ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΓΛΑΦΥΡΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΟΣ
ΕΚ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΩΝ ΕΡΑΝΙΣΘΕΙΣΑ
ΕΙΣ ΚΟΙΝΗΝ ΤΩΝ ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΟΝΤΩΝ ΩΦΕΛΕΙΑΝ
Ἕνιοι Ἰαμβικοὶ Στίχοι
Λούσατο πρὶν νεεμάν, δι᾿ Ἰορδάνοιο (ρ)οάων,
Ἑπτάκι, καὶ λέπρης (ρ)ύπτεται ἀργαλέης.
Λούεται αὖ πᾶς τις, κακὸς εἰς βένθος μετανοίης
Ὤδε καὶ ἐκνίζει, λύματ᾿ ἐπεσβολίης.
Τοίνυν Ἰορδάνης, πρόγραμμα ἔτι μετανοίης,
Εἰς ὃν Ἰωάννης, νίζ᾿ ἀλιτήριον ὄχλον.
ΠΡΟΣ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΑ
«Ἐξολολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα».
Ὁ Πανάγαθος Θεός, καθὼς εἰς τὴν τάξιν τῆς φύσεως, δὲν ἐπρονόησε νὰ γινόμεθα μόνον εἰς τὴν ζωὴν ὑγιεῖς, ἀλλ᾿ ἐπρονόησεν ἀκόμη καὶ τὸ νὰ ἀναλαμβάνωμεν πάλιν τὴν Ὑγείαν, ὅταν σωματικῶς ἀσθενήσωμεν, μὲ ἰαματικὰ λουτρά, καὶ διάφορα ἰατρικά. Τοιουτοτρόπως δέ, καὶ διὰ τὴν πνευματικὴν ὑγείαν, δὲν ἐπρονόησε τὸ νὰ ἀναγεννώμεθα μόνον πνευματικῶς διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἀλλ᾿ ἐπρονόησεν, εἰς τὸ νὰ ἀναλαμβάνωμεν καὶ πάλιν τὴν πνευματικὴν ὑγείαν, ὅταν ψυχικῶς ἀσθενήσωμεν, μὲ ἕνα καθαρτικὸν λουτρόν, καὶ ἰατρικὸν θαυμάσιον. Καὶ τοῦτο δὲν εἶναι ἄλλο, ἀπὸ τὸ Μυστήριον τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.
Διότι ἡ Ἐξομολόγησις, εἶναι πράγματι ἕνα λουτρόν, μὲσα εἰς τὸ ὁποῖον ὅσαι ψυχαὶ λούονται, ἐξέρχονται παρευθὺς ἐλαφρόμεναι ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας ποῦ σηκώνουν. Εἶναι ἕνα λουτρόν, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἐκπλύνονται καὶ ἀφανίζονται ὅλοι οἱ μολυσμοὶ τῶν πλημμελημάτων, κατὰ τὸν θεῖον Χρυσόστομον: «Ἡ ὁμολογία τῶν ἡμαρτημένων, ἀφανισμὸς γίνεται τῶν πλημμελημάτων». Καὶ ἕνα λουτρόν, ποῦ γίνεται διὰ τοὺς μετανοοῦντας, εἶναι ἕνα ἄλλο Βάπτισμα, δυσκολότερον μὲν ἀπὸ τὸ πρῶτον Βάπτισμα, ἀναγκαῖον ὅμως διὰ τὴν σωτηρίαν, ὡς καὶ ἐκεῖνο, κατὰ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον: «Οἷδα καὶ δεύτερον ἔτι (Βάπτισμα) τὸ διὰ δακρύων, ἀλλ᾿ ἐπιπονώτερον».
