αρχείο λήψης (1)1. Ότι ὁ κόσμος ἔχει ἀρχή, καὶ ἡ φύση τὸ διδάσκει, καὶ ἡ ἱστορία τὸ πιστοποιεῖ, καὶ οἱ ἐφευρέσεις τῶν τεχνῶν καὶ οἱ νομοθεσίες καὶ οἱ πολιτικὲς ἐξουσίες τὸ ἀποδεικνύουν καθαρά. Γνωρίζομε τοὺς ἐφευρέτες σχεδὸν ὅλων των τεχνῶν, τοὺς νομοθέτες τῶν νόμων καὶ ὅσους εἶχαν τὴν ἐξουσία στὶς διάφορες χῶρες· ἀκόμη γνωρίζομε ἐκείνους ποὺ ἔγραψαν γιὰ ὀ,τιδήποτε ἀπὸ τὴν ἀρχή.

Κανένα ἀπὸ αὐτοὺς δὲ βλέπομε νὰ ὑπερβαίνει τὴ γένεση τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου, τὴν ὁποία ἐξιστόρησε ὁ Μωυσῆς. Κι ὁ ἴδιος ὁ Μωυσῆς ποὺ ἔγραψε τὴν ἀρχὴ τῆς γενέσεως τοῦ κόσμου, μὲ τόσα ἔργα καὶ λόγια θαυμαστά, μᾶς ἔδωσε ἀναμφισβήτητες πιστοποιήσεις τῆς ἀλήθειας τῶν λεγομένων του, ὥστε νὰ πείσει ὅλους σχεδὸν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς κάνει νὰ περιγελοῦν ἐκείνους ποὺ σοφίστηκαν τὰ ἀντίθετα. Γιατί καὶ αὐτὴ ἡ φύση τοῦ κόσμου τούτου, ἔχοντας πάντοτε ἀνάγκη ἀπὸ πρόσφατη ἀρχὴ γιὰ τὸ κάθε τί καὶ μὴν μπορώντας νὰ ὑπάρξει καθόλου χωρὶς αὐτή, φανερώνει ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα τὴν πρώτη της ἀρχή, ἡ ὁποία δὲν εἶχε ἄλλη ἀρχή.

2. Ότι ὁ κόσμος δὲν ἔχει μόνο ἀρχή, ἀλλὰ θὰ ἔχει καὶ τέλος, ἡ ἴδια ἡ φύση τοῦ κόσμου τὸ παρουσιάζει ὡς ἐνδεχόμενο, καθὼς εἶναι σὰν νὰ πεθαίνει διαρκῶς τμηματικά. Βέβαιη ὅμως καὶ ἀναμφισβήτητη πίστη γι’ αὐτὸ μας παρέχει ἡ προφητεία τῶν θείων ἀνθρώπων καὶ κυρίως τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων. Κι αὐτοὺς εἶναι ἀνάγκη νὰ τοὺς πιστεύουν ὡς ἀληθινοὺς ὄχι μόνο οἱ εὐσεβεῖς, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀσεβεῖς, ἀφοῦ τοὺς βλέπουν νὰ βγαίνουν ἀληθινοὶ καὶ σ’ ὅλα τα ἄλλα ποὺ προεῖπαν. Μποροῦμε δὲ νὰ μάθομε ἀπὸ αὐτοὺς ὅτι ὁ κόσμος ὅλος αὐτὸς δὲ θὰ πέσει στὴν ἀπόλυτη ἀνυπαρξία, ἀλλὰ θὰ μεταβληθεῖ ὅπως καὶ τὰ σώματά μας, καθὼς θὰ διαλυθεῖ καὶ θὰ μεταστοιχειωθεῖ πρὸς τὸ θεϊκότερο μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νὰ εἶναι ἀνάλογος μ’ ἐμᾶς.

3. Ο οὐρανός, λένε οἱ Ἕλληνες σοφοί, περιστρέφεται ἀπὸ τὴ φύση τῆς κοσμικῆς ψυχῆς, καὶ τοῦτο τὸ διδάσκει καὶ τὸ δίκαιο καὶ ἡ λογική. Ποιὸ δίκαιο; Ποιὰ λογική; Γιατί ἂν δὲν περιστρέφεται ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ δική του φύση, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ φύση τῆς κοσμικῆς ψυχῆς ποὺ λένε, καὶ ἡ κοσμικὴ ψυχὴ περιλαμβάνει ὅλο τὸν κόσμο, πῶς δὲν περιστρέφεται καὶ ἡ γῆ καὶ τὸ νερὸ καὶ ὁ ἀέρας;

Παρόλο πού, σύμφωνα μὲ αὐτούς, ἡ κοσμικὴ ψυχὴ εἶναι ἀεικίνητη, ἡ γῆ εἶναι σταθερὴ ἀπὸ τὴ δική της φύση, ὅπως καὶ τὸ νερό, ποὺ κατέλαβε τὸ κάτω μέρος. Ἔτσι καὶ ὁ οὐρανός, κινεῖται πάντοτε κυκλικὰ ἀπὸ τὴ δική του φύση, κατέχοντας τὸ ἐπάνω μέρος. Τί εἴδους εἶναι ἡ κοσμικὴ ψυχή, σύμφωνα μὲ τὴ φύση τῆς ὁποίας κινεῖται ὁ οὐρανός; Εἶναι ἄραγε λογική; Τότε θὰ ἦταν καὶ αὐτεξούσια, καὶ δὲ θὰ κινοῦσε μὲ τὶς ἴδιες κινήσεις πάντοτε τὸ σῶμα τοῦ οὐρανοῦ.

Γιατί τὰ αὐτεξούσια πότε κινοῦνται ἔτσι καὶ πότε ἀλλιῶς. Καὶ ποιὸ ἴχνος λογικῆς βλέπομε στὴν κατώτατη αὐτὴ σφαίρα, δηλαδὴ τὴ γῆ, ἢ στὰ πολὺ κοντινά της, δηλαδὴ τὸ νερό, τὸν ἀέρα ἢ καὶ τὴν ἴδια τὴ φωτιά; Γιατί εἶναι καὶ αὐτῶν ἡ κοσμικὴ ψυχή. Καὶ πῶς πάλι ἄλλα εἶναι ἔμψυχα καὶ ἄλλα ἄψυχα; Καὶ αὐτά, σύμφωνα μ’ αὐτούς.

Καὶ δὲν εἶναι ὅποια ἔτυχε, ἀλλὰ ὅλα τα πετρώματα, ὅλα τα μέταλλα, ὅλο το χῶμα, τὸ νερό, ὁ ἀέρας, ἡ φωτιά. Γιατί αὐτοὶ λένε ὅτι κι ἡ φωτιὰ κινεῖται ἀπὸ τὴ δική της φύση, ὄχι ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ψυχή. Ἀφοῦ λοιπὸν αὐτὴ ἡ ψυχὴ εἶναι κοινή, πῶς μόνο ὁ οὐρανὸς κινεῖται ἀπὸ τὴ φύση αὐτῆς κι ὄχι ἀπὸ τὴ δική του; Νὰ ὑποθέσομε ὅτι δὲν εἶναι λογικὴ ἡ ψυχὴ ποῦ σύμφωνα μ’ αὐτοὺς κινεῖ τὸ οὐράνιο σῶμα; Πῶς εἶναι δυνατόν; Ἀφοῦ εἶναι, σύμφωνα μ’ αὐτούς, ἡ πηγὴ τῶν ψυχῶν μας. Ἂν ὅμως δὲν εἶναι λογική, θὰ εἶναι αἰσθητικὴ ἢ φυσική.

Ἀλλὰ καμιὰ τέτοια ψυχὴ δὲ βλέπομε νὰ κινεῖ κάποιο σῶμα χωρὶς ὄργανα. Ὀργανικὸ ὅμως μέλος δὲ βλέπομε κανένα, οὔτε τῆς γῆς, οὔτε τοῦ οὐρανοῦ, οὔτε κανενὸς ἄλλου ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τους, ἀφοῦ κάθε ὄργανο γίνεται μὲ σύνθεση διαφορετικῶν φύσεων, ἐνῶ κάθε στοιχεῖο ἔχει ἁπλὴ φύση, καὶ μάλιστα ὁ οὐρανός. Ἡ ψυχὴ λοιπὸν εἶναι ἐντελέχεια* σώματος ὀργανικοῦ, τὸ ὁποῖο ἔχει ζωὴ δυνάμει. Ὁ οὐρανὸς ὅμως, μὴ ἔχοντας κανένας μέλος ἢ μέρος ὀργανικό, δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ ζεῖ.

Πῶς λοιπὸν μπορεῖ νὰ ἔχει ψυχή, ἐκεῖνο ποῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ζωή; Ἔπεσαν ἔξω ἑπομένως στοὺς μάταιους συλλογισμούς τους καὶ ἀπὸ τὴν ἄσοφη καρδιὰ τοὺς ἐπινόησαν μιὰ ψυχὴ ποὺ μήτε ὑπάρχει, μήτε ὑπῆρξε, μήτε μέλλει νὰ ὑπάρξει. Καὶ αὐτὴν τὴν ψυχὴ τὴν ἀνακήρυξαν δημιουργὸ καὶ κυβερνήτη καὶ προνοητὴ ὅλου του αἰσθητοῦ κόσμου, καὶ ρίζα καὶ πηγὴ τῶν ψυχῶν μας, ἢ μᾶλλον ὅλων των ψυχῶν.

Κι ἡ ἴδια, εἶπαν, ὀφείλει τὴ γένεσή της σὲ νοῦ· ὁ κάποιος αὐτὸς νοῦς ὅμως λένε ὅτι εἶναι διαφορετικὸς στὴν οὐσία ἀπὸ τὸν κορυφαῖο Νοῦ, τὸν ὁποῖο αὐτοὶ τὸν λένε Θεό. Αὐτὰ εἶναι ποὺ δογματίζουν οἱ κορυφαῖοι τους στὴ σοφία καὶ τὴ θεολογία. Δὲν εἶναι καθόλου καλύτερό το σέβας τους ἀπὸ ἐκείνων ποὺ θεοποιοῦν θηρία καὶ πέτρες· ἢ μᾶλλον εἶναι πολὺ χειρότερο. Γιατί τὰ θηρία, ὁ χρυσός, ἡ πέτρα κι ὁ χαλκὸς εἶναι κάτι, κι ἃς εἶναι τὰ τελευταῖα μεταξύ των κτισμάτων. Κοσμικὴ ὅμως ψυχὴ ποὺ κινεῖ τὰ ἄστρα, οὔτε ὑπάρχει, οὔτε εἶναι κάτι, ἀφοῦ δὲν εἶναι ἀπολύτως τίποτα, ἐκτὸς ἀπὸ μυθοπλασία νοσηρῆς διάνοιας.

4. Επειδή, λένε, εἶναι ἀνάγκη νὰ κινεῖται τὸ σῶμα τοῦ οὐρανοῦ, καὶ παραπέρα δὲν ὑπάρχει τόπος γιὰ νὰ προχωρήσει, ξαναγυρίζει πρὸς τὸν ἑαυτό του κι ἔτσι ἡ κίνησή του εἶναι περιστροφή. Πολὺ καλά. Ἂν λοιπὸν εἶχε τόπο, θὰ πήγαινε πρὸς τὰ ἐπάνω, ὅπως καὶ ἡ φωτιά, καὶ ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὴ φωτιά, γιατί εἶναι ἐλαφρότερο ἀπὸ αὐτήν. Αὐτὴ ὅμως ἡ κίνηση δὲν ὀφείλεται στὴ φύση κάποιας ψυχῆς, ἀλλὰ στὴ φύση τῆς ἐλαφρότητας. Ἂν λοιπὸν ἡ κίνηση τοῦ οὐρανοῦ εἶναι περιστροφή, κι αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ τὴ φύση τὴ δική του καὶ ὄχι τῆς ψυχῆς, ἄρα τὸ οὐράνιο σῶμα περιστρέφεται ὄχι ἀπὸ τὴ φύση τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ δική του φύση. Ἄρα λοιπόν, οὔτε ψυχὴ ἔχει, οὔτε ὑπάρχει κάποια οὐράνια ἢ παγκόσμια ψυχή. Ἡ μόνη λογικὴ ψυχὴ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη, ποὺ δὲν εἶναι οὐράνια, ἀλλὰ ὑπερουράνια, καὶ τοῦτο ὄχι τοπικά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ φύση της, ἐπειδὴ εἶναι νοερῆ οὐσία.

5. Το οὐράνιο σῶμα δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα οὔτε νὰ προχωρεῖ, οὔτε νὰ ἐπεκτείνεται πρὸς τὰ ἐπάνω. Ὄχι ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει τόπος παραπέρα. Γιατί ἡ ἒπειτ’ ἂπ’ αὐτὸ σφαίρα τοῦ αἰθέρα ποὺ περιλαμβάνεται ἀπ’ αὐτό, δὲν προχωρεῖ πρὸς τὰ ἐπάνω, ὄχι γιατί δὲν ὑπάρχει τόπος γιὰ νὰ προχωρήσει —εἶναι ἁπλωμένο γύρω ἀπ’ αὐτὴ τὸ πλάτος τοῦ οὐρανοῦ. Ἀλλὰ δὲν ἐπεκτείνεται πιὸ πάνω ἀπὸ αὐτό, γιατί αὐτὸ εἶναι λεπτότερο ἀπ’ αὐτήν. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι πιὸ πάνω κατὰ φυσικὸ λόγο. Ὄχι λοιπὸν γιατί δὲν ἔχει τόπο πιὸ πάνω του, γι’ αὐτὸ δὲν προχωρεῖ πρὸς τὰ ἐπάνω ὁ οὐρανός, ἀλλὰ γιατί κανένα σῶμα δὲν εἶναι λεπτότερο καὶ ἐλαφρότερο ἀπ’ αὐτόν.

6. Κανένα σῶμα δὲν εἶναι ψηλότερα ἀπὸ τὸ οὐράνιο σῶμα. Αὐτὸ ὅμως δὲ σημαίνει ὅτι ὁ τόπος ἐπάνω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ δὲ δέχεται ἄλλο σῶμα, ἀλλὰ ὅτι κάθε σῶμα τὸ συμπεριλαμβάνει ὁ οὐρανός, καὶ κανένα σῶμα δὲν ὑπάρχει παραπέρα. Ἂν ὅμως μποροῦσε νὰ περάσει ἐκεῖ, τότε, ὅπως πιστεύομε οἱ εὐσεβεῖς, δὲ θὰ ἦταν ἀπαράδεκτο σ’ ἐκεῖνον τὸν πάνω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τόπο. Γιατί ὁ Θεὸς ποὺ γεμίζει τὰ πάντα καὶ ποὺ ἐπεκτείνεται καὶ πρὸς τὰ ἐπέκεινα τοῦ οὐρανοῦ ἐπ’ ἄπειρον, ὑπῆρχε καὶ πρὸ τοῦ κόσμου καὶ γέμιζε, ὅπως καὶ τώρα, ὅλο τὸν τόπο τοῦ κόσμου. Καὶ αὐτὸ δὲν ἐμπόδισε καθόλου νὰ ὑπάρξει σῶμα μέσα σ’ αὐτὸν τὸν τόπο. Ἑπομένως οὔτε ἐκτός του οὐρανοῦ θὰ ὑπάρξει κανένα ἐμπόδιο ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει τόπος, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ περιέχει τὸν κόσμο ἢ ἐκεῖνος ποὺ ἔγινε μέσα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ὑπάρχει σῶμα μέσα σ’ αὐτόν.

7. Πώς λοιπόν, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει κανένα ἐμπόδιο, δὲν κατευθύνεται πρὸς τὰ ἐπάνω ἡ κίνηση τοῦ οὐρανίου σώματος, ἀλλὰ ξαναγυρίζει στὸν ἑαυτό του καὶ κινεῖται κυκλικά; Ἐπειδὴ ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ ἔρχεται στὴν ἐπιφάνεια ὅλων των ἄλλων, ὡς τὸ πιὸ λεπτὸ ἀπ’ ὅλα, εἶναι ψηλότερα ἀπὸ κάθε σῶμα καὶ πάρα πολὺ εὐκίνητο. Κάτι τὸ ἄκρως συμπιεσμένο εἶναι καὶ βαρύτατο καὶ καταλαμβάνει τὴν κατώτατη θέση, ἐνῶ τὸ ἐλαφρότατο εἶναι καὶ ἀνώτατο καὶ συγχρόνως πάρα πολὺ εὐκίνητο. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸ οὐράνιο σῶμα κινεῖται ἐκ φύσεως πάνω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῶν ἄλλων, κι αὐτὸ ποὺ ἔχει τέτοια ἰδιότητα δὲν μπορεῖ ἀπὸ τὴ φύση του νὰ χωριστεῖ ἀπὸ ἐκεῖνα, πάνω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῶν ὁποίων βρίσκεται· κι ἀφοῦ αὐτὰ εἶναι σφαιρικά, κατ’ ἀνάγκη τρέχει γύρω ἀπὸ αὐτὰ ἀκατάπαυστα. Καὶ τοῦτο ὄχι ἀπὸ τὴ φύση κάποιας ψυχῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ δική του σωματικὴ φύση, ἀφοῦ καὶ μετακινεῖται ἀπὸ τόπο σὲ τόπο διαδοχικά. Αὐτὴ ἡ κίνηση χαρακτηρίζει κατεξοχὴν τὸ οὐράνιο σῶμα, ὅπως καὶ ἡ ἀντίθετη κατάσταση τῆς στάσεως εἶναι ἰδίωμα τῶν σωμάτων μὲ ἀντίθετες ἰδιότητες.

8. θα μποροῦσε νὰ δεῖ κανεὶς καὶ στοὺς κοντινούς μας ἀνέμους, ὅτι κατὰ τὴν κίνησή τους γύρω ἀπὸ τὰ μέρη, πάνω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῶν ὁποίων βρίσκονται, δὲν χωρίζονται ἀπὸ αὐτά, οὔτε καὶ προχωροῦν καθόλου πρὸς τὰ πιὸ πάνω. Καὶ τοῦτο ὄχι γιατί δὲν ὑπάρχει τόπος, ἀλλὰ γιατί ἐκεῖνα ποὺ βρίσκονται πιὸ πάνω ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ἐλαφρότερα. Μένουν στὴν ἐπιφάνεια ἐκείνων, πάνω ἀπὸ τὰ ὁποῖα βρίσκονται, γιατί εἶναι κατὰ τὴ φύση τοὺς ἐλαφρότεροι ἀπὸ αὐτά. Καὶ κινοῦνται γύρω ἀπὸ αὐτὰ ὄχι λόγω ψυχικῆς φύσεως, ἀλλὰ λόγω τῆς φύσεως τῆς δικῆς τους. Καὶ αὐτὴ νομίζω τὴ μέτρια ὁμοιότητα θέλοντας νὰ δείξει ὅ σε ὅλα σοφὸς Σολομῶν, μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα τῶν ἀνέμων ὀνόμασε τὸ οὐράνιο σῶμα γράφοντας: «Ὁ ἄνεμος διαγράφει κύκλους στὴν πορεία του, καὶ ξαναγυρίζει συμπληρώνοντας τοὺς κύκλους τοῦ»(Ἐκκλ.. 1, 6). Ἀπέχει δὲ ἀπὸ τὰ ἀνώτερα ἡ φύση τῶν ἀνέμων καὶ ἀπὸ τὴν ταχύτατη κίνηση ἐκείνων, ὅσο ὑστερεῖ καὶ ἀπὸ τὴν ἐλαφρότητά τους.

9. Δύο ζῶνες τῆς γῆς εἶναι ἀντίστοιχα εὔκρατες καὶ κατοικήσιμες, κατὰ τοὺς σοφούς των Ἑλλήνων. Ἡ κάθε μία χωρίζεται σὲ ἄλλες δύο καὶ ἔτσι γίνονται τέσσερις. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑποστηρίζουν ὅτι ὑπάρχουν πάνω στὴ γῆ τέσσερα γένη ἀνθρώπων, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦν νὰ ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους. Γιατί, σύμφωνα μὲ τοὺς σοφοὺς αὐτούς, ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ κατοικοῦν τὴν ἀντεύκρατη σ’ ἐμᾶς ζώνη ἀπὸ τὰ πλάγια, οἱ ὁποῖοι χωρίζονται ἀπὸ ἐμᾶς μὲ τὴ διακεκαυμένη ζώνη τῆς γῆς. Ἀπέναντι ἀπὸ αὐτοὺς κατοικοῦν, κατὰ τὴ γνώμη τους, ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν κάτω ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζώνη. Κατὰ παρόμοιο τρόπο ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κατοικοῦν κάτω ἀπὸ ἐμᾶς. Τοὺς πρώτους τους ὀνομάζουν «ἀντικείμενους» πρὸς ἐμᾶς, ἐνῶ τοὺς ἄλλους «ἀντίποδες» καὶ «ἀντεστραμμένους». Κι ὅλα αὐτὰ γιατί δὲ γνωρίζουν ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἕνα δέκατό της γήινης σφαίρας, ὅλο σχεδὸν τὸ ὑπόλοιπο καλύπτεται ἀπὸ τὰ νερὰ τῆς ἀβύσσου.

10. Θα μποροῦσε κανεὶς νὰ γνωρίζει ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴ γνωστὴ οἰκουμένη, κανένα ἄλλο μέρος τῆς γῆς δὲν εἶναι κατοικήσιμο, γιατί καλύπτεται ἀπὸ τὰ νερὰ τῆς ἀβύσσου. Ἀρκεῖ νὰ σκεφτεῖ ὅτι ὑπάρχει ἰσομοιρία στὰ τέσσερα στοιχεῖα (γῆ, νερό, ἀέρας, φωτιά), ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται ὁ κόσμος, καὶ ὅτι ἡ σφαίρα καθενὸς ἀπὸ αὐτὰ ἔχει μέγεθος διαφορετικὸ ἀπὸ τῶν ἄλλων, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀραιότητά του. Σ’ αὐτὸ συμφωνεῖ κι ὁ Ἀριστοτέλης ποὺ λέει ὅτι ὑπάρχουν πέντε στοιχεῖα (προσθέτει τὸν αἰθέρα), τοποθετημένα σφαιρικὰ σὲ πέντε χώρους. Καὶ πάντοτε ὁ μικρότερος περιέχεται στὸ μεγαλύτερο· ἡ γῆ στὸ νερό, τὸ νερὸ στὸν ἀέρα, ὁ ἀέρας στὴ φωτιά, ἡ φωτιὰ στὸν αἰθέρα. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ κόσμος.

11. Ο αἰθέρας λοιπὸν ὁλοφάνερα ἔχει ὄγκο πολλαπλάσιο ἀπὸ τὴ φωτιὰ (ἡ ὁποία τὸν θερμαίνει, γι’ αὐτὸ ὀνομάζεται καὶ «ὑπέκκαυμα»). Ἡ φωτιὰ ἔχει πολλαπλάσιο ὄγκο ἀπὸ τὴν ἀερώδη σφαίρα, ὅπως κι ὁ ἀέρας ἀπὸ τὸ νερό, καὶ τὸ νερὸ ἀπὸ τὴ γῆ, ἡ ὁποία εἶναι πάρα πολὺ συμπιεσμένη κι ἔχει τὸν πιὸ μικρὸ ὄγκο ἀπὸ τὰ τέσσερα στοιχεῖα τὰ κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι πολλαπλάσιό το μέγεθος τῆς ὑδάτινης σφαίρας ἀπὸ τὸ μέγεθος τῆς γῆς, ἂν οἱ δύο αὐτὲς σφαῖρες, τῆς γῆς δηλαδὴ καὶ τοῦ νεροῦ, εἶχαν τὸ ἴδιο κέντρο, τὸ νερὸ θὰ πλημμύριζε ὅλη τὴ γῆ καὶ δὲ θὰ ἄφηνε κανένα μέρος της νὰ χρησιμοποιοῦν τὰ χερσαῖα ζῶα, καθὼς θὰ κάλυπτε τελείως τὸ ἔδαφος καὶ θὰ ἄφηνε ὅλη τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς σὲ μεγάλο βάθος. Ἀφοῦ ὅμως τὸ νερὸ δὲν περιλαμβάνει ὅλη τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς —ἡ ξηρά, γιὰ παράδειγμα τῆς γύρω ἀπὸ μᾶς οἰκουμένης εἶναι ἀκάλυπτη—, κατ’ ἀνάγκην ἡ σφαίρα τοῦ νεροῦ ἔχει διαφορετικὸ κέντρο. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἀναζητήσομε πόσο ἀπέχει καὶ ποῦ εἶναι αὐτὸ τὸ κέντρο· εἶναι χαμηλότερα ὡς πρὸς ἐμᾶς ἢ ψηλότερα; Τὸ δεύτερο εἶναι ἀδύνατο, γιατί ἕνα μέρος τῆς ἐπιφάνειας τοῦ νεροῦ τὸ βλέπομε κάτω ἀπὸ ἐμᾶς. Ἄρα τὸ κέντρο τῆς σφαίρας τοῦ νεροῦ εἶναι χαμηλότερα ὡς πρὸς ἐμᾶς καὶ κάτω ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς γῆς. Μένει νὰ ἐξετάσομε, πόσο ἀπέχει αὐτὸ τὸ κέντρο ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς γῆς.

12. θα μποροῦσε ἴσως νὰ καταλάβει κανείς, πόσο ἐκεῖ ποὺ νομίζομε κάτω ἀπὸ μᾶς ἀπέχει ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς γῆς τὸ κέντρο τῆς σφαίρας τοῦ νεροῦ, ἂν σκεφτεῖ ἔτσι: Στὴν ἐπιφάνεια τῆς γήινης σφαίρας, ἡ ὁποία εἶναι τὸ κατοικούμενο ἀπὸ μᾶς μέρος, ἐφάπτεται σχεδὸν ἡ ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ ποὺ βλέπομε καὶ ποὺ εἶναι κάτω ἀπό μας, ὅπως κάτω μας εἶναι καὶ τὸ ἔδαφος τῆς γῆς ποὺ πατοῦμε. Τὸ κατοικήσιμο ἀπὸ μᾶς μέρος τῆς γῆς εἶναι τὸ ἕνα δέκατο περίπου τῆς περιμέτρου της. Γιατί πέντε ζῶνες ἔχει ἡ γῆ, καὶ κατοικεῖται τὸ μισό της μίας ἀπὸ αὐτὲς (συνολικὰ δηλαδὴ τὸ ἕνα δέκατό της γῆς). Ἂν λοιπὸν θελήσει κανεὶς νὰ φέρει μιὰ σφαίρα ποὺ νὰ περιέχει τὴ σφαίρα τῆς γῆς καὶ νὰ ἐφάπτεται στὸ ἕνα δέκατο αὐτὸ τῆς ἐπιφάνειάς της, θὰ βρεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ σφαίρα θὰ ἔχει διπλάσια σχεδὸν διάμετρο καὶ ὀκταπλάσιο ὄγκο ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ καὶ τὸ κέντρο της θὰ βρίσκεται στὸ νομιζόμενο ἀπὸ ἐμᾶς κατώτατο ἄκρο τῆς γῆς· αὐτὸ φανερώνεται ἀπὸ τὸ διάγραμμα.

/

13. Ας παραστήσομε τὴ σφαίρα τῆς γῆς μὲ κύκλο, μέσα στὸν ὁποῖο σημειώνομε ἅ, β, γ, δ, καὶ τὴ σφαίρα τοῦ νεροῦ μὲ ἄλλο κύκλο ποὺ περιέχει τὸν πρῶτο καὶ ἐφάπτεται στὸ ἄνω δέκατό της ἐπιφάνειάς του· ἔξω ἀπὸ τὸ δεύτερο κύκλο σημειώνομε ἐ, ζ, η, θ. Θὰ βρεθεῖ τότε τὸ πρὸς τὸ μέρος μᾶς κάτω ἄκρο τοῦ ἐσωτερικοῦ κύκλου, δηλαδὴ τὸ β, κέντρο τοῦ ἐξωτερικοῦ. Ὁ ὁποῖος, ἐνῶ ἔχει διπλάσια διάμετρο, ἀποδεικνύεται μὲ γεωμετρικὲς ἀποδείξεις ὅτι δίνει ὀκταπλάσια σφαίρα, γιατί ὅταν διπλασιαστεῖ ἡ διάμετρος μιᾶς σφαίρας, ὀκταπλασιάζεται ὁ ὄγκος της. Συμβαίνει βέβαιά το ἕνα ὄγδοό της ὑγρῆς αὐτῆς σφαίρας νὰ ἔχει ἀναμιχθεῖ καὶ νὰ ἐμπεριέχεται στὴ γῆ. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλὲς πηγὲς ἀναβρύζουν ἀπὸ αὐτήν, καὶ ἄφθονα ποτάμια ρεύματα ἀναδίδονται καὶ τρέχουν ἀέναα, καὶ κόλποι πολλῶν θαλασσῶν χύνονται σ’ αὐτήν, καὶ σχηματίζονται πλῆθος λίμνες. Καὶ δὲν ὑπάρχει σχεδὸν μέρος τῆς γῆς, ὅπου νὰ σκάψει κανεὶς καὶ νὰ μὴ βρεῖ νερὸ νὰ ρέει ἀπὸ κάτω.

14. Εκτός ἀπὸ τὴ δική μας οἰκουμένη, καμιὰ ἄλλη δὲν ὑπάρχει, ὅπως διδάσκει καὶ τὸ διάγραμμα καὶ ἡ λογική. Ὅπως δηλαδή, ἂν ἦταν ἕνα το κέντρο τῆς γῆς καὶ τοῦ νεροῦ, θὰ ἦταν ὅλη ἡ γῆ ὁλωσδιόλου ἀκατοίκητη, ἔτσι καὶ πολὺ περισσότερο, ἂν τὸ νερὸ ἔχει ὡς κέντρο τὸ κατώτατο ὡς πρὸς ἐμᾶς ἄκρο τῆς γῆς, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ γνωστὴ οἰκουμένη ποὺ βρίσκεται στὸ ἐπάνω μέρος τῆς ὑδάτινης σφαίρας, ὅλα τα ἄλλα μέρη τῆς γῆς εἶναι ἀδύνατο νὰ κατοικοῦνται, ἐπειδὴ καλύπτονται ἀπὸ πολὺ νερό. Ἀφοῦ ὅμως, ὅπως προαποδείχθηκε, μόνο πάνω στὴν κατοικούμενη γῆ ὑπάρχει ἐνσώματη λογικὴ ψυχή, ἡ ὁποία εἶναι μία, αὐτὴ ποὺ ἔχομε ἐμεῖς, ἕπεται ὅτι μόνο πάνω στὴν κατοικούμενη γῆ κατοικοῦν καὶ τὰ χερσαῖα ἄλογα ζῶα.

15. Η ὅραση διαμορφώνεται ἀπὸ τὰ πολυειδὴ χρώματα καὶ σχήματα· ἡ ὄσφρηση ἀπὸ τοὺς ἀτμούς· ἡ γεύση ἀπὸ τοὺς χυμούς· ἡ ἀκοὴ ἀπὸ τοὺς ἤχους· ἡ ἁφὴ ἀπὸ τὴν τραχύτητα ἢ τὴν λειότητα τῶν ἐπιφανειῶν. Οἱ πληροφορίες ποὺ δίνουν οἱ αἰσθήσεις, προέρχονται βέβαια ἀπὸ τὰ σώματα, ἀλλὰ δὲν εἶναι σώματα, ἂν καὶ εἶναι σωματικές. Γιατί δὲν προέρχονται ἔτσι ἁπλῶς ἀπὸ τὰ σώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ εἴδη (τὶς φυσικὲς ἰδιότητες) τῶν σωμάτων. Ἀλλὰ φυσικὰ δὲν ταυτίζονται μὲ τὰ σωματικὰ “εἴδη”· Εἶναι μόνο ἀποτυπώματά τους, ποὺ σὰν εἰκόνες χωρίζονται ἀχώριστα ἀπὸ αὐτά. Καὶ αὐτὸ εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὴν ὅραση καὶ μάλιστα ἀπὸ τὰ ὀρώμενα σὲ καθρέφτη.

16. Αυτά λοιπὸν τὰ ἐκμαγεῖα τῶν αἰσθήσεων εἶναι ποὺ οἰκειοποιεῖται ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις τὸ φανταστικὸ μέρος τῆς ψυχῆς· ὄχι τὶς ἴδιες τὶς αἰσθήσεις, ἀλλὰ τὶς εἰκόνες ποὺ ὅπως εἴπαμε ὑπάρχουν σ’ αὐτές, καὶ τὶς χωρίζει τελείως ἀπὸ τὰ σώματα καὶ τὰ “εἴδη” τῶν σωμάτων. Τὶς ἀποθηκεύει δὲ σὰν θησαυροὺς καὶ προβάλλει ἀνάλογα πρὸς χρήση τοῦ πότε τὴ μία καὶ πότε τὴν ἄλλη, ἀκόμη κι ὅταν ἀπουσιάζουν τὰ ἀντίστοιχα σώματα. Ἔτσι τὸ φανταστικό της ψυχῆς τὶς κάνει ὅλες ὁρατὲς στὸν ἑαυτό του, ἀκόμη καὶ τὶς εἰκόνες τῆς ἀκοῆς, τῆς γεύσεως, τῆς ὀσφρήσεως καὶ τῆς ἁφῆς.

17. Η φαντασία τῆς ψυχῆς στὸ λογικὸ ὃν εἶναι στὸ σύνορο μεταξὺ νοῦ καὶ αἰσθήσεως. Αὐτὲς λοιπὸν τὶς εἰκόνες ποὺ παραλαμβάνει ἡ φαντασία ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, ὡς χωρισμένες πιὰ ἀπὸ τὰ σώματα καὶ ἤδη ἀσώματες, τὶς βλέπει καὶ τὶς στριφογυρίζει ὁ νοῦς καὶ παράγει διαφόρων εἰδῶν λογισμούς, καθὼς διαλογίζεται καὶ ἀναλογίζεται καὶ συλλογίζεται μὲ πολλοὺς τρόπους, μὲ ἐμπάθεια ἢ μὲ ἀπάθεια ἢ μὲ μιὰ μέση κατάσταση, μὲ πλάνη ἢ χωρὶς πλάνη. Καὶ ἀπ’ αὐτὸ γεννιοῦνται οἱ περισσότερες ἀρετὲς καὶ κακίες, ὀρθὲς ἀπόψεις καὶ κακοδοξίες. Καὶ λέω οἱ περισσότερες, κι ὄχι ὅλες οἱ ἀλήθειες καὶ οἱ πλάνες, οἱ ἀρετὲς καὶ οἱ κακίες, ἔχουν τὴν ἀρχή τους στοὺς λογισμοὺς ἀπὸ τὴ φαντασία, ἐπειδὴ δὲ συμβαίνει νὰ γίνεται κάθε λογισμὸς τοῦ νοῦ ἀπὸ αὐτὲς τὶς εἰκόνες καὶ γι’ αὐτές, ἀλλὰ εἶναι δυνατὸ νὰ βρεῖ κανεὶς καὶ ὁρισμένα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ὑποπέσουν στὶς αἰσθήσεις καὶ ποὺ ὁ νοῦς τὰ κάνει λογισμούς.

18. Άξιο μεγάλου θαυμασμοῦ καὶ προσοχῆς εἶναι, πῶς ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα καὶ αἰσθητὰ προξενεῖται μέσα στὴν ψυχὴ μόνιμο κάλλος ἢ ἀσχήμια, πλοῦτος ἢ φτώχεια, δόξα ἢ ἀδοξία, καὶ γενικὰ ἢ νοητὸ φῶς ποὺ παρέχει ζωὴ αἰώνια, ἢ νοητὸ σκότος ποὺ κολάζει τὴν ψυχή.

19. Ο νοῦς, χρησιμοποιώντας σὰν ὄχημα τὴ φαντασία καὶ μέσω αὐτῆς ἐπικοινωνώντας μὲ τὶς αἰσθήσεις, ἀποκτᾶ μιὰ συμμικτη γνώση. Γιὰ παράδειγμα, ἔστω ὅτι βλέπει κάποιος μὲ τὴν αἰσθητὴ ὅραση τὸν ἥλιο νὰ δύει, καὶ τὴ σελήνη νὰ ἀκολουθεῖ τὸν ἥλιο μὲ τὸ στραμμένο μέρος τῆς σ’ αὐτόν, καὶ τὶς κατοπινὲς ἡμέρες νὰ ἀπομακρύνεται σιγὰ-σιγὰ καὶ νὰ φωτίζεται περισσότερο, μέχρις ὅτου φτάσει ἀπέναντί του, καὶ πάλι λίγο-λίγο νὰ πλησιάζει ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος καὶ τὸ φῶς της νὰ ἐλαττώνεται ὁλοένα καὶ νὰ τὸ ἀποθέτει ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ἄρχισε νὰ φωτίζεται. Ἀφοῦ σημειώσει ὅλες αὐτὲς τὶς εἰκόνες μὲ τὸ νοῦ, ἐπειδὴ ἔχει τὶς προηγούμενες εἰκόνες στὴ φαντασία του, καὶ τὴν καθημερινὰ παροῦσα στὴν αἴσθηση, ἀποκτᾶ ἀπὸ τὴν αἴσθηση, τὴ φαντασία καὶ τὴ νόηση, τὴ γνώση, ὅτι ἡ σελήνη παίρνει τὸ φῶς της ἀπὸ τὸν ἥλιο ἀλλὰ ἡ τροχιὰ τῆς εἶναι κοντινότερη στὴ γῆ καὶ πολὺ χαμηλότερη ἀπὸ τοῦ ἡλίου.

20. Παρόμοια μὲ τὴ σελήνη μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὸν ἥλιο. Τὶς ἐκλείψεις του καὶ τοὺς συνδέσμους ποὺ γίνονται κατ’ αὐτές, τὶς μετακινήσεις καὶ τὶς ἀποστάσεις μεταξύ τους τῶν ἄλλων πλανητῶν καὶ τοὺς ποικίλους σχηματισμοὺς ποὺ δημιουργοῦν, καὶ γενικὰ ὅσα γνωρίζομε γιὰ τὰ οὐράνια φαινόμενα, ἀκόμη καὶ τὶς αἰτίες τῆς φύσεως, τὶς μεθόδους καὶ ὅλες τὶς τέχνες καὶ γενικὰ κάθε γνώση ποὺ συνάγεται ἀπὸ ἐπιμέρους κατανοήσεις, ὅλα τα συγκεντρώσαμε μὲ τὴν αἴσθηση καὶ τὴ φαντασία μέσω τοῦ νοῦ. Καὶ καμιὰ ἀπ’ αὐτὲς τὶς γνώσεις δὲν μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ πνευματική, ἀλλὰ μᾶλλον φυσική, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὰ τοῦ Πνεύματος.

21. Από ποὺ μάθαμε κάτι βέβαιο καὶ ἀληθινὸ γιὰ τὸ Θεὸ ἢ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο ἢ γιὰ μᾶς τοὺς ἴδιους; Ὄχι ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Πνεύματος; Αὐτὴ μας δίδαξε ὅτι μόνο ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ἀληθινὰ Ὧν καὶ πάντοτε Ὧν καὶ ἀμετάβλητα Ὧν καὶ ὅτι δὲν ἔλαβε τὸ εἶναι ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία, οὔτε πηγαίνει πρὸς τὴν ἀνυπαρξία. Καὶ ὅτι εἶναι τρισυπόστατος καὶ παντοδύναμος. Αὐτός σε ἕξι ἡμέρες ἔφερε τὰ ὄντα ἀπὸ τὸ μηδὲν στὴν ὕπαρξη μὲ τὸ λόγο, ἢ μᾶλλον τὰ δημιούργησε ἀμέσως, ὅπως λέει ὁ Μωυσῆς: «Στὴν ἀρχὴ ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ»(Γέν. 1,1). Ὄχι βέβαια μὲ κενό, οὔτε χωρὶς τὰ ἐνδιάμεσα ὅλα. Ἡ γῆ ἦταν ἀνάμικτη μὲ τὸ νερό, καὶ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δύο κυοφοροῦσε τόσο τὸν ἀέρα, ὅσο καὶ τὰ ἀντίστοιχα διάφορα ζῶα καὶ φυτά. Ὁ οὐρανὸς πάλι κυοφοροῦσε τὰ διάφορα φῶτα καὶ πυρά, πάνω στὰ ὁποῖα ἔχει τὴν ὕπαρξή του τὸ σύμπαν. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Θεὸς δημιούργησε στὴν ἀρχὴ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, σὰν ὕλη ποὺ δέχεται τὰ πάντα κι ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ παράγει τὰ πάντα, ἀνατρέποντας ὀρθὰ ἀπὸ τότε ἐκείνους ποὺ κακῶς νομίζουν ὅτι ἡ ὕλη προϋπῆρχε ἀπὸ μόνη της.

22. Μετά τὴν ἀρχικὴ αὐτὴ δημιουργία, ὁ Θεὸς ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία, φιλοκαλώντας κατὰ κάποιο τρόπο καὶ κοσμώντας παραπέρα τὸν κόσμο, ἀπένειμε μέσα σὲ ἕξι μέρες στὸ καθένα τὸ ἁρμόδιο σύνολο τῶν γνωρισμάτων ποὺ συμπλήρωναν τὸν διάκοσμό του, ξεχωρίζοντας τὸ καθένα μὲ μόνο το πρόσταγμά του, σὰν νὰ ἔβγαζε ἀπὸ θησαυροφυλάκια κατ’ εἶδος ὅ,τι εἶχε τοποθετήσει σ’ αὐτά, διαθέτοντας καὶ συνθέτοντας ἁρμονικά, ἐξαίρετα καὶ κατάλληλα στὸ καθένα τὸ ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο, τὸ καθένα πρὸς ὅλα καὶ ὅλα πρὸς τὸ καθένα. Καὶ τὴν ἀκίνητη γῆ τὴν ἔβαλε σὰν κέντρο στὸν μέγιστο κύκλο τοῦ οὐρανοῦ, συνδέοντας πάνσοφα μὲ τὰ ἐνδιάμεσα τὸν ἀεικίνητο οὐρανό, γιὰ νὰ μένει πάντοτε ὁ ἴδιος κόσμος καὶ σταθερὸς καὶ κινούμενος. Ἀφοῦ δηλαδὴ τὰ ἀεικίνητα καὶ πάρα πολὺ ταχυκίνητα σώματα τοποθετήθηκαν γύρω-γύρω, ἀναγκαστικά το ἀκίνητο, ἡ γῆ, κατέλαβε τὸ μέσο, γιὰ νὰ εἶναι ἡ ἀκινησία τοῦ ἀντίρροπή της κινήσεως, ὥστε νὰ μὴ μετακινεῖται σὰν κύλινδρος ἢ παγκόσμια σφαίρα.

