Πρόλογος

Σύμφωνα μὲ ὁμόφωνη ἁγιοπατερικὴ μαρτυρία τὴν ὁποία ἐπιβεβαιώνει ἀδιάκοπη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση αἰώνων, οἱ εἰδικὲς εὐχὲς γιὰ τοὺς νεκροὺς θεσπίστηκαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους. Ἡ θέσπιση αὐτὴ ἔχει δύο βασικὰ δογματικὰ θεμέλια: α) τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας ἁγίων, ποὺ ἀποτελεῖται ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς ἀλλὰ καὶ τοὺς «κεκοιμημένους» χριστιανοὺς καὶ β) τὴν πίστη στὴ μεταθανάτια ζωή, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν τελικὴ κρίση.

Ἐπιπλέoν, ἡ διδασκαλία καὶ ἡ διαχρονικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς προτρέπουν νὰ ἐκδηλώνουμε τὴ μέριμνά μας γιὰ τὴν ἀνάπαυση μιᾶς ψυχῆς ὄχι μόνο μὲ προσευχές, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα ἀγάπης. Ἔτσι, οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγὲς παραγγέλνουν νὰ προσφέρονται στοὺς φτωχοὺς ὁρισμένα ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα τοῦ νεκροῦ στὴ μνήμη του. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο, συμβουλεύει νὰ κάνουμε τέτοιες ἀγαθοεργίες, «ὥστε, ἂν μὲν ὁ νεκρὸς εἶναι ἁμαρτωλός, ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του• καὶ ἂν εἶναι δίκαιος, νὰ λάβει μεγαλύτερο μισθὸ καὶ ἀνταπόδοση». Οἱ προσευχές, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, γιὰ τοὺς νεκροὺς περιλαμβάνουν τόσο τὴν μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τους στὶς θεῖες λειτουργίες, ὅσο καὶ τὴν τέλεση εἰδικῶν ἀκολουθιῶν, τῶν μνημοσύνων.

Ἤδη στὶς Ἀποστολικὲς Διδαχὲς βρίσκεται ἡ διάκριση τῶν μνημοσύνων σὲ «τρίτα», «ἔνατα», «τεσσαρακοστὰ» καὶ ἐνιαύσια» (ἐτήσια), ἀνάλογα μὲ τὸ χρόνο τελέσεώς τους ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου.

Πολλοὶ συμβολισμοὶ τῶν ἐπιμέρους μνημοσύνων ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς πατέρες. Οἱ κυριότεροι εἶναι οἱ ἑξῆς: Τὰ «τρίτα» συμβολίζουν τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν τριήμερη παραμονή Του στὸν τάφο καὶ τελοῦνται μὲ τὴν εὐχὴ ν’ ἀναστηθεῖ καὶ ὁ νεκρὸς στὴν οὐράνια βασιλεία. Τὰ «ἔνατα» τελοῦνται γιὰ τὰ ἐννέα τάγματα τῶν ἀύλων ἀγγέλων, μὲ τὴν εὐχὴ νὰ βρεθεῖ κοντά τους ἡ ἄυλη ψυχὴ τοῦ νεκροῦ. Τὰ «τεσσαρακοστὰ» τελοῦνται γιὰ τὴν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔγινε σαράντα μέρες μετὰ τὴν ἀνάστασή Του. Μὲ τὴν εὐχὴ νὰ «ἀναληφθεῖ» καὶ ὁ νεκρός, νὰ συναντήσει τὸ Χριστὸ στοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ ζήσει γιὰ πάντα μαζί Του. Τὰ «ἐνιαύσια» (ἐτήσια), τέλος, τελοῦνται τὴν ἐπέτειο ἡμέρα τοῦ θανάτου, σὲ ἀνάμνηση τῶν γενεθλίων τοῦ νεκροῦ, καθώς, γιὰ τοὺς πιστοὺς χριστιανούς, ἡμέρα τῆς ἀληθινῆς γεννήσεως εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ σωματικοῦ θανάτου καὶ τῆς μεταστάσεως στὴν αἰώνια ζωή. Μνημόσυνα, ἀντίστοιχα μὲ τὰ παραπάνω, τελοῦνται τὸν τρίτο, ἕκτο καὶ ἔνατο μήνα ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου («τρίμηνα», «ἑξάμηνα», «ἐννεάμηνα»).

Αποτέλεσμα εικόνας για αγιορειτικα μνημόσυναΤὴ μεγαλύτερη ὠφέλεια, πάντως, στοὺς νεκροὺς τὴν προξενεῖ ἡ τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας στὴ μνήμη τους, γιατί τότε, μὲ τὶς μερίδες τους στὸ ἅγιο δισκάριο, «ἑνώνονται ἀόρατα μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἐπικοινωνοῦν μαζί Του καὶ παρηγοροῦνται καὶ σώζονται καὶ εὐφραίνονται ἐν Χριστῷ» (ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης).

Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ εἰδικὰ γιὰ κάθε νεκρὸ μνημόσυνα, ἡ Ἐκκλησία ἔχει στὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες της, γενικὲς δεήσεις γιὰ τοὺς «κεκοιμημένους», ὅπως εἶναι λ.χ. τὸ νεκρώσιμο μέρος τοῦ μεσονυκτικοῦ καὶ οἱ σχετικὲς ἀναφορὲς στὶς ἐκτενεῖς τοῦ ἑσπερινοῦ, τοῦ ὄρθρου καὶ τῆς θείας λειτουργίας. Ἔχει, ἐπίσης, καθιερώσει καὶ εἰδικὲς ἡμέρες μνημοσύνων. Τὰ Σάββατα σχεδὸν ὅλου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, καὶ ἰδιαίτερα τὰ προηγούμενα τῶν Κυριακῶν τῆς Ἀπόκρεω καὶ τῆς Πεντηκοστῆς (Ψυχοσάββατα), εἶναι ἀφιερωμένα στὴ μνήμη τῶν νεκρῶν.

