Συναξάρι Τριωδίου
Τὴν ἁγία καὶ μεγάλη Πέμπτη οἱ θεῖοι πατέρες μᾶς παρέδωσαν νὰ ἑορτάζουμε τέσσερα γεγονότα, τὰ ὁποῖα παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς θείους ἀποστόλους καὶ ἀπὸ τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια: τὸν ἱερὸ νιπτήρα, τὸν μυστικὸ δεῖπνο (δηλαδὴ τὴν παράδοση τῶν φρικτῶν μυστηρίων), τὴν ὑπερφυὴ προσευχὴ τοῦ Κυρίου καὶ τέλος τὴν προδοσία.
Ἐπειδὴ τὸ ἑβραϊκὸ Πάσχα –ὁ ἀμνός– ἔμελλε νὰ θυσιαστεῖ τὴν Παρασκευή, καὶ τὴν προτύπωση ἔπρεπε νὰ τὴν ἀκολουθήσει ἡ ἀλήθεια, δηλαδὴ σὲ αὐτὸ νὰ θυσιαστεῖ καὶ τὸ ἀληθινὸ Πάσχα μας, ὁ Χριστός, γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος πρόλαβε καὶ ἔκανε τὸ Πάσχα μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ τὸ βράδυ τῆς Πέμπτης. Διότι αὐτὸ καὶ ὅλη ἡ Παρασκευὴ λογίζεται ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους ἕνα, ἔτσι δηλαδὴ μετροῦν αὐτοὶ τὸ νυχθήμερο.
Στὴ συνέχεια, φανερώνοντας τὰ τελειότατα στοὺς μαθητές, παρέδωσε στὸ ἀνώγειο καὶ τὸ μυστήριο τοῦ δικοῦ μας Πάσχα, καὶ ἐνῶ εἶχε πλέον νυχτώσει.
Πρὶν ὅμως ἀρχίσουν νὰ δειπνοῦν –ὅπως λέει ὁ θεῖος Χρυσοστομος–, ὁ Χριστὸς σηκώθηκε, ἔβγαλε τὰ ἐξωτερικά του ἐνδύματα καὶ ἔβαλε νερὸ στὴ λεκάνη, πάντα μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ χέρια, γιὰ νὰ κάνει τὸν Ἰούδα νὰ ντραπεῖ καὶ γιὰ νὰ διδάξει τοὺς μαθητὲς νὰ μὴν ἐπιζητοῦν τὸ πρωτεῖο, βάζοντας ὑπόδειγμα τὸν ἑαυτό του.
Φαίνεται ὅτι πρῶτα ἀπ’ ὅλους ὁ Χριστὸς ἔπλυνε τὰ πόδια τοῦ Ἰούδα, ποὺ μὲ θρασύτητα εἶχε καθίσει πρῶτος, καὶ μετὰ πῆγε στὸν Πέτρο, ὁ ὁποῖος, καθὼς ἦταν ὁ πιὸ ὁρμητικὸς ἀπ’ ὅλους, ἐμπόδισε τὸν Διδάσκαλο, ἔπειτα ὅμως τοῦ ἐπέτρεψε.
Ἀφοῦ λοιπὸν τοὺς ἔπλυνε τὰ πόδια καὶ ἔτσι τοὺς ἔδειξε παράδοξο τρόπο ὕψωσης τὴν ταπείνωση, φόρεσε πάλι τὰ ἐνδύματά του, κάθισε καὶ τοὺς δίδαξε νὰ ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ νὰ μὴν ἐπιζητοῦν τὸ πρωτεῖο.
Καθὼς ἔτρωγαν, ὁ Χριστὸς ἀνέφερε τὸ θέμα τῆς προδοσίας. Ἀκούγοντας τὸν λόγο οἱ μαθητὲς ταράχθηκαν, καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπε σιγὰ μόνο στὸν Ἰωάννη: «Σὲ ὅποιον θὰ δώσω ἕνα κομμάτι ψωμί, ἀφοῦ τὸ βουτήξω, αὐτὸς εἶναι ποὺ θὰ μὲ παραδώσει» (Ἰω. 13:26). Γιατί ἂν τὸ ἤξερε αὐτὸ ὁ Πέτρος, καθὼς ἦταν πιὸ ὁρμητικὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, θὰ σκότωνε τὸν Ἰούδα. Εἶπε ἐπίσης: «Εἶναι αὐτὸς ποὺ βούτηξε μαζί μου τὸ χέρι στὴν πιατέλα» (Ματθ. 26:23), καὶ ἔγιναν καὶ τὰ δύο.