23. Αφού λοιπὸν ὁ Ἀριστοτέχνης ἔδωσε τέτοια θέση στὰ δύο πέρατα τοῦ παντὸς —τὸν οὐρανὸ δηλαδὴ καὶ τὴ γή—, ὅλον αὐτὸν τὸν κόσμο εὔκοσμα, γιὰ νὰ πῶ ἔτσι, καὶ στερέωσε καὶ ἐκίνησε. Στὸ καθένα πάλι ἀπὸ τὰ ἐνδιάμεσα ἀπένειμε τὸ πρέπον. Καὶ ἄλλα τὰ τοποθέτησε ἐπάνω καὶ διέταξε νὰ περιφέρονται μετέωρα στὰ οὐράνια καὶ νὰ συμπεριστρέφονται μὲ τὸ ἀνώτατο ὅριο τοῦ παντὸς πάρα πολὺ συνετὰ καὶ κόσμια χωρὶς παύση —ἐδῶ ὑπάγονται ὅσα εἶναι ἐλαφρὰ καὶ ἐνεργὰ καὶ ἐπιτήδεια νὰ μεταβάλλουν σὲ χρήσιμά τα κάτω ἀπὸ αὐτά. Αὐτὰ εἶναι ὑψωμένα πάνω ἀπὸ τὸ μέσο μὲ τόσο πολὺ μεγάλη σύνεση, ὥστε καὶ τὸ ὑπερβολικὸ ψύχος ποὺ ὑπάρχει ἐκεῖ νὰ τὸ σπάζουν ἐπαρκῶς, ἀλλὰ καὶ τὴ δική τους ὑπερβολικὴ θερμότητα νὰ τὴν κρατοῦν στὴ θέση της, κι ἀκόμη νὰ συγκρατοῦν κάπως καὶ τὴν ὑπερβολικὴ κίνηση τῶν ὑψηλοτάτων ἄκρων μὲ δική τους ἀντίστροφη κίνηση, ἔτσι ποὺ κι ἐκεῖνα νὰ κρατοῦν στὴ θέση τους μὲ τὴ δική τους ἀντίστροφη περιστροφή, καὶ σ’ ἐμᾶς νὰ παρέχουν τὶς πολὺ ὠφέλιμες ἐτήσιες διαφορὲς τῶν ἐποχῶν, τὰ μέτρα τῶν διαστημάτων τοῦ χρόνου καὶ —ὅταν ἐμβαθύνομε σ’ αὐτὰ — τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ ποὺ τὰ δημιούργησε καὶ τὰ κατέταξε καὶ τὰ στόλισε. Αὐτὰ λοιπὸν ποὺ μετεωροποροῦν στὰ ὕψη, τὰ ἄφησε νὰ περιφέρονται ἔτσι μὲ πολλὲς κινήσεις γιὰ δύο λόγους· γιὰ χάρη τοῦ παγκόσμιου κάλλους καὶ γιὰ πολύμορφη ὠφέλεια. Τὰ ἄλλα πάλι τὰ τοποθέτησε κάτω καὶ γύρω στὸ μέσον, ὅσα δηλαδὴ ἔχουν βάρος καὶ μεταβλητὴ φύση, γίνονται καὶ ξαναγίνονται, χωρίζονται καὶ ἑνώνονται καὶ τείνουν νὰ μεταβληθοῦν σὲ εὔχρηστα· τὰ ἔβαλε κι αὐτά σε εὐκοσμία ἀνάλογα μὲ τὴ μεταξύ τους ἀλληλεπίδραση, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ λέγεται τὸ πᾶν ἀληθινὰ “κόσμος”, δηλαδὴ στολισμός.

24. Έτσι λοιπὸν ἔγινε τὸ πρῶτο ὃν στὴν κτίση, καὶ μετὰ τὸ πρῶτο ἄλλο, καὶ ὕστερα ἀπ’ αὐτὸ πάλι ἄλλο καὶ οὕτω καθεξῆς, καὶ ὕστερα ἀπὸ ὅλα ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε νὰ ἔχει ἀπὸ τὸ Θεὸ τόση τιμὴ καὶ πρόνοια, ὥστε ὁ αἰσθητὸς αὐτὸς κόσμος νὰ γίνει πρὶν ἀπὸ αὐτὸν γι’ αὐτόν, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν νὰ ἑτοιμαστεῖ εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου(Ματθ. 25, 34) πρὶν ἀπὸ αὐτὸν γι’ αὐτόν, νὰ προηγηθεῖ διαβούλευση τοῦ Θεοῦ περὶ αὐτοῦ κι ἔπειτα νὰ πλαστεῖ μὲ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ κατ’ εἰκόνα Τοῦ(Γέν. 1, 26), ἔτσι ποὺ νὰ μὴ λάβει τὸ πᾶν, ὅπως τὰ ἄλλα ζῶα, ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ τὸν αἰσθητὸ κόσμο, ἀλλὰ μόνο το σῶμα. Τὴν ψυχὴ ὅμως τὴν ἔλαβε ἀπὸ τὰ ὑπερκόσμια, ἢ μᾶλλον ἀπὸ τὸν ἴδιο το Θεό, μὲ ἀπόρρητο φύσημα(Γέν. 2, 7), ὥστε νὰ γίνει κάτι μεγάλο καὶ θαυμαστὸ καὶ πιὸ πάνω ἀπ’ ὅλα, νὰ ἐπιτηρεῖ καὶ νὰ ἐπιβλέπει τὸ πᾶν καὶ νὰ ἐπιστατεῖ σὲ ὅλα καὶ ἄρα νὰ γνωρίζει τὸ Θεό, νὰ τὸν δέχεται καὶ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα ποὺ νὰ δείχνει περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο δημιούργημα τὴν ὕψιστη μεγαλοσύνη τοῦ Τεχνίτη. Κι ὄχι μόνο εἶναι δεκτικός του Θεοῦ καὶ τῆς χάρης Του μὲ ἀγώνα, ἀλλὰ εἶναι δυνατὸ καὶ νὰ ἑνωθεῖ μὲ Αὐτόν σε μία ὑπόσταση.

25. Αυτά καὶ ἄλλα ὅμοια ποὺ εἶναι ἡ ἀληθινὴ σοφία καὶ ἡ σωτηριώδης γνώση καὶ προξενοῦν τὴν ἄνω μακαριότητα, ποιὸς Εὐκλείδης, ποιὸς Μαρίνος, ποιὸς Πτολεμαῖος μπόρεσε νὰ τὰ κατανοήσει, ἢ ποιὸς Ἐμπεδοκλὴς καὶ Σωκράτης καὶ Ἀριστοτέλης καὶ Πλάτων, μὲ τὶς λογικές τους μεθόδους ἢ τὶς μαθηματικὲς ἀποδείξεις τους; Ἢ μᾶλλον, ποιὰ αἴσθηση τὰ ἔχει ἀντιληφθεῖ; Ποιὸς νοῦς τὰ συνέλαβε; Κι ἂν σ’ ἐκείνους ποὺ ἐκ φύσεως φιλοσοφοῦσαν καὶ στοὺς ὁμοίους τους φάνηκε χαμαίζηλη ἡ πνευματικὴ σοφία, ἀποδεικνύεται κι ἀπὸ αὐτὸ ἡ ὑπεροχή της. Σχεδὸν ὅσο νιώθουν τὰ ἄλογα ζῶα τὴ σοφία ἐκείνων κι ὅλες τὶς γνώσεις τους, η, ἂν θέλεις, ὅπως τὰ μικρὰ παιδιά, ποὺ θεωροῦν σπουδαιότερά τα γλυκίσματα ποὺ κρατοῦν ἀπὸ τὸ βασιλικὸ στέμμα, ἔτσι στέκονται κι αὐτοὶ ἀπέναντι στὴν ἀληθινὴ καὶ ὑψηλότατη σοφία καὶ διδασκαλία τοῦ Πνεύματος.

26. Όχι μόνο το νὰ γνωρίζει κανεὶς —κατὰ τὸ δυνατόν— τὸ Θεό, εἶναι ἀσυγκρίτως καλύτερό της φιλοσοφίας τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ καὶ μόνο το νὰ γνωρίζει ποιὰ θέση ἔχει ὁ ἄνθρωπος κοντὰ στὸ Θεό, ξεπερνᾶ ὅλη τὴ σοφία τους. Γιατί μόνον ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Πλάστη του, γιὰ νὰ βλέπει πρὸς Ἐκεῖνον καὶ νὰ τὸν ἀγαπᾶ καὶ μόνον Ἐκείνου νὰ εἶναι μύστης καὶ προσκυνητής, καὶ νὰ διατηρεῖ τὸ κάλλος αὐτὸ μὲ τὴν πρὸς Αὐτὸν πίστη καὶ κλίση καὶ διάθεση. Ὅλα τ’ ἄλλα, ὅσα ἔχει ἡ γῆ καὶ αὐτὸς ὁ οὐρανός, ὁ ἄνθρωπος νὰ τὰ θεωρεῖ κατώτερα ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ὁλότελα στερημένα νοῦ. Αὐτὸ οἱ Ἕλληνες σοφοὶ δὲν μπόρεσαν καθόλου νὰ ἀντιληφθοῦν καὶ ἀτίμασαν τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀσέβησαν στὸ Θεὸ καὶ σεβάστηκαν καὶ λάτρεψαν τὴν κτίση ἀντὶ τὸν Κτίστη(Ρωμ. 1, 25). Ἀπέδωσαν δηλαδὴ νοῦ στὰ αἰσθητά, μὰ ἀναίσθητα ἄστρα, καὶ στὸ καθένα, ἀνάλογα μὲ τὸ μέγεθός του, τοῦ ἔδωσαν ἀνάλογη δύναμη καὶ ἀξίωμα. Ἦταν θλιβερό το σέβας τοὺς γι’ αὐτά, ποὺ ἀφοῦ τὰ ὀνόμασαν θεούς, μεγαλύτερους καὶ μικρότερους, παραχώρησαν σ’ αὐτὰ τὴν ἐξουσία τοῦ παντός. Αὐτοὶ λοιπόν, ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ καὶ τὴ γύρω ἀπ’ αὐτὰ φιλοσοφία, δὲν προξένησαν στὶς ψυχὲς τοὺς ντροπὴ καὶ ἀτιμία καὶ ἔσχατη πενία καὶ πράγματι νοητὸ καὶ τιμωρητικὸ σκοτάδι;

27. Η γνώση ὅτι γίναμε κατ’ εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ, δὲν ἐπιτρέπει νὰ θεοποιοῦμε οὔτε τὸν νοητὸ κόσμο. Γιατί αὐτὸ τὸ “κατ’ εἰκόνα” δὲν ἀναφέρεται στὸ σῶμα, ἀλλὰ στὴ φύση τοῦ νοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο τίποτε δὲν εἶναι καλύτερο κατὰ τὴ φύση. Γιατί ἂν ὑπῆρχε κάτι καλύτερο, τὸ “κατ’ εἰκόνα” θὰ ὑπῆρχε σ’ ἐκεῖνο. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸ καλύτερο μέσα μας εἶναι ὁ νοῦς, καὶ τοῦτο, ἂν καὶ εἶναι κατ’ εἰκόνα θεϊκή, κτίσθηκε ὅμως ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ καταλάβομε, ἢ μᾶλλον δὲν εἶναι ἀπὸ αὐτὸ ὁλοφάνερο, ὅτι ὁ Ποιητὴς τοῦ νοεροῦ μᾶς μέρους εἶναι ὁ Ποιητὴς καὶ κάθε νοερού; Κάθε νοερὴ λοιπὸν φύση, ὅλοι δηλαδὴ οἱ Ἄγγελοι, εἶναι δοῦλοι μαζὶ μ’ ἐμᾶς καὶ κατ’ εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ. Ἂν καὶ εἶναι ἀνώτεροι ἀπό μας, γιατί δὲν ἔχουν σῶμα καὶ πλησιάζουν περισσότερο τὴν ἐντελῶς ἀσώματη καὶ ἄκτιστη φύση. Ἢ μᾶλλον, ὅσοι ἀπ’ αὐτοὺς φύλαξαν τὴν τάξη τους καὶ ἀποδέχονται τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν, ἂν καὶ ὁμόδουλοί μας, εἶναι σεβαστοὶ σ’ ἐμᾶς καὶ πολὺ ἀνώτεροί μας κατὰ τὴν τάξη. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ δὲ φύλαξαν τὴν τάξη τους, ἀλλὰ ἐπαναστάτησαν καὶ ἀθέτησαν τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν, πῆγαν ὅσο γινόταν πιὸ μακριὰ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ πλησιάζουν τὸ Θεὸ καὶ ξέπεσαν ἀπὸ τὴν τιμὴ ποὺ εἶχαν. Καὶ καθὼς προσπαθοῦν νὰ συμπαρασύρουν κι ἐμᾶς στὴν ἔκπτωση, δὲν εἶναι μόνον ἀχρεῖοι καὶ ἄτιμοι, ἀλλὰ καὶ ἀντίθετοι, καὶ στὸ ἀνθρώπινο γένος ὀλέθριοι καὶ ἐχθρικότατοι.

28. Αλλά οἱ φυσιολόγοι καὶ οἱ ἀστρολόγοι αὐτοὶ ποὺ καυχιοῦνται ὅτι γνωρίζουν τὰ πάντα, ἀφοῦ δὲν μπόρεσαν μὲ τὴ φιλοσοφία ν’ ἀντιληφθοῦν τίποτε ἀπ’ ὅσα προείπαμε, ὀνόμασαν ἐπιπλέον τὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους καὶ τὶς κάτω ἀπ’ αὐτὸν δυνάμεις τῆς ἀποστασίας, ὄχι μόνον ἀνωτέρους τους, ἀλλὰ καὶ θεούς. Τοὺς τίμησαν μὲ ναούς, πρόσφεραν σ’ αὐτοὺς θυσίες καὶ ὑποτάχθηκαν στὶς ὀλεθριότατες προσταγές τους. Κι ἐκεῖνοι εὔλογά τους ἐξαπάτησαν γιὰ πολὺ μὲ ἀνίερες ἱεροτελεστίες καὶ καθαρμοὺς ποὺ μόλυναν καὶ πρόσθεταν τὴν ἐπικατάρατη οἴηση, καὶ μὲ προφῆτες καὶ προφήτισσες ποὺ παραπλανοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους ὅσο γίνεται μακρύτερα ἀπὸ τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια.

29. Το νὰ γνωρίζει κανεὶς τὸ Θεό, ἢ νὰ γνωρίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἀξία τοῦ (πράγματα ποὺ τώρα καὶ οἱ ἁπλοϊκοὶ Χριστιανοὶ γνωρίζουν) εἶναι γνώση ὑψηλότερη ἀπὸ τὴ φυσιολογία, τὴν ἀστρολογία καὶ ὅλη τὴ γύρω ἀπ’ αὐτὲς φιλοσοφία. Ἐπιπλέον ὅμως, τὸ νὰ γνωρίζει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς τὴν ἀσθένειά του καὶ αὐτὴν νὰ ζητᾶ νὰ θεραπεύσει, αὐτὸ εἶναι πολὺ ἀνώτερο ἀσυγκρίτως ἀπὸ τὸ νὰ γνωρίζει καὶ νὰ ἐρευνᾶ τὰ μεγέθη τῶν ἄστρων καὶ τοὺς λόγους τῶν φύσεων, τὶς γενέσεις τῶν ἐπιγείων καὶ τὶς περιόδους τῶν οὐρανίων σωμάτων, τὶς μεταβολὲς καὶ τὶς ἀνατολὲς τῶν ἀστέρων, τὶς ἀκινησίες καὶ τὶς ὀπισθοδρομήσεις τους, τὶς μεταξύ τους ἀποστάσεις καὶ συνελεύσεις, καὶ γενικὰ τὶς ποικίλες σχέσεις ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἐκεῖ πολυκινησία. Γιατί ὁ νοῦς ποὺ γνώρισε τὴν ἀσθένειά του, βρῆκε ἀπὸ ποὺ μπορεῖ νὰ μπεῖ γιὰ νὰ βρεῖ τὴ σωτηρία, νὰ πλησιάσει τὸ φῶς τῆς γνώσεως καὶ νὰ λάβει σοφία ἀληθινή, ἡ ὁποία δὲν καταλύεται μαζὶ μὲ τὸν αἰώνα τοῦτον.

30. Κάθε λογικὴ καὶ νοερὴ φύση, εἴτε Ἄγγελος εἴτε ἄνθρωπος, ἔχει ζωή, μὲ τὴν ὁποία διαμένει ὡς ὕπαρξη ἀθάνατη καὶ δὲν ἐπιδέχεται φθορά. Ἡ δική μας νοερὴ καὶ λογικὴ φύση δὲν ἔχει τὴ ζωὴ μόνο ὡς οὐσία, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐνέργεια, ἀφοῦ ζωοποιεῖ τὸ σῶμα μὲ τὸ ὁποῖο εἶναι ἑνωμένη. Γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ζωὴ τοῦ σώματος. Ἡ ζωὴ ποὺ ἀναφέρεται σὲ κάτι ἄλλο, εἶναι ἐνέργεια τῆς ζωῆς· γιατί οὐδέποτε λέγεται οὐσία καθεαυτῆ, ἂν ἀναφέρεται σὲ κάτι ἄλλο. Ἡ νοερὴ ὅμως φύση τῶν Ἀγγέλων δὲν ἔχει σὰν τέτοια ἐνέργεια τὴ ζωή, γιατί δὲν ἔλαβε ἀπὸ τὸ Θεὸ δεμένο μαζί της σῶμα ἀπὸ τὴ γῆ, γιὰ νὰ λάβει καὶ ζωοποιὸ γιὰ τοῦτο δύναμη. Εἶναι λοιπὸν καὶ αὐτὴ δεκτική των ἀντιθέτων, δηλαδὴ τῆς κακίας καὶ τῆς ἀγαθότητας. Καὶ αὐτὸ δηλώνουν οἱ πονηροὶ ἄγγελοι ποὺ ξέπεσαν ἀπὸ ἔπαρση. Ἑπομένως εἶναι κάπως σύνθετοι καὶ οἱ Ἄγγελοι, ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη οὐσία τους καὶ ἀπὸ μία ἀπὸ τὶς δύο ἀντίθετες ποιότητες, δηλαδὴ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κακία. Ἀπ’ αὐτὸ ἀποδεικνύεται ὅτι οὔτε αὐτοὶ ἔχουν ὡς οὐσία τοὺς τὴν ἀγαθότητα.

31. Η ψυχὴ καθενὸς ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ σώματος ποὺ ἐμψυχώνει. Καὶ δὲν ἔχουν αὐτὰ τὴ ζωὴ ὡς οὐσία, ἀλλὰ ὡς ἐνέργεια, ἐπειδὴ αὐτὴ ὑπάρχει σὲ σχέση μὲ κάτι ἄλλο καὶ ὄχι καθ’ ἐαυτήν. Γιατί βλέπομε ὅτι αὐτὴ (ἡ ψυχὴ-ζωὴ) δὲν ἔχει τίποτε ἄλλο, ἐκτὸς ἀπ’ ὅσα ἐνεργεῖ μέσω τοῦ σώματος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν διαλύεται τὸ σῶμα, ἀναγκαστικὰ διαλύεται κι αὐτή, ἐπειδὴ εἶναι τὸ ἴδιο θνητὴ μὲ αὐτό, καὶ ὅ,τι εἶναι αὐτή, εἶναι καὶ λέγεται σὲ σχέση μὲ τὸ θνητὸ σῶμα. Γι’ αὐτὸ κι ὅταν τὸ σῶμα πεθάνει, πεθαίνει κι αὐτὴ μαζί του.

32. Η ψυχὴ καθενὸς ἀνθρώπου εἶναι καὶ ζωὴ τοῦ σώματος ποὺ ἐμψυχώνει καὶ ἔχει τὴ ζωοποιὸ ἐνέργεια σὲ σχέση πρὸς κάτι ἄλλο, πρὸς τὸ ὁποῖο ἐκδηλώνεται, δηλαδὴ πρὸς τὸ σῶμα ποὺ ζωοποιεῖται ἀπὸ αὐτήν. Ἔχει τὴ ζωὴ ὄχι μόνο ὡς ἐνέργεια, ἀλλὰ καὶ ὡς οὐσία, ἐπειδὴ ζεῖ καὶ καθ’ ἐαυτήν. Γιατί τὴ βλέπομε νὰ ἔχει λογικὴ καὶ νοερὴ ζωή, ἡ ὁποία εἶναι φανερὰ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ σώματος καὶ ὅσων ἐνεργοῦνται διὰ τοῦ σώματος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν διαλύεται τὸ σῶμα, δὲ διαλύεται μαζὶ κι αὐτή. Κι ὄχι μόνο δὲ διαλύεται μαζὶ μὲ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ παραμένει ἀθάνατη, ἐπειδὴ ἡ ζωὴ ποὺ αὐτὴ ἔχει καθ’ ἐαυτήν, δὲν ἐκδηλώνεται ὡς πρὸς κάτι ἄλλο, ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὴν οὐσία της.

33. Η λογικὴ καὶ νοερὴ ψυχή, ἔχει ὡς οὐσία τὴ ζωή, ἀλλὰ δεκτική των ἀντιθέτων, δηλαδὴ τῆς κακίας καὶ τῆς ἀγαθότητας. Ἀποδεικνύεται λοιπὸν ὅτι δὲν ἔχει ὡς οὐσία τὴν ἀγαθότητα, καθὼς οὔτε καὶ τὴν κακία, ἀλλὰ ὡς κάποιες ποιότητες ποὺ ἀνάλογα μὲ τὴ διάθεσή της βρίσκεται στὴ μία ἢ τὴν ἄλλη. Καὶ βρίσκεται ὄχι τοπικά, ἀλλὰ ὅταν ἡ νοερὴ ψυχή, ποὺ ἔχει πάρει τὸ αὐτεξούσιο ἀπὸ τὸν Κτίστη, κλίνει σὲ μία ἀπὸ τὶς δύο καὶ θελήσει νὰ ζήσει σύμφωνα μὲ αὐτήν. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι κάπως σύνθετη ἡ λογικὴ καὶ νοερὴ ψυχή, ἀπὸ τὴν ἐνέργειά της ποὺ ἀναφέραμε πιὸ πάνω. Αὐτὴ βέβαια ἡ ἐνέργεια, ἐπειδὴ ἐκδηλώνεται ὡς πρὸς κάτι ἄλλο (τὸ σῶμα), δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργεῖ σύνθεση. Ἡ σύνθεση δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν οὐσία τῆς ψυχῆς κι ἀπὸ μία ὁποιαδήποτε ἀπὸ τὶς προαναφερθεῖσες ἀντίθετες ποιότητες, δηλαδὴ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κακία.

34. Ο ὑπέρτατος Νοῦς, τὸ ἄκρο ἀγαθό, ἡ πάνω ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὴ θεότητα φύση, ἐπειδὴ εἶναι ὁλότελα καὶ ὁπωσδήποτε ἀνεπίδεκτός των ἀντιθέτων, εἶναι φανερὸ ὅτι ἔχει τὴν ἀγαθότητα ὄχι ὡς ἰδιότητα, ἀλλὰ ὡς οὐσία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅ,τι ἀγαθὸ βάλει κανεὶς στὸ νοῦ του, ὑπάρχει σ’ Ἐκεῖνον ἢ μᾶλλον, Ἐκεῖνος εἶναι τὸ ἀγαθὸ καὶ εἶναι πάνω ἀπ’ αὐτό. Καὶ ὅ,τι σκεφτεῖ κανεὶς γιὰ Ἐκεῖνον, εἶναι ἀγαθό, ἢ μᾶλλον εἶναι ἀγαθότητα καὶ ὑπεράγαθη ἀγαθότητα. Σ’ Αὐτὸν ὑπάρχει καὶ ἡ ζωή, ἢ μᾶλλον Αὐτὸς εἶναι ἡ ζωή. Γιατί ἡ ζωὴ εἶναι ἀγαθό, καὶ ἡ ζωὴ σ’ Αὐτὸν εἶναι ἀγαθότητα. Καὶ ἡ σοφία ὑπάρχει σ’ Αὐτόν, ἢ μᾶλλον Αὐτὸς εἶναι ἡ σοφία· γιατί ἡ σοφία εἶναι ἀγαθό, κι ἡ σοφία σ’ Αὐτὸν εἶναι ἀγαθότητα. Ἐπίσης, ἡ αἰωνιότητα καὶ ἡ μακαριότητα καὶ γενικὰ ὁποιοδήποτε ἀγαθὸ σκεφτεῖ κανείς. Καὶ δὲν ὑπάρχει ἐκεῖ διαφορὰ ζωῆς καὶ σοφίας καὶ ἀγαθότητας καὶ τῶν ὁμοίων. Γιατί ἡ Ἀγαθότητα ἐκείνη τὰ συμπεριλαμβάνει ὅλα κατὰ τρόπο συγκεντρωτικό, ἑνιαῖο καὶ ἁπλούστατο, καὶ τὴ νοοῦμε καὶ τὴν ὀνομάζομε ἀπὸ ὅλα τα ἀγαθά. Ὅ,τι ἀγαθὸ νοήσει κανεὶς καὶ πεῖ περὶ Αὐτῆς, εἶναι καὶ ἕνα καὶ ἀληθινό· Ἐκείνη ὅμως δὲν εἶναι μόνο αὐτὸ ποὺ ἀληθινὰ νοεῖται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ νοοῦν μὲ θεοσοφὸ νοῦ καὶ θεολογοῦν μὲ πνευματοκίνητη γλώσσα, ἀλλὰ ὡς ἀχώρητη στὸ λόγο καὶ στὸ νοῦ μᾶς εἶναι πάνω ἀπ’ αὐτὰ καὶ δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἑνιαία καὶ ὑπερλογὰ ἁπλὴ κατάστασή Της. Εἶναι δηλαδὴ μία Ἀγαθότητα πανάγαθη καὶ ὑπεράγαθη, καὶ μ’ αὐτὸ μόνο καὶ νοεῖται καὶ ὀνομάζεται. Τοῦτο βέβαια, ὅτι ὁ Ποιητὴς καὶ Κύριος της κτίσεως εἶναι πανάγαθη καὶ ὑπεράγαθη Ἀγαθότητα κι ἔχει ὡς οὐσία Τοῦ τὴν ἀγαθότητα, δείχνεται ἀπὸ μόνες τὶς ἐνέργειές Του πρὸς τὴν κτίση. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ὁλότελα καὶ ὁπωσδήποτε ἀνεπίδεκτός της ἐναντιότητας πρὸς τὴν ἀγαθότητα, δηλαδὴ τῆς κακίας. Γιατί οὔτε καὶ εἶναι ἐναντίον καμιᾶς ὑπάρξεως.

35. Η πανάγαθη αὐτὴ καὶ ὑπεράγαθη Ἀγαθότητα εἶναι καὶ πηγὴ ἀγαθότητας. Γιατί καὶ τοῦτο εἶναι ἀγαθό, καὶ μάλιστα τὸ ἀκρότατο ἀγαθό, καὶ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ λείπει ἀπὸ τὴν παντέλεια Ἀγαθότητα. Ἐπειδὴ τώρα ἡ παντέλεια καὶ ὑπερτέλεια αὐτὴ Ἀγαθότητα εἶναι Νοῦς, τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ πηγάζει ἀπὸ Αὐτὴ σὰν ἀπὸ πηγή, παρὰ λόγος. Λόγος βέβαια ὄχι σὰν τὸ δικό μας προφορικὸ λόγο· γιατί τοῦτος δὲν εἶναι τοῦ νοῦ, ἀλλὰ τοῦ σώματος ποὺ κινεῖται ἀπὸ νοῦ. Οὔτε πάλι σὰν τὸ δικό μας ἐνδιάθετο λόγο· γιατί καὶ τοῦτος γίνεται μέσα μας ἔχοντας σὰν τύπους τοὺς φθόγγους. Οὔτε τέλος σὰν τὸ δικό μας λόγο τῆς διάνοιας, κι ἃς εἶναι αὐτὸς χωρὶς φθόγγους, πραγματοποιούμενος μὲ κινήσεις τελείως ἀσώματες· γιατί καὶ ὁ λόγος αὐτὸς τῆς διάνοιας εἶναι μετὰ ἀπό μας, καὶ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ διαλείμματα καὶ μεγάλα χρονικὰ διαστήματα καὶ προχωρεῖ διεξοδικά, πηγαίνοντας ἀπὸ τὴν ἀτελῆ ἀρχὴ πρὸς τὸ τελικὸ συμπέρασμα. Ἀλλὰ ὁ Λόγος ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴ θεία Ἀγαθότητα εἶναι ἀντίστοιχος μὲ τὸν ἔμφυτο σὲ μᾶς λόγο ποὺ ἐναπόκειται στὸ νοῦ μᾶς ἀφότου ὁ Δημιουργός μας ἔκανε κατ’ εἰκόνα Του· ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι ἡ γνώση ποὺ συνυπάρχει πάντοτε μὲ τὸ νοῦ. Ἡ Γνώση-Λόγος λοιπόν, ἡ ὁποία συνυπάρχει πάντοτε μὲ τὸν ὑπέρτατο νοῦ τῆς παντέλειας καὶ ὑπερτέλειας Ἀγαθότητας ποὺ δὲν ἔχει τίποτε τὸ ἀτελές, εἶναι ἀπαράλλακτα ὅσα εἶναι κι Ἐκείνη, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι προέρχεται ἀπὸ Ἐκείνη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ὑπέρτατος Λόγος εἶναι καὶ λέγεται ἀπὸ μᾶς Υἱός, γιὰ νὰ γνωρίσομε μὲ βεβαιότητα ὅτι εἶναι τέλειος μὲ τέλεια δική Του ὑπόσταση, γιατί ἔχει τὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ δὲν ὑστερεῖ καθόλου ἀπὸ τὸν Πατέρα κατὰ τὴν οὐσία, ἀλλὰ εἶναι ἀπαράλλακτος μ’ Ἐκεῖνον, ἂν καὶ ὄχι κατὰ τὴν ὑπόσταση· αὐτὴ διακρίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Λόγος προῆλθε μὲ θεοπρεπῆ γέννηση ἀπὸ τὸν Πατέρα.

36. Επειδή ἡ Ἀγαθότητα ποὺ σὰν ἀπὸ πηγὴ προῆλθε μὲ γέννηση ἀπὸ τὴν Ἀγαθότητα-Νοῦ, εἶναι Λόγος, καὶ λόγο χωρὶς πνεῦμα (πνοή), κανένας ποὺ ἔχει νοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἐννοήσει, γι’ αὐτὸ ὁ ἐκ Θεοῦ Θεὸς Λόγος ἔχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο προέρχεται καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὸν Πατέρα. Τὸ Πνεῦμα αὐτὸ δὲν εἶναι ὅπως ἐκεῖνο ποὺ συνυπάρχει μὲ τὸν προφορικό μας λόγο. Οὔτε πάλι εἶναι ὅπως ἐκεῖνο ποὺ συνυπάρχει, ἂν καὶ ἀσωμάτως, μὲ τὸν ἐνδιάθετο καὶ τὸν κατὰ διάνοια λόγο μας· γιατί καὶ τοῦτο εἶναι μιὰ ὁρμὴ τοῦ νοῦ ποὺ συνεκτείνεται χρονικὰ μὲ τὸ λόγο μας κι ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ ἴδια διαστήματα κι ἀπὸ τὸ ἀτελὲς προχωρεῖ στὸ ὁλοκληρωμένο. Ἐνῶ Ἐκεῖνο, τὸ Πνεῦμα τοῦ ὑπέρτατου Λόγου, εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο ἕνας ἔρωτας ἀνέκφραστός του Πατέρα πρὸς τὸ Λόγο ποὺ γεννήθηκε μὲ τρόπο ἀπόρρητο. Τὸ ἴδιο Πνεῦμα -Ἔρωτα ἔχει καὶ ὁ ἀγαπημένος Λόγος καὶ Υἱὸς πρὸς τὸν Πατέρα. Τὸ ἔχει ὅμως ὡς συμπροερχόμενο μὲ Αὐτὸν ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀναπαυόμενο σ’ Αὐτὸν λόγω τῆς κοινῆς Τους φύσεως. Ἀπὸ τὸν Λόγο, ποὺ σαρκώθηκε καὶ μᾶς συναναστράφηκε, μάθαμε τὸ ὄνομα τῆς διαφορετικῆς προελεύσεως τοῦ Πνεύματος ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ ὅτι Αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο του Πατέρα, ἀλλὰ καὶ τοῦ Υἱοῦ. Μᾶς εἶπε δηλαδή: «Τὸ Πνεῦμα τῆς ἀλήθειας, τὸ ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα»(Ἰω. 15, 26). Ἀπὸ αὐτὸ μαθαίνομε ὅτι δὲν εἶναι μόνο ὁ Λόγος, ἀλλὰ καὶ τὸ Πνεῦμα ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, ὄχι ὅμως μὲ γέννηση, ἀλλὰ μὲ ἐκπόρευση. Ἐπίσης, ὅτι εἶναι καὶ τοῦ Υἱοῦ ποὺ τὸ ἔχει ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀφοῦ εἶναι Πνεῦμα ἀλήθειας καὶ σοφίας καὶ λόγου. Γιατί ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ σοφία εἶναι Λόγος κατάλληλος γιὰ τὸν Γεννήτορα. Αὐτὸς ὁ Λόγος συγχαίρει μὲ τὸν Πατέρα ποὺ χαίρεται γι’ Αὐτόν, σύμφωνα μ’ ἐκεῖνο ποὺ Αὐτὸς εἶπε μὲ τὸν Σολομώντα: «Ἐγὼ ἤμουν ποὺ χαιρόμουν μαζί Του»(Παροιμ. 8, 30. Δὲν εἶπε χαιρόμουν, ἀλλὰ χαιρόμουν μαζί Του. Αὐτὴ ἡ προαιώνια χαρὰ τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐπειδὴ εἶναι καὶ τῶν δύο κατὰ τὴ χρήση (γι’ αὐτὸ καὶ στέλνεται καὶ ἀπὸ τοὺς δύο σ’ ὅσους εἶναι ἄξιοι), ἀλλὰ μόνο του Πατέρα κατὰ τὴν ὕπαρξη (γι’ αὐτὸ καὶ μόνο ἀπὸ Αὐτὸν ἐκπορεύεται ὡς ὕπαρξη).

37. Έρωτα, ποὺ εἶναι εἰκόνα αὐτοῦ του ὑπέρτατου Ἔρωτα, ἔχει κι ὁ νοῦς μας, ὁ ὁποῖος δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, πρὸς τὴ γνώση ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτὸν καὶ ποὺ ὑπάρχει χωρὶς διακοπῆ μέσα σ’ αὐτόν. Ὁ ἔρωτας αὐτὸς εἶναι ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ μέσα στὸ νοῦ, πηγάζοντας ἀπὸ αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν ἐσώτατο λόγο. Ἐναργέστατη ἀπόδειξη τοῦ πράγματος, ἀκόμη καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν μποροῦν νὰ βλέπουν τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ τους, εἶναι ἡ ἀκόρεστη ἔφεση τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴ γνώση. Σ’ ἐκεῖνον ὅμως τὸν ἀρχέτυπο νοῦ, σ’ ἐκείνη τὴν παντέλεια καὶ ὑπερτέλεια Ἀγαθότητα στὴν ὁποία τίποτε τὸ ἀτελὲς δὲν ὑπάρχει, ὁ θεῖος Ἔρωτας (τὸ Πνεῦμα) εἶναι ἀπαράλλακτα ὅλα ὅσα κι ἐκείνη ἡ Ἀγαθότητα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι αὐτὸς προέρχεται ἀπὸ ἐκείνη. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Ἔρωτας αὐτὸς εἶναι καὶ λέγεται ἀπὸ μᾶς Πνεῦμα Ἅγιο καὶ ἄλλος Παράκλητος(Ἰω. 14, 16), ὡς συνακόλουθός του Λόγου, γιὰ νὰ γνωρίσομε ἀπὸ αὐτὸ ὅτι εἶναι τέλειος, μὲ τέλεια δική Του ὑπόσταση, καὶ δὲν ὑστερεῖ διόλου κατὰ τὴν οὐσία ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀλλ’ εἶναι ἀπαράλλακτα ὁ ἴδιος καὶ μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὸν Πατέρα, ἂν καὶ ὄχι κατὰ τὴν ὑπόσταση· αὐτὴ διακρίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι (ὁ Ἔρωτας-Πνεῦμα) προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα μὲ θεοπρεπῆ ἐκπόρευση. Κι ἔτσι νὰ μελετοῦμε ἕνα Θεό, ἀληθινὸ καὶ τέλειο, σὲ τρεῖς ὑποστάσεις ἀληθινὲς καὶ τέλειες. Ὄχι τριπλό, ἄπαγε, ἀλλὰ ἁπλό, γιατί δὲν εἶναι κάποια τριπλῆ ἀγαθότητα, οὔτε τριάδα ἀπὸ ἀγαθότητες· εἶναι Τριάδα ἁγία καὶ σεβάσμια καὶ προσκυνητὴ ἡ ὑπέρτατη Ἀγαθότητα, ἡ ὁποία ρέει ἀρρεύστως ἀπὸ τὸν ἑαυτό Της στὸν ἑαυτό Της κι ἔχει ἐγκαθιδρυθεῖ προαιώνια πάνω στὸν ἑαυτὸ Τῆς θεοπρεπῶς. Εἶναι ἀπεριόριστη καὶ ὁρίζεται μόνο ἀπὸ τὸν ἑαυτό Της· εἶναι τὸ ὅριο ὅλων, ἐκτείνεται πέρα ἀπ’ ὅλα καὶ κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν ἀφήνει ἔξω Της.

38. Επίσης, καὶ ἡ νοερὴ καὶ λογικὴ φύση τῶν Ἀγγέλων ἔχει νοῦ καὶ λόγο ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ ἔρωτα τοῦ νοῦ πρὸς τὸν λόγο, ποὺ καὶ αὐτὸς πηγάζει ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ συνυπάρχει πάντοτε μὲ τὸ λόγο καὶ τὸ νοῦ, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομαστεῖ καὶ πνεῦμα, ἀφοῦ ἀπὸ τὴ φύση τοῦ συνακολουθεῖ τὸ λόγο. Ἀλλὰ τὸ πνεῦμα αὐτὸ δὲν εἶναι ζωοποιό, γιατί δὲν ἔλαβε ἀπὸ τὸ Θεὸ ἑνωμένο μαζί του γήινο σῶμα, γιὰ νὰ λάβει καὶ ζωοποιὸ καὶ συνεκτικὴ δύναμη γι’ αὐτό. Ἐνῶ ἡ νοερὴ καὶ λογικὴ φύση τῆς ψυχῆς, ἐπειδὴ δημιουργήθηκε μαζὶ μὲ γήινο σῶμα, ἔλαβε ζωοποιό το πνεῦμα ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ μ’ αὐτὸ συνέχει καὶ ζωοποιεῖ τὸ ἑνωμένο μαζί της σῶμα. Ἀπ’ αὐτὸ γίνεται φανερὸ σ’ ἐκείνους ποὺ μποροῦν νὰ ἐννοοῦν, ὅτι τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ζωοποιεῖ τὸ σῶμα τοῦ εἶναι νοερὸς ἔρωτας. Κι ἔχει τὴν ὕπαρξή του ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ ἀνήκει στὸ λόγο· εἶναι μέσα στὸ νοῦ καὶ στὸ λόγο κι ἔχει μέσα του καὶ τὸ λόγο καὶ τὸ νοῦ. Καὶ ἡ ψυχὴ ἔχει ἐκ φύσεως τέτοια ἀγαπητικῆ συνάφεια μὲ τὸ σῶμα, μέσω τοῦ πνεύματος, ὥστε δὲ θέλει ποτὲ νὰ τὸ ἐγκαταλείψει, μήτε τὸ ἐγκαταλείπει, ἂν δὲν ἀσκηθεῖ βία ἀπὸ κάποια βαριὰ ἀρρώστια ἢ ἀπὸ ἐξωτερικὸ τραυματισμό.

39. Η νοερὴ καὶ λογικὴ φύση τῆς ψυχῆς, ἐπειδὴ μόνο αὐτὴ ἔχει νοῦ καὶ λόγο καὶ πνεῦμα ζωοποιό, αὐτὴ μόνο καὶ ἔχει δημιουργηθεῖ κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, περισσότερο καὶ ἀπὸ τοὺς ἀσώματους Ἀγγέλους. Τὸ προνόμιο αὐτὸ τὸ ἔχει ἀμετάβλητο καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἐννοήσει τὴν ἀξία της, καὶ ἂν δὲ φρονεῖ καὶ δὲ ζεῖ ἀντάξια του Θεοῦ ποὺ τὴ δημιούργησε κατ’ εἰκόνα Του. Γι’ αὐτὸ καὶ μετὰ τὴν παράβαση τῶν Πρωτοπλάστων στὸν Παράδεισο, ὁπότε ὑποστήκαμε, πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ σώματος, τὸ θάνατο τῆς ψυχῆς ποὺ εἶναι ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ χάσαμε τὸ “καθ’ ὁμοίωσιν”, δὲν χάσαμε καὶ τὸ “κατ’ εἰκόνα”. Ὅταν λοιπὸν ἡ ψυχὴ ἀποστρέφεται τὴ σχέση πρὸς τὰ χειρότερά (τα αἰσθητά), καὶ προσκολλᾶται μὲ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ ὑποτάσσεται σ’ Αὐτὸν μὲ τοὺς τρόπους καὶ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς, φωτίζεται ἀπὸ Αὐτὸν καὶ ὀμορφαίνει, καθὼς βελτιώνεται καὶ ὑπακούει στὶς ἐντολὲς καὶ τὶς παραινέσεις Του, ἀπὸ τὶς ὁποῖες καὶ λαμβάνει τὴν αἰώνια ἀληθινὴ ζωή. Μὲ αὐτήν, ἀθανατίζει καὶ τὸ ἑνωμένο μαζί της σῶμα ποὺ θὰ ἐπιτύχει στὸν ὁρισμένο καιρὸ τὴν ὑποσχεμένη ἀνάσταση καὶ θὰ γίνει μέτοχό της αἰώνιας δόξας. Ὅταν ὅμως δὲν ἀποφεύγει τὴν πρὸς τὰ χειρότερα σχέση καὶ τὴν πτώση τῆς σ’ αὐτά, ἀπ’ ὅπου προξενεῖ στὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ αἰσχύνη καὶ ἀτιμία, ἀποξενώνεται καὶ ἐξορίζεται ἀπὸ τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ὄντως μακάρια καὶ ἀληθινὴ ζωή. Ἔτσι, ἐπειδὴ πρώτη αὐτὴ ἐγκατέλειψε τὸ Θεό, ἐγκαταλείπεται δίκαια ἀπὸ Αὐτόν.

