(Ἀπὸ τὴ Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν) 

  1. Ἡ παρανομία τῶν κοσμικῶν θὰ ἐλεγχθεῖ μὲ ὅσα γράφονται παρακάτω, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν σταθερὴ πίστη καὶ γνώρισαν τὴν ἀλήθεια.
  1. Ὁ Κύριος, θέλοντας νὰ φανερώσει ὅτι κάθε ἐντολὴ ἀποτελεῖ χρέος μας καὶ ὅτι ἡ υἱοθεσία εἶναι δωρεά Του, μὲ τὸ αἷμα Τοῦ χαρισμένη στοὺς ἀνθρώπους, λέει: «Ὅταν κάνετε ὅλα τα διαταγμένα σ’ ἐσάς, νὰ λέτε, εἴμαστε δοῦλοι τιποτένιοι καὶ κάναμε ὅτι χρωστούσαμε νὰ κάνομε»(50). Γι’ αὐτὸ ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν δὲν εἶναι μισθὸς γιὰ ἔργα, ἀλλὰ χάρη τοῦ Κυρίου ποὺ ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ τοὺς πιστοὺς δούλους Του. 

  1. Δὲν ἀπαιτεῖ ὁ δοῦλος σὰν μισθὸ τὴν ἐλευθερία, ἀλλὰ εὐαρεστεῖ τὸν Κύριο σὰν χρεώστης καὶ τὴν περιμένει κατὰ χάρη.

  1. Ὁ Χριστὸς πέθανε σύμφωνα μὲ τὶς Γραφὲς γιὰ τὶς ἁμαρτίες μᾶς(51), καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν ὑπηρετοῦν καλῶς, χαρίζει ἐλευθερία. Γιατί λέει: «Εὖγε δοῦλε ἄξιε καὶ πιστέ! Στάθηκες πιστὸς στὰ λίγα, θὰ σοῦ ἐμπιστευθῶ τὰ πολλά. Ἔλα μέσα στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου σου»(52). 

  1. Δὲν εἶναι ἀκόμα δοῦλος πιστός, ἐκεῖνος ποὺ βασίζεται στὴ ψιλὴ γνώση τῶν θείων, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ δείχνει τὴν πίστη του μὲ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ τιμᾶ τὸν Κύριο, ἐκτελεῖ ἐκεῖνα ποὺ Αὐτὸς διατάζει. Ὅταν σφάλλει ἢ παρακούσει, ὑπομένει τὶς συνέπειες, ἀφοῦ ὀφείλονται σ’ αὐτόν. 

  1. Ἂν εἶσαι φιλομαθής, νὰ γίνεις καὶ πρόθυμος ἐκτελεστὴς τῶν θείων ἐντολῶν, γιατί ἡ ψιλὴ γνώση τῶν θείων «φουσκώνει»(53) τὸν ἄνθρωπο. 

  1. Οἱ πειρασμοὶ ποὺ μᾶς ἔρχονται ἀναπάντεχα, εἶναι θεία οἰκονομία καὶ μᾶς διδάσκουν νὰ εἴμαστε φιλόπονοι στὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν, καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλομε μᾶς ἑλκύουν στὴν μετάνοια. 

  1. Οἱ θλίψεις ποὺ ἔρχονται στοὺς ἀνθρώπους εἶναι γεννήματα τῶν ἁμαρτιῶν καὶ κακιῶν τους. Ἂν τὶς ὑπομένομε μὲ προσευχή, τότε βλέπομε νὰ ἔρχονται πάλι τὰ καλά. 

  1. Μερικοὶ ποὺ τοὺς παίνεψαν γιὰ ἀρετὴ εὐχαριστήθηκαν καὶ τὴν ἡδονὴ τῆς κενοδοξίας τὴ νόμισαν γιὰ θεία παρηγοριά. Ἄλλοι ποὺ ἐλέγχθηκαν γιὰ ἁμαρτία πόνεσαν, καὶ τὸν ὠφέλιμο πόνο τὸν νόμισαν ὅτι εἶναι ἐνέργεια τῆς κακίας. 

  1. Ὅσοι μὲ πρόφαση τοὺς ἀγῶνες τοὺς ὑπερηφανεύονται σὲ βάρος τῶν πιὸ ἀμελῶν, αὐτοὶ νομίζουν ὅτι δικαιώνονται ἀπὸ τὰ σωματικά τους ἔργα. Ὅσοι, βασιζόμενοι στὴν ψιλὴ καὶ χωρὶς ἔργα γνώση, περιφρονοῦμε ὅσους δὲν γνωρίζουν τὰ θεία, εἴμαστε πολὺ πιὸ ἀνόητοι ἀπὸ αὐτούς. 

  1. Ἂν δὲν ἔχομε ἔργα, δὲν εἶναι ἀκόμη βέβαιη ἡ γνώση μας καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι ἀληθινή. Γιατί σὲ κάθε περίπτωση τὴν ἐπιβεβαίωση τὴν ἀποτελεῖ τὸ ἔργο.

  1. Πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν ἀμέλεια γιὰ τὴν πράξη σκοτίζεται καὶ ἡ γνώση. Γιατί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι παραμέλησαν τελείως τὴν πνευματικὴ ἐργασία, αὐτῶν καὶ οἱ ἐνθυμήσεις θὰ σβήσουν μὲ τὸν χρόνο. 

  1. Γι’ αὐτὸ ἡ Γραφὴ συμβουλεύει νὰ ἀποκτήσομε πλήρη γνώση γιὰ τὸν Θεό, γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετοῦμε ὀρθὰ μὲ τὰ ἔργα μας. 

  1. Ὅταν μὲ τρόπο φανερὸ ἐκτελοῦμε τὶς ἐντολές, παίρνομε τὴν ἀνάλογη ἀμοιβή μας ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ ὠφελούμαστε ψυχικὰ ἀνάλογα μὲ τὸ σκοπὸ τῆς προαιρέσεως. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ κάνει κάτι καὶ δὲν μπορεῖ, εἶναι σὰν νὰ τὸ ἔκανε, ἀπέναντι στὸν καρδιογνώστη Θεό. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ καλὰ καὶ γιὰ τὰ κακά. 

  1. Ὁ νοῦς, καὶ χωρὶς τὸ σῶμα πολλὰ πράττει, καλὰ καὶ κακά. Τὸ σῶμα ὅμως χωρὶς τὸ νοῦ, τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει, γιατί πρὶν ἀπὸ τὴν πράξη ἀναγνωρίζεται ὁ νόμος τῆς ἐλευθερίας καὶ ἀποφασίζει ὁ νοῦς τί νὰ πράξει καὶ τί νὰ μὴν πράξει. 

  1. Μερικοί, ἐνῶ δὲν τηροῦν τὶς ἐντολές, νομίζουν ὅτι πιστεύουν ὀρθά. Μερικοὶ πάλι ποὺ τὶς τηροῦν, περιμένουν τὴ Βασιλεία σὰν μισθὸ ποὺ τοὺς τὸν χρεωστεῖ ὁ Θεός. Καὶ οἱ δύο βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. 

  1. Ἀπὸ τὸν κύριο ἑνὸς δούλου, δὲν ὀφείλεται μισθὸς στὸν δοῦλο, οὔτε πάλι ἐλευθερώνονται ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ὑπηρετοῦν σωστά. 

  1. Ἂν ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ μᾶς(54), σύμφωνα μὲ τὶς Γραφές, καὶ δὲ ζοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ πέθανε γιὰ μᾶς καὶ ἀναστήθηκε(55), εἶναι φανερὸ ὅτι χρεωστοῦμε νὰ Τὸν ὑπηρετοῦμε μέχρι θανάτου. Πῶς λοιπὸν θὰ σκεφτοῦμε ὅτι μᾶς χρεωστεῖ ὁ Χριστὸς τὴν υἱοθεσία;

  1. Ὁ Χριστὸς εἶναι Κύριος οὐσιαστικὰ καὶ Κύριος κατ’ οἰκονομίαν, ἐπειδὴ καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχομε μᾶς ἔπλασε καὶ ἀφοῦ πεθάναμε ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, μᾶς ἐξαγόρασε μὲ τὸ Αἷμα Του, καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ πιστεύουν σ’ αὐτὸ δώρισε τὴ χάρη. 

  1. Ὅταν ἀκούσεις τὴ Γραφὴ ποὺ λέει ὅτι «θὰ ἀποδώσει στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα τοῦ»(56), μὴ σκεφτεῖς ἔργα ἄξια της κολάσεως ἢ τῆς Βασιλείας, ἀλλὰ ἔργα τῆς πίστεως ἢ τῆς ἀπιστίας σ’ Αὐτόν, τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς ἀνταποδίδει στὸν καθένα, ὄχι σὰν νὰ κάνει δοσοληψία ἐμπορικὴ ἀλλὰ ὡς Θεὸς δημιουργὸς καὶ ἀγοραστής μας (μὲ τὸ Αἷμα Του). 

  1. Ὅσοι ἀξιωθήκαμε καὶ βαπτισθήκαμε, τὰ καλὰ ἔργα δὲν τὰ προσφέρομε στὸ Θεὸ γιὰ νὰ λάβομε ἀνταπόδοση γι’ αὐτά, ἀλλὰ γιὰ νὰ φυλάξομε τὴν καθαρότητα τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. 

  1. Κάθε καλὸ ἔργο ποὺ κάνομε, μᾶς κάνει νὰ ἀπέχομε ἀπὸ τὸ ἀντίθετό του κακό, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς προσθέσει ἁγιασμὸ χωρὶς τὴ θεία χάρη. 

  1. Ὁ ἐγκρατὴς ἀπέχει ἀπὸ τὴ λαιμαργία. Ὁ ἀκτήμονας ἀπὸ τὴν πλεονεξία. Ὁ ἥσυχος ἀπὸ τὴν πολυλογία. Ὁ ἁγνὸς ἀπὸ τὴν φιληδονία. Ὁ σεμνὸς ἀπὸ τὴν πορνεία. Ὁ αὐτάρκης ἀπὸ τὴν φιλαργυρία. Ὁ πράος ἀπὸ τὴν ταραχή. Ὁ ταπεινὸς ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Ὁ ὑποτακτικὸς ἀπὸ τὴ φιλονεικία. Ὁ ἐλεγκτικὸς ἀπὸ τὴν ὑποκρισία. Ἐπίσης, ὁ προσευχόμενος ἀπὸ τὴν ἀπελπισία, ὁ φτωχὸς ἀπὸ τὰ πολλὰ χρήματα, ὁ ὁμολογητὴς ἀπὸ τὴν ἄρνηση, ὁ μάρτυρας ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρεία. Βλέπεις πῶς κάθε ἀρετὴ ποῦ γίνεται μέχρι θανάτου, δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; Ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία εἶναι φυσικὸ ἔργο καὶ ὄχι ἀντάλλαγμα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. 

  1. Ὁ ἄνθρωπος μόλις καὶ μπορεῖ νὰ φυλάξει ὅσα ἐπιβάλλει ἡ φύση του. Ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρίζει τὴν υἱοθεσία. 

  1. Ὑπάρχει ἐντολὴ μερικὴ (ποὺ ἀφορᾶ στὸ μέρος), καὶ ἄλλη ποὺ τὰ συμπεριλαμβάνει ὅλα. Μὲ τὴν μερικὴ διατάζει νὰ δίνει κανεὶς σ’ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει(57), μὲ τὴν ἄλλη διατάζει νὰ ἀπαρνεῖται κανεὶς ὅλα τα ὑπάρχοντά του(58).

  1. Ὑπάρχει ἐνέργεια τῆς χάρης τὴν ὁποία ἀγνοεῖ ὁ νήπιος πνευματικά, καὶ ὑπάρχει ἄλλη ἐνέργεια τῆς κακίας ποὺ μοιάζει μὲ τὴν ἀλήθεια. Καλὸ εἶναι νὰ μὴν τὰ παρατηροῦμε αὐτά, γιὰ νὰ μὴν πέσομε σὲ πλάνη, οὔτε νὰ τὰ ἀναθεματίζομε, μὴν τυχὸν καὶ εἶναι ἀληθινά, ἀλλὰ ὅλα νὰ τὰ ἀναφέρομε μὲ ἐλπίδα στὸ Θεό. Γιατί Αὐτὸς γνωρίζει τὴν χρησιμότητα καὶ τῶν δύο. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ περάσει τὴ νοητὴ θάλασσα τῶν παθῶν, μακροθυμεῖ, ταπεινοφρονεῖ, ἀγρυπνεῖ, ἐγκρατεύεται. Ἂν προσπαθήσει νὰ περάσει χωρὶς αὐτὰ τὰ τέσσερα, ταράζει μόνο τὴν καρδιά, νὰ περάσει ὅμως δὲν μπορεῖ. 

