1. Πολυμήχανος καν πολυτροπώτατος γιὰ τὴν κακία, μᾶλλον δὲ παμμήχανος εἶναι ὁ νοητὸς ὄφις, ὁ πρωταίτιος τοῦ κακοῦ. Ἔχει τὰ μέσα νὰ ἐμποδίσει τὴν ἀγαθὴ πρόθεσή μας καὶ πράξη, μόλις ἀρχίζει. Κι ἂν δὲν μπορέσει νὰ τὴν ἐμποδίσει στὴν ἀρχή, γνωρίζει ἄλλες μηχανές, μὲ τὶς ὁποῖες τὴν ἀχρηστεύει ὅταν εὑρίσκεται σ’ ἐνέργεια· κι ἂν δὲν μπορέσει νὰ τὴν ἀχρηστεύσει, ὅταν τελεῖται κάπου στὴ μέση, πάλι γνωρίζει ἄλλα σοφίσματα καὶ ἄλλους τρόπους γιὰ νὰ τὴν ἀφανίσει ὅταν τελειωθεῖ καὶ νὰ τὴν καταστήσει ἀνωφελῆ, μᾶλλον δὲ καὶ ἐπιζήμια γιὰ ὅσους δὲν προσέχουν πολύ.
Καὶ πρῶτα μὲν ὑποδεικνύει τὸ ἐπίπονο καὶ δυσκατόρθωτο τῆς ἀρετῆς, ὥστε μὲ αὐτὸ νὰ μᾶς ἐμβάλει ραθυμία καὶ ἀνελπισία, μὲ τὴν σκέψη ὅτι ἐπιχειροῦμε δύσκολα καὶ ἀδύνατα, κι ἔτσι ὅτι δὲν θὰ μπορέσωμε νὰ φέρωμε σὲ ἔργο τὴν πρόθεση· προσέτι δὲ γεννᾶ στοὺς ἀγωνιζομένους καὶ ἀπιστία στὰ ὑπεσχημένα ἀπὸ τὸν Θεὸ βραβεῖα.
2. Αλλά ἐμεῖς, ἀδελφοί, πρέπει νὰ ὑπερπηδήσωμε αὐτὴν τὴν παγίδα μὲ τὴν ψυχικὴ ἀνδρεία, τὴν προθυμία καὶ τὴν πίστι, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψι ὅτι οὔτε γῆ ἀποδίδει χρησίμους καρποὺς χωρὶς κόπους οὔτε ἡ ψυχὴ θ’ ἀποκτήσει τίποτε θεοφιλὲς καὶ σωτήριο χωρὶς πνευματικοὺς ἀγῶνες. Καὶ γῆ μὲν ἀκατάλληλη γιὰ καλλιέργεια μπορεῖς νὰ εὕρεις, ἐνῶ κάθε λογικὴ ψυχὴ εἶναι ἐπιδεκτικὴ ἀρετῆς. Ἐπειδὴ δὲ ἐξ αἰτίας τῆς προγονικῆς ἐνοχῆς κατακριθήκαμε νὰ ζοῦμε μὲ κόπο καὶ μόχθο, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τὸ ἀποφύγωμε αὐτό, ἃς κάμωμε τὴν ἀνάγκη φιλοτιμία· τὸ ἀκουσίως προσὸν ἃς τὸ προσφέρωμε στὸν Θεὸ ὡς ἑκούσιο, ἃς δώσωμε ἀντὶ τῶν μονίμων τα πρόσκαιρα καὶ ἃς λάβωμε ἀντὶ τῶν δεινῶν τα χρηστά, καθιστώντας τὸν πρόσκαιρο κόπο μέσο πορισμοῦ αἰωνίας ἀνέσεως. Διότι κοπιάζοντας ἐδῶ γιὰ τὴν ἀρετὴ ἀσφαλῶς θὰ ἐπιτύχωμε τὴν ἀναψυχὴ ποὺ μᾶς ἔχει ἐπαγγελθῆ γιὰ τὸν μέλλοντα αἰώνα. Εἶναι βεβαίως ἀξιόπιστος αὐτὸς ποὺ ἐπαγγέλθηκε, ποὺ εἶναι ἐπίσης βοηθὸς ἕτοιμος σὲ ὅσους ἐξεκίνησαν ἕτοιμοι τὸν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς. Ὅταν δὲ βοηθῆ αὐτός, ποῦ μπορεῖ τὰ πάντα, ποιὸ πράγμα·θὰ εἶναι ἀκατόρθωτο;
