(Γι’ αὐτοὺς ποὺ ἀπὸ τὴ δική τους ἀπειρία καὶ τὴν ἀπείθειά τους στοὺς Ἁγίους, ἀπορρίπτουν τὶς μυστικὲς ἐνέργειες τοῦ Πνεύματος, οἱ ὁποῖες, μὲ τρόπο ποὺ ὑπερβαίνει τὸ λόγο, ἐνεργοῦνται σὲ ὅσους ζοῦν πνευματικὰ καὶ φανερώνονται μὲ ἔργα, χωρὶς ν’ ἀποδεικνύονται μὲ λόγια).
Τὰ δόγματα ποὺ τώρα πιὰ εἶναι κοινοποιημένα καὶ γνωστὰ σὲ ὅλους καὶ κηρύττονται δημόσια, ἦταν τὰ μυστήρια τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, τὰ ὁποῖα μόνον οἱ Προφῆτες προέβλεπαν ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα.
Τὰ δὲ ὑποσχεμένα στοὺς Ἁγίους ἀγαθὰ κατὰ τὸν μέλλοντα αἰώνα, εἶναι τὰ μυστήρια τῆς εὐαγγελικῆς πολιτείας, τὰ ὁποῖα τώρα γίνονται ὁρατὰ ὡς ἕνα σημεῖο καὶ δίνονται σὰν ἀρραβώνας μόνο σὲ ὅσους ἀξιώθηκαν ἀπὸ τὸ Πνεῦμα νὰ τὰ βλέπουν.
Ἀλλὰ τότε, ἂν κανεὶς Ἰουδαῖος δὲν ἄκουγε μ’ εὐχαριστία τοὺς Προφῆτες νὰ μιλοῦν γιὰ Λόγο καὶ Πνεῦμα Θεοῦ συναιώνια καὶ προαιώνια, μποροῦσε νὰ κλείσει τ’ αὐτιά του, πιστεύοντας πὼς ἀκούει λόγια ἀπαγορευμένα στὴν εὐσεβῆ πίστη καὶ ἀντίθετα στὴ διακήρυξη ποὺ δίδασκε τοὺς εὐσεβεῖς ὅτι· «Ὁ Κύριος ὁ Θεός σου, εἶναι ἕνας Κύριος»(Δεύτ. 6, 4).
Ἔτσι καὶ τώρα μπορεῖ νὰ πάθει κανείς, ἂν δὲν ἀκούει μὲ εὐλάβεια τὰ μυστήρια τοῦ Πνεύματος ποὺ εἶναι γνωστὰ μόνο σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν καθαρθεῖ διὰ μέσου της ἀρετῆς. Ἀλλὰ ὅπως ἔπειτα ἡ πραγματοποίηση ἐκείνων τῶν προφητειῶν ἔδειξέ τα τότε μυστήρια σύμφωνα μὲ ὅσα ἔγιναν φανερὰ καὶ τώρα πιστεύομε Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ Ἅγιο Πνεῦμα, θεότητα τρισυπόστατη, μία φύση ἁπλή, ἀσύνθετη, ἄκτιστη, ἀόρατη, ἀχώρητη στὸ νοῦ, ἔτσι καὶ ὅταν ἀποκαλυφθεῖ στὸν ὁρισμένο καιρὸ ὁ μέλλων αἰώνας κατὰ τὴν ἀνέκφραστη φανέρωση τοῦ ἑνὸς Θεοῦ ποὺ ἔχει τρεῖς τέλειες Ὑποστάσεις, τότε θὰ φανερωθοῦν τὰ μυστήρια σύμφωνα σὲ ὅλα μὲ τὰ φανερά.