Μετὰ ἀπὸ λίγο πῆρε στὰ χέρια τοῦ τὸν ἄρτο καὶ εἶπε: «Λάβετε, φάγετε· αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα μου», ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ ποτήριο λέγοντας: «Πιεῖτε ἀπὸ αὐτὸ ὅλοι, γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ αἷμα μου, τὸ ὁποῖο ἐπικυρώνει τὴν Καινὴ Διαθήκη. Αὐτὸ ποὺ κάνω τώρα, νὰ τὸ κάνετε στὴν ἀνάμνησή μου».
Πρόσεξε ὅτι τὸ σῶμα Τοῦ τὸ λέει ἄρτο καὶ ὄχι ἄζυμο. Ἃς ντραποῦν λοιπὸν αὐτοὶ ποὺ τελοῦν τὴ Λειτουργία μὲ ἄζυμο.
Ὅταν ὁ Ἰούδας πῆρε τὸ κομμάτι ψωμί, μπῆκε μέσα του ὁ σατανᾶς, ὁπότε πῆγε καὶ συμφώνησε μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς νὰ τοὺς παραδώσει τὸν Ἰησοῦ γιὰ τριάντα ἀργύρια.
Οἱ δὲ μαθητὲς μετὰ τὸ δεῖπνο πῆγαν στὸ Ὅρος τῶν Ἐλαιῶν, σὲ κάποιο μέρος ποὺ λέγεται Γεθσημανή.
Ὁ Κύριος, ἀφοῦ τοὺς εἶπε πολλά, πρόσθεσε: «Αὐτὴ τὴ νύχτα ὅλοι σας θὰ χάσετε τὴν ἐμπιστοσύνη σᾶς σ’ ἐμένα». Ὁ δὲ Πέτρος εἶπε: «Κι ἂν ὅλοι το κάνουν, ἐγὼ δὲν θὰ σὲ ἀρνηθῶ». Ἦταν τότε βαθιὰ νύχτα, καὶ ὁ Κύριος του ἀποκρίθηκε: «Πρὶν λαλήσει ὁ πετεινὸς γιὰ δεύτερη φορά, θὰ μὲ ἀπαρνηθεῖς τρεῖς φορές».
Πράγμα ποὺ ἔγινε ὅταν ὁ Πέτρος κυριεύθηκε ἀπὸ πολὺ φόβο. Διότι ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ δείξει τὴν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ὥστε ὅταν ἀργότερα θὰ ἐμπιστευόταν τὴν οἰκουμένη στὸν Πέτρο, αὐτὸς νὰ τὴ γνωρίζει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ εἶναι συγχωρητικὸς στοὺς ἁμαρτάνοντες.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Χριστός, δείχνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση του καὶ πόσο φοβερὸς εἶναι γιὰ ὅλους ὁ θάνατος, εἶπε: «Ἡ ψυχή μου εἶναι περίλυπη μέχρι θανάτου».
Καὶ ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκε σὲ ἀπόσταση μιᾶς πετριᾶς, προσευχόταν καὶ εἶπε τρεῖς φορές: «Πατέρα μου, ἂν δὲν μπορῶ ν’ ἀποφύγω αὐτὸ τὸ ποτήρι ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ πιῶ, ἃς γίνει τὸ θέλημά σου», καὶ ἐπίσης: «Πατέρα, ἂν εἶναι δυνατό, ἃς μὴν πιῶ αὐτὸ τὸ ποτήρι» (Ματθ. 26:42 καὶ 39).
Αὐτὸ τὸ ἔλεγε βέβαια ὡς ἄνθρωπος, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ γιὰ νὰ ἐξαπατήσει τὸν διάβολο, ὥστε νὰ τὸν θεωρήσει ἀδύναμο ἄνθρωπο ποὺ φοβᾶται καὶ νὰ μὴν ἐμποδίσει τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου του στὸν σταυρό.
Ἔπειτα ὁ Χριστὸς ἐπέστρεψε στοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς βρῆκε βυθισμένους στὸν ὕπνο. Στράφηκε τότε πρὸς τὸν Πέτρο καὶ εἶπε: «Οὔτε μιὰ ὥρα δὲν μπορέσατε νὰ ἀγρυπνήσετε μαζί μου;» Σὰν νὰ ἔλεγε: Ἐσὺ ποῦ λὲς ὅτι θὰ ἀγωνιστεῖς μέχρι θανάτου, ἔτσι κοιμᾶσαι μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους;
Πῆγε ἔπειτα μὲ τοὺς μαθητές του στὴν ἀπέναντι πλευρὰ τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, ὅπου ἦταν ἕνας κῆπος, καὶ ἐκεῖ στάθηκαν.
Ὁ Ἰούδας γνώριζε ὅτι ὁ Ἰησοῦς συνήθιζε νὰ πηγαίνει σὲ ἐκεῖνο τὸν τόπο, γι’ αὐτὸ καὶ πῆγε πρὸς αὐτὸν παίρνοντας μερικοὺς στρατιῶτες καὶ ἀκολουθούμενος ἀπὸ ὄχλο, στοὺς ὁποίους ἔδωσε ὡς συνθηματικὸ σημάδι τὸ φίλημα.