3. Αλλά ὅταν, ἐνθυμούμενοι αὐτά, ἀναλάβωμε προθύμως τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς, γνωρίζοντας ἐκεῖνος ὁ πονηρὸς ὅτι τὸ καλὸ δὲν εἶναι καλό, ἂν δὲν γίνη καλῶς, προσπαθεῖ νὰ μᾶς πείση νὰ μὴ ἐκτελοῦμε κατὰ θεάρεστο τρόπο τὴν ἐργασία τοῦ καλοῦ οὔτε πρὸς τὸν ἔπαινο ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πρὸς τὸν ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ μᾶς ἀποστερήσει κι ἔτσι τὴν μισθαποδοσία ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὰ πνευματικὰ καὶ οὐράνια. Ἐμεῖς δὲ ἃς ἀποδείξωμε κι αὐτὴν τὴν προσπάθειά του ἄπρακτη ὑπολογίζοντας ἂφ’ ἑνὸς μὲν τὸ μέγεθος τῶν ἀμοιβῶν ποὺ περιμένουν τοὺς θεαρέστως ζωντας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν μηδαμινότητα τῆς ἀνθρωπαρεσκείας, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἀξιόλογη ὄχι μόνο σὲ σύγκρισι πρὸς ἐκεῖνο τὸ μελλοντικὸ μέγεθος τῆς θείας δόξας, ἀλλ’ οὔτε γιὰ τὴν κάκωσι καὶ τὴν τήξη τῆς σαρκός.
4. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἐναντίον τοῦ αὐτὴ νίκη ὁ ἀρχέκακος ἐκεῖνος ὄφις μᾶς προκαλεῖ ὑπούλως τὴν ὑπερηφάνεια, σὰν τελευταῖο καὶ πονηρότατο βάραθρο, ὑποβάλλοντάς μας λογισμοὺς ὑπεροψίας καὶ πείθοντάς μας νὰ καυχώμαστε ὅτι τάχα κατακτήσαμε τὴν ἀρετὴ μὲ τὴν δική μας δύναμι καὶ σύνεσι. Ἀλλὰ ἐμεῖς ἃς ἐνθυμηθοῦμε τὴν αὐτοαλήθεια ποὺ λέγει ὅτι «χωρὶς ἔμενα δὲν μπορεῖτε νὰ κάμετε τίποτε»· καὶ ἔτσι ἃς ἀποκρούωμε τὶς πολυειδεῖς μηχανὲς τοῦ πονηροῦ, ἐκτελώντας καὶ μάλιστα ἐκτελώντας καλῶς τὸ καλὸ καὶ μὲ τὴν ἁρμόζουσα ταπείνωση γνωρίζοντας ὅτι, ὅπως, ὅταν κάποιος ἔχει σὲ ἀγγεῖο πολύτιμο μύρο, εἴτε σὲ κόπρο τὸ χύση εἴτε τὴν κόπρο βάλη στὸ ἀγγεῖο, ὁμοίως ἀχρειώνει καὶ καταστρέφει τὸ μύρο, ἔτσι καὶ τὴν ἀρετή, εἴτε τὴν ἀπωθήσει κανεὶς καὶ τὴν ἀπορρίψει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν ἀπραξία εἴτε ἀναμίξει μὲ τὴν ἐκτέλεσή της τὴν πονηρία, καὶ μὲ τοὺς δύο τρόπους τὴν ἀχρειώνει καὶ τὴν καταστρέφει ὁμοίως.
5. Κι’ αὐτὰ τὰ λέγω τώρα πρὸς τὴν ἀγάπη σας μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς νηστείας, γιὰ νὰ τὴν φυλάξωμε ἀμιγῆ ἀπὸ κάθε κακία γιὰ χάρι μας. Πραγματικὰ τὸν Φαρισαῖο ἐκεῖνον τοῦ εὐαγγελίου, ἂν καὶ ἐνήστευε πάντοτε δύο ἡμέρες τὴν ἑβδομάδα, δὲν τὸν ὠφέλησε καθόλου ἡ νηστεία, διότι εἶχε ἀναμιγμένη μὲ αὐτὴν τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν κατάκρισι πρὸς τὸν πλησίον. Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ νηστεία δὲν εἶναι ὠφέλιμη· διότι πόσο εἶναι τὸ ὄφελος σ’ αὐτοὺς ποὺ τὴν τελοῦν θεαρέστως κι’ ὅπως ἁρμόζει, τὸ ἔδειξαν ὁ Μωϋσῆς, ὁ Ἠλίας, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος.
