Γιὰ τὴν Ὑπομονὴ καὶ πόσο εἶναι τὸ κέρδος ἀπὸ τὶς θλίψεις
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου (P.G. 51, 165)
Ὁμιλία στὸ Ἀποστολικὸ ρητό: «Τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεόν, πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθὸν»
- Ο Ἀπόστολος λέει: “Γνωρίζουμε ὅτι σ’ ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεό, ὅλα συνεργοῦν γιὰ τὸ καλό τους” (Ρωμ. 8, 28). Τί ἄραγε νὰ θέλει νὰ πεῖ μ’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος; Γιατί ἡ μακαρία αὐτὴ ψυχὴ δὲν λέει ποτὲ κάτι χωρὶς λόγο, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ στολίσει τὴν ὁμιλία, ἀλλὰ προσφέρει πάντα τα λόγια του, ὡς κατάλληλα πνευματικὰ φάρμακα, ποὺ γιατρεύουν τὰ διάφορα πάθη.
Τί νὰ σημαίνουν ὅμως, αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου;
Ξέρουμε ὅτι τότε εἶχαν πέσει στοὺς νεοφώτιστούς της Ἐκκλησίας πολλοὶ πειρασμοί. Βάσανα ἔζωναν ἀπὸ παντοῦ ὅσους προσέρχονταν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἐχθρὸς εὕρισκε διαρκῶς καινούργια τεχνάσματα καὶ συνεχεῖς ἐπιβουλές, ἰδιαίτερα μάλιστα, ἐνάντια στοὺς ἀνθρώπους ποὺ διακονοῦσαν τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔτσι, ἄλλοι ρίχνονταν στὶς φυλακές, ἄλλους τοὺς ἐξόριζαν καὶ ἄλλους τοὺς ὁδηγοῦσαν σὲ χίλια μύρια ἄλλα βασανιστήρια.
Γι’ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, κάνει τώρα μὲ τὸ λόγο του, ὅπως ἀκριβῶς θὰ ‘κανε καὶ ἕνας καλὸς στρατηγός, ποὺ βλέπει τὸν ἀντίπαλό του ὀργισμένο καὶ ἕτοιμο νὰ ἐπιτεθεῖ. Ὁ στρατηγός, συνήθως πρὶν ἀπὸ τὴ μάχη, περιέρχεται τὸ στρατόπεδο καὶ συναντᾶ τοὺς στρατιῶτες, τοὺς ὁποίους ἐνισχύει μὲ κάθε τρόπο. Τοὺς ἐνθαρρύνει δηλαδὴ καὶ τοὺς προετοιμάζει γιὰ τὴ μάχη, διεγείροντας τὴν προθυμία τους γιὰ τὸν ἀγώνα. Τοὺς διδάσκει νὰ μὴ φοβοῦνται τὶς ἐχθρικὲς ἐπιδρομές, ἀλλὰ νὰ ἀντιστέκονται μὲ ἄκαμπτο φρόνημα καὶ νὰ ἀντικρούουν τὶς ἐπιθέσεις χωρὶς φόβο.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο τώρα καὶ ὁ μακάριος ἀπόστολος Παῦλος, αὐτὴ ἡ”οὐρανομήκης” ψυχή, ἐπειδὴ θέλει νὰ ἐνισχύσει τοὺς πιστοὺς καὶ νὰ τοὺς τονώσει τὸ ἠθικό, πού, ὡς φαίνεται, εἶχε λίγο καμφθεῖ, ἄρχισε τὸ λόγο του μὲ τὸ ρητό: “Γνωρίζουμε ὅτι σ’ ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεό, ὅλα συνεργοῦν γιὰ τὸ καλό τους”.
Πρόσεχε, νὰ κατανοήσεις τί ἀκριβῶς θέλει νὰ πεῖ μ’ αὐτὸ τὸ ρητὸ ὁ Ἀπόστολος. Δὲν εἶπε βέβαια ὅτι ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεό, δὲν τοὺς βρίσκουν βάσανα καὶ πειρασμοί, ἀλλὰ εἶπε: “Γνωρίζουμε”, δηλαδὴ εἴμαστε βέβαιοι γι’ αὐτό, ἡ πείρα μᾶς τὸ λέει καὶ ἔχουμε ἀποδείξεις ἀδιάσειστες, ὅτι “σ’ ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεό, ὅλα συνεργοῦν γιὰ τὸ καλό τους”.
- Να ξέρατε τί δύναμη κρύβει μέσα της αὐτὴ ἡ φράση! “Ὅλα συνεργοῦν γιὰ τὸ καλό τους”. Φυσικὰ ὁ Ἀπόστολος, δὲν ἐννοεῖ μ’ αὐτὸ τὸ “ὅλα”, τὰ εὐχάριστα συμβάντα καὶ γεγονότα τῆς ζωῆς. Δὲν ἐννοεῖ, ἀσφαλῶς, τὶς ἀνέσεις, τὴν καλοπέραση καὶ τὴν ἀσφάλεια, ἀλλὰ ἀκριβῶς τὰ ἀντίθετα. Ἐννοεῖ, γιὰ παράδειγμα, τὶς ποικίλες θλίψεις, τὶς φυλακές, τὶς ἐπιβουλές, τὶς καθημερινὲς ἐπιθέσεις καὶ ὅλα τα βάσανα αὐτῆς τῆς ζωῆς.
