσα μας ἡ πίστη, ἀφοῦ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ φυσικὸ προσόν, ἂν καὶ ὑπόκειται στὴν αὐτεξουσιότητα τῆς προαιρέσεώς μας. Γὶ΄ αὐτὸ ἀκόμη καὶ οἱ Σκύθες καὶ οἱ βάρβαροι πιστεύουν ὁ ἕνας τα λόγια τοῦ ἄλλου. Καὶ γιὰ νὰ σᾶς δείξω στὴν πράξη τὴν ἐνέργεια τῆς ἐνδιάθετης πίστεως καὶ νὰ βεβαιώσω ὅσα εἶπα, ἀκοῦστε νὰ σᾶς διηγηθῶ κάτι ποῦ ἄκουσα ἀπὸ κάποιον ποῦ δὲν ψεύδεται.
Κάποιος, Γεώργιος ὀνομαζόμενος, νέος στὴν ἡλικία, ἕως εἴκοσι χρόνων, κατοικοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη τώρα στοὺς καιρούς μας· ὁ ὁποῖος ἦταν ὄμορφος καὶ φανταχτερὸς στὴν ἐμφάνιση, τοὺς τρόπους καὶ τὸ βάδισμα, ἔτσι ποῦ μερικοὶ ἀπὸ τοῦτα σχημάτισαν κακὴ γνώμη γὶ΄ αὐτόν, ὅσοι δηλαδὴ βλέπουν μόνο τα ἐξωτερικὰ καὶ κρίνουν κακῶς τὰ τῶν ἄλλων. Αὐτὸς γνωρίστηκε μὲ κάποιον ἅγιο μοναχὸ ποῦ ζοῦσε σ΄ ἕνα μοναστήρι τῆς πόλεως, καὶ ἀναθέτοντάς του ὅλα τα τῆς ψυχῆς του, ἔλαβε ἀπὸ αὐτὸν γιὰ ὑπενθύμιση μιὰ μικρὴ ἐντολὴ (ἕνα σύντομο κανόνα). Ὁ νέος ζήτησε ἀκόμη ἀπὸ τὸν γέροντα νὰ τοῦ δώσει κανένα βιβλίο ποῦ νὰ περιέχει διηγήσεις γιὰ τὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν καὶ τὴν πρακτική τους ἄσκηση. Ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε νὰ διαβάσει τὸ σύγγραμμα τοῦ μοναχοῦ Μάρκου ποῦ διδάσκει περὶ τοῦ πνευματικοῦ νόμου· τὸ ὁποῖο ὁ νέος το πῆρε σὰν νὰ ἦταν σταλμένο ἀπὸ τὸν ἴδιο το Θεό. Καὶ ἐλπίζοντας πῶς θὰ λάβει πολὺ μεγάλη ὠφέλεια ἀπὸ αὐτό, τὸ διάβασε ὅλο μὲ πόθο καὶ προσοχή. Καὶ ὠφελήθηκε βέβαια ἂπ΄ ὅλα ὅσα διάβασε, ὅμως τρία κεφάλαια* μόνο ἐνσφήνωσε, νὰ πῶ ἔτσι, στὴν καρδιά του.
Τὸ ἕνα ἔλεγε ἐπὶ λέξει: « Ἂν ζητᾶς τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς σου, ἐπιμελήσου τὴ συνείδησή σου, καὶ νὰ κάνεις ὅσα αὐτή σου ἐπιδεικνύει, καὶ θὰ βρεῖς ὠφέλεια». Τὸ ἄλλο ἔλεγε: « Ὅποιος ζητᾶ τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προτοῦ νὰ ἐργαστεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, εἶναι παρόμοιος μὲ ἀγορασμένο δοῦλο, ὁ ὁποῖος τὴν ἴδια ὥρα ποῦ ἀγοράστηκε ζητὰ νὰ τοῦ δώσουν καὶ τὸ χαρτὶ τῆς ἀπελευθερώσεως». Καὶ τὸ τρίτο ἔλεγε: « Ἐκεῖνος ποῦ προσεύχεται σωματικὰ καὶ δὲν ἀπέκτησε ἀκόμη γνώση πνευματική, εἶναι παρόμοιος μὲ τὸν τυφλὸ ποῦ φώναζε ¨Υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησον μέ΄΄. Ὅταν ὁ πρώην τυφλὸς ἔλαβε τὸ φῶς του καὶ εἶδε τὸν Κύριο, δὲν τὸν ὀνόμασε πλέον υἱὸ Δαβίδ, ἀλλὰ τὸν ὁμολόγησε Υἱὸ Θεοῦ καὶ τὸν προσκύνησε».