40. Η μετὰ τὴν ὑπέρτατη Τριάδα τριαδικὴ φύση, δηλαδὴ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ἐπειδὴ ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπὸ Ἐκείνη κατ’ εἰκόνα Τῆς περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι οἱ ἄλλες φύσεις, κι εἶναι νοερή, λογικὴ καὶ πνευματική, ὀφείλει νὰ κρατᾶ τὴν τάξη της καὶ ν’ ἀκολουθεῖ μόνο το Θεό, μόνο κάτω ἀπὸ τὸ ζυγό Του νὰ μπαίνει καὶ μόνο σ’ Αὐτὸν νὰ ὑποτάσσεται καὶ νὰ ὑπακούει. Ἀκόμη, σ’ Αὐτὸν μόνο νὰ ἀποβλέπει καὶ νὰ στολίζει τὸν ἑαυτό της μὲ τὴν ἀκατάπαυστη μνήμη καὶ θεωρία Του καὶ μὲ τὴ σφοδρότατη καὶ διάπυρη πρὸς Αὐτὸν ἀγάπη. Μὲ αὐτὰ ἐπισύρει μὲ θαυμαστὸ τρόπο στὸν ἑαυτό της, ἢ μᾶλλον ἐπέσυρε κάποτε, τὴ μυστικὴ καὶ ἀπόρρητη ἐκείνη αἴγλη τῆς φύσεώς της· καὶ τότε ἔχει ἀληθινά το “κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ ὁμοίωσιν” καὶ γίνεται χαριτωμένη, σοφὴ καὶ θεία. Γιατί διδάσκεται ἀπὸ τὴν αἴγλη αὐτή, ἢ μὲ φανερὴ παρουσία της, ἢ μὲ ἀφανῆ προσέγγισή της, νὰ ἀγαπᾶ, περισσότερο τώρα, τὸ Θεὸ παραπάνω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της καὶ τὸν πλησίον ὅπως τὸν ἑαυτό της, καὶ ἀπὸ αὐτὸ καὶ τὴ δική της ἀξία καὶ τάξη νὰ γνωρίζει καὶ νὰ διατηρεῖ, καὶ τὸν ἑαυτὸ τῆς ν’ ἀγαπᾶ ἀληθινά. Ἀντίθετα, ὅποιος ἀγαπᾶ τὴν ἀδικία, μισεῖ τὴν ψυχὴ τοῦ(Ψάλμ. 10, 5), καὶ ξεσχίζοντας καὶ ἀχρηστεύοντας τὸ “κατ’ εἰκόνα Θεοῦ” ποὺ ἔχει, παθαίνει κάτι παραπλήσιο μ’ ἐκείνους ποὺ ἀπὸ παραφροσύνη χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνονται καταξεσχίζουν ἐλεεινὰ τὶς σάρκες τους. Γιατί κι αὐτός, χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεται, καταστρέφει καὶ καταξεσχίζει ἀθλιότατα τὴν ἔμφυτη καλλονή του, κατασυντρίβοντας ἀνόητα τὸν ἐσωτερικὸ τριαδικὸ καὶ ὑπερκόσμιο στολισμὸ τῆς ψυχῆς του, τὸν ὁποῖο δημιουργεῖ ἡ ἀγάπη. Ὑπάρχει πιὸ ἄδικο καὶ πιὸ ὀλέθριο, νὰ μὴ θυμᾶται κανεὶς καὶ νὰ μὴ θέλει νὰ βλέπει συνεχῶς καὶ νὰ ἀγαπᾶ Ἐκεῖνον ποὺ τὸν δημιούργησε καὶ τὸν στόλισε κατ’ εἰκόνα Του, καὶ γι’ αὐτὸ τοῦ δίνει τὴ δύναμη τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀγάπης, καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ τὴ χρησιμοποιοῦν καλὰ ἐπιδαψιλεύει ἐπιπλέον καὶ τὶς ἀνέκφραστες δωρεές Του καὶ τὴν αἰώνια ζωή;

41. Ένας ἀπὸ τοὺς χειρότερους ἐχθρούς της ψυχῆς μας καὶ ἐξαιρετικὰ χειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἶναι ὁ νοητὸς καὶ ἀρχέκακος ὄφις, ποὺ ἔγινε τώρα ἀγγελιοφόρος τῆς κακίας του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν πονηρὴ συμβουλή του. Εἶναι τόσο κατώτερος καὶ χειρότερος ὅλων, ὅσο ἐπιθύμησε ὑπερήφανα νὰ ἐξομοιωθεῖ στὴν ἐξουσία μὲ τὸν Δημιουργό του, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὅμως τόσο ἐγκαταλείφθηκε δίκαια, ὅσο αὐτὸς πρῶτος τὸν εἶχε ἐγκαταλείψει. Καὶ τόσο πολὺ ὁ διάβολος ἐγκατέλειψε τὸ Θεό, ὥστε νὰ γίνει ἀντίθετος καὶ ἐχθρός Του καὶ κηρυγμένος ἀντίπαλος. Ἂν λοιπὸν Ἐκεῖνος εἶναι ἡ Ἀγαθότητα καὶ ὁ Ζωοποιὸς ὅσων ζοῦνε, αὐτὸς εἶναι ἡ καθαυτὸ κακία καὶ ὁ νεκροποιός. Ἀφοῦ λοιπὸν Ἐκεῖνος ἔχει ὡς οὐσία τὴν Ἀγαθότητα καὶ εἶναι φύση τελείως ἀνεπίδεκτή της κακίας, ὥστε οὔτε νὰ τὸν πλησιάζουν δὲν πρέπει ὅσοι ἔχουν μιὰ ὁποιαδήποτε κακία, πόσο μᾶλλον ἀπωθεῖ μακριά Του τὸν δημιουργὸ καὶ ἀρχηγὸ τῆς κακίας καὶ αἴτιο αὐτῆς καὶ στοὺς ἄλλους; Ὁ πονηρὸς τώρα, ἐπειδὴ ἡ οὐσία τοῦ εἶναι ἡ ζωὴ κι ὄχι ἡ κακία, γι’ αὐτὸ καὶ μένει ἀθάνατος σ’ αὐτήν. Ἡ οὐσία τοῦ βέβαια ἦταν δεκτικὴ κακίας κι ὁ ἴδιος εἶχε τιμηθεῖ μὲ αὐτεξουσιότητα, γιὰ νὰ ὑποτάσσεται θεληματικὰ καὶ νὰ προσκολλᾶται στὴν ἀέναη πηγὴ τῆς Ἀγαθότητας κι ἔτσι νὰ γίνει μέτοχός της ἀληθινῆς ζωῆς. Ἐπειδὴ ὅμως μὲ τὴ θέλησή του δόθηκε στὴν κακία, στερεῖται τὴν ἀληθινὴ ζωή, διωγμένος δίκαια ἀπὸ αὐτήν, ἀπὸ τὴν ὁποία αὐτὸς πρῶτος ἔφυγε. Καὶ ἔγινε πνεῦμα νεκρό, ὄχι κατὰ τὴν οὐσία (γιατί δὲν ὑπάρχει οὐσία νεκρότητας), ἀλλὰ γιατί ἀπέβαλε τὴν ἀληθινὴ ζωή. Αὐτὸς λοιπόν, καθὼς δὲν αἰσθάνεται κόρο ἀπὸ τὴν ὁρμὴ πρὸς τὴν κακία καὶ προσθέτει κακία πάνω στὴν κακία ἀθλιότατα, κάνει τὸν ἑαυτὸ τοῦ νεκροποιὸ πνεῦμα καὶ σπεύδει νὰ ὁδηγεῖ καὶ τὸν ἄνθρωπο σὲ συμμετοχὴ τῆς νεκρώσεώς του.

42. Ο διάβολος, ὁ μεσίτης καὶ πρόξενος τῆς νεκρώσεως, χρησιμοποίησε παλιά, στὸν Παράδεισο τοῦ Θεοῦ(Γέν.3, 1), τὸ φίδι ποὺ εἶναι σκολιὸ (κινεῖται ἑλικοειδῶς), ἐπειδὴ κι ὁ ἴδιος εἶναι σκολιὸς στοὺς τρόπους καὶ ἀφάνταστα δόλιος. Ὄχι πῶς ἔγινε αὐτὸς φίδι —κάτι τέτοιο μόνο κατὰ φαντασία μπορεῖ νὰ κάνει, δίστασε ὅμως τότε νὰ τὸ δοκιμάσει ἀπὸ φόβο νὰ μὴ γίνει ἀντιληπτός. Ἀλλά, μὴ ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στὴ φανερὴ συνάντηση, προτίμησε τὴ δόλια, μέσω τοῦ φιδιοῦ, μὲ τὴν ὁποία πίστευε ὅτι θὰ μείνει ἄγνωστος. Ἤθελε, ἐμφανιζόμενος σὰν φίλος, νὰ εἰσηγηθεῖ ὅ,τι ἐχθρικότερο, καὶ μὲ τὴν παράδοξη προσλαλιὰ —παράδοξη, γιατί τὸ αἰσθητὸ φίδι δὲν ἦταν λογικό, οὔτε μιλοῦσε ὡς τότε—, νὰ αἰφνιδιάσει τὴν Εὕα ποὺ θὰ τὸν ἄκουγε, καὶ νὰ τὴν πάρει ὁλότελα μὲ τὸ μέρος του καὶ νὰ τὴν κάνει ὑποχείριά του μὲ τὰ τεχνάσματά του. Κι ἔτσι νὰ τὴ μάθει ἀμέσως νὰ ὑποτάσσεται στὰ χειρότερα καὶ νὰ γίνει δούλη σ’ ἐκεῖνα, στὰ ὁποῖα τῆς ἔλαχε ἐπάξια νὰ βασιλεύει, γιατί μόνη αὐτὴ ἀπ’ ὅλα τα ὄντα ποὺ ἔχουν αἴσθηση ἔχει τιμηθεῖ μὲ λόγο κι ἔχει πλαστεῖ ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ κατ’ εἰκόνα Του. Παραχώρησε ὅμως καὶ ὁ Θεός, γιὰ νὰ δεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴ συμβουλὴ ποῦ τοῦ ἔδωσε τὸ χειρότερο —πόσο χειρότερο δὲν εἶναι τὸ φίδι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο;— καὶ νὰ ἐννοήσει καθαρὰ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ὠφέλιμη. Νὰ θεωρήσει τότε τελείως ἀνάξιά του τὴν ὑποταγὴ στὸ φανερὰ χειρότερο καὶ νὰ φυλάξει τὴν πίστη του στὸν Κτίστη, τηρώντας τὴν ἐντολή Του. Κι ἔτσι νὰ γίνει εὔκολα νικητὴς ἐκείνου ποὺ ξέπεσε ἀπὸ τὴν πραγματικὴ ζωή, νὰ λάβει δίκαια τὴ μακάρια ἀθανασία καὶ νὰ ζήσει αἰώνια ἔχοντας μέσα του τὸ Θεό.

43. Τίποτε δὲν εἶναι καλύτερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὥστε νὰ σκεφτεῖ καὶ νὰ σχηματίσει γνώμη καὶ μὲ αὐτὴ νὰ γνωρίσει καὶ νὰ πάρει ὅ,τι τὸν συμφέρει. Ἀρκεῖ μόνο νὰ κρατᾶ τὴν τάξη του καὶ νὰ γνωρίζει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν μόνο καλύτερό του, τὸ Θεό. Καὶ νὰ τηρεῖ ὅσα μάθει ἀπὸ Ἐκεῖνον, ἐνῶ δτᾶν σκέφτεται ὅσα δὲν ἔμαθε ἀπὸ Ἐκεῖνον, νὰ τὸν παίρνει σύμβουλο. Γιατί κι οἱ Ἄγγελοι, ἂν καὶ ἀνώτεροι στὴν ἀξία ἀπό μας, ἐντούτοις ὑπηρετοῦν στὶς σχετικὲς μ’ ἐμᾶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ, ἀποστελλόμενοι γιὰ χάρη ἐκείνων ποὺ μέλλουν νὰ κληρονομήσουν τὴ σωτηρία(Ἑβρ. 1, 14) —ὄχι ὅλοι βέβαια οἱ Ἄγγελοι, ἀλλὰ ὅσοι εἶναι ἀγαθοὶ καὶ φύλαξαν τὴν τάξη τους. Ἔχουν κι ἐκεῖνοι ἀπὸ τὸ Θεὸ νοῦ, λόγο καὶ πνεῦμα, ἑνωμένα ἐκ φύσεως αὐτὰ τὰ τρία, καὶ ὀφείλουν ὅπως ἐμεῖς νὰ ὑπακούουν στὸ Δημιουργὸ νοῦ καὶ Λόγο καὶ Πνεῦμα. Πλεονεκτοῦν ἔναντι ἠμῶν σὲ πολλά, ὑπολείπονται ὅμως, ὅπως εἴπαμε καὶ θὰ ξαναποῦμε, στὸ ὅτι δὲν εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ. Γιατί ἐμεῖς ἔχομε γίνει κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, περισσότερο ἀπὸ ἐκείνους.

44. Οι Ἄγγελοι ἔχουν ἀναλάβει νὰ ὑπηρετοῦν μὲ δύναμη τὸ Δημιουργὸ καὶ ἔλαβαν ὡς κλῆρο τοὺς μόνο το νὰ ἄρχονται· δὲν τάχθηκαν νὰ ἄρχουν πάνω στοὺς κατωτέρους τους, ἐκτὸς ἂν σταλοῦν πρὸς τοῦτο ἀπὸ τὸν Ἐξουσιαστὴ τῶν πάντων. Ὁ σατανᾶς ὅμως ἐπιθύμησε νὰ ἄρχει ὑπερήφανα παρὰ τὴν γνώμη τοῦ Δημιουργοῦ, κι ἀφοῦ ἄφησε τὴν τάξη τοῦ μαζὶ μὲ τοὺς συναποστάτες ἀγγέλους, ἐγκαταλείφθηκε δικαίως ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ Πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ φωτὸς καὶ ντύθηκε τὸ θάνατο καὶ τὸ αἰώνιο σκοτάδι. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως τάχθηκε ὄχι μόνο νὰ ἄρχεται, ἀλλὰ καὶ νὰ ἄρχει πάνω σε ὅλα τα ἐπίγεια(Γέν. 1, 28). Γι’ αὐτὸ ὁ ἀρχέκακος σατανᾶς τὸν φθόνησε καὶ μεταχειρίστηκε κάθε μηχανὴ γιὰ νὰ τὸν καθαιρέσει ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ χρησιμοποιήσει βία γιατί ἐμποδιζόταν ἀπὸ τὸν Ἐξουσιαστὴ τῶν πάντων, ὁ ὁποῖος δημιούργησε τὴ λογικὴ φύση ἐλεύθερη καὶ αὐτεξούσια, ὑπέβαλε στὸν ἄνθρωπο μὲ δόλο τὴν συμβουλὴ ποὺ θὰ τὸν καθαιροῦσε ἀπὸ τὴν ἀρχή. Καὶ ἐξαπάτησε, ἢ μᾶλλον ἔπεισε τοὺς ἀνθρώπους νὰ περιφρονήσουν, νὰ μὴν ὑπολογίσουν καθόλου καὶ νὰ ἀθετήσουν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἢ μᾶλλον καὶ νὰ ἀντιταχθοῦν καὶ νὰ κάνουν τὰ ἀντίθετα. Καὶ τότε, ἀφοῦ γίνουν συμμέτοχοι τῆς ἀνταρσίας του, νὰ γίνουν συμμέτοχοι καὶ τοῦ αἰώνιου σκότους καὶ τῆς νεκρώσεως.

45. Κάποτε νεκρώνεται καὶ ἡ λογικὴ ψυχή, κι ἃς ἔχει τὴ ζωὴ ὡς οὐσία της· τοῦτο μᾶς τὸ δίδαξε ὁ μέγας Παῦλος γράφοντας: «Ἡ χήρα ποὺ ζεῖ στὴ σπατάλη, ἔχει πεθάνει, κι ἃς εἶναι ζωντανὴ»(Ἃ΄ Τιμ. 5, 6). Δὲν εἶναι ἀνάρμοστο νὰ ὑποθέσομε ὅτι τοῦτο τὸ εἶπε καὶ γι’ αὐτὸ ποὺ μιλᾶμε τώρα, δηλαδὴ γιὰ τὴ λογικὴ ψυχή. Ἡ ψυχὴ δηλαδὴ ποὺ ἔχασε τὸν πνευματικὸ Νυμφίο της, ἂν δὲν ἔχει συστολὴ καὶ πένθος καὶ δὲ βαδίζει τὸ στενὸ καὶ γεμάτο θλίψεις δρόμο τῆς μετάνοιας, ἀλλὰ εἶναι σὲ μιὰ διάχυση καὶ σὲ μιὰ παράδοση καὶ σπατάλη τοῦ ἐαυτοῦ της στὶς ἡδονές, αὐτὴ ἡ ψυχὴ ἐνῶ ζεῖ (γιατί κατὰ τὴν οὐσία τῆς εἶναι ἀθάνατη), ἔχει ὡστόσο πεθάνει. Γιατί εἶναι δεκτική του χειρότερου θανάτου, ὅπως εἶναι καὶ τῆς καλύτερης ζωῆς. Ἀλλὰ κι ἂν ὁ Παῦλος “χήρα” ἐννοεῖ αὐτὴ ποὺ ἔχασε τὸ σωματικὸ νυμφίο καὶ ζεῖ σπάταλα καὶ σαρκικά, ὁπωσδήποτε ἐννοεῖ ὅτι ἔχει πεθάνει κατὰ τὴν ψυχή. Ὁ ἴδιος λέει ἀλλοῦ: «Ἐνῶ ἤμαστε νεκροὶ ἐξαιτίας τῶν παραπτωμάτων μας, ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε ζωὴ μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ»(Ἔφ. 2, 5). Ἐπίσης στὸ θάνατο τῆς ψυχῆς ἀναφέρεται καὶ τὸ ρητό: «Εἶναι ἁμαρτία ποὺ ὁδηγεῖ στὸ θάνατο»(Ἃ΄ Ἰω. 5, 16). Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος ποὺ διέταξε κάποιον νὰ ἀφήσει τοὺς νεκροὺς νὰ θάβουν τοὺς νεκροὺς(Ματθ. 8, 22), ὁπωσδήποτε φανέρωσε ὅτι οἱ ἐνταφιαστὲς ἐκεῖνοι ἦταν νεκροὶ κατὰ τὴν ψυχή, ἐπειδὴ ζοῦσαν σαρκικά.

46. Οι προπάτορες τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ἐπειδὴ ἀπομάκρυναν θεληματικὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τοὺς τὴ μνήμη καὶ τὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀψήφησαν τὴν ἐντολή Του καὶ συμφώνησαν μὲ τὸ νεκρὸ πνεῦμα τοῦ σατανᾶ καὶ ἔφαγαν ἀπὸ τὸ ἀπαγορευμένο δένδρο ἀντίθετα μὲ τὴ θέληση τοῦ Δημιουργοῦ, γυμνώθηκαν ἀπὸ τὰ φωτεινὰ καὶ ζωηφόρα ἐνδύματα τῆς οὐράνιας λάμψεως κι ἔγιναν —ἀλοίμονο— σὰν τὸν σατανᾶ καὶ αὐτοὶ νεκροὶ κατὰ τὸ πνεῦμα. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ σατανᾶς δὲν εἶναι μόνο νεκρὸ πνεῦμα, ἀλλὰ νεκρώνει κι ἐκείνους ποὺ τὸν πλησιάζουν, κι ἐπειδὴ αὐτοὶ ποὺ ἔγιναν μέτοχοί της νεκρώσεώς του, εἶχαν καὶ σῶμα, μέσω τοῦ ὁποίου ὁλοκληρώθηκε σὲ ἔργο ἡ θανατηφόρα συμβουλή, μετέδωσαν —ἀλοίμονο— καὶ στὰ σώματά τους τὰ νεκρὰ καὶ νεκροποιὰ ἐκεῖνα πνεύματα τῆς νεκρώσεως. Καὶ θὰ διαλυόταν ἀμέσως τὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ θὰ γύριζε στὴ γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ εἶχε πλαστεῖ, ἂν δὲν τὸ συγκρατοῦσε ἡ θεία πρόνοια καὶ δύναμη, ὥστε νὰ περιμένει τὴν ἀπόφαση Ἐκείνου ποὺ ἐνεργεῖ τὰ πάντα μὲ μόνο το λόγο Του, χωρὶς τὴν ὁποία τίποτε ἀπ’ ὅσα γίνονται, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει. Κι αὐτὴ ἡ ἀπόφαση παίρνεται πάντοτε μὲ δικαιοσύνη. Γιατί, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Ψαλμωδός, ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος κι ἀγαπᾶ τὴ δικαιοσύνη(Ψάλμ. 10, 7).

47. Ο Θεός, κατὰ τὴ Γραφή, δὲ δημιούργησε τὸ θάνατο(Σ. Σόλ. 1, 13). Ἀλλὰ ἀκόμη ἐμπόδισε καὶ νὰ δημιουργηθεῖ τοῦτος, ὅσο χρειαζόταν καὶ ὅσο ἐπιτρεπόταν ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη Του νὰ ἐμποδίζει ἐκείνους ποὺ ὁ Ἴδιος ἔκανε αὐτεξούσιους. Τοὺς εἶπε δηλαδὴ ἀπὸ πρὶν τὸ θέλημά Του ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν ἀθανασία, καὶ γιὰ νὰ τοὺς προφυλάξει ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο, ἔκανε ἐντολὴ Τοῦ τὴν ζωοποιὸ συμβουλή. Καὶ προεῖπε φανερὰ καὶ ἀπείλησε ὅτι ἡ ἀθέτηση τῆς ζωοποιοῦ ἐντολῆς Του θὰ ἦταν θάνατος, ὥστε, ἢ ἀπὸ πόθο τοῦ Θεοῦ ἢ ἀπὸ τὴ γνώση Του ἢ ἀπὸ φόβο, νὰ ἀποφύγουν τὸ θάνατο. Γιατί ὁ Θεὸς ἐπιζητεῖ, γνωρίζει καὶ μπορεῖ νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ συμφέρει σὲ κάθε κτίσμα. Ἂν μόνο το γνώριζε, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐπιζητοῦσε, τότε θὰ ἐμπόδιζε καὶ δὲ θ’ ἄφηνε νὰ γίνει ἐκεῖνο ποὺ γνώριζε καλά. Ἂν τὸ ἀγαποῦσε μόνον, ἀλλὰ δὲν τὸ ἤξερε ἢ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κάνει, τότε, παρόλο ποὺ θὰ τὸ ἤθελε, τὸ ποθούμενο καὶ γνωριζόμενο θὰ ἔμενε ἀπραγματοποίητο. Ἀφοῦ λοιπὸν πάρα πολὺ ἐπιζητεῖ καὶ γνωρίζει καὶ μπορεῖ τὸ συμφέρον μας, ὅ,τι μᾶς ἔρχεται ἀπὸ Ἐκεῖνον, ἔστω καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλομε, ὁπωσδήποτε γιὰ τὸ συμφέρον μᾶς ἔρχεται· σ’ ὅποιο ὅμως δοθοῦμε ἑκούσια, ὡς αὐτεξούσιοι, ὑπάρχει μεγάλος φόβος μήπως εἶναι ἀσύμφορο. Ὅταν δέ, μὲ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἀπαγορευτεῖ ἕνα μόνο ἀπ’ ὅλα, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Παραδείσου(Γέν. 2, 16-17), εἴτε στὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τὸν Κύριο, εἴτε στοὺς Ἰσραηλίτες ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, εἴτε στὸ νόμο τῆς χάρης ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου καὶ τοὺς διαδόχους τους, τότε εἶναι φανερὰ ἀνωφελέστατο καὶ ὄλεθριοτατο νὰ τὸ ποθεῖ κανεὶς ἀπὸ μόνος του καὶ νὰ σπεύδει πρὸς αὐτό. Κι ἂν κανένας ἄλλος μᾶς τὸ προτείνει αὐτὸ καὶ μᾶς ὁδηγεῖ νὰ σπεύδομε πρὸς αὐτό, εἴτε παρακινώντας μας μὲ λόγια, εἴτε παρασύροντας μὲ φιλικὸ σχῆμα, αὐτὸς εἶναι φανερὰ ἀντίπαλός της ζωῆς μας καὶ ἐχθρός.

48. Έπρεπε λοιπόν, ἢ ἀπὸ πόθο Ἐκείνου ποῦ ποθεῖ νὰ ζοῦμε (πρὸς τί δηλαδὴ μᾶς ἔπλασε νὰ ζοῦμε, ἂν δὲν τὸ ἤθελε αὐτὸ ἐξαιρετικά;), ἢ γνωρίζοντας ὅτι Ἐκεῖνος γνωρίζει καλύτερα ἀπὸ μᾶς τὸ συμφέρον μας (πῶς δὲν τὸ γνωρίζει ἀσυγκρίτως καλύτερα ἀπό μας, Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴ γνώση καὶ εἶναι Κύριος των γνώσεων(Ἃ΄ Βασ. 2, 3);) ἢ ἀπὸ φόβο τῆς παντοδύναμης ἐξουσίας Του, ἔπρεπε γιὰ ὅλα αὐτὰ νὰ μὴν ἀπατηθοῦμε, νὰ μὴν παρασυρθοῦμε καὶ νὰ μὴν πεισθοῦμε τότε καὶ παραβοῦμε τὴν ἐντολὴ καὶ τὴ συμβουλὴ Ἐκείνου, ὅπως οὔτε τώρα τὶς σωτήριες ἐντολὲς καὶ συμβουλὲς ποὺ μᾶς δίνει ὕστερα ἀπὸ ἐκείνη. Ὅπως τώρα ἐκεῖνοι ποὺ δὲν προτιμοῦν νὰ ἀντιπαρατάσσονται γενναία κατὰ τῆς ἁμαρτίας, περιφρονοῦν τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ βαδίζουν τὸν ἀντίθετο δρόμο, δηλαδὴ αὐτὸν ποὺ ὁδηγεῖ στὸν ἐσωτερικὸ καὶ αἰώνιο θάνατο, ἂν δὲ θεραπεύσουν μὲ τὴ μετάνοια τὴν ψυχή τους· ἔτσι καὶ στὸ ζεῦγος ἐκεῖνο τῶν προπατόρων, ἐπειδὴ δὲν ἀντιστάθηκαν στὰ λόγια τοῦ σατανᾶ, ποὺ τοὺς ἔπειθαν νὰ ἀπειθήσουν στὸ Θεὸ καὶ παρέβλεψαν τὴν ἐντολή, πραγματοποιήθηκε ἀμέσως ἡ προεξαγγελμένη ἀπόφαση Ἐκείνου ποὺ κρίνει μὲ δικαιοσύνη. Σύμφωνα μὲ αὐτήν, μόλις ἔφαγαν ἀπὸ τὸ δένδρο, πέθαναν. Καὶ τότε κατάλαβαν στὴν πράξη τί σήμαινε ἡ λησμονημένη ἀπὸ αὐτοὺς ἐντολὴ τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς δυνάμεως, καὶ κρύβονταν ἀπὸ ντροπή, ἀφοῦ γυμνώθηκαν(Γέν. 3, 7-8) ἀπὸ τὴ δόξα ἐκείνη ποὺ ζωοποιεῖ κατὰ θεϊκὸ τρόπο καὶ τὰ ἀθάνατα πνεύματα, χωρὶς τὴν ὁποία ἡ ζωὴ τῶν πνευμάτων εἶναι καὶ πιστεύεται πολὺ χειρότερη ἀπὸ πολλοὺς θανάτους.

49. Ότι δὲν ἦταν ἀκόμη ὠφέλιμο νὰ φᾶνε οἱ πρωτόπλαστοι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ δένδρο, τὸ φανερώνει κι ὁ Θεολόγος Γρηγόριος ποὺ λέει: «Τὸ φυτὸ ἐκεῖνο ἦταν θεωρία, κατὰ τὴ δική μου ἄποψη, τὴν ὁποία μόνον οἱ τελειότεροι μποροῦν νὰ ἐπιχειρήσουν. Δὲν εἶναι ὅμως καλὴ γιὰ ὅσους εἶναι ἀκόμη ἀτελεῖς καὶ τὴν ἐπιθυμοῦν λαίμαργα, ὅπως οὔτε ἡ τέλεια τροφὴ ὠφελεῖ ὅσους εἶναι ἀκόμη νήπια καὶ χρειάζονται γάλα». Ἀλλὰ κι ἂν δὲν θέλει κανεὶς νὰ συσχετίσει μεταφορικά το δένδρο ἐκεῖνο καὶ τὸν καρπό του μὲ τὴ θεωρία, πιστεύω ὅτι δὲν εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἐννοήσει ὅτι δὲν ἦταν ὠφέλιμο στοὺς πρωτόπλαστους, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ἦταν ἀκόμη ἀτελεῖς. Νομίζω δηλαδὴ ὅτι μὲ τὴν αἴσθησή τους τὸ εἶδαν καὶ ἔφαγαν ἀπ’ αὐτό, καὶ ὅτι ἐκεῖνο ἦταν τὸ πιὸ εὐχάριστο ἀπ’ ὅσα δένδρα ὑπῆρχαν στὸν Παράδεισο. Ἡ πολὺ εὐχάριστη ὅμως τροφὴ τῶν αἰσθήσεων δὲν εἶναι ἀπὸ τὰ ὄντως κι ἀπὸ κάθε ἄποψη καλά, οὔτε ἀπὸ τὰ πάντοτε καλά, οὔτε ἀπὸ τὰ καλὰ γιὰ ὅλους, ἀλλὰ εἶναι καλὴ γιὰ ὅσους μποροῦν νὰ τὴ χρησιμοποιοῦν ἔτσι ποὺ νὰ μὴν τοὺς νικᾶ, ὅταν πρέπει καὶ ὅσο χρειάζεται καὶ πρὸς δόξαν τοῦ Δημιουργοῦ. Γιὰ ἐκείνους ὅμως ποὺ δὲν κάνουν τέτοια χρήση της, δὲν εἶναι καλή. Γι’ αὐτὸ νομίζω ὅτι ὀνομάστηκε τὸ δένδρο ἐκεῖνο, “δένδρο ποὺ δίνει τὴ γνώση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ”(Γέν. 2, 17). Γιατί μόνο οἱ τέλειοι στὴν ἕξη τῆς θείας θεωρίας καὶ τῆς ἀρετῆς μποροῦν νὰ ἔρχονται σ’ ἐπαφὴ μὲ τὰ πολὺ εὐχάριστά των αἰσθήσεων, χωρὶς ν’ ἀπομακρύνουν τὸ νοῦ τους ἀπὸ τὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τοὺς ὕμνους καὶ τὶς προσευχὲς πρὸς Αὐτόν, ἀλλὰ νὰ μετατρέπουν τὰ ὡραῖα του κόσμου σὲ ὑλικὸ καὶ ἀφορμὴ τῆς ἀνατάσεως πρὸς τὸ Θεὸ καὶ νὰ συγκρατοῦν τελείως τὴν ἡδονὴ τῆς αἰσθήσεως μὲ τὴ νοερὴ κίνηση πρὸς τὰ ἀνώτερα. Καὶ ἂν ἡ ἡδονὴ τῆς αἰσθήσεως εἶναι ἀσυνήθιστη καὶ μεγάλη καὶ πολὺ δυνατή, τότε ἀκόμη περισσότερο, γιὰ τὸ ἀσυνήθιστο ἀκριβῶς, νὰ μὴν κενώνουν τὸ λογιστικὸ μέρος τῆς ψυχῆς τους πρὸς ἐκεῖνο ποὺ ἐνῶ εἶναι κακό, νομίζεται καλὸ ἀπὸ ὅποιον κυριεύθηκε τελείως ἀπ’ αὐτὸ καὶ νικήθηκε.

50. Στους προπάτορες ἑπομένως, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε, ζωντας στὸν ἱερὸ ἐκεῖνο χῶρο τοῦ Παραδείσου, νὰ μὴ λησμονοῦν ποτὲ τὸ Θεό, ἦταν ὠφέλιμο νὰ γυμναστοῦν ἀκόμη περισσότερο καὶ κατὰ κάποιο τρόπο σὰν παιδιὰ νὰ ἐξασκηθοῦν στὰ γενικῶς καὶ ὄντως καλὰ καὶ νὰ τελειοποιηθοῦν στὴν ἕξη τῆς θεωρίας, καὶ ὄχι, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη ἀτελεῖς, νὰ προχωρήσουν στὴ δοκιμὴ πραγμάτων ποὺ εἶναι σὲ μία μέση κατάσταση —οὔτε καλά, οὔτε κακὰ— καὶ ποὺ ἀνάλογα μὲ τὴν ἰσχὺ αὐτῶν ποὺ τὰ χρησιμοποιοῦν, μεταβαίνουν εὔκολα πρὸς τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό. Καὶ μάλιστα πραγμάτων ποὺ ἀπὸ τὴ φύση τοὺς προσελκύουν καὶ κυριαρχοῦν στὶς αἰσθήσεις καὶ ἀπορροφοῦν τελείως τὸ νοῦ καὶ δίνουν εὐχέρεια στὶς πονηρὲς πράξεις καὶ παρουσιάζουν ὡς ἀξιόπιστο τὸν ἀρχηγὸ καὶ δημιουργό των παθῶν αὐτῶν, ποὺ ἡ ἀρχὴ τοὺς —ὑστέρα ἀπὸ τὸ διαβολο— εἶναι ἡ ἐμπαθὴς κατανάλωση τῶν πολὺ ἀπολαυστικῶν φαγητῶν. Γιατί ἄν, κατὰ τὴν ἱερὴ ἱστορία, καὶ μόνον ἡ θέα τοῦ δένδρου ἔκανε εὐκολοπαράδεκτο τὸ φίδι καὶ ἀξιόπιστο συμβουλάτορα, πόσο μᾶλλον ἡ ἄφθονη ἀπὸ αὐτὸ τροφή; Ἄρα δὲν εἶναι σαφὲς ὅτι δὲν ἦταν ἀκόμη ὠφέλιμο νὰ δοκιμάσουν ἀπὸ αὐτὸ μὲ τὴν αἴσθηση οἱ προπάτορες; Ἄρα δὲν ἔπρεπε, ἀφοῦ ἔφαγαν ὅταν δὲν ἔπρεπε, νὰ ἐξοριστοῦν ἀπὸ τὸν Παράδεισο τοῦ Θεοῦ(Γέν. 3, 23-24), γιὰ νὰ μὴν κάνουν βουλευτήριο καὶ ἐργαστήριο τῆς κακίας τὸν θεϊκὸ ἐκεῖνο χῶρο; Καὶ ἄρα δὲν ἔπρεπε νὰ ὑποστοῦν ἀμέσως καὶ τὸ θάνατο τοῦ σώματος οἱ παραβάτες; Ὁ Κύριος ὅμως ἔδειξε μακροθυμία.

51. Την ἀπόφαση τοῦ θανάτου τῆς ψυχῆς τὴν ἔβαλε στὸ δρόμο τῆς ἐκτελέσεως ἡ παράβαση, σύμφωνα μὲ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Δημιουργοῦ· ἀφοῦ δηλαδὴ τὸν ἐγκατέλειψαν οἱ πρωτόπλαστοι, τοὺς ἄφησε δίχως νὰ τοὺς ἐξαναγκάσει, γιατί τοὺς εἶχε κάνει αὐτεξούσιους.

Ἡ ἀπόφαση λοιπὸν ἐκείνη ἀνακοινώθηκε φιλάνθρωπα ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐκ τῶν προτέρων(Γέν. 2, 17), γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἀναπτύξαμε. Ἀνέστειλε ὅμως καὶ ἀνέβαλε τότε τὴν ἀπόφαση τοῦ σωματικοῦ θανάτου· καὶ ὅταν τελικὰ τὴ γνωστοποίησε, ἀπὸ βάθος σοφίας καὶ ὑπερβολὴ φιλανθρωπίας, ἐπιφύλαξε τὴν πραγματοποίησή της γιὰ τὸ μέλλον. Γιατί δὲν εἶπε στὸν Ἀδὰμ «ἐπίστρεψε στὴ γῆ», ἀλλὰ «εἶσαι γῆ καὶ στὴ γῆ θὰ ἐπιστρέψεις»(Γέν. 3, 19). Ἀπ’ αὐτὸ βγαίνει γιὰ κείνους ποὺ ἀκοῦνε μὲ σύνεση, ὅτι ὁ Θεὸς δὲ δημιούργησε θάνατο(Σ. Σόλ. 1, 13) οὔτε ψυχῆς, οὔτε σώματος. Γιατί οὔτε πρωτύτερα εἶπε προστακτικὰ «πεθάνετε ὅταν φᾶτε», ἀλλὰ εἶπε «θὰ πεθάνετε ὅταν φᾶτε»· οὔτε τώρα εἶπε, «ἐπίστρεψε στὴ γῆ», ἀλλὰ «θὰ ἐπιστρέψεις», προαναγγέλλοντας καὶ ἀφήνοντας καὶ μὴ ἐμποδίζοντας, μὲ δικαιοσύνη, ἐκεῖνο ποὺ θὰ γινόταν.

52. Έμελλε λοιπὸν νὰ συμβεῖ στοὺς προπάτορες ἐκείνους ὁ θάνατος, ὅπως περιμένει κι ἐμᾶς ποὺ ζοῦμε ἀκόμη. Θνητὸ ἔγινε τὸ σῶμα μας. Κι αὐτὸ εἶναι, γιὰ νὰ πῶ ἔτσι, ἕνας μακρὸς θάνατος, ἢ μᾶλλον μύριοι θάνατοι, ποὺ διαδέχεται ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, μέχρις ὅτου τελικὰ φτάσομε στὸν ἕνα καὶ τελευταῖο καὶ μακραίωνα θάνατο. Γινόμαστε δηλαδὴ μέσα στὴ φθορά, κι ἐνῶ γινόμαστε, φθειρόμαστε, μέχρις ὅτου πάψομε καὶ νὰ γινόμαστε καὶ νὰ φθειρόμαστε. Καὶ δὲν εἴμαστε πράγματι ποτὲ οἱ ἴδιοι, κι ἃς φαινόμαστε ὅτι εἴμαστε ἴδιοι σ’ ἐκείνους ποὺ δὲν προσέχουν. Ὅπως ἡ φωτιά, ὅταν ἁρπάξει ἕνα λεπτὸ καλάμι ἀπὸ τὴν ἄκρη, εἶναι διαφορετικὴ τὴ μιὰ φορὰ καὶ τὴν ἄλλη κι ἔχει μέτρο τῆς διάρκειάς της τὸ μῆκος τοῦ καλαμιοῦ, ἔτσι κι ἐμεῖς, ποὺ ὅμοια μεταβαλλόμαστε, ἔχομε μέτρο ὁ καθένας τὸ διάστημα τοῦ βίου του.

53. Για νὰ μὴν ἀγνοοῦμε ὁλότελα τὴν ὑπερβολὴ τῆς φιλανθρωπίας καὶ τὸ βάθος τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, θὰ ποῦμε γιὰ ποιοὺς λόγους, ἐνῶ ἀνέβαλε τὸ τέλος τοῦ θανάτου, παρέτεινε ἀκόμη ὄχι λίγο τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔδειξε πρῶτα ὅτι τιμωρεῖ μὲ εὐσπλαχνία, ἢ μᾶλλον ὅτι ἀμελεῖ τὴ δίκαιη τιμωρία, γιὰ νὰ μὴν ἀπελπιστοῦμε τελείως. Ἔδωσε ἐπίσης καιρὸ γιὰ μετάνοια καὶ θεάρεστη ζωὴ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Παρηγόρησε μὲ τὶς διαδοχικὲς γεννήσεις τὴ λύπη τοῦ θανάτου. Αὔξησε τὸ γένος μὲ τοὺς ἀπογόνους, ὥστε ἀρχικὰ ὁ ἀριθμὸς τῶν γεννήσεων νὰ ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ τὸν ἀριθμὸ τῶν θανάτων. Στὴ θέση ἑνὸς Ἀδάμ, ποὺ μὲ τὸ κάλλος τοῦ αἰσθητοῦ φυτοῦ ἔγινε ἀξιολύπητος καὶ φτωχός, ἀνέδειξε πολλοὺς ποὺ ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ ἀπέκτησαν τὸν μακάριο πλοῦτο τῆς θεογνωσίας, τῆς ἀρετῆς, τῆς γνώσεως καὶ τῆς θεϊκῆς εὐμένειας. Μάρτυρες εἶναι ὁ Σήθ, ὁ Ἐνῶς, ὁ Ἐνώχ, ὁ Νῶε, ὁ Μελχισεδέκ, ὁ Ἀβραὰμ καὶ ὅσοι σύγχρονοί τους ἢ παλιότεροι ἢ μεταγενέστεροι ἀναδείχθηκαν ἰσάξιοι ἢ παρόμοιοι μ’ αὐτούς. Ἀπὸ αὐτοὺς ὅμως τοὺς τόσους καὶ τόσο μεγάλους, κανεὶς δὲν ἔζησε τελείως ἀναμάρτητα, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ ἰσοφαρίσει τὴν ἥττα ἐκείνη τῶν προπατόρων καὶ νὰ θεραπεύσει τὸ τραῦμα τῆς ρίζας τοῦ ἀνθρώπινου γένους καὶ νὰ ἐπαρκέσει γιὰ τὸν ἁγιασμό, τὴν εὐλογία καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὴ ζωὴ ὅλων των μεταγενεστέρων· κι αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸ προγνώριζε. Γι’ αὐτὸ κι ἔκανε σὲ κάθε ἐποχὴ ἐκλογὴ καὶ τῶν γενῶν καὶ τῶν φυλῶν, ἀπ’ ὅπου θὰ βλάσταινε ἡ πολυύμνητη ἐκείνη ράβδος(Ἄρ. 17, 23) (ἡ Παρθένος Μαρία), ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ἔβγαινε τὸ ἄνθος, μὲ τὸ ὁποῖο ἔμελλε νὰ πραγματοποιήσει ὅλου του κόσμου τὴ σωτηρία.