  1. Ἡ ἡσυχία εἶναι ἀποκοπὴ τῶν κακῶν. Ἂν πάρει καὶ τὶς προηγούμενες τέσσερις ἀρετὲς μαζὶ μὲ προσευχή, δὲν ὑπάρχει συντομότερη βοήθεια πρὸς ἀπόκτηση τῆς ἀπάθειας. 

  1. Δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσει ὁ νοῦς, ἂν δὲν ἡσυχάσει τὸ σῶμα. Οὔτε νὰ καταργήσει τὸν τοῖχο ποὺ τὰ χωρίζει, χωρὶς ἡσυχία καὶ προσευχή. 

  1. Ἡ κατώτερη φύση μας ποὺ δουλεύει στὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, ἐπιθυμεῖ ἐναντίον τῆς πνευματικῆς φύσεώς μας ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐκεῖνοι ποὺ συμπεριφέρονται σύμφωνα μὲ τὶς ἐμπνεύσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ἐκτελοῦν τὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας(59).

  1. Δὲν ὑπάρχει τέλεια προσευχὴ χωρὶς νοερὴ ἐπίκληση. Ὅταν χωρὶς περισπασμὸ φωνάζει δυνατὰ ὁ νοῦς, θὰ ἐπακούσει ὁ Κύριος. 

  1. Ὁ νοῦς ὅταν προσεύχεται χωρὶς περισπασμό, προσεκτικὰ καὶ ἐπίμονα, πιέζει καὶ συντρίβει τὴν καρδιά. Μιὰ καρδιὰ γεμάτη συντριβὴ καὶ ταπείνωση ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὴν ἐξουδενώσει(60).

  1. Καὶ ἡ προσευχὴ ἀρετὴ λέγεται, ἂν καὶ εἶναι μητέρα τῶν ἀρετῶν. Γιατί γεννᾶ τὶς ἀρετὲς διὰ μέσου της ἑνώσεως μὲ τὸν Χριστό. 

  1. Ὅ,τι κάνομε χωρὶς προσευχὴ καὶ καλὴ ἐλπίδα, ὕστερα ἀποδεικνύεται βλαβερὸ καὶ ἀτελές. 

  1. Ὅταν ἀκούσεις ὅτι «θὰ εἶναι οἱ τελευταῖοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι τελευταῖοι»(61), νὰ σκεφτεῖς μετόχους ἀρετῶν καὶ μετόχους ἀγάπης. Γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι τελευταία μεταξύ των ἀρετῶν κατὰ τὴν τάξη, πρώτη ὅμως στὴν ἀξία. Καὶ ὅλες τὶς ἀρετὲς ποὺ πραγματοποιήθηκαν πρὶν ἀπὸ αὐτή, τὶς ἀποδεικνύει τελευταῖες. 

  1. Ἂν πάνω στὴ προσευχή σου σὲ καταλάβει ἀκηδία, ἢ στενοχωρηθεῖς μὲ διάφορους τρόπους ἀπὸ τὴν κακία, θυμήσου τὸ θάνατό σου καὶ τὶς φοβερὲς κολάσεις. Καλύτερα νὰ προσκολλᾶσαι στὸ Θεὸ μὲ προσευχὴ καὶ ἐλπίδα(62), παρὰ νὰ ἔχεις ἐξωτερικὲς ἐνθυμήσεις, καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι ὠφέλιμες. 

  1. Καμιὰ ἀπὸ τὶς ἀρετὲς δὲν μπορεῖ νὰ ἀνοίξει ἀπὸ μόνη της τὸ δρόμο πρὸς τὸ Θεό, ἂν δὲν ἐξαρτῶνται ὅλες μὲ ἀκολουθία ἡ μιὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη. 

  1. Δὲν εἶναι ἐγκρατὴς ἐκεῖνος ποὺ τρέφεται μὲ λογισμούς. Ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι ὠφέλιμοι, δὲν εἶναι πιὸ ὠφέλιμοι ἀπὸ τὴν ἐλπίδα. 

  1. Θανάσιμη ἁμαρτία εἶναι ἐκείνη γιὰ τὴν ὁποία δὲν μετανοεῖ ὁ ἄνθρωπος. Καὶ ἅγιος ἂν προσευχηθεῖ γι’ αὐτὴν γιὰ ἄλλον, δὲν εἰσακούεται. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ μετανοεῖ σωστά, δὲν βάζει ἀντιμέτρημα στὶς παλιὲς ἁμαρτίες τὸν κόπο, ἀλλὰ μὲ αὐτὸν ἐξιλεώνει τὸν Θεό. 

  1. Ἂν ἔχομε χρέος νὰ κάνομε κάθε ἡμέρα ὅσα καλὰ μπορεῖ νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος, τί λοιπὸν θὰ ἀνταποδώσομε στὸ Θεὸ γιὰ τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες μας; 

  1. Ὅσο ὑπερβολικὴ ἀρετὴ ἂν πραγματοποιήσουμε σήμερα, αὐτὸ δὲν ἐπιφέρει ἀνταπόδοση, ἀλλὰ εἶναι ἔλεγχος ὅτι στὸ παρελθὸν εἴμασταν ἀμελεῖς. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ θλίβεται νοερὰ καὶ ἀναπαύεται σαρκικά, εἶναι ὅμοιος μ’ ἐκεῖνον ποὺ θλίβεται σωματικὰ καὶ διασκορπίζεται νοερά. 

  1. Ἡ θεληματικὴ θλίψη καὶ ἀπὸ τὰ δύο, συνεργεῖ καὶ στὸ ἕνα καὶ στὸ ἄλλο: ἡ διανοητικὴ συνεργεῖ στὴ σαρκικὴ καὶ ἡ σαρκικὴ στὴ διανοητική, γιατί ἡ σύνθεσή τους γίνεται πιὸ κοπιαστικά. 

  1. Μεγάλη ἀρετὴ εἶναι νὰ ὑπομένει κανεὶς τὶς ἐπερχόμενες θλίψεις, καὶ νὰ ἀγαπᾶ τὸν πλησίον ποὺ τὸν μισεῖ, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου(63).

  1. Δεῖγμα ἀγάπης χωρὶς ὑποκρισία εἶναι ἡ συγχώρηση τῶν ἀδικημάτων. Γιατί καὶ ὁ Κύριος ἔτσι ἀγάπησε τὸν κόσμο. 

  1. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συγχωρήσει κανεὶς μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ τὰ παραπτώματα τῶν ἄλλων, ἂν δὲν ἔχει ἀληθινὴ πνευματικὴ γνώση, γιατί αὐτὴ φανερώνει τὶς θλίψεις στὸν καθένα σὰν δικές του. 

  1. Τίποτε δὲν θὰ χάσεις ἀπὸ ὅσα ἀφήσεις συγχωρώντας γιὰ τὸν Κύριο. Γιατί στὸν ἴδιο καιρὸ θὰ ἔρθουν πολλαπλάσια. 

  1. Ὅταν λησμονήσει κανεὶς ὅτι σκοπὸς τοῦ εἶναι ἡ εὐσέβεια, τότε τὸ φανερὸ ἔργο τῆς ἀρετῆς εἶναι ἀνώφελο. 

  1. Ἂν σὲ κάθε ἄνθρωπο ἡ στραβὴ κατεύθυνση τοῦ νοῦ εἶναι βλαβερή, πολὺ περισσότερο εἶναι σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν σὰν κανόνα τῆς ζωῆς τοὺς τὴν ἀκρίβεια σὲ λόγους, σὲ πράξεις καὶ σὲ λογισμούς. 

  1. Νὰ φιλοσοφεῖς ἔμπρακτα σχετικὰ μὲ τὴ βούληση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀνταπόδοση τοῦ Θεοῦ. Γιατί τὰ λόγια δὲν εἶναι ὠφελιμότερα ἢ σοφότερα ἀπὸ τὰ ἔργα. 

  1. Στοὺς κόπους γιὰ χάρη τῆς εὐσέβειας ἐπακολουθεῖ ἡ θεία βοήθεια. Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ μάθομε ἀπὸ τὸ θεῖο νόμο καὶ τὴ συνείδηση. 

  1. Ἕνας δέχτηκε μιὰ γνώμη καὶ ἀπρόσεκτα τὴν κράτησε. Ἄλλος τὴ δέχτηκε καὶ ἔκανε τὴ σύγκρισή της μὲ τὴν ἀλήθεια. Ἐρωτᾶται, ποιὸς ἀπὸ τοὺς δύο ἐνήργησε μὲ μεγαλύτερη εὐσέβεια; 

  1. Γνώση ἀληθινὴ εἶναι ἡ ὑπομονὴ τῶν θλίψεων καὶ τὸ νὰ μὴν κατηγορεῖς τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὶς συμφορές σου. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ κάνει τὸ καλὸ καὶ ζητεῖ ἀνταπόδοση, δὲν ὑπηρετεῖ τὸ Θεὸ ἀλλὰ τὸ θέλημά του. 

  1. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἐκεῖνος ποὺ ἁμάρτησε νὰ ξεφύγει παρὰ μὲ τὴν μετάνοια ποὺ ἁρμόζει στὸ σφάλμα του. 

  1. Μερικοὶ λένε, δὲν μποροῦμε νὰ πράξομε τὸ ἀγαθό, ἂν δὲ δεχτοῦμε ἐνεργῶς τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος. 

  1. Πάντοτε ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι μὲ τὴν προαίρεσή τους προσηλωμένοι στὶς ἡδονές, δὲ φροντίζουν νὰ κάνουν ἐκεῖνο ποὺ μποροῦν, νομίζοντας ὅτι στὸν ἀγώνα τοὺς μένουν ἀβοήθητοι ἀπὸ τὸ Θεό. 

  1. Ἡ χάρη δόθηκε μυστικὰ σὲ ὅσους βαπτίσθηκαν στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἐνεργεῖ ὅμως σ’ αὐτοὺς ἀνάλογα μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν. Καὶ κρυφὰ ἡ χάρη δὲν παύει νὰ μᾶς βοηθεῖ, ἀπὸ ἐμᾶς ὅμως ἐξαρτᾶται νὰ πράττομε τὸ ἀγαθὸ κατὰ δύναμη. 

  1. Στὴν ἀρχὴ ἡ χάρη κατὰ κάποιο τρόπο ποὺ ἁρμόζει στὸ Θεό, ἀνασηκώνει τὴν πεσμένη συνείδηση. Γι’ αὐτὸ καὶ κακοποιοὶ ποὺ μετανόησαν εὐαρέστησαν τὸν Θεό. 

  1. Ἄλλοτε ἡ χάρη εἶναι κρυμμένη στὴ διδασκαλία τοῦ πλησίον μας. Κάποτε ἀκολουθεῖ τὴν ἀνάγνωση καὶ μὲ φυσικὴ ἀκολουθία διδάσκει τὴ δική της ἀλήθεια. Ἂν λοιπὸν τῆς φυσικῆς αὐτῆς ἀκολουθίας δὲν κρύψομε τὸ τάλαντο (ποὺ λάβαμε μὲ αὐτοὺς τοὺς τρόπους), στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου ἐνεργῶς θὰ εἰσέλθουμε(64).

  1. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πρὶν ἐργαστεῖ τὶς ἐντολὲς ζητεῖ τὶς ἐνέργειες τοῦ Πνεύματος, εἶναι ὅμοιος μὲ δοῦλο ποὺ τὸν ἀγόρασαν καὶ ὁ ὁποῖος μόλις ἀγοράστηκε, μαζὶ μὲ τὸ τίμημα, ζητεῖ νὰ τοῦ δώσουν γραμμένο καὶ τὸ χαρτὶ τῆς ἐλευθερίας. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ βρίσκει ὅτι οἱ θλίψεις τοῦ ἔρχονται ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ἀναζητώντας τὸν Κύριο βρῆκε γνώση μαζὶ μὲ δικαιοσύνη(65).