Αὐτὰ λοιπὸν τὰ διάβασε ὁ νέος ἐκεῖνος καὶ τὰ θαύμασε, καὶ πίστεψε ὅτι μὲ τὴν ἐπιμέλεια τῆς συνειδήσεως θὰ βρεῖ ὠφέλεια καὶ μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν θὰ δεχτεῖ συνειδητὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μὲ τὴ χάρη Τοῦ θ΄ ἀνοίξουν τὰ νοερὰ τοῦ μάτια καὶ θὰ δεῖ τὸν Κύριο. Καὶ πληγωμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Κυρίου, ζητοῦσε πλέον τὸ Πρῶτο Κάλλος, τὸ ἀόρατο.
Τίποτε ἄλλο ὅμως δὲν ἔκανε, καθὼς μὲ βεβαίωσε ὕστερα μὲ ὅρκους, παρὰ μόνο ἐκτελοῦσε κάθε βράδυ τὸ σύντομο κανόνα ποῦ τοῦ ὅρισε ὁ ἅγιος ἐκεῖνος γέρων, καὶ τότε πλάγιαζε καὶ κοιμόταν. Καὶ καθὼς ἡ συνείδηση τοῦ ἔλεγε: «Κᾶνε κι ἄλλες μετάνοιες, πρόσθεσε κι ἄλλους ψαλμούς, πὲς κι ἄλλο τὸ Κύριε ἐλέησον, ἀφοῦ μπορεῖς», αὐτὸς ὑπάκουε σ΄ αὐτὴν πρόθυμα κι ἀδίστακτα κι ἔτσι ἔπραττε, σὰν νὰ τὰ ἔλεγε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καὶ ἀπὸ τότε πλέον δὲν κοιμήθηκε ποτὲ μὲ τὴ συνείδηση νὰ τὸν ἐλέγχει καὶ νὰ λέει: «Αὐτὸ γιατί δὲν τὸ ἔκανες;». Κι ἔτσι, ὑπακούοντας αὐτὸς χωρὶς παράλειψη στὴ συνείδησή του κι ἐκείνη προσθέτοντας μέρα μὲ τὴ μέρα περισσότερο, σὲ λίγες μέρες αὐξήθηκε πολὺ ἡ ἑσπερινὴ προσευχή του. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας εἶχε τὴν ἐπιστασία τοῦ σπιτιοῦ ἑνὸς πατρικίου κι εἶχε πολλὲς βιοτικὲς φροντίδες καὶ πήγαινε κάθε μέρα στὸ Παλάτι· ἔτσι κανεὶς δὲν ἀντιλήφθηκε ὅσα αὐτὸς ἔπραττε τὸ βράδυ. Ἀλλὰ κάθε βράδυ ἔτρεχαν ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ δάκρυα κι ἔκανε πολλὲς γονυκλισίες καὶ μετάνοιες καὶ ὅταν στεκόταν σὲ προσευχὴ εἶχε τὰ πόδια κολλημένα μεταξύ τους καὶ ἀκίνητα καὶ διάβαζε εὐχὲς στὴ Θεοτόκο μὲ πόνο καὶ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα καί, σὰν νὰ ἦταν ὁ Κύριος παρὼν σωματικά, ἔτσι ἔπεφτε ἐμπρὸς στὰ ἄχραντα πόδια Του καὶ ὡς τυφλός του ζητοῦσε νὰ τὸν σπλαχνιστεῖ καὶ νὰ τοῦ χαρίσει τὸ φῶς τῶν ματιῶν τῆς ψυχῆς του. Καὶ καθὼς πλήθαινε κάθε βράδυ ἡ προσευχή, κρατοῦσε ὡς τὰ μεσάνυχτα, κι ὅση ὥρα προσευχόταν, στεκόταν ὄρθιος σὰν κολόνα ἡ σὰν ἀσώματος, χωρὶς διόλου νὰ χαλαρώνει ἡ νὰ ραθυμεῖ ἡ ἔστω νὰ κινεῖ κανένα μέλος τοῦ σώματός του, μήτε τὰ μάτια του νὰ στρέψει ἡ νὰ τὰ σηκώσει.