Πρέπει ὅμως νὰ προσέξομε καὶ τοῦτο· ὅτι δηλαδή, ἂν καὶ ἀργότερα φανερώθηκε στὰ πέρατα τῆς γῆς τὸ δόγμα τῶν τριῶν Ὑποστάσεων τῆς θεότητας, χωρὶς νὰ ἀναιρεῖ καθόλου τὴν ἔννοια τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, ἐντούτοις στοὺς Προφῆτες ἐκείνους ἦταν μὲ ἀκρίβεια γνωστὸ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἔκβαση τῶν πραγμάτων, καὶ τὸ παραδέχονταν ἄνετα ὅσοι τότε πείθονταν στὰ λόγια τῶν Προφητῶν.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, οὔτε τώρα ἀγνοοῦμε τὰ δόγματα τῆς χριστιανικῆς μας ὁμολογίας, κι ἐκεῖνα ποὺ κηρύττονται φανερά, κι ἐκεῖνα ποὺ ἀποκαλύπτονται μυστικὰ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα στοὺς ἀξίους. Ἄλλοι δὲν τὰ ἀγνοοῦν γιατί μυήθηκαν σ’ αὐτὰ ἀπὸ τὴν ἴδια τοὺς τὴν πείρα, ὅσοι δηλαδὴ ἀπαρνήθηκαν καὶ χρήματα καὶ δόξα τῶν ἀνθρώπων καὶ κακὲς ἡδονὲς τοῦ σώματος γιὰ χάρη τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς, καὶ δὲν ἔμειναν μόνο σ’ αὐτό, ἀλλὰ καὶ βεβαίωσαν αὐτὴ τὴν ἀπάρνηση μὲ τὴν ὑποταγή τους στοὺς προχωρημένους στὴν κατὰ Χριστὸν ἡλικία.
Ἀφοῦ δηλαδὴ σχόλασαν στὸν ἑαυτό τους καὶ στὸ Θεὸ ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ κάθε φροντίδα μὲ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν εἰλικρινῆ προσευχή, ξεπέρασαν τὸν ἑαυτό τους κι ἑνώθηκαν μὲ τὸ Θεό, καὶ μὲ τὴ μυστικὴ καὶ ὑπὲρ νοῦν ἕνωση μαζί Του μυήθηκαν στὰ ὑπὲρ νοῦν μυστήρια. Ἄλλοι πάλι τὰ ἔμαθαν μὲ τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς αὐτούς.
Ἔτσι λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἀκούγοντας τὸν Μέγα Διονύσιο, στὴ δεύτερη πρὸς Γάιον ἐπιστολή του, νὰ ὀνομάζει τὴ θεοποιὸ χάρη τοῦ Θεοῦ θεότητα, θεαρχία καὶ ἀγαθαρχία, συμπεραίνομε ὅτι ὁ Θεὸς ποὺ παρέχει αὐτὴ τὴ χάρη στοὺς ἀξίους, εἶναι πάνω ἀπὸ αὐτὴ τὴ “θεότητα” (τὴ θεοποιὸ χάρη)· γιατί ὁ Θεὸς δὲν πάσχει πολλαπλασιασμό, οὔτε μιλάει κανεὶς ἔτσι γιὰ δύο θεότητες. Ἀλλὰ ἡ θεοποιὸς αὐτὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀποφαίνεται ὁ θεῖος Μάξιμος γράφοντας περὶ τοῦ Μελχισεδέκ, εἶναι ἄκτιστη καὶ ὑπάρχει πάντοτε, προερχόμενη ἀπὸ τὸν αἰώνιο Θεό.
Ὁ ἴδιος πάλι, σὲ πολλὰ ἄλλα μέρη, τὴν ὀνομάζει ἀγέννητο καὶ ἐνυπόστατο φῶς ποὺ φανερώνεται στοὺς ἀξίους ὅταν γίνουν ἄξιοί του, ἀλλὰ ποὺ δὲ γίνεται βέβαια τότε. Αὐτὸ τὸ φῶς ὁ ἴδιος το ὀνομάζει φῶς τῆς ὑπερανέκφραστης δόξας καὶ καθαρότητα τῶν Ἀγγέλων. Ἐνῶ ὁ Μέγας Μακάριος το ὀνομάζει τροφὴ τῶν ἀσωμάτων, δόξα τῆς θείας φύσεως, καλλονὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, φωτιὰ θεϊκὴ καὶ ἐπουράνια, φῶς ἄρρητο καὶ νοερό, ἀρραβώνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἁγιαστικὸ ἔλαιο ἀγαλλιάσεως(Ψάλμ. 44, 8).