54. Ω βάθος πλούτου, σοφίας καὶ φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ(Ρωμ. 11, 33)! Ἂν δὲν ὑπῆρχε θάνατος καὶ ἂν τὸ ἀνθρώπινο γένος δὲν ἦταν τώρα θνητὸ καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατο —γιατί εἶναι ἀπὸ ρίζα θνητή—, δὲν θὰ ἀποκτούσαμε στὴν πράξη (μέσω τοῦ Χριστοῦ) τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἀθανασίας μας, δὲ θὰ εἴχαμε ἀνακληθεῖ στὸν οὐρανό, δὲ θὰ εἶχε ἐνθρονιστεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση στὰ δεξιά της θείας Μεγαλοσύνης στοὺς οὐρανοὺς(Ἑβρ. 8, 1), πιὸ πάνω ἀπὸ κάθε ἀγγελικὴ ἀρχὴ καὶ ἐξουσία. Ἔτσι ξέρει ὁ Θεὸς νὰ μετατρέπει ἀπὸ φιλανθρωπία στὸ καλύτερό τα ὀλισθήματα τῆς αὐτεξούσιας παρεκτροπῆς μας, μὲ τὴ σοφία καὶ τὴ δύναμή Του.

55. Πολλοί κατηγοροῦν τὸν Ἀδάμ, πόσο εὔκολα πείσθηκε στὴ συμβουλὴ τοῦ πονηροῦ καὶ ἀθέτησε τὴ θεϊκὴ ἐντολὴ καὶ προξένησε ἔτσι σ’ ἐμᾶς τὸ θάνατο. Ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο νὰ θελήσει κανείς, χωρὶς νὰ ξέρει, νὰ γευθεῖ ἕνα φαρμακερὸ χόρτο, μὲ τὸ νὰ θέλει νὰ τρώει ἀπὸ αὐτὸ ἐνῶ ἔμαθε ἀπὸ τὴ δοκιμὴ ὅτι εἶναι θανάσιμο. Ἐκεῖνος ποὺ παίρνει τὸ δηλητήριο ἐνῶ ἔχει πείρα, κι ἔτσι φέρνει ἐλεεινά το θάνατο στὸν ἑαυτό του, εἶναι περισσότερο ἀξιοκατηγόρητος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ κάνει καὶ παθαίνει τοῦτο ἐπειδὴ δὲν ξέρει. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ καθένας ἀπό μας, εἶναι περισσότερο ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ ἄξιος κατηγορίας καὶ καταδίκης. Μήπως ὅμως πεῖτε ὅτι δὲν εἶναι σ’ ἐμᾶς ἐκεῖνο τὸ δένδρο; Καὶ ὅτι τοῦ Θεοῦ ἡ ἐντολὴ δὲν ἀφορᾶ σ’ ἐμᾶς, ἀπαγορεύοντάς μας νὰ φᾶμε ἀπ’ αὐτό; Αὐτὸ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς τὸ δένδρο ἴσως δὲν εἶναι σ’ ἐμᾶς. Ἀλλὰ ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ τώρα παροῦσα σ’ ἐμᾶς. Καὶ ἐκείνους ποὺ ὑπακοῦνε σ’ αὐτὴν καὶ ζοῦν σύμφωνα μὲ αὐτήν, τοὺς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν εὐθύνη καὶ τῶν δικῶν τοὺς ἁμαρτημάτων καὶ ἀπὸ τὴν προγονικὴ κατάρα καὶ καταδίκη. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ καὶ τώρα τὴν παραβαίνουν καὶ ἀντὶ γι’ αὐτὴ προτιμοῦν τὴν εἰσήγηση καὶ συμβουλὴ τοῦ πονηροῦ, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν ξεπέσουν ἀπὸ ἐκείνη τὴ ζωὴ καὶ τὴ διαγωγὴ τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ μὴ ριχτοῦν στὴ γέεννα τοῦ αἰωνίου πυρὸς ποὺ ἀπείλησε ὁ Θεός.

56. Ποιά εἶναι λοιπὸν τώρα ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ποῦ ἀφορᾶ σ’ ἐμᾶς; Ἡ μετάνοια. Καὶ ἡ ἀνακεφαλαίωση αὐτῆς εἶναι νὰ μὴν ἐγγίζομε πλέον τὰ ἀπαγορευμένα. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐκδιωχθήκαμε ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο τῆς θεϊκῆς τρυφῆς καὶ ἀποκλειστήκαμε δίκαια ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ γκρεμιστήκαμε σ’ αὐτὸ τὸ βάραθρο καὶ καταδικαστήκαμε νὰ συγκατοικοῦμε καὶ νὰ ζοῦμε μαζὶ μὲ τὰ ἄλογα ζῶα καὶ χάσαμε πιὰ κάθε ἐλπίδα —ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπὸ μας— νὰ ἐπιστρέψομε στὸν Παράδεισο, Αὐτὸς ὁ ἴδιος ποὺ ἐπέβαλε τότε τὴ δίκαιη τιμωρία, ἢ μᾶλλον ποὺ ἐπέτρεψε δίκαια νὰ μᾶς ἔρθει, τώρα ἀπὸ ὑπερβολὴ ἀγαθότητας, ἀπὸ πολλὴ εὐσπλαχνία, γιὰ χάρη μᾶς κατέβηκε μέχρι ἐμᾶς. Καὶ ἀφοῦ εὐδόκησε νὰ γίνει ὅπως ἐμεῖς ἄνθρωπος, ἀλλὰ χωρὶς ἁμαρτία, γιὰ νὰ ξαναδιδάξει καὶ νὰ σώσει ὡς ὅμοιος τὸν ὅμοιο, μᾶς ἔδωσε τὴν σωτήρια συμβουλὴ καὶ ἐντολὴ τῆς μετάνοιας, λέγοντάς μας: «Μετανοεῖτε, γιατί ἔφτασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»(Ματθ. 4, 17). Πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ, τόσο ἀπεῖχε ἀπὸ μᾶς ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀφοῦ ὅμως ὁ Βασιλιὰς τῶν οὐρανῶν ἦρθε καὶ εὐδόκησε νὰ ἑνωθεῖ μέ μας, ἔφτασε σ’ ὅλους μας ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

57. Αφού εἶναι πιὰ κοντά μας ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μὲ τὴν συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ Λόγου πρὸς ἐμᾶς, ἃς μὴν ἀπομακρυνθοῦμε ἐμεῖς ἀπ’ αὐτήν, ζωντας ἀμετανόητοι. Ἃς ἀποφύγομε μᾶλλον τὴν ἀθλιότητα ἐκείνων ποὺ ζοῦν στὸ σκοτάδι κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου(Λουκ. 1, 79). Ἃς ἀποκτήσομε τὰ ἔργα τῆς μετανοίας, φρόνημα ταπεινό, κατάνυξη καὶ πνευματικὸ πένθος, καρδιὰ γεμάτη πραότητα καὶ νὰ διψᾶ τὴ δικαιοσύνη, νὰ οἰκειοποιεῖται τὴν καθαρότητα, νὰ εἶναι εἰρηνικὴ καὶ εἰρηνοποιός, νὰ ὑπομένει τὰ δεινά, νὰ εὐχαριστεῖται μὲ τοὺς γιὰ χάρη τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς δικαιοσύνης διωγμούς, ζημίες, ὕβρεις, συκοφαντίες καὶ παθήματα. Γιατί ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἢ μᾶλλον ὁ Βασιλιὰς τῶν οὐρανῶν —ὢ ἀνέκφραστη μεγάλη δωρεά!— εἶναι μέσα μας(Λουκ. 17, 21). Σ’ Αὐτὸν ὀφείλομε νὰ προσκολλόμαστε πάντοτε μὲ τὰ ἔργα τῆς μετάνοιας, ἀγαπώντας μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη Αὐτὸν ποὺ τόσο μᾶς ἀγάπησε.

58. Την ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ τὴ συνιστοῦν ἡ ἀπουσία τῶν παθῶν καὶ ἡ ἀφθονία τῶν ἀρετῶν. Τὸ μίσος πρὸς τὰ πονηρά, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προκύπτει ἡ ἀπουσία τῶν παθῶν, ἀντεισάγει τὸν πόθο καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀγαθῶν. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἐραστὴς καὶ κάτοχός των ἀγαθῶν, πῶς νὰ μὴν ἀγαπᾶ ξεχωριστὰ τὸν αὐτάγαθο Κύριο, τὸν μόνο χορηγὸ καὶ φύλακα κάθε ἀγαθοῦ, μέσα στὸν Ὁποῖο μένει μὲ ἔξοχο τρόπο ὁ ἴδιος καὶ τὸν Ὁποῖο ἔχει μέσα του μὲ τὴν ἀγάπη, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου: «Ὅποιος μένει στὴν ἀγάπη, μένει μέσα στὸ Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς μέσα σ’ αὐτὸν»(Ἃ΄ Ἰω. 4, 16). Μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ ὅτι ὄχι μόνον ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ γεννιέται ἀπὸ τὶς ἀρετές, ἀλλὰ καὶ ὅτι οἱ ἀρετὲς γεννιοῦνται ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο, ἄλλοτε λέει: «Ὅποιος κρατάει τὶς ἐντολές μου καὶ τὶς τηρεῖ, αὐτὸς εἶναι ποὺ μὲ ἀγαπᾶ»(Ἰω. 14, 21), καὶ ἄλλοτε: «Ὅποιος μὲ ἀγαπᾶ, θὰ τηρήσει τὶς ἐντολές μου»(Ἰω. 14, 23). Ἀλλὰ οὔτε τὰ ἔργα τῶν ἀρετῶν εἶναι ἀξιέπαινα καὶ ὠφέλιμα σ’ ἐκείνους ποὺ τὰ ἐκτελοῦν χωρὶς ἀγάπη, οὔτε πάλι κι ἡ ἀγάπη χωρὶς τὰ ἔργα. Τὸ πρῶτο το φανερώνει μὲ πολλὰ ὁ Παῦλος, γράφοντας πρὸς τοὺς Κορινθίους: «Ἂν κάνω αὐτὰ καὶ αὐτά, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀγάπη, δὲν ὠφελοῦμαι καθόλου»(Ἃ΄ Κορ. 13, 3)· τὸ δεύτερο πάλι, ὁ ἐξαιρετικὰ ἀγαπημένος ἀπὸ τὸ Χριστὸ μαθητής, λέγοντας: «Νὰ μὴν ἀγαπᾶμε μὲ λόγια, μήτε μὲ τὴ γλώσσα, ἀλλὰ ἔμπρακτα κι ἀληθινὰ»(Ἃ΄ Ἰω. 3, 18).

59. Ο ὑπέρτατος καὶ προσκυνητὸς Πατέρας, εἶναι Πατέρας τῆς αὐτοαλήθειας, δηλαδὴ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ. Ἔχει καὶ Πνεῦμα τῆς ἀλήθειας, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, καθὼς προδήλωσε ὁ λόγος τῆς ἀλήθειας. Ἐκεῖνοι λοιπὸν ποὺ τὸν προσκυνοῦν καὶ τὸν πιστεύουν μὲ τὸ Πνεῦμα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ ἐπειδὴ δέχονται τὴν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος καὶ τοῦ Υἱοῦ —γιατί λέει ὁ Ἀπόστολος: «Εἶναι τὸ Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο προσκυνοῦμε καὶ προσευχόμαστε»(Ρωμ. 8, 26)· καί: «Κανεὶς δὲν ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα, παρὰ μέσω ἐμοῦ»(Ἰω. 14, 6), λέει ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεού—, ἐκεῖνοι λοιπὸν ποὺ προσκυνοῦν ἔτσι τὸν ὑπέρτατο Πατέρα μὲ τὸ Πνεῦμα καὶ τὴν Ἀλήθεια (τὸν Υἱό), αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀληθινοὶ προσκυνητὲς Τοῦ(Ἰω. 4, 23).

60. Ο Θεὸς εἶναι Πνεῦμα καὶ ὅσοι τὸν προσκυνοῦν, πρέπει νὰ τὸν προσκυνοῦν μὲ τὸ Πνεῦμα καὶ τὴν Ἀλήθεια(Ἰω. 4, 24), δηλαδὴ νὰ ἐννοοῦν ἀσωμάτως τὸν Ἀσώματο. Γιατί ἔτσι πράγματι θὰ τὸν δοῦν παντοῦ μὲ τὸ Πνεῦμα καὶ τὴν Ἀλήθειά Του. Ὁ Θεὸς ὡς πνεῦμα εἶναι ἀσώματος, καὶ κάτι ἀσώματο δὲ βρίσκεται σὲ ἕναν ὁρισμένο τόπο, οὔτε περικλείεται σὲ τοπικὰ ὅρια. Ἑπομένως ὅποιος λέει ὅτι σὲ ὁρισμένο τόπο τοῦ οὔρανου ἢ τῆς γῆς πρέπει νὰ προσκυνεῖται ὁ Θεός, δὲ λέει ἀλήθεια, οὔτε ἡ προσκύνησή του εἶναι ἀληθινή. Γιατί ὁ Θεός, ὡς ἀσώματος δὲν εἶναι πουθενά, ὡς Θεὸς ὅμως εἶναι παντοῦ —ἐπειδὴ ἂν ὑπάρχει βουνὸ ἢ τόπος ἢ κτίση, ὅπου νὰ μὴν ὑπάρχει ὁ Θεός, τότε φτάνομε στὸ νὰ περιορίζεται κάπου. Εἶναι λοιπὸν παντοῦ, γιατί εἶναι ἀπεριόριστος. Πῶς λοιπὸν εἶναι παντοῦ; Ὡς περιεχόμενος ὄχι ἀπὸ μέρος, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ πᾶν; Ὄχι βέβαια. Γιατί τότε θὰ εἶναι πάλι σῶμα. Ἄρα, ἐπειδὴ συνέχει καὶ περιέχει τὸ πᾶν, Αὐτὸς εἶναι μέσα στὸν ἑαυτό Του, παντοῦ καὶ πέρα ἀπὸ τὸ πᾶν, καὶ προσκυνεῖται ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς προσκυνητές Του μὲ τὸ Πνεῦμα καὶ τὴν Ἀλήθεια Τοῦ(Ἰω. 4, 23).

61. Ο Ἄγγελος καὶ ἡ ψυχή, ἐπειδὴ εἶναι ἀσώματα, δὲν εἶναι σὲ ὁρισμένο τόπο, δὲν εἶναι ὅμως καὶ παντοῦ. Γιατί δὲ συνέχουν τὸ πᾶν, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ Αὐτὸν ποὺ τὰ συνέχει. Ἄρα καὶ αὐτὰ βρίσκονται μέσα σ’ Ἐκεῖνον ποὺ συνέχει καὶ περιέχει τὸ πᾶν καὶ ὁριοθετοῦνται κατάλληλα ἀπὸ Αὐτόν. Ἡ ψυχὴ τώρα, ποὺ συνέχει τὸ σῶμα γιὰ τὸ ὁποῖο δημιουργήθηκε, εἶναι παντοῦ στὸ σῶμα, ὄχι ὅμως σὰν σὲ τόπο, οὔτε ὡς περιεχόμενη σ’ αὐτό, ἀλλὰ ἐπειδὴ συνέχει καὶ περιέχει καὶ ζωοποιεῖ τὸ σῶμα, ἔχοντας καὶ σ’ αὐτὸ τὸ θέμα τὸ “κατ’ εἰκόνα Θεοῦ”.

62. Ο ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ περισσότερο ἀπ’ ὅτι οἱ Ἄγγελοι, ὄχι μόνο γιατί ἔχει μέσα του συνεκτικὴ καὶ ζωοποιὸ δύναμη, ἀλλὰ καὶ γιατί ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἄρχει. Γιατί ὑπάρχει στὴ φύση τῆς ψυχῆς μας ἀπὸ τὴ μιά το ἡγεμονικὸ καὶ ἀρχηγικὸ (ὁ νοῦς), κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ φύσει δουλικὸ καὶ ὑπήκοο, δηλαδὴ ἡ θέληση, ἡ ὄρεξη, ἡ αἴσθηση, καὶ γενικὰ ὅσα δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ μαζὶ μὲ τὸ νοῦ γιὰ νὰ τὸν συνοδεύουν. Ἂν κι ἐμεῖς, ἀπὸ ἁμαρτωλὴ διάθεση, ἀφηνιάζομε σὲ μερικὰ ὄχι μόνο ἐναντίον τοῦ Παντοκράτορα Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τοῦ ἔμφυτου σὲ μᾶς αὐτοκράτορα (νοῦ). Ὁ Θεὸς λοιπόν, ἐπειδὴ μᾶς ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ ἄρχομε, μᾶς ἔδωσε καὶ τὴν ἐξουσία ὅλης της γῆς(Γέν. 1, 28). Οἱ Ἄγγελοι δὲν ἔχουν ἑνωμένο καὶ σῶμα, γιὰ νὰ εἶναι ὑποταγμένο στὸ νοῦ. Ὅσοι τώρα ἄγγελοι ἔχουν πέσει, ἔχουν τὴ νοερὴ θέληση πάντοτε πονηρή, ἐνῶ οἱ ἀγαθοί, συνεχῶς ἀγαθή, ὥστε νὰ μὴν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κυβερνήτη. Τὴν ἐπίγεια ἐξουσία, ὁ μὲν πονηρὸς δὲν τὴν εἶχε, ἀλλὰ τὴν ἅρπαξε, κι ἀπ’ αὐτὸ γίνεται φανερὸ ὅτι δὲ δημιουργήθηκε ἄρχων τῆς γῆς· οἱ δὲ ἀγαθοὶ Ἄγγελοι διατάχθηκαν ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα νὰ ἐπιτηροῦν τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὴν μετὰ τὴ δική μας ἔκπτωση καὶ τὴν ἐξαιτίας τῆς καθαίρεση ἀπὸ τὴν ἀξία μας, ἂν κι ὄχι ὁλοκληρωτικά, ἀπὸ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅπως γράφει ὁ Μωυσῆς στὴν Ὠδὴ τοῦ(Δεύτ. 32, 8), ὁ Θεὸς καθόρισε τὶς περιοχὲς τῶν Ἀγγέλων ὅταν διαμέριζε τὰ ἔθνη. Ὁ διαμερισμὸς αὐτὸς ἔγινε μετὰ τὸν Κάιν καὶ τὸν Σήθ. Κι οἱ ἀπόγονοί του Κάιν ὀνομάστηκαν ἄνθρωποι, ἐνῶ οἱ ἀπόγονοί του Σήθ, υἱοὶ Θεοῦ. Ἐγὼ νομίζω ὅτι ὁ Θεὸς διαμέρισε ἔτσι ἀπὸ τότε τὶς ὀνομασίες αὐτές, ἀναγγέλλοντας ἐκ τῶν προτέρων το γένος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔμελλε νὰ σαρκωθεῖ ὁ Μονογενὴς Υἱός Του.

63. Μπορεί ἀκόμη νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι, μαζὶ μὲ πολλὰ ἄλλα, καὶ τὸ τριαδικό της γνώσεώς μας δείχνει ὅτι ἐμεῖς περισσότερο παρὰ οἱ Ἄγγελοι εἴμαστε κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ· ὄχι μόνο ἐπειδὴ εἶναι τριαδικό, ἀλλὰ καὶ γιατί συμπεριλαμβάνει ὅλα τα εἴδη τῆς γνώσεως. Μόνο ἐμεῖς δηλαδὴ ἀπ’ ὅλα τα κτίσματα, κοντὰ στὸ νοερὸ καὶ τὸ λογικό, ἔχομε καὶ τὸ αἰσθητικό. Αὐτό, ἑνωμένο ἐκ φύσεως μὲ τὸ λογικό, ἐφεῦρε τὸ ἀπεριόριστο πλῆθος τῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν καὶ γνώσεων. Νὰ καλλιεργεῖ τὴ γῆ, νὰ κτίζει καὶ νὰ παράγει πράγματα ποὺ δὲν ὑπῆρχαν —ὄχι βέβαια ἀπὸ τὸ μηδέν, γιατί αὐτὸ μόνο ὁ Θεὸς τὸ μπορεῖ. Γιατί δὲ γίνεται σχεδὸν τίποτε, οὔτε καταστρέφεται ἀπὸ ὅσα κάνει ὁ Θεός· μόνο το καθένα, μετὰ ἀπὸ δική μας ἐπέμβαση μὲ κάτι ἄλλο, ἔρχεται σ’ ἄλλη μορφή. Ἐπιπλέον, μόνο στοὺς ἀνθρώπους ἔδωσε ὁ Θεός το νὰ γίνεται ὁ ἀόρατος λόγος τοῦ νοῦ αἰσθητὸς μὲ τὴν ἀκοή, διαδιδόμενος μὲ τὸν ἀέρα, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ νὰ καταγράφεται σωματικὰ καὶ νὰ βλέπεται μέσω τοῦ σώματος. Μὲ αὐτὸ ὁ Θεὸς μᾶς ὁδηγεῖ πρὸς τὴν πίστη στὴν κατὰ σάρκα ἔλευση καὶ φανέρωση τοῦ ὑπέρτατου Λόγου. Τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν ὑπάρχει στοὺς Ἀγγέλους.

64. Αλλά ἂν κι ἔχομε τὸ “κατ’ εἰκόνα” περισσότερο ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους μέχρι τώρα, ὑστεροῦμε ὡστόσο πολὺ ὡς πρὸς τὸ “καθ’ oμοίωσιν τοῦ Θεοῦ”(Γέν. 1, 26), καὶ μάλιστα τώρα, ἀπὸ τοὺς ἀγαθοὺς Ἀγγέλους. Καὶ γιὰ νὰ ἀφήσω κατὰ μέρος τώρα τὰ ἄλλα, ἡ τελείωσή του νὰ εἴμαστε καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀπὸ τὴν ἐκ Θεοῦ θεία ἔλλαμψη. Αὐτὴ τὴ στεροῦνται οἱ πονηροὶ ἄγγελοι, γι’ αὐτὸ κι εἶναι βυθισμένοι στὸ σκοτάδι, ἐνῶ τὴν ἔχουν πλούσια οἱ θεῖοι νόες, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζονται δεύτερα φῶτα καὶ ἀπορροὲς (ξεχειλίσματα) τοῦ Πρώτου Φωτός· αὐτὰ νομίζω κανεὶς δὲν τὰ ἀγνοεῖ ἀπ’ ὅσους μελετοῦν τὶς θεόπνευστες Γραφὲς μὲ ἐπιμέλεια καὶ φρόνηση. Ἀπ’ αὐτό, οἱ ἀγαθοὶ Ἄγγελοι ἔχουν καὶ τὴ γνώση τῶν αἰσθητῶν. Δὲν τὰ ἀντιλαμβάνονται βέβαια μὲ τὴ φυσικὴ δύναμη τῶν αἰσθήσεων, ἀλλὰ τὰ γνωρίζουν μὲ θεοειδὴ δύναμη, ἀπὸ τὴν ὁποία κανένα ἀπὸ τὰ ὁπωσδήποτε παρόντα ἢ παρελθόντα ἢ μέλλοντα δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ.

65. Εκείνοι ποὺ μετέχουν σ’ αὐτὴ τὴν ἔλλαμψη, τὴν ἔχουν σὲ ἕνα βαθμό, κι ἀνάλογα μὲ τὸ βαθμὸ αὐτὸ ἔχουν καὶ τὴ γνώση τῶν ὄντων. Ὅτι καὶ οἱ Ἄγγελοι μετέχουν σ’ αὐτὴ τὴν ἔλλαμψη καὶ ὅτι εἶναι ἄκτιστη καὶ ὅτι δὲν ταυτίζεται μὲ τὴ θεία οὐσία, τὸ γνωρίζουν ὅλοι ὅσοι μελετοῦν μὲ ἐπιμέλεια τοὺς θεοσοφοὺς Ἀποστόλους καὶ Θεολόγους. Ὅσοι ὅμως φρονοῦν τ’ ἀντίθετα, βλασφημοῦν σχετικὰ μ’ αὐτὴ καὶ διατείνονται ὅτι εἶναι ἢ κτίσμα ἢ οὐσία τοῦ Θεοῦ· κι ὅταν τὴ θεωροῦν κτίσμα, δὲν παραδέχονται ὅτι αὐτὴ εἶναι φῶς τῶν Ἀγγέλων. Γι’ αὐτὸ ἃς ἀνατρέξομε στὸν θεοφάντορα Ἀρεοπαγίτη, ὁ ὁποῖος μὲ λίγα λόγια ξεκαθαρίζει καὶ τὰ τρία αὐτά. Αὐτὸς λέει ὅτι οἱ θεῖοι νόες κινοῦνται κυκλικὰ καὶ ἑνώνονται μὲ τὶς ἄναρχες καὶ ἀτελεύτητες ἐλλάμψεις τοῦ καλοῦ καὶ ἀγαθοῦ. Ὅτι ὡς θείους νόες ἐννοεῖ τοὺς ἀγαθοὺς Ἀγγέλους, εἶναι σ’ ὅλους φανερό. Ἀναφέροντας τὶς ἐλλάμψεις αὐτὲς στὸν πληθυντικὸ ἀριθμό, τὶς διέστειλε ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτὴ εἶναι μία καὶ ὁλότελα ἀδιαίρετη. Κι ἀφοῦ τὶς ὀνόμασε ἄναρχες καὶ ἀτελεύτητες, τί ἄλλο, παρὰ ὡς ἄκτιστές μας τὶς παρουσίασε;

66. Από αὐτὴ τὴ θεία ἔλλαμψη καὶ λαμπρότητα, βλέποντας τὴ φύση μᾶς γυμνωμένη μὲ τὴν παράβαση, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὴ συμπόνεσε γιὰ τὴν ἀσχημοσύνη της, καὶ ἀφοῦ τὴν πῆρε ἐπάνω Του ἀπὸ τὴ μεγάλη Του εὐσπλαχνία, τὴν ἔδειξε πάλι πάνω στὸ Θαβὼρ ντυμένη λαμπρότερα στοὺς τρεῖς ἐκλεκτοὺς μαθητὲς Τοῦ(Ματθ. 17, 1-2). Παρουσίασε δηλαδὴ τί ἤμαστε κάποτε καὶ ποιοὶ θὰ εἴμαστε δὶ’ Αὐτοῦ στὸν μέλλοντα αἰώνα, ἂν προτιμήσομε ἐδῶ νὰ ζήσομε κατὰ τὸ θέλημά Του, ὅπως λέει καὶ ὁ χρυσὸς στὴ γλώσσα Ἰωάννης.

67. Σ’ αὐτὴ τὴ θεία ἔλλαμψη καὶ λαμπρότητα μετεῖχε καὶ ὁ Ἀδὰμ πρὶν ἀπὸ τὴν παράβαση, σὰν νὰ φοροῦσε πράγματι στολὴ δόξας. Κι ἔτσι δὲν ἦταν γυμνός, ἀλλὰ ἦταν ἀσύγκριτα πιὸ στολισμένος κι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τώρα φοροῦν τὰ στέμματα τὰ στολισμένα μὲ πολὺ χρυσὸ καὶ λαμπερὰ πετράδια. Αὐτὴ τὴ θεία ἔλλαμψη καὶ χάρη ὁ Μέγας Παῦλος τὴν ἀποκαλεῖ οὐράνια κατοικία μας, λέγοντας: «Γι’ αὐτὸ στενάζομε, ποθώντας νὰ ντυθοῦμε τὴν οὐράνια κατοικία μας· κι ἂν τὴ φορέσομε, δὲ θὰ βρεθοῦμε γυμνοὶ»(Β΄ Κορ. 5, 2-3). Τὸν ἀρραβώνα αὐτῆς τῆς θείας ἐλλάμψεως καὶ τοῦ ἐνδύματός της, ἔλαβε ὁ Παῦλος ἀπὸ τὸ Θεό, ὅταν πήγαινε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴ Δαμασκὸ(Πράξ. 9, 3-4). Καὶ γιὰ νὰ πῶ σύμφωνα μὲ τὸν Γρηγόριο, τὸν ὄνομα καὶ πράγμα Θεολόγο, πρὶν καθαρθεῖ ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς ἦρθε σ’ ἐπαφὴ μὲ τὸν Διωκόμενο, ἢ μᾶλλον μὲ μιὰ μικρὴ ἀκτίνα τοῦ μεγάλου Φωτός.

68. Η θεία Ὑπερουσιότητα ποτὲ δὲν ὀνομάζεται στὸν πληθυντικό. Ὄχι ὅμως καὶ ἡ θεία καὶ ἄκτιστη χάρη καὶ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ διαιρεῖται ἀδιαιρέτως, ὅπως ἡ ἀκτίνα τοῦ ἡλίου, ἡ ὁποία καὶ θερμαίνει καὶ φωτίζει καὶ ζωοποιεῖ καὶ δίνει αὔξηση καὶ μεταδίδει στοὺς φωτιζόμενους τὴν λαμπρότητά της καὶ φαίνεται στὰ μάτια ὅσων βλέπουν. Ὅμοια λοιπὸν μὲ τὴν ἡλιακὴ ἀκτίνα —ἂν καὶ εἶναι ἀμυδρὴ αὐτὴ ἡ εἰκόνα—, καὶ ἡ θεία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, δὲν ὀνομάζεται μόνο μία, ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἀπὸ τοὺς Θεολόγους. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Μέγας Βασίλειος λέει τὰ ἑξῆς: «Ποιὲς εἶναι οἱ ἐνέργειες τοῦ Πνεύματος; Ἀνέκφραστες σὲ μέγεθος, ἀναρίθμητες σὲ πλῆθος. Γιατί πῶς θὰ νοήσομε τὰ πέραν τῶν αἰώνων; Ποιὲς ἤσαν οἱ ἐνέργειές Του πρὶν ἀπὸ τὴ νοητὴ κτίση; Πρὶν λοιπὸν ἀπὸ τὴ νοητὴ κτίση καὶ πέραν τῶν αἰώνων (γιατί καὶ οἱ αἰῶνες εἶναι νοητὰ κτίσματα), κανεὶς δὲν εἶπε ποτὲ κτιστό, οὔτε σκέφτηκε. Ἄκτιστες λοιπὸν εἶναι οἱ δυνάμεις καὶ οἱ ἐνέργειες τοῦ θείου Πνεύματος, ἂν καὶ ἀναφέρονται πολλὲς ἀπὸ τοὺς Θεολόγους, καὶ διαστέλλονται ἀμερίστως ἀπὸ τὴ μία καὶ ἐντελῶς ἀμέριστη οὐσία τοῦ Πνεύματος».

69. Η ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μερίζεται ἀμερίστως, ἀναφέρεται καὶ στὸν πληθυντικὸ ἀπὸ τοὺς Θεολόγους, ὅπως πιὸ πάνω φάνηκε καθαρὰ ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο. Ἀφοῦ λοιπὸν καὶ ἡ θεία καὶ θεοποιὸς ἔλλαμψη καὶ χάρη δὲν εἶναι οὐσία, ἀλλὰ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ δὲν παρουσιάζεται μόνο χρονικά, ἀλλὰ καὶ σὲ πλῆθος μορφῶν, καθὼς χορηγεῖται στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὴν κατάστασή του. Καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν καταλληλότητα αὐτῶν ποὺ τὴ δέχονται, μεταδίδει σ’ αὐτοὺς περισσότερο ἢ λιγότερο τὴ θεοποιὸ λαμπρότητα.

70. Αυτές οἱ ἐνέργειες εἶναι ἑπτὰ κατὰ τὸν προφήτη Ἠσαΐα. Καὶ στὰ ἑβραϊκὰ ὁ ἀριθμὸς ἑπτὰ σημαίνει “πολλά”. Λέει δηλαδή: «Ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ Ἰεσσαὶ θὰ βλαστήσει μία ράβδος κι ἀπὸ αὐτὴ θὰ βγεῖ ἕνα ἄνθος, πάνω στὸ ὁποῖο θὰ ἐπαναπαυτοῦν ἑπτὰ πνεύματα»· τὰ πνεύματα τῆς σοφίας, τῆς συνέσεως, τῆς γνώσεως, τῆς εὐσεβείας, τῆς βουλῆς, τῆς ἰσχύος, τοῦ φόβου»(Ἡσ. 11, 1-3). Αὐτὰ τὰ ἑπτὰ πνεύματα, ὅσοι ἔχουν αἱρετικὲς πεποιθήσεις, διατείνονται στὸν παραλογισμό τους πὼς εἶναι κτιστά. Αὐτοὺς καὶ μ’ ἐκεῖνα ποὺ προσθέσαμε στοὺς ἐκτενεῖς ἀντιρρητικοὺς πρὸς αὐτοὺς λόγους μας, τοὺς ἐλέγξαμε γιὰ πάντα. Ἀλλὰ καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀναφερόμενος στὶς θεῖες αὐτὲς ἐνέργειες τοῦ Πνεύματος, λέει ὅτι ὁ Ἠσαΐας ἀρέσκεται τὶς ἐνέργειες τοῦ Πνεύματος νὰ τὶς ὀνομάζει πνεύματα. Ἀλλὰ κι ὁ ἴδιος ὁ Ἠσαΐας, ὁ πιὸ μεγαλόφωνος ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, δὲν ἔδειξε μόνο καθαρά, μὲ τὸν ἀριθμὸ ἑπτά, τὴ διαφορὰ τῶν θείων αὐτῶν ἐνεργειῶν πρὸς τὴ θεία οὐσία, ἀλλὰ καὶ φανέρωσε ὅτι αὐτὲς εἶναι ἄκτιστες, μὲ τὸ νὰ χρησιμοποιήσει τὸ ρῆμα “θὰ ἐπαναπαυτοῦν”. Τὸ ρῆμα αὐτὸ δηλώνει ὑπεροχικὸ ἀξίωμα. Ἐκεῖνα λοιπὸν ποῦ ἐπαναπαύονται πάνω στὸ σῶμα ποῦ ὁ Κύριος προσέλαβε ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ εἶναι κτίσματα;

71. Ο Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἔβγαζε τὰ δαιμόνια “μὲ δάκτυλο Θεοῦ” κατὰ τὸ Λουκᾶ(Λουκ. 11, 20), καὶ “μὲ πνεῦμα Θεοῦ” κατὰ τὸ Ματθαῖο(Ματθ. 12, 28). Δάκτυλος Θεοῦ, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ Πνεύματος. Ἂν λοιπὸν ἡ μία ἀπ’ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες εἶναι τὸ Ἅγιο πνεῦμα, εἶναι ὁπωσδήποτε καὶ οἱ ἄλλες, ὅπως ὁ ἴδιος μας δίδαξε καὶ τοῦτο. Αὐτὸ ὅμως δὲ σημαίνει ὅτι πρόκειται γιὰ πολλοὺς θεοὺς ἢ πολλὰ Πνεύματα. Αὐτὰ εἶναι προβολὲς καὶ φανερώσεις καὶ ἐνέργειες φυσικές του ἑνὸς Πνεύματος καὶ σὲ κάθε μία εἶναι Ἕνα ἐκεῖνο ποὺ ἐνεργεῖ. Οἱ κακόδοξοι, λέγοντας ὅτι αὐτὰ εἶναι κτίσματα, ὑποβιβάζουν ἑπταπλάσια σὲ κτίσμα τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἃς ντραποῦν ἑπταπλάσια. Γιατί ὁ Προφήτης ποὺ εἶπε γι’ αὐτά, ὅτι εἶναι ἑπτὰ ὀφθαλμοὶ τοῦ Κυρίου ποὺ ἐπιβλέπουν σ’ ὅλη τὴ γῆ (Ζάχ. 4, 10), κι ὁ Ἰωάννης ποὺ γράφει στὴν Ἀποκάλυψη: «Ἡ χάρη καὶ ἡ εἰρήνη σ’ ἐσὰς ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ τὰ ἑπτὰ πνεύματα ποὺ εἶναι ἐνώπιόν του θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό» , φανερώνουν καθαρὰ στοὺς πιστοὺς ὅτι αὐτὰ εἶναι τὸ Ἅγιο πνεῦμα.

72. Ο Θεὸς καὶ Πατέρας, προαναγγέλλοντας μέσω τοῦ προφήτη Μιχαία τὴν κατὰ σάρκα γέννηση τοῦ Μονογενοῦς καὶ θέλοντας μαζὶ νὰ δείξει ὅτι ἡ θεότητα τοῦ Υἱοῦ εἶναι ἄναρχη, εἶπε: «Καὶ αἳ ἔξοδοι αὐτοῦ ἀπ’ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος»(Μιχ. 5, 1). Οἱ ἔξοδοι, ὅπως ἐξήγησαν οἱ Πατέρες, σημαίνουν τὶς ἐνέργειες τῆς Θεότητας. Αὐτὲς εἶναι δυνάμεις καὶ ἐνέργειες τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὶς ὁποῖες ἀνακηρύττουν κτιστές, ἐκεῖνοι ποὺ ἀσπάζονται καὶ ὑποστηρίζουν μὲ πάθος τὶς ἀπόψεις τῶν κακοδόξων. Ἀλλ’ ἃς βάλουν μυαλὸ ἔστω καὶ ἀργὰ καὶ ἃς ἐννοήσουν, ποιὸς εἶναι Αὐτὸς ποῦ ὑπάρχει “ἀπ’ ἀρχῆς”; Ποιὸς εἶναι Αὐτός, πρὸς τὸν ὁποῖο λέει ὁ Δαβίδ: «Ὑπάρχεις Ἐσὺ ἀπὸ τὸν αἰώνα —ποὺ σημαίνει τὸ ἴδιο μὲ τὸ “ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος — κι ὡς τὸν αἰώνα». Κι ἃς ἐξετάσουν μὲ σύνεση, ἂν θέλουν, ὅτι ὁ Θεὸς ποὺ εἶπε μέσω τοῦ Προφήτη ὅτι αὐτὲς οἱ “ἔξοδοι” εἶναι “ἀπ’ ἀρχῆς”, δὲν εἶπε διόλου ὅτι ἔγιναν ἢ κατασκευάστηκαν ἢ δημιουργήθηκαν. Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος θεολογεῖ μὲ πνεῦμα Θεοῦ, δὲν εἶπε ὅτι ἔγιναν, ἀλλὰ ὅτι ὑπῆρχαν οἱ ἐνέργειες τοῦ Πνεύματος πρὶν ἀπὸ τὴ νοητὴ κτίση καὶ πέρα ἀπὸ τοὺς αἰῶνες. Μόνο λοιπὸν ὁ Θεὸς εἶναι προαιώνια ἐνεργῆς καὶ παντοδύναμος, ἐπειδὴ ἔχει καὶ προαιώνιες δυνάμεις καὶ ἐνέργειες.

73. Ισχυρίζονται ἐπίσης, σὲ φανερὴ ἀντίθεση μὲ τοὺς Ἁγίους, οἱ ἀρχηγοὶ τῆς ἀντίθετης γνώμης, ὅτι τὸ ἄκτιστο εἶναι ἕνα, ἡ θεία φύση. Ὅ,τι διαφέρει κάπως ἀπὸ αὐτήν, εἶναι ὁπωσδήποτε κτιστό. Καὶ ἔτσι κάνουν κτίσμα καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο πνεῦμα. Γιατί καὶ τῶν Τριῶν ἡ ἐνέργεια εἶναι μία καὶ ἡ αὐτή· καὶ ὅποιου ἡ ἐνέργεια εἶναι κτιστή, δὲν εἶναι ὁ ἴδιος ἄκτιστος. Γι’ αὐτό, κτίσμα δὲν εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ —ἀπαγε—, ἀλλὰ τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ προκύπτει ἀπὸ αὐτή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θεσπέσιος Δαμασκηνὸς δίδαξε ὅτι οἱ διάφορες ἐνέργειες τῆς θείας φύσεως εἶναι οὐσιώδεις, δηλαδὴ φυσικὲς κινήσεις της. Κι ἀφοῦ τὸ νὰ ποιεῖ εἶναι ἰδίωμα τῆς θείας ἐνέργειας —εἶπε ὁ ἱερὸς Κύριλλος— πῶς αὐτὴ εἶναι ποίημα; Ἐκτὸς ἂν εἶναι ἐνέργημα ἄλλης ἐνέργειας, καὶ ἐκείνη πάλι ἄλλης, καὶ προχωροῦμε ἔτσι στὸ ἄπειρο, ἀναζητώντας καὶ κηρύττοντας ἀδιάκοπα τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια.