Ἕνα βράδυ λοιπόν, ποῦ ἦταν ὄρθιος κι ἔλεγε τὸ « Ὁ Θεὸς ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῶ» μὲ τὸ νοῦ μᾶλλον παρὰ μὲ τὸ στόμα, ἔξαφνα φανερώθηκε πλούσια ἀπὸ ψηλὰ μιὰ ἔλλαμψη θεϊκὴ καὶ γέμισε ἀπὸ φῶς ὅλο τὸν τόπο καὶ ὁ νέος ἀγνόησε καὶ λησμόνησε ἂν βρισκόταν μέσα σὲ σπίτι ἡ ἂν ἦταν κάτω ἀπὸ στέγη, γιατί παντοῦ ἔβλεπε μόνο φῶς καὶ δὲν ἤξερε μήτε ἂν πατοῦσε στὴ γῆ. Οὔτε φόβο εἶχε μήπως πέσει, οὔτε καμία φροντίδα τοῦ κόσμου, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπὸ ὅσα ταιριάζουν σὲ ἀνθρώπους ποῦ ἔχουν σῶμα περνοῦσε ἀπὸ τὸ λογισμό του. Ἀλλὰ μένοντας τελείως μέσα στὸ ἄϋλο φῶς, τοῦ φαινόταν πῶς ἔγινε καὶ αὐτὸς φῶς καὶ λησμόνησε ὅλο τὸν κόσμο κι ἦταν ὅλος γεμάτος ἀπὸ δάκρυα κι ἀπὸ ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Καὶ ὕστερα ἀπὸ τοῦτο ἀνέβηκε ὁ νοῦς του στὸν οὐρανὸ κι ἐκεῖ εἶδε ἄλλο φῶς λαμπρότερο ἀπὸ τὸ γύρω του· καὶ κοντὰ σ΄ ἐκεῖνο τὸ φῶς τοῦ φάνηκε νὰ στέκεται ὁ ἅγιος καὶ ἰσάγγελος ἐκεῖνος γέροντας ποῦ τοῦ ἔδωσε, ὅπως εἴπαμε, τὴν ἐντολὴ καὶ τὸ βιβλίο.
Ἐγὼ λοιπόν, καθὼς τ? ἄκουσα ἀπὸ τὸ νέο, σκέφτηκα ὅτι καὶ ἡ πρεσβεία τοῦ ἁγίου ἐκείνου θὰ εἶχε συνεργήσει πολὺ σὲ τοῦτο καὶ ὅτι ὁ Θεὸς πάλι θὰ οἰκονόμησε νὰ δείξει στὸ νέο σὲ ποιὸ ὕψος ἀρετῆς βρισκόταν ὁ ἅγιος ἐκεῖνος. Ὅταν πέρασε αὐτὴ ἡ θεωρία καὶ ἦρθε πάλι στὸν ἑαυτὸ τοῦ ὁ νέος ἐκεῖνος, ὅπως ἔλεγε, ἦταν γεμάτος ἀπὸ χαρὰ καὶ θαυμασμὸ καὶ ἔκπληξη καὶ δάκρυζε ἀπὸ τὴν καρδιά του· καὶ μαζὶ μὲ τὰ δάκρυα ἀκολουθοῦσε καὶ μία γλυκύτητα. Τέλος, πλάγιασε νὰ κοιμηθεῖ καὶ τὴν ἴδια ὥρα λάλησε ὁ πετεινός, δείχνοντας τὴ μέση της νύχτας· καὶ σὲ λίγο σήμαναν οἱ ἐκκλησίες γιὰ τὸ Ὄρθρο. Καὶ σηκώθηκε ὁ νέος γιὰ νὰ ψάλλει κατὰ τὴ συνήθειά του, χωρὶς νὰ σκεφτεῖ καθόλου τὸν ὕπνο ἐκείνη τὴ νύχτα.
