Πάντως ἐπανῆλθα πλησίον σας, ἀφοῦ ἀπεμακρύνθην μὲν μὲ βίαν, προσῆλθα δὲ χωρὶς βίαν, Ἀλλὰ καὶ πολὺ προθύμως καὶ μὲ αὐτόματα πόδια, ποὺ λέγει ὁ λόγος, καθὼς τὸ Πνεῦμα μὲ ὠδήγει οὕτως, ὡσὰν ρεῦμα, πρὸς μὲν τὸν ἀνήφορον ἐκβιαζόμενον, πρὸς τὸν κατήφορον δὲ ἐπειγόμενον. Πράγματι μία ἡμέρα εἶναι ὁλόκληρος βίος ἀνθρώπου εἰς τοὺς κοπιάζοντας μὲ πόθον· νομίζω δὲ ὅτι τὸ συμβὰν εἰς τὸν Ἰακὼβ εἶναι διαφορετικόν. Οὗτος, ἐνῶ ἐδούλευσεν εἰς τὸν Σῦρον Λάβαν ἐπὶ δεκατέσσαρα ἔτη χάριν τῶν δύο παρθένων, δὲν ἐκουράσθη· «διότι ὄλαι αἳ ἡμέραι ἤσαν δὶ’ αὐτὸν ὡς μία ἡμέρα, διότι τὰς ἠγάπα». Ἴσως διότι τὸ ποθούμενον εὐρίσκετο πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν του ἢ διότι εἶναι ἐλαφρόν το νὰ κοπιάζη κανεὶς δὶ’ ἔρωτα, ἔστω καὶ ἂν ἡ ἀναβολὴ προκαλῆ λύπην. Ἐξ ἄλλου τὸ εὔκολον εἰς ἀπόκτησην εἶναι ἀργὸν εἰς ἐπιθυμίαν, ὅπως εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς πρὸ ἠμῶν. Ἐγὼ λοιπόν, ὅταν ἤμην πλησίον σας, ἐλάχιστα ἠσθανόμην τὸ πάθος μου διὰ σας, ὅταν δὲ ἐχωρίσθην, ἀντελήφθην τὸν πόθον, τὸν γλυκὺν τύραννον τίποτε δὲν εἶναι νέον. Πράγματι, ἐὰν ὀδύρεται τόσον πολὺ ὁ βουκόλος διότι εἶς μόσχος ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὴν ἀγέλην καὶ ὁ ποιμὴν διότι ἔν πρόβατον ἔλειψεν ἀπὸ τὸ κοπάδι, καὶ ἂν τὸ πτηνὸν θρηνῆ τὴν φωλεᾶν τὴν ὁποίαν ἐγκατέλειψε δι’ ὀλίγον, ὥστε ἐκεῖνοι μὲν λαμβάνουν τὰς φλογέρας καὶ ἀνερχόμενοι εἰς σκοπιὰν γεμίζουν μὲ ἀθυμίαν τὰ ὄργανα καὶ ἀνακαλοῦν τὰ προηγηθέντα ζῶα ὡσὰν νὰ ἤσαν λογικά, ἂν δὲ αὐτὰ ὑπακούσουν, χαίρονται περισσότερον δὶ’ αὐτὰ ἀπὸ ὅσον δὶ’ ὅλα τα ἄλλα, περὶ τῶν ὁποίων δὲν ἐφρόντισαν, τὸ δὲ πτηνὸν πηγαίνει τρύζον εἰς τὴν φωλεᾶν καὶ ὁρμᾶ ἐπάνω εἰς τὰ τρύζοντα πουλάκια καὶ τὰ περιβάλλει μὲ τὰς πτέρυγας· πόσον ἀξιώτερα θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι διὰ τὸν ἱκανὸν ποιμένα τὰ λογικὰ πρόβατα, διὰ τὰ ὁποῖα μάλιστα καὶ ἐκινδύνευσε, ἀφοῦ καὶ τοῦτο αὐξάνει τὴν ἀγάπην;

Παρατηρήσατε πόση εἶναι ἡ πίστις· καὶ διὰ τὰ ἰδικά μου αἰσθήματα σᾶς πείθω καὶ διὰ τὰ ἰδικὰ σᾶς διαβεβαιώνω. Καὶ τοῦτο δὲν εἶναι καθόλου ἀξιοθαύμαστον. Εἰς ὅσους εἶναι κοινόν το Πνεῦμα, κοινὸν εἶναι καὶ τὸ πάθος· εἰς ὅσους δὲ εἶναι ἴσον τὸ πάθος, ἴση εἶναι καὶ ἡ πίστις. Διότι ὅ,τι δὲν ἔπαθε κανείς, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ τὸ πιστεύση οὔτε δὶ’ ἄλλον ὁ δὲ παθῶν εἶναι ἐτοιμότερος νὰ τὸ παραδεχθῆ, ὡς μάρτυς ἀόρατος ἀοράτου πάθους, οἰκεῖον κάτοπτρον ξένης μορφῆς. Διὰ τοῦτο δὲν ὑπέφερα νὰ μένω μακρὰν ἀπὸ σᾶς περισσότερον, ἂν καὶ ἤμην ἀρκετὰ στενοχωρημένος καὶ δυσαρεστημένος μὲ τὰ ἐδῶ πράγματα.Ἤμην δὲ δυσαρεστημένος ὄχι μόνον μὲ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα φέρουν αἳ πόλεις (πλήθη, θορύβους, ἀγορᾶς, θέατρα, ἀπολαύσεις, ὕβρεις, ἄγοντας καὶ ἀγομένους, ζημιοῦντας καὶ ζημιουμένους, πενθοῦντας καὶ πενθουμένους, κλαίοντας, χαίροντας, ὑπανδρευομένους, θάπτοντας, ἐπευφημουμένους, βλασφημουμένους, δάση κακίας, ἀναβρασμὸν κόσμου, μεταβολᾶς πρὸς ἀντιθετικᾶς διευθύνσεις, ὅπως εἰς τὸν πορθμὸν τοῦ Εὐρίπου καὶ εἰς τοὺς ἀνέμους), ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτὰ ἀκόμη τὰ σοβαρώτερα καὶ πολυτιμότερα, τὰ σχετιζόμενα πρὸς αὐτὸ τὸ βῆμα δηλαδὴ καὶ πρὸς τὴν ἁγίαν τράπεζαν. Ἠμεῖς βεβαίως εἴμεθα ἐξ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι προσεγγίζουν εἰς τὸν Θεόν, διότι θεωρούμεθα ὅτι ἔχομεν τὴν ἐξουσίαν ἐπὶ τῶν πραγμάτων τούτων, τοῦ ἱεροῦ βήματος καὶ τῆς τραπέζης, Ἀλλὰ φοβοῦμαι μήπως κακῶς προσεγγίζωμεν καὶ δὲν δυνάμεθα νὰ βαστάσωμεν τὴν δύναμιν τοῦ πυρὸς ὡς ἡ καλάμη.

Σας ἐποθοῦσα, τέκνα, καὶ μ’ ἐποθούσατε εἰς ἴσον βαθμόν. Τὸ πιστεύω, ἂν βεβαίως πρέπει εἰς τὸν λόγον νὰ προσθέσω καὶ πίστιν, «ναὶ μὰ τὴν καύχησίν μου διὰ σας, τὴν ὁποίαν ἔχω ἐνώπιόν του Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας». Διότι αὐτὴν τὴν μορφὴν ὅρκου μου ὑπέδειξε τὸ ἅγιον Πνεῦμα, μὲ τοῦ ὁποίου τὴν χάριν ἐκινήθημεν πρός σας, διὰ νὰ καταρτίσωμεν εἰς τὸν Κύριον λαὸν περιούσιον.

images (5)