74. Η θεία οὐσία καὶ ἡ θεία ἐνέργεια εἶναι ἀχώριστα παροῦσες παντοῦ καὶ ἡ θεία ἐνέργεια εἶναι χωρητὴ καὶ σ’ ἐμᾶς τοὺς κτιστούς, γιατί, κατὰ τοὺς Θεολόγους, μερίζεται ἀμερίστως, ἐνῶ ἡ θεία οὐσία μένει κατ’ αὐτοὺς τελείως ἀμέριστη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χρυσόστομος, ἀφοῦ εἶπε ὅτι «ἡ ρανίδα τῆς χάρης γέμισε τὰ πάντα μὲ τὴ γνώση· μὲ αὐτὴν γίνονταν τὰ θαύματα, συγχωροῦνταν τὰ ἁμαρτήματα» κι ἔδειξε ἔτσι ὅτι ἡ ρανίδα τῆς χάρης εἶναι ἄκτιστη, σπεύδει κατόπιν νὰ δείξει ὅτι εἶναι ἐνέργεια κι ὄχι οὐσία· νὰ δείξει ἀκόμη καὶ τὴ διαφορὰ τῆς θείας ἐνέργειας ἀπὸ τὴ θεία οὐσία καὶ τὴν ὑπόσταση τοῦ Πνεύματος, καὶ προσθέτει: «Ἀναφέρομαι στὸ μέρος τῆς ἐνέργειας». Ὁ Παράκλητος βέβαια δὲ μερίζεται. Ἄρα λοιπὸν εἶναι χωρητὴ στὸν καθένα μας ἡ θεία χάρη καὶ ἡ ἐνέργεια, γιατί αὐτὴ μερίζεται ἀμερίστως. Ἡ οὐσία ὅμως τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ εἶναι τελείως ἀμέριστη ἀπὸ τὴ φύση της, πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι χωρητῆ σὲ ὁποιοδήποτε κτίσμα;

75. Τρία εἶναι αὐτὰ ποὺ ἔχει ὁ Θεός: ἡ οὐσία, ἡ ἐνέργεια καὶ ἡ τριάδα τῶν θείων Ὑποστάσεων. Ἃς δοῦμε τὴν περίπτωση ὅσων ἀξιώθηκαν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸ Θεὸ ὥστε νὰ εἶναι ἕνα πνεῦμα μαζί Του, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Μεγάλου Παύλου: «Ὅποιος ἑνώνεται μὲ τὸν Κύριο, εἶναι ἕνα πνεῦμα μ’ Αὐτὸν»(Ἃ΄ Κορ. 6, 17). Ἐπειδὴ λοιπὸν πιὸ πάνω ἀποδείχθηκε ὅτι οἱ ἄξιοι δὲν ἑνώνονται κατὰ τὴν οὐσία μὲ τὸ Θεό, κι ἐπειδὴ ὅλοι οἱ Θεολόγοι μαρτυροῦν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀμέθεκτος κατὰ τὴν οὐσία Του, κι ἐπειδὴ ἡ ὑποστατικὴ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ ἔγινε ἀποκλειστικὰ στὸν Θεάνθρωπο Λόγο, ἀπομένει ὅτι ὅσοι ἀξιώθηκαν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸ Θεό, ἑνώνονται κατὰ τὴν ἐνέργεια, καὶ ὅτι τὸ πνεῦμα, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο γίνεται ἕνα μὲ τὸ Θεὸ ὅποιος ἑνώνεται μὲ Αὐτόν, εἶναι καὶ ὀνομάζεται ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, καὶ ὄχι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, κι ἃς δυσαρεστοῦνται οἱ ἀντίθετοι. Ἀφοῦ καὶ ὁ Θεός, στὴν προφητεία τοῦ Ἰωὴλ(Ἰωὴλ 3, 1· Πράξ. 2, 17), δὲν εἶπε «θὰ ἐκχύσω τὸ πνεῦμα μου», ἀλλὰ «θὰ ἐκχύσω ἀπὸ τὸ πνεῦμα μου σ’ ὅσους πιστεύουν».

76. Με νεῦμα τοῦ Θεοῦ κινοῦνταν καὶ ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Δαβὶδ καὶ ὅσοι μὲ τὴν ἀποβολὴ τῶν σαρκικῶν ἰδιωμάτων ἔγιναν δεκτικοί της θείας ἐνέργειας καὶ ζωντανὲς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ. Ἢ μᾶλλον ἔγιναν τὸ ἴδιο μὲ τὸ Χριστὸ κι ὄχι ἕνα ἁπλὸ ἀπεικόνισμα. Καὶ ἡ καθαρότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων εἶναι μία. Ὅπως ψάλλει κι ὁ ἔνθεος Ψαλμωδός: «Ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐπάνω μας»(Ψάλμ. 89, 17). Γιατί, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, οἱ πνευματοφόρες ψυχὲς ποὺ δέχθηκαν τὴν ἔλλαμψη τοῦ Πνεύματος, καὶ οἱ ἴδιες γίνονται πνευματικές, καὶ σὲ ἄλλους μεταδίδουν τὴ χάρη. Ἀπὸ αὐτὸ προέρχεται ἡ πρόγνωση τῶν μελλόντων, ἡ γνώση τῶν μυστηρίων, ἡ κατανόηση τῶν κρυπτῶν, τὰ ποικίλα χαρίσματα, ἡ οὐράνια πολιτεία, ὁ χορὸς μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους, ἡ ἀτελείωτη εὐφροσύνη, ἡ ἔνθεη διαμονή, ἡ ὁμοίωση μὲ τὸ Θεό, καὶ τέλος ἡ θέωση, ποὺ εἶναι τὸ ἀκρότατο ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιθυμήσει κανείς.

77. Σ’ αὐτὴ τὴ χάρη καὶ τὴ λαμπρότητα καὶ τὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεό, οἱ Ἄγγελοι πλεονεκτοῦν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι δεύτερες λαμπρότητες, λειτουργοί της ἄνω Λαμπρότητας. Ἀκόμη οἱ νοερὲς δυνάμεις καὶ τὰ λειτουργικὰ πνεύματα εἶναι φῶτα δεύτερα, ἀπαυγάσματα τοῦ Πρώτου Φωτός, καὶ πρώτη φωτεινὴ φύση μετὰ τὴν Πρώτη, γιατί φωτίζονται ἀπὸ ἐκεῖ. Ὁ Ἄγγελος εἶναι δεύτερο φῶς, ἀπορροὴ ἢ μέθεξη τοῦ πρώτου Φωτός. Μὲ τὴν κυκλική τους κίνηση, οἱ θεῖοι νόες ἑνώνονται μὲ τὶς ἄναρχες καὶ ἀτελεύτητες ἐλλάμψεις τοῦ καλοῦ καὶ ἀγαθοῦ. Γιατί γιὰ τοὺς αἰωνίους, φῶς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ τίποτ’ ἄλλο. Καὶ ὅ,τι εἶναι γιὰ τὰ αἰσθητὰ ὁ ἥλιος, αὐτὸ εἶναι γιὰ τὰ νοητὰ ὁ Θεός. Αὐτὸς εἶναι τὸ πρῶτο καὶ ὑπέρτατο φῶς ποὺ φωτίζει ὅλη τὴ λογικὴ φύση. Καὶ ὅπως λέει ὁ Χρυσόστομος, ἂν ἀκούσεις τὸν Προφήτη νὰ λέει «Εἶδα τὸν Κύριο νὰ κάθεται σὲ θρόνο»(Ἡσ. 6, 1), μὴ νομίσεις ὅτι εἶδε τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μία εἰκόνα Τοῦ συγκαταβατική· κι αὐτήν, πιὸ ἀμυδρὰ ἀπ’ ὅ,τι τὴ βλέπουν οἱ οὐράνιες Δυνάμεις.

78. Κάθε φύση εἶναι πολὺ μακριὰ καὶ τελείως ξένη ἀπὸ τὴ θεία φύση. Γιατί ἂν ὁ Θεὸς εἶναι φύση, τὰ ἄλλα δὲν εἶναι φύση. Κι ἂν τὰ ἄλλα, εἶναι τὸ καθένα φύση, Ἐκεῖνος δὲν εἶναι φύση. Ὅπως ἐπίσης δὲν εἶναι οὔτε ὅν, ἂν τὰ ἄλλα εἶναι ὄντα. Ἂν πάλι Ἐκεῖνος εἶναι Ὧν, τὰ ἄλλα δὲν εἶναι ὄντα. Αὐτὸ θὰ δεῖς νὰ ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ σοφία καὶ τὴν ἀγαθότητα καὶ γενικὰ γιὰ ὅλα τα γύρω ἀπὸ τὸ Θεὸ ἢ σχετικὰ μὲ τὸ Θεὸ λεγόμενα, ὅταν θεολογήσεις ὀρθὰ καὶ σύμφωνα μὲ τοὺς Ἁγίους. Τώρα, εἶναι καὶ λέγεται φύση ὅλων των ὄντων ὁ Θεός, γιατί ὅλα τὸν μετέχουν, καὶ ἀπὸ τὴ μέθεξη αὐτὴ ὑπάρχουν. Δὲν ἐννοῶ βέβαια μέθεξη τῆς οὐσίας Τοῦ —ἀπαγε—, ἀλλὰ τῆς ἐνέργειάς Του. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ὀντότητα τῶν ὄντων, καὶ εἶδος (μορφὴ) στὰ εἴδη, ὡς ἀρχικὸ εἶδος, καὶ σοφία γιὰ ὅσους ἀποκτοῦν σοφία, καὶ γενικὰ εἶναι τὰ πάντα γιὰ ὅλα. Χωρὶς βέβαια νὰ εἶναι φύση, γιατί εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε φύση· χωρὶς νὰ εἶναι ὅν, γιατί εἶναι πάνω ἀπὸ ὅλα τα ὄντα· χωρὶς νὰ εἶναι οὔτε νὰ ἔχει εἶδος (μορφή), γιατί εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε εἶδος. Πῶς λοιπὸν ἐμεῖς θὰ πλησιάσομε τὸ Θεό; Ἄραγε πλησιάζοντας τὴ φύση Του; Ἀλλὰ κανένα κτίσμα δὲν ἔχει οὔτε θὰ ἔχει κοινωνία ἢ ἐγγύτητα πρὸς τὴν ὑπέρτατη φύση. Ἂν λοιπὸν κανεὶς πλησίασε τὸ Θεό, ὁπωσδήποτε πλησίασε τὴν ἐνέργειά Του. Μὲ ποιὸ τρόπο; Μετέχοντας σ’ αὐτὴν μὲ τρόπο φυσικό; Ἀλλ’ αὐτὸ εἶναι κοινὸ σὲ ὅλα τα κτίσματα. Ἑπομένως πλησιάζει κανεὶς ἢ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ ὄχι μὲ τὰ φυσικά του προσόντα, ἀλλὰ μὲ ὅσα κάνει μὲ τὴν προαίρεσή του. Καὶ ἡ προαίρεση εἶναι ἰδίωμα μόνο των λογικῶν ὄντων. Αὐτὰ λοιπὸν μονάχα ἀπὸ ὅλα τα ἄλλα ἀπομακρύνονται ἢ πλησιάζουν τὸ Θεό· πλησιάζουν μὲ τὴν ἀρετὴ ἢ ἀπομακρύνονται μὲ τὴν κακία. Αὐτὰ μονάχα λοιπὸν εἶναι δεκτικὰ ἀθλιότητας ἢ μακαριότητας. Ἐμεῖς ὅμως ἃς σπεύσομε νὰ ἐπιτύχομε τὴ μακαριότητα.

79. Τα διάφορα κτίσματα συγκρινόμενα μεταξύ τους, ἄλλα λέγονται οἰκεία του Θεοῦ κατὰ τὴ φύση καὶ ἄλλα ξένα. Οἰκεῖες του Θεοῦ εἶναι οἱ νοερὲς φύσεις ποὺ μόνο μὲ τὸ νοῦ μποροῦν νὰ γίνουν ἀντιληπτές. Τελείως ξένες εἶναι οἱ φύσεις ποὺ βρίσκονται στὴν περιοχὴ τῶν αἰσθήσεων. Καὶ ἀκόμη παραπέρα ἀπὸ αὐτὲς εἶναι οἱ ἐντελῶς ἄψυχες καὶ ἀκίνητες. Σὲ σύγκριση λοιπὸν μεταξύ τους τὰ κτίσματα λέγονται οἰκεῖα κατὰ τὴ φύση μὲ τὸ Θεὸ ἢ ξένα. Αὐτὰ ὅμως καθαυτὰ κατὰ τὴ φύση εἶναι ὅλα ξένα πρὸς τὸ Θεό. Γιατί εἶναι ἀδύνατο νὰ ποῦμε πόσο μακριὰ εἶναι ἡ νοερὴ φύση ἀπὸ τὸ Θεό, ἢ πόσο ἀπέχει ἡ αἴσθηση καὶ τὰ αἰσθητὰ ἀπὸ τὰ νοερά. Ἀφοῦ λοιπὸν εἴμαστε κατὰ τὴ φύση μᾶς τόσο μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλοίμονο σ’ ἐμᾶς ἂν δὲν τὸν πλησιάσομε μὲ ἀγαθὴ προαίρεση καὶ μὲ καλὰ ἔργα καὶ τρόπους.

80. Η ἔνθεη καὶ κοινὴ γλώσσα τῶν ἱερῶν Θεολόγων, ὁ θεοφόρος Δαμασκηνός, λέει στὸ δεύτερο ἀπὸ τὰ θεολογικά του κεφάλαια: «Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ μιλάει ἢ νὰ ἀκούει περὶ Θεοῦ, πρέπει νὰ γνωρίζει σαφῶς ὅτι τὰ τῆς θεολογίας καὶ τῆς θείας Οἰκονομίας δὲν εἶναι οὔτε ὅλα ἄρρητα, οὔτε ὅλα ρητά· οὔτε βέβαια ὅλα γνωστά, οὔτε ὅλα ἄγνωστα. Γνωρίζομε ὅτι εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε λόγο ἀκόμα καὶ ὅσα ἀπὸ τὰ θεία ἐπιτρέπουν τὴν ἔκφρασή τους μὲ τὸ λόγο, γιατί κι αὐτῶν τὸ νόημα ὑπερβαίνει τὸ λόγο. Δὲν εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ λόγο ἀπὸ ἔλλειψη, ἀλλὰ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ λόγο τὸ δικό μας, αὐτὸν ποὺ ἐνοικεῖ μέσα μας καὶ αὐτὸν ποὺ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι κάνομε ν’ ἀκοῦνε οἱ ἄλλοι. Γιατί οὔτε ὁ ἕνας, ὁ προφορικὸς λόγος, μπορεῖ νὰ τὰ ἐξηγήσει καὶ νὰ τὰ παραστήσει, οὔτε ὁ ἄλλος, ὁ ἐνδιάθετος, μπορεῖ πολυπραγμονώντας νὰ τὰ φτάσει μόνος του. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ ἐπιτρέπομε στοὺς ἑαυτούς μας νὰ λέμε τίποτε περὶ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ στρεφόμαστε στὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων ποὺ μιλοῦν γιὰ τὰ πνευματικὰ μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Πνεύματος —καὶ εἰδικὰ ὅταν μᾶς ζητοῦν λόγο οἱ ἀντίπαλοι».

81. Λέγεται ὅτι στὴν εἴσοδο τῆς σχολῆς τοῦ Πλάτωνα ὑπῆρχε ἡ ἐπιγραφὴ «Μηδεὶς εἰσίτω ἀγεωμέτρητος» (κανεὶς ἀγεωμέτρητος νὰ μὴν εἰσέρχεται). Τελείως ἀγεωμέτρητος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ διανοεῖται καὶ νὰ διαλέγεται γιὰ τὰ ἀχώριστα ὡς χωρισμένα. Γιατί εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρχει πέρας χωρὶς αὐτὸ ποὺ περατώνεται. Καὶ ὅλη σχεδὸν ἡ ὑπόθεση τῆς Γεωμετρίας εἶναι περὶ τῶν περάτων, τὰ ὁποῖα κάποτε καὶ χωρὶς τὰ περατούμενα ὁρίζονται καὶ προβάλλονται, μὲ τὸ νὰ χωρίζει ὁ νοῦς τὰ ἀχώριστά (το σχῆμα ἀπὸ τὴν ὕλη). Ἐκεῖνος τώρα ποὺ δὲν ἔμαθε ἀκόμη νὰ χωρίζει μὲ τὸ νοῦ τὸ σῶμα ἀπὸ τὰ σχετικὰ μὲ τὸ σῶμα, πῶς θ’ ἀκούσει γιὰ τὴ φύση καθεαυτή, ἡ ὁποία δὲν εἶναι μόνο ἀχώριστη ἀπὸ τὰ φυσικά, ὑπάρχοντας μέσα σ’ αὐτά, ἀλλὰ οὔτε καὶ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρὶς αὐτά; Πῶς θ’ ἀκούσει γιὰ τὰ καθολικὰ ὡς καθολικά, ποὺ εἶναι μέσα στὰ μερικὰ καὶ ἀποχωρίζονται ἀπὸ αὐτὰ μόνο μὲ τὸ νοῦ καὶ τὸ λόγο, ποὺ νοοῦνται πρὶν ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ χωρὶς τὰ πολλὰ δὲν ὑπάρχουν στ’ ἀλήθεια; Πῶς θ’ ἀκούσει γιὰ τὰ νοητὰ καὶ νοερά; Πῶς θ’ ἀκούσει νὰ λέμε ὅτι ὁ καθένας μᾶς ἔχει καὶ νοῦ καὶ διανοήματα καὶ ὅτι ὁ καθένας μᾶς εἶναι ὁ νοῦς τῶν διανοημάτων του; Πῶς θ’ ἀκούσει καὶ δὲ θὰ μᾶς περιγελάσει καὶ δὲ θὰ μᾶς διακόψει κατηγορώντας μας πὼς λέμε ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει δύο καὶ πολλοὺς νόες; Κι ἐκεῖνος ποῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἀκούει ἢ νὰ μιλάει γι’ αὐτὰ τὰ ἀδιαίρετα ὡς διαιρεμένα, πῶς θὰ μπορέσει νὰ πεῖ ἢ νὰ διδαχτεῖ κάτι τέτοιο περὶ Θεοῦ; Γιὰ τὸ Θεὸ ἰσχύουν καὶ λέγονται πολλὲς ἑνώσεις καὶ διακρίσεις (διαιρέσεις) κατὰ τοὺς Θεολόγους. Ἀλλὰ οἱ ἑνώσεις εἶναι ἐπικρατέστερες ἀπὸ τὶς διακρίσεις καὶ προηγοῦνται· οὔτε τὶς καταργοῦν, οὔτε ἐμποδίζονται διόλου ἀπ’ αὐτές. Οἱ ἀντίθετοι λοιπόν, δὲ δέχονται, οὔτε μποροῦν νὰ μάθουν τὴν ἀδιαίρετη διαίρεση στὸ Θεὸ καὶ τὴ διαιρεμένη ἕνωση, ποὺ ἀκοῦνε νὰ λέμε σύμφωνα μὲ τοὺς Ἁγίους, ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς κατὰ ἕνα μέρος εἶναι ἀκατάληπτος καὶ κατὰ ἕνα μέρος καταληπτός, ἀλλὰ εἶναι Ἕνας· εἶναι ἀκατάληπτος κατὰ τὴν οὐσία Του, καταληπτὸς ἀπὸ τὰ ἔργα Του, κατὰ τὶς θεῖες Τοῦ ἐνέργειες, δηλαδὴ τὴν προαιώνια γιὰ μᾶς θέλησή Του, τὴν προαιώνια πρόνοιά Του γιὰ μᾶς, τὴν προαιώνια γιὰ μᾶς σοφία Του καί, γιὰ νὰ πῶ σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Μάξιμο, τὴν ἄπειρη δύναμη καὶ σοφία καὶ ἀγαθότητά Του. Κι ἐπειδὴ ἐμεῖς εἴπαμε ὅτι αὐτὰ ἰσχύουν κατ’ ἀνάγκην, τ’ ἄκουσαν οἱ ἀντίθετοι καὶ οἱ ἔπειτα ὅμοιοί τους καὶ μᾶς κατηγοροῦν ὅτι δεχόμαστε πολλοὺς θεοὺς καὶ πολλὰ ἄκτιστα καὶ ὅτι κάνομε τὸ Θεὸ σύνθετο. Γιατί ἀγνοοῦν ὅτι ὁ Θεὸς διαιρεῖται ἀδιαίρετα καὶ ἑνώνεται διαιρεμένα, καὶ παρὰ ταῦτα οὔτε πολλαπλασιασμὸ ὑφίσταται, οὔτε σύνθεση.

82. Ο Μέγας Παῦλος, τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς(Πράξ. 9, 15), τὸ πιὸ περιφανὲς ὄχημα τοῦ θείου ὀνόματος, λέει: «Τὰ ἀόρατά του Θεοῦ, δηλαδὴ ἡ αἰώνια δύναμή Του καὶ ἡ θειότητά Του, βλέπονται ἀπὸ τὸ νοῦ μέσα ἀπὸ τὰ δημιουργήματα ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ὁ κόσμος»(Ρωμ. 1, 20). Ἄρα λοιπὸν ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ βλέπεται ἀπὸ τὸ νοῦ μέσα ἀπὸ τὰ δημιουργήματα; Καθόλου βέβαια. Αὐτὸ εἶναι παραφροσύνη τῶν κακοδόξων καὶ πιὸ πρὶν παράκρουση τοῦ Εὐνομίου. Γιατί κι αὐτὸς πρὶν ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ ὅμοια μ’ αὐτούς, γράφει στοὺς λόγους του ὅτι ἀπὸ τὰ δημιουργήματα τίποτε ἄλλο δὲ νοεῖται, παρὰ αὐτὴ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅμως, κάθε ἄλλο, παρὰ αὐτὸ διδάσκει. Ἀφοῦ δηλαδὴ δίδαξε προηγουμένως ὅτι «τὸ γνωστό του Θεοῦ εἶναι φανερὸ»(Ρωμ. 1, 19) καὶ ἀφοῦ ἔδειξε ὅτι ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο παραπάνω ἀπὸ αὐτὸ τὸ γνωστό του Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ὁ Ἴδιος φανέρωσε σ’ ὅλους ὅσους ἔχουν νοῦ, κατόπιν πρόσθεσε: «γιατί τὰ ἀόρατα Αὐτοῦ βλέπονται ἀπὸ τὸ νοῦ μέσα ἀπὸ τὰ δημιουργήματα ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ὁ κόσμος»(Ρωμ. 1, 20). Καὶ τί εἶναι τὸ “γνωστό του Θεοῦ”, θὰ μάθεις ὡς ἑξῆς. Οἱ θεοφόροι Πατέρες ἐξηγοῦν καὶ λένε ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει κάτι ἄγνωστο, ποὺ εἶναι ἡ οὐσία Του, καὶ κάτι γνωστό, ποὺ εἶναι τὰ σχετικὰ μὲ τὴν οὐσία, δηλαδὴ ἡ ἀγαθότητα, ἡ σοφία, ἡ δύναμη, ἡ θειότητα, δηλαδὴ ἡ μεγαλειότητα, τὰ ὁποῖα ὁ Παῦλος εἶπε ἀόρατα, ἀλλὰ νοούμενα μέσα ἀπὸ τὰ δημιουργήματα. Κι αὐτὰ ποῦ νοοῦνται σχετικὰ μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὰ δημιουργήματα, πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι κτίσματα; Ἑπομένως ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία νοεῖται μέσα ἀπὸ τὰ κτίσματά Του, καὶ ἄκτιστη εἶναι, καὶ δὲν εἶναι οὐσία. Γιατί, ὅπως εἴδαμε, δὲν ἀναφέρεται μόνο στὸν ἑνικό, ἀλλὰ καὶ στὸν πληθυντικό.

83. Τα δημιουργήματα φανερώνουν τὴ σοφία, τὴν τέχνη καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως καὶ τὴν οὐσία Του, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀντιλέγοντας στὸν Εὐνόμιο, ποὺ ἰσχυριζόταν ὅτι ἀπὸ τὰ κτίσματα φανερώνεται ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἄρα λοιπὸν καὶ ἄκτιστη εἶναι ἡ ἐνέργεια ποὺ φανερώνεται ἀπὸ τὰ κτίσματα τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν εἶναι οὐσία. Κι ἐκεῖνοι ποὺ πρεσβεύουν ὅτι δὲ διαφέρει σὲ τίποτε ἡ θεία οὐσία ἀπὸ τὴ θεία ἐνέργεια, εἶναι καθαρὰ Εὐνομιανοί.

84. Ορθά λοιπὸν λέει στοὺς ἀντιρρητικούς του λόγους ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ἀδελφός του Μ. Βασιλείου καὶ κατὰ τὴ σάρκα καὶ κατὰ τὰ φρονήματα, ὅτι ἀφοῦ κατανοήσομε τὸ κάλλος καὶ τὸ μέγεθος τῶν θαυμάτων τῆς φύσεως, ἀπ’ αὐτὰ καὶ ἄλλα ὅμοια ἀντλοῦμε διάφορα νοήματα περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκφράζομε καθένα ἀπὸ τὰ νοήματα αὐτὰ μὲ ἰδιαίτερο ὄνομα. Ἀνάλογα δηλαδὴ μὲ τὸ μέγεθος καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῶν κτισμάτων νοεῖται ὁ Γενεσιουργός τους(Σ. Σόλ. 13, 5). Τὸν ὀνομάζομε Δημιουργό, ἐπειδὴ εἶναι ὁ Ποιητής τους· Δυνατό, γιατί εἶχε τὴ δύναμη νὰ κάνει οὐσία τὴ θέλησή Του· καὶ Δίκαιο, ὡς ἀδέκαστο Κριτή. Ἀλλὰ καὶ τὴν λέξη Θεὸς τὴν πήραμε ἀπὸ τὴν ἐποπτική Του ἐνέργεια (ἀπὸ τὸ ρῆμα θεῶμαι). Ὥστε κι ἀπὸ αὐτὴ τὴ λέξη διδαχτήκαμε μιὰ ἐπιμέρους ἐνέργεια τῆς θείας φύσεως, ἀλλὰ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ δὲν τὴν κατανοήσαμε.

85. Ο Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, ὁ πιὸ ἔξοχος θεολόγος μετὰ τοὺς θεσπέσιους Ἀποστόλους, ἀφοῦ διευκρίνησε τὴ διάκριση τοῦ Θεοῦ κατὰ τὶς Ὑποστάσεις, λέει: «Θεία διάκριση εἶναι καὶ ἡ ἀγαθοπρεπὴς πρόοδος τῆς θείας ἑνώσεως ποὺ ὑπέρτατα ἑνωμένη πληθύνει καὶ πολλαπλασιάζει τὸν ἑαυτό της ἀπὸ ἀγαθότητα». Πιὸ κάτω προσθέτει: «Θεία διάκριση λέμε τὶς ἀγαθοπρεπεῖς προόδους τῆς Θεαρχίας. Δωρίζοντας δηλαδὴ σ’ ὅλα τα ὄντα καὶ σκορπίζοντας πάνω σ’ αὐτὰ τὶς μετουσίες ὅλων των ἀγαθῶν, διακρίνεται μένοντας ἑνωμένη καὶ πληθύνεται ἑνικὰ καὶ πολλαπλασιάζεται χωρὶς νὰ παύει νὰ εἶναι Ἕνα». Κι ἀκόμη πιὸ κάτω λέει: «Αὐτὲς τὶς κοινὲς καὶ ἑνωμένες διακρίσεις τῆς ὅλης θεότητας, δηλαδὴ τὶς ἀγαθοπρεπεῖς προόδους, ἐμεῖς θὰ προσπαθήσομε κατὰ τὸ δυνατὸ νὰ ὑμνήσομε». Μὲ αὐτὰ ὁ Ἅγιος Διονύσιος δείχνει καθαρὰ ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑποστατικὴ διάκριση στὸ Θεό, ὑπάρχει καὶ ἄλλη. Αὐτὴ τὴν παράλληλη μὲ τὴν ὑποστατικὴ διάκριση, τὴν ὀνομάζει διάκριση θεότητας. Γιατί ἡ διάκριση κατὰ τὶς Ὑποστάσεις, δὲν εἶναι διάκριση θεότητας. Καὶ λέει ὅτι κατὰ τὶς θεῖες προόδους καὶ ἐνέργειες, ὁ Θεὸς πληθύνεται καὶ πολλαπλασιάζεται, καὶ τὴν ἴδια πρόοδο τὴ λέει πὼς εἶναι καὶ πρόοδοι. Στὴν ὑποστατικὴ ὅμως διάκριση, τὸ θεῖον δὲν πολλαπλασιάζεται —ἀπαγε—, οὔτε ὡς Θεὸς χωρίζεται· γιατί ὁ Θεὸς μᾶς εἶναι Τριάδα, ἀλλὰ ὄχι τριπλός. Δείχνει ἐπίσης ὅτι αὐτὲς οἱ πρόοδοι καὶ ἐνέργειες εἶναι ἄχτιστες, γιατί καὶ θεῖες τὶς ὀνομάζει καὶ διακρίσεις τῆς ὅλης θεότητας λέει ὅτι εἶναι, καὶ λέει ὅτι ἡ ἴδια ἡ Θεαρχία κατὰ τὶς θεῖες αὐτὲς προόδους καὶ ἐνέργειες, πληθύνει καὶ πολλαπλασιάζει τὸν ἑαυτό Της, χωρὶς νὰ προσλαμβάνει κάτι ἀπ’ ἔξω —ἄπαγε. Ἀλλὰ καὶ ὑπόσχεται τέλος ὅτι θὰ ὑμνήσει αὐτὲς τὶς προόδους. Προσθέτει ὅμως, “κατὰ τὸ δυνατόν”, δείχνοντας ὅτι αὐτὲς ξεπερνοῦν κάθε ὕμνηση —μ’ ὅλο ποὺ ὁ ἴδιος εἶναι ὁ ἐξοχότερος τῶν θείων Ὑμνωδῶν.

86. Ο ἴδιος θεοφάντωρ Διονύσιος, ἀφοῦ εἶπε πιὸ πάνω ὅτι ἡ ἀγαθοπρεπὴς πρόοδος εἶναι θεία διάκριση, προσθέτει: «Οἱ ἄσχετες (ἀκατάσχετες) μεταδόσεις εἶναι ἑνωμένες κατὰ τὴ θεία διάκριση». Μεταδόσεις ἐδῶ μὲ μιὰ λέξη λέει ὅλες τὶς προόδους καὶ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Πρόσθεσε ὅτι εἶναι “ἄσχετες” γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι αὐτὲς εἶναι τὰ ἀποτελέσματα, ὅπως γιὰ παράδειγμα ἡ οὐσία καθενὸς ὄντος ἢ ἡ αἰσθητὴ ζωὴ στὰ ζῶντα ἢ ὁ λόγος καὶ ὁ νοῦς ποὺ ὑπάρχει μέσα στὰ λογικὰ καὶ νοερὰ ὄντα. Γιατί πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ εἶναι αὐτὰ “ἄσχετα” μέσα στὸ Θεό, ἂν βέβαια εἶναι κτιστά; Καὶ πῶς οἱ “ἄσχετες” πρόοδοι καὶ μεταδόσεις εἶναι κτίσματα, ἀφοῦ ἡ “ἄσχετη” μετάδοση ὑπάρχει φυσικῶς μέσα στὸν μεταδίδοντα, ὅπως βλέπομε νὰ συμβαίνει μὲ τὸ φῶς;

87. Προχωρώντας ὁ Μέγας Διονύσιος, ὑμνεῖ αὐτὲς τὶς προόδους καὶ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ ἄλλα θεοπρεπῆ ὀνόματα καὶ τὶς ὀνομάζει “μετοχὲς” καὶ “αὐτομετοχὲς” καὶ δείχνει σὲ πολλὰ μέρη τῶν λόγων του ὅτι αὐτὲς εἶναι ὑπὲρ τὰ ὄντα, καὶ λέει ὅτι εἶναι παραδείγματα τῶν ὄντων ποὺ προϋπάρχουν στὸ Θεὸ μὲ ὑπερούσια ἕνωση. Πῶς λοιπὸν αὐτὰ μπορεῖ νὰ εἶναι κτίσματα; Παρακάτω συμπληρώνει, διδάσκοντας τί εἶναι τὰ “παραδείγματα” αὐτά: «Παραδείγματα λέμε ὅτι εἶναι οἱ προϋπάρχοντες ἑνιαία μέσα στὸ Θεὸ οὐσιοποιοὶ λόγοι τῶν ὄντων, τοὺς ὁποίους ἡ θεολογία ὀνομάζει προορισμοὺς καὶ θεία καὶ ἀγαθὰ θελήματα, ποὺ ξεχωρίζουν καὶ δημιουργοῦν τὰ ὄντα. Σύμφωνα μὲ αὐτοὺς ὁ Ὑπερούσιος Θεὸς καθόρισε ἀπὸ πρὶν καὶ δημιούργησε ὅλα τα ὄντα». Πῶς εἶναι δυνατὸ λοιπὸν οἱ προορισμοὶ καὶ τὰ θεία θελήματα ποῦ δημιουργοῦν τὰ ὄντα, νὰ εἶναι κτιστά; Καὶ πῶς δὲν εἶναι φανερὸ ὅτι ὑποβιβάζουν βάναυσα τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ σὲ κτίσμα ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦν κτιστὲς αὐτὲς τὶς προόδους καὶ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ; Γιατί τὰ θεία θελήματα καὶ οἱ θεῖες αὐτὲς μετοχὲς καὶ δωρεὲς τῆς θείας Ἀγαθότητας, τῆς αἰτίας τῶν πάντων, εἶναι ἡ οὐσιοποιὸς καὶ ἡ ζωοποιὸς καὶ ἡ σοφοποιὸς καὶ γενικὰ ἡ δημιουργικὴ καὶ συνεκτική των κτιστῶν ὄντων ἐνέργεια.

88. Η μετοχὴ λοιπὸν τῆς Αὐτοϋπάρξεως δὲ μετέχει σὲ τίποτε μὲ κανένα τρόπο, ὅπως λέει ὁ Μέγας Διονύσιος. Οἱ ἄλλες ὅμως μετοχές, ὡς μετοχὲς καὶ ἀρχὲς τῶν ὄντων, δὲ μετέχουν ὁλότελα σὲ τίποτε, ὅπως γιὰ παράδειγμα, οὔτε ἡ πρόνοια μετέχει στὴν πρόνοια, οὔτε ἡ ζωὴ στὴ ζωή· ἐπειδὴ ὅμως ἔχουν ὕπαρξη, λέγονται ὅτι μετέχουν στὴν Αὐτοΰπαρξη, γιατί χωρὶς Αὐτὴν οὔτε ὑπάρχουν, οὔτε μετέχονται, ὅπως γιὰ παράδειγμα, ἡ πρόγνωση δὲ θὰ ὑπῆρχε οὔτε θὰ μετεχόταν χωρὶς τὴ γνώση. Γι’ αὐτὸ αὐτές, ὡς αὐτομετοχές, δὲν εἶναι διόλου κτιστές. Ἄρα, καὶ κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, δὲν ἔλαβαν ποτὲ ἀρχή, ἀλλὰ θεωροῦνται ὡς οὐσιώδη γνωρίσματα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ὑπάρχει χρόνος ποὺ δὲν ὑπῆρχαν. Οἱ ἀντίθετοι ὅμως, τὴν Αὐτοζωή, τὴν Αὐτοαγαθότητα καὶ τὰ ὅμοια, ἀσεβῶς τὰ νομίζουν κτιστὰ ἐπειδὴ μετέχουν στὴν κοινὴ ἐπωνυμία τῶν ὄντων, καὶ δὲ βλέπουν ὅτι, ἂν καὶ λέγονται ὄντα, ἐντούτοις εἶναι ὑπὲρ τὰ ὄντα, ὅπως λέει ὁ Μέγας Διονύσιος. Εὔκολα λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο βάζουν τὶς αὐτομετοχὲς στὴν ἴδια τάξη μὲ τὰ κτίσματα, θὰ νόμιζαν καὶ τὸ Ἅγιο πνεῦμα κτιστό, ἐπειδὴ λέει ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι μετέχει Αὐτὸ στὰ θεοπρεπῆ ὀνόματα.

89. Αν κανεὶς πεῖ ὅτι μόνο ἡ Αὐτοΰπαρξη εἶναι μετοχή, γιατί μόνο Αὐτὴ δὲ μετέχει ἀλλὰ μετέχεται, καθὼς οἱ ἄλλες μετοχὲς μετέχουν σ’ Αὐτή, ἃς γνωρίζει ὅτι δὲ σκέφτεται συνετὰ γιὰ τὶς ἄλλες μετοχές. Γιατί τὰ ζῶντα ἢ τὰ ἅγια ἢ τὰ ἀγαθά, δὲν λέγονται ὅτι ζοῦν κατὰ μέθεξη καὶ ἁγιάζονται καὶ γίνονται ἀγαθὰ μόνον ἐπειδὴ ἁπλῶς ζοῦν καὶ μετέχουν στὴν Αὐτοΰπαρξη, ἀλλὰ ἐπειδὴ μετέχουν στὴν Αὐτοζωὴ καὶ τὴν Αὐτοαγιότητα καὶ τὴν Αὐτοαγαθότητα. Καὶ ἡ Αὐτοαγαθότητα, ἢ καὶ τὰ ἄλλα παρόμοια, δὲ γίνεται Αὐτοζωὴ μὲ τὴ μέθεξη ἄλλης αὐτοζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὡς Αὐτοζωὴ ἀνήκει στὰ μετεχόμενα καὶ ὄχι στὰ μετέχοντα. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ δὲ μετέχει στὴ ζωὴ ἀλλὰ αὐτὸ μετέχεται καὶ ζωοποιεῖ ὅσα ζοῦνε, πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι κτίσμα; Τὰ ἴδια καὶ γιὰ τὶς ἄλλες μετοχές.

90. Ας μιλήσει τώρα μαζί μας καὶ ὁ ἱερὸς Μάξιμος, ποὺ σὲ σχόλιά του γράφει ὅτι οἱ πρόοδοι αὐτὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ πρόνοια ποὺ δημιούργησε τὰ ὄντα: «Καὶ εἶναι κοινὲς στὴν τρισυπόστατη Μονάδα οἱ δημιουργικὲς πρόνοιες καὶ ἀγαθότητες, δηλαδὴ οἱ οὐσιοποιήσεις, οἱ ζωοποιήσεις, οἱ σοφοποιήσεις». Λέγοντας λοιπὸν ὅτι αὐτὲς εἶναι πολλὲς καὶ διακεκριμένες, ἔδειξε ὅτι αὐτὲς δὲν εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτὴ εἶναι μία καὶ ἐντελῶς ἀδιαίρετη. Λέγοντας ἐπίσης ὅτι εἶναι κοινὲς στὴν τρισυπόστατη Μονάδα, μᾶς ἔδειξε ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ τὸν Υἱὸ ἢ τὸ Ἅγιο πνεῦμα, γιατί οὔτε ὁ Υἱὸς οὔτε τὸ πνεῦμα εἶναι κοινὴ ἐνέργεια τῶν τριῶν Ὑποστάσεων. Τέλος, λέγοντας τὶς ὄχι μόνο πρόνοιες καὶ ἀγαθότητες, ἀλλὰ καὶ δημιουργικές, ἔδειξε ὅτι εἶναι ἄκτιστες. Διαφορετικά, θὰ εἶναι δημιουργημένο τὸ δημιουργικὸ ἀπὸ κάποιο ἄλλο δημιουργικό, κι αὐτὸ πάλι ἀπὸ ἄλλο· κάτι τέτοιο ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ πῶς συμβαίνει ἐπ’ ἄπειρον, ἑπομένως ὁδηγούμαστε στὰ ἔσχατά της ἀτοπίας. Οἱ πρόοδοι λοιπὸν καὶ οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες καὶ καμιά τους δὲν εἶναι οὐσία, οὔτε ὑπόσταση.

91. Ο Δημιουργὸς καὶ Κυβερνήτης τοῦ παντός, μέσα στὴν ἀσύλληπτη ὑπερβολὴ τῆς ἀγαθότητάς Του, ἔδωσε στὸ πᾶν πολύμορφη ὑπόσταση καὶ θέλησε, ἄλλα ἀπὸ τὰ ὄντα νὰ ἔχουν μόνο το εἶναι καὶ ἄλλα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ εἶναι, νὰ ἔχουν καὶ ζωή· ἀπὸ αὐτὰ πάλι, ἄλλα νὰ ἔχουν νοερὴ ζωὴ κι ἄλλα μόνο αἰσθητή, ἐνῶ μερικὰ νὰ ἔχουν μικτὴ ζωὴ ἀπὸ τὶς δύο. Θέλησε ἀκόμη, ὅσα ἔλαβαν ἀπὸ Αὐτὸν ζωὴ λογικὴ καὶ νοερή, μὲ τὴν πρὸς Αὐτὸν θεληματικὴ κλίση νὰ ἐπιτυγχάνουν τὴν ἕνωση μαζί Του καὶ ἔτσι νὰ ζοῦν θεϊκὰ καὶ ὑπερφυσικά, ἔχοντας ἀξιωθεῖ τὴ θεοποιό Του χάρη καὶ ἐνέργεια. Γιατί ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ εἶναι γένεση γιὰ τὰ ὄντα, ποὺ εἴτε δημιουργοῦνται ἀπὸ τὸ μηδέν, εἴτε βελτιώνονται, κι αὐτὸ μὲ διάφορους τρόπους. Γι’ αὐτὴ τὴ διαφορὰ τοῦ θείου θελήματος ὡς πρὸς τὰ ὄντα, ἡ μία ἐκείνη πρόνοια καὶ ἀγαθότητα, ἢ γιὰ νὰ ποῦμε τὸ ἴδιο, ἡ πρὸς τὰ κατώτερα φροντίδα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ἀγαθότητα, εἶναι καὶ λέγεται ἀπὸ τοὺς θεοσοφοὺς Θεολόγους πολλὲς πρόνοιες καὶ ἀγαθότητες, ποὺ μερίζονται ἀμερίστως καὶ διαφοροποιοῦνται στὰ μεριστὰ (τὰ ὄντα). Ἔτσι, ἡ μία ἀπὸ αὐτὲς ὀνομάζεται προγνωστικὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἄλλη δημιουργικὴ καὶ συνεκτική. Ἀπὸ αὐτὲς πάλι, κατὰ τὸν Μέγα Διονύσιο, ἄλλες ὀνομάζονται οὐσιοποιητικές, ἄλλες ζωοποιητικὲς καὶ ἄλλες σοφοποιητικές. Ἡ κάθε μία ἀπ’ αὐτὲς εἶναι κοινὴ στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· καὶ στὴν κάθε μία γιὰ χάρη μᾶς ἀγαθὴ καὶ θεία θέληση, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο πνεῦμα εἶναι ἡ οὐσιοποιητικὴ καὶ ζωοποιητικὴ καὶ σοφοποιητικὴ ἐνέργεια καὶ δύναμη. Αὐτὲς ὁ ἴδιος τὶς ὀνόμασε ἀκατάσχετες καὶ ἀμείωτες μεταδόσεις, ἐξαίροντας τὶς πάνω ἀπ’ ὅλα μαζί τα κτιστὰ καὶ διδάσκοντας ὅτι ἐνυπάρχουν φυσικὰ σ’ Αὐτὸν ποὺ τὶς μεταδίδει.