Πρέπει, τέλος, νὰ σημειωθεῖ, ἂν καὶ αὐτονόητο, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τελεῖ μνημόσυνα μόνο γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ κοιμήθηκαν μέσα στοὺς κόλπους της.

Ὅσα συνοπτικὰ ἀναφέρθηκαν πιὸ πάνω γιὰ τὰ μνημόσυνα καί, γενικότερα, τὴν κοινωνία τῶν ζωντανῶν μὲ τὰ «κεκοιμημένα» μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ὅλων τῶν μελῶν τοῦ θεανθρώπινου σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀφενὸς ἐνημερωτικὰ γιὰ τὸν «ἀμύητο» ἀναγνώστη καὶ ἀφετέρου προοιμιακά τῆς πραγματείας τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ «Περὶ τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων», ἀποσπάσματα τῆς ὁποίας ἀκολουθοῦν σὲ ἐλεύθερη νεοελληνικὴ ἀπόδοση.

Μ’ αὐτὸ τὸ ἔργο του ὁ μεγάλος ἅγιος καὶ θεολόγος τοῦ 8ου αἰώνα συνοψίζει τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησία μας γιὰ τὰ μνημόσυνα καί, χρησιμοποιώντας πλῆθος πατερικῶν μαρτυριῶν, ἀπαντᾶ σὲ πολλὰ ἐρωτήματα, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἱστορικὴ προέλευση, τὴ σημασία καὶ τὴ σκοπιμότητά τους.

1). Καὶ οἱ Ἰουδαῖοι πρόσφεραν θυσίες γιὰ τὴν ἐξάλειψη τῶν ἁμαρτιῶν «τῶν μετ’ εὐσεβείας κοιμωμένων» (Β΄ Μακ.12:45)

2) Σχετικὸς εἶναι καὶ ὁ θεολογικὸς συμβολισμὸς τῶν κολλύβων ποὺ προστίθενται σὲ κάθε μνημόσυνο. Τὸ σιτάρι συμβολίζει τὴν ταφή, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν πέρα ἀπὸ τὸν τάφο ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, καθώς, πέφτοντας στὴ γῆ, σαπίζει καὶ «πεθαίνει». Ἀπ’ αὐτὸν τὸ «θάνατό» του ὅμως βλασταίνει μία νέα ζωή.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

Ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὰ μνημόσυνα

Ὁ διάβολος, ὁ ἄδειος ἀπὸ καθετὶ καλὸ καὶ θεάρεστο, μὲ πρόσχημα ἀλλόκοτο καὶ παράδοξο καὶ ὁλότελα ἄθεσμο, ἔπεσε πάνω σὲ κάποιους καὶ τοὺς φύτεψε τὴν ἰδέα ὅτι τάχα δὲν ὠφελοῦν σὲ τίποτα τοὺς νεκροὺς ὅλες οἱ θεάρεστες πράξεις, ποὺ γίνονται γιὰ τὶς ψυχές. Γιατί λένε, χρησιμοποιώντας ἁγιογραφικὰ χωρία γιὰ νὰ στηρίξουν τὴν ἄποψή τους, «Ὁ καθένας θὰ πάρει τὴν ἀμοιβὴ του ἀνάλογα μὲ τὰ ὅσα καλὰ ἢ κακὰ ἔπραξε σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ» (Β΄ Κορ.5:10) καὶ «Στὸν ἅδη ποιὸς θὰ μετανοήσει ἐνώποιόν Σου;» (πρβλ.Ψαλμ. 6:6) καὶ «Ἐσύ, Κύριε, θὰ ἀμείψεις ἢ θὰ τιμωρήσεις τὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του» (Ψαλμ. 61:13) καὶ «ὅ,τι ἔσπειρε ὁ καθένας, αὐτὸ καὶ θὰ θερίσει». (πρβλ.Γαλ. 6:7).

Ἀλλά, σοφοί μου, θὰ λέγαμε σ’ αὐτούς, ἐρευνῆστε καὶ μάθετε, ὅτι ὅσο μεγάλος κι ἂν εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἐμπνέει ὁ Θεός, ὁ Κύριος τῶν ὅλων, πολὺ πιὸ μεγάλη εἶναι ἡ ἀγαθότητά Του. Καὶ οἱ ἀπειλὲς Του εἶναι, βέβαια φοβερές, μὰ καὶ ἡ φιλανθρωπία Του ἀφάνταστα μεγάλη. Καὶ οἱ καταδίκες Του εἶναι φρικτές, μὰ καὶ ἡ εὐσπλαχνία Του πέλαγος ἀπέραντο.

Προσέξτε τί λέει ἡ Ἁγία Γραφή:

Ὅταν στὴ Σιών, τὴν πόλη τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ, ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος εἶδε τὸ λαὸ του θανατωμένο ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἔψαξε καὶ βρῆκε μέσα στοὺς κόρφους τους μικρὰ εἴδωλα. Ἀμέσως, μὲ κάθε εὐλάβεια καὶ ἀγάπη, πρόσφερε γιὰ τὸν καθένα τους ἐξιλαστήρια θυσία στὸν σπλαχνικὸ Κύριο. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴ Γραφὴ θαυμάζεται γιὰ τὴν πράξη του ἐκείνη, καθὼς καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἄλλες (βλ. Β΄ Μακκ. 12:38-45).

Οἱ μαθητὲς τοῦ Σωτήρα μας, πάλι, οἱ μῦστες καὶ αὐτόπτες τοῦ Λόγου, οἱ θεῖοι ἀπόστολοι, ποὺ σαγήνεψαν τὸν κόσμο, θέσπισαν νὰ γίνεται μνημόνευση τῶν πιστῶν νεκρῶν κατὰ τὴν τέλεση τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν μυστηρίων. Ἀπὸ τότε μέχρι τώρα ἡ ἀποστολικὴ καὶ καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, σ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς, κρατάει σταθερὰ καὶ ἀναντίρρητα αὐτὴ τὴν παράδοση, καὶ θὰ τὴν κρατάει ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου.