  1. Ἂν ἐννοήσεις κατὰ τὴ Γραφὴ ὅτι «σὲ ὅλη τὴ γῆ βρίσκονται οἱ κρίσεις τοῦ Κυρίου»(66), τότε κάθε συμφορά σου γίνεται δάσκαλος θεογνωσίας. 

  1. Ἀνάλογα μὲ τὴ σκέψη κάθε ἀνθρώπου, τοῦ ἔρχεται αὐτὸ ποὺ πρέπει. Τὴν ποικιλία τοῦ πειρασμοῦ ποὺ χρειάζεται, τὴ γνωρίζει μόνο ὁ Θεός. 

  1. Ὅταν οἱ ἄνθρωποί σου κάνουν κάποια ἀτιμία, εὐθὺς σκέψου ὅτι θὰ σοῦ ἔρθει κάποια δόξα ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ γιὰ τὴν ἀτιμία δὲν θὰ νοιώσεις λύπη καὶ ταραχή, ἀλλὰ καὶ στὴ δόξα θὰ μείνεις πιστὸς καὶ δὲν θὰ κατακριθεῖς ὅταν σου ἔρθει. 

  1. Ὅταν ἐπαινεῖσαι ἀπὸ τὸ πλῆθος κατ’ εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ, μὴν ἀνακατέψεις καμιὰ ἐπίδειξη σὲ ὅ,τι οἰκονόμησε ὁ Θεός, γιὰ νὰ μὴν ἀλλάξουν τὰ πράγματα καὶ πέσεις στὸ ἀντίθετο. 

  1. Ὁ σπόρος δὲν αὐξάνεται χωρὶς γῆ καὶ νερό. καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ ὠφεληθεῖ χωρὶς ἑκούσιους κόπους καὶ θεία βοήθεια. 

  1. Δὲ γίνεται νὰ πέσει βροχὴ χωρὶς σύννεφο. οὔτε χωρὶς ἀγαθὴ ἐσωτερικὴ μαρτυρία (συνείδηση), νὰ εὐαρεστήσει κανεὶς τὸ Θεό. 

  1. Μὴν ἀρνεῖσαι νὰ μαθαίνεις, καὶ ἃς τυχαίνει νὰ ξέρεις πάρα πολλά. Γιατί αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ οἰκονομήσει ὁ Θεὸς εἶναι πολὺ πιὸ ὠφέλιμο ἀπὸ τὴ δική μας φρόνηση. 

  1. Ὅταν ἀπὸ κάποια ἡδονή, ἡ καρδιὰ ξεγλιστρήσει ἀπὸ τὸν τόπο τῆς φιλοπονίας της, τότε σὰν πέτρα πολὺ βαριὰ ποὺ κυλάει πρὸς τὰ κάτω, δὲν μπορεῖ εὔκολα νὰ συγκρατηθεῖ. 

  1. Ὅπως ἕνα μοσχάρι ἄπειρο ποὺ ψάχνοντας γιὰ χορτάρι ἔφτασε σὲ ἀπόκρημνο τόπο, ἔτσι ἡ ψυχὴ ἀποπλανᾶται λίγο-λίγο ἀπὸ τοὺς λογισμούς. 

  1. Ὅταν ὁ νοῦς, μὲ ἀνδρεία ποὺ δίνει ὁ Κύριος, ἀποσπᾶ τὴν ψυχὴ ἀπὸ χρόνια συνήθεια ἁμαρτίας, τότε ἡ καρδιὰ εἶναι σὰν νὰ κολάζεται ἀπὸ δημίους ποὺ τὴν σέρνουν ὁ ἕνας ἀπὸ δῶ κι ὁ ἄλλος ἀπὸ κεῖ, ὁ νοῦς δηλαδὴ καὶ τὸ πάθος. 

  1. Ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ ταξιδεύουν στὴ θάλασσα γιὰ χάρη τῆς ἐλπίδας τοῦ κέρδους, εὐχαρίστως ὑποφέρουν τὸν καύσωνα τοῦ ἥλιου, ἔτσι κι ἐκεῖνοι ποὺ μισοῦν τὴν κακία, ἀγαποῦν τὸν ἔλεγχο. Γιατί ἡ κάψα τοῦ ἥλιου εἶναι ἀντίθετη στοὺς ἀνέμους κι ὁ ἔλεγχος ἀντίθετος στὰ πάθη. 

  1. Ὅπως τὸ νὰ ταξιδεύεις χειμώνα ἢ Σάββατο(67) εἶναι πόνος στὴ σάρκα καὶ βεβήλωση στὴ ψυχή, ἔτσι εἶναι ἡ ἐπανάσταση τῶν παθῶν σὲ γηραλέο σῶμα καὶ σὲ ψυχὴ ἀφιερωμένη στὸ Θεό. 

  1. Κανεὶς δὲν εἶναι τόσο ἀγαθὸς καὶ σπλαχνικὸς ὅσο ὁ Κύριος. Κι ὅμως ἐκεῖνον ποὺ δὲν μετανοεῖ, οὔτε Αὐτὸς τὸν συγχωρεῖ. 

  1. Πολλοὶ λυπόμαστε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, τὶς αἰτίες τοὺς ὅμως τὶς δεχόμαστε μὲ πολλὴ εὐχαρίστηση. 

  1. Ὁ τυφλοπόντικας ποὺ σέρνεται κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, εἶναι τυφλὸς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει τὰ ἄστρα. Κι ἐκεῖνος ποὺ δὲν πιστεύει γιὰ τὰ πρόσκαιρα, οὔτε γιὰ τὰ αἰώνια μπορεῖ νὰ πιστεύει. 

  1. Χάρη πρὶν ἀπὸ τὴ χάρη, ἡ ἀληθινὴ πνευματικὴ γνώση ἔχει δωρηθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ στοὺς ἀνθρώπους. Προπάντων διδάσκει ἐκείνους ποὺ τὴ δέχτηκαν νὰ πιστεύουν στὸν δωρητὴ Θεό. 

  1. Ὅταν μιὰ ἁμαρτωλὴ ψυχὴ δὲν δέχεται εὐχαρίστως τὶς θλίψεις ποὺ τῆς ἔρχονται, τότε οἱ Ἄγγελοι λέγουν γι’ αὐτήν: «Θεραπεύσαμε τὴ Βαβυλώνα ἀλλὰ δὲν ἔγινε καλὰ»(68).

  1. Ἐκεῖνος ποὺ λησμονεῖ τὴν ἀληθινὴ γνώση, ἀγωνίζεται γιὰ χάρη τῶν ἀντιθέτων σὰν νὰ ἦταν αὐτὰ ποὺ συμφέρουν στοὺς ἀνθρώπους. 

  1. Ὅπως ἡ φωτιὰ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει μέσα στὸ νερό, ἔτσι καὶ λογισμὸς αἰσχρὸς δὲ ζεῖ μέσα σὲ ψυχὴ ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, γιατί κάθε φιλόθεος ἀγαπᾶ τοὺς κόπους. Καὶ ὁ ἑκούσιος κόπος εἶναι ἐκ φύσεως ἐχθρός της ἡδονῆς. 

  1. Τὸ πάθος ὅταν στὴν πράξη ἐπικρατήσει μὲ θέλησή μας, ὕστερα καὶ χωρὶς νὰ θέλει ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς βίας τὸν κατακυριεύει. 

  1. Τῶν ἀκουσίων λογισμῶν ἀγαποῦμε τὶς αἰτίες καὶ γι’ αὐτὸ μας ἐπιτίθενται. Τῶν ἑκουσίων λογισμῶν βέβαια ἀγαποῦμε καὶ τὰ ἀντικείμενα. 

  1. Ἡ οἴηση καὶ ἡ ἀλαζονεία εἶναι αἴτια τῆς βλασφημίας. Ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ κενοδοξία εἶναι αἴτια τῆς ἀσπλαχνίας καὶ τῆς ὑποκρισίας. 

  1. Ὅταν δεῖ ὁ διάβολος ὅτι ὁ νοῦς προσευχήθηκε μὲ τὴν καρδιά του, τότε ἐπιτίθεται μὲ μεγάλους καὶ δόλιους πειρασμούς. Γιατί μικρὲς ἀρετὲς δὲν θέλει νὰ τὶς ἀνατρέπει μὲ μεγάλες ἑφόδους. 

  1. Λογισμὸς ποὺ πολυκαιρίζει στὸν ἄνθρωπο, φανερώνει ὅτι ἔχει ἐμπαθῆ ἀγάπη πρὸς τὸ πράγμα. Ἂν ἐξαφανίζεται γρήγορα, φανερώνει πόλεμο καὶ ἀντίπραξη τοῦ ἀνθρώπου ἐναντίον τοῦ λογισμοῦ αὐτοῦ. 

  1. Τρεῖς νοερὲς περιοχὲς ὑπάρχουν ὅπου μπαίνει ὁ ἄνθρωπος ἔπειτα ἀπὸ μεταβολή, τὸ «κατὰ φύσιν», τὸ «ὑπὲρ φύσιν» καὶ τὸ «παρὰ φύσιν». Ὅταν βρίσκεται στὸ «κατὰ φύσιν», βρίσκει τὸν ἑαυτὸ τοῦ αἴτιο τῶν πονηρῶν λογισμῶν καὶ ἐξομολογεῖται στὸ Θεὸ τὶς ἁμαρτίες του, ἀναγνωρίζοντας τὶς αἰτίες τῶν παθῶν. Ὅταν ἔρθει στὸ «παρὰ φύσιν», λησμονεῖ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ φιλονεικεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ὅτι τάχα τὸν ἀδικοῦν. Ὅταν φτάσει στὸ «ὑπὲρ φύσιν», βρίσκει τοὺς καρποὺς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ποὺ εἶπε ὁ Ἀπόστολος, ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη κτλ.(69). Καὶ ξέρει ὅτι ἂν προτιμᾶ τὶς σωματικὲς φροντίδες δὲν μπορεῖ νὰ παραμένει ἐκεῖ. Κι ἐκεῖνος ποὺ φεύγει ἀπὸ τὴν περιοχὴ αὐτή, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ «ὑπὲρ φύσιν», πέφτει στὴν ἁμαρτία καὶ στὶς φοβερὲς δοκιμασίες ποὺ ἐπακολουθοῦν, ἂν ὄχι ἀμέσως, ἀλλὰ στὸν καιρό τους, καθὼς γνωρίζει ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. 

  1. Τόσο ἀληθινὴ εἶναι ἡ πνευματικὴ γνώση κάθε ἀνθρώπου, ὅσο τὴν βεβαιώνουν ἡ πραότητα, ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη.

  1. Κάθε βαπτισμένος Ὀρθόδοξος ἔλαβε μυστικὰ ὅλη τὴ χάρη. Πληροφορεῖται γι’ αὐτὸ ἀνάλογα μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν. 

  1. Ἐντολὴ Χριστοῦ ποὺ ἐκτελεῖται συνειδητά, ἀνάλογα μὲ τὶς λύπες τῆς καρδιᾶς, χαρίζει παρηγοριά. Ἀλλὰ κάθε τί ἀπὸ αὐτὰ ἔρχεται στὸν καιρό του.

  1. Νὰ κάνεις σταθερὴ καὶ ἐπίμονη δέηση γιὰ κάθε πράγμα, ὥστε τίποτε νὰ μὴν κάνεις χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. 

  1. Κανένα ἄλλο πράγμα δὲν εἶναι πιὸ ἀποτελεσματικὸ ἀπὸ τὴν προσευχή. Καὶ γιὰ καλὴ διάθεση καὶ εὐμένεια τοῦ Θεοῦ, κανένα ἄλλο πιὸ ὠφέλιμο. 

  1. Κάθε ἐργασία ἐντολῶν περικλείεται στὴν προσευχή. Γιατί ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τίποτε ἀνώτερο δὲν ὑπάρχει. 