92. Όπως ὁ ἥλιος ποὺ μεταδίδει χωρὶς νὰ μειώνεται θερμότητα καὶ φῶς, τὰ ἔχει αὐτὰ ὡς ἔμφυτες καὶ οὐσιώδεις ἐνέργειες, ἔτσι καὶ οἱ θεῖες μεταδόσεις, ἐνυπάρχοντας ἀμείωτα σ’ Αὐτὸν ποὺ τὶς μεταδίδει, εἶναι φυσικὲς καὶ οὐσιώδεις ἐνέργειές Του. Ἑπομένως εἶναι καὶ ἄκτιστες. Κι ὅπως ὅταν ὁ ἥλιος δύσει κι ἐγκαταλείψει τοὺς ἀνθρώπους, δὲ μένει ἴχνος ἡλιακοῦ φωτὸς πάνω στὴ γῆ, ἐνῶ ὅταν φωτίζει, εἶναι ἀδύνατον, τὸ μάτι ποὺ ἀπολαμβάνει τὸ φῶς του νὰ μὴν ἑνώνεται μὲ αὐτὸ καὶ μέσω αὐτοῦ μὲ τὸν ἥλιο ποὺ ἀναβλύζει τὸ φῶς· κι ὅπως ἡ θερμότητα τοῦ ἡλίου ποὺ τόσα κάνει, συντελώντας στὴ γένεση καὶ τὴν αὔξηση τῶν αἰσθητῶν καὶ στὴν πολυειδὴ διαφορὰ τῶν χυμῶν καὶ τῶν ποιοτήτων, δὲν τὰ ἐγκαταλείπει κι ἃς μὴν ἔχει συνάφεια μὲ τὸν ἥλιο μέσω τῆς ἀκτίνας, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, μὲ ἀμυδρὴ εἰκόνα ἀπὸ τὰ αἰσθητά, μόνον ἐκεῖνα ποὺ ἔρχονται σ’ ἐπαφὴ μὲ τὸ ὑπερφυσικὸ καὶ θεϊκότατο φῶς μετέχουν γνήσια στὴ θεοποιὸ χάρη καὶ μὲ αὐτὴν ἑνώνονται μὲ τὸ Θεό. Ὅλα τα ἄλλα εἶναι ἀποτελέσματα τῆς δημιουργικῆς θείας ἐνέργειας καὶ ἐμφανίστηκαν κατὰ χάρη, δηλαδὴ δωρεάν, ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία, ὄχι ὅμως καὶ στολισμένα ἀπὸ τὴ χάρη, ἡ ὁποία εἶναι τὸ ὄνομα τῆς λαμπρότητας τοῦ Θεοῦ.

93. Αυτή ἡ λαμπρότητα καὶ ἡ θεοποιὸς ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὅσοι μετέχουν σ’ αὐτὴ θεώνονται, εἶναι μιὰ θεία χάρη, ἀλλὰ ὄχι ἡ φύση τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ἐπειδὴ ἀπουσιάζει ἀπὸ ὅσους ἔχουν τὴ χάρη, ὅπως φλυαροῦν συκοφαντικὰ οἱ ἀντίθετοι —γιατί ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι παντού—, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲ μετέχεται, ἀφοῦ, ὅπως προαποδείξαμε, δὲν ὑπάρχει κανένα κτίσμα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ γίνει μέτοχο Αὐτῆς. Καὶ ἡ θεία ἐνέργεια καὶ χάρη τοῦ Πνεύματος, ἐνῶ εἶναι παντοῦ παροῦσα καὶ ἀχώριστη ἀπὸ Αὐτό, γιὰ ἐκείνους ποὺ λόγω ἀκαθαρσίας δὲν εἶναι δεκτικοί, εἶναι ἀμέθεκτη σὰν νὰ εἶναι ἀποῦσα. Ὅπως δηλαδὴ οἱ ἀπεικονίσεις προσώπων δὲ γίνονται πάνω σε ὅλες τὶς ὕλες, ἀλλὰ πάνω σ’ ἐκεῖνες ποὺ ἔχουν κάποια λειότητα καὶ διαφάνεια, ἔτσι καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος δὲν ἔρχεται σ’ ὅλες τὶς ψυχές, ἀλλὰ σ’ ἐκεῖνες ποὺ δὲν ἔχουν καμία δολιότητα ἢ διαστροφή. Καὶ πάλι σ’ ὅλους εἶναι παρὸν τὸ Ἅγιο πνεῦμα, καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι καθαροὶ ἀπὸ πάθη, φανερώνει τὴ δύναμή Του, ὄχι ὅμως καὶ σ’ ὅσους ἔχουν τὸ νοῦ τοὺς κατασπιλωμένο ἀπὸ κηλίδες τῆς ἁμαρτίας.

94. Όπως τὸ φῶς τοῦ ἡλίου εἶναι ἀχώριστο ἀπὸ τὶς ἀκτίνες του καὶ ἀπὸ τὴ θερμότητα ποὺ μεταδίδεται μ’ αὐτές, ἀλλὰ γιὰ ὅσους ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ τὸ δέχονται εἶναι τυφλοί, τὸ φῶς εἶναι ἀμέθεκτο καὶ μόνο ἡ μέσω τῶν ἀκτινῶν θερμότητα γίνεται ἀντιληπτή, ἀφοῦ εἶναι ὁλότελα ἀδύνατο ν’ ἀντιληφθοῦν τὸ φῶς ὅσοι στεροῦνται τὰ μάτια τους· ἔτσι καὶ πολὺ περισσότερο, κανένας ἀπ’ ὅσους δέχονται τὴ θεία λαμπρότητα, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει μέθεξη τῆς θείας οὐσίας. Γιατί δὲν ὑπάρχει ἀπολύτως κανένα κτίσμα ποὺ νὰ ἔχει δύναμη δεκτική της φύσεως τοῦ Δημιουργοῦ.

95. Ας ποῦν μαζὶ μὲ μᾶς ὅτι ἡ μετεχόμενη θεία ἐνέργεια δὲν εἶναι οὔτε κτιστῆ οὔτε οὐσία τοῦ Θεοῦ, δίνοντας κοινὴ μαρτυρία, ὁ Βαπτιστὴς τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννης, μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη, τὸν πιὸ ἀγαπημένο μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο. Ὁ ἕνας, γράφοντας τὰ λόγια στὸ Εὐαγγέλιό του, ὁ Βαπτιστὴς καὶ Πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ λέγοντας ὅτι τὸ πνεῦμα δὲ δίνεται μὲ μέτρο στὸ Χριστὸ ἀπὸ τὸ Θεὸ Πατέρα(Ἰω. 3, 34), κι ὁ Χρυσόστομος ἐξηγώντας καὶ γράφοντας: «Πνεῦμα ἐδῶ ἐννοεῖ τὴν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος. Γιατί ὅλοι ἐμεῖς παίρνομε τὴν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος μὲ μέτρο, ἐνῶ ὁ Χριστὸς τὴν ἔχει ἀμέτρητη καὶ ὁλόκληρη ὅλη τὴν ἐνέργεια. Κι ἂν ἡ ἐνέργειά Του εἶναι ἀμέτρητη, πολὺ περισσότερο εἶναι ἡ οὐσία Του». Μὲ τὸ νὰ πεῖ τὴν ἐνέργεια πνεῦμα, ἢ μᾶλλον αὐτὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶπε ὁ Βαπτιστής, καὶ ὅτι αὐτὴ εἶναι ἀμέτρητη, φανέρωσε ὅτι εἶναι ἄκτιστη. Μὲ τὸ νὰ πεῖ ὅτι ἐμεῖς παίρνομε τὴν ἐνέργεια μὲ μέτρο, φανέρωσε τὴ διαφορὰ τῆς ἄκτιστης ἐνέργειας πρὸς τὴν ἄκτιστη οὐσία. Γιατί κανεὶς ποτὲ δὲν παίρνει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ οὔτε καὶ ὅλοι μαζὶ ἀθροιστικά, ἂν ὑπέθετες κάτι τέτοιο· μόνο τὴν ἐνέργεια, καὶ αὐτὴ κατὰ ἕνα μέρος ὁ καθένας, ἀνάλογα μὲ τὸ βαθμὸ τῆς καθάρσεώς του. Προχωρώντας ὁ Χρυσόστομος, δείχνει καὶ ἄλλη διαφορὰ τῆς ἄκτιστης οὐσίας ὡς πρὸς τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια, λέγοντας: «Ἂν ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος εἶναι ἀμέτρητη, πολὺ περισσότερο εἶναι ἡ οὐσία».

96. Αν, σύμφωνα μὲ τὶς φλυαρίες τῶν ἀντιθέτων καὶ ὅσων φρονοῦν τὰ ἴδια μὲ αὐτούς, δὲ διαφέρει διόλου ἡ θεία οὐσία ἀπὸ τὴ θεία ἐνέργεια, τότε καὶ ἡ δημιουργία, ποὺ ἀνήκει στὴν ἐνέργεια, δὲ διαφέρει διόλου ἀπὸ τὴ γέννηση καὶ τὴν ἐκπόρευση, ποὺ ἀνήκουν στὴν οὐσία. Ἂν ὅμως ἡ δημιουργία δὲ διαφέρει ἀπὸ τὴ γέννηση καὶ τὴν ἐκπόρευση, τότε καὶ τὰ δημιουργήματα δὲ θὰ ἔχουν καμιὰ διαφορὰ ἀπὸ τὸ “γέννημα” καὶ ἀπὸ τὸ “πρόβλημα” (τὸ ἐκπορευόμενο). Κι ἂν αὐτὰ εἶναι ἔτσι, σύμφωνα μὲ αὐτούς, τότε καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ Ἅγιο πνεῦμα δὲ διαφέρουν διόλου ἀπὸ τὰ κτίσματα. Καὶ ἔτσι ὅλα τα κτίσματα θὰ εἶναι γεννήματα καὶ προβλήματα τοῦ Θεοῦ Πατέρα καὶ ἡ κτίση θὰ θεοποιηθεῖ καὶ ὁ Θεὸς θὰ συνταχθεῖ μὲ τὰ κτίσματα. Γι’ αὐτὸ ὁ θεῖος Κύριλλος, δείχνοντας τὴ διαφορὰ τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, λέει ὅτι ἡ γέννηση ἀνήκει στὴ θεία φύση, ἐνῶ ἡ δημιουργία στὴ θεία ἐνέργεια. Κι ἀκόμη ἀποφαίνεται λέγοντας ρητὰ ὅτι φύση καὶ ἐνέργεια δὲν ταυτίζονται.

97. Αν δὲ διαφέρει καθόλου ἡ θεία οὐσία ἀπὸ τὴ θεία ἐνέργεια, τότε καὶ ἡ γέννηση καὶ ἡ ἐκπόρευση δὲ διαφέρουν καθόλου ἀπὸ τὴ δημιουργία. Ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας δημιουργεῖ μέσω τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίω Πνεύματι. Ὥστε καὶ γεννᾶ καὶ ἐκπορεύει, κατὰ τὴ γνώμη τῶν ἀντιθέτων καὶ τῶν ὀπαδῶν τους, μέσω τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίω Πνεύματι.

98. Αν δὲ διαφέρει καθόλου ἡ θεία οὐσία ἀπὸ τὴ θεία ἐνέργεια, τότε δὲ διαφέρει οὔτε ἀπὸ τὴ θέληση. Καὶ ὁ Υἱός, ὁ μόνος γεννημένος ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατέρα, θὰ εἶναι καὶ δημιουργημένος ἀπὸ τὴ θέλησή Του —κατὰ τοὺς ἀντιθέτους βέβαια.

99. Αν ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ δὲ διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὴ θεία ἐνέργεια, κι ἀφοῦ οἱ θεοφόροι Πατέρες μαρτυροῦν ὅτι καὶ ἐνέργειες πολλὲς ἔχει ὁ Θεός, ὥστε νὰ ὑπάρχουν καὶ δημιουργικὲς πρόνοιες καὶ ἀγαθότητες, ὅπως δείξαμε παραπάνω, ἄρα λοιπὸν ὁ Θεὸς ἔχει καὶ πολλὲς οὐσίες. Κάτι τέτοιο ὅμως κανένας ποτὲ οὔτε τὸ εἶπε οὔτε τὸ σκέφτηκε ἀπὸ τὸ γένος τῶν Χριστιανῶν.

100. Αν οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ δὲ διαφέρουν ἀπὸ τὴ θεία οὐσία, τότε δὲν ἔχουν διαφορὰ καὶ μεταξύ τους. Ἃς ποῦμε λοιπὸν ὅτι ἀπὸ τὴν πρόγνωση τοῦ Θεοῦ, δὲ διαφέρει σὲ τίποτε ἡ θέλησή Του. Τότε, ἢ ὁ Θεὸς δὲν τὰ προγνωρίζει ὅλα, ἀφοῦ βέβαια οὔτε θέλει ὅλα τα γινόμενα, ἢ θέλει καὶ τὰ κακά, ἀφοῦ ὅλα τα προγνωρίζει. Ἂν δὲν τὰ προγνωρίζει ὅλα, εἶναι τὸ ἴδιο νὰ πεῖς ὅτι δὲν εἶναι οὔτε Θεός. Ἂν πάλι δὲν εἶναι ἀγαθός, εἶναι ταυτόσημο μὲ τὸ ὅτι δὲν εἶναι οὔτε Θεός. Ἄρα λοιπὸν ἡ πρόγνωση διαφέρει ἀπὸ τὴ θεία θέληση κι ἑπομένως, ἡ κάθε μία ἀπ’ αὐτὲς διαφέρει ἀπὸ τὴ θεία οὐσία.

101. Αν δὲ διαφέρουν μεταξύ τους οἱ θεῖες ἐνέργειες, τότε καὶ ἡ δημιουργικὴ δύναμη δὲ διαφέρει ἀπὸ τὴν πρόγνωση. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Θεὸς ἄρχισε κάποτε νὰ δημιουργεῖ, ἄρα ἄρχισε καὶ νὰ προγνωρίζει. Καὶ πῶς εἶναι Θεὸς αὐτὸς ποῦ δὲν προγνωρίζει προαιώνια τα πάντα;

102. Αν ἡ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δὲ διαφέρει ἀπὸ τὴ θεία πρόγνωση, τότε τὰ δημιουργήματα θὰ συμβαδίζουν μὲ τὴν πρόγνωση τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ δημιουργήθηκαν ἀναρχως, ἀφοῦ ὁ Θεὸς θὰ τὰ δημιούργησε ἀναρχως, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἀναρχως καὶ Αὐτὸς προγνωρίζει, καὶ ὅσα προγνωρίζει, προγνωρίζονται ἀναρχως. Καὶ πῶς εἶναι Θεός, ἀφοῦ τὰ δημιουργήματά Του δὲν εἶναι διόλου μεταγενέστερα ἀπὸ Αὐτόν;

103. Αν δὲ διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ τὴν πρόγνωση τοῦ Θεοῦ ἡ δημιουργική Του ἐνέργεια, τότε οὔτε τὸ νὰ δημιουργεῖ ὑπόκειται στὴ θέληση, ἀφοῦ δὲν ὑπόκειται καὶ ἡ πρόγνωση. Ἑπομένως ὁ Θεὸς δὲ δημιουργεῖ ἐπειδὴ θέλει, ἀλλὰ μόνο ἐπειδὴ τὸ ἔχει αὐτὸ στὴ φύση Του. Πῶς ὅμως εἶναι Θεὸς ἐκεῖνος ποῦ δημιουργεῖ χωρὶς θέληση;

104. Ο Θεὸς ὁ ἴδιος εἶναι μέσα στὸν ἑαυτό Του, ἀφοῦ οἱ τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις συμφύονται καὶ ἀλληλοσυνέχονται ἀΐδια καὶ περιχωροῦνται ἀσύγχυτα ἡ μία μέσα στὴν ἄλλη. Ἀκόμη ὁ Θεὸς εἶναι μέσα στὸ πᾶν, καὶ τὸ πᾶν εἶναι μέσα στὸ Θεό, ὁ Θεὸς ὡς Αὐτὸς ποὺ συνέχει, καὶ τὸ πᾶν ὡς αὐτὸ ποὺ συνέχεται ἀπὸ τὸ Θεό. Ἑπομένως τὰ πάντα μετέχουν στὴ συνεκτικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὄχι στὴν οὐσία Του. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Θεολόγοι το ὅτι Αὐτὸς εἶναι πανταχοῦ παρὼν λένε πὼς εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

105. Και ἐκεῖνοι ποὺ εὐαρέστησαν τὸ Θεὸ καὶ πέτυχαν τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο δημιουργήθηκαν, δηλαδὴ τὴ θέωση —γιατί γι’ αὐτὸ μας ἔπλασε ὁ Θεός, ὅπως λένε, γιὰ νὰ μᾶς κάνει δηλαδὴ κοινωνοὺς τῆς θεότητάς Του(Β΄ Πέτρ. 1, 4)—, κι αὐτοὶ λοιπὸν εἶναι μέσα στὸ Θεό, ἀφοῦ ἀπὸ Αὐτὸν θεοποιοῦνται, καὶ ὁ Θεὸς μέσα σ’ αὐτούς, ἀφοῦ Αὐτὸς τοὺς θεοποιεῖ. Ἑπομένως κι αὐτοὶ μετέχουν στὴ θεία ἐνέργεια, ἂν καὶ μὲ ἄλλο τρόπο, καὶ ὄχι στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Θεολόγοι λένε ὅτι ἡ θεότητα εἶναι ὄνομα τῆς θείας ἐνέργειας.

106. Η ὑπερούσια καὶ ὑπέρζωη καὶ ὑπέρθεη καὶ ὑπεράγαθη φύση, ἂν εἶναι ὑπεράγαθη καὶ ὑπέρθεη καὶ τὰ ὅμοια, οὔτε νὰ εἰπωθεῖ μπορεῖ, οὔτε νὰ νοηθεῖ, οὔτε γενικὰ νὰ ἐξεταστεῖ θεωρητικά, γιατί εἶναι ἔξω ἀπὸ ὅλα καὶ ὑπεράγνωστη καὶ ἐγκατεστημένη πάνω ἀπὸ τοὺς ὑπερουράνιους νόες μὲ δύναμη ἀπεριόριστη, καὶ ποτὲ κανένας δὲν μπορεῖ καθόλου οὔτε νὰ τὴ συλλάβει, οὔτε νὰ τὴν ἐκφράσει. Οὔτε καὶ ὑπάρχει ὄνομα γι’ Αὐτὴν ποὺ μὲ αὐτὸ νὰ ὀνομάζεται, οὔτε στὸν παρόντα αἰώνα, οὔτε στὸν μέλλοντα(Ἔφ. 1, 21). Οὔτε λόγος ποὺ νὰ σχηματίζεται στὴν ψυχὴ ἢ νὰ προφέρεται μὲ τὸ στόμα. Οὔτε καμία ἐπαφὴ ἢ μέθεξη, αἰσθητὴ ἢ νοερή, ἀλλὰ οὔτε καὶ καμία φαντασία. Γι’ αὐτὸ οἱ Θεολόγοι θεωροῦν πλησιέστερή Της τὴν τελειότατη ἀκαταληψία μὲ χρήση ἀρνήσεων, ποὺ διατυπώνει ὅλα ὅσα Αὐτὴ εἶναι ἢ γενικὰ λέγεται, μὲ ὑπεροχικῆ ἀφαίρεση. Γι’ αὐτὸ οὔτε οὐσία οὔτε φύση εἶναι θεμιτὸ νὰ τὴν ὀνομάσει κυριολεκτικά, ὅποιος ἔχει ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας πάνω ἀπὸ κάθε ἀλήθεια. Κι ἐπειδὴ πάλι εἶναι αἰτία τῶν πάντων, καὶ γύρω ἀπὸ Αὐτὴν καὶ ἕνεκα Αὐτῆς εἶναι τὰ πάντα καὶ Αὐτὴ εἶναι πρὶν ἀπ’ ὅλα, καὶ γενικὰ καὶ ἀπεριόριστα ὅλα τα ἔχει περιλάβει μέσα Της, ἀπ’ ὅλα αὐτὰ μποροῦμε νὰ τὴν ὀνομάσομε —καταχρηστικά, ἀλλὰ ὄχι κυριολεκτικά. Ἑπομένως μποροῦμε νὰ τὴν ὀνομάζομε καὶ οὐσία καὶ φύση· καὶ κυρίως τὴν οὐσιοποιητικὴ πρόοδο καὶ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Γιατί καὶ ὁ Μέγας Διονύσιος, αὐτὴ θεωρεῖ ὡς τὸ πραγματικὸ θεολογικὸ ὄνομα τῆς οὐσίας τοῦ ὄντως Ὄντος.

107. Μπορεί νὰ βρεῖ κανεὶς καὶ στὰ κτιστὰ ὄντα καὶ στὸ Θεό, περιπτώσεις ποὺ τὸ ὄνομα τῆς φύσεως νὰ ἀποδίδεται καὶ στὰ φυσικὰ γνωρίσματα. Ἔτσι, ὁ πιὸ θεολογικὸς ἀπὸ τοὺς Γρηγορίους λέει κάπου στὰ Ἔπη του: «Ἰδού, ἡ φύση τοῦ Βασιλιά μου δίνει εὐτυχία». Τὸ νὰ δίνει βέβαια δὲν ἀποτελεῖ φύση κανενός, ἀλλὰ εἶναι φυσικὸ γνώρισμα τοῦ εὐεργετικοῦ. Καὶ γιὰ τὴ φωτιὰ μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι εἶναι στὴ φύση της νὰ πηγαίνει πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ νὰ φωτίζει ὅσους τὴ βλέπουν, ὅμως οὔτε ἡ πρὸς τὰ ἐπάνω κίνηση οὔτε ὁ φωτισμὸς εἶναι ἡ φύση τῆς φωτιᾶς, ἀλλὰ ἡ ἀρχὴ τῆς κινήσεώς της. Ὀνομάζονται λοιπὸν φύση καὶ τὰ φυσικὰ γνωρίσματα, ὅπως λέει κάπου ὁ Μέγας Διονύσιος: «Εἶναι φύση στὸ Ἀγαθό το νὰ παράγει καὶ νὰ σώζει», δηλαδὴ τοῦτο ἀποτελεῖ ἰδιότητα τῆς φύσεώς Του. Ὅταν λοιπὸν ἀκούσεις νὰ λένε οἱ Πατέρες ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμέθεκτη, νὰ νοήσεις ὅτι ἀναφέρονται σ’ αὐτὴν ποὺ δὲν ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, οὔτε φανερώνεται· ὅταν πάλι ἀκούσεις ὅτι εἶναι μεθεκτῆ, νὰ νοήσεις τὴν πρόοδο καὶ τὴ φανέρωση καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποτελοῦν φυσικὸ γνώρισμά Του. Ὅταν δεχτεῖς καὶ τὰ δύο μ’ αὐτὸ τὸ νόημα, θὰ εἶσαι σύμφωνος μὲ τοὺς Πατέρες.

108. Ακόμη καὶ τὸ πιὸ μικρὸ μέρος τῆς οὐσίας ἔχει ὅλες τὶς δυνάμεις της. Ἔτσι, ἡ φλόγα λάμπει, φωτίζει, διαλύει καὶ καίει ὅσα τὴν ἐγγίσουν, ἔχει ἐκ φύσεώς το νὰ κινεῖται ἀπὸ τὸν ἑαυτό της καὶ νὰ φέρεται πρὸς τὰ ἐπάνω, καὶ γενικὰ ἔχει ὅλες τὶς ἰδιότητες τῆς φωτιᾶς τῆς ὁποίας εἶναι μέρος. Κι ἡ σταγόνα ἐπίσης ἔχει ὅλες τὶς ἰδιότητες τοῦ νεροῦ, καὶ ὁ μεταλλικὸς σβῶλος ἔχει ὅλες τὶς ἰδιότητες τοῦ μετάλλου ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀποσπάστηκε. Ἂν λοιπὸν ὑποθέσομε ὅτι μετέχομε στὴν ἀφανέρωτη ἐκείνη οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἴτε μετέχει κανεὶς σ’ ὅλη, εἴτε σὲ ἐλάχιστο μέρος της, θὰ εἶναι παντοδύναμος. Κι ἔτσι τὸ καθένα ἀπὸ τὰ ὄντα θὰ εἶναι παντοδύναμο. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸ ἔχομε οὔτε ὅλοι μαζί, ἀκόμη κι ἂν λογαριάσεις τὴν κτίση στὸ σύνολό της. Αὐτὸ δείχνει ὁλοκάθαρα ὁ Παῦλος μαρτυρώντας ὅτι καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ εὐτύχησαν νὰ ἔχουν τὰ θεοποιὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματος, δὲν τὰ διαθέτει ὅλα ὁ καθένας· ἀλλά, ὅπως λέει, σὲ ἄλλον δίνεται λόγος σοφίας, σὲ ἄλλον λόγος γνώσεως, σὲ ἄλλον κάτι ἄλλο ἀπὸ τὸ ἴδιο Πνεῦμα(Ἃ΄ Κορ. 12, 8). Ὁ Χρυσόστομος πάλι, ἀποκρούοντας ἀπὸ πρὶν φανερὰ τὴν πλάνη τῶν ἀντιθέτων, λέει ὅτι δὲν τὰ ἔχει κανεὶς ὅλα, γιὰ νὰ μὴ νομίσει ὅτι ἡ χάρη εἶναι φύση. Ἀλλὰ οὔτε κανεὶς φρόνιμος ἄνθρωπος θὰ θεωροῦσε κτιστὴ τὴ χάρη ποὺ ἀντιδιαστέλλεται ἐδῶ πρὸς τὴ θεία φύση. Γιατί δὲν ὑπάρχει φόβος νὰ νομίσει κανεὶς ποτὲ τὸ κτίσμα ὅτι εἶναι φύση τοῦ Θεοῦ. Καὶ γιατί, ἂν καὶ ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος διαφέρει ἀπὸ τὴ θεία φύση, δὲν ἀποχωρίζεται ὅμως ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ μᾶλλον ἑλκύει ὅσους ἀξιώθηκαν νὰ τὴ λάβουν, πρὸς τὴ συνάφεια μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

109. Απ’ ὅσα μετέχεται ἡ οὐσία, τόσες ἔχει καὶ τὶς ὑποστάσεις. Ὅπως ὅσες λαμπάδες ἀνάψει κανεὶς ἀπὸ μιὰ λαμπάδα, τόσες ὑποστάσεις τῆς φωτιᾶς ἔκανε. Ἂν λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴ γνώμη τῶν ἀντιπάλων μας, μετέχεται ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, καὶ μάλιστα ἀπ’ ὅλα, συμβαίνει τότε νὰ μὴν εἶναι τρισυπόστατη, ἀλλὰ μυριοϋπόστατη. Ποιὸς ὅμως ἀπ’ ὅσους ἔχουν γαλουχηθεῖ μὲ τὰ θεία δόγματα δὲ γνωρίζει ὅτι αὐτὸ εἶναι δάνειο ἀπὸ τοὺς Μασσαλιανούς; Ὅτι δηλαδὴ μετέχουν στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνοι ποὺ ἔφτασαν στὸ ἄκρον τῆς ἀρετῆς —ὅπως βέβαια τὴν καταλαβαίνουν αὐτοί. Τὴ βλασφημία τούτων, οἱ ἀντίπαλοί μας φιλοτιμοῦνται νὰ ξεπεράσουν καὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ὄχι μόνο ὅσοι ξεχώρισαν στὴν ἀρετή, ἀλλὰ ὅλοι γενικὰ μετέχουν στὴ θεία οὐσία, μὲ τὴν ἀνοητότατη πρόφαση, ὅτι αὐτὴ εἶναι παροῦσα παντοῦ. Ὁ μέγας ὅμως Θεολόγος Γρηγόριος, ἀνασκευάζοντας ἀπὸ τότε τὶς φρενοβλαβεῖς γνῶμες καὶ αὐτῶν καὶ ἐκείνων, λέει: «Ὁ Χριστὸς ὀνομάστηκε ἔτσι γιὰ τὴ θεότητά Του, ἡ ὁποία εἶναι χρίση τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς Του. Ἡ χρίση αὐτὴ ἁγιάζει ὄχι μὲ τὴν ἐνέργεια, ὅπως γινόταν (στὴν Π. Διαθήκη) μὲ τοὺς ἄλλους χριστούς, ἀλλὰ μὲ τὴν παρουσία ὅλου Ἐκείνου ποὺ χρίει». Καὶ οἱ θεοσοφοὶ Πατέρες, σὲ σύνοδό τους, ἀποφάνθηκαν ὅτι ἐνοικεῖ βέβαια ἡ θεότητα σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν καθαρθεῖ ὅσο πρέπει, ἀλλὰ ὄχι κατὰ τὴ θεία φύση Της. Οὔτε λοιπὸν κατὰ τὴν οὐσία, οὔτε κατὰ κάποια ὑπόσταση γίνεται κανεὶς μέτοχός του Θεοῦ. Κανένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο δὲ μερίζεται καθόλου, οὔτε μεταδίδεται καθόλου σὲ κανένα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὡς πρὸς αὐτὰ ὁ Θεὸς εἶναι τελείως ἀχώρητος σὲ ὅλους, ἂν καὶ εἶναι, ὡς πρὸς αὐτά, παρὼν παντοῦ. Ἡ κοινὴ ὅμως ἐνέργεια καὶ δύναμη τῆς τρισυπόστατης φύσεως μερίζεται κατὰ διαφόρους τρόπους ἀνάλογα μὲ τοὺς μετέχοντες, καὶ γι’ αὐτὸ γίνεται χωρητὴ σ’ ὅσους ἔχουν τὴ χάρη. Γιατί τὸ Ἅγιο πνεῦμα —γιὰ νὰ χρησιμοποιήσομε τὰ λόγια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου—, δὲ μετέχεται στὸν ἴδιο βαθμὸ ἀπὸ τοὺς ἄξιους, ἀλλὰ διαιρεῖ τὴν ἐνέργειά Του ἀνάλογα μὲ τὴν πίστη τους, καὶ εἶναι ἁπλὸ κατὰ τὴν οὐσία, ποικίλο ὅμως κατὰ τὶς δυνάμεις.

110. Εκείνο ποὺ λέγεται ὅτι μετέχει σὲ κάτι, ἔχει ἕνα μέρος ἀπὸ αὐτό· γιατί ἂν δὲ μετέχει σ’ ἕνα μέρος ἀλλὰ στὸ ὅλο, τότε ἡ κυριολεξία θὰ ἦταν ὅτι τὸ ἔχει κι ὄχι ὅτι μετέχει σ’ αὐτό. Ἄρα τὸ μετεχόμενο εἶναι μεριστό, ἀφοῦ τὸ μετέχον εἶναι ἀνάγκη νὰ μετέχει σ’ ἕνα μέρος του. Ἡ οὐσία ὅμως τοῦ Θεοῦ εἶναι τελείως ἀμέριστη, ἑπομένως εἶναι καὶ τελείως ἀμέθεκτη. Ὅτι ἡ θεία ἐνέργεια ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ μερίζεται, τὸ δηλώνει ρητὰ σὲ πολλὰ μέρη τῶν λόγων τοῦ ὁ Χρυσόστομος. Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ποὺ μετέχεται ἀπὸ ὅσους ἔχουν ἀξιωθεῖ τὴ θεουργὸ χάρη. Ἄκουσε λοιπὸν πάλι τὸν ἴδιο, τὸν χρυσὸ στὴ γλώσσα, νὰ διδάσκει ὁλοφάνερα καὶ τὰ δύο, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκείνη ποὺ μερίζεται ἀμερίστως καὶ μετέχεται, καὶ ὄχι ἡ ἀμέθεκτη οὐσία, ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζει ἡ θεία ἐνέργεια. Ἀναφέροντας πρῶτα το εὐαγγελικὸ χωρίο «Ὅλοι ἐμεῖς πήραμε ἀπὸ τὸν πλοῦτο Τοῦ»(Ἰω. 1, 16), λέει: «Ἂν στὴν περίπτωση τῆς φωτιᾶς, ὅπου αὐτὸ ποὺ μερίζεται εἶναι οὐσία καὶ σῶμα, καὶ τὴ μερίζομε καὶ δὲν τὴ μερίζομε, πόσο περισσότερο ἰσχύει αὐτὸ γιὰ τὴν ἐνέργεια, καὶ μάλιστα ἐνέργεια ἀπὸ ἀσώματη οὐσία;».

111. Ας ποῦμε καὶ τοῦτο· ὅταν μετέχει κανεὶς στὴν οὐσία κάποιου, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχει κοινὴ οὐσία μὲ τὸ μετεχόμενο καὶ ὡς ἕνα σημεῖο τὴν ἴδια. Ποιὸς λοιπὸν ἄκουσε ποτὲ ὅτι ὁ Θεὸς κι ἐμεῖς ἔχομε κοινὴ σὲ κάποιο σημεῖο οὐσία; Καὶ αὐτά, ὅταν ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: «Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ κατεβαίνουν πρὸς ἐμᾶς, ἡ οὐσία Τοῦ ὅμως μένει ἀπρόσιτη». Καὶ ὁ θεῖος Μάξιμος λέει: «Ὅλα ὅσα εἶναι ὁ Θεός, θὰ εἶναι καὶ ὅποιος θεωθεῖ μὲ τὴ χάρη, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ταυτότητα κατὰ τὴν οὐσία». Ὥστε λοιπὸν οὔτε ἐκεῖνοι ποὺ θεώθηκαν μὲ τὴ χάρη δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μετέχουν στὴ θεία οὐσία. Εἶναι ὅμως δυνατὸ νὰ μετέχουν στὴ θεία ἐνέργεια. Αὐτὸ φαίνεται στὰ λόγια τῶν Ἁγίων. «Σ’ αὐτὸ μὲ ὁδηγεῖ ἐδῶ το μετρημένο φῶς τῆς ἀλήθειας, νὰ δῶ καὶ νὰ νιώσω τὴ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ», λέει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. «Καὶ ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ μᾶς εἶναι ἐπάνω σε μᾶς»(Ψάλμ. 89, 17), λέει ὁ ψαλμωδὸς Προφήτης. Καὶ ὁ Μάξιμος ποὺ συναριθμεῖται μὲ τοὺς Ἁγίους, διακηρύττει γραπτῶς ὅτι εἶναι μία ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων καὶ ὅτι αὐτοὶ εἶναι ζωντανὲς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἴδιοι μᾶλλον μὲ Αὐτὸν κατὰ τὴ χάρη, παρὰ ἁπλῶς ὅμοιοι.

112. Ο Θεὸς εἶναι ὁ ἴδιος μέσα στὸν ἑαυτό Του, καὶ οἱ τρεῖς θεῖες Ὑποστάσεις συνέχονται μεταξύ τους καὶ περιχωροῦνται ἡ μία μέσα στὴν ἄλλη φυσικά, ὁλικά, αἰώνια καὶ ἀδιάσπαστα καὶ συγχρόνως χωρὶς νὰ συμφύρονται ἢ νὰ συγχέονται, ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι μία καὶ ἡ ἐνέργειά Τους, πράγμα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς σὲ καμιὰ περίπτωση κτιστοῦ ὄντος (γιατί εἶναι βέβαια ὅμοια ἡ ἐνέργεια στὰ ὁμογενῆ ὄντα, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ κάθε ὑπόσταση ἐνεργεῖ χωριστά, χωριστῆ εἶναι καὶ ἡ ἐνέργεια). Δὲ γίνεται ὅμως ἔτσι καὶ στὶς τρεῖς ἐκεῖνες θεῖες καὶ προσκυνητὲς Ὑποστάσεις. Γιατί ἐκεῖ ἡ ἐνέργεια εἶναι ἀληθινὰ μία καὶ ἡ αὐτή, ἀφοῦ μία εἶναι ἡ κίνηση τοῦ θείου βουλήματος, ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς ἀπὸ ἀρχικὴ αἰτία, προχωρεῖ διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ φανερώνεται μὲ τὸ Ἅγιο πνεῦμα. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα, γιατί ἀπὸ αὐτὰ γνωρίζομε κάθε φυσικὴ ἐνέργεια. Αὐτὸ ποὺ συμβαίνει μὲ τὰ χελιδόνια, ποὺ τὸ καθένα φτιάχνει τὴ φωλιὰ τοῦ ὅμοια μὲ τῶν ἄλλων, ἀλλὰ ξεχωριστή, ἢ μὲ τοὺς γραφεῖς, ποὺ ὁ καθένας γράφει ξεχωριστὴ σελίδα, ἀκόμη κι ἂν εἶναι ἴδιο το κείμενο, δὲ συμβαίνει στὴν περίπτωση τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ βλέπομε δηλαδὴ ἰδιαίτερο ἀποτέλεσμα ἀπὸ κάθε μία ἀπὸ τὶς τρεῖς Ὑποστάσεις, ἀλλὰ ὅλη ἡ κτίση εἶναι ἒ’νὰ ἔργο καὶ τῶν Τριῶν. Καὶ μέσα ἀπὸ τὴν κτίση, ἔχομε μυηθεῖ ἀπὸ τοὺς Πατέρες, νὰ νοοῦμε ὅτι εἶναι μία καὶ ἡ αὐτὴ ἡ θεία ἐνέργεια τῶν τριῶν προσκυνητῶν Προσώπων, κι ὄχι ξεχωριστὴ γιὰ τὸ καθένα καὶ ἁπλῶς ὅμοιά του ἑνὸς μὲ τοῦ ἄλλου.

113. Ο Πατέρας καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο πνεῦμα, εἶναι ὁ ἕνας μέσα στὸν ἄλλο χωρὶς νὰ συγχέονται ἢ νὰ συμφύρονται, καὶ ἀπ’ αὐτὸ γνωρίζομε ὅτι μία εἶναι ἀκριβῶς ἡ κίνηση καὶ ἡ ἐνέργειά Τους. Ἡ ζωὴ λοιπὸν καὶ ἡ δύναμη ποὺ ἔχει μέσα Του ὁ Πατέρας, δὲν εἶναι διαφορετικὴ ἀπ’ ὅ,τι στὸν Υἱό, ἀφοῦ κι ὁ Υἱὸς ἔχει τὴν ἴδια μ’ Ἐκεῖνον ζωὴ καὶ δύναμη. Τὸ ἴδιο ἰσχύει μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο πνεῦμα. Κι ὅποιοι νομίζουν ὅτι δὲ διαφέρει διόλου ἡ θεία ἐνέργεια ἀπὸ τὴ θεία οὐσία, ἐπειδὴ ζωὴ μᾶς εἶναι ὄχι ἄλλος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, κι ἐπειδὴ Αὐτὸς εἶναι ἡ προαιώνια ζωὴ ὄχι σὲ σχέση μὲ κάποιον ἄλλο, ἀλλὰ καθ’ Ἐαυτόν, αὐτοὶ εἶναι δυσσεβεῖς καὶ ἀμαθεῖς. Ἀμαθεῖς, ἐπειδὴ δὲν ἔμαθαν ἀκόμη ὅτι ἡ ὑπέρτατη Τριάδα δὲν εἶναι “κάποιος ἄλλος”, παρὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, κι ὅμως αὐτὸ δὲν ἐμποδίζει καθόλου νὰ διαφέρει ἡ Μονάδα ἀπὸ τὴν Τριάδα. Καὶ δυσσεβεῖς, γιατί ἀφανίζουν καὶ τὴν οὐσία καὶ τὴν ἐνέργεια, τὴ μία μὲ τὴν ἄλλη. Ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ ἀναφέρεται σὲ ἄλλο, δὲν εἶναι οὐσία. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι καθ’ ἑαυτό, δὲν ἀναφέρεται σὲ ἄλλο. Ἂν λοιπὸν αὐτὰ (οὐσία καὶ ἐνέργεια) δὲ διαφέρουν καθόλου μεταξύ τους, ἀλληλοαναιροῦνται. Ἢ μᾶλλον, ἐξαίρουν ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν εὐσεβῶν ἐκείνους ποὺ λένε ὅτι αὐτὰ δὲ διαφέρουν σὲ τίποτε μεταξύ τους.

114. Εμείς ὅμως ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι γιὰ μᾶς ζωὴ κατὰ τὴν αἰτία καὶ τὴν ἐνέργεια καὶ ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι ζωὴ αὐτὸς καθ’ ἐαυτόν, ὁλότελα ἄσχετα καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ ὀ,τιδήποτε, καὶ λέμε ὅτι καὶ τὰ δύο αὐτὰ τὰ ἔχει κατὰ τρόπο ἄκτιστο. Τὸ ἴδιο ὁμολογοῦμε καὶ γιὰ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο πνεῦμα. Ἑπομένως καὶ αὐτὴ ἡ Ζωή μας, ἡ ὁποία μᾶς ζωοποιεῖ ὡς αἰτία τῶν ζώντων, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο πνεῦμα. Γιατί ὁ τρισυπόστατος Θεὸς μᾶς λέγεται ζωή μας ὡς αἰτία. Μὰ κι ὅταν ἡ θεία ζωὴ θεολογεῖται ὄχι ὡς αἰτία, οὔτε σὲ ἀναφορὰ πρὸς κάτι ἄλλο, ἀλλὰ καθ’ ἐαυτὴν καὶ ἄσχετα ἀπὸ ὅ,τι ἄλλο, καὶ πάλι τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι, παρὰ ὁ Πατέρας, ἀλλὰ βέβαια καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο πνεῦμα. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἐμποδίζουν καθόλου ἐκείνους ποὺ πιστεύουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄκτιστος, ὄχι μονάχα ὡς πρὸς τὴν οὐσία καὶ τὶς Ὑποστάσεις, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὴν κοινὴ θεία ἐνέργεια τῶν Τριῶν. Γιατί θεολογοῦμε ἕνα Θεὸ σὲ τρεῖς Ὑποστάσεις, ποὺ ἔχει μία καὶ τὴν οὐσία καὶ τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐνέργεια καὶ ὅσα ἄλλα θεωροῦνται γύρω ἀπὸ τὴν οὐσία. Αὐτὰ λέγονται καὶ ἄθροισμα καὶ πλήρωμα τῆς θεότητας κατὰ τὴ Γραφὴ(Κόλ. 2, 9), καὶ θεωροῦνται καὶ θεολογοῦνται ἐξίσου γιὰ κάθε μία ἀπὸ τὶς τρεῖς ἅγιες Ὑποστάσεις.