Ὅποιος λοιπὸν συναριθμεῖ μὲ τοὺς Μασσαλιανοὺς καὶ ἀποκαλεῖ διθεΐτες ἐκείνους ποὺ λένε ἄκτιστη καὶ ἀγέννητη καὶ ἐνυπόστατη τὴ θεοποιὸ αὐτὴ χάρη τοῦ Θεοῦ —ἂν ὑπάρχει κανένας τέτοιος—, αὐτὸς ἃς γνωρίζει ὅτι ἀντιτάσσεται στοὺς Ἁγίους του Θεοῦ, καὶ ὅτι ἂν δὲ μετανοήσει, βγάζει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν μερίδα τῶν σωζόμενων καὶ ξεπέφτει ἀπὸ τὸν ἕνα καὶ μόνο ἀπὸ τὴ φύση Τοῦ Θεὸ τῶν Ἁγίων.
Ὅποιος πάλι, ἐνῶ πιστεύει καὶ πείθεται καὶ συμφωνεῖ μὲ τοὺς Ἁγίους καὶ δὲν προφασίζεται “προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις”(Ψάλμ. 140, 4), ἀγνοεῖ τὸν τρόπο τοῦ μυστηρίου, ἀλλὰ παρὰ τὴν ἄγνοιά του δὲν ἀπορρίπτει ὅ,τι λέγεται φανερά, αὐτὸς ἃς μὴν ἀπαξιώνει νὰ ζητεῖ καὶ νὰ μαθαίνει ἀπὸ ἐκείνους ποὺ γνωρίζουν. Γιατί θὰ μάθει ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἀνακόλουθο στὰ θεία λόγια καὶ πράγματα, καὶ μάλιστα στὰ βασικότατα ποὺ χωρὶς αὐτὰ τίποτε μὲ κανένα τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, οὔτε κανένα γενικὰ θεοπρεπὲς μυστήριο.
Ὅποιος ἀποφαίνεται ὅτι ἡ τέλεια ἕνωση μὲ τὸ Θεὸ γίνεται μὲ τὴ μίμηση μόνο καὶ τὴ σχέση μαζί Του, χωρὶς τὴ θεοποιὸ χάρη τοῦ Πνεύματος, ὅπως δηλαδὴ συμβαίνει μεταξὺ ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν τὶς ἴδιες συνήθειες καὶ ἀλληλοαγαπῶνται, καὶ θεωρεῖ τὴ θεοποιὸ χάρη τοῦ Θεοῦ μιὰ ἕξη τῆς λογικῆς φύσεως ποὺ ἀποκτᾶται μόνο μὲ τὴ μίμηση καὶ ὄχι μὲ ὑπερφυσικὴ ἔλλαμψη καὶ ἀπόρρητη θεία ἐνέργεια, τὴν ὁποία οἱ ἄξιοι βλέπουν ἀοράτως καὶ νοοῦν ἀπερίληπτα ἀπὸ νοῦ, αὐτὸς ἃς γνωρίζει ὅτι χωρὶς νὰ ξέρει ἔπεσε στὴν πλάνη τῶν Μασσαλιανῶν.
Γιατί κατὰ πάσα ἀναγκαιότητα θὰ εἶναι φύσει θεὸς ὁ θεούμενος, ἂν ἡ θέωση γίνεται κατὰ φυσικὴ δύναμη καὶ περιέχεται μέσα στοὺς ὅρους τῆς φύσεως. Ἃς μὴν προσπαθεῖ λοιπὸν αὐτὸς τὴ δική του πλάνη νὰ τὴν προσάψει σ’ ἐκείνους ποὺ στέκονται μὲ ἀσφάλεια καὶ νὰ προξενήσει μῶμο στοὺς ἀμώμητους στὴν πίστη.
Ἀλλὰ ἃς ἀποθέσει τὴ μεγάλη ἰδέα του κι ἃς μάθει ἀπὸ τοὺς πεπειραμένους ἢ ἀπὸ τοὺς μαθητές τους, ὅτι ἡ χάρη τῆς θεότητας εἶναι τελείως ἀπερίληπτη καὶ δὲν ὑπάρχει καμία δύναμη στὴ φύση ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ τὴ δεχτεῖ, γιατί τότε δὲ θὰ εἶναι πλέον χάρη, ἀλλὰ φανέρωση τῆς ἐνέργειας μιᾶς φυσικῆς δυνάμεως.