6. Πραγματικά ὁ Μωϋσῆς, κρατώντας πολυήμερη νηστεία (ἀλλά, παρακαλῶ, ἐντείνατε τὴ διάνοιά σας καὶ ἀνυψώσατε τὴν τώρα, ποὺ εἶναι ἡ εὐκαιρία, μαζὶ μὲ τὶς ἀναβάσεις τοῦ Μωϋσέως ἐπάνω στὸ ὅρος πρὸς τὸν Θεό, ὥστε διὰ μέσου αὐτῶν, ξαναρχίζοντας πάλι τὴν ἀνάβαση στὸ δρόμο, νὰ συνανυψωθεῖτε μὲ τὸν Χριστό, ποὺ ἀνεβαίνει ὄχι στὸ ὅρος πλέον ἀλλὰ στὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς παίρνει μαζί του)· ὁ Μωϋσῆς λοιπόν, κρατώντας τεσσαρακονταήμερη νηστεία ἐπάνω στὸ ὅρος, βλέπει τὸν Θεό, σύμφωνα μὲ τὴν Γραφὴ κατὰ πρόσωπο καὶ ὄχι αἰνιγματικῶς· καὶ ὁμιλεῖ πρὸς αὐτόν, ὅπως ὁμιλεῖ κανεὶς πρὸς τὸν φίλο του, μαθαίνει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ διδάσκει γι’ αὐτὸν ὅλους, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ παντοτινὰ ὧν, ποὺ δὲν μεταβαίνει στὸ μὴ ὅν, ἀλλὰ καὶ καλεῖ τα μὴ ὄντα ὡς ὄντα καὶ παρήγαγε τὰ πάντα ἐκ μὴ ὄντων καὶ δὲν ἀφήνει νὰ ἐκπέσουν πρὸς τὸ μὴ ὅν. Αὐτὸς πρῶτα μόνο μὲ τὸ νεῦμα καὶ τὸ θέλημα παρήγαγε ὅλη τὴν αἰσθητὴ κτήση μεμιᾶς ἐκ μὴ ὄντων, διότι «στὴν ἀρχή», λέγει, «κατεσκεύασε ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ»· ὄχι πάντως ἀδειανὰ οὔτε χωρὶς ὅλα τα ἐνδιάμεσα μεταξύ τους· ἡ γῆ ἦταν ἀνάμικτη μὲ τὸ ὕδωρ, τὸ κάθε μέρος ἦταν γεμάτο μὲ ἀέρα καὶ ζῶα καὶ φυτὰ ὅλων των εἰδῶν, ὁ δὲ οὐρανὸς ἦταν γεμάτος διάφορα φῶτα καὶ λάμψεις, ἀπὸ τὰ ὁποῖα συνίσταται τὸ σύμπαν.
7. Έτσι λοιπὸν ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς στὴν ἀρχὴ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, σὰν ὕλη ποὺ δέχεται τὰ πάντα καὶ δυνάμει φέρει τὰ πάντα, καλῶς ραπίζοντας ἀπὸ μακριὰ ἐκείνους ποὺ κακῶς νομίζουν ὅτι ἡ ὕλη προϋπῆρχε αὐτοτελῶς. Ἔπειτα καλλιεργώντας καὶ στολίζοντας τὸν κόσμο κατένειμε σὲ ἕξι ἡμέρες τὴν κατάλληλη καὶ ἁρμοδία στὸ καθένα τάξη ἀπὸ τὰ προσόντα του ποὺ συμπληρώνουν τὸν κόσμο του· ἐξεχώριζε τὸ καθένα μὲ τὸ πρόσταγμα μόνο καὶ σὰν νὰ ἐξῆγε ἀπὸ κρυφὸ θησαυροφυλάκιο κατὰ εἶδος τὰ φυλαγμένα, διέθετε καὶ συνέθετε μὲ ἄκρα ἁρμονία καὶ προσαρμογὴ τὸ ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο, τὸ καθένα πρὸς τὸ σύνολο καὶ τὰ πάντα πρὸς τὸ καθένα. Στὴν ἀκίνητη γῆ, σὰν σὲ κέντρο, περιέθετε σ’ ἕνα ἀνώτατο κύκλο τὸν ἀεικίνητο οὐρανό, καὶ τὸν συνέδεε πανσόφως μὲ τὰ ἐνδιάμεσα γιὰ νὰ διατηρεῖται ὁ ἴδιος κόσμος ἀκίνητος μαζὶ καὶ κινούμενος· διότι, ἀφοῦ τὰ ἀεικίνητα καὶ πολὺ ταχυκίνητα σώματα ἐτοποθετήθηκαν ἐντελῶς τριγύρω, ἀναγκαστικῶς τὸ ἀκίνητο ἔλαβε τὸν μέσο χῶρο, ἔχοντας τὴ στάση ὡς ἀντίρροπη στὴν κίνησι, ὥστε ἡ παγκόσμια σφαίρα νὰ μὴ μετακινεῖται σὰν κύλινδρος.