115. Μερικοί ἀθετοῦν τὴ θεία αὐτὴ ἐνέργεια, καὶ ἄλλοτε λένε ὅτι εἶναι κτιστή, ἄλλοτε ὅτι δὲ διαφέρει διόλου ἀπὸ τὴ θεία οὐσία, κι ἄλλοτε πάλι, εἰσάγοντας ἄλλο κακόδοξο νεωτερισμό, δογματίζουν ὅτι ἡ μόνη ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Πατέρα εἶναι ὁ Μονογενής Του Υἱός. Καὶ γιὰ νὰ στηρίξουν αὐτὴ τὴ γνώμη τους, ἐπικαλοῦνται τὰ λόγια τοῦ ἱεροῦ Κυρίλλου, ποὺ λέει: «Ἡ ζωὴ ποὺ ἔχει ὁ Πατέρας μέσα Του, δὲν εἶναι ἄλλη παρὰ ὁ Υἱός. Καὶ ἡ ζωὴ ποὺ εἶναι μέσα στὸν Υἱό, δὲν εἶναι ἄλλη παρὰ ὁ Πατέρας. Κι ἔτσι ἀληθεύει Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε· “Ἐγὼ εἶμαι μέσα στὸν Πατέρα, κι ὁ Πατέρας μέσα σ’ ἐμένα”(Ἰω. 14, 11)». Γι’ αὐτὸ ἐμεῖς, μὲ κάθε δυνατὴ συντομία, θὰ ἐπισημάνομε τὸ νόημα τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καὶ θὰ ἐλέγξομε τὴ δυσσέβεια ἐκείνων ποὺ ἀπὸ ζοφερὴ ἄγνοια ἀντιλέγουν σ’ ἐμᾶς. Ἰσχυρίζονται λοιπὸν κακῶς ὅτι ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι μόνο ἀνόμοιος μὲ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ καὶ κατώτερος, γιατί δὲν ἔχει τὸ ζῆν καὶ τὴ ζωὴ ἀπὸ τὴ φύση Του, ἀλλὰ τὰ ἔλαβε ἔπειτα καὶ τὰ ἔχει κατὰ μετοχὴ καὶ προσθήκη, καὶ γιατί παίρνει καὶ δέχεται τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν Πατέρα, σύμφωνα μὲ τὸ ρητό: «Ὅπως ὁ Πατέρας ἔχει μέσα του ζωή, ἔτσι ἔδωσε καὶ στὸν Υἱὸ νὰ ἔχει μέσα του ζωὴ»(Ἰω. 5, 26). Σ’ ἐκείνους λοιπὸν ποὺ ἐξηγοῦν μὲ τόση δυσσέβεια τὸ εὐαγγελικὸ αὐτὸ χωρίο ἀντιλέγει μὲ τὰ παραπάνω ὁ θεῖος Κύριλλος. Γιατί ὁ Θεὸς λέγεται ζωὴ καὶ κατὰ τὴν ἐνέργεια, ὡς Αὐτὸς ποὺ ζωοποιεῖ τὰ ζῶντα· ἐπειδὴ Αὐτὸς εἶναι ἡ ζωὴ ὅσων ζοῦν τὴν κατὰ φύση ζωή, ὡς Δημιουργός της φύσεως, ἀλλὰ καὶ ὅσων ζοῦν τὴ θεία ζωή, ὡς χορηγός της χάρης. Λέγεται ὅμως καὶ ζωὴ Αὐτὸς καθ’ ἐαυτόν, ὄχι σὲ σχέση μὲ κάτι ἄλλο, ἀλλὰ ἐλεύθερα καὶ ἀνεξάρτητα ἐντελῶς. Θέλοντας ἀκόμη ὁ θεῖος Κύριλλος νὰ δείξει ὅτι καὶ κατὰ τὰ δύο αὐτά, ὁ Υἱὸς δὲ διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὸν Πατέρα κι ὅτι ἂν ὁ Υἱὸς δέχεται κάτι ἀπὸ τὸν Πατέρα, αὐτὸ δὲ σημαίνει ὅτι εἶναι κατώτερος οὔτε χρονικὰ δεύτερος κατὰ τὴν οὐσία ἀπὸ τὸν Πατέρα, κοντὰ σὲ πολλὰ ἄλλα λέει καὶ αὐτό: «Ὁ Υἱὸς δὲν ἔχει ὕπαρξη ἐπειδὴ δέχεται κάτι ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀλλ’ ἐπειδὴ ὑπάρχει, δέχεται κάτι». Καὶ συμπεραίνει: «Ἑπομένως, δὲ θ’ ἀναγκάσει τὸν Υἱὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔλαβε κάτι ἀπὸ τὸν Πατέρα, νὰ εἶναι χρονικὰ δεύτερος κατὰ τὴν οὐσία». Δὲ δέχεται δηλαδὴ ὅτι ἡ ζωὴ ποὺ ἔχει ὁ Πατέρας καὶ ποὺ ἀπὸ τὸν Πατέρα λαμβάνει ὁ Υἱός, εἶναι ἡ θεία οὐσία.

116. Ακόμη, θέλοντας ὁ θεῖος Κύριλλος νὰ δείξει ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ κατὰ τὴν ἐνέργεια λέγεται ζωὴ σὲ σχέση μὲ τὰ ὄντα ποὺ ζοῦν, ἐπειδὴ τὰ ζωοποιεῖ καὶ ὀνομάζεται ζωή τους, δὲν εἶναι ὡστόσο σ’ αὐτὸ ἀνόμοιος μὲ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ φύση Τοῦ εἶναι γι’ αὐτὰ ζωὴ καὶ τὰ ζωοποιεῖ, ὅπως καὶ ὁ Πατέρας, γράφει παρακάτω: «Ἂν ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι ζωὴ κατὰ τὴ φύση Του, πῶς θὰ ἀποδειχθεῖ ἀληθὲς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε: “Ὅποιος πιστεύει σ’ ἐμένα, ἔχει ζωὴ αἰώνια”(Ἰω. 6, 47), ἢ τὸ ἄλλο: “Τὰ πρόβατά μου ἀκοῦνε τὴ φωνή μου κι ἐγὼ δίνω σ’ αὐτὰ ζωὴ αἰώνια”(Ἰω. 10, 27-28); Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ ζωὴ εἶναι φυσικό Του προσὸν καὶ ἐνυπάρχει στὴν οὐσία Του, ὑπόσχεται νὰ τὴ δώσει σ’ ἐκείνους ποὺ πιστεύουν σ’ Αὐτόν». Πῶς λοιπὸν ὑπάρχει περίπτωση νὰ σκεφτοῦμε ὅτι ὁ Υἱὸς δὲν ἔχει ζωή, ἀλλ’ ὅτι τὴν ἔλαβε ἀπὸ τὸν Πατέρα; Ἃς ντραποῦν λοιπὸν οἱ φρενοβλαβεῖς, ποὺ ὅταν ἀκούσουν ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι φυσικὸ προσὸν τοῦ Θεοῦ, λένε ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Γιατί βέβαια δὲ χαρίζει τὴν οὐσία Τοῦ σ’ ἐμᾶς τοὺς πιστοὺς ὁ Πατέρας ἢ ὁ Υἱὸς ἢ τὸ Ἅγιο πνεῦμα. Μακριὰ τέτοια ἀσέβεια.

117. Ο Μέγας Κύριλλος στὴ συνέχεια, ἀντικρούοντας μὲ τὴν ἴδια δύναμη ἐκείνους ποὺ φρονοῦν τὰ τοῦ διαβόλου, λέει: «Ἀφοῦ ὁ Υἱὸς προῆλθε ἀπὸ τὸν Πατέρα, πῆρε ὅλα τα φυσικά Του προσόντα (γνωρίσματα). Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι καὶ ἡ ζωή». Λέγοντας “ἕνα ἀπὸ τὰ προσόντα τοῦ Πατέρα”, ἀπέδειξε σαφῶς ὅτι αὐτὰ εἶναι πολλά. Ἂν λοιπόν, ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τότε σύμφωνα μ’ ἐκείνους ποὺ φρονοῦν ἔτσι, ὁ Θεὸς ἔχει πολλὲς οὐσίες. Ἐκτὸς λοιπὸν ἀπὸ τὴ δυσσέβεια, δὲν ὑστερεῖ καὶ σὲ ὑπερβολικὴ ἀμάθεια, τὸ νὰ ταυτίζουν τὸ ὃν (τὴν οὐσία) μὲ τὸ προσόν, ἔστω καὶ σὲ κάτι. Πολὺ περισσότερο ἀνόητο εἶναι το νὰ λένε ὅτι σὲ τίποτε δὲ διαφέρουν τὸ ὃν καὶ τὰ προσόντα, δηλαδὴ τὸ ἕνα καὶ τὰ περισσότερα ἀπὸ τὸ ἕνα. Γιατί εἶναι τελείως καὶ ὁπωσδήποτε ἀδύνατο καὶ ἀνόητο νὰ εἶναι κάτι ἕνα καὶ πολλά, ὡς πρὸς τὸ ἴδιο σημεῖο.

118. Ο θεῖος Κύριλλος λοιπόν, λέγοντας ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ προσόντα τοῦ Πατέρα εἶναι καὶ ἡ ζωή, ἔδειξε ὅτι ἐδῶ δὲν ὀνομάζει ζωὴ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἃς τὸν φέρομε ὅμως τώρα νὰ λέει αὐτολεξεὶ ὅτι εἶναι πολλὰ αὐτὰ τὰ προσόντα τοῦ Θεοῦ. Προχωρώντας λοιπὸν πάνω στὸ ἴδιο θέμα, λέει: «Ὁ Πατέρας ἀναφέρεται νὰ ἔχει πολλὰ πλεονεκτήματα. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἄμοιρος ἀπὸ αὐτὰ καὶ ὁ Υἱός». Πῶς μποροῦν τὰ πολλὰ αὐτὰ πλεονεκτήματα τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι ἡ θεία οὐσία; Θέλοντας δὲ ὁ Κύριλλος νὰ φανερώσει καὶ μερικὰ ἀπὸ τὰ πλεονεκτήματα αὐτὰ ποὺ ἔχει ὁ Πατέρας, ἀνέφερε τὸν Παῦλο ποὺ λέει: «Στὸν ἄφθαρτο, ἀόρατο καὶ μόνο σοφὸ Θεὸ»(Ἃ΄ Τιμ. 1, 17). Ἀπὸ αὐτὰ ἀποδεικνύεται ἀκόμη περισσότερο, ὅτι κανένα ἀπὸ τὰ προσόντα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι οὐσία Του. Πῶς δηλαδὴ θὰ μποροῦσε ἡ ἀφθαρσία καὶ τὸ ἀόρατο καὶ γενικὰ ὅλα τα ἀφαιρετικὰ καὶ ἀποφατικά, ὅλα μαζὶ ἢ τὸ καθένα χωριστά, νὰ εἶναι οὐσία; Γιατί οὐσία δὲν εἶναι παρὰ αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο τὸ ὁρισμένο. Ἀλλὰ κι ἂν σ’ αὐτὰ προστεθοῦν τὰ προσόντα τοῦ Θεοῦ, ποὺ οἱ Θεολόγοι τὰ διατυπώνουν καταφατικά, πάλι κανένα δὲ φανερώνει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ ὅταν εἶναι ἀνάγκη χρησιμοποιοῦμε τὰ ὀνόματα ὅλων αὐτῶν γιὰ τὴ θεία Ὑπερουσιότητα ποὺ εἶναι ὁλότελα ἀνώνυμη.

119. Τα προσόντα κατ’ ἀνάγκην ζητεῖται σὲ ποιὸν ἀνήκουν. Καὶ ἂν δὲν ἀνήκουν σὲ κανένα, δὲν εἶναι καὶ προσόντα. Ἂν ὅμως συμβαίνει νὰ ἀνήκουν σὲ κάτι, κι αὐτὸ εἶναι ἡ οὐσία, ἡ ὁποία κατὰ τοὺς ἀντιθέτους δὲ διαφέρει σὲ τίποτε ἀπολύτως ἀπ’ ὅλα τα προσόντα μαζὶ κι ἀπὸ τὸ καθένα χωριστά, ἀφοῦ τὰ προσόντα εἶναι πολλά, ἡ μία ἐκείνη οὐσία θὰ εἶναι οὐσίες πολλές, καὶ τὸ ἕνα ἐκεῖνο κατὰ τὴν οὐσία, θὰ εἶναι πολλὰ κατὰ τὴν οὐσία, κι ἑπομένως θὰ ἔχει πολλὲς οὐσίες. Ἂν ὅμως εἶναι ἕνα κι ἔχει πολλὲς οὐσίες, ἀναγκαστικὰ εἶναι σύνθετο. Ἀπ’ αὐτὰ λοιπὸν τὰ τόσο δυσσεβὴ προϊόντα της ἄγνοιάς τους, θέλοντας ὁ θεῖος Κύριλλος νὰ ἀπαλλάξει ἐκείνους ποὺ πείθονται σ’ αὐτούς, γράφει στοὺς θησαυρούς του: «Ἂν αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει μόνο στὸ Θεὸ εἶναι ὁπωσδήποτε καὶ οὐσία Του, τότε Αὐτὸς ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὲς οὐσίες, γιατί εἶναι πολλὰ ὅσα ὑπάρχουν κατὰ φύση μόνο στὸ Θεὸ καὶ σὲ κανένα ἄλλο ἀπὸ τὰ ὄντα. Εἶναι δηλαδὴ Βασιλεὺς καὶ Κύριος καὶ ἄφθαρτος καὶ ἀόρατος καὶ ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὰ καὶ ἄλλα μύρια, ὅσα ἀναφέρουν γι’ Αὐτὸν οἱ θεῖες Γραφές. Ἂν λοιπὸν καθένα ἀπ’ αὐτὰ τὰ προσόντα εἶναι στὴν τάξη τῆς οὐσίας, πῶς δὲ θὰ εἶναι σύνθετος ὁ ἁπλὸς Θεός; Τοῦτο ὅμως εἶναι ἡ πιὸ ἄτοπη σκέψη».

120. Ο σοφὸς στὰ θεία Κύριλλος ἔδειξε μὲ πολλοὺς τρόπους ὅτι, ἂν καὶ εἶναι ζωὴ ὁ Υἱὸς καὶ λέγεται ὅτι ἔχει ζωὴ κατὰ τὴν ἐνέργεια, ἀφοῦ ζωοποιεῖ ἐμᾶς καὶ εἶναι ζωὴ τῶν ζωντανῶν πλασμάτων, δὲν εἶναι ἀνόμοιος ὡς πρὸς αὐτὸ μὲ τὸν Πατέρα, γιατί καὶ ὁ Πατέρας ζωοποιεῖ. Θέλησε ἀκόμη νὰ ἀποδείξει ὅτι, καὶ ὅταν ὄχι σὲ σχέση μὲ κάτι ἄλλο, ἀλλὰ τελείως ἐλεύθερα καὶ ἀπόλυτα λέγεται ζωὴ καὶ ὅτι ἔχει ζωὴ ὁ Υἱός, καὶ τότε δὲν εἶναι ἀνόμοιος μὲ τὸν Πατέρα κατὰ τὴ ζωή. Γιατί ὅταν δὲ λέμε τὸ Θεὸ ζωή μας ὡς Αὐτὸν ποὺ μᾶς ζωοποιεῖ, ἀλλὰ τελείως ἐλεύθερα καὶ ἀπόλυτα, τότε ὀνομάζομε τὴν οὐσία Του ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἐνέργεια ποὺ ἀποτελεῖ γνώρισμά Του —ὅπως τὸν ὄνομαζομε καὶ σοφία καὶ ἀγαθότητα καὶ ὅλα τα ἄλλα. Αὐτὸ λοιπὸν θέλοντας ν’ ἀποδείξει, λέει: «Ὅταν λέμε ὅτι ὁ Πατέρας ἔχει μέσα Του ζωὴ(Ἰω. 5, 26), τότε ὀνομάζομε ζωὴ τὸν Υἱό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Πατέρα μόνο κατὰ τὴν Ὑπόσταση καὶ ὄχι κατὰ τὴ ζωή, γι’ αὐτὸ καὶ δὲ νοεῖται σ’ Αὐτὸν καμία συνθετότητα ἢ διπλότητα. Καὶ ὅταν πάλι λέμε ὅτι ὁ Υἷος ἔχει μέσα του ζωή, ἐννοοῦμε τὴν ἀπόλυτη ἐκείνη ζωή, τὸν Πατέρα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶναι ζωὴ ὄχι σὲ σχέση μὲ κάποιον ἄλλο, ἀλλὰ ἀπόλυτα Αὐτὸς καθ’ ἐαυτόν, ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱὸς εἶναι ὁ ἕνας μέσα στὸν ἄλλο, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: “Ἐγὼ εἶμαι μέσα στὸν Πατέρα κι ὁ Πατέρας σ’ ἐμένα”(Ἰω. 14, 11)». Αὐτὰ λοιπὸν τὰ λέει ὁ θεῖος Κύριλλος, γιὰ νὰ δείξει ὅτι δίπλα στὸν Πατέρα, ἡ ζωὴ ποὺ ἔχει μέσα Του, δηλαδὴ ὁ Υἱός, εἶναι καὶ ἄλλος καὶ ὄχι ἄλλος. Κι ἐκεῖνοι ποὺ λένε ὅτι ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι καθόλου διάφορος σὲ σχέση μὲ τὸν Πατέρα καὶ ὅτι ἡ ζωὴ ποὺ ἔχει μέσα Του εἶναι ἡ αὐτὴ κατὰ πάντα μὲ τὸν Πατέρα, ἐπειδὴ δὲ διαφέρει καθόλου, προβάλλοντας αὐτὰ καὶ διαβεβαιώνοντας ὅτι αὐτὴ ἡ ζωὴ εἶναι ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Πατέρα, συμπορεύονται ὄχι μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Κυρίλλου, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε μὲ τοῦ Σαβελλίου.

121. Αλλά δὲ θὰ προξενήσει στοὺς ἀντιθέτους τὴ μεγαλύτερη καταδίκη νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ θεῖος Κύριλλος παρουσιάζει ἀντιφάσεις; Γιατί τὸ νὰ λέει κανεὶς τώρα αὐτὸ κι ὕστερα ἐκεῖνο, ἐνῶ καὶ τὰ δύο εἶναι ἀληθινά, αὐτὸ συμβαίνει στὸν καθένα ποὺ θεολογεῖ εὐσεβῶς. Τὸ νὰ λέει ὅμως κανεὶς τὰ ἀντίθετα μὲ τὸν ἑαυτό του, δὲν εἶναι γνώρισμα φρόνιμου ἀνθρώπου. Ὁ Κύριλλος λοιπὸν σωστὰ εἶπε ὅτι ὁ Υἱὸς ἔχει ἐκ φύσεως τὴ ζωή, τὴν ὁποία δίνει σ’ ὅσους πιστεύουν σ’ Αὐτὸν καὶ μὲ αὐτὸ ἔδειξε ὅτι ὄχι μόνο ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ λάβει, ἀλλὰ καὶ ἡ φυσική Του ἐνέργεια λέγεται ζωὴ τὴν ὁποία κατὰ χάρη ἔλαβαν ἐκεῖνοι ποὺ ζωοποιήθηκαν ἀπ’ Αὐτόν, ἔτσι ὥστε κι οἱ ἴδιοι νὰ σώζουν —δηλαδὴ νὰ ἀθανατίζουν κατὰ τὸ πνεύμα— ἐκείνους ποὺ δὲ ζοῦσαν πρωτύτερα κατὰ τὸ πνεῦμα, καὶ κάποτε νὰ ἀνασταίνουν καὶ μερικοὺς ποὺ νεκρώθηκαν σὲ κάποιο μέλος τους ἢ καὶ σὲ ὅλο το σῶμα τους. Πῶς λοιπὸν ἐκεῖνος ποὺ τὰ ἔδειξε αὐτὰ τόσο καλὰ καὶ καθαρά, πρόβαλε ἔπειτα ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καλεῖται ζωή, ἀναιρώντας ἔτσι ὅσα εἶπε γιὰ τὴ θεία ἐνέργεια; Γιατί ἔτσι ἰσχυρίζονται ἀνόητα αὐτοὶ ποὺ τώρα διαστρέφουν, ἢ μᾶλλον συκοφαντοῦν τὰ λόγια τοῦ Κυρίλλου.

122. Ενέργεια καὶ δύναμη δὲν καλεῖται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μόνον ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸ Ἅγιο πνεῦμα, ἐπειδὴ ἔχουν τὶς ἴδιες ἀπαράλλακτα δυνάμεις καὶ ἐνέργειες μὲ τὸν Πατέρα. Γιατί ὁ Θεὸς λέγεται καὶ δύναμη, κατὰ τὸν Μέγα Διονύσιο, ἐπειδὴ ἔχει μέσα Του ἀπὸ πρὶν καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα κάθε δύναμη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν καθένα ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ ἐνυπόστατα (Υἱὸς καὶ πνεῦμα) ὀνομάζεται δύναμη ἢ ἐνέργεια, τὸ ἔχει νὰ ὑπονοεῖται ἢ νὰ λέγεται μαζὶ μ’ Αὐτόν. Ὅπως καὶ ὅ σε ὅλα Μέγας Βασίλειος λέει ὅτι τὸ Ἅγιο πνεῦμα εἶναι δύναμη ἁγιαστική, ποὺ ἔχει οὐσία, ὕπαρξη, ὑπόσταση. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Πνεύματος δὲν εἶπε ὅτι εἶναι ἐνυπόστατες, καὶ ἀπὸ αὐτὸ φαίνεται ὅτι τὶς διέστειλε ἀπὸ τὰ κτίσματα. Γιατί ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὸ πνεῦμα εἶναι ἐνυπόστατα ὡς δημιουργήματα, ἀφοῦ ὁ Θεὸς δημιούργησε οὐσίες μὲ ποιότητες (ἰδιότητες).

123. Η ἀποφατικὴ θεολογία δὲν ἀντιμάχεται οὔτε ἀναιρεῖ τὴν καταφατική, ἀλλὰ δείχνει ὅτι ὅσα λέγονται περὶ Θεοῦ καταφατικῶς εἶναι ἀληθινὰ καὶ λέγονται εὐσεβῶς, ὅμως ὁ Θεὸς δὲν τὰ ἔχει αὐτὰ μὲ τὸ δικό μας τρόπο. Γιὰ παράδειγμα, ἔχει ὁ Θεὸς τὴ γνώση τῶν ὄντων, ἔχομε κι ἐμεῖς μερικῶν. Ἀλλὰ ἐμεῖς τὰ γνωρίζομε ὡς αὐτὰ ποὺ ἔγιναν καὶ ὑπάρχουν, ἐνῶ ὁ Θεὸς τὰ γνωρίζει ὄχι ὡς αὐτὰ ποὺ ἔγιναν καὶ ὑπάρχουν, ἀφοῦ τὰ γνώριζε ὄχι λιγότερο καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τους. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ λέει ὅτι ὁ Θεὸς δὲ γνωρίζει τὰ ὄντα ὡς αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν, δὲν εἶναι ἀντίθετος μ’ ἐκεῖνον ποὺ λέει ὅτι γνωρίζει ὁ Θεὸς τὰ ὄντα, καὶ ἐνῶ ὑπάρχουν τὰ γνωρίζει. Ὑπάρχει καὶ καταφατικὴ θεολογία ποὺ ἔχει δύναμη ἀποφατικῆς θεολογίας. Ὅπως ὅταν πεῖ κανεὶς ὅτι κάθε γνώση λέγεται γιὰ κάποιο ὑποκείμενο, δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ γνωρίζομε· ἡ γνώση ὅμως τοῦ Θεοῦ δὲν ἐντοπίζεται γιὰ κανένα ὑποκείμενο. Αὐτὸ θέλει νὰ πεῖ το ὅτι «ὁ Θεὸς δὲ γνωρίζει τὰ ὄντα ὡς αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν», καὶ «δὲν ἔχει τὴ γνώση τῶν ὄντων» —δηλαδὴ δὲν τὴν ἔχει ἴδια μ’ ἐμᾶς. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ τὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει ὁ Θεὸς λέγεται καθ’ ὑπεροχὴ (ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ὑπερβαίνει κάθε ὕπαρξη). Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ τὸ λέει αὐτὸ γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν ἔχουν δίκιο ὅσοι λένε ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει, εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν χρησιμοποιεῖ τὴν ἀποφατικὴ θεολογία καθ’ ὑπεροχή, ἀλλὰ κατ’ ἔλλειψη, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει δηλαδὴ καθόλου Θεός, πράγμα ποὺ εἶναι ὑπερβολικὴ ἀσέβεια. Αὐτὸ δυστυχῶς παθαίνουν ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιχειροῦν μέσω τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας νὰ ἀναιρέσουν το ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει καὶ οὐσία καὶ ἐνέργεια ἄκτιστη. Ἐμεῖς ὅμως παραδεχόμαστε καὶ τὴν καταφατικὴ καὶ τὴν ἀποφατικὴ θεολογία, γιατί ἡ μία δὲν ἀναιρεῖ τὴν ἄλλη, ἀλλὰ μᾶλλον στερεωνόμαστε ἀπὸ τὴν κάθε μία στὸ εὐσεβὲς φρόνημα.

124. Για νὰ ἀνατρέψει κανεὶς τελείως ὅλες τὶς φλυαρίες τῶν ἀντιθέτων καὶ νὰ τὶς ἀποδείξει ἀπέραντη μωρολογία ἀρκεῖ νομίζω ἕνας μικρὸς πατερικὸς λόγος: «Τὸ Ἄναρχο (ὁ Πατέρας), ἡ ἀρχὴ (ὁ Υἷος) καὶ τὸ μαζὶ μὲ τὴν ἀρχὴ (τὸ πνεῦμα) εἶναι ἕνας Θεός. Ἀλλὰ ἡ ἀρχὴ δὲ χωρίζεται ἐπειδὴ εἶναι ἀρχὴ ἀπὸ τὸ Ἄναρχο, γιατί δὲν εἶναι φύση Του ἡ ἀρχή, ὅπως οὔτε Ἐκείνου τὸ ἄναρχον. Αὐτὰ εἶναι γνωρίσματα τῆς φύσεως, δὲν εἶναι φύση». Τί λοιπόν, ἀφοῦ δὲν εἶναι φύση, ἀλλὰ γνωρίσματα τῆς φύσεως ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ ἄναρχον, θὰ τὰ πεῖ κανεὶς κτιστά; Μόνο ἂν παραφρονεῖ. Ἂν τώρα αὐτὰ εἶναι ἄκτιστα καὶ εἶναι προσόντα τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ, εἶναι γι’ αὐτὸ σύνθετος ὁ Θεός; Καθόλου· γιατί δὲ διαφέρει ἀπὸ τὴ θεία φύση. Μᾶλλον ἂν τὰ φυσικὰ προσόντα τοῦ Θεοῦ εἶναι φύση, τότε εἶναι σύνθετος ὁ Θεός· αὐτό, κοντὰ στοὺς ἄλλους Πατέρες, τὸ διδάσκει ἀναλυτικὰ καὶ ὁ Μέγας Κύριλλος. Ἐσὺ διάβασε τοὺς λόγους πρὸς τὸν Εὐνόμιο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του κατὰ τὴ σάρκα καὶ τὸ φρόνημα, τοῦ Γρηγορίου Νύσσης. Ἐκεῖ θὰ βρεῖς καθαρὰ ὅτι συμφωνοῦν μὲ τὸν Εὐνόμιο οἱ ἀντίθετοι καὶ θὰ μάθεις τὶς πρὸς αὐτοὺς ἀντιρρήσεις γιὰ νὰ τὶς μεταχειρίζεσαι διαρκῶς.

125. Οι Εὐνομιανοὶ νομίζουν ὅτι δὲν εἶναι ἴδια ἡ οὐσία τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ, ἐπειδὴ κάθε τί ποὺ λέγεται περὶ Θεοῦ νομίζουν ὅτι λέγεται κατ’ οὐσίαν καὶ φιλονεικοῦν ὅτι, ἀφοῦ τὸ γεννᾶν καὶ τὸ γεννάσθαι εἶναι διαφορετικά, εἶναι καὶ διάφορες οὐσίες. Ἄλλοι πάλι ἀντιλέγουν ὅτι δὲν εἶναι ὁ ἴδιος Θεὸς ποὺ ἔχει καὶ τὴ θεία οὐσία καὶ τὴ θεία ἐνέργεια, γιατί νομίζουν ὅτι κάθε τί ποὺ λέγεται περὶ Θεοῦ εἶναι οὐσία καὶ φιλονεικοῦν ὅτι, ἐπειδὴ ὑπάρχει κάποια διαφορὰ μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνέργειας, ὑπάρχουν πολλοὶ καὶ διάφοροι θεοί. Σ’ ὅλους αὐτοὺς μπορεῖ νὰ δειχτεῖ πῶς ὅ,τι λέγεται περὶ Θεοῦ, δὲ λέγεται μόνο κατὰ τὴν οὐσία, ἀλλὰ λέγεται καὶ ἀναφορικά, δηλαδὴ σὲ σχέση μὲ κάτι ἄλλο ποὺ δὲν εἶναι Αὐτός. Ὅπως λέγεται ὁ Πατέρας ἀναφορικὰ μὲ τὸν Υἱό· γιατί ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι Πατέρας. Λέγεται καὶ Κύριος ἀναφορικὰ μὲ τὴν κτίση ποὺ εἶναι δούλη σ’ Αὐτόν. Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι Κύριος ὅλων των κτισμάτων ποὺ ἔγιναν σὲ κάποιο χρόνο καὶ αἰώνα, ὅπως καὶ αὐτῶν τῶν αἰώνων. Ἡ δὲ κυριαρχία εἶναι ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καὶ διαφέρει ἀπὸ τὴν οὐσία, γιατί λέγεται ἀναφορικὰ μὲ κάτι ἄλλο (τὴν κτίση) τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι Αὐτός.

126. Οι Εὐνομιανοί, κάθε τί ποὺ λέγεται περὶ Θεοῦ, τὸ λένε οὐσία, γιὰ νὰ δογματίσουν ὅτι ἡ ἀγεννησία εἶναι οὐσία κι ἔτσι νὰ ὑποβιβάσουν —ὅσο μπορούν— τὸν Υἱὸ σὲ κτίσμα, ὡς διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν Πατέρα. Αὐτὸ ποὺ προφασίζονται εἶναι νὰ μὴ γίνουν, ὅπως λένε, δύο θεοί, ὁ πρῶτος ὁ ἀγέννητος, καὶ ὁ ἄλλος ὁ δευτερεύων, ὡς γεννητός. Αὐτοὺς μιμοῦνται καὶ οἱ ἀντίθετοι καὶ λένε οὐσία κάθε τί ποὺ λέγεται περὶ Θεοῦ, μὲ σκοπὸ νὰ ὑποβιβάσουν ἀσεβῶς σὲ κτίσμα τὴ θεία ἐνέργεια, ἡ ὁποία ἐνῶ δὲ χωρίζεται, διαφέρει ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ὡς προερχόμενη ἀπὸ αὐτήν, καὶ μετέχεται ἀπὸ τὰ δημιουργήματα —γιατί ὅλα μετέχουν στὴν πρόνοια ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴ θεότητα, τὴν αἰτία τῶν πάντων. Καὶ ἡ πρόφασή τους εἶναι, ὅπως λένε, νὰ μὴ γίνουν δύο θεότητες, δηλαδὴ ἡ πάνω ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ αἰτία καὶ μέθεξη τρισυπόστατη Οὐσία καὶ ἡ ἀπὸ αὐτὴν προερχόμενη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μετέχεται καὶ ὀνομάζεται. Δὲν καταλαβαίνουν ὅμως ὅτι ὅπως ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας λέγεται Πατέρας ἀναφορικὰ πρὸς τὸν Υἱό, κι ἔχει ἄκτιστά το ὅτι εἶναι Πατέρας, ἂν καὶ τὸ “Πατέρας” δὲ σημαίνει οὐσία, ἔτσι ὁ Θεὸς ἔχει ἄκτιστα καὶ τὴν ἐνέργεια, ἂν καὶ ἡ ἐνέργεια διαφέρει ἀπὸ τὴν οὐσία. Κι ὅταν λέμε μία θεότητα, περιλαμβάνομε ὅλα ὅσα εἶναι ὁ Θεός, καὶ τὴν οὐσία καὶ τὴν ἐνέργεια. Ἐκεῖνοι λοιπὸν εἶναι ποὺ διχοτομοῦν ἀσεβῶς τὴ μία θεότητα τοῦ Θεοῦ σὲ κτιστὰ καὶ ἄκτιστα.

127. Συμβεβηκός εἶναι ἐκεῖνο ποὺ γίνεται καὶ περνᾶ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐννοοῦμε καὶ τὰ ἀχώριστα συμβεβηκότα. Ἀπὸ μία ἄποψη, συμβεβηκὸς εἶναι καὶ τὸ φυσικὸ προσόν, ἐπειδὴ αὐξάνει καὶ μειώνεται. Ὅπως εἶναι ἡ γνώση στὴ λογικὴ ψυχή. Ἀλλὰ στὸ Θεὸ δὲ συμβαίνει κανένα τέτοιο, γιατί παραμένει τελείως ἀμετάβλητος, καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο τίποτε δὲ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε σ’ Αὐτὸν κατὰ συμβεβηκός. Ὡστόσο ὅ,τι λέγεται περὶ Θεοῦ, δὲ σημαίνει βέβαια οὐσία. Γιατί λέγεται σ’ Αὐτὸν καὶ τὸ “πρὸς τί” ποὺ εἶναι ἀναφορικὸ καὶ δὲ δηλώνει οὐσία, ἀλλὰ ἀναφορὰ σὲ ἄλλο. Καὶ τέτοιο εἶναι στὸ Θεὸ ἡ θεία ἐνέργεια. Γιατί οὔτε οὐσία εἶναι, οὔτε συμβεβηκός, ἂν καὶ ἀπὸ μερικοὺς Θεολόγους καλεῖται ἀπὸ μιὰ ἄποψη συμβεβηκός, γιὰ νὰ δείξουν τοῦτο μόνο, ὅτι ὑπάρχει στὸ Θεὸ καὶ δὲν εἶναι οὐσία Του.

128. Ακόμη ἡ θεία ἐνέργεια, ἂν καὶ εἶναι συμβεβηκός, ὅπως λέγεται, ἐνῶ θεωρεῖται μέσα στὸ Θεό, δὲν προξενεῖ σύνθεση. Αὐτὸ μας διδάσκει κι ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γράφοντας περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Τὸ Ἅγιο πνεῦμα, ἢ εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ὑπάρχουν καθ’ ἑαυτά, ἢ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦνται σὲ σχέση μὲ ἄλλο. Ἀπὸ αὐτὰ τὸ πρῶτο, οἱ ἔμπειροι σ’ αὐτὰ τὸ ὀνομάζουν οὐσία, ἐνῶ τὸ δεύτερο συμβεβηκός. Ἂν λοιπὸν Αὐτὸ εἶναι συμβεβηκός, τότε θὰ εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Τί ἄλλο μπορεῖ νὰ εἶναι; Ἢ τίνος; Αὐτὸ διαφεύγει κάπως τὴ σύνθεση». Λέει ὁλοφάνερα τοῦτο· ἂν Αὐτὸ εἶναι ἀπ’ ὅσα θεωροῦνται μέσα στὸ Θεό, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι οὐσία, ἀλλὰ συμβεβηκὸς καὶ ὀνομάζεται πνεῦμα, τότε δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἐνέργεια Θεοῦ. Αὐτὸ δήλωσε λέγοντας «Τί ἄλλο μπορεῖ νὰ εἶναι; Ἢ τίνος;» καὶ προετοιμάζοντας τὸ συμπέρασμα ὅτι τίποτε ἄλλο, οὔτε ποιότητα οὔτε ποσότητα οὔτε τίποτε τέτοιο δὲν μπορεῖ νὰ θεωρεῖται μέσα στὸ Θεό,ἀλλὰ μόνον ἐνέργεια, προσθέτει: «Αὐτὸ διαφεύγει κάπως τὴ σύνθεση». Πῶς ἡ ἐνέργεια, ἐνῶ θεωρεῖται μέσα στὸ Θεό, δὲν ἐπιφέρει σύνθεση; Ἐπειδὴ μόνο ὁ Θεὸς ἔχει ἀπαθέστατη τὴν ἐνέργεια· ἐνεργεῖ μόνο, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ πάσχει κατὰ τὴν ἐνέργεια, ἢ νὰ γίνεται, ἢ νὰ μεταβάλλεται.

129. Ο Θεολόγος Γρηγόριος ἔδειξε σ’ ἄλλο σημεῖο ὅτι αὐτὴ ἡ ἐνέργεια εἶναι ἄκτιστη, ἀντιδιαστέλλοντας τὴν πρὸς τὸ κτίσμα. «Ἀπὸ τοὺς δικούς μας σοφούς, λέει, ἄλλοι νόμισαν τὸ πνεῦμα πὼς εἶναι ἐνέργεια, ἄλλοι κτίσμα, ἄλλοι Θεός». Ἐδῶ λοιπὸν Θεὸ ἀποκαλεῖ τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση. Ἀντιδιαστέλλοντας δὲ τὴν ἐνέργεια πρὸς τὸ κτίσμα, ἔδειξε καθαρὰ ὅτι αὐτὴ δὲν εἶναι κτίσμα. Ἀλλὰ καὶ λίγο πιὸ κάτω ὀνόμασε αὐτὴ τὴν ἐνέργεια κίνηση τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπὸν δὲν εἶναι ἄκτιστη ἡ κίνηση τοῦ Θεοῦ; Γι’ αὐτὴν ὁ θεοφόρος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς γράφει στὸ 59ο κεφάλαιο: «Ἐνέργεια εἶναι ἡ δραστικὴ καὶ οὐσιώδης κίνηση τῆς φύσεως. Ἐνεργητικὴ εἶναι ἡ φύση ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται ἡ ἐνέργεια. Ἐνέργημα εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐνέργειας. Καὶ ἐνεργεῖ ἐκεῖνος ποὺ χρησιμοποιεῖ τὴν ἐνέργεια, δηλαδὴ ἡ ὑπόσταση».

130. Μαζί μὲ τὰ παραπάνω, ὁ Θεολόγος Γρηγόριος εἶπε: «Ἂν εἶναι ἐνέργεια, τότε δὲ θὰ ἐνεργήσει, ἀλλὰ θὰ ἐνεργηθεῖ καὶ θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει μόλις ὁλοκληρωθεῖ». Ἀπὸ αὐτὸ οἱ ἀντίθετοι συμπέραναν καὶ ἀποφάνθηκαν ὅτι ἡ θεία αὐτὴ ἐνέργεια εἶναι κτιστή. Ἀγνόησαν ὅτι καὶ γιὰ τὰ ἄκτιστα λέγεται ὅτι ἐνεργοῦνται, ὅπως δείχνει ἀλλοῦ ὁ Θεολόγος γράφοντας: «Ἂν ὁ Πατέρας εἶναι ὄνομα ἐνέργειας, τότε θὰ ἔχει ἐνεργήσει καὶ αὐτὸ τὸ ὁμοούσιο». Λέει καὶ ὁ θεοφόρος Δαμασκηνός: «Ὁ Χριστὸς κάθισε στὰ δεξιά του Πατέρα, ἐνεργώντας θεϊκὰ τὴν πρόνοια τῶν ὅλων». Ἀλλὰ οὔτε τὸ “κατέπαυσε” προσκρούει στὸ ὅτι ἡ ἐνέργεια εἶναι ἄκτιστη. Γιατί κατὰ τὴ δημιουργία, ὁ Θεὸς ἀρχίζει καὶ παύει, ὅπως λέει καὶ ὁ Μωυσῆς ὅτι ὁ Θεὸς κατέπαυσε ἀπ’ ὅλα τα ἔργα τὰ ὁποῖα ἄρχισε νὰ κάνει(Γέν. 2, 2). Ἡ δημιουργία λοιπὸν αὐτὴ ποὺ ὁ Θεὸς ἀρχίζει καὶ παύει, εἶναι φυσικὴ καὶ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

131. Πάλι ὁ θεῖος Δαμασκηνός, ἀφοῦ εἶπε ὅτι ἐνέργεια εἶναι ἡ δραστικὴ καὶ οὐσιώδης κίνηση τῆς φύσεως, θέλοντας νὰ δείξει πὼς γιὰ τὴν ἐνέργεια αὐτὴ εἶπε ὁ Θεολόγος ὅτι ἐνεργεῖται καὶ παύεται, πρόσθεσε: «Πρέπει νὰ γνωρίζομε ὅτι ἡ ἐνέργεια εἶναι κίνηση καὶ μᾶλλον ἐνεργεῖται παρὰ ἐνεργεῖ, ὅπως λέει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος στὸ λόγο τοῦ περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: “Ἂν εἶναι ἐνέργεια, τότε εἶναι φανερὸ ὅτι δὲ θὰ ἐνεργήσει, ἀλλὰ θὰ ἐνεργηθεῖ καὶ θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει μόλις ὁλοκληρωθεῖ”». Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ φρονοῦν ἀντίθετα, δογματίζοντας ὅτι εἶναι κτιστὴ ἡ ἐνέργεια γιὰ τὴν ὁποία μίλησε ἐδῶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὑποβιβάζουν φρενοβλαβῶς σὲ κτίσμα τὴν ἴδια τὴν φυσικὴ καὶ οὐσιώδη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴν ὁ ἱερὸς Δαμασκηνός, ὑποδηλώνοντας ὅτι δὲν ἐνεργεῖται μόνο, ἀλλὰ καὶ ἐνεργεῖ, τὴν παρουσίασε ἄκτιστη. Ὅτι τώρα αὐτὸς δὲ διαφωνεῖ σὲ τοῦτο μὲ τὸ Θεολόγο Γρηγόριο, τὸ ἀπέδειξα σὲ ἄλλους ἐκτενεῖς λόγους μου.