Καταλαβαίνεις λοιπὸν τώρα, ἀγαπητέ μου, πόσο μεγάλη βαρύτητα, ἔχει αὐτὸς ὁ λόγος. Καὶ γιὰ νὰ μὴν πᾶμε μακριά, ἃς δοῦμε κάτι ποὺ συνέβη στὸν ἴδιο τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Τότε θὰ καταλάβουμε, ποιὸ βάθος καὶ τί νόημα ἔχει αὐτὸς ὁ λόγος του.
Καθὼς μᾶς διηγεῖται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος περιερχόταν τὸν κόσμο, σπέρνοντας παντοῦ τὸν Εὐαγγελικὸ λόγο. Ἀγωνιζόταν ὁ μακάριος νὰ ξεριζώσει τὰ ἀγκάθια τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ κάθε ψυχὴ καὶ νὰ φυτέψει, ἀντὶ γι’ αὐτά, τὸ σπόρο τῆς Ἀλήθειας.
Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πορεῖες τοῦ λοιπόν, ἔφτασε καὶ σὲ κάποια πόλη τῆς Μακεδονίας. Ἐκεῖ κατοικοῦσε τότε μιὰ γυναίκα δούλη, ἡ ὁποία εἶχε μέσα της «πονηρὸν πνεῦμα». Αὐτὴ περιδιάβαινε τοὺς τόπους, θέλοντας, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ δαίμονα, νὰ κάνει φανερὴ τὴν παρουσία καὶ τὸ ἔργο τῶν Ἀποστόλων.
Τὴ δούλη λοιπὸν αὐτή, τὴν ἐλευθέρωσε ὁ Ἀπόστολος, βγάζοντας ἀπὸ μέσα της τὸ δαίμονα, μ’ ἕνα καὶ μόνο προστακτικὸ λόγο του. Μετὰ ὅμως ἀπὸ αὐτὴ τὴ σπουδαία ἴαση, ἀντὶ νὰ βλέπουν οἱ κάτοικοι ἐκείνης τῆς πόλης τοὺς Ἀποστόλους ὡς σωτῆρες καὶ εὐεργέτες καὶ ἀντὶ νὰ προσπαθοῦν μὲ κάθε τρόπο νὰ τοὺς περιποιηθοῦν, ἀνταμείβοντάς τους γιὰ τὴν τόσο μεγάλη εὐεργεσία, αὐτοὶ τοὺς πλήρωσαν μὲ τὰ ἀντίθετα.
Καὶ δὲς ποιὰ ἦταν αὐτά: “Ὅταν εἶδαν”, λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, “οἱ κύριοι ἐκείνης τῆς δούλης ὅτι δὲν θὰ εἶχαν πλέον κανένα ἔσοδο, ἀπὸ τὶς ἀμοιβὲς ποὺ ἔπαιρνε ἡ δαιμονισμένη γιὰ τὶς ἀποκαλύψεις της, ἐπίασαν τὸν Παῦλο καὶ τὸν Σίλα καὶ τοὺς ἔσυραν βίαια στὴν ἀγορά, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν μπροστὰ στοὺς ἄρχοντες τῆς πόλης. Μετά, ἀφοῦ τοὺς ἔδειραν πολύ, τοὺς ἔριξαν στὴ φυλακή, δίνοντας συγχρόνως ἐντολὴ στὸν δεσμοφύλακα νὰ τοὺς ἐπιτηρεῖ αὐστηρὰ” (Πράξ. 16, 19-23).
Εἴδατε πόση κακία εἶχαν οἱ κάτοικοι ἐκείνης τῆς πόλης; Εἴδατε ὅμως καὶ τί ὑπομονὴ καὶ τί καρτερία εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι; Περιμένετε ὅμως λίγο καὶ θὰ δεῖτε καὶ τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεὸς εἶναι Πάνσοφος καὶ Παντογνώστης. Γι’ αὐτὸ δὲν ἐλευθέρωσε τοὺς Ἀποστόλους μὲ μιᾶς ἀπὸ τὰ δεσμά, ἀλλὰ τὸ ἔκανε ὅταν εἶχαν ἀποκορυφωθεῖ οἱ θλίψεις τους καὶ ὅταν ἔγινε σ’ ὅλους φανερὴ ἢ ὑπομονή τους. Τότε φανέρωσε κι ὁ Θεὸς τὴ δική Του δύναμη. Ἔτσι, δὲν θὰ ‘χαν νὰ λένε οἱ ἀντίθεοι ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἀψήφισαν τὰ βάσανα καὶ τὶς θλίψεις, ὄχι γιατί εἶχαν ἀρετή, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤξεραν ὅτι πάντα στὸ τέλος γίνεται κάποιο θαῦμα —πράγμα ποὺ καὶ στὴν περίπτωσή τους περίμεναν νὰ γίνει— καὶ ἄρα αὐτοὶ δὲν εἶχαν τίποτα νὰ φοβοῦνται.
Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ λόγο ὁ Πάνσοφος Θεὸς ἀφήνει μερικοὺς νὰ βασανίζονται γιὰ πολὺ χρόνο, ἐνῶ ἄλλους τοὺς γλυτώνει ἀμέσως ἀπὸ τὰ δεινά. Γιατί, καθὼς παρατείνονται τὰ βάσανα, πληθαίνουν καὶ τὰ στεφάνια.
Μ’ αὐτὸ λοιπὸν τὸν τρόπο ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ καὶ ἐδῶ, στὴν περίπτωση τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα. Μετὰ δηλαδή, ἀπὸ ἕνα τόσο μεγάλο θαῦμα καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν εὐεργεσία ποὺ οἱ Ἀπόστολοι πρόσφεραν στὴ δαιμονισμένη δούλη, διώχνοντας ἀπὸ μέσα της τὸν ἀναίσχυντο δαίμονα, ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ μαστιγωθοῦν ἀπάνθρωπα καὶ νὰ ριχτοῦν στὴ φυλακή. Καὶ μὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονός, ἔγινε σ’ ὅλους πιὸ φανερὴ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ ἔκανε καὶ τὸν μακάριο ἀπόστολο Παῦλο νὰ πεῖ: “Θὰ καυχηθῶ μὲ μεγάλη χαρὰ γιὰ τὶς ἀσθένειες καὶ δυσκολίες μου, γιὰ νὰ σκηνώσει μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ” (Β’ Κορ. 12, 9-10). Και στὴ συνέχεια:”Ὅταν εἶμαι σὲ κατάσταση ἀρρώστιας καὶ ἀδυναμίας, τότε εἶμαι δυνατός”, ἐννοώντας μὲ τὴ λέξη “ἀδυναμία” τοὺς ἀδιάκοπους πειρασμοὺς καὶ τὶς θλίψεις.
Θὰ μποροῦσε ὅμως κάποιος νὰ ρωτήσει: Γιατί νὰ ἀπομακρύνουν οἱ Ἀπόστολοι τὸν δαίμονα, ἀφοῦ δὲν ἔλεγε τίποτα ἐναντίον τους, ἀλλὰ μᾶλλον τοὺς ἔκανε γνωστοὺς σὲ ὅλους, φωνάζοντας γιὰ μέρες ὁλόκληρες, “αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, ποὺ μᾶς κηρύττουν τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας” (Πράξ. 16, 17);
Μὴ σοῦ φανεῖ περίεργο αὐτό, ἀγαπητέ μου. Ἦταν κι αὐτὸ ἔργο τῆς σύνεσης τῶν Ἀποστόλων καὶ τῆς Χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιατί, παρόλο ποὺ δὲν τοὺς κατηγοροῦσε ὁ δαίμονας, ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸν ἀποστόμωσε καὶ τὸν ἀπομάκρυνε, γιὰ νὰ μὴν ἀποδειχθεῖ ὅτι ὅσα ἔλεγε τὸ δαιμόνιο ἦταν ἀληθινά.
Καὶ μ’ αὐτὸ τὸ προηγούμενο —ὅτι δηλαδή, ὁ δαίμονας λέει ἀληθινὰ πράγματα— νὰ παρασύρει στὴ συνέχεια τοὺς ἀνίδεους καὶ ἀφελεῖς ἀνθρώπους καὶ σὲ ἄλλα ἄτοπα. Ἔτσι δὲν ἐπέτρεψε ὁ Ἀπόστολος στὸ δαιμόνιο νὰ μιλήσει γιὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχαν μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τὸ δαίμονα. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Ἀπόστολος, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ Ἴδιου του Κυρίου, ὁ Ὁποῖος, ὅταν Τὸν πλησίασαν οἱ δαιμονισμένοι καὶ Τοῦ ἔλεγαν, “Σὲ γνωρίζουμε Ποιὸς εἶσαι, εἶσαι ὁ Ἅγιος του Θεοῦ” (Λουκ. 4, 34). Ἐκεῖνος, ὄχι μόνο δὲν τοὺς ἔδωσε καμιὰ σημασία, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀπόδιωξε. Ἔγινε αὐτὸ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο, γιὰ νὰ κατακριθοῦν οἱ ἄπιστοι Ἰουδαῖοι, πού, ἐνῶ ἔβλεπαν νὰ γίνονται κάθε μέρα θαύματα καὶ χίλια δυὸ παράδοξα, δὲν πίστευαν στὸν Χριστό, τὴ στιγμὴ ποὺ καὶ οἱ δαίμονες Τὸν ἀναγνώριζαν καὶ Τὸν κήρυτταν ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ.
- Ας γυρίσουμε ὅμως στὸ θέμα μας. Γιὰ νὰ βεβαιωθεῖτε λοιπὸν πὼς εἶναι ὄντως ἔτσι καὶ ὄτι “σ’ ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεό, ὅλα συνεργοῦν γιὰ τὸ καλό τους”, πρέπει νὰ σᾶς διαβάσω, ὅλη αὐτὴ τὴ διήγηση τῆς περιπέτειας τῶν Ἀποστόλων. Ἔτσι, θὰ μάθετε ὅτι, μετὰ ἀπὸ τὴ φυλάκισή τους, τὰ μετέτρεψε ὅλα ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε οἱ δυσκολίες νὰ ἀποβοῦν γι’ αὐτοὺς εὐλογία.