8. Κατανέμοντας ὁ ἀριστοτέχνης Θεὸς τὴν κατάλληλη θέση στὸ καθένα ἀπὸ τὰ δύο πέρατα τοῦ σύμπαντος, ἐστερέωσε κι ἐκίνησε εὐκόσμως, θὰ ἐλέγαμε, τοῦτον τὸν κόσμο. Στὰ ἐνδιάμεσα δὲ τῶν περάτων τούτων διανέμει πάλι ὅ,τι ἀνήκει στὸ καθένα· ἄλλα τοποθετεῖ ἐπάνω καὶ τὰ διατάσσει νὰ μετεωροπολοῦν καὶ νὰ κινοῦνται μαζὶ μὲ τὸ ἀνώτατο ὅριό του παντὸς ταυτοχρόνως καὶ πολὺ κοσμίως ὅλον τὸν χρόνο, ὅσα εἶναι ἐλαφρὰ καὶ ἐνεργητικὰ καὶ μετασκευαστικὰ πρὸς ὄφελος τῶν χαμηλοτέρων· εἶναι δὲ τόσο ὑψηλότερα ἀπὸ τὸ μέσο, ὥστε προσαρτημένα γύρω νὰ μποροῦν ἀφ’ ἑνὸς μὲν νὰ μετριάζουν τὴν ὑπερβολὴ τοῦ ψύχους τῶν ἀνωτάτων περάτων κινούμενα αὐτὰ ἀντιστρόφως καὶ νὰ κρατοῦν ἐπιτοπίως κι ἐκεῖνα διὰ τῆς ἀντίστροφης περιστροφῆς, νὰ παρέχουν δὲ σ’ ἐμᾶς ὠφελιμώτατες διαφορὲς ἐτησίων ἐποχῶν καὶ μέτρα χρονικῶν διαστημάτων, καθὼς καὶ γνῶσι γιὰ τοὺς νοήμονές του Θεοῦ ποὺ τὰ ἔκτισε, τὰ διέταξε καὶ τὰ διεκόσμησε.
9. Άλλα λοιπὸν ἐπέβαλε ἄνω σε μετέωρο νὰ περιχορεύουν διπλὰ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, γιὰ χάρι παγκοσμίου κάλλους καὶ πολυειδοῦς ὠφελείας· τὰ δὲ ἄλλα ἐτοποθέτησε κάτω καὶ γύρω ἀπὸ τὸ μέσο, ὅσα ἔχουν βάρος καὶ εἶναι παθητὴς φύσεως, ὅσα εἶναι καμωμένα νὰ γίνωνται καὶ νὰ ξεγίνωνται, διακρινόμενα καὶ συγκρινόμενα, καὶ ὅταν πάσχουν νὰ μεταβάλλωνται περισσότερο πρὸς εὐχρηστία, θέτοντας γιὰ διάκοσμο καὶ αὐτὰ καὶ τὸν μεταξύ τους λόγο, γιὰ νὰ μπορεῖ τὸ σύμπαν νὰ καλῆται κυριολεκτικῶς κόσμος.