Αὐτό, ὁπωσδήποτε, δὲν τὸ θέσπισαν οὔτε ἀλόγιστα οὔτε ἄσκοπα οὔτε τυχαῖα. Γιατί τίποτε ἀνώφελο δὲν ἔχει παραλάβει ἡ ἀλάθητη χριστιανικὴ θρησκεία καὶ τίποτε ἄχρηστο δὲν ἔχει διατηρήσει σταθερὰ τόσους αἰῶνες. Ὅλα ὅσα ἔχει παραλάβει καὶ διατηρήσει εἶναι καὶ χρήσιμα καὶ θεάρεστα καὶ πολὺ ὠφέλιμα καὶ πολὺ σωτήρια.

Ἂς δοῦμε, ὅμως, τί ἔχουν πεῖ γι’ αὐτὸ τὸ θέμα οἱ παλαιότεροι ἅγιοι πατέρες.

Ὁ μεγάλος καὶ βαθὺς γνώστης τῶν θείων Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, στὸ ἔργο του γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία, γράφει ἀκριβῶς τὰ ἑξῆς: «Οἱ προσευχὲς τῶν ἁγίων καὶ σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καί, πολὺ περισσότερο, μετὰ τὸ θάνατο, ἐπιδροῦν σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι ἄξιοι ἱερῶν εὐχῶν, δηλαδὴ στοὺς πιστούς». Καὶ πάλι: «Ὁ πανάγαθος Θεὸς ζητάει νὰ συγχωρήσει ὅλα τὰ πταίσματα, ποὺ ὀφείλονται στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, καὶ νὰ τοὺς τοποθετήσει στὴ χώρα τῶν ζωντανῶν, στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ, ἀπ’ ὅπου ἔχουν φυγαδευθεῖ ὁ πόνος, ἡ λύπη καὶ ὁ στεναγμός, παραβλέποντας μὲ τὴν ἀγαθότητα τῆς θεαρχικῆς Του δυνάμεως τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔκανε ὁ νεκρὸς ἀπὸ ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἀφοῦ, ὅπως λέει ἡ Γραφή, κανένας δὲν εἶναι καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτία.

Βλέπεις ἐσὺ ποὺ ἀντιλέγεις, πὼς βεβαιώνει ὅτι εἶναι ὠφέλιμες οἱ δεήσεις γι’ αὐτοὺς ποὺ πέθαναν μὲ τὴν ἐλπίδα τους στὸν Θεό;

Ὁ ἐπώνυμός τῆς θεολογίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, λέει γιὰ τὴ μητέρα του στὸν ἐπιτάφιο λόγο τοῦ ἀδερφοῦ του Καισαρίου: «Ἀκούστηκε κήρυγμα ἀξιοπρόσεκτο καὶ ὁ πόνος τῆς μητέρας γίνεται πιὸ ἐλαφρὸς μὲ τὴν καλὴ καὶ θεάρεστη ὑπόσχεση, ὅτι θὰ τὰ δώσει ὅλα γιὰ χάρη τοῦ παιδιοῦ, θὰ δώσει τὸν πλοῦτο του ὡς ἐπιτάφιο δῶρο γι’ αὐτό». Καὶ πιὸ κάτω: «Ὅσα, λοιπόν, ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς, εἶναι αὐτά. Καὶ ἄλλα τὰ κάναμε ἤδη, ἀλλὰ θὰ τὰ κάνουμε στὸ μέλλον, προσφέροντας τὶς ἐτήσιες τιμὲς καὶ τὰ μνημόσυνα, ἂν φυσικὰ μείνουμε στὴ ζωή».

Μετὰ ἀπ’ αὐτόν, ὁ χρυσώνυμος καὶ πραγματικὰ Χρυσόστομος Ἰωάννης, στὴ θεοφώτιστη ἑρμηνεία του στὸ κατὰ Ἰωάννη εὐαγγέλιο, λέει: «Ἂν οἱ εἰδωλολάτρες καῖνε μαζὶ μὲ τοὺς νεκροὺς καὶ τὰ πράγματα ποὺ τοὺς ἀνήκουν, πόσο μᾶλλον ἐσύ, ὁ πιστός, πρέπει νὰ συνοδέψεις μαζὶ μὲ τὸν πιστὸ καὶ τὰ πράγματά του, ὄχι γιὰ τὴν στάχτη, ὅπως ἐκεῖνα τῶν εἰδωλολατρῶν, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοῦ ἐξασφαλίσεις μεγαλύτερη δόξα: Ἂν δηλαδὴ ὁ νεκρὸς εἶναι ἁμαρτωλός, γιὰ ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του• ἂν πάλι εἶναι δίκαιος γιὰ ν’ αὐξηθοῦν ὁ μισθὸς καὶ ἡ ἀνταμοιβή του». Καὶ στὴν ἑρμηνεία του στὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολὴ γράφει: «Ἂς σοφιστοῦμε κάποιαν ὠφέλεια γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔφυγαν. Ἂς τοὺς προσφέρουμε κάθε δυνατὴ βοήθεια. Μιλάω γιὰ τὶς ἐλεημοσύνες καὶ τὶς προσφορές, αὐτὲς ποὺ πραγματικά τοὺς ἐξασφαλίζουν πολλὴ ἀνακούφιση, μεγάλη ἀπολαβὴ καὶ ὠφέλεια. Γιατί αὐτὰ ποὺ νομοθετήθηκαν οὔτε παραδόθηκαν ἔτσι ἄσκοπα καὶ τυχαῖα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς σοφοὺς μαθητές Του. Καὶ δὲν θὰ μᾶς ἄφηναν ἐκείνη τὴν παράδοση νὰ κάνει εὐχὴ ὁ ἱερέας, κατὰ τὴν τέλεση τῶν φρικτῶν μυστηρίων, γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ κοιμήθηκαν, ἂν δὲν γνώριζαν ὅτι θὰ εἶχαν ἀπ’ αὐτὸ πολὺ κέρδος καὶ μεγάλη ὠφέλεια.

Ὁ σοφὸς Γρηγόριος ὁ Νύσσης, πάλι γράφει: «Τίποτα δὲν παραδόθηκε ἀσυλλόγιστα καὶ ἀνώφελα ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ κήρυκες τοῦ Χριστοῦ, μὰ καὶ τίποτα δὲν διατηρήθηκε ἀσυλλόγιστα καὶ ἀνώφελα σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ μνημονεύουμε κατὰ τὴ θεία κι ὁλόλαμπρη μυσταγωγία ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν ὀρθόδοξοι, εἶναι ὁπωσδήποτε ὠφέλιμο καὶ θεάρεστο».

Γιατί τὰ λόγια, «Ἐσύ, Κύριε, θ’ ἀμείψεις ἢ θὰ τιμωρήσεις τὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του» (Ψαλμ. 61:13) καὶ «Ὁ καθένας θὰ θερίσει αὐτὸ ποὺ ἔσπειρε» (πρβλ. Γαλ.6:7) καὶ τὰ ἄλλα παρόμοια, ἔχουν λεχθεῖ ὁπωσδήποτε γιὰ τὴ Δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου, τὴ φοβερὴ κρίση καὶ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Τότε, βέβαια, δὲν θὰ ὑπάρχει δυνατότητα βοήθειας. Τότε κάθε ἱκεσία θὰ εἶναι ἀνώφελη. Γιατί, ὅταν τελειώσει τὸ παζάρι, δὲν ὑπάρχει πιὰ ἐμπόρευμα διαπραγματεύσιμο. Πραγματικά, ποῦ θὰ εἶναι τότε οἱ φτωχοί; Ποῦ θὰ εἶναι οἱ ἱερεῖς γιὰ τὴν τέλεση τῆς λατρείας; Ποῦ οἱ ψαλμωδίες; Ποῦ οἱ εὐεργεσίες; Ποῦ οἱ ἀγαθοεργίες;

Γι’ αὐτό, πρὶν ἔρθει ἐκείνη ἡ ὥρα, ἂς βοηθήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ ἂς προσφέρουμε στὸν φιλάνθρωπο Θεὸ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης μας στοὺς ἀδερφούς. Γιατί δέχεται μὲ εὐχαρίστηση τὶς προσφορές μας γιὰ χάρη ὅσων δὲν πρόλαβαν καὶ ἔφυγαν, θὰ λέγαμε, ἀπροετοίμαστοι. Τὶς δέχεται καὶ τὶς λογαριάζει σὰν πράξεις καὶ προσφορὲς ἐκείνων. Ἔτσι θέλει ὁ φιλάνθρωπος Κύριος, νὰ Τοῦ ζητᾶνε τὰ πλάσματά Του καὶ νὰ τοὺς δίνει ὅσα εἶναι γιὰ τὴ σωτηρία τους. Καὶ μάλιστα λυγίζει ὁλοκληρωτικά, ὅταν κάποιος δὲν ἀγωνίζεται μόνο γιὰ τὴν δική του ψυχή, ἀλλὰ ἐνδιαφέρεται καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ πλησίον του. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος γίνεται μιμητὴς τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς δωρεὲς τῶν ἄλλων τὶς ζητάει σὰν δικές του χάρες. Ἔτσι ἐκπληρώνει τὴν προϋπόθεση τῆς τέλειας ἀγάπης, ἐξασφαλίζει τὸν μακαρισμὸ («μακάριοι εἶναι ὅσοι δείχνουν ἔλεος στοὺς ἄλλους, γιατί σ’ αὐτοὺς θὰ δείξει ὁ Θεὸς τὸ ἔλεός Του», Ματθ.5: 7) καί, μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ πλησίον, εὐεργετεῖ πάρα πολὺ καὶ τὴ δική του ψυχή.

Ἂς περάσουμε τώρα ἀπ’ αὐτὰ σὲ ἄλλα παρόμοια καὶ ἰσοδύναμα. Ὁ Παλλάδιος, στὴ Λαυσαϊκὴ Ἱστορία του, ἀναφέρει μὲ ἀκρίβεια τὰ θαύματα τοῦ μεγάλου Μακαρίου. Ἐκεῖ γράφει πὼς ὁ ὅσιος Μακάριος, ρωτώντας κάποτε τὸ κρανίο ἑνὸς νεκροῦ ἔμαθε ὅλα τὰ σχετικὰ μ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν πεθάνει. Καὶ στὸ τέλος τὸν ρώτησε: ‘‘Δὲν βρίσκετε, λοιπόν, καμιὰ παρηγοριά;’’ Αὐτὴ τὴν ἐρώτηση τὴν ἔκανε, γιατί συνήθιζε νὰ προσεύχεται γιὰ τοὺς νεκροὺς καὶ ἤθελε νὰ ξέρει ἂν πραγματικά τοὺς ὠφελοῦσε. Τότε ὁ φιλάνθρωπος Κύριος θέλησε ν’ ἀποκαλύψει τὴν ἀλήθεια στὸ πιστὸ ὑπηρέτη Του. Τὸν πληροφόρησε, λοιπόν, μέσω τοῦ κρανίου: ‘‘Ὅταν προσφέρεις τὶς δεήσεις γιὰ τοὺς νεκρούς, αἰσθανόμαστε μιὰ μικρὴ ἀνακούφιση’’.

