Α. Ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ποὺ φροντίζει γιὰ τὴν σωτηρία μας, ὅρισε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους δύο τρόπους ζωῆς, τὴν συζυγία καὶ τὴν παρθενίαν. Ὥστε ὅποιος δεν ημπορεῖ νὰ ὑπομείνη τὸ ἄθλημα τῆς παρθενίας, νὰ ἔρθη σὲ κοινωνία γάμου μὲ γυναίκα, γνωρίζοντας ὅτι θὰ ζητηθῆ λόγος γιὰ τὴν σωφροσύνη, τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν ὁμοίωσή του μὲ τοὺς ἁγίους ἐκείνους ποὺ εἶχαν σύζυγο καὶ ἐτεκνοτρόφησαν. Τοιοῦτος ἦταν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Ἀβραάμ, τὸ μέγα καύχημα τοῦ ὁποίου ἦταν ὅτι προετίμησε τὸν Θεὸν καὶ ἐδέχθη νὰ θυσιάση τὸν μονογενῆ υἱὸν του χωρὶς οἶκτον. Εἶχε δὲ καὶ τὶς θύρες τῆς σκηνῆς του ἀνοικτές, ἕτοιμος νὰ δεχθῆ αὐτοὺς ποὺ ἐπρόκειτο νὰ φιλοξενηθοῦν.
Δὲν ἤκουσε τὸ «πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς τοῖς πτωχοῖς». Ἀκόμη μεγαλυτέραν ἀρετὴν ἐπέδειξεν ὁ Ἰὼβ καὶ ἄλλοι πολλοί, ὅπως ὁ Δαυὶδ καὶ ὁ Σαμουήλ. Στὴν Καινὴ Διαθήκη τοιοῦτοι ὑπῆρξαν ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι. Θὰ ζητηθοῦν λοιπὸν ἀπὸ κάθε ἄνθρωπον οἱ καρποί τῆς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον ἀγάπης καὶ θὰ τιμωρηθῆ ὅποιος παραβῆ αὐτὲς ἢ κάποιες ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐντολές. Αὐτὸ δηλώνει καὶ ὁ Κύριος στὰ Εὐαγγέλια λέγοντας: «Ὁ ἀγαπῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστί μου ἄξιος», καὶ «oς οὐ μισεῖ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ τὴν γυναίκα καὶ τὰ τέκνα, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἐαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου εἶναι μαθητής».
Ἄραγε τὸ σκέπτεσαι, ὅτι καὶ στοὺς ἐγγάμους ἀπευθύνονται τὰ Εὐαγγέλια; Ἰδού, σοῦ ἔγινε σαφὲς ὅτι ἡ ὑπακοὴ στὸ Εὐαγγέλιον θὰ ζητηθῆ ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους, μοναχοὺς καὶ ἐγγάμους. Διότι θὰ εἶναι ἀρκετή, γι’ αὐτὸν ποὺ ἦλθε σὲ γάμου κοινωνίαν, ἡ παραχώρησις τῆς ἀκρατείας καὶ τῆς ἐπιθυμίας καὶ συνουσίας πρὸς τὸ θῆλυ. Ὅλα τα ἄλλα ποὺ ἀναφέρουν οἱ ἐντολές, ἔχουν νομοθετηθῆ γιὰ ὅλους καὶ δὲν εἶναι ἀκίνδυνα γιὰ τοὺς παραβάτες. Διότι ὅταν ὁ Χριστὸς εὐηγγελίζετο τὶς ἐντολὲς τοῦ Πατρός, ἀπηυθύνετο πρὸς αὐτοὺς ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο. Καὶ κάποτε ποὺ συνέβη νὰ ἐρωτηθῆ ἰδιαιτέρως ἀπὸ τοὺς μαθητᾶς του, τοὺς διαβεβαίωσε λέγοντας: «Α δὲ ὑμὶν λέγω, πάσι λέγω (σὲ ὅλους)».