Ὁπότε δὲ θὰ ἦταν κάτι παράδοξο ἡ θέωση, ἂν γινόταν μὲ μία δύναμη ποὺ εἶναι δεκτικὴ θεώσεως· γιατί τότε ἡ θέωση δικαιολογημένα θὰ ἦταν ἔργο τῆς φύσεως καὶ ὄχι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ μποροῦσε ὁ θεωμένος νὰ εἶναι φύσει θεὸς καὶ νὰ ὀνομάζεται ἔτσι κυριολεκτικά. Γιατί ἡ φυσικὴ δύναμη τῶν ὄντων δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἀπαράβατη κίνηση τῆς φύσεως πρὸς ἐνέργεια.
Πῶς ὅμως ἡ θέωση βγάζει τὸν θεούμενο ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἂν ἡ ἴδια περιλαμβάνεται ἀκόμη μέσα στὰ ὅρια τῆς φύσεως, δὲν μπορῶ νὰ ἐννοήσω. Ἑπομένως, ἡ χάρη τῆς θεώσεως εἶναι πάνω ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ γνώση, καὶ ὅλα αὐτὰ κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο εἶναι ἀπείρως κατώτερά της. Γιατί ὅλη ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ μίμηση τοῦ Θεοῦ ποὺ μποροῦμε νὰ ἐπιτύχομε, κάνει κατάλληλο τὸν ἐνάρετο γιὰ τὴ θεία ἕνωση.
Ἡ χάρη ὅμως τελεσιουργεῖ τὴν ἴδια τὴν ἀπόρρητη ἕνωση. Διὰ μέσου αὐτῆς ὁλόκληρος ὁ Θεὸς περιχωρεῖ ὁλόκληρούς τους ἀξίους, καὶ ὁλόκληροι οἱ Ἅγιοι περιχωροῦν ὁλικὰ ὁλόκληρο τὸν Θεό, παίρνοντας ὅλο το Θεὸ στὴ θέση τοῦ ἐαυτοῦ τους κι ἀποκτώντας τὸν ἴδιο το Θεὸ μόνο ὡς βραβεῖο τῆς ἀναβάσεώς τους πρὸς Αὐτόν, ἑνωμένο μαζί τους ὡς μὲ δικά Του μέλη, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἡ ψυχὴ περιπλέκεται στὸ σῶμα, ἀφοῦ ὁ ἴδιος τους ἀξίωσε νὰ εἶναι μέσα σ’ Αὐτόν.
Ὅποιος ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι Μασσαλιανοὶ ἐκεῖνοι ποὺ λένε ὅτι ὁ νοῦς ἑδρεύει στὴν καρδιὰ ἢ στὸν ἐγκέφαλο, αὐτὸς ἃς γνωρίζει ὅτι κακῶς ἐπιτίθεται ἐναντίον τῶν Ἁγίων. Γιατί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέει ὅτι τὸ λογικὸ μέρος τῆς ψυχῆς εἶναι μέσα στὸν ἐγκέφαλο, ἐνῶ ὁ ἐξίσου μέγας Μακάριος, ὅτι στὴν καρδιὰ εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ.
Σύμφωνοι μὲ αὐτοὺς εἶναι σχεδὸν καὶ ὅλοι oι Ἅγιοι. Αὐτὸ ποὺ λέει ὁ θεῖος Γρηγόριος Νύσσης, ὅτι ὁ νοῦς δὲν εἶναι οὔτε μέσα οὔτε ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα, ὡς ἀσώματος, δὲν εἶναι ἀντίθετο στὴ γνώμη ἐκείνων τῶν Ἁγίων. Ἐκεῖνοι λένε ὅτι ὁ νοῦς εἶναι μέσα στὸ σῶμα, ἐπειδὴ εἶναι ἑνωμένος μὲ αὐτό. Διατυπώνοντας λοιπὸν τοῦτο διαφορετικά, ἐλάχιστα διαφέρουν ἀπὸ ἐκεῖνον.