Κάποιος ἄλλος, πάλι, ἀπὸ τοὺς ὁσίους πατέρες εἶχε ἕναν μαθητὴ ποὺ ζοῦσε ἀπρόσεκτα. Ἔτσι, μέσα στὴ ραθυμία, ἔφτασε στὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ὁ πολυεύσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος Κύριος φανέρωσε στὸ γέροντα, ποὺ τὸν παρακάλεσε μὲ δάκρυα, ὅτι θὰ ρίξει τὸν μαθητή του στὴν φωτιὰ μέχρι τὸ λαιμό, ὅπως τὸν πλούσιό τῆς παραβολῆς τοῦ Λαζάρου (Λουκ. 16:23-24). Ὅταν ὁ ὅσιος γέροντας ἄρχισε νὰ κτυπιέται καὶ νὰ ἱκετεύει κλαίγοντας τὸ Θεό, Ἐκεῖνος τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι θὰ τὸν βάλει στὴ φωτιὰ μόνο μέχρι τὴ ζώνη. Μὰ ὅταν καὶ πάλι ὁ γέροντας Τὸν παρακάλεσε μὲ μεγάλη ἐπιμονή, ὁ Θεὸς τοῦ ἔδειξε σὲ ὅραμα ὅτι λύτρωσε τελείως τὸ μαθητή του ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως.

Ἀλλὰ ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ διηγηθεῖ μὲ τὴ σειρὰ ὅλες τὶς μαρτυρίες, ποὺ βρίσκονται σκόρπιες μέσα στοὺς βίους τῶν ἁγίων, στὰ μαρτυρολόγια καὶ στὶς ἱερὲς ἀποκαλύψεις, ἀπ’ ὅπου ὁλοφάνερα ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ προσευχές, οἱ λειτουργίες καὶ οἱ ἐλεημοσύνες γιὰ τοὺς νεκροὺς ὠφελοῦν πολὺ τὶς ψυχές τους; Γιατί, ἀπ’ ὅσα δανείστηκαν στὸ Θεό, τίποτα δὲν πάει χαμένο. Ὅλα τὰ ἀνταποδίδει ὁ Κύριος μὲ τὸ παραπάνω.

Ὅσο γιὰ τὸ λόγο τοῦ προφήτη, «Στὸν ἅδη ποιὸς θὰ μετανοήσει ἐνώπιόν Σου;» (πρβ. Ψάλμ. 6:6), εἴπαμε ἤδη πὼς οἱ ἀπειλὲς τοῦ παντοκράτορα Θεοῦ εἶναι, βέβαια, φοβερές, ἀλλὰ τελικὰ τὶς ἐξουδετερώνει ἡ ἀνυπολόγιστη φιλανθρωπία Του. Ἄλλωστε, καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὸν τὸν λόγο τοῦ προφήτη, ἔγινε ὁπωσδήποτε μετάνοια στὸν ἅδη. Ἐννοῶ τὴ μετάνοια ἐκείνων ποὺ πίστεψαν ἐκεῖ, ὅταν κετέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ τοὺς σώσει. Ἀλλὰ καὶ στὸν ἅδη δὲν τοὺς ἔσωσε ὅλους ὁ Ζωοδότης. Ἔσωσε μόνο ὅσους τὸν πίστεψαν. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι καταργεῖται ἡ προφητεία. Ὄχι, ποτέ. Ἁπλὰ ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ πανάγαθος Κύριος νικιέται ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του στὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸν προφητικὸ λόγο τοῦ Ἰωνᾶ, «Ἡ Νινευΐ θὰ καταστραφεῖ» (Ἰων.3:4). Καὶ ὅμως δὲν καταστράφηκε, γιατί ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ νίκησε τὴ δικαιοσύνη Του. Καὶ στὸν Ἐζεκία εἶπε μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα: «Τακτοποίησε τὶς ὑποθέσεις τοῦ σπιτιοῦ σου, γιατί θὰ πεθάνεις. (Δ΄ Βασ. 20:1). Καὶ ὅμως δὲν πέθανε. Στὸν Ἀχαάβ, πάλι, ἔστειλε τὸν προφήτη Ἠλία γιὰ νὰ τὸν προειδοποιήσει: «θὰ σοῦ στείλω συμφορὲς» (Γ΄ Βασ. 20:21). Καὶ δὲν τοῦ ἔστειλε. Γιατί; Τὸ ἐξήγησε στὸν προφήτη. Εἶδες πῶς μετανόησε ὁ Ἀχαάβ; Γι’ αὐτὸ δὲν θὰ τοῦ στείλω συμφορὲς ὅσο ζεῖ» (Γ΄ Βασ. 20:29). Πάλι, δηλαδή, ἡ ἀγαθότητά Του νίκησε τὴν ἀπόφασή του, ὅπως ἔγινε καὶ σὲ πάρα πολλὲς ἄλλες περιπτώσεις καὶ ὅπως θὰ γίνεται μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, τότε ποὺ θὰ τελειώσει τὸ πανηγύρι, τότε ποὺ δὲν θὰ εἶναι πιὰ καιρὸς γιὰ βοήθεια ἀλλὰ κάθε ἄνθρωπος θὰ βρεθεῖ μόνος μὲ τὸ φορτίο του. Ἐνῶ τώρα εἶναι ἀκόμα καιρός, καιρὸς γιὰ φροντίδα, καιρὸς γιὰ συναλλαγή, καιρὸς γιὰ κόπο καὶ τρεχάματα καὶ ἀγώνα. Καὶ μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀπόκαμε, οὔτε ἔχασε τὴν ἐλπίδα του. Μὰ πιὸ μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίστηκε καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὸν πλησίον του.