  1. Προσευχὴ προσεκτικὴ ποὺ δὲν περισπᾶται ἐδῶ κι ἐκεῖ εἶναι σημάδι φιλοθεΐας ἐκείνου ποὺ τὴν κρατεῖ καὶ τὴν συνεχίζει. Ἀμέλεια τῆς προσευχῆς αὐτῆς καὶ περιπλάνηση τοῦ νοῦ εἶναι τεκμήριο φιληδονίας. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγρυπνεῖ καὶ μακροθυμεῖ καὶ προσεύχεται χωρὶς νὰ στενοχωρεῖται, προφανῶς εἶναι μέτοχος Πνεύματος Ἁγίου. Ἐκεῖνος ποὺ στενοχωρεῖται σ’ αὐτὰ ἀλλὰ ὑπομένει ἑκουσίως, καὶ αὐτὸς γρήγορα λαμβάνει βοήθεια ἀπὸ τὸ Θεό. 

  1. Ἐντολὴ ἀπὸ ἐντολὴ διαφέρει. Γι’ αὐτὸ καὶ πίστη ἀπὸ πίστη διαφέρει καὶ εἶναι ἡ μία πιὸ ἀσφαλὴς καὶ ἀκλόνητη ἀπὸ τὴν ἄλλη. 

  1. Ὑπάρχει πίστη ποὺ γεννιέται ἀπὸ ὅσα ἀκούσαμε(70), καὶ πίστη ποὺ κάνει χειροπιαστὰ ὅσα ἐλπίζουμε(71).

  1. Εἶναι καλὸ νὰ ὠφελοῦμε μὲ λόγια ὅσους ἐρωτοῦν, καλύτερο ὅμως εἶναι νὰ τοὺς βοηθοῦμε μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀρετή. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει τὸν ἑαυτό του στὸ Θεὸ μὲ αὐτές, βοηθεῖ καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν πλησίον. 

  1. Ἂν θέλεις μὲ λίγα λόγια νὰ βοηθήσεις τὸν φιλομαθῆ, ὑπόδειξέ του προσευχὴ καὶ ὀρθὴ πίστη καὶ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις. Γιατί ὅλα τα ἄλλα καλὰ μὲ αὐτὰ τὰ ἀποκτοῦμε. 

  1. Γιὰ ἐκεῖνα ποὺ ἐλπίζει κανεὶς στὸ Θεό, δὲν φιλονεικεῖ πλέον γι’ αὐτὰ μὲ τοὺς ἄλλους. 

  1. Ἂν κάθε ἀκούσιο ἔχει τὴν αἰτία του ἀπὸ τὰ ἑκούσια, κατὰ τὴ Γραφή, κανεὶς δὲν εἶναι τόσο πολὺ ἐχθρός του ἀνθρώπου, ὅσο εἶναι ὁ ἴδιος του ἐαυτοῦ του.

  1. Ἀπὸ ὅλα τα κακὰ πρώτη εἶναι ἡ ἄγνοια, δεύτερη ἡ ἀπιστία. 

  1. Ν’ ἀποφεύγεις τὸν πειρασμὸ μὲ ὑπομονὴ καὶ προσευχή. Ἂν ἀντιστέκεσαι χωρὶς αὐτά, ὁ πειρασμὸς ἐπιτίθεται δυνατότερα. 

  1. Ὁ κατὰ Θεὸν πράος εἶναι σοφότερος ἀπὸ τοὺς σοφούς, καὶ ὁ ταπεινὸς στὴν καρδιὰ εἶναι δυνατότερος ἀπὸ τοὺς δυνατούς. Ἐπειδὴ τὸν ζυγὸ τοῦ Χριστοῦ βαστάζουν(72) μὲ πνευματικὴ γνώση. 

  1. Ὅσα λέμε ἢ κάνομε χωρὶς προσευχή, ὕστερα βγαίνουν ἢ σφαλερὰ ἢ ἐπιβλαβῆ, καὶ μᾶς ἐλέγχουν ἐμπράκτως.

  1. Ἐξαιτίας ἔργων καὶ λόγων καὶ σκέψεως, ἕνας γίνεται δίκαιος. Ἐξαιτίας πίστεως καὶ χάρης καὶ μετάνοιας, πολλοὶ γίνονται δίκαιοι. 

  1. Ὅπως εἶναι ἀσυμβίβαστο στὸν μετανοοῦντα νὰ ὑψηλοφρονεῖ, ἔτσι σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἁμαρτάνει θεληματικὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ ταπεινοφρονεῖ. 

  1. Ἡ ταπεινοφροσύνη δὲν εἶναι καταδίκη συνειδήσεως, εἶναι χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκριβὴς πληροφορία τῆς συμπάθειάς Του. 

  1. Ὅτι εἶναι τὸ σπίτι γιὰ τὸν ἀέρα, ἔτσι εἶναι καὶ ὁ νοῦς γιὰ τὴ θεία χάρη. Ὅσο βγάζεις ὑλικὰ πράγματα μέσα ἀπὸ τὸ σπίτι, τότσο ἔρχεται ὁ ἀέρας. Καὶ ὅσο βάζεις πράγματα μέσα στὸ σπίτι, τόσο φεύγει ὁ ἀέρας. 

  1. Ὑλικά του σπιτιοῦ εἶναι τὰ σκεύη καὶ φαγητά. Ὑλικά του νοῦ ἡ κενοδοξία καὶ ἡ ἡδονή. 

  1. Εὐρυχωρία τῆς καρδιᾶς εἶναι ἡ ἐλπίδα στὸ Θεό. Ἐκεῖνο ποὺ τὴν στενοχωρεῖ εἶναι ἡ σωματικὴ φροντίδα. 

  1. Μία καὶ ἀμετᾶβλητηειναι ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος. Ἐνεργεῖ ὅμως στὸν καθένα ὅπως θέλει(73).

  1. Ὅπως ἡ βροχὴ ποὺ πέφτει στὴ γῆ, δίνει στὰ φυτὰ τὴν ἀνάλογη μὲ αὐτὰ ποιότητα, γλυκιὰ στὰ γλυκά, στυφὴ στὰ πιὸ στυφά, ἔτσι καὶ ἡ χάρη ποὺ πέφτει στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν χαρίζει στὶς ἀρετὲς τὶς ἁρμόζουσες καὶ πρέπουσες ἐνέργειες. 

  1. Ἡ χάρη ὅταν πέσει στὴ ψυχή, σ’ ἐκεῖνον ποὺ πεινᾶ γιὰ τὸν Χριστό, γίνεται τροφή. στὸν διψασμένο, γλυκύτατο νερό. σ’ ἐκεῖνον ποὺ κρυώνει, ἔνδυμα. καὶ στὸν κοπιάζοντα ἀνάπαυση. σ’ ἐκεῖνον ποὺ προσεύχεται γίνεται πληροφορία. καὶ σ’ ἐκεῖνον ποὺ πενθεῖ γίνεται παρηγοριά. 

  1. Ὅταν λοιπὸν ἀκούσεις τὴ Γραφὴ νὰ λέει γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅτι «κάθησε σὲ καθένα ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους»(74) ἢ ὅτι «ὅρμησε πάνω στὸν προφήτη»(75) ἢ «ἐνεργεῖ»(76) ἢ «λυπεῖται»(77) ἢ «σβέννυται»(78) ἢ «παροξύνεται»(79). καὶ πάλι νὰ λέει ὅτι «ἄλλοι ἔχουν τοὺς πρώτους καρποὺς»(80), ἐνῶ ἄλλοι «εἶναι γεμάτοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα»(81), ἐσὺ νὰ μὴ νομίσεις μερισμὸ ἢ μετατροπὴ ἢ ἀλλοίωση τοῦ Πνεύματος, ἀλλὰ πίστευε μὲ τὸν τρόπο ποὺ προείπαμε, ὅτι εἶναι ἀμετάβλητο καὶ ἀναλλοίωτο καὶ παντοδύναμο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἐνεργεῖ, καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι μένει, καὶ στὸν καθένα παρέχει τὸ πρέπον θεοπρεπῶς, δηλ. ὅπως ἁρμόζει σὲ Θεό. Γιατί τὸ Πνεῦμα σὰν ἥλιος ἔχει ντυθεῖ ἐντελῶς πάνω στοὺς βαπτισμένους. Ὁ καθένας μᾶς πάλι στὸ μέτρο ποὺ ἔχει μισήσει τὰ πάθη ποὺ τὸν σκοτίζουν καὶ τὰ ἔχει βγάλει ἀπὸ τὴ μέση, ἀνάλογα φωτίζεται. Καὶ κατὰ τὸ μέτρο ποὺ τὰ ἀγαπᾶ, σκοτίζεται. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ μισεῖ τὰ πάθη, βγάζει ἀπὸ τὴ μέση τὶς ἀφορμές τους. Ἐκεῖνος ποὺ περικυκλώνεται ἀπὸ τὶς ἀφορμές, πολεμεῖται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ χωρὶς νὰ θέλει. 

  1. Ὅταν μᾶς πολεμοῦν πονηροὶ λογισμοί, νὰ κατηγοροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ὄχι τὴν προπατορικὴ ἁμαρτία. 

  1. Ρίζες τῶν πονηρῶν λογισμῶν εἶναι οἱ ὁλοφάνερες κακίες τὶς ὁποῖες μὲ τὰ χέρια, μὲ τὰ πόδια καὶ μὲ τὸ στόμα ὑπερασπιζόμαστε κάθε φορᾶ.

  1. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀσχολούμαστε μὲ οἰκειότητα μὲ κάποιο πάθος κατὰ διάνοια, ἂν δὲν ἀγαποῦμε τὶς αἰτίες του. 

  1. Γιατί, ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀνέχεται τὸ ντρόπιασμα, καὶ ἀσχολεῖται διανοητικὰ μὲ τὴν κενοδοξία; Καὶ ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ἐξουθένωση, καὶ ταράζεται ὅταν τὸν βρίσουν; Καὶ ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει καρδιὰ γεμάτη συντριβὴ καὶ ταπείνωση(82), καὶ παραδέχεται σαρκικὴ ἡδονή; Ἢ ποιὸς πιστεύει στὸ Χριστό, καὶ φροντίζει γιὰ πρόσκαιρα καὶ φιλονεικεῖ; 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ ἀποδοκιμάζεται ἀπὸ ἄλλον καὶ δὲν φιλονεικεῖ μήτε μὲ λόγια, μήτε νοερὰ μ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἀποδοκιμάζει, αὐτὸς ἔχει ἀληθινὴ πνευματικὴ γνώση, καὶ πίστη βέβαιη παρουσιάζει στὸν Κύριο. 

  1. Ἐξαπατοῦν οἱ ἄνθρωπο στὸ ζύγι γιὰ νὰ ἀδικήσουν(83), ὁ Θεὸς ὅμως ἀποδίδει στὸν καθένα τὸ δίκαιο. 

  1. Ἂν οὔτε στὸν ἀδικοῦντα περισεύουν, οὔτε ὁ ἀδικούμενος ὑστερεῖται, ἄρα ὁ ἄνθρωπος περνάει ἀπὸ τὸν κόσμο σὰν μιὰ εἰκόνα ὀνείρου, καὶ συνεπῶς μάταια ταράζεται(84). 

  1. Ὅταν δεῖς κανένα καὶ στενοχωρεῖται ἐπειδὴ τὸν πρόσβαλλαν πολύ, νὰ ξέρεις ὅτι ἀφοῦ γέμισε μὲ λογισμοὺς κενοδοξίας, τώρα μὲ ἀηδία καὶ ἀποστροφὴ θερίζει ὅ,τι ἔσπειρε στὴν καρδιά του. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπόλαυσε τὶς ἡδονὲς πέρα ἀπὸ τὸ μέτρο, μὲ ἑκατονταπλάσιες θλίψεις καὶ στενοχώριες θὰ πληρώσει τὴν ἀφθονία τῶν ἡδονῶν. 

  1. Ὁ προϊστάμενος ὀφείλει νὰ λέει στὸν ὑποτακτικό το χρέος του, ὅταν ὅμως τὸν παρακούει, νὰ τοῦ προαναγγέλει τὴν ἐπιδρομὴ τῶν κακῶν.