Ὅταν ἐπανῆλθεν ἀπὸ τὸν ἀγρὸν μετὰ τὸ ἐπεισόδιον τοῦ Μαξίμου

Αὐτά λέγω ὁ δειλὸς ἐγὼ καὶ ἐχέφρων, διὸ καὶ κατηγοροῦμαι διὰ τὴν περίσκεψιν ὡς ραθυμίαν. Διότι δὲν εἶμαι ποιμὴν ἐξ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι κατεσθίουν τὸ γάλα καὶ περιβάλλονται τὰ ἔρια καὶ σφάζουν καὶ φονεύουν ἢ πωλοῦν τὰ μανάρια καὶ λέγουν, «εὐλογητὸς ὁ Κύριος , διότι ἐπλουτήσαμεν», οἱ ὁποῖοι ποιμαίνουν ἑαυτοὺς καὶ ὄχι τὰ πρόβατα, ἂν ἐνθυμῆσθε βέβαια τὰς προφητικᾶς φωνᾶς, διὰ τῶν ὁποίων ἐκδιώκουν ἐκεῖνοι τοὺς κακοὺς ποιμένας· ἀλλ’ εἶμαι ἐξ ἐκείνων τῶν ποιμένων οἱ ὁποῖοι δύνανται μᾶλλον νὰ εἴπουν μετὰ τοῦ Παύλου, «ποῖος ἀσθενεῖ, καὶ ἐγὼ δὲν ἀσθενῶ; ποῖος σκανδαλίζεται, καὶ δὲν φλογίζομαι ἢ δὲν νοιάζομαι ἐγώ;»· «διότι δὲν ζητῶ τὰ ἰδικά σας, ἀλλὰ σᾶς τοὺς ἴδιους», καὶ «ἐφλογιζόμην ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ κατεπιεζόμην ἀπὸ τὴν παγωνιὰν τῆς νυκτός». Εἶναι ἡ φωνὴ πατριάρχου ποιμένος, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκουν τὰ σημαδεμένα πρόβατα, τὰ φροντίσαντα νὰ βατευθοῦν εἰς τοὺς ἐκεῖθεν λάκκους. Οὕτω λοιπὸν καὶ διὰ τοῦτο προσῆλθα εἴς σᾶς καὶ οὕτω σᾶς εὗρον. Ἀφοῦ δὲ προσῆλθα, ἃς δώσωμεν λογαριασμὸν οἱ μὲν εἰς τοὺς δὲ περὶ τοῦ τί ἐπετύχομεν εἰς τὸ μεταξύ. Διότι καλὸν εἶναι νὰ νομίζωμεν ὅτι ἀπαιτεῖται ἀπὸ ἠμᾶς ἀπολογισμὸς ὄχι μόνον διὰ λόγον καὶ πράξιν, ἀλλὰ καὶ διὰ πάντα καιρὸν καὶ διὰ βραχύτατον καὶ λεπτότατον μέρος τῆς ὥρας. Σεῖς λοιπὸν ἀνακοινώσατέ μου τὴν ἐργασίαν σας, ἐγὼ δὲ θὰ φέρω εἰς τὸ μέσον ὅσα ἐφιλοσόφησα συναναστραφεῖς μὲ τὸν ἐαυτόν μου εἰς τὴν ἡσυχίαν.

Πράγματι ἐγὼ φοβοῦμαι τοὺς βαρεῖς λύκους, μήπως παρακολουθήσαντες τὴν σκοτοδίνην μας, σπαράξουν τὸ ποίμνιον μὲ λόγους συναρπακτικοὺς καὶ βιαίους· διότι αὐτοὶ παρακολουθοῦν τὰς δυσχερεῖς στιγμᾶς, ἀφοῦ δὲν δύνανται νὰ ὑπερισχύσουν φανερῶς· φοβοῦμαι τοὺς ληστᾶς καὶ κλέπτας, μήπως πηδῶντες εἰς τὴν αὐλὴν διὰ τοῦ φράκτου, συλαγωγήσουν μὲ ἀναίδειαν, ἢ κλέψουν δὶ’ ἀπάτης, ὥστε νὰ θυσιάσουν, νὰ φονεύσουν καὶ νὰ καταστρέψουν, ἁρπάζοντες λείαν, κατεσθίοντες ψυχᾶς, ὅπως εἶπεν εἰς ἐκ τῶν προφητῶν. Φοβοῦμαι τὴν θυροπούλαν, μήπως τὴν εὔρη ἀνοικτὴν κάποιος ἀπὸ τοὺς χθὲς καὶ πρὸ ὀλίγου ἰδικούς μας καὶ ἔπειτα, ἀφοῦ εἰσέλθη ὡς ἰδικός μας, ἐπιβουλευθῆ τὸ ποίμνιον ὡς ξένος. Διότι αἳ μεθοδεύσεις τοῦ ἐνεργοῦντος τὰ τοιαῦτα εἶναι πολλαὶ καὶ ποικίλαι· καὶ κανεὶς δὲν εἶναι τόσον καλὸς ἀρχιτέκτων ἑνὸς μεγαλοπρεποῦς κτηρίου, ὅσον ὁ ἀντικείμενος εἶναι σοφιστὴς κακίας. Φοβοῦμαι δὲ τώρα καὶ κύνας, οἱ ὁποῖοι βιάζονται νὰ γίνουν ποιμένες, καὶ τὸ παράδοξον εἶναι ὅτι δὲν εἰσέφεραν τίποτε εἰς τὸ ποιμαντικὸν ἔργον, εἰ μὴ τὴν κουρὰν τῆς κόμης, τὴν ὁποίαν ἤσκησαν κακῶς, διότι αὐτοὶ οὔτε κύνες ἔμειναν οὔτε ποιμένες ἔγιναν, πλὴν τοῦ ὅτι εἰσέπραξαν καὶ διεσκόρπισαν καὶ διέλυσαν ξένον κόπον, ἐπειδὴ εὐκολώτερον εἶναι πάντοτε τὸ νὰ καταστρέψης του νὰ συντήρησης, καὶ μὲ κόπον μὲν γεννᾶται ὁ ἄνθρωπος, λέγει ὁ Ἰώβ, καὶ ναυπηγεῖται πλοῖον καὶ οἰκοδομεῖται οἰκία, ἐνῶ τὸ ν’ ἀποκτείνουν ἢ καταλύσουν ἢ κατακαύσουν εἶναι εἰς ὅλων τὴν ἐξουσίαν. Ὥστε οὔτε τώρα νὰ μὴ ὑπερφρονοῦν αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἐξεσήκωσαν τοὺς κύνας κατὰ τῆς ποίμνης, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ εἴπουν ὅτι προσέφεραν ἢ διέσωσαν ἔστω καὶ ἐν πρόβατον, διότι ἀσκήσαντες τὴν πονηρίαν δὲν ἔμαθον νὰ ἀγαθοποιοῦν, ἐὰν δὲ ταράσσουν τὴν ποίμνην, τοῦτο εἶναι καὶ ζάλη μικρά, τοῦτο εἶναι καὶ νόσος ὀλίγη, τοῦτο εἶναι καὶ θηρίον ἐν ἐπιπεσὸν ἀποτόμως. Ἃς σταματήσουν λοιπὸν οἱ μεγαλαυχοῦντες διὰ τὴν αἰσχύνην των καί, ἀφοῦ διακόψουν τὴν κακίαν, ἂν δύνανται, ἃς προσκυνήσουν καὶ προσπέσουν καὶ κλαύσουν ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον ὁ ὁποῖος τοὺς ἐπλασεν, καὶ ἃς ἀναμιχθοῦν μὲ τὴν ποίμνην ὅσοι δὲν εἶναι ἐντελῶς ἀνίατοι.

