Προσευχὲς πάλι, οἱ ὁποῖες διαδέχονται τὴν ἀνάγνωση, βρίσκουν τὴν ψυχὴ πιὸ νεαρὴ καὶ πιὸ ἀκμαία, ἀφοῦ ἔχει συγκινηθεῖ ἀπὸ τὸν πόθο πρὸς τὸν Θεὸ (ποὺ προκάλεσε ἡ ἀνάγνωση). Καλὴ δὲ προσευχὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ προκαλεῖ μέσα στὴν ψυχή, σαφῆ τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ, τὸ νὰ ἔχει κανεὶς ἐγκατεστημένο μέσα του τὸ Θεὸ μὲ τὴ μνήμη. Έτσι γινόμαστε ναὸς τοῦ Θεοῦ, ὅταν δὲν διακόπτεται ἡ συνέχεια αὐτῆς τῆς μνήμης ἀπὸ γήινες φροντίδες, ὅταν δὲν ταράσσεται ὁ νοῦς ἀπὸ ἀπροσδόκητα πάθη, ἀλλὰ ἀποφεύγοντάς τα ὅλα ὁ φιλόθεος ἀναχωρεῖ στὸ Θεό, καὶ ἐκδιώκοντας ὅ,τι μᾶς προσκαλεῖ στὴν κακία, ἐνδιατρίβει στὶς ἀσχολίες ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀρετή.
-Πῶς κατορθώνει κανεὶς τὴν συγκέντρωση στὴν προσευχή;
Ἐὰν μέσα του βεβαιωθεῖ ὅτι μπροστά του εἶναι ὁ Θεός. Διότι ἐὰν κάποιος ποὺ βλέπει ἕναν ἄρχοντα ἢ προϊστάμενο καὶ συζητεῖ μαζί του ἔχει τὸ βλέμμα προσηλωμένο σ’ αὐτόν, πόσο μᾶλλον αὐτὸς ποὺ προσεύχεται στὸ Θεὸ θὰ ἔχει τὸ νοῦ προσηλωμένο σ’ Αὐτὸν ποὺ ἐλέγχει καρδίες καὶ νεφροὺς -«ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς ὃ Θεὸς» (Ψάλμ. 10)- ἐφαρμόζοντας αὐτὸ ποὺ λέγει ἡ Γραφή: «…καὶ τὰ χέρια ποὺ ὑψώνουν στὸν οὐρανὸ νὰ εἶναι καθαρά, χωρὶς ὀργὴ καὶ ἐριστικότητα» (Ἃ’ Τιμόθ. 2, 8),
Ὅταν ὁ Κύριος εἶπε στὴν προσευχή του: «Πάτερά μου, ἂν εἶναι δυνατόν, ἃς μὴν πιῶ αὐτὸ τὸ ποτήρι» (Ματθ. 26?, 39), ὕστερα συμπλήρωσε: «ἀλλὰ ἃς μὴ γίνει τὸ δικό μου θέλημα ἀλλὰ τὸ δικό σου». Συνεπῶς πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι δὲν μᾶς ἔχει ἐπιτραπεῖ νὰ ζητοῦμε ὅ,τι θέλουμε, ἀφού δεν γνωρίζουμε οὔτε καν τὸ συμφέρον μας: «…ἐμεῖς δὲν ξέρουμε οὔτε τί οὔτε πὼς νὰ προσευχηθοῦμε…» (Ρωμ. 8? 26). Ὥστε τὰ αἰτήματα πρέπει νὰ τὰ ὑποβάλλουμε στὸ Θεὸ μὲ πολλὴ περίσκεψη, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του· κι ἐὰν δὲν εἰσακουσθοῦμε πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι χρειάζεται ἐπίμονη καὶ καρτερία, σύμφωνα μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Κυρίου γιὰ τὸ ὅτι «πρέπει πάντοτε νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ μὴν ἀποκάμουμε» (Λουκ. 18, 1) καὶ μὲ τὸν ἄλλο λόγο τοῦ Κυρίου ποὺ εἶπε σὲ ἄλλη περίσταση ὅτι: «… γιὰ τὴν ἀναίδειά του θὰ σηκωθεῖ καὶ θὰ τοῦ δώσει ὅ,τι χρειάζεται» (Λουκ. 11? 