  1. Ἐκεῖνος ποὺ ἀδικεῖται ἀπὸ κάποιον καὶ δὲν ζητεῖ τὸ δίκιο του ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τὸν ἀδικεῖ, δείχνει ὅτι πιστεύει στὸν Χριστόκαι ἑκατονταπλάσια λαμβάνει στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ ζωὴ αἰώνια(85) κληρονομεῖ.

  1. Μνήμη Θεοῦ εἶναι πόνος τῆς καρδιᾶς γιὰ χάρη τοῦ σεβασμοῦ πρὸς τὸ Θεό. Ὁ καθένας ποὺ λησμονεῖ τὸ Θεό, στρέφεται στὶς ἡδονὲς τοῦ βίου καὶ γίνεται ἀναίσθητος. 

  1. Μὴ λὲς ὅτι ὅποιος δὲν ἔχει πάθη δὲν μπορεῖ νὰ θλίβεται. Γιατί ἂν δὲν θλίβεται γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὀφείλει νὰ θλίβεται γιὰ τὸν πλησίον.

  1. Ὅταν ὁ ἐχθρὸς κρατήσει στὰ χέρια τοῦ πολλοὺς λογαριασμοὺς τῶν ἁμαρτημάτων ποὺ παραδόθηκαν στὴ λήθη, τότε ἀναγκάζει τὸν χρεοφειλέτη νὰ κάνει τὰ ἴδια ἁμαρτήματα καὶ στὴν μνήμη, χρησιμοποιώντας εὔλογά το νόμο τῆς ἁμαρτίας(86).

  1. Ἂν θέλεις ἀκατάπαυστα νὰ θυμᾶσαι τὸ Θεό, μὴν ἀποκρούεις ὡς ἄδικες τὶς θλίψεις πού σου ἔρχονται, ἀλλὰ ὑπόμενε τὶς συλλογιζόμενος ὅτι δίκαια ἔρχονται. Γιατί ἡ ὑπομονή, μὲ κάθε θλίψη ξαναθέτει σὲ κίνηση τὴ μνήμη, ἐνῶ ἡ χαύνωση λιγοστεύει τὸ νοερὸ φρόνημα τῆς καρδιᾶς καὶ μὲ τὴν ἀνάπαυση φέρνει τὴ λησμοσύνη τοῦ Θεοῦ. 

  1. Ἂν θέλεις νὰ σκεπαστοῦν οἱ ἁμαρτίες σου ἀπὸ τὸν Κύριο(87), μὴ φανερώσεις στοὺς ἀνθρώπους ὅτι ἔχεις ἀρετές. Γιατί ὅ,τι κάνομε γι’ αὐτές, αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς κάνει γιὰ ἐκεῖνες. 

  1. Ἂν κρύψεις τὴν ἀρετή σου, μὴν ὑπερηφανεύεσαι ὅτι τάχα κάνεις ἀρετή. Γιατί ἀρετὴ δὲν εἶναι μόνο νὰ κρύβομε τὰ καλά, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ μὴ σκεφτόμαστε τίποτε ἀπὸ ὅσα ὁ Θεὸς ἀπαγορεύει. 

  1. Μὴ χαίρεσαι ὅταν εὐεργετήσεις κανέναν, ἀλλὰ ὅταν χωρὶς μνησικακία ὑποφέρεις τὴν ἔχθρα γιὰ τὸ καλὸ ποὺ ἔκανες. Γιατί ὅπως οἱ νύχτες διαδέχονται τὶς ἡμέρες, ἔτσι καὶ οἱ κακίες διαδέχονται τὶς εὐεργεσίες. 

  1. Ἡ κενοδοξία, ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ ἡδονή, δὲν ἀφήνουν τὴν εὐεργεσία νὰ μείνει καθαρή, ἂν οἱ κακίες αὐτὲς δὲν καταπέσουν πρῶτα μὲ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. 

  1. Στὶς ἀκούσεις θλίψεις εἶναι κρυμμένο τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο τραβὰ σὲ μετάνοια ἐκεῖνον ποὺ δείχνει ὑπομονὴ καὶ τὸν γλυτώνει ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση. 

  1. Μερικοὶ ποὺ ἐκτελοῦν τὶς ἐντολές, περιμένουν νὰ ἰσορροπήσουν στὴ ζυγαριὰ μὲ τὶς ἁμαρτίες τους. Ἄλλοι ἐξιλεώνουν Ἐκεῖνον ποὺ πέθανε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἃς ἀναζητήσομε, ποιὸς ἀπὸ τοὺς δύο ἔχει ὀρθό το φρόνημα; 

  1. Ὁ φόβος τῆς κολάσεως καὶ ὁ ἔρωτας τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν παράγουν τὴν ὑπομονὴ στὶς θλίψεις. Καὶ αὐτὸ ὄχι ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζει τὶς σκέψεις μας. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει στὰ μελλοντικά, ἀπομακρύνεται ἀπροφάσιστα ἀπὸ τὰ παρόντα εὐχάριστα. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν πιστεύει, γλυκαίνεται στὰ παρόντα καὶ γίνεται ἀναίσθητος. 

  1. Μὴν πεῖς, πῶς θὰ ζήσει ἡδονικὰ ὁ φτωχός, ἀφοῦ δὲν ἔχει τὶς προϋποθέσεις; Γιατί μπορεῖ νὰ ζεῖ κανεὶς ἡδονικὰ ἀκόμα καὶ μὲ τὶς σκέψεις τοῦ κατὰ τρόπο ἀθλιότερο. 

  1. Ἄλλο εἶναι ἡ γνώση τῶν πραγμάτων καὶ ἄλλο βαθιὰ γνώση τῆς θείας ἀλήθειας. Ὅσο διαφέρει ὁ ἥλιος ἀπὸ τὴ σελήνη, τόσο ἡ δεύτερη εἶναι πιὸ ὠφέλιμη ἀπὸ τὴν πρώτη. 

  1. Ἡ γνώση τῶν πραγμάτων προστίθεται στοὺς ἀνθρώπους ἀνάλογα μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν. Ἡ βαθιὰ γνώση τῆς θείας ἀλήθειας, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐλπίδα στὸν Χριστό. 

  1. Ἂν θέλεις νὰ σωθεῖς καὶ νὰ ἔρθεις σὲ πλήρη γνώση τῆς ἀλήθειας(88), νὰ προσπαθεῖς πάντοτε νὰ ξεπερνᾶς τὰ αἰσθητὰ καὶ νὰ προσκολλᾶσαι στὸ Θεὸ μὲ μόνη τὴν ἐλπίδα. Γιατί ἂν παρασύρεσαι χωρὶς νὰ θέλεις, θὰ σὲ πολεμοῦν μὲ προσβολὲς οἱ δαιμονικὲς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες. Ὅταν ὅμως τὶς νικᾶς μὲ τὴν προσευχὴ καὶ κρατώντας τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό, θὰ ἀποκτήσεις τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θὰ σὲ γλυτώσει ἀπὸ τὴ μέλλουσα ὀργή. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ ἐννόησε ὅ,τι εἶπε ὁ Παῦλος μὲ τρόπο μυστικό, ὅτι δηλαδὴ ἡ πάλη μᾶς γίνεται ἐναντίον τῶν πονηρῶν πνευμάτων(89), αὐτὸς θὰ καταλάβει καὶ τὴν παραβολὴ τοῦ Κυρίου ποὺ ἔλεγε ὅτι πρέπει νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ μὴν ἀποθαρρυνόμαστε(90). 

  1. Ὁ Μωσαϊκὸς νόμος διατάζει ἐξ ἡμέρες νὰ ἐργάζονται καὶ τὴν ἕβδομη νὰ ἀναπαύονται(91). Αὐτὸ προτυπώνει ὅτι ἔργο τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀγαθοεργία μὲ χρήματα καὶ μὲ πράγματα, ἀργία δὲ καὶ ἀνάπαυση εἶναι το νὰ πουλήσει κανεὶς ὅλα τα ὑπάρχοντά του καὶ νὰ τὰ δώσει στοὺς φτωχοὺς σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου(92), καὶ ἀφοῦ ἀναπαυθεῖ μὲ τὴν ἀκτημοσύνη, νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν νοερὴ ἐλπίδα. Σ’ αὐτὴν τὴν ἀνάπαυση καὶ ὁ Παῦλος μᾶς προτρέπει νὰ μποῦμε(93). 

  1. Αὐτὰ τὰ λέμε ὄχι γιατί ἀποκλείομε τὰ μέλλοντα, οὔτε καὶ γιατί ἐδῶ εἶναι ἡ καθολικὴ ἀνταπόδοση, ἀλλὰ γιατί πρέπει πρῶτα νὰ ἔχομε τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος νὰ ἐνεργεῖ μέσα στὴ καρδιά μας καὶ ἔτσι κατὰ ἀναλογία νὰ μποῦμε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τοῦτο φανερώνοντας καὶ ὁ Κύριος ἔλεγε: «Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν εἶναι μέσα σας»(94). Αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος ἔλεγε: «Ἡ πίστη εἶναι ἡ πραγματικότητα αὐτῶν ποὺ ἐλπίζομε»(95), καί: «Ἔτσι καὶ σεῖς τρέχετε γιὰ νὰ κερδίσετε»(96) καὶ πάλι: «Νὰ δοκιμάζετε τὸν ἑαυτὸ σᾶς ἂν στέκεστε στὴν πίστη. ἢ δὲν γνωρίζετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κατοικεῖ μέσα σας; Ἂν ὄχι τότε εἶστε ἄξιοι ἀποδοκιμασίας»(97).

  1. Ἐκεῖνος ποὺ γνώρισε τὴν ἀλήθεια δὲν ἀντιστέκεται στὰ θλιβερὰ περιστατικά, γιατί γνωρίζει ὅτι ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. 

  1. Οἱ παλιὲς ἁμαρτίες, ὅταν τὶς φέρνει κανεὶς στὸ νοῦ τοῦ μία πρὸς μία, βλάπτουν ἐκεῖνον ποὺ ἔχει καλὴ ἐλπίδα στὸ Θεό. Γιατί ὅταν ξαναγυρίσουν μὲ λύπη, ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν ἐλπίδα. Ὅταν μᾶς ἔρθουν οἱ εἰκόνες τοὺς χωρὶς λύπη, βάζουν μέσα στὴν ψυχὴ τὸν παλιὸ μολυσμό. 

  1. Ὅταν ὁ νοῦς ἀρνηθεῖ ὁλότελα τὸν ἑαυτό του καὶ κρατήσει σταθερὰ τὴν ἐλπίδα, τότε ὁ ἐχθρὸς μὲ τὴν πρόφαση δῆθεν τῆς ἐξομολογήσεως παριστάνει μὲ εἰκόνες ἀκριβῶς τὰ ἁμαρτήματα ποὺ διαπράχθηκαν, μὲ σκοπὸ νὰ ξαναζωντανέψει τὰ πάθη ποὺ λησμονήθηκαν μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ βλάψει κρυφὰ τὸν ἄνθρωπο. Γιατί καὶ ἂν ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος εἶναι δυνατὸς καὶ μισεῖ τὰ πάθη, κατ’ ἀνάγκην θὰ σκοτιστεῖ καὶ θὰ πέσει σὲ σύγχυση γιὰ τὰ προηγούμενα ἁμαρτήματά μου. Ἂν μάλιστα εἶναι ἀκόμη στὴν καταχνιὰ καὶ στὴν ἀγάπη τῆς ἡδονῆς, θὰ μεταφερθεῖ στὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ θὰ ἀσχοληθεῖ μὲ ἐμπάθεια μὲ τὶς προσβολὲς τοῦ ἐχθροῦ, ὥστε ἡ μνήμη αὐτὴ θ’ ἀποδειχτεῖ σύνδεσμος μὲ τὰ προηγούμενα καὶ ὄχι ἐξομολόγηση. 

  1. Ἂν θέλεις νὰ προσφέρεις στὸ Θεὸ ἀκαταδίκαστη ἐξομολόγηση, μὴν ἀναφέρεις ἕνα-ἕνα τα παραστρατήματα, ἀλλὰ νὰ ὑπομένεις μὲ γενναιότητα τὶς συνέπειές τους. 