Γιατί δὲν ἀντίκειται μήτε σ’ ἐκεῖνον ποὺ λέει ὅτι τὸ θεῖο, ὡς ἀσώματο, δὲ βρίσκεται σὲ κάποιον τόπο, ἐκεῖνος ποὺ λέει ὅτι κάποτε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ κατοίκησε μέσα στὴν παρθενικὴ καὶ πανάμωμη μήτρα, ἑνωμένος ἐκεῖ ὑπερλογὰ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀπὸ ἀνείπωτη φιλανθρωπία.
Ὅποιος λέει φάντασμα καὶ σύμβολο τὸ φῶς ποὺ ἄστραψε γύρω ἀπὸ τοὺς Μαθητὲς στὸ ὅρος Θαβὼρ(Ματθ. 17, 1-2), τέτοιο ποὺ νὰ γίνεται καὶ νὰ χάνεται, κι ὄχι ὅτι ὑπάρχει καθαυτὸ καὶ εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε νόηση, ἂλλ’ ὅτι εἶναι ἐνέργεια κατώτερή της νοήσεως, αὐτὸς ἀντιλέγει καθαρὰ στὶς γνῶμες τῶν Ἁγίων.
Γιατί οἱ Ἅγιοί το ὀνομάζουν, τόσο στοὺς θείους ὕμνους, ὅσο καὶ στὰ συγγράμματά τους, ἀπόρρητο, ἄκτιστο, αἰώνιο, ἄχρονο, ἀπρόσιτο, ἄπλετο, ἄπειρο, ἀπεριόριστο, ἀθέατο σὲ Ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, ἀρχέτυπο καὶ ἀναλλοίωτο κάλλος, δόξα τοῦ Θεοῦ, δόξα τοῦ Χριστοῦ, δόξα τοῦ Πνεύματος, ἀκτίνα τῆς θεότητας καὶ τὰ ὅμοια.
Ἡ σάρκα τοῦ Χριστοῦ δοξάστηκε ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ Αὐτὸς τὴν προσέλαβε, καὶ ἡ δόξα τῆς θεότητας ἔγινε δόξα τοῦ σώματος. Ἀλλὰ ἡ δόξα ἦταν ἀφανὴς στὸ φαινόμενο σῶμα γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν χωροῦν αὐτὰ ποὺ καὶ στοὺς Ἀγγέλους εἶναι ἀθέατα. Μεταμορφώνεται λοιπόν, ὄχι παίρνοντας κάτι ποὺ δὲν ἦταν, οὔτε μεταβαλλόμενος σὲ κάτι ποὺ δὲν ἦταν, ἀλλὰ φανερώνοντας στοὺς Μαθητὲς ἐκεῖνο ποὺ πράγματι ἦταν, ἀνοίγοντας τὰ μάτια τους καὶ ἀπὸ τυφλοὺς κάνοντάς τους νὰ βλέπουν.
Ἐνῶ Αὐτὸς δηλαδὴ ἔμενε ὁ ἴδιος, φαινόταν τώρα στοὺς Μαθητὲς διαφορετικὸς ἀπ’ ὅ,τι φαινόταν πρὶν γιατί Αὐτὸς εἶναι τὸ ἀληθινὸ φῶς(Ἰω. 1, 9), τὸ ὠράϊσμα τῆς θείας δόξας, καὶ τώρα ἔλαμψε ὅπως ὁ ἥλιος. Εἶναι ἀμυδρὴ αὐτὴ ἡ εἰκόνα, ἀλλὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ εἰκονίζεται δίχως ἔλλειψη τὸ ἄκτιστο μέσα στὴν κτίση.