Γιατί αὐτό, τὸ νὰ τρέχει δηλαδὴ ὁ καθένας σὲ βοήθεια τοῦ πλησίον, εὐχαριστεῖ περισσότερο τὸν φιλεύσπλαχνο Κύριο. Αὐτὸ θέλει καὶ ἐπιθυμεῖ, νὰ εὐεργετοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ μετὰ τὸ θάνατο. Ἂν δὲν ἔβλεπε σωστὸ κάτι τέτοιο, δὲν θὰ μᾶς ἔδινε τὸ δικαίωμα νὰ μνημονεύουμε τοὺς νεκροὺς στὴ θεία λειτουργία, καθὼς καὶ νὰ τοὺς κάνουμε μνημόσυνα στὶς τρεῖς ἡμέρες, στὶς ἐννέα, στὶς σαράντα καὶ στὸ χρόνο, ὅπως χωρὶς καμιὰν ἀντίρρηση τὰ τηρεῖ ὁ εὐσεβέστατος λαός της. Ἄν, δηλαδή, αὐτὰ ἦταν μία κοροϊδία δίχως κέρδος καὶ ὠφέλεια, ὁπωσδήποτε σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς πολλοὺς προγενέστερους θεοφόρους ἁγίους, πατριάρχες, πατέρες καὶ διδασκάλους θὰ ἐρχόταν ἡ φώτιση νὰ σταματήσει τὴν πλάνη. Κανένας τους, ὅμως, δὲν δοκίμασε ποτὲ νὰ καταργήσει τὰ μνημόσυνα. Ἀπεναντίας, μάλιστα, ὅλοι τὰ ἐπικύρωσαν, κι ἔτσι καθημερινὰ ἡ πρακτικὴ αὐτὴ ὄχι μόνο ἁπλώνεται καὶ ριζώνει, ἀλλὰ δέχεται καὶ ἀλλεπάλληλες προσθῆκες.

Ἂς δοῦμε, ὅμως τί λέει καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στὸν ὡραιότατο λόγο του γιὰ τοὺς κοιμηθέντες: «Κι ἂν ἀκόμα ὁ νεκρὸς τελείωσε τὴ ζωή του μὲ εὐσέβεια καὶ τοποθετήθηκε στὸ οὐρανό, μὴν ἀρνεῖσαι νὰ προσφέρεις λάδι καὶ ν’ ἀνάβεις κεριὰ στὸν τάφο του, ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Γιατί αὐτὰ εἶναι εὐπρόσδεκτα ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ φέρνουν πλούσια τὴν ἀνταπόδοσή Του, ἀφοῦ τὸ λάδι καὶ τὸ κερὶ εἶναι θυσία, ἡ θεία λειτουργία εἶναι ἐξιλέωση, καὶ ἡ ἀγαθοεργία στοὺς φτωχοὺς φέρνει κάθε ἀγαθὴ ἀνταπόδοση προσαυξημένη. Ὁ σκοπός, λοιπόν, ἐκείνου ποὺ κάνει τὴν προσφορὰ γιὰ τὸν νεκρό, εἶναι ἴδιος μ’ ἐκείνου ποὺ ἔχει ἕνα παιδὶ ἄλαλο, ἀδύναμο καὶ ἄρρωστο, καὶ γιὰ χάρη του προσφέρει μὲ πίστη στὸν ἱερὸ ναό, ὡς θυσία, κεριά, λιβάνι καὶ λάδι. Αὐτά, λοιπόν, δὲν εἶναι σὰν νὰ τὰ κρατάει καὶ νὰ τὰ προσφέρει τὸ ἴδιο τὸ παιδί; Κάτι ἀνάλογο δὲν γίνεται καὶ στὸ μυστήριο τοῦ θείου βαπτίσματος, ὁπότε ὁ ἀνάδοχος ‘‘ἀποτάσσεται τῷ σατανᾶ’’ καὶ ‘‘συντάσσεται τῷ Χριστῷ’’ γιὰ λογαριασμὸ τοῦ νηπίου ποὺ βαπτίζεται; Ὅμοια πρέπει νὰ κατανοοῦμε καὶ τὴν περίπτωση ἐκείνου ποὺ πέθανε πιστὸς στὸν Κύριο, ὅτι δηλαδὴ ὁ ἴδιος κρατάει καὶ προσφέρει τὰ κεριά, τὸ λάδι καὶ ὅλα ὅσα ἐμεῖς προσφέρουμε γιὰ τὴν λύτρωσή του. Ἔτσι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐπιδίωξη, ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν πίστη, δὲν θὰ ματαιωθεῖ. Γιατί οἱ θεολόγοι ἀπόστολοι καὶ οἱ μυσταγωγοὶ καὶ οἱ πνευματοφόροι πατέρες, ἀφοῦ πρῶτα ἑνώθηκαν μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἔγιναν μέτοχοι τῆς ἐκστατικῆς δυνάμεώς Του, θέσπισαν θεάρεστα τὶς λειτουργίες, τὶς προσευχὲς καὶ τὶς ψαλμωδίες, ποὺ γίνονται κάθε χρόνο στὴ μνήμη τῶν νεκρῶν».

Ἔρχεται, ὅμως, ἕνας ἀντίθετος καὶ λέει: ‘‘Ἂν εἶναι ἔτσι, ὅλοι θὰ σωθοῦν καὶ κανένας δὲν θὰ κολαστεῖ’’.