Ποίαν θεωρίαν τῶν ὑψίστων πραγμάτων ἡ λαβόντες ἀπὸ ἐμὲ ἐφυλάξατε ἢ εἰσεφέρατε σεῖς οἱ ἴδιοι εἴτε περὶ τοῦ θεολογικοῦ προβλήματος εἴτε περὶ ἄλλων δογμάτων, τὰ ὁποῖα πολλάκις παρέθεσα εἰς σᾶς ἀφθόνως; Ζητῶ δηλαδὴ ὄχι μόνον τὸ κεφάλαιον τοῦ δανείου ἀλλὰ καὶ τὸν τόκον, ὄχι μόνον τὸ τάλαντον ἀλλὰ καὶ τὴν ἐργασίαν ὥστε νὰ μὴ εὑρεθῆ κανείς, ὁ ὁποῖος θὰ κατακρύψη καὶ θὰ καταχώση τὸ ἐμπιστευμένον ποσόν, διὰ νὰ κατηγορῆ ἔπειτα τὸν ἐμπιστευθέντα ὡς σκληρὸν καὶ ὡς ἐπιθυμοῦντα τὰ ξένα. Ποίαν ἀξιέπαινον πράξιν ἐκαρποφορήσατε, εἴτε κρυφὴν ὥστε νὰ μὴ γνωρίζη δὶ’ αὐτὴν ἡ ἀριστερά σας, εἴτε φανερᾶν ὥστε νὰ λάμπη τὸ φῶς σᾶς ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, διὰ νὰ δειχθῆ τὸ δένδρον ἀπὸ τὸν καρπὸν καὶ νὰ γνωρισθῆ ὁ διδάσκαλος ἀπὸ τοὺς μαθητᾶς, καὶ νὰ εἴπη κάποιος ἀπὸ τοὺς ἐποπτεύοντας τὴν κατάστασίν μας (εἶναι δὲ πολλοὶ αὐτοί, εἴτε ἀπὸ καλωσύνην εἴτε ἀπὸ περιέργειαν) ὅτι πράγματι ὁ Θεὸς εἶναι ἀνάμεσά σας, ὄχι μόνον ὑγιῶς κηρυσσόμενος, ἀλλὰ καὶ λατρευόμενος; Ὅπως δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει διακεκριμένη πράξις χωρὶς πίστιν (ἐπειδὴ οἱ πολλοὶ ἐπαγγέλλονται τὸ καλὸν καὶ χάριν δόξης καὶ διότι οὕτως εἶναι ἐκ φύσεως καμωμένοι), οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς ἔργα εἶναι νεκρά. Καὶ προσέχετε, νὰ μὴ σᾶς ἀπατᾶ κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εὐκόλως ἐπιτρέπουν τὰ πάντα, μὲ κενοὺς λόγους, χάριν ἑνός, τῆς ἀσεβείας εἰς τὰ δόγματα δηλαδή, καὶ καταβάλλουν φαῦλον μισθὸν διὰ φαῦλον πράγμα. Δείξατε λοιπὸν ἀπὸ τὰ ἔργα τὴν πίστιν, τὴν γονιμότητα τοῦ ἐδάφους σας, ἂν δὲν ἐσπείραμεν εἰς τὸ κενόν, ἂν ὑπάρχη εἰς σᾶς γέννημα ἱκανὸν νὰ ἀποδώση ἄλευρα καὶ ἄξιον νὰ εἰσαχθῆ εἰς ἀποθήκας, διὰ νὰ καλλιεργήσωμεν προθυμότερον εἰς τὸ μέλλον. Ποῖος ἀποδίδει καρπὸν τὸ ἐν εἰς ἑκατόν, ποῖος εἰς ἑξήκοντα, ποιὸς τέλος εἰς τριάκοντα; Ἢ πάλιν ποῖος ἀπὸ τὰ τριάκοντα προχωρῶν εἰς τὰ ἑξήκοντα (διότι ἔχομεν καὶ αὐτὴν τὴν τάξιν εἰς τὰ Εὐαγγέλια) ἔφθασεν εἰς τὰ ἑκατόν, ὥστε προοδεύων ὡς ὁ Ἰσαὰκ νὰ καταστῆ μέγας, βαδίζων ἀπὸ δυνάμεως εἰς δύναμιν καὶ ψάλλων ἀπὸ τὴν καρδίαν τοῦ τὰς ὠδᾶς τῶν ἀναβαθμῶν καὶ διενεργῶν ἀναβάσεις εἰς τὴν καρδίαν του;

Ζητώ ἄφθονον τὸν καρπὸν σας εἰς λόγον. Διότι ἰδικὸν σας εἶναι τὸ κέρδος, ὄχι ἰδικόν μου· ἂν δὲ εἶναι καὶ ἰδικόν μας, τοῦτο συμβαίνει διότι εἶναι ἰδικόν σας, ἀντιστρεφομένης τῆς ὠφελείας ἀπὸ σᾶς εἰς ἠμᾶς, ὅπως γίνεται εἰς τὰς λάμψεις τῶν ἀντανακλάσεων. Ἂν ἐπτωχοτροφήσατε, ἂν ἐφιλοξενήσατε, ἂν ἐνίψατε πόδας ἁγίων, ἂν τρυφῶντες μὲ τὴν καταργουμένην γαστέρα (ἔστω καὶ τοῦτο) ἐνετρυφήσατε καὶ διὰ τῶν ἐντολῶν διότι δὲν ὑπάρχει καλυτέρα τρυφὴ ἀπὸ αὐτήν, οὔτε μονιμωτέρα, δὶ’ ὅσους θέλουν νὰ ἐντρυφοῦν. Ἂν ἀνεπαύσατε κατὰ τὸ δυνατὸν κάποιους ἀπὸ τοὺς λειτουργούς τοῦ θυσιαστηρίου ἐντίμως πενομένους (ἐπιτρέψατέ μου νὰ εἴπω καὶ τοῦτο), διὰ νὰ παραστέκωνται περισσότερον ἀπερισπάστως εἰς τὸ θυσιαστήριον καί, λαμβάνοντες ἀπὸ τὰ ἰδικά σας, νὰ ἀντεισφέρουν τὰ ἰδικὰ των διότι εἶναι ἐντροπὴ καὶ ἠμεῖς νὰ ζητῶμεν αὐτὰ τὰ πράγματα καὶ σεῖς νὰ μὴ τὰ παρέχετε. Δὲν σᾶς ἐνουθέτησα δὲ αὐτά, διὰ νὰ γίνη οὕτως εἰς ἐμέ· διότι καλὸν εἶναι ν’ ἀποθάνω μᾶλλον παρὰ νὰ ἀχρηστευθῆ τὸ καύχημά μου καὶ νὰ μοῦ καταστῆ ἄμισθον τό εὐαγγέλιον, ἀφοῦ ἀμειφθῶ ἐδῶ· διότι ἡ κήρυξις τοῦ εὐαγγελίου εἶναι ζήτημα ἀνάγκης, ἡ δὲ φιλοτιμία εἶναι νὰ γίνεται ἀδαπάνως. Ἀλλὰ σᾶς ἐνουθέτησα, διὰ νὰ μάθετε ὅτι τὸν Χριστὸν εὐεργετεῖτε διὰ τοῦ ὅτι εὐεργετεῖτε καὶ ἕνα ἀπὸ τοὺς μικρούς. Ἐπειδή, ὅπως ὅλα ὅσα εἶμαι ἐγώ, ἔγιναν δι’ ἐμέ, οὕτω καὶ τὰ ἐλάχιστά τῶν πράξεών μου ἀναδέχεται ὁ Χριστὸς εἰς ἐαυτόν· εἴτε στέγην προσφέρης εἰς κάποιον εἴτε ἔνδυμα εἴτε εἰς τὴν φυλακὴν τὸν ἐπισκεφθῆς εἴτε ἀσθενοῦντα τὸν ἴδης, τὸ πλέον ἀσήμαντον, εἴτε ἁπλῶς τοῦ δροσίσης τὴν γλώσσαν μὲ ψυχρὸν ὕδωρ ὅταν κατατρύχεται ἀπὸ δίψαν, ὅπως ἐχρειάζετο ἀπὸ τὸν πτωχὸν Λάζαρον ὁ ὑποφέρων εἰς τὴν φλόγα πλούσιος, ὁ ὁποῖος τί ἔλαβεν ἔναντι τῆς ἐδῶ τρυφῆς καὶ τῆς περιφρονήσεως πρὸς τὸν πεινώντα καὶ πληγιασμένον Λάζαρον; τὸ νὰ χρειάζεται ἐκεῖ τὸν Λάζαρον, ἀλλὰ νὰ μὴ τὸ ἐπιτυγχάνη.

7. Εκείνα λοιπὸν τὰ ὁποῖα σᾶς ζητοῦμεν ἠμεῖς, εἶναι αὐτά· καὶ γνωρίζω ὅτι δὲν ἐντρέπεσθε νὰ σᾶς ζητῆται λόγος διὰ τὰ ἔργα σας οὔτε ἀπὸ ἠμᾶς τώρα οὔτε ἀπὸ τὸν Κύριον κατὰ τὴν τελευταίαν ἡμέραν, εἰς τὴν ὁποίαν συνάγονται ὅλα τα ἰδικά μας, συμφώνως πρὸς τὸ λεχθέν, «καὶ ἐγὼ ἔρχομαι νὰ συναγάγω τὰς σκέψεις καὶ τὰς πράξεις σας», καὶ «ἰδοὺ ἄνθρωπος καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ καὶ ὁ μισθὸς αὐτοῦ μαζί του». Τὰ δὲ ἰδικά μας καὶ ὅσα σᾶς φέρομεν ἀπὸ τὴν ἐρημίαν – ἐπειδὴ καὶ ὁ Ἠλίας εὐχαρίστως ἐφιλοσόφει εἰς τὸν Κάρμηλον καὶ ὁ Ἰωάννης εἰς τὴν ἔρημον, καὶ αὐτὸς οὗτος δὲ ὁ Ἰησοῦς κατένεμεν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὰς μὲν πράξεις εἰς τοὺς ὄχλους, τὰς δὲ εὐχᾶς εἰς τὴν ἡσυχίαν καὶ τὰς ἐρημίας, νομοθετῶν τί; Ὡς νομίζω, ὅτι πρέπει καὶ νὰ ἡσυχάζη κανεὶς κάπως, ὥστε νὰ συναναστρέφεται ἀθολώτως μὲ τὸν Θεὸν καὶ νὰ ἐπαναφέρη τὸν νοῦν ἀπὸ τὰς περιπλανήσεις· διότι δὲν ἐχρειάζετο αὐτὸς ἀναχώρησιν, ἀφοῦ δὲν εἶχεν ἄλλωστε εἰς τί νὰ συσταλῆ, ἀφοῦ εἶναι Θεὸς καὶ πληροὶ τὰ πάντα, ἀλλὰ διὰ νὰ μάθωμεν ἠμεῖς ὅτι ὑπάρχει καιρὸς καὶ διὰ τὴν πράξιν καὶ διὰ τὴν ὑψηλοτέραν ἀσχολίαν. Ποία λοιπὸν εἶναι τὰ τῆς ἐρημίας μου; Διότι ὡς ἱκανὸς ἔμπορος κερδίζων ἀπὸ παντοῦ, θέλω νὰ σᾶς προσφέρω καὶ ἀπὸ ἐδῶ κάποιον ἐμπόρευμα.