10. Έτσι λοιπὸν παρήχθηκε ἕνα πρῶτο ἀπὸ τὰ ὄντα στὴν κτίσι καὶ μετὰ τὸ πρῶτο ἄλλο καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἄλλο καὶ ἔτσι στὴ συνέχεια, ἔπειτα δὲ ἀπὸ ὅλα ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε μεγαλύτερος τιμῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ προνοίας, καὶ πρὶν πλασθεῖ καὶ μετὰ τὴν πλάση, ὥστε καὶ ὁ αἰσθητὸς τοῦτος κόσμος ὅλος νὰ γίνει γι’ αὐτὸν πρὶν ἀπ’ αὐτὸν καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν νὰ ἑτοιμασθεῖ γι’ αὐτὸν πρὶν ἀπὸ αὐτόν, ἀπὸ τὴν θεμελίωση τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ προηγηθεῖ γι’ αὐτὸν βουλή, νὰ πλασθεῖ μὲ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ καὶ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ νὰ μὴ πάρει τὸ σύνολό του ἀπὸ τὴν ὕλη αὐτὴ καὶ ἀπὸ τὸν κόσμο κατ’ αἴσθησι, ὅπως στὰ ἄλλα ζῶα, ἀλλὰ μόνο το σῶμα, ἐνῶ τὴν ψυχὴ ἔλαβε ἀπὸ τὰ ὑπερκόσμια, μᾶλλον δὲ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ μὲ ἀπόρρητο ἐμφύσημα, σὰν κάτι μεγάλο καὶ θαυμαστό, ποὺ ὑπερέχει ὅλων των ἄλλων καὶ ἐποπτεύει στὸ σύνολο κι ἐπιστατεῖ σὲ ὅλα, σὰν κάτι ποὺ εἶναι γνωστικὸ καὶ συγχρόνως δεκτικὸ καὶ ἀποδεικτικό του Θεοῦ· ἐξοχώτερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἀποτέλεσμα τῆς ὑπερβατικῆς μεγαλειότητος τοῦ τεχνίτη. Γι’ αὐτὸ ὡς κατοικία ἔλαβε τὸν παράδεισο, φυτευμένον κι’ αὐτὸν κατὰ ἐξαίρετο τρόπο ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ ἔχει ἐκεῖ θεία θέα καὶ ὁμιλία αὐτοπροσώπως καὶ λάβει σ’ αὐτὸν συμβουλὴ καὶ ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ ὤριζε τὴν ἁρμόζουσα ἐκεῖ νηστεία, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι, ἂν τὴν ἐκρατοῦσε καὶ τὴν διατηροῦσε, θὰ παρέμενε διαπαντὸς ἀθάνατος καὶ ἀκούραστος καὶ ἄλυπος.
11. Αυτός ὅμως, προτιμήσας ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐντολὴ καὶ συμβουλὴ τὴν ἐπιβουλή, ἀλλοίμονο, τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως ἑκουσίως, κατέλυσε τὴν ἐντεταλμένη νηστεία· ἔτσι ἀντὶ τῆς ἀειζωίας λαμβάνει τὸν θάνατο καὶ ἀντὶ τοῦ τόπου τῆς ἄφθαρτης τρυφῆς τὸν πολύπαθο καὶ γεμάτο συμφορὲς τοῦτον τόπο τῆς ἁμαρτίας, μᾶλλον δὲ τὸν Ἅδη, καταδικαζόμενος στὸ ἐκεῖ σκότος. Καὶ θὰ διέμενε ἡ φύσις μας στὰ καταχθόνια κάτω ἀπὸ τὰ κρησφύγετα τοῦ ὄφεως ἐκείνου ποὺ τὸν ἐξαπάτησε στὴν ἀρχή, ἂν δὲν ἐρχόταν ὁ Χριστός, ποὺ ἀρχίζοντας ἀπὸ νηστεία κατήργησε στὸ τέλος τὴν τυραννίδα του, ἐμᾶς δὲ ἐλευθέρωσε καί, ἀναζωοποίησε, πράγμα ποὺ προεῖπε καὶ ὁ Μωϋσῆς· διότι αὐτός, νηστεύοντας ἐπάνω ἐκεῖ στὸ ὅρος, δέχεται τὶς θεοτευκτες πλάκες καὶ τὸν νόμο πάλι γραμμένο μὲ τὸ δάκτυλο τοῦ Θεοῦ σὲ δεύτερες πλάκες, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ἐκπαιδεύοντας τότε τὸν ἱερὸ λαὸ προετύπωσε καὶ προϋπέδειξε ἐμπράκτως ὅλα τα τοῦ Χριστοῦ, ἀναδειχθεῖς ἐλευθερωτὴς καὶ σωτὴρ τοῦ Ἀβραμιαίου γένους, ὅπως ὁ Χριστὸς ὕστερά του ἀνθρωπίνου γένους.