Σωστά. Καὶ μακάρι νὰ γίνει κάτι τέτοιο. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ποθεῖ καὶ θέλει καὶ ἐπιδιώκει ὁ πανάγαθος Κύριος, εἶναι αὐτὸ ποὺ Τοῦ δίνει χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, τὸ νὰ μὴ στερηθεῖ κανεὶς τὶς θεῖες δωρεές Του. Μήπως τὰ βραβεῖα καὶ τὰ στεφάνια τὰ ἑτοίμασε γιὰ τοὺς ἀγγέλους; Μήπως ἦρθε στὴ γῆ καὶ σαρκώθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔπαθε καὶ πέθανε γιὰ νὰ σώσει τὶς οὐράνιες δυνάμεις; Μήπως στοὺς ἀγγέλους θὰ πεῖ, «Ἐλᾶτε, οἱ εὐλογημένοι ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴ βασιλεία ποὺ σᾶς ἔχει ἑτοιμαστεῖ» (Ματθ. 25:34); Δὲν μπορεῖς ἐσύ, ὁ ἀντιρρησίας, νὰ ἰσχυριστεῖς ὅτι θὰ γίνει αὐτό. Ἀφοῦ ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὰ ὑπέφερε ὁ Χριστός, ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ ἑτοίμασε. Ποιὸς ἄλλωστε, καλώντας τοὺς φίλους του σὲ πλούσιο γεῦμα, δὲν θέλει νὰ ἔρθουν ὅλοι καὶ νὰ χορτάσουν ἀπ’ τὰ καλά του; Γιὰ ποιὸ σκοπό, δηλαδή, ἑτοίμασε τὸ φαγοπότι, ἂν ὄχι γιὰ νὰ περιποιηθεῖ τοὺς φίλους του; Ἄν, λοιπόν, αὐτὸ θέλουμε ἐμεῖς, δὲν θὰ τὸ θέλει πολὺ περισσότερο ὁ μεγαλοδωρος Θεός, ποὺ ἀπὸ τὴ φύση Τοῦ εἶναι πανάγαθος καὶ φιλάνθρωπος καὶ πού, μοιράζοντας καὶ δίνοντας δῶρα, χαίρεται καὶ ἀγάλλεται περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἐκεῖνος ποὺ τὰ παίρνει;

Κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἀπέκτησε μικρὴ ζύμη ἀρετῶν καί, μολονότι ἤθελε, δὲν πρόφτασε νὰ τὴν κάνει ψωμὶ ἀπὸ ραθυμία ἢ ἀμέλεια ἢ ἀναβλητικότητα, κι ἔτσι μία μέρα, χωρὶς νὰ τὸ περιμένει, τὸν θέρισε ὁ θάνατος, αὐτὸς δὲν θὰ λησμονηθεῖ ἀπὸ τὸν δίκαιο Κριτή. Ὁ Κύριος θὰ συγκινήσει τὶς ψυχὲς τῶν οἰκείων του, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσουν, ἀναπληρώνοντας τὰ ὑστερήματα τοῦ νεκροῦ.

Ἀπεναντίας, ὅποιος ἔζησε ζωὴ ἁμαρτωλή, ὅποιος δὲν πορεύθηκε ποτὲ σύμφωνα μὲ τὴ συνείδησή του, ἀλλὰ κυλιόταν ἄφοβα καὶ ἀδιάντροπα στὶς δυσωδίες τῶν ἡδονῶν, ἱκανοποιώντας ὅλες τὶς ὀρέξεις τῆς σάρκας καὶ ἀδιαφορώντας ὁλότελα γιὰ τὴν ψυχή του, ὅταν θὰ φύγει ἀπ’ αὐτὴ τὴν ζωή, ἀπὸ κανέναν δὲν θὰ βοηθηθεῖ. Ὁ Θεός, ἐπειδὴ δὲν τὸν λογαριάζει γιὰ δικό Του, θὰ οἰκονομήσει νὰ τὸν ξεχάσουν καὶ ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του καὶ τ’ ἀδέλφια του καὶ οἱ φίλοι του.

Ἐμένα, λοιπόν, ὅποιος εἶναι φίλος μου, εὔχομαι νὰ μὲ βοηθήσει, ἂν εἶναι δυνατόν, ὥστε νὰ μὴν ἀφήσω πίσω μου κανένα ὑστέρημα. Ἄν, ὅμως, φτάσω στὸ τέλος τῆς ζωῆς μου χωρὶς νὰ εἶμαι ἀπόλυτα ἕτοιμος, παρακαλῶ τὸν πολυέλαιο Κύριο νὰ συγκινήσει τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους μου καὶ νὰ θερμάνει τὶς καρδιές τους, ὥστε, ἂν ὡς ἄνθρωπος ἀφήσω κάποιο ὑστέρημα, νὰ μὲ βοηθήσουν ὁλοπρόθυμα καὶ νὰ τὸ ἀναπληρώσουν μὲ καλὰ καὶ θεάρεστα ἔργα. Ἔτσι, ἄλλωστε, διδάσκει καὶ διακηρύσσει ὁ θεολόγος Χρυσόστομος, ποὺ τὸν ἀνέφερα καὶ πιὸ πάνω. «Ἂν δὲν πρόλαβες», λέει, «νὰ τακτοποιήσεις ὅλα τὰ ζητήματα τῆς ψυχῆς σου ὅσο ζοῦσες, τότε, ἔστω καὶ στὰ τελευταῖα σου, ἄφησε ἐντολὴ στοὺς δικούς σου νὰ στείλουν μαζί σου τὰ ὑπάρχοντά σου, ὅταν πεθάνεις, νὰ σὲ βοηθήσουν δηλαδὴ μὲ ἀγαθοεργίες, ἐλεημοσύνες καὶ προσφορές. Ἔτσι θὰ κάνεις τὸ Λυτρωτὴ νὰ σὲ ἀντιμετωπίσει μὲ ἐπιείκεια, γιατί αὐτὰ τὰ δέχεται μὲ εὐχαρίστηση».