Ἃς δοῦμε, λοιπόν, πὼς μᾶς τὰ διηγεῖται ὅλα αὐτὰ ὁ μακάριος Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: “Ὁ δεσμοφύλακας, ἀφοῦ πῆρε μιὰ τέτοια ἐντολή, τοὺς ἔβαλε στὸ πιὸ βαθὺ κελλὶ τῆς φυλακῆς. Καὶ γιὰ μεγαλύτερη ἀσφάλεια, ἔδεσε τὰ πόδια τους στὸ ξύλο” (Πράξ. 16, 4).
Δές, πὼς αὐξάνουν τὰ βάσανα τῶν Ἀποστόλων, γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἔτσι πιὸ λαμπρὴ ἡ ὑπομονή τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ λάμψει σ’ ὅλους ἡ ἀνέκφραστη δύναμη τοῦ Θεοῦ. Νὰ συνεχίσουμε ὅμως: “Γύρω στὰ μεσάνυχτα ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας προσεύχονταν καὶ ὑμνοῦσαν τὸν Θεὸ” (Πράξ. 16, 25).
Δέστε, τώρα, ψυχὴ ὑπομονετικὴ καὶ θαρραλέα! Δέστε ξάγρυπνο λογισμό! Ἃς μὴν προσπεράσουμε, ἀγαπητοί μου, ἐπιπόλαια καὶ γρήγορα, αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Εὐαγγελιστής. Ἐπειδὴ δὲν ἐπισήμανε τυχαία τὴν ὥρα λέγοντας, “γύρω στὰ μεσάνυχτα”. Τὸ ἔκανε αὐτὸ ὁ Εὐαγγελιστής, γιὰ νὰ μᾶς ὑπογραμμίσει ὅτι, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι γλυκοκοιμοῦνταν —καί, ὅπως εἶναι φυσικό, ὅλοι οἱ φυλακισμένοι, ἀπὸ τὴ λύπη καὶ τὴν κούραση, ἦταν παραδομένοι στὴ γλυκιὰ ἐξουσία τοῦ τύραννου ὑπνου— οἱ Ἀπόστολοι ἀγρυπνοῦσαν καὶ”προσεύχονταν ὑμνώντας τὸν Θεό”. Ἀπὸ αὐτὸ φανερώνεται ξεκάθαρα ἡ ὑπομονή τους καὶ ἡ μεγάλη ἀγάπη τους πρὸς τὸν Θεό.
Ὅπως ἀκριβῶς κάνουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πού, ὅταν πονᾶμε καὶ ὑποφέρουμε, θέλουμε νὰ ‘χουμε κοντά μας τὰ ἀγαπημένα μᾶς πρόσωπα, γιὰ νὰ μιλᾶμε μαζί τους καὶ νὰ βοηθιούμαστε, ἔτσι ἔκαναν καὶ οἱ ἅγιοι αὐτοὶ Ἀπόστολοι. Ἡ μεγάλη ἀγάπη τους γιὰ τὸν Κύριό τους ἔκανε νὰ ἐπιζητοῦν, μὲ τὴν προσευχή, ἐντονότερα τὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας Του. Γι’ αὐτὸ ἔψελναν, ὑμνώντας καὶ δοξάζοντας τὸν Θεό. Καὶ ὄντας ἔτσι ἀφοσιωμένοι στὴ λατρεία Του, δὲν καταλάβαιναν καθόλου τοὺς πόνους καὶ τὰ βάσανα ποὺ τοὺς ἔδερναν. Ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἐξαίσια ἐκείνη ὑμνωδία ἔκανε τὴ φυλακὴ Ἐκκλησία. Καὶ ἁγιαζόταν ὁ τόπος ἐκεῖνος τῶν πόνων καὶ τῶν βασάνων ἀπὸ τὴν ἅγια προσευχή τους.
Ἔβλεπε κανεὶς τὰ μεσάνυχτα, παράδοξα καὶ θαυμαστὰ πράγματα. Δυὸ ἄνθρωποι, δεμένοι στὸ ξύλο, ἔψελναν χαρούμενα καὶ ἀνεμπόδιστα. Γιατί, ἐκεῖνον ποὺ ἔχει εἰρήνη στὴν καρδιά του καὶ ἀγάπη φλογερὴ γιὰ τὸν Θεό, τίποτα δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ τὸν λυγίσει καὶ νὰ τὸν κάνει νὰ χάσει τὴ διάθεση τῆς κοινωνίας μαζί Του. “Γιατί ἐγὼ εἶμαι Θεός”, λέει ἡ Ἁγία Γραφή,”ποὺ βρίσκομαι πάντα παρὼν καὶ κοντά. Δὲν εἶμαι Θεὸς ξέμακρος καὶ ἀδιάφορος” (Ἱερ. 23, 23). Κι ἀλλοῦ λέει: “Ἐνῶ ἀκόμα ἐσὺ δὲν θὰ ἔχεις ἀποσώσει τὸ λόγο σου, ἐγὼ θὰ σοῦ ἀπαντήσω καὶ θὰ σοῦ πῶ: Νὰ ‘μαι, ἐδῶ δίπλα σου” (Ἡσ. 58, 9).