Ἐβάδιζα μόνος μου, ἐνῶ ἔκλινε πρὸς τὸ τέλος ἡ ἡμέρα. ὁ δὲ περίπατος ἦτο εἰς τὴν ἀκτὴν διότι μὲ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἀναψυχὴν συνηθίζω πάντοτε νὰ διαλύω τοὺς κόπους, ἀφοῦ οὔτε ἡ χορδὴ δὲν ἀντέχει τὴν συνεχῆ ἔντασιν καὶ χρειάζεται νὰ χαλάρωση ὀλίγον ἀπὸ τὰ ἄκρα τοῦ τόξου, ἂν πρόκειται νὰ ταθῆ καὶ νὰ μὴ μείνη ἄχρηστος διὰ τὸν τοξότην οὔτε ἀνωφελὴς εἰς ὥραν χρησιμοποιήσεως. Ἐβάδιζα λοιπόν, καὶ οἱ μὲν πόδες ἐπροχώρουν, ἡ δὲ ὄψις ἦτο ἁπλωμένη εἰς τὴν θάλασσαν. Αὐτὴ ὅμως παρουσίαζεν ὄχι εὐχάριστον θέαμα, ἂν καὶ ἄλλως εἶναι γλυκύτατον, ὅταν ἀπὸ τὴν γαλήνην ἀποστίλβη καὶ προσπαίζη εἰς τὰς ἀκτᾶς εὐχάριστα καὶ ἡμέρα. Τί συνέβη δὲ τότε; Θὰ χρησιμοποιήσω εὐχαρίστως καὶ τὰ λόγια τῆς Γραφῆς. Καθὼς ἔπνεε σφοδρὸς ἄνεμος, ἐσηκώνετο καὶ ἐθορύβει· ὅπως δὲ συμβαίνει εἰς τοιαῦτα κινήματα, ἄλλα κύματα, σηκωνόμενα ἀπὸ μακρὰν καὶ κορυφούμενα ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ἔπειτα ἐλαττούμενα, διελύοντο πρὸς τὰς ἀκτᾶς, ἄλλα δὲ ἐπιπίπτοντα κατὰ τῶν γειτονικῶν βράχων καὶ ἀποκρουόμενα, ἐσκορπίζοντο εἰς ἀφρώδη καὶ ψιλὴν ἄχνην, ὅπου τά μὲν χαλίκια καὶ τὰ φύκια, οἱ κοχλίαι καὶ τὰ ἐλαφρὰ ὄστρακα, ἐνῶ μερικὰ ἠρπάζοντο πάλιν, ὅταν τὸ κύμα ὑπεχώρει· αἱ δὲ πέτραι ἤσαν ἄσειστοι καὶ ἀτίνακτοι, ὡσὰν νὰ μὴ τὰς ἠνώχλει τίποτε, πλὴν τοῦ ὅτι ἐβάλλοντο ἀπὸ τὰ κύματα.

Γνωρίζω ὅτι ὠφελήθην κάπως ἀπὸ αὐτὸ εἰς φιλοσόφησιν. Ἐπειδὴ ἀναφέρω τὰ πάντα εἰς τὸν ἐαυτόν μου, καὶ μάλιστα, ἐὰν τύχη νὰ ἰλιγγιάσω ἐμπρὸς εἰς κάτι ἀπὸ τὰ συμβαίνοντα, πράγμα τὸ ὁποῖον ἔχω πάθει καὶ τώρα, δὲν ἐδέχθην παρέργως τὸ βλεπόμενον. Οὕτω τὸ θέαμα ἔγινε δι’ ἐμὲ δίδαγμα. Πράγματι, εἶπα ἐγώ, δὲν εἶναι θάλασσα ὁ βίος μας καὶ τὰ ἀνθρώπινα, διότι καὶ εἰς αὐτὸν παρατηρεῖται πολύ το ἁλμυρὸν καὶ ἄστατον, ἄνεμοι δὲ εἶναι οἱ προσπίπτοντες πειρασμοὶ καὶ τὰ ἀπροσδόκητα γεγονότα; Τοῦτο νομίζω ὅτι κατενόησε καὶ ὁ θαυμασιώτατος Δαβίδ, διὸ καὶ λέγει, «σῶσε μέ, Κύριε, διότι εἰσῆλθον ὕδατα ἕως τὴν ψυχήν μου», καὶ «ρύσαί με ἀπὸ τὰ βαθέα ὕδατα», «ἦλθον δὲ εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης, καὶ μὲ κατεπόντισε καταιγίς». Ἀπὸ τοὺς πειραζομένους δε ἄλλοι μου ἐφαίνοντο ὅτι παρασύρονται ὡς τὰ ἐλαφρότατα καὶ ἄπνοα πράγματα, καὶ ὅτι δὲν ἀντέχουν οὔτε ὀλίγον εἰς τὰς ἐνοχλήσεις, διότι δὲν ἔχουν μέσα των στερεότητα καὶ βάρος σώφρονος λογισμοῦ, ἀντιβαίνοντος εἰς τοὺς προσπίπτοντας εἰς αὐτόν. Ἄλλοι πάλιν εἶναι πέτρα, ἄξιοι τῆς πέτρας ἐκείνης, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ἐβαδίσαμεν καὶ τὴν ὁποίαν λατρεύομεν, ὅσοι χρησιμοποιοῦντες φιλοσοφικὸν λόγον καὶ ὑπερβαίνοντες τὴν ταπεινότητα τῶν πολλῶν, ὑπομένουν τὰ πάντα ἀσείστως καὶ ἀτινάκτως, καὶ περιγελοῦν ἢ λυποῦνται τοὺς σειομένους, τὸ πρώτον ἀπὸ φιλοσοφίαν, τὸ δεύτερον ἀπὸ φιλανθρωπίαν· αὐτοὶ δὲ οἱ ἴδιοι θεωροῦν ἐντροπήν, ὅταν μὲν τὰ δεινὰ ἀπουσιάζουν, νὰ τὰ περιφρονοῦν, μᾶλλον δὲ νὰ μὴ τὰ θεωροῦν καν δεινά, ὅταν δὲ εἶναι παρόντα νὰ ὑποτάσσωνται εἰς αὐτὰ (καὶ μάλιστα ποία; τὰ παρερχόμενα ὡς ἱστάμενα), καὶ ἐκτὸς καιροῦ μὲν νὰ φιλοσοφοῦν, εἰς τὰς ὥρας ἀνάγκης δὲ νὰ φαίνονται ἀφιλόσοφοι· τὸ ἴδιον ὡσὰν νὰ ἐνόμιζε κανεὶς τὸν ἐαυτόν του ὡς τὸν ἄριστόν των ἀθλητῶν, χωρὶς καν νὰ κατέρχεται εἰς τὸ στάδιον, ἢ ὡς πλοίαρχον εὐδόκιμον, ὁ ὁποῖος εἰς μὲν τὰς καλοκαιρίας καυχᾶται διὰ τὴν τέχνην του, εἰς δὲ τὰς τρικυμίας ἐγκαταλείπει τὸ τιμόνι.