8)· ἢ χρειάζεσαι διόρθωση καὶ ἐπιμέλεια, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Θεὸς σὲ κάποιους ἀνθρώπους διὰ μέσου του Προφήτη: «ὅταν ἐκτείνετε τὰ χέρια σας, θὰ ἀποστρέψω τὰ μάτια μου ἀπό σας. Καὶ ἐὰν αὐξήσετε τὶς δεήσεις σας, δὲν θὰ εἰσακουστεῖτε, γιατί τὰ χέρια σᾶς εἶναι γεμάτα αἵματα. Λουσθεῖτε, καὶ γίνετε καθαροί…» κ.λπ. (Ἡσ. Ἃ’ 15-16). Ὅτι δὲ καὶ τώρα γίνονται καὶ εἶναι τὰ χέρια τῶν πολλῶν γεμάτα αἵματα, δὲν πρέπει καθόλου ν’ ἀμφιβάλλουν αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν σ’ ἐκείνη τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ…
– Ποιὸ εἶναι τὸ «ταμιεῖον», στὸ ὁποῖο προστάζει ὁ Κύριος νὰ εἰσέλθει ὁ προσευχόμενος;
Ταμεῖο συνήθως ὀνομάζουμε ἕνα χῶρο κενὸ καὶ ἀπόμερο, ποὺ βάζουμε ὅ,τι θέλουμε νὰ ἀποθηκεύσουμε, ἢ ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ κρυφτοῦμε, ὅπως ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Προφήτη: «Βάδιζε, λαέ μου, μπὲς μέσα στὸ ταμεῖο σου, κλεῖσε τὴ πόρτα σου, κρύψου…» (Ἡσ. 26? 20). Ἡ δύναμη τῆς ἐντολῆς γίνεται σαφὴς ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα, διότι ὁ λόγος απευθυνεται σ’ αὐτοὺς ποὺ πάσχουν ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια. Ὥστε ἂν κάποιος ἐνοχλεῖται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος, καλὰ κάνει ποὺ ἀποσύρεται στὴν προσευχὴ καὶ ἀπομονώνεται, μέχρι νὰ μπορέσει ν’ ἀποκτήσει τὴ διάθεση νὰ μὴν προσέχει τοὺς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ νὰ ἀποβλέπει μόνο στὸ Θεό, ὅπως λέγει ὁ Ψαλμωδός: «ὅπως τὰ μάτια τῶν δούλων εἶναι προσηλωμένα στὰ χέρια τοῦ Κυρίου τους, καὶ τὰ μάτια τῆς δούλης στὰ χέρια τῆς Κυρίας της, ἔτσι καὶ τὰ δικά μας μάτια νὰ εἶναι στραμμένα πρὸς τὸν Κύριο καὶ Θεό μας…» (Ψάλμ. 122? 2). Ἐὰν ὅμως κάποιος μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι καθαρὸς ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πάθος, δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ κρύβει τὸ καλό.
Ὅταν ὁ διάβολος ἐπιχειρεῖ νὰ μᾶς ἐπιβουλευθεῖ καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐκτοξεύσει τοὺς λογισμούς του σὰν πυρακτωμένα βέλη μὲ πολλὴ σφοδρότητα μέσα στὴν ἀμέριμνη καὶ ἥσυχη ψυχὴ καὶ ξαφνικὰ νὰ τὴν πυρπολήσει καὶ νὰ ὑπενθυμίζει μακροχρόνια καὶ ἐπίμονα ἐκεῖνα ποὺ ἔσπειρε μία φορά, τότε πρέπει αὐτὲς τὶς ἐπιβουλὲς νὰ τὶς ἀντιμετωπίσουμε μὲ ἐγρήγορση καὶ ἐντατικὴ προσοχή, ὅπως ὁ ἀθλητὴς ποὺ ἀποτρέπει τὶς λαβὲς τῶν ἀντιπάλων μὲ τὴν ἀκριβέστατη