Ὅταν λοιπὸν ὑπάρχει νοῦς προσεκτικός, νοῦς ποὺ ἀγρυπνεῖ καὶ προσεύχεται, τότε εἶναι ἀκμαῖο καὶ τὸ ὅλο φρόνημα τοῦ ἀνθρώπου. Τότε καὶ ἡ ψυχὴ ἐλευθερώνεται, κατὰ κάποιο τρόπο, ἀπὸ τὰ σωματικὰ δεσμὰ καὶ πετάει πρὸς τὸν Ποθούμενο. Τότε αὐτὴ ἐγκαταλείπει ὅλα τα γήινα νοήματα καὶ ὅλα τα ὁρατὰ κάλλη αὐτοῦ του κόσμου καὶ ἀνυψώνεται πρὸς Ἐκεῖνον. Ἕλκεται ὁ νοῦς πρὸς τὸν Θεό, μὲ ἀσυγκράτητο πόθο καρδιᾶς, πράγμα ποὺ ἀκριβῶς συνέβη καὶ μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς ἁγίους Ἀποστόλους.
Δές, τώρα, τὴν ἄμεση ἐπίπτωση ποὺ εἶχε ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ προσευχὴ τῶν Ἀποστόλων. Ἂν καὶ βρίσκονταν στὴ φυλακή, καὶ μάλιστα δεμένοι στὸ ξύλο, ἂν καὶ ὁλόγυρα οἱ συγκρατούμενοί τους ἦταν κακοποιοί, αὐτοί, ὄχι μονάχα δὲν ἐπηρεάστηκαν ἀπὸ τοὺς συγκρατούμενούς τους, ἀλλὰ ἀντίθετα, ἡ ἀρετὴ τοὺς ἔλαμψε καὶ πραγματικὰ θάμπωσε ὅλους τους ἄλλους φυλακισμένους. Γιατί ἡ μελωδία τῶν ὕμνων ἄγγιξε τὴν ψυχὴ κάθε φυλακισμένου καὶ κατὰ κάποιο τρόπο τὴν ξαναπλάθε καὶ τὴν μεταμόρφωνε.
“Ξάφνου”, λέει ὁ Εὐαγγελιστής, “ἔγινε μεγάλος σεισμός, τέτοιος ποὺ σαλεύτηκαν τὰ θεμέλια της φυλακῆς. Κι ἀμέσως, ἄνοιξαν ὅλες οἱ πόρτες καὶ τὰ δεσμὰ τῶν φυλακισμένων λύθηκαν” (Πράξ. 16, 26).
Εἶδες τώρα, ἀγαπητέ μου, τὴ δύναμη τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς προσευχῆς; Οἱ Ἀπόστολοι ψάλλοντας, δὲν ἦταν μόνο ποὺ οἱ ἴδιοι παρηγορήθηκαν γιὰ τὴν ἀναπάντεχη θλίψη τους, ἀλλὰ συνετέλεσαν καὶ στὴ λύση τῶν δεσμῶν καὶ ὅλων των ἄλλων φυλακισμένων. Ἔτσι, ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ γεγονότα ἔγινε φανερὴ ἡ ἀλήθεια, ποὺ εἶναι κρυμμένη στὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελιστῆ. Δηλαδή, “σ’ ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεό, ὅλα συνεργοῦν γιὰ τὸ καλό τους”. Δέστε, ὁ ξυλοδαρμός, ἡ φυλακή, τὰ δεσμά, ἡ συναναστροφὴ μὲ τοὺς δήμιους, ὅλα τους βγῆκαν σὲ καλό. Γιατί; Διότι ὅλα αὐτὰ ἔγιναν ἀφορμὴ νὰ φωτιστοῦν, ὄχι μονάχα οἱ συγκρατούμενοι τῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ κι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ δεσμοφύλακας.
“Ὁ δεσμοφύλακας”, λέει ὁ Εὐαγγελιστής, “ξύπνησε μὲ τὸ σεισμὸ καὶ σὰν εἶδε ἀνοιχτὲς τὶς πόρτες τῆς φυλακῆς, ἔβγαλε τὸ μαχαίρι του γιὰ νὰ σκοτωθεῖ. Γιατί νόμισε ὅτι εἶχαν δραπετεύσει ὅλοι οἱ κρατούμενοι” (Πράξ. 16, 27).