Ὅποιος λέει ὅτι μόνο ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, ὄχι ὅμως καὶ οἱ αἰώνιες ἐνέργειές Του, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὅλες ὁ Θεὸς εἶναι ἀνώτερος, γιατί εἶναι Αὐτὸς ποὺ ἐνεργεῖ ὅλα ὅσα ἐνεργοῦνται, ἃς ἀκούσει τί λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος: «Ὅλα τα ἀθάνατα καὶ ἡ ἴδια ἡ ἀθανασία, καὶ ὅλα τα ζῶντα καὶ ἡ ἴδια ἡ ζωή, καὶ τὰ ἅγια ὅλα καὶ ἡ ἴδια ἡ ἁγιότητα, καὶ ὅλα τα ἐνάρετα καὶ ἡ ἴδια ἡ ἀρετή, καὶ τὰ ἀγαθὰ ὅλα καὶ ἡ ἴδια ἡ ἀγαθότητα, καὶ τὰ ὄντα ὅλα καὶ ἡ ἴδια ἡ ὀντότητα ὁλοφάνερα εἶναι ἔργα τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ τὰ πρῶτα ἔχουν χρονικὴ ἀρχὴ ὑπάρξεως, γιατί κάποτε δὲν ὑπῆρχαν, ἐνῶ τὰ ἄλλα δὲν ἔχουν χρονικὴ ἀρχή, γιατί δὲν ὑπάρχει καιρὸς ποὺ δὲν ὑπῆρχαν ἡ ἀρετή, ἡ ἀγαθότητα, ἡ ἁγιότητα, ἡ ἀθανασία». Καὶ πάλι: «Ἡ ἀγαθότητα καὶ ὅ,τι περιλαμβάνεται στὴν ἔννοια τῆς ἀγαθότητας, καὶ γενικὰ κάθε ζωὴ καὶ ἀθανασία καὶ ἁπλότητα καὶ σταθερότητα καὶ ἀπειρία καὶ ὅσα θεωροῦνται σχετικὰ μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἔχουν χρονικὴ ἀρχή.
Ποτέ, ἃς ποῦμε, δὲν προηγήθηκε τῆς ἀρετῆς ἡ ἀνυπαρξία, οὔτε κανενὸς ἄλλου ἀπ’ ὅσα ἀναφέραμε, καὶ ἂν ἀκόμη ἐκεῖνα ποὺ μετέχουν σ’ αὐτὰ ἔχουν χρονικὴ ἀρχή. Γιατί κάθε ἀρετὴ εἶναι ἄναρχη καὶ δὲν εἶναι ὁ χρόνος ἀρχαιότερός της, ἐπειδὴ μόνος γεννήτοράς της εἶναι αἰώνια ὁ Θεός. Καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρες φορὲς ἄπειρα ἔξω ἀπ’ ὅλα τα ὄντα, καὶ ὅσα μετέχονται καὶ ὅσα μετέχουν».
Ἃς μαθαίνει λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ ὅτι δὲν ὑπόκεινται στὸ χρόνο ὅλα ὅσα ἔλαβαν ὑπόσταση ἀπὸ τὸ Θεό. Μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἄναρχα, χωρὶς ν’ ἀναιροῦν καθόλου τὴν ἔννοια τῆς μόνης φύσει ἄναρχης καὶ τριαδικῆς Μονάδας καὶ τῆς ὑπερλογης ἁπλότητάς Της. Ἡ ἀπόλυτη αὐτὴ ἀμέρεια τοῦ Θεοῦ ἔχει σὰν ἀμυδρή της εἰκόνα τὸ νοῦ, ὁ ὁποῖος καθόλου δὲν εἶναι σύνθετος, παρὰ τὶς ἔμφυτες νοήσεις του.
Ὅποιος δὲν παραδέχεται τὶς πνευματικὲς καταστάσεις ποὺ ἀποτυπώνονται ἀπὸ τὰ πνευματικὰ χαρίσματα τῆς ψυχῆς στὸ σῶμα ἐκείνων ποὺ προκόβουν κατὰ Θεόν, καὶ ὀνομάζει ἀπάθεια τὴν ἕξη τῆς νεκρώσεως τοῦ παθητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὴν ἕξη τῆς ἐνέργειας πρὸς τὰ ἀνώτερα, μὲ ὁλικὴ ἀποστροφὴ τῶν κακῶν καὶ στροφὴ πρὸς τὰ καλά, μὲ ἀποβολὴ τῶν κακῶν ἕξεων καὶ ἀπόκτηση τῶν ἀγαθῶν, αὐτός, σύμφωνα μὲ τὴ γνώμη τοῦ αὐτή, ἀρνεῖται καὶ τὴ ζωὴ τῶν ὄντων μὲ σῶμα κατὰ τὸν ἄφθαρτο μέλλοντα αἰώνα.