Καὶ ὁ λόγος ποὺ αὐτοὶ ἦρθαν νύχτα ἦταν γιὰ νὰ μὴ γίνει καμιὰ ἐπανάσταση ἀπὸ τὸν λαό.
Ὁ Χριστὸς βγῆκε πρῶτος πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπε: «Ποιὸν ζητᾶτε;» Αὐτοὶ δὲν τὸν γνώρισαν, ἂν καὶ εἶχαν φανοὺς καὶ δαυλούς, καὶ ἀπὸ τὸν φόβο ἔπεσαν κάτω καὶ ἔφυγαν.
Ὅταν ἐπανῆλθαν καὶ ὁ Ἰούδας ἔδωσε τὸ σύνθημα μὲ τὸ φίλημα, ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε: «Φίλε, κᾶνε αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἦρθες». Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε: Γι’ αὐτὸ ποὺ ἦρθες νὰ κάνεις, Ἰούδα, ἔχεις τὴν εὐκαιρία. Καὶ πρόσθεσε: «Ληστὴς εἶμαι, καὶ βγήκατε νὰ μὲ συλλάβετε μὲ ξίφη καὶ ρόπαλα;»
Τότε ὁ Πέτρος, καθὼς ἦταν πολὺ ὁρμητικός, τράβηξε μαχαίρι καὶ ἔκοψε τὸ δεξὶ αὐτὶ τοῦ Μάλχου ποὺ ἦταν δοῦλος τοῦ ἀρχιερέα. Ὁ Χριστὸς ἐπέπληξε τὸν Πέτρο λέγοντας ὅτι δὲν εἶναι καλὸ νὰ μεταχειρίζεται μαχαίρι ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, καὶ θεράπευσε τὸ αὐτὶ τοῦ Μάλχου.
Ἀφοῦ συνέλαβαν τὸν Ἰησοῦ, τὸν ἔφεραν δεμένο στὴν αὐλὴ τοῦ ἀρχιερέα Ἄννα, ὁ ὁποῖος ἦταν πεθερὸς τοῦ Καϊάφα. Ἐκεῖ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ὅλοι οἱ ἐνάντιοι στὸν Χριστὸ φαρισαῖοι καὶ γραμματεῖς.
Στὴ συνέχεια ἔγινε τὸ περιστατικὸ τοῦ Πέτρου μὲ τὴν ὑπηρέτρια καὶ ἡ ἄρνησή του. Καὶ καθὼς στὸ μεταξὺ εἶχε περάσει ἡ νύχτα, ὁ πετεινὸς λάλησε τρεῖς φορὲς καὶ ὁ Πέτρος θυμήθηκε τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔκλαψε πικρά.
Μὲ τὸ χάραμα ὁδήγησαν τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν Ἄννα στὸν ἀρχιερέα Καϊάφα, ὅπου καὶ τὸν ἔφτυσαν καὶ ἔφεραν ἐναντίον τοῦ ψευδομάρτυρες.
Ὅταν πλέον ξημέρωσε, ὁ Καϊάφας τὸν ἀπέστειλε στὸν Πιλάτο. Καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν πῆγαν –λέει ὁ εὐαγγελιστής–, δὲν μπῆκαν στὸ πραιτώριο, γιὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν, ἀλλὰ νὰ φᾶνε τὸ Πάσχα καθαροὶ (Ἰω. 18:28).
Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ βγαίνει τὸ συμπέρασμα ὅτι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι ἔκαναν τότε κάτι παράνομο, μεταθέτοντας τὸ Πάσχα, ὅπως λέει ὁ θεῖος Χρυσόστομος· διότι ἐκείνη τὴ νύχτα ἔπρεπε νὰ τὸ φάνε, ἀλλὰ γιὰ νὰ θανατώσουν τὸν Χριστὸ τὸ ἀνέβαλαν. Διότι ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέει ὅτι ὅλα αὐτὰ ἔγιναν πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα (Ἰω. 13:1), δηλαδὴ κατὰ τὴν Πέμπτη καὶ τὴν ἀκόλουθη νύχτα.
Γιὰ ὅλα αὐτὰ καὶ ἐμεῖς ἑορτάζουμε ἐνθυμούμενοι μὲ δέος ἐκεῖνα τὰ φοβερὰ καὶ ἀνείπωτα ἔργα καὶ τὶς πράξεις.
Μὲ τὴν ἄφατη εὐσπλαχνία σου, Χριστὲ ὁ Θεός μας, ἐλέησέ μας. Ἀμήν.
Διασκευὴ γιὰ τὴν Κ.Ο. τοῦ κειμένου τοῦ Τριωδίου.