Αφού δὲ ὁπωσδήποτε ἐπελήφθην αὐτῶν τῶν λόγων, ἦλθον καὶ πρὸς ἄλλην εἰκόνα, ἡ ὁποία συμπίπτει πολὺ μὲ τὰ παρόντα, θὰ μὲ νομίσετε ἴσως μυθολόγον γέροντα, ἂν τὴν γνωστοποιήσω καὶ εἴς σᾶς· ἀλλ’ ὅμως πρέπει νὰ τὴν γνωστοποιήσω, διότι βλέπω ὅτι καὶ ἡ Γραφὴ πολλάκις χρησιμοποιεῖ τοιαύτας εἰκόνας πρὸς σαφεστέραν δήλωσιν. Ὑπάρχει κατὰ τὸν μύθον ἐν φυτόν, τὸ ὁποῖον ἀποκοπτόμενον θάλλει καὶ ἀγωνίζεται πρὸς τὸν σίδηρον καὶ ἂν πρέπει νὰ ὁμιλήσωμεν παραδόξως περὶ ἑνὸς παραδόξου πράγματος, ζῆ μὲ τὸν θάνατον καὶ φυτρώνει μὲ τὴν τομὴν καὶ αὐξάνεται, ὅταν δαπανᾶται. Αὐτὰ λοιπὸν λέγει ὁ μύθος καὶ τὸ πλάσμα καθ’ ἑαυτό· εἰς ἐμὲ δὲ φαίνεται σαφῶς ὅτι τοιοῦτον πράγμα εἶναι ὁ φιλόσοφος. Εὐδοκιμεῖ εἰς τὰ πάθη, καθιστᾶ τὰ λυπηρὰ μέσον ἀρετῆς καὶ δοξάζεται μὲ τὰ ἀντίθετα, χωρὶς νὰ ἐπαίρεται μὲ τὰ δεξιὰ ὅπλα τῆς δικαιοσύνης οὔτε νὰ κάμπτεται μὲ τὰ ἀριστερά, ἀλλὰ παραμένων πάντοτε ὁ αὐτὸς εἰς τὰ αὐτὰ ἢ καθιστάμενος καὶ δοκιμώτερος, ὅπως ὁ χρυσὸς εἰς τὴν κάμινον. Ἃς σκεφθῶμεν δὲ ὡς ἑξῆς. Εἶναι κανεὶς εὐπατρίδης; θὰ ἐπιδείξη ἔναντί του αἵματος τὴν εὐγένειαν τρόπων, ὥστε νὰ εὐδοκιμῆ κατὰ τὰς δύο ἀπόψεις, καὶ γενεαλογικῶς καὶ πραγματιστικῶς. Εἶναι δυσγενῆς κατὰ τὴν μορφὴν καὶ τὸ ὑλικόν, ἂν ὑποτεθῆ ὅτι διαφέρει πολὺ πηλὸς ἀπὸ πηλόν; Θὰ εἰσαγάγη ἀντ’ αὐτῆς τὴν νοερᾶν εὐγένειαν καὶ αὐτὴν εἰς τὴν ὁποίαν διαπλάττει ἕκαστος ἐαυτὸν πρὸς τὸ χειρότερον ἢ τὸ καλύτερον· τὴν δὲ ἄλλην, ὅση εἴτε σπείρεται εἴτε γράφεται, θὰ παραγράψη ὡς ἀναξίαν λόγου καὶ κίβδηλον. Διότι ὑπάρχει ἐν τριπλοῦν γένος· πρώτον τὸ ἔχον ἄνωθεν τὴν ἀρχήν, κατὰ τὸ ὁποῖον εἴμεθα ἐξ ἴσου ὅλοι εὐγενεῖς, ἀφοῦ ἐγεννήθημεν κατὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ· δεύτερον τὸ ἐρχόμενον ἀπὸ τὴν σάρκα, ὡς πρὸς τὸ ὁποῖον δὲν γνωρίζω ἂν εἶναι κανεὶς εὐγενής, ἀφοῦ συνίσταται εἰς τὴν φθοράν. Τρίτον τὸ διακρινόμενον ἀπὸ τὴν κακίαν ἢ τὴν ἀρετήν, τοῦ ὁποίου κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον μετέχομεν, ἀναλόγως, ὡς νομίζω, πρὸς τὴν τήρησαν ἢ διαφθορὰν τῆς εἰκόνος. Αὐτὴν τὴν εὐγένειαν πρέπει ν’ ἀγαπήση ὁ ἀληθῶς σοφὸς καὶ φιλόσοφος. Ὡς πρὸς τὸ τέταρτον γένος, τὸ συνιστάμενον εἰς γράμματα καὶ προστάγματα, τότε θὰ τὸ θεωρήσω ἀξιόλογον, ὅταν θὰ ἀποδεχθῶ τὸ εἰς τὰ φκιασιδώματα κάλλος καὶ θὰ σεβασθῶ πίθηκον διαταχθέντα νὰ εἶναι λέων.

Είναι νέος; Θὰ ἀνδρωθῆ ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ θ’ ἀπολαύση ἐκ τῆς νεότητος τοῦτο, τὸ νὰ μὴ πάθη τὰ τῶν νέων, ἀλλὰ νὰ δείξη γεροντικὴν φρόνησιν εἰς ἀκμαῖον σῶμα· καὶ θὰ χαρῆ διὰ τὴν νίκην περισσότερον παρὰ οἱ στεφανούμενοι εἰς τὴν Ὀλυμπίαν, διότι θὰ νικήση εἰς κοινὸν θέατρον, τὴν οἰκουμένην, καὶ μάλιστα νίκην μὴ ἐξαγοραζομένην. Κλίνει πρὸς τὸ γῆρας; Ἀλλὰ δὲν θὰ γηράση καὶ εἰς τὴν ψυχήν· θὰ δεχθῆ τὴν διάλυσιν ὡς προθεσμίαν ἀναγκαίας ἐλευθερίας, θὰ μεταβῆ εὐχαρίστως εἰς τὰ μέλλοντα, ὅπου δὲν ὑπάρχει ἄωρος οὔτε πρεσβύτερος, ἀλλὰ ὅλοι εἶναι τέλειοι εἰς τὴν πνευματικὴν ἡλικίαν. Εἶναι ὡραῖος; Θὰ ἀντικατοπτρίση τὸ κάλλος εἰς τὸ κάλλος, τὸ τῆς ψυχῆς εἰς τὸ τοῦ σώματος. Ἐπέρασε τὸ ἄνθος ἀνεπηρέαστον; Κλίνει πρὸς τὸν ἐαυτόν του καὶ δὲν γνωρίζει καν ὅτι βλέπεται ἀπὸ ἄλλους. Εἶναι ἄσχημος εἰς τὴν ὄψιν; Ἀλλ’ εἶναι ὡραῖος εἰς τὰ κρυπτόμενα, ὡσὰν ἀνθηρὸν ρόδον εὐωδέστατον εἰς κάλυκα μὴ ἀνθηρὰν καὶ ἄοσμον. «Εἶναι ἰδιαιτέρως ὡραῖος ἐπάνω ἀπὸ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων»; Δὲν δίδει καν εὐκαιρίαν νὰ φαίνεται τὸ ἐκτός, μεταστρέφων τὸν θεατὴν πρὸς τὸν ἐντὸς ἄνθρωπον. Ἔχει εὐεξίαν; Νὰ χρησιμοποιήση τὴν ὑγείαν πρὸς τὸ καλύτερον νὰ νουθετήση, νὰ πλήξη, νὰ παρρησιασθῆ μὲ λόγον, ν’ ἀγρυπνήση, νὰ κοιμηθῆ χάμω, νὰ νηστεύση, νὰ κενώση τὴν ὅλην, νὰ θεωρήση τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια, νὰ μελετήση τὸν θάνατον μὲ πάσαν σπουδήν. Θὰ ἀρρωστήση; Νὰ πολεμήση· ἂν δὲ ἡττηθῆ, νὰ νικήση ἐπιτυγχάνων το νὰ μὴ μάχεται πλέον. Εἶναι πλούσιος; νὰ φιλοσοφήση τὴν ἀποπτώχευσιν, νὰ μεταδώση τὰ ὑπάρχοντα εἰς τὸν ἔχοντα ἀνάγκην, ὡς οἰκονόμος τῶν ξένων ἀγαθῶν· οὕτως ὥστε καὶ ἐκεῖνος νὰ εὐεργετηθῆ μὲ τὴν μετάληψιν καὶ αὐτὸς νὰ συναχθῆ πρὸς τὸν Θεόν, μὴ ἔχων τίποτε ἄλλο πλὴν τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ σώματος. Εἶναι πτωχός; Νὰ ἔχη πλοῦτον τὸν Θεὸν καὶ τὸν περίγελων τῶν πλουσίων, ὡς πάντοτε μὲν κατεχόντων, πάντοτε δὲ πενομένων λόγω του ὅτι χρειάζονται τὸ περισσότερον καὶ πίνουν διὰ νὰ διψάσουν περισσότερον.