Σημείωσε ἐδῶ, ἀγαπητέ μου, τὴν ἀσύλληπτη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἄραγε συνέβηκαν ὅλα αὐτὰ τὰ μεσάνυχτα; Γιὰ νὰ οἰκονομηθεῖ ἀσφαλῶς, ἔτσι ἥσυχα καὶ ἀθόρυβα, ἡ σωτηρία τοῦ δεσμοφύλακα. Γιατί, ὅταν ἔγινε ὁ σεισμὸς καὶ ἀνοίχτηκαν οἱ πόρτες, λύθηκαν ὅλων των φυλακισμένων τὰ δεσμά. Δὲν δόθηκε ὅμως ἡ δυνατότητα σὲ κανέναν τους νὰ δραπετεύσει. Εἶδες τὴν Πανσοφία τοῦ Θεοῦ; Γιατί τὰ ἐπέτρεψε ὅλα αὐτά, δηλαδὴ τὸ σεισμὸ καὶ τὸ ἄνοιγμα τῶν θυρῶν; Γιὰ νὰ ἀποκαλυφθεῖ, ἀσφαλῶς, ποιοὶ ἦταν στὴν πραγματικότητα αὐτοὶ οἱ ξένοι ποὺ εἶχαν φυλακισμένους, ὅτι δηλαδὴ αὐτοὶ δὲν ἦταν τυχαῖοι ἄνθρωποι. Παράλληλα, δὲν δόθηκε σὲ κανέναν τους ἡ δυνατότητα νὰ δραπετεύσει, γιὰ νὰ μὴ γίνει τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀφορμή, ὥστε νὰ κινδυνεύσει ἡ ζωὴ τοῦ δεσμοφύλακα.
Τὴν ἀλήθεια αὐτοῦ ποὺ λέω τὴν ἐπιβεβαιώνει τὸ γεγονὸς ὅτι, καὶ μόνο ποὺ ὑποπτεύθηκε ὁ δεσμοφύλακας πὼς οἱ κρατούμενοι θὰ εἶχαν δραπετεύσει, ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ καταφρονήσει καὶ τὴν ἴδια τὴν ζωή του. Γιατί, καθὼς λέει ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ δεσμοφύλακας “ἔβγαλε τὸ μαχαίρι του καὶ ἤθελε νὰ σκοτωθεῖ”.
Ὁ μακάριος Παῦλος ὅμως, ποὺ παντοῦ καὶ πάντα ἦταν σὲ προσευχητικὴ ἐγρήγορση, τὸν ἀντιλήφθηκε ἀμέσως καὶ μὲ μιὰ φωνὴ γλύτωσε τὸ ἀρνὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ λύκου. “Τοῦ φώναξε δυνατὰ καὶ τοῦ εἶπε: Μὴν κάνεις κακὸ στὸν ἑαυτό σου, γιατί ὅλοι μας βρισκόμαστε ἐδῶ” (Πράξ. 16, 28).
Τί βάθος ταπεινοφροσύνης! Θὰ μποροῦσε ἀσφαλῶς νὰ χρησιμοποιήσει αὐτὰ ποὺ συνέβηκαν σὰν ὅπλο καὶ ἔτσι νὰ φέρει σὲ δύσκολη θέση τὸν δεσμοφύλακα.
Ὁ Ἀπόστολος ὅμως δὲν ἔκανε καθόλου κάτι τέτοιο. Ἀντίθετα λογάριασε τὸν ἑαυτό του σὰν ἕναν κρατούμενο, ὅμοιο μὲ ὅλους τους ἄλλους καὶ εἶπε μονάχα: “Ὅλοι μας βρισκόμαστε ἐδῶ”. Δὲν ἐντυπωσιάστηκες, ἀγαπητέ μου, μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη του; Δές, θεώρησε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἴσο μὲ τοὺς κακοποιούς της φυλακῆς.
Δὲς ὅμως καὶ στὴ συνέχεια, πῶς τὸν πλησιάζει ὁ δεσμοφύλακας; Ἀσφαλῶς ὄχι ὅπως θὰ ἔκανε καὶ ὅταν θὰ πλησίαζε ἕναν κοινὸ κρατούμενο. “Γιατί, ἀφοῦ ἀναθάρρησε μὲ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου, ζήτησε νὰ τοῦ φέρουν φῶτα. Πήδηξε μετὰ μέσα στὸ κελλὶ τοῦ Ἀποστόλου καὶ τρομαγμένος ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα. Κι ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ἔξω, τοὺς εἶπε: Τί πρέπει νὰ κάνω, γιὰ νὰ σωθῶ;” (Πράξ. 29-30).
Εἴδατε λοιπόν, πῶς “σ’ ἐκείνους ποῦ ἀγαποῦν τὸν Θεό, ὅλα συνεργοῦν γιὰ τὸ καλό τους”; Εἴδατε, πῶς διαλύθηκαν τὰ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου; Παρατηρήσατε, πῶς ἀχρηστεύθηκαν οἱ παγίδες του; Γιατί ὁ διάβολος, ἐπειδὴ τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴ δαιμονισμένη δούλη, μηχανεύτηκε νὰ φέρει ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε νὰ φυλακιστοῦν οἱ Ἀπόστολοι. Νόμιζε βέβαια ὅτι, κάνοντας ἔτσι, θὰ ἐμπόδιζε τὸ δρόμο τοῦ κηρύγματος. Ἡ πίστη ὅμως καὶ ἡ ὑπομονὴ τῶν Ἀποστόλων ἀξιοποίησε ἀκόμα καὶ τὰ δεσμὰ τῆς φυλακῆς. Μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προκύψει ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς θλίψεις πνευματικὸ κέρδος.