Αὐτὰ ἔγιναν ὅπως ὁ Θεὸς γνωρίζει, ὁ ὁποῖος καὶ τὰ πραγματοποίησε γιὰ λόγους ποῦ μόνο Ἐκεῖνος ξέρει, ἐνῶ ὁ νέος δὲν ἔκανε τίποτε περισσότερο ἀπὸ ὅσα ἀκούσατε, πλὴν εἶχε ὀρθὴ πίστη καὶ ἀδίστακτη ἐλπίδα. Καὶ μὴν πεῖ κανείς, πῶς ἐκεῖνος τὰ ἔκανε αὐτὰ γιὰ νὰ δοκιμάσει· γιατί αὐτὸς μήτε μὲ τὸ λογισμὸ τοῦ εἶπε μήτε καν σκέφτηκε κάτι τέτοιο -ἐπειδὴ ὅποιος δοκιμάζει ἡ πειράζει τὸ Θεό, δὲν ἔχει πίστη. Ἀλλὰ ἀπορρίπτοντας ὁ νέος ἐκεῖνος κάθε ἄλλον ἐμπαθῆ καὶ φιλήδονο λογισμό, φρόντιζε τόσο πολὺ -ὅπως ἔλεγε μὲ ὅρκο- νὰ πραγματοποιεῖ ἐκεῖνα ποῦ τοῦ ἔλεγε ἡ συνείδησή του, ὥστε σὲ ὅλα τα ἄλλα αἰσθητὰ πράγματα τοῦ κόσμου νὰ εἶναι σὰν ἀναίσθητος καὶ δὲν ἤθελε μήτε νὰ φάει ἡ νὰ πιεῖ ἡδονικὰ ἡ συχνότερα.
Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου, τί κατορθώνει ἡ πίστη στὸ Θεό, ὅταν βεβαιώνεται μὲ τὰ ἔργα; Καταλάβατε πῶς μήτε ἡ νεότητα εἶναι ἀπορριπτέα, μήτε τὸ γῆρας ὠφέλιμο, ἂν λείπει ἡ σύνεση καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ; Μάθατε ὅτι μήτε ἡ παραμονὴ στὴν πόλη μᾶς ἐμποδίζει νὰ ἐργαστοῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἂν ἔχουμε προθυμία καὶ ἐγρήγορση, μήτε ἡ ἡσυχία καὶ ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο μᾶς ὠφελοῦν ἂν βρισκόμαστε σὲ ραθυμία καὶ ἀμέλεια; Ὅλοι μας ἀκοῦμε γιὰ τὸν Δαβὶδ καὶ θαυμάζομε καὶ λέμε ὅτι ἕνας Δαβὶδ ἔγινε κι ὄχι ἄλλος· καὶ νὰ ποῦ σὲ τοῦτο τὸ νέο συνέβη κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸ Δαβίδ. Γιατί ὁ Δαβὶδ ἔλαβε τὴ μαρτυρία ἀπὸ τὸν ἴδιο το Θεό, χρίστηκε προφήτης καὶ βασιλιάς, ἔγινε μέτοχός του Ἁγίου Πνεύματος κι εἶχε λάβει πολλὲς ἀποδείξεις περὶ Θεοῦ. Ὅταν λοιπὸν ἁμάρτησε κι ἔχασε τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς προφητείας καὶ ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὴ συναναστροφὴ τοῦ Θεοῦ, τί τὸ παράδοξο ποῦ τὰ ζήτησε πάλι, ὅταν ἔφερε στὸ νοῦ τοῦ τὴ χάρη ἀπὸ τὴν ὁποία ξέπεσε; Ὁ νέος ὅμως αὐτὸς τίποτε τέτοιο δὲν εἶχε σκεφτεῖ ποτέ, ἀλλὰ ἦταν προσηλωμένος μόνο στὰ κοσμικὰ πράγματα κι ἔβλεπε μόνο τα πρόσκαιρα καὶ ἡ διάνοιά του δὲν εἶχε φανταστεῖ τίποτε ἀνώτερο ἀπὸ τὰ γήινα· καὶ -τί θαυμαστά τα κρίματά Σου,Κύριε!