Πεινά; Νὰ τραφῆ μαζὶ μὲ τὰ πτηνά, τῶν ὁποίων ὁ βίος εἶναι ἄσπαρτος καὶ ἀκαλλιέργητος· νὰ ζήση μαζὶ μὲ τὸν Ἠλίαν πλησίον της Σαραφθίας, «ἡ λήκυθος μὲ τὸ ἔλαιον δὲν θὰ λείψη καὶ ἡ ὑδρία μὲ τὸ ἄλευρον δὲν θὰ ὀλιγοστεύση»· ἡ πρώτη θὰ πηγάζη πάντοτε, ἡ δὲ δευτέρα θὰ παράγη πλουσίως, διὰ νὰ τιμηθῆ φιλόξενος χήρα καὶ νὰ τρέφη τὸν τρέφοντα. Θὰ διψάση; Κρῆναι δὶ’ αὐτὸν καὶ ποταμοὶ εἶναι τὸ ποτόν, ποτὸν τὸ ὁποῖον δὲν μεθύσκει, οὔτε μετρούμενον· ἂν ὅλα λείπουν λόγω ἀνομβρίας, θὰ ποτισθῆ ἴσως μὲ χείμαρρον. Θὰ τρέμη; Τοῦτο ὑπέστη καὶ ὁ Παῦλος, ἀλλ’ ἐπὶ πόσον χρόνον; Ὑπάρχει καὶ ἔνδυμα πέτρας· ἃς σὲ πείση καὶ ὁ Ἰὼβ λέγων, «ἐπειδὴ δὲν εἶχον σκέπην, περιεβλήθησαν πέτραν». Παρατήρησε, παρακαλῶ, καὶ τὰ τελειότερα. Θὰ λοιδορηθῆ; Νὰ νικήση μὲ τὸ νὰ μὴ ἀντιλοιδορῆ· Θὰ διωχθῆ; Νὰ ἀνεχθῆ. Θὰ βλασφημηθῆ; Νὰ παρακαλέση. Θὰ διαβληθῆ; Νὰ προσευχηθῆ. Θὰ ραπισθῆ εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα; Νὰ προσφέρη καὶ τὴν ἄλλην· ἐὰν δὲ εἶχε τρίτην, νὰ προέβαλε καὶ αὐτήν, διὰ νὰ διδάξη τὸν κτυπώντα νὰ μακροθυμὴ περισσότερον, ἐκπαιδεύων μὲ τὴν πράξιν εἰς ὅσα δὲν ἦτο ἱκανὸς νὰ τὸ κάμη μὲ τὸν λόγον. Θὰ ὀνειδισθῆ; Τοῦτο ὑπέστη καὶ ὁ Χριστός· θὰ τιμηθῆ μὲ τὴν κοινωνίαν τοῦ πάθους. καὶ ἂν ἀκούση «ὅτι εἶναι Σαμαρείτης καὶ ἂν κατηγορηθῆ ὅτι εἶναι δαιμονιζόμενος, θὰ τὰ δεχθῆ ὅλα μετὰ τοῦ Θεοῦ. Θὰ τοῦ λείψουν πολλὰ ἀκόμη, ἀκόμη καὶ ἂν πάθη πολλά, ὄξος, χολή, στέφανος ἀκάνθινος, σκῆπτρον καλάμινον, χλαμὺς κοκκίνη, σταυρός, καρφιά, λησταὶ σταυρούμενοι, περαστικοὶ ὑβρισταί. Διότι πρέπει νὰ ἔχη τὸν Θεὸν περισσότερον μὲ τὸ νὰ ὑποφέρη περισσότερον ἀτιμαζόμενος.

Δεν ὑπάρχει τίποτε ἰσχυρότερόν της φιλοσοφίας, τίποτε περισσότερον ἀσύλληπτον. Ὅλα θὰ ἐνδώσουν πρὶν ἀπὸ τὸν φιλόσοφον. «Ὁ ὄναγρος εἶναι εἰς τὴν ἔρημον», λέγει ὁ Ἰώβ, «ἄδετος καὶ ἐλεύθερος, καταγελῶν τὸν θόρυβον τῆς πόλεως, μὴ ἀκούων μομφὴν φορολόγου. Ὁ μονοκερως εἶναι ζῶον αὐτόνομον. Θὰ θελήση νὰ δουλεύση εἴς σέ; Θὰ τὸν δέσης εἰς τὴν φάτνην; θὰ ὑποταχθῆ εἰς ζυγόν;». Ὅταν ἔχη ἀποταχθῆ ἀπὸ ὅλα τα ἐπίγεια, τοῦ κατασκευάζονται πτέρυγες ὡς τοῦ ἀετοῦ, θὰ ἐπιστρέψη εἰς τὸν οἶκον τοῦ προϊσταμένου του, θὰ πετάξη ἄνω πρὸς τὸν Θεόν. Θὰ εἴπω κάτι κεφαλαιῶδες. Τὰ δύο αὐτὰ εἶναι δυσυπέρβλητα, ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄγγελος· τρίτον εἶναι ὁ φιλόσοφος, ἄυλος εἰς ὕλην, εἰς σῶμα ἀπερίγραπτος, ἐπὶ γῆς οὐράνιος, εἰς πάθη ἀπαθής, ἡττώμενος καθ’ ὅλα πλὴν τοῦ φρονήματος, μὲ τὸ νὰ νικᾶται νικῶν τοὺς νομίζοντας ὅτι ἐπικρατοῦν. Ἀφοῦ δὲ ὁ λόγος μᾶς περιέγραψε τὸν φιλόσοφον, ἀπὸ τὸ σημεῖον εἰς τὸ ὁποῖον ἤρχισα, ἐμπρὸς τώρα ἃς ἐπισκοπήσωμεν ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὰ ἰδικὰ μᾶς («διότι νομίζω ὅτι ἔχω καὶ ἐγὼ Πνεῦμα Θεοῦ», ἔστω καὶ ἂν ἐγὼ εἰς κάτι ἀπὸ αὐτὰ εἶμαι τρωτὸς καὶ ἁλώσιμος). Οὕτω, ἂν μὲν οἱ μισοῦντες καὶ πολεμοῦντες μὲ μὲ εὕρουν νικημένον, νὰ μὲ συγχωρήσουν ἀπὸ τὸ ἐγχείρημα, ἂν καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν προαίρεσιν ἂν δὲ μὲ εὕρουν ἀνώτερόν των πολεμούντων καὶ ὑψηλότερον, νὰ ἀπαλλαγοῦν αὐτοὶ ἀπὸ τὴν κακίαν ἢ νὰ ἐπινοήσουν νεωτέραν ὁδὸν τῆς ἀδικίας, ἀφοῦ ἡ παροῦσα καταφρονεῖται, καὶ νὰ μὴ κατηγοροῦνται πλὴν τῆς κακίας καὶ διὰ μωρίαν, ὡς παρανομοῦντες ματαίως καὶ μὴ γνωρίζοντες ὅτι ἀδικοῦν αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἐπιμελοῦνται.