- Κι ἐμεῖς λοιπόν, ἂν ἔχουμε πίστη καὶ ὑπομονὴ καὶ ἂν εἴμαστε πάντα σὲ πνευματικὴ ἐγρήγορση, ὄχι μονάχα τὸν καλὸ καιρό, ἀλλὰ κι ὅταν μᾶς βρίσκουν βάσανα, πειρασμοὶ καὶ θλίψεις, μποροῦμε νὰ ἀποκομίσουμε ἀπ’ ὅλα αὐτά, πνευματικὸ κέρδος. Καὶ μάλιστα, πολὺ περισσότερο κέρδος, ἀπ’ ὅ,τι θὰ ἀποκτούσαμε ἂν βρισκόμασταν σὲ ἄνεση καὶ εὐημερία.
Γιατί ἡ ἄνεση καὶ ἡ καλοπέραση μᾶς κάνει, συνήθως, πιὸ ἀδιάφορους στὰ πνευματικὰ θέματα. Ἡ θλίψη ὅμως καὶ οἱ πειρασμοί, μᾶς κρατοῦν σὲ ἐγρήγορση καὶ μᾶς καθιστοῦν ἄξιούς της βοήθειας τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Πολὺ περισσότερο μάλιστα, ὅταν λόγω τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλπίδας μας στὸν Θεό, ὑπομένουμε τὰ πάντα μὲ πολλὴ καρτερία.
Ἃς μὴ λυπόμαστε λοιπόν, κι ἃς μὴν τὰ χάνουμε ὅταν μᾶς βρίσκουν βάσανα, πειρασμοὶ καὶ θλίψεις. Ἀντίθετα, τότε περισσότερο νὰ χαιρόμαστε. Γιατί αὐτό, ὅπως προείπαμε, γίνεται ἀφορμὴ γιὰ τὴν πνευματικὴ προκοπή μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος μᾶς λέει ξεκάθαρα: “Σ’ ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεό, ὅλα συνεργοῦν γιὰ τὸ καλό τους”.
Καιρὸς τώρα εἶναι νὰ δοῦμε καὶ τὴ φλογερὴ ψυχὴ τῶν Ἀποστόλων. Ὅταν λοιπὸν αὐτοὶ ἄκουσαν τὸν δεσμοφύλακα νὰ λέει “τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ σωθῶ;”, δὲν καθυστέρησαν οὔτε μιὰ στιγμή. Δὲν ἀνέβαλαν καὶ οὔτε ἀμέλησαν γιὰ λίγο τὴν Κατήχηση. Τοῦ εἶπαν ἀμέσως καὶ ἀπερίφραστα: “Πίστεψε στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ θὰ σωθεῖς κι ἐσὺ κι ἡ οἰκογένειά σου” (Πράξ. 16, 31).
Πρόσεχε, ἀποστολικὴ συμπεριφορά! Δὲν ἀρκοῦνται οἱ Ἀπόστολοι νὰ ἀποκαλύψουν μονάχα στὸν δεσμοφύλακα, τὴν Πηγὴ τῆς σωτηρίας. Ἐπιδιώκουν ὥστε, ταυτόχρονα μὲ τὴ δική του ἐπιστροφή, νὰ προσελκύσουν στὴν πίστη καὶ τὰ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογένειάς του. Ἔτσι ἔδωσαν θανάσιμο πλῆγμα στὸ διάβολο: «Βαπτίστηκε ἀμέσως ὁ ἴδιος καὶ ὅλη ἡ οἰκογένειά του. Καὶ χαίρονταν ὅλοι καὶ ἦταν εὐτυχισμένοι ποὺ εἶχαν βρεῖ τὸν Θεὸ» (Πράξ. 16, 33-34).
Τὰ γεγονότα αὐτὰ μας διδάσκουν νὰ μὴν ἀναβάλλουμε ποτὲ τὰ πνευματικὰ θέματα, ἀλλὰ ν’ ἁρπάξουμε, ἀμέσως, κάθε εὐκαιρία ποὺ βρίσκεται στὸ δρόμο μας. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι δὲν περίμεναν οὔτε καν νὰ ξημερώσει.
Τί θὰ ‘χουμε, λοιπόν, νὰ ἀπολογηθοῦμε ἐμεῖς, ὅταν ἀφήνουμε τὶς εὐκαιρίες νὰ κυλοῦν μὲ τὸ χρόνο, χωρὶς νὰ τὶς ἀξιοποιοῦμε, καὶ γιὰ τὸ δικό μας πνευματικὸ κέρδος, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν ἄλλων;
Εἶδες, ὅτι ἐδῶ ἡ φυλακὴ ἔγινε Ἐκκλησία; Πρόσεξες, ὅτι τὸ καταφύγιο τῶν δημίων ἀποδείχθηκε, ἀναπάντεχα, τόπος προσευχῆς ποῦ ἐτελεῖτο μυσταγωγία;
Πολὺ σπουδαῖο εἶναι, ἀγαπητοί μου, τὸ νὰ εἴμαστε πάντα πιστοί, ὑπομονετικοὶ καὶ μὲ πνευματικὴ ἐγρήγορση. Νὰ μὴν ἀμελοῦμε, ἀλλὰ νὰ ἐπιδιώκουμε τὸ πνευματικὸ κέρδος. Νὰ ἀξιοποιοῦμε τὸ καθετὶ κι ἔτσι νὰ εἴμαστε “καλοὶ ἔμποροι τοῦ πνεύματος”. Ἂν ἔτσι κάνουμε, θὰ κατανοήσουμε κι ἐμεῖς ἔμπρακτα, ἐκεῖνο το, “σ’ ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεό, ὅλα συντελοῦν γιὰ τὸ καλό τους”.