12. Ο δὲ Ἠλίας, ποὺ κι αὐτὸς ἐνήστευσε σαράντα ἡμέρες, βλέπει τὸν Θεὸ ἐπάνω στὸ ὅρος ὄχι σὲ πῦρ, ὅπως πρωτύτερα ἡ γερουσία τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά, ὑπερβαίνοντας τὴν θέα σὲ πῦρ διὰ τῆς θεάρεστης νηστείας, βλέπει τὸν Κύριο σὲ φωνὴ διερχόμενης λεπτῆς αὔρας, ἀφοῦ ἦλθε πλησιέστερα στὴ δεσποτικὴ φωνὴ ποὺ λέγει, «ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα κι oι προσκυνηταὶ τοῦ πρέπει νὰ τὸν προσκυνοῦν κατὰ Πνεῦμα καὶ ἀλήθεια». Ἡ μὲν φωνὴ προδιετύπωσε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ κήρυγμα τῆς αὐτοαληθείας ποὺ ἀντήχησε σὲ ὅλα τα πέρατα τῆς οἰκουμένης, ἡ δὲ διερχομένη αὔρα τὸ Πνεῦμα καὶ τὴ χάρι.
13. Αλλά ἀπὸ τὴν θέα διὰ τῆς νηστείας ὁ Ἠλίας λαμβάνει καὶ δύναμι νὰ χρίσει ἀντὶ αὐτοῦ προφήτην καὶ νὰ παράσχει σ’ αὐτὸν διπλὴ τὴ χάρη ποὺ κατεῖχε ὁ ἴδιος καὶ νὰ ὑψωθεῖ μετέωρος ἀπὸ τὴ γῆ, ποὺ ἦταν σαφὴς προτύπωσις τῆς γενομένης ὕστερα ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανό. Ὁ δὲ Χριστὸς ὁ ἴδιος νηστεύοντας στὴν ἔρημο νικᾶ κατὰ κράτος τὸν κοινὸ πειραστὴ καί, ἀφοῦ κατέλυσε τὴ δύναμη τούτου κατὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ καθήρεσε τελείως τὴν τυραννίδα του, ἐλευθερώνει τὴν φύση μας καὶ προβάλλει τοῦτον σὰν παιγνίδι σ’ ὅλους ὅσοι θέλουν νὰ ζοῦν κατὰ τὸ εὐαγγέλιό του, ἐκπληρώνει τὶς προρρήσεις τῶν προφητῶν καὶ στὰ ἀπὸ ἐκείνους προτυπωτικῶς γενόμενα ἐπιγράφει μὲ ἔργα τὴν χάρι καὶ τὴν ἀλήθεια.
14. Βλέπετε τὰ δῶρα τῆς νηστείας καὶ διὰ ποιῶν μέσων καὶ ποιῶν καὶ ὅσων ἀγαθῶν μας ἀξίωσε; ‘Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἀντίθετό της, δηλαδὴ τὴν ἀδηφαγία καὶ τὴν ἀκρασία, εἶναι δυνατὸ νὰ φανεῖ ἡ ὠφέλειά της. Πραγματικὰ κατὰ τὶς δύο περασμένες ἑβδομάδες ἐκυριαρχοῦσε στὴν πόλι ἡ ἀδηφαγία καὶ ἡ ἀκρασία, κι ἕπονταν εὐθὺς ταραχὲς καὶ κραυγές, μάχες καὶ θόρυβοι, ἄσματα πορνικὰ καὶ χορεύματα σατανικὰ καὶ ἄσεμνοι γέλωτες. Τώρα ὅμως ἐμφανίσθηκε ἡ νηστεία καὶ μετέτρεψε τὰ πάντα πρὸς τὸ σεμνότερο· ἐκβάλλοντάς μας ἀπὸ τὶς πολυδάπανες φροντίδες τῆς ματαιότητος καὶ παύοντας τὸν μόχθο ὑπὲρ τῆς καταργούμενης κοιλίας, μᾶς μετέστησε στὰ ἔργα τῆς μετανοίας καὶ μᾶς ἔπεισε νὰ μὴ ἐργαζώμαστε τὴν βρώση ποὺ χάνεται, ἀλλὰ τὴν βρώση ποὺ παραμένει στὴν αἰώνια ζωή.