Διότι κατὰ τί θὰ μᾶς λυπήσουν, ἂν τὰ διεξέλθουν ὅλα; Ἃς ἴδωμεν ὅσα δύναται νὰ ἀδικηθῆ ἀπὸ ἀνθρώπους ἄνθρωπος. Θὰ μὲ ὀνομάσουν ἀπαίδευτον; Μίαν σοφίαν γνωρίζω, τὸ νὰ φοβοῦμαι τὸν Θεόν, διότι «ἀρχὴ σοφίας εἶναι ὁ φόβος Κυρίου», καὶ «τέλος λόγου εἶναι, νὰ ἀκούης τὸ πᾶν, νὰ φοβῆσαι τὸν Θεόν». Αὐτὰ λέγει ὁ σοφώτατος Σολομῶν. Ἃς μὲ δείξουν λοιπὸν ὡς στερούμενον φόβου, καὶ ἃς νικήσουν. Τῆς δὲ ἄλλης σοφίας μέρος μὲν παρεμέρισα, μέρος δὲ εὔχομαι καὶ ἐλπίζω νὰ προσλάβω μὲ τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος. Θὰ μὲ κατηγορήσουν διὰ πτωχείαν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ περιουσία μου; Εἴθε νὰ ἀπέβαλλα αὐτὰ τὰ ράκια, διὰ νὰ διέλθω γυμνὸς τὰς ἄκανθας τοῦ βίου· εἴθε ἐπίσης νὰ ἀποβάλω καὶ τὸν βαρὺν τοῦτον χιτώνα, ὅσον τὸ δυνατὸν γρηγορώτερον, διὰ νὰ λάβω ἐλαφρότερον. Θὰ μὲ ἀποκαλέσουν φιλόπατριν; Πόσον μικρὰ σκέπτονται περὶ ἠμῶν, πραγματικοὶ ὑβρισταὶ καὶ μισόξενοι! Ὑπάρχει, ὢ ἄνθρωποι, πατρὶς περιγραπτὴ εἰς ἐμέ, ὁ ὁποῖος ἔχω πάσαν πατρίδα καὶ καμμίαν; Σὺ δὲ δὲν εἶσαι ξένος καὶ παρεπίδημος; Δὲν σοΰ ἐπαινῶ τὴν κατοικίαν, ἂν αὐτὴ εἶναι ἡ περίπτωσίς σου, διὰ νὰ μὴ ἐκπέσης τῆς ἀληθινῆς πατρίδος, εἰς τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ ἀποθέτωμεν τὰ πολιτικά μας δικαιώματα. Δὲν θὰ μᾶς ὀνειδίσης δὲ διὰ τὸ γῆρας καὶ τὴν φιλασθενικότητα; Δὲν ἀνήκει ὅλον αὐτὸ εἰς τὸν χῶρον τῆς ὕλης καὶ τῆς φύσεως, διὰ νὰ μάθης καὶ κάτι ἀπὸ τὰ ἀπόρρητά μου· ἐν μέρος τὸ ἐδαπάνησε καὶ ὁ λογισμός, διὰ νὰ καυχηθῶ καὶ ἐγὼ ὀλίγον. Σὺ δὲ δὲν εἶσαι σφριγηλὸς καὶ εὔσωμος; Γλυκὺ θέαμα! Εἴθε νὰ εἶχες καὶ ὀλίγα ἄσπρα μαλλιὰ καὶ κάποιαν ὠχρότητα, διὰ νὰ πιστευθῆς τότε, ὅτι εἶσαι συνετὸς καὶ φιλόσοφος.

Τι ἄλλο περαιτέρω; Θὰ μὲ καθαιρέσουν ἀπὸ θρόνους; Ποιοὺς ὅμως; Αὐτοὺς εἰς τοὺς ὁποίους εὐχαρίστως ἀνῆλθα ἢ προηγουμένως ἢ τώρα; Μακαρίζω δὲ τοὺς ἐπιβαίνοντας θρόνων; Σὺ δὲ μοῦ τοὺς καθιστᾶς γλυκύτερους, ἐπιβαίνων εἰς τὸν ἰδικόν σου τόσον ἀναξίως; Οὔτε τὰ προηγουμένως συμβάντα δὲν σᾶς ἐφανέρωσαν τὴν γνώμην μου; Ἢ ἤσαν καὶ ἐκεῖνα κάποια ἀπόλαυσις καὶ δοκιμασία τοῦ πόθου; Πράγματι οἱ ἐπιτήδειοι ὅλα τα ἰδικὰ τῶν τὰ ἀποδίδουν εἰς ἄλλους, ἄλλα μὲν καθ’ ὑποψίαν ἄλλα δὲ ρητῶς. Τί εἶναι τάχα ἡ συντριβή; Τί τάχα αἳ ἀραί, τὰς ὁποίας ἐκάμαμεν δημοσία ἐναντίον μας; Τί τάχα τὰ δάκρυα καὶ τὸ ὅτι ἐγίναμεν εἰς σᾶς παρ’ ὀλίγον ἐλεεινοὶ καὶ μισητοὶ λόγω τῆς ἀντιστάσεως; Θὰ μᾶς ἀποστερήσουν προεδρίας; Αὐτὴν πότε καὶ ποῖος σώφρων ἐθαύμασε, ἐνῶ τώρα καὶ τὸ νὰ τὴν ἀποφεύγη κανεὶς εἶναι στοιχειῶδες δεῖγμα συνέσεως, ὅπως νομίζω ἐγὼ τουλάχιστον; Αὐτὴν διὰ τὴν ὁποίαν ὅλα τα πράγματά μας δονοῦνται καὶ σείονται· διὰ τὴν ὁποίαν τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης εἶναι γεμάτα ὑποψίαν καὶ πόλεμον κωφὸν καὶ ἀνώνυμον· διὰ τὴν ὁποίαν κινδυνεύομεν νὰ εἴμεθα τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ἐγίναμεν ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ν’ ἀποβάλωμεν τὸ μέγα καὶ νέον ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ; Πόσον θὰ ἤθελα νὰ μὴ ὑπῆρχε προεδρία, οὔτε προτίμησις θέσεως καὶ τυραννικὴ προνομία, διὰ νὰ ἐγνωριζόμεθα μόνον ἀπὸ τὴν ἀρετήν! Τώρα δὲ τὸ δεξιὸν τοῦτο καὶ τὸ ἀριστερὸν καὶ τὸ μέσον, τὸ ὑψηλότερον καὶ τὸ χαμηλότερον, καὶ τὸ προβάδισμα ἢ συμβάδισμα ἔχουν προκαλέσει εἰς ἠμᾶς πολλὰ συντρίμματα χωρὶς λόγον, πολλοὺς ὤθησαν εἰς τὸν βόθρον καὶ ἀπήγαγαν εἰς τὸν χῶρον τῶν ἐριφίων ὄχι μόνον τῶν κατωτέρων, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ τῶν ποιμένων, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ εἶναι διδάσκαλοι τοῦ Ἰησοῦ, ἠγνόησαν ταῦτα.

Θα μὲ ἐμποδίσουν ἀπὸ τὰ θυσιαστήρια; Ἀλλὰ γνωρίζω καὶ ἄλλο θυσιαστήριον, τοῦ ὁποίου τύποι εἶναι τὰ τώρα βλεπόμενα· θυσιαστήριον εἰς τὸ ὁποῖον δὲν ἤγγισε λαξευτήριον οὔτε χείρ, οὔτε ἠκούσθη σίδηρος ἢ κάτι ἄλλο τῶν τεχνικῶν καὶ διακοσμητῶν, ἀλλ’ εἶναι ὁλόκληρον ἔργον τοῦ νοῦ καὶ ἡ ἀνάβασις εἰς αὐτὸ γίνεται διὰ θεωρίας. Εἰς αὐτὸ θὰ παραστῶ, εἰς αὐτὸ θὰ θυσιάσω εὐπρόσδεκτα θύματα, θυσίαν καὶ προσφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα, ἀνώτερά των προσφερομένων τώρα ὅσον ἀνωτέρα εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς σκιᾶς. Περὶ αὐτοῦ νομίζω ὅτι φιλοσοφεῖ καὶ ὁ μέγας Δαυὶδ λέγων, «καὶ θὰ εἰσέλθω πρὸς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ, τοῦ εὐφραίνοντος τὴν πνευματικήν μου νεότητα». Ἀπὸ αὐτὸ τὸ θυσιαστήριον δὲν θὰ μὲ ἀπομακρύνη ὅποιος τὸ θέλει. Θὰ μὲ ἀπελάσουν ἀπὸ τὴν πόλιν; Ἀλλ’ ὄχι καὶ ἀπὸ τὴν εὐρισκομένην εἰς τοὺς οὐρανούς. Ἃς καταφέρουν τοῦτο ὅσοι μὲ πολεμοῦν! Καὶ πράγματι τὸ ἐπεχείρησαν, ἀλλ’ ἕως ὅτου δὲν δύνανται νὰ τὸ ἐπιτύχουν, μᾶς ρίπτουν ρανίδες ὕδατος ἢ μᾶς κτυποῦν μὲ αὔρας ἢ παίζουν μὲ ὄνειρα· οὕτω βλέπω ἐγὼ τὸν πόλεμον αὐτῶν, θὰ μοῦ πάρουν τὰ ἀγαθά; Ποία; Ἂν πρόκειται περὶ τῶν ἰδικῶν μου, ἅς μου περικόψουν καὶ τὰς πτέρυγας, τὰς ὁποίας δὲν ἔχω περιβληθῆ· ἂν δὲ πρόκειται περὶ τῶν τῆς Ἐκκλησίας, τοῦτο εἶναι τὸ ἀντικείμενον περὶ τοῦ ὁποίου γίνεται ὅλος ὁ πόλεμος· αὐτὰ εἶναι διὰ τὰ ὁποῖα ὁ κλέπτης ζηλοφθονεῖ τὸ ταμεῖον καὶ προδίδει τὸν Θεὸν διὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὸ χειρότερον ὅλων. Τόση δὲ εἶναι ἡ τιμὴ ὄχι τοῦ προδιδομένου, ἀλλὰ τοῦ προδίδοντος.