Μὴν ἐπαναπαυθῆς λοιπὸν ἐσύ, ποὺ προετίμησες τὸν γάμον, σὰν νὰ ἔχης δικαίωμα νὰ ζήσης μὲ τρόπον κοσμικόν. Ὀφείλεις νὰ καταβάλης περισσοτέρους κόπους καὶ προσοχὴν γιὰ νὰ ἐπιτύχης τὴν σωτηρίαν, ἀφοῦ ἐξέλεξες νὰ ζῆς μέσα στὶς παγίδες καὶ στὸ βασίλειον τῶν δυνάμεων τῆς ἀποστασίας καὶ ἔχεις ἐμπρὸς στὰ μάτια σου τοὺς ἐρεθισμοὺς τῶν ἁμαρτιῶν καὶ διεγείρεις ὅλες σου τὶς αἰσθήσεις νύκτα καὶ ἡμέρα πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῶν. Γνώριζε λοιπὸν ὅτι δὲν θὰ ἀποφύγης τὴν πάλη πρὸς τὸν ἀποστάτην, οὔτε θὰ ἠμπορέσης νὰ τὸν νικήσεις χωρὶς νὰ κοπιάσης πολὺ γιὰ τὴν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν. Διότι πῶς θὰ ἀρνηθῆς τὴν μάχη πρὸς τὸν ἐχθρόν, ἐνῶ ζῆς μέσα στὸ σκάμμα τῆς μάχης; Καὶ αὐτὸ εἶναι ὁλόκληρος ἡ γῆ, στὴν ὁποίαν ὁ ἐχθρός, ὅπως διδασκόμεθα ἀπὸ τὸ βιβλίον τοῦ Ἰώβ, περιφέρεται καὶ περιπατεῖ ὡς λυσσασμένος σκύλος, ἀναζητώντας ποῖον νὰ καταπίη. Ἐὰν λοιπὸν ἀρνῆσαι τὴν μάχη πρὸς τὸν ἀνταγωνιστήν, νὰ μεταβῆς σὲ ἄλλον κόσμον, ὅπου αὐτὸς δὲν ὑπάρχει. Ἐὰν ὅμως τοῦτο εἶναι ἀδύνατον, σπεῦσε νὰ μάθης πῶς νὰ ἀγωνίζεσαι ἐναντίον του, διδασκόμενος τὴν τέχνη τῆς πάλης ἀπὸ τὶς Γραφές, ὥστε νὰ μὴν ἡττηθῆς ἀπὸ αὐτὸν ἐξ ἀγνοίας, καὶ παραδοθῆς στὸ αἰώνιον πῦρ.
Καὶ αὐτὰ μὲν ἐλέχθησαν πρὸς τοὺς ἐγγάμους, ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν ἀγωνιστικὸν φρόνημα καὶ ἀμελοῦν ὅσον ἀφορᾶ στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Σὺ ὅμως, ὁ ἐραστὴς τοῦ οὐρανίου πολιτεύματος καὶ πραγματευτῆς τῆς ἀγγελικῆς διαγωγῆς, σὺ ποὺ ἐπιθυμεῖς νὰ γίνης συστρατιώτης τῶν ἁγίων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, τόνωσε τὸν ἐαυτόν σου πρὸς ὑπομονὴν τῶν θλίψεων καὶ προσελθε ἀνδρείως στὴν σύγκλητο τῶν μοναχῶν. Στὴν ἀρχὴ τῆς ἀποταγῆς σου νὰ φερθῆς μὲ γενναιότητα ὥστε νὰ μὴν παρασυρθῆς ἀπὸ τὴν σφοδρὰ συμπάθεια πρὸς τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς, ἐνισχυόμενος ἀπὸ τὸ ὅτι θὰ ἀνταλλάξης τὰ θνητὰ μὲ τὰ ἀθάνατα. Καὶ ὅταν ἐγκαταλείπης τὰ πράγματα πού σοῦ ἀνῆκαν, νὰ εἶσαι ἄκαμπτος καὶ βέβαιος ὅτι τὰ ἀποστέλλεις στοὺς οὐρανούς, ἀφοῦ μὲ τὸ νὰ τὰ ἀποκρύπτης στοὺς κόλπους τῶν πτωχῶν, τὰ εὑρίσκεις πολὺ ἐπηυξημένα κοντὰ στὸν Θεόν. Ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἰδική μου ζωήν, καὶ ἐγὼ ἐδαπάνησα πολὺν χρόνον στὴν ματαιότητα καὶ ἠφάνισα ὅλην σχεδὸν τὴν νεότητά μου στὴν ματαιοπονία, στὴν ἀδιάκοπο δηλαδὴ μέριμνα μὲ τὴν πρόσληψη τῶν μαθημάτων τῆς «ὑπὸ τοῦ Θεοῦ μωρανθείσης σοφίας». Ὅταν ὅμως κάποτε, σὰν νὰ ἐξύπνησα ἀπὸ βαθὺν ὕπνον, ἔστρεψα τὴν προσοχή μου πρὸς τὸ θαυμαστὸν φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου καὶ συγχρόνως κατενόησα τὸ ἄχρηστον «τῆς σοφίας τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων», ἐθρήνησα πολὺ γιὰ τὴν ἐλεεινήν μου ζωὴ καὶ παρακαλοῦσα νὰ μοῦ δοθῆ χειραγωγία γιὰ νὰ εἰσαχθῶ στὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας. Καὶ μάλιστα πρὶν ἀπὸ ὅλα, ἐφρόντισα νὰ διορθώσω κάπως τὸ ἦθος μου, τὸ ὁποῖον ἀπὸ τὴν μακροχρόνιο συναναστροφή μου μὲ τοὺς φαύλους εἶχε διαστραφῆ. Διαβάζοντας λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιον, εἶδα ἐκεῖ ὅτι τὸ μεγαλύτερον ἐφόδιο πρὸς τελείωσιν εἶναι ἡ πώλησις τῶν ὑπαρχόντων καὶ ἡ διάθεσίς των πρὸς τοὺς πτωχοὺς ἀδελφούς, καὶ γενικῶς ἡ ἀμεριμνησία γιὰ τὴν ζωὴν αὐτὴν καὶ τὸ νὰ μὴν ἐπιστρέφη ἡ ψυχὴ πρὸς καμμίαν συμπάθεια πρὸς τὰ παρόντα.
Πράγματι, αὐτὸς ποὺ κατέχεται ἀπὸ τὴν σφοδρᾶν ἐπιθυμία νὰ ἀκολουθήση τὸν Χριστόν, δὲν ἠμπορεῖ πλέον νὰ ἐπιστρέψη σὲ κανένα ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια οὔτε στὴν ἀγάπη τῶν γονέων ἢ τῶν οἰκείων. Ὅταν αὐτὴ ἀντιτίθεται στὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου – τότε ἔχει θέση καὶ τὸ «εἰ τὶς ἔρχεται πρὸς μὲ καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα» καὶ τὰ λοιπά. Οὔτε νὰ ὑποχωρήση στὸν ἀνθρώπινον φόβον, ὅταν πρόκειται γιὰ τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς, πράγμα ποὺ κατώρθωσαν οἱ ἅγιοι, οὔτε νὰ δειλιάση ἀπὸ τὸν χλευασμὸν τῶν καλῶν ἔργων ἐκ μέρους τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ νικηθῆ ἀπὸ τὴν περιφρόνησή των. Ἐὰν ὅμως θέλη νὰ γνωρίση ἀκριβέστερα καὶ σαφέστερα τὸ σθένος καὶ τὸν πόθον αὐτῶν ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν Κύριον, ἃς ἐνθυμηθῆ τὸν Ἀπόστολον, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στὸν ἐαυτόν του καὶ πρὸς ἰδικὴν μας διδασκαλία λέγει: «Εἰ τὶς δοκεῖ πεποιθέναι ἐν σαρκὶ (νὰ βασισθῆ δηλαδὴ στὰ νομικά, τὰ σωματικά), ἐγὼ μᾶλλον. Περιτομὴ ὀκταήμερος, ἐκ γένους Ἰσραήλ, φυλῆς Βενιαμίν, Ἑβραῖος ἐξ Ἑβραίων, κατὰ νόμον Φαρισαῖος, κατὰ ζῆλον διώκων τὴν Ἐκκλησίαν, κατὰ δικαιοσύνην τὴν ἐν νόμω γενόμενος ἄμεμπτος. Ἀλλὰ ἅτινα ἣν μοὶ κέρδη, ταῦτα ἤγημαι διὰ τὸν Χριστὸν ζημίαν. Ἀλλὰ μὲν οὒν καὶ θεωρῶ πάντα ζημίαν εἶναι διὰ τὸ ὑπερέχον τῆς γνώσεως Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου ἠμῶν δι’ ὃν τὰ πάντα ἐζημιώθην, καὶ ἡγοῦμαι σκύβαλα (ἀκαθαρσίες) εἶναι, ἴνα Χριστὸν κερδίσω». Καὶ πράγματι, – γιὰ νὰ εἰπῶ κάτι τολμηρὸν μέν, ὅμως ἀληθινόν. Ἐὰν ὁ Ἀπόστολος παρομοίασε τὰ ἴδια τὰ προνόμια τοῦ νόμου, τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς εἶχε δώσει γιὰ κάποιαν ἐποχήν, πρὸς τὰ ἀπόπτυστα περιττώματα τοῦ σώματος, τὰ ὁποῖα ἐπειγόμεθα ἑξαιρετικῶς νὰ ἀποβάλωμε, ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὰ ἔκρινεν ὡς ἐμπόδια γιὰ τὴν γνώση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ γιὰ τὴν συμμόρφωσή μας πρὸς τὸν θάνατον αὐτοῦ, τί θὰ ἔλεγε κανεὶς γιὰ ἐκεῖνα πού ἀποτελοῦν κανονισμοὺς ἀνθρωπίνους; Καὶ γιατί χρειάζεται νὰ ἐπιβεβαιώσωμε τὸν λόγο μὲ ἰδικοὺς μας συλλογισμοὺς καὶ μὲ τὰ παραδείγματα τῶν ἁγίων; Ὑπάρχει ἡ δυνατότης νὰ παραθέσωμε τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ μὲ αὐτὰ νὰ πείσωμε τὴν φοβισμένην ψυχήν, ἀφοῦ ὁ ἴδιος διακηρύσσει σαφῶς καὶ ἀναντιρρήτως: «Οὕτως οὒν πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πάσι τοῖς ἐαυτοῦ ὑπάρχουσι, οὐ δύναταί μου εἶναι μαθητής», καὶ πρὸς τὸν πλούσιο νέο, μετά τό: «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι», πρῶτα εἶπε: «Ὕπαγε, πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς» καὶ ἔπειτα προσέθεσέ το: «Δεῦρο, ἀκολούθει μοι». Ἀλλὰ καὶ στὴ παραβολὴ τοῦ ἐμπόρου εἶναι, γιὰ κάθε συνετὸν ἄνθρωπο, σαφὲς ὅτι στὸ ἴδιο μᾶς ὁδηγεῖ: «Ὁμοία ἐστι», λέγει «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀνθρώπῳ ἐμπόρῳ ζητούντι καλοὺς μαργαρίτας, ὃς εὐρῶν ἕνα πολύτιμον μαργαρίτην, ἀπελθῶν ἐπώλησε πάντα ὅσα εἶχε καὶ ἠγόρασεν αὐτόν». Εἶναι πράγματι φανερόν, ὅτι ὁ πολύτιμος μαργαρίτης ἔχει τεθῆ ἐδῶ ὡς παρομοίωσις τῆς ἐπουρανίου βασιλείας, τὴν ὁποίαν ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μᾶς δεικνύει ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐπιτύχωμε ἐὰν δὲν θυσιάσωμε ὡς ἀντάλλαγμα ὅλα τά ὑπάρχοντά μας, καὶ πλοῦτον καὶ δόξαν καὶ οἰκογένειαν καὶ ὅ,τι ἄλλο θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς πολλοὺς σπουδαῖο. Ἔπειτα ὁ Κύριος διεκήρυξε ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ κατορθωθῆ τὸ ἐπιζητούμενον, ὅταν ὁ νοῦς διασκορπίζεται σὲ διάφορες φροντίδες: «Οὐδεὶς δύναται», εἶπε «δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», καὶ πάλιν, «Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνά». Ἕναν θησαυρὸ λοιπὸν πρέπει νὰ ἐκλέξωμε, τὸν ἐπουράνιον, ὥστε σ’ αὐτὸν νὰ ἔχωμε τὴν καρδία μας. «Ὅπου γὰρ ἐστὶν ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία σου ἔσται», λέγει ὁ Κύριος. Ἐὰν λοιπὸν ἀφήσωμε γιὰ τοὺς ἑαυτοὺς μας κάποιο κτῆμα γήινον καὶ φθαρτὴν περιουσίαν, ἐπειδὴ ὁ νοῦς θάπτεται σ’ αὐτὰ ὡσὰν σὲ βόρβορον, ἡ ψυχὴ κατ’ ἀνάγκη δὲν θὰ ἠμπορῆ νὰ ἰδῆ τὸν Θεὸν οὔτε νὰ κινηθῆ πρὸς ἐπιθυμίαν τοῦ ἐπουρανίου κάλλους καὶ τῶν ἀγαθῶν ποὺ σύμφωνα μὲ τὶς ἐπαγγελίες ἔχουν ἑτοιμασθῆ γιὰ ἐμᾶς. Τὴν ἀπόκτησιν αὐτῶν μᾶς εἶναι ἀδύνατον νὰ τὴν ἐπιτύχωμε, ἐὰν ἕνας ἀπερίσπαστος καὶ σφοδρότερος πόθος δὲν μᾶς ὁδηγῆ νὰ τὰ ζητοῦμε καὶ δὲν ἀνακουφίζη τὸν κόπο ποὺ τὰ συνοδεύει.