- μόνο ἄκουσε γὶ΄ αὐτὰ κι εὐθὺς πίστεψε. Καὶ τόσο πολὺ πίστεψε, ὥστε νὰ παρουσιάσει καὶ ἔργα ποῦ ἁρμόζουν στὴν πίστη, μὲ τὰ ὅποια ἡ διάνοιά του πῆρε φτερὰ καὶ ἔφτασε στοὺς οὐρανοὺς κι ἔκανε τὴ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ νὰ τὸν εὐσπλαχνιστεῖ καὶ μὲ τὴν πρεσβεία τῆς ἐξιλέωσε τὸ Θεὸ καὶ κατέβασε ὡς αὐτὸν τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος· καὶ αὐτὴ τὸν δυνάμωσε νὰ φτάσει ὡς τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν ἀξίωσε νὰ δεῖ φῶς, τὸ ὁποῖο ὅλοι το ἐπιθυμοῦν μὰ πολὺ λίγοι το πετυχαίνουν.
Ὁ νέος αὐτὸς ποῦ μήτε χρόνους πολλοὺς νήστεψε, μήτε ποτὲ κοιμήθηκε στὸ ἔδαφος, μήτε φόρεσε τρίχινα ροῦχα, μήτε τὴ μοναχικὴ κουρὰ ἔλαβε, μήτε ἀπὸ τὸν κόσμο ἀναχώρησε σωματικά, ἀλλὰ μόνο πνευματικά· μόνο ἀγρύπνησε λίγο, καὶ φάνηκε ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Λὼτ στὰ Σόδομα. Ἡ μᾶλλον, ἔγινε ἄγγελος μέσα σὲ σῶμα, ποῦ ἐνῶ οἱ ἄλλοι τὸν ψηλαφοῦσαν καὶ τὸν ἔβλεπαν, ἦταν ἐντούτοις ἀκράτητος καὶ ἀσύλληπτος, ἄνθρωπος στὸ φαινόμενο καὶ ἄσαρκος στὸ νοούμενο, βλεπόμενος ἀπὸ ὅλους καὶ μόνος εὑρισκόμενος μὲ μόνο τὸν παντογνώστη Θεό. Γὶ΄ αὐτὸ καὶ μὲ τὴ δύση τοῦ αἰσθητοῦ ἡλίου τὸν ἔλουσε τὸ γλυκὺ φῶς τοῦ νοητοῦ Ἡλίου, καὶ πολὺ εὔλογα· γιατί ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν ζητούμενο Θεὸ τὸν ἔβγαλε τελείως ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τοῦ τὴ φύση καὶ ἀπὸ ὅλα τα πράγματα καὶ τὸν ἔκανε ὅλον πνευματικὸ καὶ ὅλον φῶς, καὶ μάλιστα ἐνῶ κατοικοῦσε μέσα στὴν πόλη κι εἶχε τὴν ἐπιστασία ἑνὸς ἀρχοντικοῦ καὶ φρόντιζε γιὰ δούλους καὶ ἐλεύθερους καὶ ἔκανε καὶ ἔπραττε ὅλα ὅσα ἁρμόζουν στὸ βίο.