15. Που εἶναι τώρα οἱ σφαγὲς τῶν ἀλόγων ζώων καὶ οἱ κνίσσες, τὰ παντοειδῆ καρυκεύματα καὶ τὰ εὐρήματα τῶν μαγείρων; Ποῦ εἶναι αὐτοὶ ποὺ τριγυρίζουν τοὺς δρόμους καὶ μιαίνουν τὸν ἀέρα μὲ ἀνόσιες φωνές; Ποῦ εἶναι αὐτοὶ ποὺ γυροκτυποῦν καὶ αὐλίζονται σὲ οἴκους καὶ τράπεζες, αὐτοὶ ποὺ παρακάθηνται καὶ συνθορυβοῦν καὶ γεμίζουν τὴν κοιλιά τους ἀπὸ τὰ προκείμενα μὲ τύμπανα καὶ αὐλοὺς ἀκρατῶς; Ποῦ εἶναι αὐτοὶ ποὺ διημερεύουν καὶ διανυκτερεύουν σὲ συμπόσια, ποὺ διερευνοῦν ποὺ γίνεται πότος, ποὺ παίρνουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον σὲ μεθύσια καὶ στὶς αἰσχρουργίες ποῦ προκαλοῦνται ἀπὸ τὴ μέθη; Ὅλα τα κακὰ ἔχουν φύγει, ὅλα τα ἀγαθὰ ἦλθαν ἀντὶ αὐτῶν, μόλις ἔφθασε ἡ νηστεία. Ἀντὶ τῶν βδελυρῶν ἀσμάτων τώρα μελωδεῖται μὲ τὸ στόμα ἱερὸς ψαλμός· ἀντὶ τῶν ἀσέμνων γελώτων τώρα ἐπικρατοῦν σωτηριώδης κατήφεια καὶ δάκρυα· ἀντὶ τῶν ἀτάκτων δρόμων καὶ περιδρόμων τώρα ὑπάρχει ἕνας κοινὸς δρόμος πρὸς τὴν ἱερὰ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως δηλαδὴ ἡ γαστριμαργία βλαστάνει τὸν πολυπληθῆ ἑσμὸ τῶν ἁμαρτημάτων, ἔτσι ἡ νηστεία εἶναι ρίζα ὅλων των ἀρετῶν καὶ ἀρχὴ τῶν θείων ἐντολῶν.
16. Πραγματικά ἡ ἀκρασία εἶναι μαζὶ παλαιὸ καὶ νέο κακό, ἂν καὶ δὲν προηγεῖται τῆς ἀντίστοιχης νηστείας οὔτε κατὰ χρόνο. Ἐξ αἰτίας τῆς ἀκρασίας τῶν προπατόρων στὸν παράδεισο καὶ τῆς ἐκεῖ ὑπεροψίας ἀπὸ τὴν προγενέστερη νηστεία εἰσῆλθε στὸν κόσμο ὁ θάνατος κι ἐβασίλευσε ἡ ἁμαρτία ποὺ ἐπέφερε τὴν καταδίκη της φύσεώς μας ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ μέχρι τοῦ Χριστοῦ. Ἐξ αἰτίας τῆς ἀκρασίας τῶν ἀπογόνων του Ἀδὰμ στὴν οἰκουμένη μας καὶ τῆς ὑπεροψίας ἀπὸ τὴν προηγούμενη σοφροσύνη ἐπῆλθε σ’ ὅλη τὴ γῆ ὁ κατακλυσμός· διότι τί λέγει τότε πρὸς τὸν Νῶε ὁ Θεός; «Δὲν θὰ παραμείνει τὸ πνεῦμα μου σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ἐξ αἰτίας του ὅτι εἶναι σάρκες». Ποιὸ δὲ εἶναι τὸ ἔργο τῶν κατασαρκωμένων; Δὲν εἶναι ἡ γαστριμαργία καὶ μέθη καὶ τρυφὴ καὶ τὰ κακὰ ποῦ προέρχονται ἀπὸ αὐτά; Ἐξ αἰτίας τῆς ἀνοσίας σπατάλης καὶ ἀκρασίας στὰ Σόδομα ἔπεσε σ’ αὐτοὺς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὁ ἐμπρησμός· τοῦτο πραγματικά, λέγει ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ, ἦταν τὸ ἀνόμημα τῶν Σοδόμων, ὅτι ἐσπαταλοῦσαν πλῆθος τροφῶν. Ἔχοντας ἀγνοήσει τὴν φύση λόγω αὐτῆς τῆς σπατάλης ἐγλύστρησαν στὶς παρὰ φύση μίξεις. Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐστέρησε τὸν πρωτότοκο υἱὸ τοῦ Ἰακὼβ τῶν πρωτοτοκίων καὶ τὸν ἐξέβαλε ἀπὸ τὴν πατρικὴ εὐχή; Δὲν εἶναι ἡ λαγνεία καὶ ἡ παράλογη ἀπαίτησις τροφῶν; Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κατεδίκασε σὲ θάνατο τοὺς υἱοὺς τοῦ ἀρχιερέως Ἠλεῖ καὶ τὸν ἔκανε νὰ χάσει τὴ ζωὴ τοῦ βιαίως μαζὶ μὲ τὴν ἀγγελία τοῦ θανάτου τῶν παιδιῶν του, τὰ ὁποῖα δὲν ἐξεπαίδευσε μὲ τὴν προσήκουσα ἐπιμέλεια; Δὲν εἶναι ἡ ἄκαιρη ἀφαίρεσις τῶν κρεάτων ἀπὸ τοὺς λέβητες καὶ χρησιμοποίησίς των; Ἀλλὰ καὶ ὅλο το γένος τῶν Ἑβραίων, ὅταν ὁ Μωυσῆς ἐνήστευε γιὰ χάρη τοὺς ἐπάνω στὸ ὅρος, διασκεδάζοντας σὲ βάρος ἑαυτῶν, τρώγοντας καὶ πίνοντας, ἄρχισαν νὰ παίζουν, κατὰ τὸ γεγραμμένο, καὶ τὸ παιγνίδι τοὺς ἦταν ἡ προσκύνησις εἰδώλου· διότι τότε συνέβη σ’ αὐτοὺς ἡ κατασκευὴ τοῦ μόσχου.
17. Έτσι ἡ τρυφὴ δὲν εἶναι αἴτιο μόνο της ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀσεβείας. Ἑπομένως καὶ ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐγκράτεια συντελοῦν ὄχι μόνο πρὸς τὴν ἀρετή, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν θεοσέβεια. Διότι πρέπει νὰ ὑπάρχει μαζὶ μὲ τὴ νηστεία ἡ ἐγκράτεια. Γιατί; Διότι καὶ ὁ κόρος τῶν εὐτελῶν τροφῶν ἐμποδίζει τὸ καθάρσιο πένθος καὶ τὴν κατὰ Θεὸ λύπη στὴν ψυχὴ καὶ τὴν κατάνυξη, ἡ ὁποία κατεργάζεται τὴν σταθερὴ μετάνοια γιὰ τὴν σωτηρία· διότι χωρὶς συντετριμμένη καρδιὰ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπυληφθεῖ κανεὶς ἀληθῶς τῆς μετανοίας. Συντρίβει δὲ τὴν καρδία καὶ τὴν φέρει νὰ πενθεῖ τὶς ἁμαρτίες της ἡ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μείωσις τῆς τροφῆς καὶ τοῦ ὕπνου καὶ τῶν αἰσθήσεων.
18. Όπως λοιπὸν ὁ πλούσιος ἐκεῖνος στὸ εὐαγγέλιο, λέγοντας στὸν ἑαυτό του, φάγε, πίε, εὐφραίνου, κατέστησε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ὁ ἄθλιος ἄξιό της αἰωνίας φλόγας, ἀνάξιον δὲ καὶ τῆς παρούσης ζωῆς, ἔτσι ἐμεῖς, ἀδελφοί, ἃς εἰποῦμε ἀντιστρόφως στοὺς ἑαυτούς μας νὰ ἐγκρατευώμαστε καὶ νὰ νηστεύωμε, νὰ γρηγοροῦμε καὶ νὰ συμμαζευώμαστε, νὰ ταπεινωνώμαστε καὶ νὰ κακοπαθοῦμε χάρη τῆς σωτηρίας μας· διότι ἔτσι καὶ τὴν παροῦσα ζωὴ θὰ διανύσωμε καλῶς καὶ θεοφιλῶς καὶ τὴν αἰωνία εὐζωία θὰ κληρονομήσωμε.
19. Αυτήν εἴθε νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς μὲ τὴν χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν ὁποῖο πρέπει δόξα, κράτος, τιμὴ καὶ προσκύνησις μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε, καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
——————————————————————–
πηγή: Γρηγορίου Παλαμᾶ ἔργα, τόμος 9, Πατερικαὶ ἐκδόσεις “Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς”, μτφρ. Παναγιώτης Κ. Χρήστου