Ἂν δηλαδὴ λάβει τότε μέρος καὶ τὸ σῶμα μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ στὰ ἀπόρρητα ἀγαθά, σίγουρα θὰ συμμετάσχει καὶ τώρα, κατὰ τὸ δυνατόν, στὴ χάρη ποὺ χορηγεῖ ὁ Θεὸς μυστικὰ καὶ ἀπόρρητα στὸν καθαρμένο νοῦ. Καὶ θὰ δεχτεῖ κι αὐτὸ τὰ θεία, μὲ τρόπο βέβαια ποὺ ἀναλογεῖ στὸ ὅτι εἶναι σῶμα· ἐνῶ τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς θὰ μεταποιηθεῖ καὶ θὰ ἁγιαστεῖ, χωρὶς ὅμως νὰ νεκρωθεῖ κατὰ τὴν ἕξη, καὶ θὰ ἁγιάζει τὸ ἴδιο τὶς διαθέσεις καὶ τὶς ἐνέργειες τοῦ σώματος, ἐπειδὴ θὰ ἔχει γίνει πιὰ κοινό της ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος.
Γιατί, κατὰ τὸν ἅγιο Διάδοχο, ὁ νοῦς ἐκείνων ποὺ ἀπαλλάχθηκαν ἀπὸ τὰ καλά του βίου γιὰ τὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, καθὼς κινεῖται μ’ εὐρωστία λόγω τῆς ἀμεριμνίας, αἰσθάνεται τὴν ἀνέκφραστη θεία ἀγαθότητα καὶ μεταδίδει, ἀνάλογα μὲ τὴν προκοπή του, καὶ στὸ σῶμα τὴ δική του καλὴ κατάσταση. Καὶ ἡ χαρὰ αὐτὴ ποὺ προξενεῖται τότε στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα εἶναι ἀλάνθαστη ὑπενθύμιση τῆς ἀθάνατης ζωῆς.
Ἄλλο φῶς ἀντιλαμβάνεται ὁ νοῦς, ἄλλο ἡ αἴσθηση. Ἡ αἴσθηση ἀντιλαμβάνεται τὸ αἰσθητὸ φῶς ποὺ δείχνει τὰ αἰσθητὰ ὡς αἰσθητά. Φῶς τοῦ νοῦ εἶναι ἡ γνώση ποὺ ὑπάρχει στὰ νοήματα. Δὲν ἀντιλαμβάνονται λοιπὸν τὸ ἴδιο φῶς ἡ ὅραση καὶ ὁ νοῦς, ἀλλὰ ἕως ὅτου καθένα ἀπὸ αὐτὰ ἐνεργεῖ κατὰ τὴ δική του φύση καὶ μέσα στὶς κατὰ φύση συνθῆκες.
Ὅταν ὅμως οἱ ἄξιοι εὐτυχήσουν νὰ λάβουν πνευματικὴ καὶ ὑπερλογη χάρη καὶ δύναμη, τότε καὶ μὲ τὴν αἴσθηση καὶ μὲ τὸ νοῦ βλέπουν αὐτὰ ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε αἴσθηση καὶ κάθε νοῦ, μὲ τρόπο ποὺ «γνωρίζει μόνο ὁ Θεὸς κι ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται αὐτὲς τὶς θεῖες ἐνέργειες» — γιὰ νὰ χρησιμοποιήσομε τὴν ἔκφραση τοῦ Μεγάλου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
Αὐτὰ διδαχτήκαμε ἀπὸ τὶς Γραφές. Αὐτὰ παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας. Αὐτὰ γνωρίσαμε μὲ τὴ μικρή μας πείρα. Αὐτὰ συνέγραψε καὶ ὁ τιμιότατος μεταξύ των ἱερομονάχων καὶ ἀδελφός μας Κὺρ Γρηγόριος, μὲ τίτλο “Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων”, καὶ τὰ ὑπογράψαμε ὡς σύμφωνα ἀκριβῶς μὲ τὶς παραδόσεις τῶν Ἁγίων, γιὰ νὰ βεβαιώνονται ὅσοι τὰ διαβάζουν.