Ἡ ἀποταγὴ λοιπόν, ὅπως ἀπέδειξεν ὁ λόγος, εἶναι λύσις τῶν δεσμῶν τῆς ὑλικῆς αὐτῆς καὶ προσκαίρου ζωῆς, καὶ ἐλευθερία ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες ὑποχρεώσεις, ἡ ὁποία μᾶς καθιστᾶ ἰκανωτέρους νὰ πάρωμε τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὸν Θεόν. Εἶναι ἀφετηρία μιᾶς ὁδοῦ ἄνευ ἐμποδίων πρὸς ἀπόκτηση καὶ χρήση πραγμάτων πολυτίμων «ὑπὲρ χρυσίον καὶ λίθον τίμιον πολὺν» καί, μὲ λίγα λόγια, μετάθεσις τῆς ἀνθρωπίνης καρδίας πρὸς τὴν οὐράνιον πολιτείαν, ὥστε νὰ ἠμποροῦμε νὰ λέγωμεν ὅτι «τὸ πολίτευμα ἠμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει». Καὶ τὸ ἀκόμη μεγαλύτερον, εἶναι ἀρχὴ τῆς ὁμοιώσεώς μας πρὸς τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος «δι’ ἠμᾶς ἐπτώχευσεν, πλούσιος ὧν». Ἐὰν δὲν κατορθώσωμε αὐτὴ τὴν ὁμοίωση, εἶναι ἀδύνατον νὰ φθάσωμε στὸν κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ τρόπον ζωῆς. Διότι πῶς ἠμπορεῖ νὰ κατορθωθῆ ἡ συντριβὴ τῆς καρδίας, ἢ ἡ ταπείνωσις τοῦ φρονήματος, ἢ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸν θυμόν, ἀπὸ τὴν λύπην, ἀπὸ τὶς φροντίδες, καὶ μὲ ἕνα λόγον, ἀπὸ τὰ ὀλέθρια πάθη τῆς ψυχῆς, μέσα στὸν πλοῦτο, στὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ στὴν προσκόλληση καὶ ἐξοικείωση μὲ ὅλα αὐτά; Πράγματι, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μεριμνᾶ οὔτε γι’ αὐτὰ τὰ ἀναγκαῖα, ὅπως γιὰ τὴν τροφὴ καὶ τὸ ἔνδυμα, ποία λογική τοῦ ἐπιτρέπει νὰ συμπνίγεται, ὡς ἀπὸ ἀκάνθες, ἀπὸ τὶς πονηρὲς μέριμνες τοῦ πλούτου, οἱ ὁποῖες ἐμποδίζουν τὴν καρποφορία τοῦ σπόρου πού σπείρει ὁ γεωργός τῶν ψυχῶν μας; Διότι αὐτὸς ὁ Κύριός μας εἶπε: «Οὗτοι εἰσὶν οἱ εἰς τὰς ἀκάνθας σπαρέντες, οἱ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου συμπνίγονται, καὶ οὐ τελεσφορούσιν». Συνδέει δηλαδὴ τὸν πλοῦτο μὲ τὶς ἡδονές.
Ἁγίου Βασιλείου Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τοῦ Μεγάλου [4ος αἰὼν – ΕΠΕ – τόμ. 8, σελ. 94 & 232, τόμ. 2, σελ. 66]
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!