Θα μοῦ κλείσουν τὰς οἰκίας των; Θὰ μοῦ περικόψουν τὰς ἀνέσεις; Θὰ μὲ ἀποξενώσουν ἀπὸ φίλους; Διότι, βλέπεις, πολὺ φορτικοὶ ἐγίναμεν εἰς πολλούς, ἂν καὶ μᾶς προσεκάλουν – δὲν θὰ φανῶμεν ἀχάριστοι -· ἐὰν δὲ ἐγίναμεν φορτικοί, τοῦτο συνέβη διὰ τὴν ἐπιφυλακτικότητα μᾶλλον παρὰ διὰ τὴν ἀποδοχήν. Τὸ δὲ αἴτιον εἶναι ὅτι μᾶς ἀνέπαυσεν κάποιος εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος οἶκος, ὅπως τὸν Ἐλισσαῖον ὅ της Σουναμίτιδος, συγγενῶν κατὰ τὸ σῶμα, συγγενῶν κατὰ τὸ Πνεῦμα, καθ’ ὅλα φιλότιμων· πλησίον των ὁποίων συνεπήχθη ὁ λαὸς οὗτος, διατηρῶν κρυφίως τὴν διωκομένην εὐσέβειαν, ὄχι ἀφόβως οὔτε ἀκινδύνως. Εἴθε νὰ τὸν ἀμείψη ὁ Κύριος δικαίως κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἀνταποδόσεως! Ἂν δὲ ἐπιδιώκωμεν τρυφήν, εἴθε νὰ ἐντρυφήσουν ἐναντίον ἠμῶν οἱ μισηταὶ ἠμῶν διότι δὲν θὰ καταρασθῶ εἰς βάρος μου τίποτε χειρότερον. Ἀπὸ τοὺς φίλους δέ, ἄλλοι μὲν δὲν θὰ φύγουν ἀπὸ κοντά μας, γνωρίζω καλῶς, οὔτε ἂν κακοποιηθοῦν, διότι τὸ γεγονὸς ὅτι ἀδικοῦνται μαζὶ μὲ ἠμᾶς τοὺς ἔκανε νὰ πονοῦν μαζί μας· τῶν δὲ ἄλλων ἔχομεν ἤδη γυμνασθῆ νὰ ὑπομένωμεν τὴν ὑπεροψίαν, ὅταν μᾶς περιφρονοῦν. Διότι ἐκ τῶν φίλων καὶ τῶν πλησίον μου ἄλλοι μὲν καὶ φανερῶς «ἐπλησίασαν καὶ ἐστάθησαν εἰς τὴν ἀντίπαλον παράταξιν·», ἄλλοι δέ, φιλανθρωπότεροι, «ἐστάθησαν ἀπὸ μακρὰν» καὶ αὐτὴν τὴν νύκτα «ἐσκανδαλίσθησαν ὅλοι». Σχεδὸν καὶ ὁ Πέτρος μὲ ἀπηρνήθη, καὶ ἴσως οὔτε καν κλαίει πικρῶς, διὰ νὰ θεραπεύση τὴν ἁμαρτίαν».

Φαίνεται ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος γεμάτος τόλμην καὶ θράσος· ὁ μόνος αἰσιόδοξος εἰς τὰ φοβερά, ὁ μόνος καρτερικός, καὶ ὅταν δημοσία ἐπαινοῦμαι καὶ ἰδιαιτέρως καταφρονοῦμαι, καὶ ὅταν γνωρίζωμαι εἰς Ἀνατολὴν καὶ Δύσιν μὲ τὸ νὰ πολεμοῦμαι. Ποία παραφροσύνη! «Ἂν παραταχθῆ ἐν στρατόπεδον ἐναντίον μου, δὲν θὰ φοβηθῆ ἡ καρδιά μου· ἐὰν ἐγερθῆ ἐναντίον μου πόλεμος, εἰς αὐτὴν ἐλπίζω ἐγώ». Τόσον πολὺ δὲν θεωρῶ φοβερὸν κάτι ἀπὸ τὰ παρόντα, ὥστε ἀφήνων τὸν ἐαυτόν μου, θρηνῶ τοὺς λυπήσαντας μέ. Σεῖς, μέλη τοῦ Χριστοῦ κάποτε, μέλη ἀξιότιμα δὶ’ ἐμέ, ἂν καὶ τώρα διεφθαρμένα, μέλη αὐτῆς τῆς ποίμνης, τὴν ὁποίαν ἐπροδώσατε σχεδὸν πρὶν συναχθῆτε, πῶς διεσπάσθητε καὶ διεσπάσατε ὡς βοΐδια, ἀπολυμένα ἀπὸ τὸν ζυγόν; Πῶς ἠγείρατε ἐναντίον τοῦ θυσιαστηρίου θυσιαστήριον; Πῶς κατεστράφητε αἰφνιδίως; Πῶς καὶ οἱ ἴδιοι ἐνεκρώθητε μὲ τὴν ἀποκοπὴν καὶ ἠμᾶς ἐκάματε νὰ πονοῦμεν; Πῶς κατεχράσθητε τὴν ἁπλότητα τῶν ποιμένων πρὸς διάλυσιν τῆς ποίμνης; Διότι δὲν θὰ μεμφθῶ ἐκείνους διὰ τὴν ἀπειρίαν, ἀλλὰ θὰ κατηγορήσω σᾶς διὰ τὴν κακίαν. «Ποῖος θὰ σὲ βοηθήση εἰς τὴν διαφθοράν σου, Ἰσραήλ;». Ποῖον φάρμακον θὰ εὕρω ἐπουλωτικόν; Ποῖον ἐπίδεσμον; Πῶς νὰ συνάψω τὰ διεστῶτα; Μὲ ποία δάκρυα, ποίους λόγους, ποίας εὔχας, νὰ θεραπεύσω τὸ σύντριμμα; Ἢ ἴσως μὲ τὸν κατωτέρω τρόπον;

Τριάς ἁγία καὶ προσκυνητὴ καὶ τελεία, καλῶς συναπτόμενη καὶ προσκυνουμένη ἀπὸ ἠμᾶς, ἰδικόν σου εἶναι τὸ ἔργον τοῦτο, ἰδικόν σου τὸ κατόρθωμα. Σὺ δύνασαι ν’ ἀποκαταστήσης τούτους πάλιν εἰς ἠμᾶς, ἀφοῦ ἀπεμακρύνθησαν τόσον, ὥστε νὰ παιδευθοῦν διὰ τοῦ χωρισμοῦ πρὸς ὁμόνοιαν, καὶ ν’ ἀντιδώσης εἰς ἠμᾶς διὰ τοὺς ἐδῶ μόχθους τὰ ἐπουράνια καὶ ἀστασίαστα. Τὸ πρώτον δὲ καὶ μέγιστον ἀπὸ αὐτὰ εἶναι νὰ φωτισθῶμεν ἀπὸ σὲ τελειότερα καὶ καθαρώτερα, πῶς ἡ ἰδία καὶ ὡς Μονὰς νοεῖσαι καὶ ὡς Τριὰς εὑρίσκεσαι; Πῶς τὸ ἀγέννητον καὶ τὸ γεννητὸν καὶ τὸ ἐκπορευτὸν εἶναι μία φύσις, τρεῖς ἰδιαιτερότητες, «εἰς Θεὸς ὁ ἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων καὶ ἐν πάσιν», οὔτε μετατιθέμενος οὔτε μειούμενος οὔτε τεμνόμενος, τώρα κατὰ μέρος μὲν καταλαμβανόμενος, κατὰ μέρος δὲ ζητούμενος, κάποτε δὲ καταληφθησόμενος ἴσως εἰς ὅλον σου τὸ εἶναι ἀπὸ τοὺς ἐδῶ καλῶς ζήσαντας διὰ βίου καὶ θεωρίας;

Εις αὐτὸν πρέπει πάσα δόξα, τιμή, κράτος, εἰς τοὺς αἰώνας. Γένοιτο.

Μετάφραση: Στέργιος Σάκκος 

—————————————————-

πηγή: Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου Ἔργα, τόμος 4,  Πατερικαὶ ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θὲσ/νίκη 1976.