  1. Τὰ λυπηρὰ καὶ δυσάρεστα ἔρχονται ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν ποὺ κάναμε πρωτύτερα καὶ φέρνουν μαζί τους ὅ,τι πρέπει γιὰ κάθε ἁμαρτία. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει γνώση καὶ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια, ἐξομολογεῖται στὸ Θεὸ ὄχι μὲ τὴν ἀνάμνηση ἐκείνων ποὺ ἔπραξε, ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπομονὴ τῶν θλιβερῶν ποὺ τοῦ ἔρχονται. 

  1. Ὅταν ἀποβάλλεις τοὺς σωματικοὺς κόπους καὶ τὴν ἐξουδένωση, μὴ λὲς ὅτι θὰ μετανοήσεις μὲ ἄλλες ἀρετές. Γιατί ἡ κενοδοξία καὶ ἡ ἀναισθησία, ἀπὸ τὴ φύση τοὺς δουλεύουν στὴν ἁμαρτία ἀκόμη καὶ μὲ εὔλογες προφάσεις. 

  1. Ὅπως τὶς ἀρετὲς τὶς γεννοῦν κόποι καὶ καταφρονήσεις καὶ ὕβρεις, ἔτσι καὶ τὶς κακίες τὶς γεννοῦν ἡδονὲς καὶ κενοδοξίες. 

  1. Κάθε σωματικὴ ἡδονὴ προέρχεται ἀπὸ προηγούμενη ἀνάπαυση. Τὴν ἀνάπαυση πάλι τὴν γεννὰ ἡ ἀπιστία. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῆς ἁμαρτίας, δὲν μπορεῖ μόνος του νὰ νικήσει τὸ σαρκικὸ φρόνημα, γιατί ἔχει τὸν ἐρεθισμὸ ἀκατάπαυστο καὶ ἐγκατεστημένο μέσα στὰ μέλη του. 

  1. Ὅσοι εἶναι ἐμπαθεῖς πρέπει νὰ προσεύχονται καὶ νὰ ὑποτάσσονται, ἐπειδὴ μόλις μποροῦν μὲ βοήθεια νὰ πολεμήσουν τὶς κακὲς συνήθειες τῶν περασμένων ἁμαρτιῶν τους. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίζεται μὲ ὑποταγὴ καὶ προσευχὴ ἐναντίον τοῦ σαρκικοῦ θελήματος, εἶναι ἀγωνιστὴς ποὺ μεταχειρίζεται καλὴ μέθοδο, ἐκδηλώνοντας τὸ νοητὸ πόλεμο μὲ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὰ αἰσθητά. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐγκαταλείπει τὸ θέλημά του γιὰ χάρη τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, πεδικλώνεται στὰ δικά του ἔργα καὶ γίνεται ὑπόδουλός των ἐχθρῶν δαιμόνων. 

  1. Ὅταν δεῖς δύο κακοὺς νὰ ἔχουν ἀγάπη ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον, νὰ γνωρίζεις ὅτι ὁ ἕνας βοηθεῖ στὰ κακὰ θελήματα τοῦ ἄλλου. 

  1. Ὁ ὑπερήφανος καὶ ὁ κενόδοξος εὐχαρίστως κάνουν ἀνταλλαγὴ μεταξύ τους. Ὁ ὑπερήφανος ἐπαινεῖ τὸν κενόδοξο ἐπειδὴ τοῦ φέρεται δουλικά, ἐνῶ ὁ κενόδοξος ἐκθειάζει τὸν ὑπερήφανο ποὺ τὸν ἐπαινεῖ συνεχῶς. 

  1. Ὁ ἀκροατὴς ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη προμηθεύεται ὠφέλεια. Ὅταν ἀναγνωρίζεται γιὰ τὸ ἀγαθό, γίνεται προθυμότερος. Ὅταν ἐλέγχεται γιὰ τὸ κακό, ἀναγκάζεται νὰ μετανοεῖ. Πρέπει σύμφωνα μὲ τὴν πρόοδό μας νὰ ἔχομε τὸ βίο, καὶ σύμφωνα μὲ τὸ βίο ὀφείλομε νὰ προσφέρομε στὸ Θεὸ τὶς προσευχές μας. 

  1. Καλὸ εἶναι νὰ τηροῦμε τὴν κυριότερη ἐντολὴ καὶ γιὰ τίποτε ἄλλο νὰ μὴ φροντίζομε ἢ νὰ προσευχόμαστε, ἀλλὰ μόνο νὰ ζητοῦμε τὴ Βασιλεία καὶ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ(98). Ἂν ὅμως ἀκόμη φροντίζομε γιὰ κάθε μία ἀνάγκη, ὀφείλομε καὶ γιὰ κάθε μία νὰ προσευχόμαστε. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ χωρὶς προσευχὴ κάνει κάτι ἢ φροντίζει, δὲν εὐδοκιμεῖ. Καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: «Δίχως ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε»(99).

  1. Ἐκεῖνον ποὺ παραβλέπει τὴν ἐντολὴ τῆς προσευχῆς, χειρότερες παρακοὲς τὸν περιμένουν, καὶ ἡ μία στὴν ἄλλη τὸν παραδίνει σὰν δεσμώτη. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ παραδέχεται τὰ παρόντα θλιβερὰ γιὰ χάρη τῆς ἀναμονῆς τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, ἔχει βρεῖ τὴν γνώση τῆς ἀλήθειας. Καὶ εὔκολα θὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ ἀπὸ τὴν λύπη.

  1. Ἐκεῖνος ποὺ προτιμᾶ τὴν κακουχία καὶ τὴν περιφρόνηση, γιὰ χάρη τῆς ἀλήθειας, βαδίζει τὸν ἀποστολικὸ δρόμο, σηκώνοντας τὸ σταυρὸ καὶ δεμένος μὲ ἁλυσίδα(100). Ἐκεῖνος ποὺ χωρὶς αὐτὰ προσπαθεῖ νὰ προσέχει στὴν καρδιά του, πλανᾶται καὶ πέφτει σὲ παγίδες τοῦ διαβόλου(101). 

  1. Οὔτε τοὺς κακοὺς λογισμοὺς χώρια ἀπὸ τὶς αἰτίες τους, οὔτε τὶς αἰτίες χώρια ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς μποροῦμε νὰ νικήσομε. Γιατί ὅταν τὸ ἕνα μόνον μέρος ἀποβάλομε, σὲ λίγο μέσω τοῦ ἄλλου, πηγαίνομε καὶ στὰ δύο. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ φόβο νὰ μὴν κακοπαθήσει ἢ ἐξαιτίας ὀνειδισμοῦ φιλονεικεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἢ ἐδῶ μὲ συμφορὲς περισσότερο κακοπαθεῖ ἢ στὸν μέλλοντα αἰώνα κολάζεται ἀνελέητα. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ἀποκλείσει κάθε κακὸ συμβάν, ὀφείλει μὲ τὴν προσευχὴ νὰ κάνει μιὰ σχετικὴ συναλλαγὴ μὲ τὸ Θεό. Νὰ κρατᾶ μέσα στὸ νοῦ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ κατὰ δύναμη νὰ παραβλέπει τὴ φροντίδα τῶν αἰσθητῶν. 

  1. Ὅταν ὁ διάβολος βρεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀσχολεῖται χωρὶς ἀνάγκη μὲ τὰ σωματικά, πρῶτα του ἀφαιρεῖ τὴ γνώση τῶν θείων. Κατόπιν καὶ τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό, τὴν κόβει σὰν κεφάλι. 

  1. Ἂν ποτὲ ἀξιωθεῖς καὶ πάρεις ὀχυρὸ τόπο τῆς προσευχῆς, τότε μὴν παραδέχεσαι τὴν γνώση τῶν πραγμάτων πού σου προσφέρει ὁ ἐχθρός, γιὰ νὰ μὴν χάσεις τὸ μεγαλύτερο καλό. Ἐπειδὴ εἶναι καλύτερο μὲ τὰ βέλη τῆς προσευχῆς νὰ τὸν κατατοξεύσεις ἀποκλεισμένο στὰ χαμηλά, παρὰ νὰ συναναστρέφεσαι αὐτὸν ποὺ μᾶς προσφέρει τὰ φαῦλα καὶ μηχανεύεται νὰ μᾶς ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν ἐναντίον τοῦ δέηση. 

  1. Ἡ γνώση τῶν πραγμάτων, σὲ ὧρες πειρασμοῦ ἢ ἀκηδίας ὠφελεῖ τὸν ἄνθρωπο, σὲ ὧρες ὅμως προσευχῆς συνήθως τὸν βλάπτει. 

  1. Ἄν σου δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ διδάσκεις καὶ δὲ σὲ ἀκοῦνε, νὰ θλίβεσαι νοερὰ χωρὶς νὰ ταράζεσαι φανερά. Γιατί ὅταν θλίβεσαι, δὲν θὰ καταδικαστεῖς μαζὶ μὲ αὐτὸν ποὺ σὲ παρακούει. Ἂν ὅμως ταράζεσαι, θὰ ἔχεις πειρασμὸ στὸ ἴδιο πράγμα.

  1. Ὅταν διδάσκεις καὶ ἐξηγεῖς, μὴν κρύψεις τὰ πρέποντα ἀπὸ τοὺς παρόντες. Τὰ κόσμια καὶ εὐπρεπῆ νὰ τὰ πεῖς καθαρότερα, τὰ σκληρὰ μὲ ὑπαινιγμούς.

  1. Ἐκείνου ποὺ δὲν εἶναι στὴν ὑποταγή σου μὴν τοῦ πεῖς τὸ σφάλμα κατὰ πρόσωπο. Γιατί αὐτὸ εἶναι δικαίωμα ἐξουσίας μᾶλλον, παρὰ συμβουλῆς. 

  1. Ἐκεῖνα ποὺ λέγονται στὸν πληθυντικό, γίνονται σὲ ὅλους ὠφέλιμα, γιατί παρουσιάζονται στὸν καθένα σὰν τὸ περιεχόμενο τῆς συνειδήσεώς του. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ μιλεῖ ὀρθὰ ὀφείλει νὰ πιστεύει ὅτι παραλαμβάνει ἀπὸ τὸ Θεὸ τὰ λόγια. Ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι αὐτοῦ ποὺ μιλᾶ, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνεργεῖ. 

  1. Μ’ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχεις ὁμολογία ὑποταγῆς τους, μὴ φιλονεικεῖς μαζί τους, ὅταν ἀντιστέκονται στὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ μὴν διεγείρεις μίσος ὅπως λέει ἡ Γραφὴ(102).

  1. Ἐκεῖνος ποὺ ὑποχωρεῖ στὸν ὑποτακτικό του ὅταν φέρνει ἀντιρρήσεις ποὺ δὲν πρέπει. Τὸν παραπλανᾶ σ’ αὐτὸ τὸ πράγμα καὶ τὸν προετοιμάζει νὰ παραβαίνει τὶς ὑποσχέσεις τῆς ὑποταγῆς. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ φόβο Θεοῦ συμβουλεύει ἢ τιμωρεῖ ὅποιον ἁμαρτάνει, προξενεῖ στὸν ἑαυτὸ τοῦ τὴν ἀντίθετη ἀπὸ τὸ σφάλμα ἀρετή. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ μνησικακεῖ καὶ ἀπὸ κακία ἐπιπλήττει καὶ ὑβρίζει, περιπίπτει στὸ ἴδιο πάθος σύμφωνα μὲ τὸν πνευματικὸ νόμο. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ ἔμαθε καλά το νόμο, φοβᾶται τὸ νομοθέτη. Κι ἐπειδὴ τὸν φοβᾶται ἀποφεύγει κάθε κακό. 

  1. Μὴ γίνεις διπρόσωπος, ἀλλιῶς δηλ. στὰ λόγια κι ἀλλιῶς στὴ συνείδηση. Τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν ἡ Γραφὴ τὸν θέτει κάτω ἀπὸ κατάρα(103).

  1. Ὑπάρχει ὁ εἰλικρινὴς ποὺ λέει τὴν ἀλήθεια καὶ οἱ ἀνόητοι τὸν μισοῦν, κατὰ τὸν Ἀπόστολο(104). Καὶ ὑπάρχει ἄλλος ποὺ ὑποκρίνεται καὶ γι’ αὐτὸ τὸν ἀγαποῦν. Ὅμως καμιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀνταποδόσεις δὲν κρατάει πολὺ καιρό, γιατί ὁ Κύριος ἀποδίδει στὴν ὥρα του στὸν καθένα τὸ πρέπον. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ἀποφύγει τὰ μελλοντικὰ λυπηρά, ὀφείλει νὰ ὑποφέρει μὲ εὐχαρίστηση τὰ παρόντα. Καὶ ἔτσι ἀνταλάσσοντας νοερὰ τὸ ἕνα πράγμα μὲ τὸ ἄλλο, μὲ μικρὲς θλίψεις θὰ ξεφύγει μεγάλες τιμωρίες. 

  1. Βάλε ἀσφάλεια στὰ λόγια σου γιὰ νὰ μὴν καυχηθεῖς καὶ φύλαγε τὸ νοῦ σου νὰ μὴ νομίσεις ὅτι εἶσαι κάτι, γιὰ νὰ μὴν παραχωρήσει ὁ Θεὸς καὶ πράξεις τὰ ἀντίθετα. Γιατί τὸ ἀγαθὸ δὲν κατορθώνεται ἀπὸ μόνον τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Παντεπόπτη Θεοῦ.

  1. Ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος τὰ πάντα ἐπιβλέπει, ὅπως μᾶς δίνει τὶς ἀνταμοιβὲς ποὺ ἀξίζουν τὰ ἔργα μας, τὸ ἴδιο κάνει καὶ γιὰ τοὺς λογισμούς μας καὶ γιὰ τὶς ἑκούσιες σκέψεις μας. 

  1. Οἱ ἀκούσιοι λογισμοὶ ξεφυτρώνουν ἀπὸ προηγούμενη ἁμαρτία, οἱ ἑκούσιοι ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη θέλησή μας. Λοιπόν, αἴτιοι τῶν πρώτων εἶναι οἱ δεύτεροι. 

  1. Στὶς κακὲς σκέψεις ποὺ μᾶς ἔρχονται χωρὶς νὰ θέλομε, ἀκολουθεῖ λύπη. Γι’ αὐτὸ καὶ σύντομα ἐξαφανίζονται. Σ’ αὐτὲς ὅμως ποὺ μᾶς ἔρχονται μὲ τὴν πρόθεσή μας, ἀκολουθεῖ χαρά, γι’ αὐτὸ καὶ δύσκολα γλυτώνομε ἀπὸ αὐτές. 

  1. Ὁ φιλήδονος λυπᾶται στὶς κατηγορίες καὶ τὶς κακοπάθειες. Ὁ φιλόθεος στοὺς ἐπαίνους καὶ τὶς πλεονεξίες. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν γνωρίζει τὶς τιμωρίες τοῦ Θεοῦ, βαδίζει νοερὰ ἕνα δρόμο ποὺ ἔχει ἀπὸ τὴ μία καὶ τὴν ἄλλη γκρεμνοὺς καὶ ἀπὸ κάθε ἄνεμο εὔκολα ἀναποδογυρίζεται. Ὅταν ἐπαινεῖται, καμαρώνει καὶ φουσκώνει. Ὅταν τὸν κατηγοροῦν, πικραίνεται. Ὅταν τρώει καλά, γίνεται ἀσελγής. Ὅταν κακοπαθεῖ, ὀδύρεται. Ὅταν ἐννοεῖ, ἐπιδεικνύεται. Ὅταν δὲν ἐννοεῖ, προσποιεῖται. Ὅταν πλουτεῖ, ἀλαζονεύεται. Ὅταν φτωχαίνει, ὑποκρίνεται. Ὅταν φάει ἄφθονα καὶ χορτάσει, γίνεται θρασύς. Ὅταν νηστεύει γίνεται κενόδοξος. Μὲ ἐκείνους ποὺ τὸν ἐλέγχουν, φιλονεικεῖ. Ἐκείνους ποὺ τοῦ δίνουν συγγνώμη τοὺς θεωρεῖ ἀνόητους. 

  1. Ἂν λοιπὸν δὲν λάβει ἀπὸ τὸν Χριστὸ κάποιος τὴ χάρη Του γιὰ νὰ ἀποκτήσει γνώση τῆς ἀλήθειας καὶ φόβο Θεοῦ, ὄχι μόνον ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ κι ἀπ’ ὅσα λυπηρά του συμβαίνουν, τραυματίζεται σοβαρά. 

  1. Ὅταν θέλεις νὰ βρεῖς λύση σὲ πρόβλημα περίπλοκο, ψάξε γι’ αὐτό, τί ἀρέσει στὸ Θεό, καὶ θὰ βρεῖς τὴν λύση τοῦ τὴν ὠφέλιμη. 

  1. Σ’ ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ εὐαρεστεῖται ὁ Θεός, σ’ αὐτὰ καὶ ὅλη ἡ κτίση ὑπηρετεῖ. Σ’ ἐκεῖνα ποὺ ὁ Θεὸς ἀποστρέφεται, καὶ ἡ κτίση ἀντιστέκεται. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ ἀντιστέκεται στὰ λυπηρὰ συμβάντα, πολεμᾶ χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει τὴ διαταγὴ τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ τὰ παραδέχεται, γνωρίζοντας καλὰ γιατί ἔρχονται καὶ ὅτι ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ προέρχονται, αὐτός, κατὰ τὴν Γραφὴ ὑπομένει τὸν Κύριο(105).

  1. Ὅταν σου ἔρθει πειρασμός, θλίψη καὶ συμφορά, μὴ ζητᾶς γιατί καὶ μέσω τίνος ἦρθε. Ζήτησε νὰ τὸν ὑποφέρεις μ’ εὐχαρίστηση, χωρὶς λύπη καὶ χωρὶς μνησικακία. 

  1. Ξένο κακὸ δὲν μᾶς προσθέτει ἁμαρτία, ἂν ἐμεῖς δὲν τὸ παραδεχτοῦμε μὲ κακὲς σκέψεις.

  1. Ἂν δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε εὔκολα ἄνθρωπο ποὺ εὐαρέστησε τὸ Θεὸ χωρὶς πειρασμούς, πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ ὅ,τι μᾶς συμβαίνει. 

  1. Ἂν δὲν ἀποτύγχανε ὁ Πέτρος στὸ νυχτερινὸ ψάρεμα(106), δὲ θὰ πετύχαινε στὸ ψάρεμα τῆς ἡμέρας. Καὶ ἂν δὲν πάθαινε τύφλωση στὰ μάτια ὁ Παῦλος(107), δὲν θὰ ἀνέβλεπε στὸ νοῦ. Καὶ ἂν ὁ Στέφανος δὲ δεχόταν συκοφαντία ὡς βλάσφημος, δὲν θὰ ἄνοιγαν οἱ οὐρανοὶ γιὰ νὰ δεῖ τὸ Θεὸ(108).

  1. Ὅπως ἡ κατὰ Θεὸν ἐργασία λέγεται ἀρετή, ἔτσι καὶ ἡ ἀναπάντεχη θλίψη λέγεται πειρασμός. 

  1. Ὁ Θεὸς πείραζε τὸν Ἀβραάμ, δηλαδὴ τὸν στενοχωροῦσε πρὸς τὸ συμφέρον του κι ὄχι γιὰ νὰ μάθει τί εἴδους ἦταν, γιατί τὸν γνώριζε Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ὕπαρξή τους. Ἤθελε νὰ τοῦ δώσει ἀφορμὲς γιὰ τὴν τέλεια πίστη. 

  1. Κάθε θλίψη ἐλέγχει τὴν κλίση τοῦ θελήματος, ἂν κλίνει στὰ δεξιὰ ἢ στὰ ἀριστερά. Γι’ αὐτὸ ἡ θλίψη ποὺ μᾶς συμβαίνει λέγεται πειρασμός, ἐπειδὴ παρέχει πείρα, δηλαδὴ φανερώνει στὸν θλιβόμενο τὰ κρυφὰ θελήματά του. 

  1. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀναγκάζει νὰ πολεμοῦμε τὴν κακία. Ὅταν ἐμεῖς πολεμοῦμε, τὴν πολεμεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀφανίζει.

  1. Σοφία δὲν εἶναι μόνο νὰ γνωρίζουμε μὲ φυσικὴ συνέπεια τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ ὑπομένομε σὰν δική μας τὴν πονηρία ἐκείνων ποὺ μᾶς ἀδικοῦν. Γιατί ἐκεῖνοι ποὺ ἔμειναν στὴν πρώτη περίπτωση, φούσκωσαν ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ἔφτασαν στὴ δεύτερη, ἀπόκτησαν ταπεινοφροσύνη. 

  1. Ἂν θέλεις νὰ μὴν πειράζεσαι ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμούς, νὰ καταδέχεσαι ἐξουδένωση τῆς ψυχῆς σου καὶ θλίψη τῆς σάρκας του. Κι αὐτὸ ὄχι σὲ μερικά, ἀλλὰ σὲ κάθε καιρὸ καὶ τόπο καὶ πράγμα.

  1. Ἐκεῖνος ποὺ γυμνάζεται μὲ τὴ θέλησή του στὶς θλίψεις, δὲ θὰ κατακυριευτεῖ ἀπὸ τοὺς ἀκούσιους πονηροὺς λογισμούς. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν καταδέχεται τὰ πρῶτα, αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὰ δεύτερα καὶ χωρὶς νὰ θέλει. 

  1. Ὅταν ἀδικεῖσαι καὶ σκληραίνει ἡ καρδιά σου καὶ τὰ σπλάχνα σου, μὴ λυπᾶσαι, ἐπειδὴ αὐτὸ ἔγινε κατ’ οἰκονομίαν, ἀλλὰ μὲ χαρὰ νὰ ἀνατρέπεις τοὺς λογισμοὺς ποὺ ξεσηκώνονται, γνωρίζοντας ὅτι μὲ τὸν ἀφανισμὸ τῶν λογισμῶν, μόλις αὐτοὶ ἐμφανιστοῦν, ἀφανίζεται καὶ τὸ κακό. Ἂν ὅμως οἱ λογισμοὶ ἐξακολουθοῦν ἀδιάκοπα, τότε καὶ τὸ κακὸ μεγαλώνει. 

  1. Χωρὶς συντριβὴ καρδιᾶς εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὴν κακία. Δίνει συντριβὴ στὴν καρδιὰ ἡ ἐγκράτεια ἀπὸ τὰ τρία αὐτά: ὕπνο, τροφὴ καὶ σωματικὴ ἀνάπαυση. Ἡ ἀφθονία αὐτῶν φέρνει τρυφὴ καὶ ἡδονικὴ ζωή, καὶ αὐτὰ δέχονται τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ εἶναι ἀντίθετα στὴν προσευχὴ καὶ στὴν πρέπουσα διακονία. 

  1. Ἄν σου ἔλαχε νὰ διατάζεις ἀδελφούς, φύλαγε τὴν τάξη σου καὶ μὴν σωπάσεις καὶ δὲν πεῖς τὰ δέοντα, ἐπειδὴ ὑπάρχουν ἀντιλέγοντες. Καὶ ἂν ὑπακούουν θὰ ἔχεις μισθὸ γιὰ τὴν ἀρετή τους. Ἂν παρακούουν, πάντως νὰ τοὺς συγχωρήσεις καὶ θὰ λάβεις τὰ ἴσα ἀπὸ Αὐτὸν ποὺ εἶπε: «Συγχωρεῖστε καὶ θὰ συγχωρηθεῖτε»(109). 

  1. Μὲ πανήγυρη μοιάζει κάθε θλίψη. Ἐκεῖνος ποὺ ξέρει νὰ ἐμπορεύεται, θὰ κερδίσει πολλά. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ξέρει ζημιώνεται. 

  1. Ἐκεῖνον ποὺ δὲν ὑπακούει μὲ τὸ πρῶτο, μὴν τὸν βιάζεις μὲ φιλονεικία, ἀλλὰ τὸ κέρδος ποὺ ἔχασε ἐκεῖνος, κέρδισέ το ἐσύ. γιατί περισσότερο ἀπὸ τὴ διόρθωση ἐκείνου, θὰ σὲ ὠφελήσει ἡ ἀνεξικακία σου. 