Αὐτὸ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου, σᾶς παρακαλῶ, νὰ τὸν ἔχετε πάντα χαραγμένο μέσα σας. Ποτὲ νὰ μὴ λυπηθεῖτε καὶ νὰ μὴν ἀποκάμετε. Ποτὲ νὰ μὴ λυγίσετε, ὅταν σᾶς βρίσκουν θλίψεις, κακοτυχίες, ἀρρώστιες ἢ ὅ,τι ἄλλο λυπηρὸ καὶ ἐπώδυνο. Ἀντίθετα, νὰ φέρνετε στὸ νοῦ σᾶς τὰ λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὰ παραδείγματα τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων.
Νὰ ἀντιστεκόσαστε μὲ ἀνδρεία σὲ κάθε πειρασμό, μὲ τὴ σκέψη ὅτι, ὅταν εἴμαστε προσεκτικοί, ὑπομονετικοὶ καὶ συγχωρητικοί, θὰ μποροῦμε ν’ ἀποκομίζουμε ἀπ’ ὅλα τα συμβάντα πολὺ πνευματικὸ κέρδος. Πολὺ περισσότερη μάλιστα ὠφέλεια θὰ ἀποκτήσουμε ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, παρὰ ἀπὸ τὶς ἀνέσεις καὶ ἀπὸ τὴν καλοπέραση.
Ποτὲ λοιπὸν κι ἐμεῖς, νὰ μὴν ἀδημονοῦμε, ἐφόσον τώρα γνωρίζουμε, πόσο κέρδος φέρνει στὸν ἄνθρωπο ἡ ὑπομονή. Ἐπίσης νὰ μὴν ἀντιπαθοῦμε, ἀλλὰ νὰ συγχωροῦμε, ἐκείνους ποὺ μᾶς προκάλεσαν τὴ θλίψη καὶ τὸν πειρασμό. Γιατί, κι ἂν ἀκόμα αὐτοὶ μας ἐπιβουλεύονται καὶ μᾶς προκαλοῦν τὸν πειρασμὸ καὶ τὴ θλίψη, σκόπιμα καὶ μὲ τὴ θέλησή τους, ὅμως αὐτό, σὲ τελευταία ἀνάλυση, τὸ ἐπιτρέπει ὁ Κύριος των πάντων.
Παραχωρεῖ ὁ Θεὸς νὰ πέσουμε στὸν πειρασμὸ καὶ τὴ θλίψη, γιατί ἀποσκοπεῖ στὴν πνευματική μας ὠφέλεια. Γιὰ νὰ μπορεῖ δηλαδὴ νὰ μᾶς χαρίσει στὸ τέλος, πλουσιοπάροχα, τὸ μισθὸ τῆς ὑπομονῆς.
Ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ εὐχαριστία, ποὺ λειτουργεῖται στὴν ψυχὴ τὸν καιρὸ τῶν θλίψεων, τὴν εὐεργετεῖ πολὺ καὶ τὴ λυτρώνει ἀπὸ τὶς δικές της ἁμαρτίες.
Γιατί, ἂν τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, τὸν θησαυρὸ καὶ δάσκαλο τῆς οἰκουμένης, ἀνεχόταν ὁ Κύριος νὰ τὸν βλέπει νὰ πέφτει καθημερινὰ σὲ τόσες θλίψεις καὶ πειρασμοὺς — ὄχι βέβαια ἀπὸ περιφρόνηση στὸν ἀθλητὴ τοῦ πνεύματος, ἀλλὰ τὸν ἄφηνε στὰ βάσανα, γιὰ νὰ τοῦ αὐξήσει καὶ τὰ στεφάνια— τί θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ἐμεῖς; Ἐμεῖς, ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς πέφτουμε στοὺς πειρασμοὺς καὶ στὶς θλίψεις, ὄχι ἀπὸ φθόνο τοῦ Πονηροῦ, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς δικῆς μας ἁμαρτίας; Μὲ τὴν λίγη λοιπὸν τιμωρία μᾶς ἐδῶ, θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ δεχθοῦμε τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ βρεθοῦμε, τὴ φοβερὴ ἐκείνη Ἡμέρα τῆς Κρίσεως, μέτοχοί της μερίδας τῶν σωσμένων.
Αὐτὰ λοιπόν, νὰ σκεπτόμαστε πάντα, ἀγαπητοί μου. Νὰ ἀντιστεκόμαστε μὲ γενναιότητα σὲ καθετὶ λυπηρὸ καὶ ἐπώδυνο. Ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ γλυτώσουμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Νὰ ἀξιωθοῦμε δηλαδή, νὰ ἀπολαύσουμε τὸν μισθὸ τῆς ὑπομονῆς μας.
Κι αὐτὸ σημαίνει: Νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ γίνουμε μέτοχοί των αἰωνίων ἀγαθῶν, μὲ τὴ Χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πρέπει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: “H Άλλη Ὄψις”
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!