Ἀλλὰ εἶναι ἀρκετὰ αὐτὰ ποῦ εἴπαμε καὶ γιὰ ἔπαινο τοῦ νέου καὶ γιὰ παρακίνηση δική σας στὸν πόθο καὶ τὴ μίμησή του, ἡ θέλετε νὰ σᾶς πῶ καὶ ἀλλὰ μεγαλύτερα, τὰ ὅποια ἴσως δὲν μπορέσει νὰ δεχτεῖ ἡ ἀκοή σας; Ὅμως τί ἄλλο θὰ βρεθεῖ μεγαλύτερο ἡ τελειότερο ἀπὸ αὐτό; Σίγουρα, δὲν ὑπάρχει ἄλλο μεγαλύτερο, καθὼς λέει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος: « Ἀρχὴ τῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου. Ὅπου εἶναι ὁ φόβος, ἐκεῖ καὶ ἡ φύλαξη τῶν ἐντολῶν· καὶ ὅπου ἡ φύλαξη τῶν ἐντολῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ κάθαρση τῆς σάρκας, ἡ ὁποία εἶναι ἕνα νέφος ἐμπρὸς στὴν ψυχὴ καὶ δὲν τὴν ἀφήνει νὰ δεῖ καθαρὰ τὴ λάμψη τὴ θεϊκή· κι ἐκεῖ ποῦ εἶναι ἡ κάθαρση, ἐκεῖ καὶ ἡ ἔλλαμψη. Καὶ ἡ ἔλλαμψη εἶναι ἡ ἱκανοποίηση τοῦ πόθου αὐτῶν ποῦ ποθοῦν τὰ μέγιστα ἥ το μέγιστο ἡ αὐτὸ ποῦ εἶναι πάνω ἀπὸ μέγα.» Λέγοντας αὐτὰ φανέρωσε ὅτι ὁ φωτισμὸς τοῦ Πνεύματος εἶναι τέλος ἀτελὲς κάθε ἀρετῆς, καὶ ὅποιος ἔρθει σ΄ αὐτόν, ἔφτασε στὸ τέλος καὶ τὸ πέρας ὅλων των αἰσθητῶν καὶ βρῆκε τὴν ἀρχὴ τῆς γνώσεως τῶν πνευματικῶν.
Αὐτὰ εἶναι, ἀδελφοί μου, τὰ θαυμάσια του Θεοῦ· γιὰ τοῦτο φανερώνει ὁ Θεὸς τοὺς κρυπτόμενους Ἁγίους Του, ὥστε ἄλλοι νὰ τοὺς μιμηθοῦν καὶ ἄλλοι νὰ μείνουν ἀναπολόγητοι. Γιατί κι ἐκεῖνοι ποῦ βρίσκονται μέσα στοὺς περισπασμοὺς καὶ ὅσοι εἶναι στὰ κοινόβια, τὰ ὅρη καὶ τὰ σπήλαια καὶ πολιτεύονται ὅπως πρέπει, σώζονται καὶ ἀξιώνονται νὰ λάβουν ἀπὸ τὸ Θεὸ μεγάλα καλά, γιὰ μόνη τὴν πίστη τους πρὸς Αὐτόν, ἔτσι ὥστε ὅσοι ἀποτυγχάνουν ἀπὸ ραθυμία, νὰ μὴν ἔχουν νὰ ποῦν τίποτε τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Γιατί, ἀδελφοί μου, δὲν ψεύδεται Αὐτὸς ποῦ ὑποσχέθηκε νὰ σώζει γιὰ μόνη τὴν πίστη πρὸς Αὐτόν. Λοιπὸν λυπηθεῖτε τὸν ἑαυτό σας καὶ ἐμᾶς ποῦ σᾶς ἀγαποῦμε καὶ συχνὰ θρηνοῦμε καὶ κλαῖμε γιὰ χάρη σᾶς -γιατί τέτοιοι προστάζει νὰ εἴμαστε ὁ σπλαχνικὸς καὶ ἐλεήμων Θεός-· καὶ πιστεύοντας ὁλόψυχα στὸν Κύριο, ἀφῆστε τὴ γῆ κι ὅλα ὅσα παρέρχονται, καὶ προσέλθετε καὶ κολληθεῖτε σ΄ Αὐτόν, γιατί λίγο ἀκόμη καὶ ὁ οὐρανὸς μὲ τὴ γῆ θὰ παρέλθουν, καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει οὔτε στάση οὔτε πέρας οὔτε κατάληξη τῆς πτώσεως τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἀφοῦ δηλαδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἀχώρητος καὶ ἀκατάληπτος, πές μου, ἂν μπορεῖς, ποῦ θὰ βρεθεῖ τόπος γιὰ ὅσους ἐκπίπτουν ἀπὸ τὴ βασιλεία Του;
Μοῦ ἔρχεται νὰ θρηνῶ καὶ λυποῦμαι ὑπερβολικὰ καὶ λιώνω γιὰ σᾶς, ὅταν συλλογιστῶ πῶς ἔχουμε τέτοιο Κύριο πλουσιόδωρο καὶ φιλάνθρωπο, ποῦ γιὰ μόνη τὴν πίστη μας πρὸς Αὐτὸν μας χαρίζει αὐτὰ ποῦ ὑπερβαίνουν κάθε νοῦ καὶ ἀκοὴ καὶ διάνοια καὶ ποῦ ποτὲ δὲν τὰ συνέλαβε ἄνθρωπος, κι ἐμεῖς σὰν ἄλογα ζῶα προτιμοῦμε μόνο τὴ γῆ καὶ ὅσα ἡ γῆ βγάζει γιὰ μᾶς ἀπὸ τὴν πολλὴ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἐπαρκοῦμε στὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος· ὥστε ἐμεῖς νὰ τρεφόμαστε ἀπὸ αὐτὰ μὲ μέτρο καὶ ἡ ψυχή μας νὰ κάνει ἀνεμπόδιστα τὴν πορεία της πρὸς τὰ ἄνω, τρεφόμενη καὶ αὐτὴ μὲ τὴ νοερὴ τροφὴ τοῦ Πνεύματος, ἀνάλογα μὲ τὴν κάθαρση καὶ τὴν ἀνάβασή της.
Γιατί αὐτὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ γιὰ τοῦτο δημιουργηθήκαμε καὶ ἤρθαμε στὴν ὕπαρξη· δεχόμενοι ἐδῶ αὐτὲς τὶς μικρὲς εὐεργεσίες, μὲ τὴν εὐχαριστία καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸ Θεὸ ν΄ ἀπολαύσομε ἐκεῖ τα ἀνώτερα καὶ αἰώνια. Ἀλλὰ ἐμεῖς, ἀλίμονο, ἐνῶ δὲ φροντίζομε καθόλου γιὰ τὰ μέλλοντα, εἴμαστε ἀχάριστοι γιὰ ὅσα ἀπολαμβάνομε ἐδῶ, κι ἔτσι γινόμαστε παρόμοιοι μὲ τοὺς δαίμονες ἡ καὶ χειρότεροι, ἂν πρέπει νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια. Καὶ γιὰ τοῦτο πρέπει νὰ τιμωρηθοῦμε περισσότερο, γιατί καὶ περισσότερες εὐεργεσίες λάβαμε καὶ γνωρίζομε Θεὸ ποῦ ἔγινε γιὰ μᾶς ἄνθρωπος ὅπως ἐμεῖς, μόνο χωρὶς τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τί ἄλλο νὰ πῶ; Σὲ ὅλα αὐτὰ πιστεύομε μονάχα μὲ τὰ λόγια, καὶ μὲ τὰ ἔργα τὰ ἀρνούμαστε. Δὲν ἀκούγεται παντοῦ το ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ καὶ τὰ κοινόβια καὶ τὰ ὅρη; Ἂν θέλεις, κοίταξε καὶ ἐξέτασε προσεκτικά, ἂν τηροῦν τὶς ἐντολές Του· καὶ μόλις θὰ βρεῖς -εἶναι ἀλήθεια- ἕνα