Ὁ πρῶτος των σεβασμίων Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὅρους, Ἱερομόναχος Ἰσαάκ.
Ὁ ἡγούμενος τῆς σεβάσμιας, βασιλικῆς καὶ ἱερᾶς Λαύρας, Θεοδόσιος Ἱερομόναχος.
Εἶχε καὶ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων, στὴ δική του γλώσσα.
Ὁ Καθηγούμενος τῆς σεβάσμιας καὶ βασιλικῆς Μονῆς τοῦ Βατοπεδίου, Ἱερομόναχος Ἰωαννίκιος.
Εἶχε καὶ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς τῶν Σέρβων στὴ δική του γλώσσα.
Ὁ ἐλάχιστος Ἱερομόναχος Φιλόθεος, φρονώντας τὰ ἴδια, ὑπέγραψα.
Ὁ ἐλάχιστος Ἱερομόναχος καὶ Πνευματικός της σεβασμίας Μονῆς τοῦ Ἐσφιγμένου, Ἀμφιλόχιος.
Ὁ ἐλάχιστος Ἱερομόναχος καὶ Πνευματικός του Βατοπεδίου Θεοδόσιος.
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Κουτλουμούση, Θεοστήρικτος Ἱερομόναχος.
Ὁ ἁμαρτωλὸς Γερόντιος Μαρούλης, μέλος τῆς γεροντίας τῆς σεβασμίας Λαύρας, φρονώντας τὰ ἴδια, ὑπέγραψα.
Ὁ ἐλάχιστος Μοναχὸς Κάλλιστος ὁ Μουζάλων.
Ὁ εὐτελὴς Ἱερομόναχος Γεράσιμος, ἀφοῦ εἶδα καὶ διάβασα αὐτὰ ποὺ γράφτηκαν μὲ φιλαλήθεια καὶ τὰ δέχτηκα, ὑπέγραψα.
Ὁ εὐτελὴς γέρων καὶ ἐλάχιστος Μοναχὸς Μωυσῆς, φρονώντας τὰ ἴδια, ὑπέγραψα.
Ὁ ἐλάχιστος καὶ εὐτελὴς Μοναχὸς Γρηγόριος ὁ Στραβολαγκαδίτης, ἡσυχαστὴς τάχα, σκεπτόμενος καὶ φρονώντας τὰ ἴδια, ὑπέγραψα.
Ὁ Γέρων καὶ ἐλάχιστος Ἱερομόναχος Ἠσαΐας ἀπὸ τὴ σκήτη τοῦ Μαγουλά, φρονώντας τὰ ἴδια, ὑπέγραψα.
Ὁ ἐλάχιστος Μοναχὸς Μάρκος ὅ του Σιναΐτου.
Ὁ ἐλάχιστος Ἱερομόναχος Κάλλιστος ἀπὸ τὴ σκήτη τοῦ Μαγουλά.
Εἶχε καὶ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Σύρου γέροντα ἡσυχαστῆ στὴ δική του γλώσσα.
Ὁ ἐλάχιστος Μοναχὸς Σωφρόνιος. Ὁ ἐλάχιστος Μοναχὸς Ἰωάσαφ.
Ὁ ταπεινὸς Ἐπίσκοπος Ἱερισσοὺ καὶ Ἁγίου Ὅρους Ἰάκωβος, ἀναθρεμμένος μὲ τὶς ἁγιορείτικες καὶ πατρικὲς παραδόσεις, καὶ μαρτυρώντας ὅτι μὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς Ἁγιορεῖτες ποὺ ὑπέγραψαν ἐδῶ, συμφωνεῖ καὶ συνυπογράφει ὅλο το Ἅγιο Ὅρος, ὑπέγραψα κι ἐγώ, συμφωνώντας καὶ ἐπισφραγίζοντας. Καὶ συμπληρώνω μαζὶ μὲ ὅλους καὶ τοῦτο· ὅτι ἐκεῖνον ποὺ δὲ συμφωνεῖ μὲ τοὺς Ἁγίους, ὅπως ἐμεῖς καὶ οἱ λίγο πρὶν ἀπὸ μᾶς Πατέρες μας, ἐμεῖς δὲ θὰ τὸν δεχτοῦμε σὲ κοινωνία.