  1. Ὅταν ἡ βλάβη τοὺς ἑνὸς ἀφορᾶ σὲ πολλούς, τότε δὲν πρέπει νὰ μακροθυμεῖς οὔτε νὰ ζητεῖς τὸ συμφέρον σου, ἀλλὰ τὸ συμφέρον τῶν πολλῶν γιὰ νὰ σωθοῦν. Ἐπειδὴ ἡ ἀρετὴ ποὺ ἀφορᾶ σὲ πολλοὺς εἶναι πιὸ ὠφέλιμη ἀπὸ τὴν ἀρετὴ ποὺ ἀφορᾶ σὲ ἕναν. 

  1. Ἂν κανεὶς πέσει σὲ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία καὶ δὲν λυπηθεῖ ἀνάλογα μὲ τὸ σφάλμα, εὔκολα πέφτει πάλι στὸ ἴδιο δίχτυ.

  1. Ὅπως τὸ λιοντάρι δὲν πλησιάζει μὲ φιλικὰ αἰσθήματα τὸ δαμάλι, ἔτσι ἡ ἀναισχυντία δὲν δέχεται εὐχάριστα τὴ λύπη γιὰ τὶς ἁμαρτίες. 

  1. Ὅπως λύκος μὲ πρόβατο δὲν συνέρχονται γιὰ νὰ τεκνοποιήσουν, ἔτσι ὁ χορτασμὸς δὲν συνέρχεται μὲ τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς γιὰ νὰ γεννήσουν ἀρετές. 

  1. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει πόνο καὶ λύπη κατὰ Θεόν, ἂν δὲν ἀγαπήσει πρωτύτερα τὶς αἰτίες τους. 

  1. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ ἔλεγχος γιὰ τὰ σφάλματά μας προξενοῦν λύπη. Ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ ἀγρυπνία συντροφιάζουν μὲ τὸν πόνο. 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν διδάσκεται ἀπὸ τὶς ἐντολὲς καὶ τὶς συμβουλὲς τῆς Γραφῆς θὰ χτυπηθεῖ μὲ μάστιγα ἀλόγου καὶ κεντρὶ τοῦ ὄνου(110). Ἂν δὲν τὰ δεχτεῖ κι αὐτά, τότε μὲ φίμωτρο καὶ χαλινάρι θὰ σφιχτεῖ ἀπὸ τὸ λαιμὸ(111). 

  1. Ἐκεῖνος ποὺ εὔκολα νικιέται ἀπὸ τὰ μικρά, ἐξ ἀνάγκης ἔχει ὑποδουλωθεῖ καὶ στὰ μεγάλα. Ἐκεῖνος ποὺ καταφρονεῖ τὰ μικρά, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου θὰ ἀντισταθεῖ στὰ μεγάλα. 

  1. Μὴν προσπαθεῖς μὲ ἐλέγχους νὰ ὠφελήσεις ἐκεῖνον ποὺ καυχιέται γιὰ ἀρετές. Γιατί ὁ ἴδιος ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπᾶ καὶ τὴν ἐπίδειξη καὶ τὴν ἀλήθεια. 

  1. Κάθε λόγος τοῦ Χριστοῦ φανερώνει ἔλεος καὶ δικαιοσύνη καὶ σοφία τοῦ Θεοῦ. Τούτων τὴ δύναμη βάζει μέσω τῆς ἀκοῆς στὶς ψυχὲς ὅσων ἀκοῦν μ’ εὐχαρίστηση. Γι’ αὐτό, οἱ ἀνελεήμονες καὶ ἄδικοι ποὺ τὸν ἄκουσαν μὲ δυσαρέσκεια, δὲν μπόρεσαν νὰ ἐννοήσουν τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸν Διδάσκαλο τὸν σταύρωσαν. Ἃς προσέξομε λοιπὸν κι ἐμεῖς ἂν ἀκοῦμε μ’ εὐχαρίστηση. Γιατί ὁ ἴδιος εἶπε: «Ὅποιος μὲ ἀγαπᾶ θὰ φυλάξει τὶς ἐντολές μου. Θὰ τὸν ἀγαπήσει ὁ Πατέρας μου, θὰ τὸν ἀγαπήσω κι ἐγὼ καὶ θὰ τοῦ φανερώσω τὸν ἑαυτό μου»(112). Βλέπεις πῶς ἔκρυψε μέσα στὶς ἐντολὲς τὴ φανέρωσή Του; Ἀπ’ ὅλες λοιπὸν τὶς ἀρετές, ἐκείνη ποὺ τὶς περιλαμβάνει ὅλες εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ τὴν ἡσυχία τῶν λογισμῶν. 

  1. Τὸ γνωρίζει αὐτὸ ὁ Κύριος καὶ μᾶς παραγγέλει: «Μὴ φροντίσετε γιὰ τὸ αὔριο»(113). Καὶ εἶναι σωστό. Γιατί ἐκεῖνος ποῦ δὲν ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν μέριμνα τῆς ὕλης, πῶς θὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμούς; Κι ἐκεῖνος ποῦ εἶναι περικυκλωμένος ἀπὸ λογισμούς, πῶς θὰ δεῖ πραγματικὴ τὴν ἁμαρτία ποῦ σκεπάζουν οἱ λογισμοί; Αὐτὴ εἶναι σκοτάδι καὶ ὁμίχλη τῆς ψυχῆς, ποὺ προῆλθε ἀπὸ πονηρὲς σκέψεις καὶ πράξεις. Ὁ διάβολος πειράζει μὲ προσβολὲς πονηρῶν λογισμῶν, δὲ βιάζει ὅμως ἀλλὰ ὑποδεικνύει τὴν ἀρχή. Ὁ ἄνθρωπος μὲ φιληδονία καὶ κενοδοξία εὐχαρίστως ἀνταποκρίνεται. Γιατί ἂν καὶ δὲν ἤθελε ἀπὸ διάκριση, ἀλλὰ στὴν πράξη εὐχαριστιόταν καὶ παραδεχόταν. Ἐκεῖνος ποῦ δὲν εἶδε τὴν καθολικὴ (γενικὴ) ἁμαρτία, πότε θὰ παρακαλέσει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐτήν; Ἐκεῖνος ποῦ δὲν καθαρίστηκε, πῶς θὰ βρεῖ τὸν τόπο τῆς καθαρῆς φύσεως; Κι ἐκεῖνος ποῦ δὲν τὸν βρῆκε, πῶς θὰ δεῖ τὸν ἐσωτερικότερο οἶκο τοῦ Χριστοῦ; Ἀφοῦ εἴμαστε οἶκος Θεοῦ κατὰ τὸν προφητικὸ καὶ εὐαγγελικὸ λόγο καὶ τὸν ἀποστολικὸ(114).

  1. Πρέπει λοιπὸν ἀκολουθώντας αὐτὰ ποὺ εἴπαμε παραπάνω, νὰ ζητήσομε νὰ βροῦμε τὸν οἶκο, καὶ μὲ προσευχὴ νὰ ἐπιμένομε νὰ «κρούομε», ὥστε ἢ τώρα ἢ κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας νὰ μᾶς ἀνοίξει ὁ Κύριος καὶ νὰ μὴ μᾶς πεῖ ἐπειδὴ ἀμελήσαμε, «Δὲν γνωρίζω ἀπὸ ποὺ εἶστε»(115). Ὄχι μόνο χρεωστοῦμε νὰ ζητήσομε καὶ νὰ λάβομε, ἀλλὰ καὶ ὅ,τι λάβομε νὰ φυλάξομε. Ἐπειδὴ ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ τὸ ἔχασαν, ἀφοῦ τὸ ἔλαβαν. Γι’ αὐτό, τῶν πραγμάτων ποὺ προείπαμε, ψιλὴ γνώση ἢ καὶ τυχαία πείρα, ἴσως καὶ ὀψιμαθεῖς καὶ νέοι κατέχουν. Τὴν ἐργασία ὅμως τὴν ὑπομονετικὴ κι ἐπίμονη, μόλις διαθέτουν οἱ εὐλαβεῖς καὶ πολύπειροι γέροντες, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ ἀπροσεξία πολλὲς φορὲς τὴν ἔχασαν καὶ μὲ ἑκούσιους κόπους τὴν ἀναζήτησαν καὶ τὴν βρῆκαν. Αὐτὸ καὶ ἐμεῖς νὰ μὴν παύομε νὰ κάνομε μέχρις ὅτου τὴν ἀποκτήσουμε μόνιμα. 

  1. Αὐτὲς τὶς λίγες ἐντολὲς τοῦ Πνευματικοῦ Νόμου ξεχωρίσαμε ἀπὸ τὶς πολλές. Αὐτὲς καὶ ὁ μέγας Ψαλμωδὸς(116) προτρέπει ἀκατάπαυστα νὰ μαθαίνομε καὶ νὰ πράττομε ὅσοι συνεχῶς ψάλλομε στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος καὶ ἡ προσκύνηση, τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν! 

  1. Λουκ. 17, 10.
  2. Α΄ Κορ. 15, 3.
  3. Ματθ. 25, 21.
  4. Α΄ Κορ. 8, 1.
  5. Ρωμ. 5, 8.
  6. Β΄ Κορ. 5, 15.
  7. Ματθ. 16, 27.
  8. Λουκ. 3, 11.
  9. Λουκ. 14, 33.
  10. Γαλ. 5, 16-17.
  11. Ψάλμ. 50, 19.
  12. Ματθ. 19, 30.
  13. Ψάλμ. 72, 28.
  14. Ματθ. 5, 44.
  15. Ματθ. 25, 14-30.
  16. Παροιμ. 16, 8.
  17. Α΄ Πάρ. 16, 14.
  18. Ματθ. 24, 20.
  19. Ἱερ. 28, 9.
  20. Γαλ. 5, 22.
  21. Ρωμ. 10, 17.
  22. Ἑβρ. 11,1.
  23. Ματθ. 11, 29.
  24. Α΄ Κορ. 12, 11.
  25. Πράξ. 2, 3.
  26. Α΄ Βασιλ. 11, 6. 16, 13.

76.ΑἋ΄ Κορ. 12, 11.

  1. Ἔφ. 4, 30.

78.ΑἋ΄ Θεσ. 5, 19.

  1. Ἡσ. 63, 10.
  2. Ρωμ. 8, 23.
  3. Πράξ. 2, 4 κ.α.
  4. Ψάλμ. 50, 19.
  5. Ψάλμ. 61, 10.
  6. Ψάλμ. 38, 7.
  7. Μάρκ. 10, 30.
  8. Ρωμ. 7, 23.
  9. Ψάλμ. 31, 1.
  10. Α΄ Τιμ. 2, 4.
  11. Ἔφ. 6, 12.
  12. Λουκ. 18, 1.
  13. Ἐξ. 20, 9.
  14. Ματθ. 18, 21.
  15. Ἑβρ. 4, 11.
  16. Λουκ. 17, 21.
  17. Ἑβρ. 11, 1.
  18. Α΄ Κορ. 9, 24.
  19. Β΄ Κορ. 13, 5.
  20. Ματθ. 6, 33.
  21. Ἰω. 15, 5.
  22. Πράξ. 28, 20.
  23. Α΄ Τιμ. 6, 9.
  24. Παροιμ. 9, 8.
  25. Σ. Σείρ. 28, 13.
  26. Γαλ. 4, 16.
  27. Ψάλμ. 26, 14.
  28. Λουκ. 5, 5.
  29. Πράξ. 9, 8.
  30. Πράξ. 6, 13. 7, 56.
  31. Ματθ. 6, 14.
  32. Παροιμ. 26, 3.
  33. Ψάλμ. 31, 9.
  34. Ἰω. 14, 21.
  35. Ματθ. 6, 34.
  36. Ἰω. 14, 23. Ἃ΄ Κορ. 3, 16. Ἑβρ. 3, 6.
  37. Λουκ. 13, 25. 
  38. Ψάλμ. 1, 2 κ.α.

(πηγή: Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, μεταφρ. Ἀντώνιος Γαλίτης, ἔκδ. Τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας, 1986, ἃ΄τόμος, σέλ. 143-162). 

http://paterikakeimena.blogspot.gr/