ἐπιφυλακὴ καὶ τὴν ταχύτητα τοῦ σώματος, καὶ νὰ ἀναθέσουμε στὴν προσευχὴ καὶ τὴν πρόσκληση τῆς συμμαχίας τοῦ Θεοῦ τὴ διεξαγωγὴ τοῦ πολέμου καὶ τὴν ἀποφυγὴ τῶν βελῶν. Διότι αὐτὸ μας δίδαξε ὁ Παῦλος, λέγοντας: «… ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτά, κρατᾶτε πάντα τὴν πίστη σὰν ἀσπίδα, πάνω στὴν ὁποία θὰ μπορέσετε νὰ σβήσετε τὰ φλογισμένα βέλη τοῦ πονηροῦ…» (Ἔφ. 6, 16). Καὶ ἂν λοιπὸν ὑποβάλλει τὶς πονηρὲς φαντασίες τοῦ κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, νὰ μὴ σταματήσει ἡ ψυχὴ νὰ προσεύχεται, οὔτε νὰ νομίζει ὅτι αὐτὴ εἶναι ὑπεύθυνη γιὰ τὴν σπορὰ τοῦ ἐχθροῦ στὸν ἀγρό της καὶ γιὰ τὶς ποικίλες φαντασίες τοῦ πονηροῦ, ἀλλὰ σκεπτόμενη ὅτι ἡ φαντασία τῶν ἄτοπων σκέψεων ὀφείλεται στὴν ἀναίδεια τοῦ ἐφευρέτη τῆς πονηρίας, ἃς ἐντείνει τὴ γονυκλισία καὶ ἃς ἱκετεύει τὸ Θεὸ νὰ διαλυθεῖ τὸ πονηρὸ τεῖχος τῆς μνήμης τῶν ἄτοπων λογισμῶν, ὥστε ἀνεμπόδιστα, μὲ τὴ δύναμη τοῦ νοῦ νὰ διαβεῖ στὴ στιγμὴ ἀκάθεκτη πρὸς τὸ Θεό, χωρὶς νὰ διακόπτεται σὲ κανένα σημεῖο ἀπὸ τὶς ἑφόδους τῶν πονηρῶν ἐνθυμήσεων.
Ἐὰν στέκεσαι ἐνώπιόν του Θεοῦ ὅπως πρέπει καὶ προσφέρεις ὅλες σου τὶς δυνάμεις,μὴν ἀπομακρυνθεῖς μέχρι νὰ λάβεις τὸ αἴτημά σου· ἐὰν ὅμως σὲ κατακρίνει ἡ συνείδησή σου ὅτι καταφρονεῖς καὶ ἐάν, ἐνῶ μπορεῖς, δὲν προσεύχεσαι συγκεντρωμένος, μὴν τολμήσεις νὰ σταθεῖς ἐνώπιόν του Θεοῦ, γιὰ νὰ μὴ γίνει ἡ προσευχή σου ἀφορμὴ ἁμαρτίας. Εάν ὅμως, ἐπειδὴ ἐξαντλήθηκες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, δὲν μπορεῖς νὰ προσεύχεσαι ἀπερίσπαστα, νὰ βιάζεις ὅσο μπορεῖς τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ στέκεσαι ἐπίμονα ἐνώπιόν του Θεοῦ, ἔχοντας τὸ νοῦ σου σ’ Αὐτὸν καὶ συμμαζεύοντας τὸν στὸν ἑαυτό του· καὶ ὁ Θεὸς συγχωρεῖ, ἐπειδὴ ἀδυνατεῖς νὰ σταθεῖς ὅπως πρέπει ἐνώπιόν Του, ὄχι ἀπὸ καταφρόνηση, ἀλλὰ ἀπὸ ἀδυναμία. Ἐὰν βιάζεις τὸν ἑαυτό σου μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο σὲ κάθε καλὸ ἔργο, μὴν ἀποκάμεις μέχρι νὰ λάβεις τὸ αἴτημά σου, ἀλλὰ κτύπα τὴν πόρτα Τοῦ ζητώντας τὸ αἴτημά σου. Διότι λέγει: «ὅποιος ζητάει παίρνει, ὅποιος ψάχνει βρίσκει καὶ ὅποιος χτυπάει τοῦ ἀνοίγεται» (Λουκ. 11?, 10). Διότι τί ἄλλο θέλεις νὰ ἐπιτύχεις παρὰ μόνο τὴν κατὰ Θεὸ σωτηρία;
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ κόσμος τῆς Προσευχῆς», ἔκδ. Κάλαμος – Πηγή: www.alopsis.gr)
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!