Ὁ ἴδιος, πάλι γράφει κάπου ἀλλοῦ: «Στὴ διαθήκη σου βάλε συγκληρονόμο, μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς συγγενεῖς σου, καὶ τὸν Κύριο. Ἂς ἔχει τὸ χαρτὶ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Κριτῆ. Ἂς μὴν παραλείπει, ἀκόμα, ν’ ἀναφέρει καὶ τοὺς φτωχούς. Ἐγὼ γίνομαι ἐγγυητής τους. Αὐτό, βέβαια, δὲν πρέπει νὰ τὸ χρησιμοποιήσει κανεὶς ὡς πρόφαση, γιὰ νὰ μὴν κάνει ἐλεημοσύνες ὅσο εἶναι ζωντανός. Καὶ ὅσο ζεῖ νὰ κάνει, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ θάνατο νὰ τὶς συνεχίζει. Τὸ ἀντίθετο εἶναι τελείως παράλογο, βέβηλο καὶ ἀσύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πολὺ καλὸ καὶ ἀρεστὸ καὶ εὐπρόσδεκτο ἀπ’ τὸ Θεὸ εἶναι τὸ νὰ καθαρίζει κάθε εὐσεβὴς καὶ φιλοχρηστὸς ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του μὲ ὅλες τὶς ἀγαθοεργίες, νὰ ἀποφεύγει κάθε ἁμαρτία καὶ νὰ τηρεῖ τὶς φωτεινὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσει, ὅταν φτάσει στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, νὰ πεῖ θαρρετὰ στὸν Κύριο: ‘‘Ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, Θεέ μου, ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου’’ (Ψαλ. 107:2). Καὶ ἔτσι μὲ χαρὰ νὰ ὑποδεχτεῖ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ θὰ κατέβουν γιὰ νὰ τὸν παραλάβουν».

Αὐτὸ βέβαια, τὸ κάνουν λίγοι καὶ σὲ λίγες περιπτώσεις, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου, «αὐτοὶ ποὺ θὰ σωθοῦν θὰ εἶναι λίγοι» (πρβλ. Λουκ. 13:23), λόγο ποὺ εἶπε ὁ Πάνσοφος μὲ κάποια λύπη. Γνωρίζοντας, λοιπόν, ὅτι εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ βρεθοῦν ἄνθρωποι σ’ αὐτὴ τὴν πρώτη κατηγορία τῶν σωζομένων, πᾶμε ἀναγκαστικὰ στὴ δεύτερη κατηγορία, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πατέρων. Ἔτσι, μὲ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ νεκροὶ ὠφελοῦνται καὶ ἡ φιλανθρωπία αὐξάνει καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἡ προσευχὴ στὸ Θεὸ δυναμώνει καὶ τὸ ἐκκλησίασμα τῶν ἱερῶν ναῶν πυκνώνει καὶ ἡ ἀγαθοεργία στοὺς φτωχοὺς ἁπλώνεται.

Οἱ θεοφώτιστοι ἄνθρωποι λένε, πὼς οἱ πράξεις τῶν ἀνθρώπων, στὴν ὕστατη πνοή τους, δοκιμάζονται σὰν σὲ ζυγαριά. Καὶ ἂν ἡ δεξιὰ πλάστιγγα εἶναι πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ἀριστερή, εἶναι ὁλοφάνερο πὼς ὁ ἑτοιμοθάνατος θὰ παραδώσει τὴν ψυχή του στοὺς ἁγίους ἀγγέλους. Ἂν πάλι καὶ οἱ δύο πλάστιγγες εἶναι ἴσες, νικάει ὁπωσδήποτε ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Μὰ κι ἂν ἀκόμα ἡ ζυγαριὰ γέρνει λίγο πρὸς τὰ ἀριστερά, ὅπως λένε οἱ θεολόγοι, ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ θὰ ἀναπληρώσει ὅσο χρειάζεται. Νὰ οἱ τρεῖς θεῖες κρίσεις τοῦ Κυρίου: ἡ πρώτη εἶναι δίκαιη• ἡ δεύτερη εἶναι φιλάνθρωπη• ἡ Τρίτη εἶναι ὑπεράγαθη. Μετὰ ἀπ’ αὐτὲς ἔρχεται ἡ τέταρτη, ὅταν οἱ ἐφάμαρτες πράξεις εἶναι πολὺ βαρύτερες. Ἀλίμονο τότε, ἀδερφοί! Καὶ αὐτὴ ὅμως ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ εἶναι δίκαιη καὶ θεσπίζει δίκαια γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κρίνονται.

Μετὰ ἀπ’ αὐτά, λοιπόν, ἂς στρέψουμε ὅλη μας τὴν προσοχὴ στὴ φοβερὴ ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου καὶ ἂς ἀναρωτηθοῦμε, μήπως τότε κατηγορηθοῦμε, ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς μας ὅτι παραμελήσαμε τὶς ὑποχρεώσεις μας ἀπέναντί τους.

Ἀλίμονο σ’ ὅλους, ὅσοι εἶναι σὰν ἐμένα, ποὺ θὰ κληρωθοῦν ἐκείνη τὴν ἡμέρα στ’ ἀριστερά του Κριτῆ. Μακάριοι ἐκεῖνοι, ποὺ ὁ Κύριος θὰ τοὺς βάλει στὰ δεξιά Του καὶ θ’ ἀκούσουν τὴν εὐλογημένη φωνή. «Ἐλᾶτε, οἱ εὐλογημένοι ἀπ’ τὸν Πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴ βασιλεία ποὺ σᾶς ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου» (Ματθ. 25:34). Αὐτὴ τὴ φωνὴ μακάρι ν’ ἀξιωθοῦμε νὰ τὴν ἀκοῦμε ὅλοι, ὅσοι θὰ φυλάξουμε τὴν ὀρθόδοξη πίστη, καὶ ν’ ἀπολαύσουμε τ’ ἀγαθὰ ποὺ τὴν ὀμορφιὰ τους «μάτι ἀνθρώπινο ποτὲ δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ ποτὲ δὲν ἄκουσε καὶ νοῦς δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ σκεφτεῖ». (Α΄ Κορ. 2:9).