σὲ χιλιάδες ἡ ἕνα σὲ μυριάδες ποῦ νὰ εἶναι Χριστιανὸς καὶ μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὰ ἔργα. Δὲν εἶπε ὁ Κύριος καὶ Θεός μας στὸ ἅγιο εὐαγγέλιο: « Ὅποιος πιστέψει σ΄ ἐμένα θὰ κάνει κι αὐτὸς τὰ ἔργα ποῦ κάνω ἐγὼ κι ἀκόμη μεγαλύτερα»; Ποιὸς λοιπὸν ἀπὸ ἐμᾶς τολμᾶ νὰ πεῖ: « Ἐγὼ κάνω ἔργα Χριστοῦ καὶ πιστεύω ὀρθὰ στὸ Χριστό»; Δὲ βλέπετε, ἀδελφοί, ὅτι ἔχουμε νὰ βρεθοῦμε ἄπιστοι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως καὶ νὰ κολαστοῦμε χειρότερα ἀπὸ ἐκείνους ποῦ δὲ γνωρίζουν τὸν Κύριο; Γιατί εἶναι ἀνάγκη ἡ ἐμεῖς νὰ καταδικαστοῦμε ὡς ἄπιστοι, ἡ ὁ Χριστὸς νὰ ἀποδειχτεῖ ψεύτης, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀδύνατο, ἀδελφοί μου, ἀδύνατο.
Αὐτὰ τὰ ἔγραψα ὄχι γιὰ νὰ ἐμποδίσω τὴν ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ προβάλω τὴ ζωὴ μέσα σ΄ αὐτόν, ἀλλὰ γιὰ νὰ πληροφορήσω ὅλους ὅσοι διαβάσουν τὴν παροῦσα διήγηση, πῶς ἐκεῖνος ποῦ θέλει νὰ κάνει τὸ ἀγαθό, ἔλαβε καὶ τὴ δύναμη ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει σὲ κάθε τόπο. (Καὶ νὰ ἀξιωθεῖ νὰ λάβει καὶ χαρίσματα πνευματικὰ καὶ θεῖες θεωρίες ὅπως καὶ τοῦτος ὁ νέος, ὁ εὐλογημένος Γεώργιος, τὸν ὁποῖο ἐπειδὴ εἶχα γνώριμο καὶ στενὸ φίλο, τὸν παρακάλεσα καὶ μοῦ τὰ διηγήθηκε καθὼς τὰ ἔγραψα).
Γιὰ τοῦτο, ἀδελφοί μου ἐν Χριστῷ, σᾶς παρακαλῶ ἃς τρέξομε κι ἐμεῖς μὲ κόπο τὸ δρόμο τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, καὶ δὲν πρόκειται νὰ καλύψει ἡ ντροπὴ τὰ πρόσωπά μας. Γιατί ὅπως ὁ Χριστὸς ἀνοίγει τὶς πύλες τῆς βασιλείας Του σὲ καθένα ποῦ χτυπᾶ ἐπίμονα, καὶ δίνει τὸ εὐθὲς καὶ πανάγιο Πνεῦμα σὲ καθένα ποῦ γυρεύει, καὶ εἶναι ἀδύνατο, ἐκεῖνος ποῦ ζητᾶ ὁλοψύχως, νὰ μὴ βρεῖ τὸν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων Του, ἔτσι κι ἐσεῖς θὰ ἐντρυφήσετε στὰ ἀπόρρητα ἀγαθά Του, τὰ ὅποια ἑτοίμασε γὶ΄ αὐτοὺς ποῦ τὸν ἀγαποῦν, τώρα βέβαια ἐν μέρει καὶ μὲ πνευματικὴ σοφία, κατὰ τὸν μέλλοντα ὅμως αἰώνα ὁλοκληρωτικά, μαζὶ μὲ ὅλους τους Ἁγίους, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας. Σ΄ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.