132. Οι ὑποστατικὲς ἰδιότητες λέγονται στὸ Θεὸ ἀναφορικὰ ἡ μία πρὸς τὴν ἄλλη. Καὶ διαφέρουν οἱ Ὑποστάσεις μεταξύ τους, ἀλλὰ βέβαια ὄχι κατὰ τὴν οὐσία. Κάποτε ὁ Θεὸς λέγεται καὶ ἀναφορικὰ πρὸς τὴν κτίση. Δὲν μπορεῖ δηλαδὴ ἡ Παναγία Τριάδα, ὅπως λέγεται προαιώνιος, προάναρχος, μέγας, ἀγαθός, Θεός, νὰ λέγεται ἔτσι καὶ Πατέρας, γιατί δὲν εἶναι ἡ κάθε μία ἀπὸ τὶς τρεῖς θεῖες Ὑποστάσεις Πατέρας, ἀλλὰ ἡ μία μόνο ἀπὸ αὐτές. Καὶ εἶναι ὁ Πατέρας ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ ὡς πρὸς τὸν ὁποῖο ἀνάγονται ὅλα τα ἄλλα. Ὡς πρὸς τὴν κτίση λοιπόν, ἐπειδὴ εἶναι κοινὸ ἔργο τῶν Τριῶν, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸ τελείως μὴ ὅν, κι ἐπειδὴ ἡ υἱοθεσία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ γίνεται μὲ τὴν κοινὴ χάρη ποὺ χορηγεῖται ἀπὸ τὶς Τρεῖς, μπορεῖ ἡ Τριάδα νὰ λέγεται Πατέρας. Τὰ χωρία: «Ὁ Κύριος ὁ Θεός σου, εἶναι ἕνας Κύριος»(Δεύτ. 6, 4) καί: «Εἶναι ἕνας ὁ Πατέρας μᾶς ὁ οὐράνιος»(Ματθ. 23, 9), ποὺ ὀνομάζουν τὴν Ἁγία Τριάδα Κύριο καὶ Θεό μας, καὶ μάλιστα καὶ Πατέρα μας, ποὺ μᾶς ἀναγεννᾶ μὲ τὴ χάρη Του, λέγονται, ὅπως εἴπαμε, ἀναφορικά. Καὶ ὁ Πατέρας μόνος ὡς πρὸς τὸν ὁμοούσιο Υἱὸ λέγεται Πατέρας· ὁ ἴδιος λέγεται καὶ ἀρχὴ ὡς πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ τὸ πνεῦμα. Καὶ ὡς πρὸς τὴν κτίση ὁ Πατέρας λέγεται ἀρχή, ἀλλὰ ὡς Κτίστης καὶ Κύριος ὅλων των κτισμάτων. Ὅταν λοιπὸν ὁ Πατέρας λέγεται ἔτσι ὡς πρὸς τὴν κτίση, ἀρχὴ εἶναι καὶ ὁ Υἱός, καὶ δὲν εἶναι δύο ἀρχές, ἀλλὰ μία. Γιατί καὶ ὁ Υἱὸς ἀναφορικὰ πρὸς τὴν κτίση λέγεται ἀρχή, ὅπως λέγεται καὶ Κύριος ἀναφορικὰ πρὸς τὰ δούλα σ’ Αὐτὸν κτίσματα. Ὁ Πατέρας λοιπὸν καὶ ὁ Υἱὸς μαζὶ μὲ τὸ πνεῦμα, ὡς πρὸς τὴν κτίση εἶναι μία ἀρχὴ καὶ ἕνας Κύριος καὶ ἕνας Δημιουργὸς καὶ ἕνας Θεὸς καὶ Πατέρας καὶ Προνοητῆς καὶ Ἐπόπτης καὶ ὅλα τα ἄλλα. Καὶ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς χαρακτηρισμοὺς δὲν εἶναι οὐσία. Γιατί ἂν ἦταν οὐσία δὲ θὰ λεγόταν ἀναφορικὰ πρὸς ἄλλο.

133. Καταστάσεις καὶ διαθέσεις καὶ τόποι καὶ χρόνοι καὶ ὁποιοδήποτε ἄλλο παρόμοιο, δὲν κυριολεκτοῦνται σχετικὰ μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ λέγονται μεταφορικά. Τὸ ὅτι δημιουργεῖ καὶ ἐνεργεῖ, μόνο γιὰ τὸ Θεὸ θὰ μποροῦσε νὰ λεχθεῖ ἀληθινά. Γιατί μόνο ὁ Θεὸς δημιουργεῖ, ἐνῶ ὁ Ἴδιος οὔτε γίνεται οὔτε πάσχει ὅσον ἀφορᾶ στὴν οὐσία Του. Καὶ μόνο Αὐτὸς διὰ μέσου ὅλων δημιουργεῖ τὸ κάθε τί. Καὶ μόνο Αὐτὸς ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη ἀνυπαρξία δημιουργεῖ, γιατί ἔχει ἐνέργεια παντοδύναμη. Καὶ σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν παντοδύναμη ἐνέργεια λέγεται ἀναφορικὰ πρὸς τὴν κτίση καὶ διαθέτει τὴν ὅποια δυνατότητα. Ὁ Ἴδιος δηλαδὴ δὲν μπορεῖ στὴ θεϊκή Του φύση νὰ πάθει ἀπολύτως τίποτε, μπορεῖ ὅμως νὰ προσθέσει στὰ κτίσματα ἂν θέλει. Γιατί ἡ δυνατότητα νὰ πάθει, νὰ κρατᾶ ἢ νὰ προσλάβει κάτι κατὰ τὴν οὐσία Του, εἶναι ἰδίωμα ἀσθένειας. Ἐνῶ ἡ δυνατότητα νὰ δημιουργεῖ, νὰ συγκρατεῖ καὶ νὰ προσθέτει στὰ κτίσματα, ὅταν θέλει, εἶναι ἰδίωμα θεοπρεποὺς καὶ παντοκρατορικὴς ἰσχύος.

134. Όλα τὰ ὄντα συγκεφαλαιώνονται σὲ δέκα κατηγορίες: οὐσία, ποσόν, ποιόν, πρὸς τί, πού, πότε, ποιεῖν, πάσχειν, ἔχειν, κεῖσθαι, καὶ τὰ λοιπὰ ποὺ θεωροῦνται μέσα στὴν οὐσία. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι οὐσία ὑπερούσια, μέσα στὴν ὁποία θεωροῦνται μόνο το “πρὸς τί” (ἀναφορὰ σὲ κάτι ἄλλο) καὶ τὸ “ποιεῖν”, τὰ ὁποῖα δὲν τῆς ἐπιφέρουν καμία σύνθεση ἢ ἀλλοίωση. Γιατί ὁ Θεὸς ποιεῖ τὰ πάντα, χωρὶς νὰ πάσχει τίποτε ὁ Ἴδιος κατὰ τὴν οὐσία Του. Εἶναι ἀκόμη καὶ Κτίστης ἀναφορικὰ πρὸς τὴν κτίση, καὶ ἀρχὴ καὶ Κύριός της, γιατί ἔχει ἀπὸ Αὐτὸν τὴν ἀρχὴ καὶ σ’ Αὐτὸν ὑποτάσσεται. Ἀλλὰ καὶ Πατέρας μᾶς εἶναι, ποὺ μᾶς ἀναγεννᾶ μὲ τὴ χάρη Του. Εἶναι καὶ Πατέρας πρὸς τὸν Υἱό, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει διόλου χρονικὴ ἀρχή. Εἶναι καὶ Υἱὸς πρὸς τὸν Πατέρα. Καὶ τὸ πνεῦμα εἶναι “πρόβλημα” (ἐκπόρευμα) τοῦ Πατέρα, συναιώνιο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, κι ἔχουν μία καὶ τὴν αὐτὴ οὐσία. Ὅσοι λένε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μόνον οὐσία καὶ δὲ θεωρεῖται τίποτε μέσα σ’ αὐτήν, κατασκευάζουν ἕνα Θεὸ ποὺ δὲν ἔχει οὔτε τὸ “ποιεῖν καὶ ἐνεργεῖν”, οὔτε τὸ “πρὸς τί”. Ἂν ὅμως ὁ Θεὸς αὐτὸς ποὺ νομίζουν αὐτοί, δὲν τὰ ἔχει αὐτά, οὔτε ἐνέργεια εἶναι, οὔτε Δημιουργός, οὔτε ἐνέργεια ἔχει, ἀλλὰ οὔτε εἶναι ἀρχὴ καὶ Κτίστης καὶ Κύριος, οὔτε καὶ Πατέρας μᾶς κατὰ χάρη. Πῶς δηλαδὴ μπορεῖ νὰ εἶναι ὅλα αὐτά, ὅταν δὲν ἔχει νὰ θεωροῦνται μέσα στὴν οὐσία Τοῦ τὸ “πρὸς τί” καὶ τὸ “ποιεῖν”; Ἀκόμη ἀναιρεῖται καὶ τὸ τρισυπόστατό της θεότητας, ἂν δὲ θεωρεῖται μέσα στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ το “πρὸς τί”. Κι ἂν δὲν εἶναι τρισυπόστατος, οὔτε Κύριος του παντὸς εἶναι, οὔτε Θεός. Εἶναι λοιπὸν ἄθεοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὶς ἰδέες τῶν ἀντιθέτων.

135. Έχει ὁ Θεὸς καὶ κάτι ποὺ δὲν εἶναι οὐσία. Ἀλλὰ βέβαια ἐπειδὴ δὲν εἶναι οὐσία, δὲ θὰ πεῖ πὼς εἶναι συμβεβηκός. Γιατί ἐκεῖνο ποὺ ὄχι μόνο δὲ χάνεται, ἀλλὰ οὔτε ἐπιδέχεται ἢ προξενεῖ ὁποιαδήποτε αὔξηση ἢ μείωση, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συμπεριληφθεῖ στὰ συμβεβηκότα. Κι ἐπειδὴ δὲν εἶναι οὔτε συμβεβηκός, οὔτε οὐσία, δὲ σημαίνει πῶς εἶναι ἀπὸ τὰ ἐντελῶς ἀνύπαρκτα, ἀλλὰ ὑπάρχει, καὶ ὑπάρχει ἀληθινά. Δὲν εἶναι συμβεβηκός, γιατί εἶναι ἐντελῶς ἀμετάβλητο. Καὶ δὲν εἶναι οὔτε οὐσία, γιατί δὲν εἶναι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν καθ’ ἑαυτά. Γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται συμβεβηκὸς κατὰ κάποιο τρόπο ἀπὸ μερικοὺς Θεολόγους, ποὺ θέλουν νὰ δείξουν τοῦτο μονάχα, ὅτι δηλαδὴ δὲν εἶναι οὐσία. Καθένα ἀπὸ τὰ ὑποστατικὰ γνωρίσματα καὶ κάθε μία ὑπόσταση δὲν εἶναι μήτε οὐσία μήτε συμβεβηκὸς σχετικὰ μὲ τὸ Θεό. Τί λοιπόν, γι’ αὐτὸ τὸ λόγο εἶναι ἀπὸ τὰ ἐντελῶς ἀνύπαρκτα; Ἄπαγε! Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο λοιπὸν καὶ ἡ θεία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, οὔτε οὐσία εἶναι, οὔτε συμβεβηκός, μὰ οὔτε καὶ εἶναι ἀπὸ τὰ ἐντελῶς ἀνύπαρκτα. καὶ γιὰ νὰ πῶ ἐκεῖνο ποὺ δέχονται ὅλοι οἱ Θεολόγοι· ἂν ὁ Θεὸς δημιουργεῖ ἐπειδὴ τὸ θέλει κι ὄχι γιατί τὸ ἔχει στὴ φύση Του, ἄρα ἄλλο εἶναι τὸ ἕνα καὶ ἄλλο τὸ ἄλλο, καὶ ἑπομένως ἂν εἶναι ἔτσι, ἄλλο εἶναι ἡ θεία βούληση καὶ ἄλλο ἡ θεία φύση. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ διαφέρει ἀπὸ τὴ φύση Του καὶ δὲν εἶναι οὐσία, γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ ἐντελῶς ἀνύπαρκτη; Ὄχι βέβαια. Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἀνήκει στὸ Θεό, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει μόνο οὐσία, ἀλλὰ καὶ βούληση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία δημιουργεῖ. Καὶ ἂν θέλει κανείς, ἃς τὴν ὀνομάσει εἴτε συμβεβηκὸς ἀπὸ μία ἄποψη, ἀφοῦ δὲν εἶναι οὐσία, εἴτε μὴ συμβεβηκός, ἀφοῦ δὲν προξενεῖ καμία σύνθεση ἢ ἀλλοίωση. Ἑπομένως ὁ Θεὸς ἔχει καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι οὐσία καὶ αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι οὐσία, κι ἃς μὴν ὀνομάζεται συμβεβηκός, δηλαδὴ τὴ θεία βούληση καὶ ἐνέργεια.

136. Αν ἡ οὐσία δὲν ἔχει ἐνέργεια ποὺ νὰ διαφέρει ἀπ’ αὐτήν, εἶναι τελείως ἀνυπόστατη καὶ ἁπλὴ σύλληψη τῆς διάνοιας. Γιατί ὁ ἄνθρωπος ὡς γένος δὲ διανοεῖται, δὲν ἔχει γνώμη, δὲ βλέπει, δὲν ὀσφραίνεται, δὲ μιλάει, δὲν ἀκούει, δὲν περπατεῖ, δὲν ἀναπνέει, δὲν τρώει, καὶ γενικὰ δὲν ἔχει ἐνέργεια διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν οὐσία ποὺ νὰ δείχνει ὅτι ὑπάρχει ὡς ὑπόσταση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς γένος εἶναι τελείως ἀνυπόστατος. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ποὺ ἔχει ἔμφυτη ἐνέργεια διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν οὐσία —μία ἢ περισσότερες ἢ ὅλες ὅσες εἴπαμε—, ἀναγνωρίζεται ἀπὸ αὐτὲς ὅτι εἶναι ἄνθρωπος ποὺ ὑπάρχει ὡς ὑπόσταση κι ὄχι ἀνυπόστατος. Κι ἐπειδὴ οἱ ἐνέργειες αὐτὲς δὲ θεωροῦνται σὲ ἕνα ἢ δύο ἢ τρεῖς, ἀλλὰ σὲ πολλούς, ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος διακρίνεται σὲ ἀμέτρητες ὑποστάσεις.

137. Ο Θεός, σύμφωνα μὲ τὴν εὐσέβεια ποὺ μὲ τὴ χάρη Τοῦ εἶναι δική μας, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας Του, ἔχει ἔμφυτη ἐνέργεια ποὺ τὸν κάνει φανερό, καὶ κατὰ τοῦτο εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν οὐσία Του. Γιατί προγνωρίζει καὶ προνοεῖ γιὰ ὅλα τα ὄντα καὶ τὰ δημιουργεῖ καὶ τὰ συντηρεῖ καὶ εἶναι Κύριός τους καὶ τὰ μεταβάλλει κατὰ τὸ θέλημά Του ὅπως γνωρίζει Αὐτός. Γι’ αὐτὸ ἀποδεικνύεται ὅτι ὑπάρχει ὡς ὑπόσταση καὶ δὲν εἶναι μόνο ἀνυπόστατη οὐσία. Κι ἐπειδὴ ὅλες αὐτὲς οἱ ἐνέργειες δὲ θεωροῦνται σὲ ἕνα, ὁ Θεὸς γίνεται γνωστὸς σὲ μᾶς ὅτι ὑπάρχει σὲ τρεῖς Ὑποστάσεις. Ἀλλὰ οἱ ἀντίθετοι, λέγοντας ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἔμφυτη ἐνέργεια ποὺ νὰ τὸν κάνει φανερὸ καὶ ποὺ κατὰ τοῦτο νὰ διαφέρει ἀπὸ τὴν οὐσία Του, λένε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ὑπάρχει ὡς ὑπόσταση καὶ καθιστοῦν τελείως ἀνυπόστατο τὸν τρισυπόστατο Κύριο. Καὶ μὲ αὐτά, τόσο ξεπερνοῦν στὴν κακοδοξία τὸ Σαβέλλιο ἀπὸ τὴ Λιβύη, ὅσο χειρότερη εἶναι ἡ ἀσέβεια ἀπὸ τὴ δυσσέβεια.

138. Η ἐνέργεια τῶν τριῶν θείων Ὑποστάσεων δὲν εἶναι μία, ἐπειδὴ εἶναι ὅμοια, ὅπως συμβαίνει σ’ ἐμᾶς, ἀλλὰ εἶναι ὄντως μία καὶ ἀριθμητικά. Αὐτὸ οἱ ὀπαδοὶ τῶν ἀντιθέτων δὲν μποροῦν νὰ τὸ ποῦν, γιατί ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν εἶναι κοινὴ ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τῶν Τριῶν, ἀλλὰ καὶ οἱ ὑποστάσεις Τοὺς λένε πὼς εἶναι ἐνέργειες ἡ μία της ἄλλης, γιατί σύμφωνα μὲ αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει κοινὴ θεία ἐνέργεια. Ὥστε οὔτε ἔτσι δὲν μποροῦν νὰ ποῦν ὅτι εἶναι μία ἡ ἐνέργεια τῶν τριῶν Ὑποστάσεων, ἀλλὰ ἀναιρώντας ἔτσι τώρα τὴ μία κι ὕστερα τὴν ἄλλη ἐνέργεια, πάλι κάνουν ἀνυπόστατο τὸν τρισυπόστατο Θεό.

139. Εκείνοι ποὺ οἱ ψυχὲς τοὺς νοσοῦν ἀπὸ τὴν κακόδοξη πλάνη, διδάσκοντας πὼς εἶναι κτιστὴ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ διαφέρει ἀπὸ τὴν οὐσία Του, φρονοῦν ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει κτιστὸ καὶ τὸ “δημιουργεῖν”, δηλαδὴ τὴ δημιουργική Του δύναμη. Γιατί δὲ γίνεται νὰ ἐνεργεῖ καὶ νὰ δημιουργεῖ κανεὶς χωρὶς ἐνέργεια, ὅπως οὔτε νὰ ὑπάρχει χωρὶς ὕπαρξη. Ὅπως λοιπὸν δὲ γίνεται, ἐκεῖνος ποὺ λέει ὅτι ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή, νὰ νομίζει ὅτι ἔχει ἄκτιστό το ἴδιο το εἶναι, ἔτσι δὲ γίνεται, ἐκεῖνος ποὺ ὑποστηρίζει πὼς εἶναι κτιστὴ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, νὰ νομίζει ὅτι Αὐτὸς ἔχει ἄκτιστό το νὰ ἐνεργεῖ καὶ νὰ δημιουργεῖ.

140. Δεν εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὅπως φλυαροῦν οἱ ἀντίθετοι, αὐτὰ ποὺ εἶναι καὶ λέγονται ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς κτίσματα τοῦ Θεοῦ —μακριὰ ἀπὸ τέτοια ἀσέβεια! Κτίσματα εἶναι τὰ ἀποτελέσματα τῆς θείας ἐνέργειας. Γιατί ἂν τὰ κτίσματα ἦταν ἡ θεία ἐνέργεια, ἢ θὰ ἦταν ἄκτιστα (σκέψη παρανοϊκή, γιατί τότε θὰ ὑπῆρχαν καὶ πρὶν δημιουργηθοῦν), ἢ ὁ Θεὸς πρὶν ἀπὸ τὰ κτίσματα δὲ θὰ εἶχε ἐνέργεια (σκέψη δυσσεβέστατη). Ἀλλὰ βέβαια, ὁ Θεὸς εἶναι προαιωνίως ἐνεργῆς καὶ παντοδύναμος. Ἑπομένως κτίσματα δὲν εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅσα ἐνεργήθηκαν καὶ ἀποτελέστηκαν, ὅπως καὶ νὰ λέγονται. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη καὶ συναιώνια μὲ τὸ Θεό, κατὰ τοὺς Θεολόγους.

141. Η ἐνέργεια δὲ γνωρίζεται ἀπὸ τὴν οὐσία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια πληροφορούμαστε ὅτι ἡ οὐσία ὑπάρχει, ὄχι ὅμως καὶ τί εἶναι. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς γίνεται σ’ ἐμᾶς γνωστὸς ὅτι ὑπάρχει, ὄχι ἀπὸ τὴν οὐσία Του, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πρόνοιά Του, κατὰ τοὺς Θεολόγους. Ἡ ἐνέργεια διαφέρει ἀπὸ τὴν οὐσία καὶ σὲ τοῦτο· ἐκεῖνο ποὺ πληροφορεῖ εἶναι ἡ ἐνέργεια, κι αὐτὸ ποὺ γνωρίζομε μέσω αὐτῆς ὅτι ὑπάρχει, εἶναι ἡ οὐσία. Οἱ συνήγοροι ὅμως τῆς κακόδοξης δυσσέβειας ποὺ βιάζονται νὰ πείσουν τοὺς ἄλλους ὅτι ἡ θεία ἐνέργεια δὲ διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὴ θεία οὐσία, μὲ τὸ νὰ ἀναιροῦν ἔτσι ἐκεῖνο ποὺ πληροφορεῖ, βιάζονται νὰ μᾶς πείσουν νὰ μὴ γνωρίζομε ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει, ὅπως οὔτε αὐτοὶ δὲ γνωρίζουν. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ δὲν τὸ γνωρίζει αὐτό, εἶναι ὁ πιὸ ἄθεος καὶ ὁ πιὸ ἀνόητος ἀπ’ ὅλους.

142. Όταν αὐτοὶ λένε ὅτι ὁ Θεὸς βέβαια ἔχει ἐνέργεια, ἀλλὰ καθόλου διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν οὐσία Του, προσπαθοῦν καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ συσκιάσουν τὴ δυσσέβειά τους καὶ μὲ σοφίσματα νὰ παρασύρουν καὶ νὰ ἐξαπατήσουν ὅσους τοὺς ἀκοῦνε. Γιατί ἔτσι κι ἐκεῖνος ὁ Σαβέλλιος ἀπὸ τὴ Λιβύη ἔλεγε ὅτι ὁ Πατέρας καὶ Θεὸς ἔχει καὶ Υἱό, ποὺ δὲ διαφέρει καθόλου ἀπὸ Αὐτόν. Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνος ἀποδεικνυόταν πῶς μιλάει γιὰ Πατέρα χωρὶς Υἱό, ἀφοῦ ἀρνιόταν τὴ διαφορά τους στὶς ὑποστάσεις, ἔτσι τώρα κι αὐτοί, ὅταν ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ θεία ἐνέργεια δὲ διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὴ θεία οὐσία, ἐλέγχονται νὰ φρονοῦν ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει διόλου ἐνέργεια. Γιατί ἂν αὐτὰ δὲν διαφέρουν σὲ τίποτε, τότε ὁ Θεὸς δὲν ἔχει οὔτε τὴ δημιουργικὴ καὶ ἐνεργητικὴ δύναμη, ἀφοῦ δὲ γίνεται νὰ ἐνεργεῖ κανεὶς χωρὶς ἐνέργεια, κατὰ τοὺς Θεολόγους, ὅπως πάλι, οὔτε καὶ νὰ ὑπάρχει χωρὶς ὕπαρξη. Ὅτι ἡ θεία ἐνέργεια διαφέρει ἀπὸ τὴ θεία οὐσία, εἶναι φανερὸ γιὰ ὅσους σκέπτονται ὀρθὰ καὶ ἀπὸ τοῦτο: ἡ ἐνέργεια ἐνεργεῖ ἕνα ἄλλο, ποὺ δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐνεργεῖ. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ ἐνεργεῖ καὶ δημιουργεῖ τὰ κτίσματα, ἐνῶ Αὐτὸς εἶναι ἄκτιστος. Καὶ ἡ ἔννοιά του “πρὸς τί” λέγεται πάντοτε ὡς πρὸς ἕνα ἄλλο. Ὁ Υἱὸς λέγεται ὡς πρὸς τὸν Πατέρα· ὁ Υἱὸς ὅμως ποτὲ δὲν εἶναι Πατέρας τοῦ Πατέρα. Ὅπως λοιπὸν τὸ “πρὸς τί” εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὴν οὐσία ἢ νὰ μὴ θεωρεῖται μέσα στὴν οὐσία ἀλλὰ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο οὐσία, ἔτσι οὔτε ἡ ἐνέργεια εἶναι ποτὲ δυνατὸ νὰ μὴ διαφέρει ἀπὸ τὴν οὐσία, ἀλλὰ νὰ εἶναι οὐσία, κι ἃς μὴν ἀρέσει αὐτὸ στοὺς ἀντίθετους.

143. Ο Μέγας Βασίλειος στὰ συλλογιστικά του κεφάλαια, κάνοντας λόγο περὶ Θεοῦ, λέει ὅτι ἡ ἐνέργεια δὲν εἶναι οὔτε ἐκεῖνος ποὺ ἐνεργεῖ, οὔτε τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐνέργειας. Ἄρα λοιπὸν ἡ ἐνέργεια διαφέρει ἀπὸ τὴν οὐσία. Ὁ θεῖος Κύριλλος μιλώντας κι αὐτὸς περὶ Θεοῦ, θεολογεῖ ὅτι τὸ νὰ δημιουργεῖ εἶναι γνώρισμα τῆς ἐνέργειας, ἐνῶ τὸ νὰ γεννᾶ εἶναι γνώρισμα τῆς φύσεως· ἡ φύση δὲ καὶ ἡ ἐνέργεια δὲν εἶναι τὸ ἴδιο. Κι ὁ θεοφόρος Δαμασκηνὸς λέει ὅτι ἡ γέννηση εἶναι ἔργο τῆς θείας φύσεως, ἐνῶ ἡ δημιουργία εἶναι ἔργο τῆς θείας θελήσεως. Ὁ ἴδιος πάλι, σὲ ἄλλο σημεῖο λέει καθαρὰ ὅτι, ἄλλο εἶναι ἡ ἐνέργεια καὶ ἄλλο αὐτὸ ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἐνεργεῖ. Ἡ ἐνέργεια δηλαδὴ εἶναι ἡ οὐσιώδης κίνηση τῆς φύσεως, ἐνῶ αὐτὸ ποὺ ἐνεργεῖ εἶναι ἡ φύση ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται ἡ ἐνέργεια. Σὲ πολλὰ λοιπὸν σημεῖα διαφέρει ἡ ἐνέργεια ἀπὸ τὴ θεία οὐσία, κατὰ τοὺς θείους Πατέρες.

144. Η οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁλωσδιόλου χωρὶς ὄνομα, ἀφοῦ εἶναι καὶ ὁλωσδιόλου ἀχώρητη στὸ νοῦ. Τὴν ὀνομάζομε λοιπὸν ἀπὸ ὅλες τὶς ἐνέργειές Της, χωρὶς ἐκεῖ κανένα ἀπὸ τὰ ὀνόματα νὰ διαφέρει κατὰ τὴ σημασία ἀπὸ τὸ ἄλλο. Γιατί ἀπὸ τὸ καθένα καὶ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ τὰ ὀνόματα, τίποτε ἄλλο δὲν ὀνομάζεται, παρὰ ἡ κρύφια ἐκείνη οὐσία ποὺ κανεὶς ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τί ἀκριβῶς εἶναι. Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως στὶς ἐνέργειές Του, κάθε ὄνομα ἔχει διαφορετικὴ σημασία. Ποιὸς δὲ γνωρίζει ὅτι διαφέρουν μεταξύ τους οἱ ἐνέργειες τῆς δημιουργίας, τῆς κυριαρχίας, τῆς κρίσεως, τῆς πρόνοιας, τῆς υἱοθεσίας μας ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ τὴ χάρη Του; Ἐκεῖνοι λοιπὸν ποὺ λένε κτιστὲς τὶς φυσικὲς αὐτὲς ἐνέργειες, ὡς διαφορετικὲς μεταξύ τους καὶ πρὸς τὴ θεία φύση, τί ἄλλο κάνουν παρὰ ὑποβιβάζουν τὸ Θεὸ σὲ κτίσμα; Γιατί κτίσματα εἶναι αὐτὰ ποὺ δημιουργοῦνται, κυριαρχοῦνται, κρίνονται καὶ γενικὰ ὅλα τα παρόμοια, κι ὄχι ὁ Δημιουργὸς καὶ ὁ Κυρίαρχος καὶ ὁ Κριτής, οὔτε ἡ ἴδια ἡ ἐνέργεια τῆς κρίσεως ἢ τῆς κυριαρχίας ἢ τῆς δημιουργίας, οἱ ὁποῖες φυσικῶς θεωροῦνται μέσα στὸ Θεό.

145. Η οὐσία τοῦ Θεοῦ ὅπως εἶναι ὁλωσδιόλου χωρὶς ὄνομα, ἐπειδὴ εἶναι πάνω ἀπὸ ὄνομα κατὰ τοὺς Θεολόγους, ἔτσι εἶναι κατ’ αὐτοὺς καὶ ἀμέθεκτη, γιατί εἶναι πέρα ἀπὸ μέθεξη. Αὐτοὶ λοιπόν, οἱ ὁποῖοι ἀπειθοῦν τώρα στὴ διδασκαλία τοῦ Πνεύματος ποὺ διατυπώθηκε μέσω τῶν ἁγίων Πατέρων μας καὶ λοιδοροῦν ἐμᾶς ποὺ συμφωνοῦμε μὲ τοὺς Πατέρες, λένε πὼς γίνονται πολλοὶ Θεοί, ἢ ἕνας Θεὸς σύνθετος, ἂν ἡ θεία ἐνέργεια διαφέρει ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ ἂν θεωρεῖται κάτι μέσα στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἀγνοοῦν ὅμως ὅτι δὲν εἶναι τὸ ἐνεργεῖν καὶ ἡ ἐνέργεια, ἀλλὰ τὸ πάσχειν καὶ τὸ πάθος ποὺ κάνουν τὴ σύνθεση. Ἐνῶ ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ, χωρὶς Αὐτὸς νὰ παθαίνει τίποτε, οὔτε νὰ ἀλλοιώνεται. Δὲν εἶναι λοιπὸν σύνθετος ὁ Θεὸς ἐπειδὴ ἐνεργεῖ. Ἀκόμη, ὁ Θεὸς ἔχει τὴν ἀναφορὰ Τοῦ (τὸ “πρὸς τί”) καὶ πρὸς τὴν κτίση, ἐπειδὴ εἶναι ἀρχὴ καὶ Κυρίαρχός της. Ἀπὸ αὐτὸ ὅμως δὲν συναριθμεῖται μὲ τὰ δημιουργήματα. Καὶ πῶς πάλι θὰ γίνουν πολλοὶ Θεοί, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔχει ἐνέργεια, ἀφοῦ εἶναι ἑνὸς Θεοῦ, ἢ μᾶλλον ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ἡ θεία οὐσία καὶ ἡ θεία ἐνέργεια; Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν εἶναι ξεκάθαρη φλυαρία τῆς φρενοβλάβειάς τους.

146. Ο Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές Του ὅτι «ὑπάρχουν μερικοί, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δὲ θὰ πεθάνουν πρὶν δοῦν νὰ ἔρχεται μὲ δύναμη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ»(Μάρκ. 9, 1). Καὶ ἕξι μέρες μετά, ἀφοῦ πῆρε μαζί Του τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, ἀνέβηκε στὸ ὅρος Θαβὼρ καὶ ἐκεῖ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκὰ ὅπως τὸ φῶς(Ματθ. 17, 1-2). Οἱ Μαθητὲς δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ βλέπουν, ἢ μᾶλλον ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τὴ δύναμη οὔτε ν’ ἀτενίσουν αὐτὴ τὴ λάμψη, ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ(Ματθ. 17, 6). Ἐντούτοις εἶδαν, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Σωτήρα, τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὸ θεϊκὸ ἐκεῖνο καὶ ἀνέκφραστο φῶς, τὸ ὁποῖο οἱ Μεγάλοι Γρηγόριος καὶ Βασίλειος ὀνομάζουν θεότητα, λέγοντας: «Φῶς ἦταν ἡ θεότητα ποὺ φάνηκε στοὺς Μαθητὲς πάνω στὸ ὅρος», καί: «Κάλλος τοῦ ἀληθινὰ Δυνατοῦ εἶναι ἡ θεότητά Του ποὺ μπορεῖ νὰ νοηθεῖ καὶ νὰ θεωρηθεῖ». Γιατί ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ἐπιπλέον ὅτι τὸ φῶς ἐκεῖνο εἶναι κάλλος τοῦ Θεοῦ ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ μόνο ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ καὶ λέει πάλι: «Εἶδαν τὸ κάλλος Τοῦ ὁ Πέτρος καὶ οἱ υἱοὶ τῆς βροντῆς, στὸ ὅρος, νὰ λάμπει περισσότερο ἀπὸ τὴ λαμπρότητα τοῦ ἡλίου καὶ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν μὲ τὰ μάτια τοὺς τὰ προοίμια τῆς παρουσίας Του». Ὁ θεολόγος Δαμασκηνὸς μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη Χρυσόστομο ὀνόμασαν τὸ φῶς ἐκεῖνο φυσικὴ ἀκτίνα τῆς θεότητας, ὁ μὲν πρῶτος γράφοντας: «Ἀφοῦ ὁ Υἱὸς γεννήθηκε ἀναρχως ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἔχει ἄναρχη καὶ τὴ φυσικὴ ἀκτίνα τῆς θεότητας, κι ἔτσι ἡ λαμπρότητα τῆς θεότητας ἔγινε λαμπρότητα τοῦ σώματος», ὁ δὲ Χρυσόστομος λέγοντας: «Ὁ Κύριος φάνηκε τόσο λαμπρὸς πάνω στὸ ὅρος, ἐπειδὴ ἡ θεότητά Του φανέρωσε τὶς ἀκτίνες της».

147. Αυτό τὸ ἀνέκφραστο θεϊκὸ φῶς, τὴ θεότητα καὶ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὸ κάλλος καὶ τὴ λαμπρότητα τῆς θείας φύσεως, τὴν ὅραση καὶ ἀπόλαυση τῶν Ἁγίων κατὰ τὴν αἰώνια ζωή, τὴ φυσικὴ ἀκτίνα καὶ δόξα τῆς θεότητας, οἱ φλύαροι αἱρετικοί το λένε φάντασμα καὶ κτίσμα. Κι ἐκείνους ποὺ δὲ δέχονται νὰ βλασφημοῦν ὅπως αὐτοὶ τὸ θεῖο αὐτὸ φῶς, ἀλλὰ φρονοῦν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄκτιστος κατὰ τὴν οὐσία καὶ κατὰ τὴν ἐνέργεια, τοὺς διαλαλοῦν παντοῦ συκοφαντικὰ ὡς διθεΐτες. Ἀλλὰ ἃς ντραποῦν αὐτοί. Ἀφοῦ εἶναι ἄκτιστο καὶ τὸ θεῖο φῶς, ἔχομε ἕνα Θεὸ σὲ μία θεότητα. Γιατί, ὅπως δείξαμε μὲ πολλοὺς τρόπους πιὸ πάνω, ἑνὸς Θεοῦ εἶναι καὶ ἡ ἄκτιστη οὐσία καὶ ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια, δηλαδὴ ἡ θεία χάρη καὶ ἔλλαμψη αὐτή.

148. Οι κακόβουλοι αἱρετικοί, ἀφοῦ τόλμησαν καὶ μπροστὰ στὴ σύνοδο νὰ ποῦν καὶ ν’ ἀποπειραθοῦν νὰ κάνουν φάντασμα καὶ κτίσμα τὸ θεῖο ἐκεῖνο φῶς ποὺ ἔλαμψε ἀπὸ τὸ Χριστὸ στὸ Θαβώρ, καὶ ἀφοῦ ἐλέγχθηκαν μὲ πολλοὺς τρόπους χωρὶς ν’ ἀλλάξουν γνώμη, τιμωρήθηκαν μὲ ἔγγραφο ἀφορισμὸ καὶ ἀνάθεμα. Γιατί καὶ βλασφημοῦν ὡς πρὸς τὴν ἔνσαρκη οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, καὶ κτιστῆ χαρακτηρίζουν φρενοβλαβῶς τὴ θεότητα τοῦ Θεοῦ, καὶ σὲ κτίσματα, ὅσο μποροῦν, ὑποβιβάζουν τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο πνεῦμα. Ἐνῶ μία καὶ ἡ αὐτὴ εἶναι ἡ θεότητα τῶν Τριῶν. Καὶ ὅταν ἰσχυρίζονται ὅτι σέβονται ἄκτιστη θεότητα, εἶναι σὰν νὰ λένε φανερὰ ὅτι ὑπάρχουν δύο θεότητες τοῦ Θεοῦ, μία κτιστῆ καὶ μία ἄκτιστη. Ἔτσι ἀγωνίζονται νὰ ξεπεράσουν στὴ δυσσέβεια ὅλους τους παλιοὺς κακοδόξους.

149. Άλλοτε πάλι, προσπαθώντας μὲ τέχνη νὰ συγκαλύψουν τὴν κακοδοξία τους, καὶ ἄκτιστο λένε ὅτι εἶναι τὸ φῶς ποὺ ἔλαμψε στὸ Θαβὼρ καὶ ὅτι εἶναι οὐσία τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔτσι βλασφημοῦν καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ μὲ πολλοὺς τρόπους. Ἐπειδὴ οἱ Ἀπόστολοι εἶδαν τὸ φῶς ἐκεῖνο, αὐτοὶ κακῶς φρονοῦν ὅτι εἶναι ὁρατὴ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ ἃς ἀκούσουν αὐτὸν ποὺ λέει: «Κανένας δὲν ἀνέβηκε σὲ κάποιο ὑποστήριγμα ὥστε νὰ δεῖ(Ἱερ. 23, 28) τὴν οὐσία καὶ τὴ φύση τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀποκαλύψει σχετικά». Καὶ ὄχι μόνον κανένας ἄνθρωπος, ἂλλ’ οὔτε καὶ Ἄγγελος. Καὶ αὐτὰ τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ, ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ τῆς ἐλλάμψεως ποὺ πηγάζει ἀπὸ ἐκεῖ, καλύπτουν τὰ πρόσωπά τους μὲ τὰ φτερὰ τοὺς(Ἡσ. 6, 2). Ἀφοῦ λοιπὸν σὲ κανένα οὐδέποτε δὲ φανερώθηκε ἡ ὑπερουσιότητα τοῦ Θεοῦ, ὅταν οἱ αἱρετικοὶ λένε ὅτι αὐτὴ εἶναι ἐκεῖνο τὸ φῶς, μαρτυροῦν ὅτι τὸ φῶς αὐτὸ εἶναι ὁλότελα ἀθέατο καὶ δὲν τὸ εἶδαν στὸ Θαβὼρ οὔτε οἱ τρεῖς ἐξέχοντες Ἀπόστολοι καὶ οὔτε ὁ Κύριος στ’ ἀλήθεια τοὺς εἶχε ὑποσχεθεῖ κάτι τέτοιο. Μαρτυροῦν ἀκόμη πὼς δὲ λέει ἀλήθεια ὁ Πέτρος λέγοντας: «Εἴδαμε τὴ λαμπρότητά Του καθὼς ἤμαστε μαζί Του στὸ ἅγιο ἐκεῖνο ὅρος»(Β΄ Πέτρ. 1, 16-18), οὔτε ὁ Εὐαγγελιστὴς ποὺ λέει: «Καὶ μένοντας ἄγρυπνοι ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι δύο εἶδαν τὴ λαμπρότητά Του»(Λουκ. 9, 32), οὔτε κάποιος ἄλλος ποὺ εἶπε ὅτι ὁ ξεχωριστὰ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννης εἶδε γυμνὴ πάνω στὸ ὅρος τὴν ἴδια τὴ θεότητα τοῦ Λόγου. Εἶδαν λοιπόν, καὶ εἶδαν ἀληθινὰ τὴν ἄκτιστη καὶ θεία ἐκείνη ἔλλαμψη, ἐνῶ ὁ Θεὸς παρέμεινε ἀόρατος σύμφωνα μὲ τὴν ὑπερούσια κρυφιότητά Του, κι ἃς ἐκραγοῦν οἱ ἀρχηγοὶ τῆς αἱρέσεως καὶ οἱ ὁμόφρονές τους.

150. Όταν ἐρωτήσει κανεὶς αὐτοὺς τοὺς αἱρετικούς, ποῦ λένε ὅτι τὸ φῶς ἐκεῖνο ἦταν ἡ οὐσία τῆς θεότητας: «Φαίνεται λοιπὸν ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ;», τότε ἀναγκάζονται νὰ φανερώσουν τὸ δόλο, λέγοντας πῶς εἶπαν ὅτι αὐτὸ ἦταν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ διὰ μέσου του φάνηκε ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ” γιατί αὐτὴ βλέπεται διὰ μέσου των κτισμάτων τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔτσι κάνουν καὶ πάλι κτίσμα, οἱ ταλαίπωροι, τὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ ποὺ βλέπεται ὅμως διὰ μέσου των κτισμάτων δὲν εἶναι ἡ οὐσία, ἀλλὰ ἡ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὥστε μιλᾶνε μὲ δυσσέβεια καὶ σὲ συμφωνία μὲ τὸν Εὐνόμιο, ὅταν λένε ὅτι διὰ μέσου των κτισμάτων βλέπεται ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Τόσο γόνιμο εἶναι τὸ χωράφι τῆς δυσσέβειάς του. Ἃς ἀποφεύγομε λοιπὸν αὐτοὺς καὶ τὴν ἐπικοινωνία μαζί τους, σὰν μία θανάσιμη γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ πολυκέφαλη ὕδρα καὶ σὰν πολυποίκιλη φθορὰ τῆς εὐσέβειας.

————————————————————
(πηγή: Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, μεταφρ. Ἀντώνιος Γαλίτης, ἔκδ. Τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας, 1986, δ΄τόμος)

πηγή