Ἀπὸ δὲ τὸ ἄλλο μέρος, ἡ Ἐξομολόγησις εἶναι ἕνα ἰατρικὸν τόσον δραστικόν, εἰς τρόπον ὧστε, ἐν τῷ ἄμᾳ ἐξαλειφθῇ κάθε δηλητήριον τῆς θανασίμου ἁμαρτίας, ἡ ὁποία εἶναι ἕνα κακὸν ἄπειρον. Καὶ ἀφανίζει μὲν κάθε ἀόρατον ἀσθένειαν, ἐπαναγυρίζει δὲ εἰς τὴν ψυχὴν τὴν προτέραν ὑγείαν καὶ χάριν. Εἶναι ἕνα ἰατρικὸν ποὺ μεταβάλλει αὐτοστιγμεὶ τὸν ἁμαρτωλὸν εἰς ἕνα ὡραιόμορφον Ἄγγελον, ἐκεῖ ποὺ ἦτον πρὸ τῆς ἁμαρτίας, καὶ οὐχὶ μεταμορφωμένον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ὡς ἕνα διάβολον ὡσὰν τὸν Ἰούδαν. «Καὶ ἐξ ὑμῶν εἷς διάβολος ἐστί» (Ἰωάν. 5. 70.) Καὶ ἐν συντομίᾳ, ὅπου μεταβάλλει τὸν ἁμαρτωλὸν ἀπὸ κατάδικον εἰς ἐλεύθερον, ἀπὸ σαρκικὸν εἰς πνευματικόν, ἀπὸ δοῦλον τῆς ἁμαρτίας, εἰς υἱὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ ἔνοχον τῆς αἰωνίου κολάσεως, εἰς κληρονόμον τῆς οὐρανίου Βασιλείας Του. Δηλαδή, εἶναι ἕνα ἰατρικόν, ποὺ διὰ τὰ ὑπερφυσικὰ ἀποτελέσματα ποὺ ἐνεργεῖ, ὑπερβαίνει ὅλα μαζὶ τὰ ἔργα τῆς φύσεως. Ἐπειδή, ἡ δικαίωσις ποὺ χαρίζει εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἁμαρτωλοῦ, εἶναι ἔργον ἀπείρως μεγαλύτερον, ἀπὸ τὸ ἐὰν ἤθελε νὰ δημιουργήσῃ ὁ Θεός, ἕναν ἄλλον νέον κόσμον.
Ἀλλ᾿ ὢ τῆς δυστυχίας! Τὸ καθαρτικὸν τοῦτο λουτρόν, καὶ τὸ θαυμαστὸν τοῦτο ἰατρικόν, ἡ ψυχοφελεστάτη λέγω Ἐξομολόγησις, ἔγινε σήμερον εἰς τοὺς Χριστιανούς, ἕνα Μυστήριον λίαν ἐπουσιῶδες ἤ καὶ ἐκ περισσοῦ, οἱ ὁποῖοι νομίζοντες ὅτι δὲν καθαρίζονται εἰς αὐτὸ τὸ λουτρόν, ἄλλοι μὲν ἀπὸ αὐτούς, ἤ δὲν ἐξομολογοῦνται τελείως, ἢ ἐξομολογοῦνται σπανίως, ἀγαπῶντες οἱ ταλαίπωροι καλύτερα νὰ κυλίωνται ὡσὰν τὰ ζῶα μέσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν, παρὰ νὰ τρέξουν εἰς τοῦτο τὸ λουτρόν, καὶ νὰ καθαρισθοῦν· ἕτεροι δὲ, οὕτε μὲ τὴν πρέπουσαν ἐξέτασιν τῆς συνειδήσεως καὶ τῶν ἁμαρτιῶν τους ἐξομολογοῦνται, οὕτε μὲ τὴν πρέπουσαν συντριβὴν καὶ κατάνυξιν, οὕτε μὲ μίαν ἀποφασιστικὴν γνώμην εἰς τὸ νὰ προσέχουν νὰ μὴν ἁμαρτήσουν πλέον, εἰς τὰ ὁποῖα, μία τοιαύτης ἑτοιμασίας εἶναι καὶ τὰ συστατικὰ τῆς Θεαρέστου ἐξομολογήσεως. Ἀλλὰ ἐξομολογοῦνται ἀνεξετάστως, ἄνευ κατανύξεως, χωρὶς ἀπόφασιν τοῦ νὰ γίνουν καλύτεροι, καὶ ἀπλῶς, κατὰ συνήθειαν καὶ μόνον, διότι ἔρχεται τὸ Πάσχα, Χριστούγεννα, ἢ Θεοφάνεια. Τοιουτοτρόπως δὲ ἐξομολογούμενοι οἱ ταλαίπωροι, καὶ νομίζοντες ὅτι καλῶς ἐξομολογοῦνται, μεγάλως ζημιώνονται καὶ ἁμαρτάνουν.
ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ Ο ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ
Ἀδελφέ μου ἁμαρτωλέ, πρέπει νὰ ἠξεύρης, ὅτι ἡ μετάνοια, κατὰ τὸν θεῖον Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνόν, εἶναι μία ἐπαναστροφὴ ἀπὸ τοῦ παρὰ φύσιν εἰς τὸ κατὰ φύσιν, καὶ ἀπὸ τοῦ διαβόλου πρὸς τὸν Θεόν. Λοιπόν, καὶ σὺ ἀγαπητέ μου, ἐὰν θέλῃς νὰ μετανοήσῃς καθὼς πρέπει, νὰ ἀφήσῃς τὸν διάβολον καὶ τὰ ἔργα του, καὶ νὰ ἐπαναγυρίσῃς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν κατὰ Θεὸν πολιτείαν. Νὰ ἀφήσῃς τὴν ἁμαρτίαν ποὺ εἶναι παρὰ φύσιν, καὶ νὰ ἐπαναγυρίσῃς εἰς τὴν ἀρετὴν ποὺ εἶναι κατὰ φύσιν. Νὰ μισήσῃς τὴν ἁμαρτίαν τόσο πολύ, ὥστε νὰ λέγῃς καὶ σὺ μὲ τὸν Δαβίδ: «Ἀδικίαν ἐμίσησα καὶ ἐβδελυξάμην, τὸν δὲ νόμον Σου ἠγάπησα».
Καὶ λοιπόν, ἀδελφέ μου, ἐὰν ὲν συνειδήσει καὶ μὲ συντριβὴν τῆς καρδίας σου, ὁμολογῇς, ὅτι ἐλύπησες μὲ τὰς ἁμαρτίας σου τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τότε ὡς ἀληθῶς μετανοήσας, πρῶτον εἰπὲ μέσα εἰς τὴν καρδίαν σου: «Ἐξαγορεύσω (ἐξομολογοῦμαι) κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ». Καὶ: «ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός Σου, ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» (Λουκ. ιε´ 18). Ἀφοῦ δὲ εἰπῇς ταῦτα, δράμε εἰς τὸ μυστήριον τῆς μετανοίας μὲ τὴν ἀδίστακτον βεβαιότητα, ὅτι ἐκεῖ παρουσιάζεσαι ὄχι μπροστὰ σὲ ἄνθρωπο, ἀλλ᾿ ἔμπροσθεν τοῦ παντογνώστου Θεοῦ, τοῦ ἀπείρως ἐλεήμονος καὶ ἀπείρως δικαιοκρίτου, καὶ μὲ αἴσθημα εὐθύνης τῆς σῆς ἀναξιότητος καὶ μηδαμινότητος, παράδοσε τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὴν κρίσιν καὶ τὴν ἀπόφασιν τοῦ Πνευματικοῦ σου Πατρός, ὡς ἀναπολόγητος παραβάτης τῶν θείων ἐντολῶν.
Μὲ κατάνυξιν καὶ πλείοναν ταπείνωσιν, μὲ συντετριμμένην καρδίαν, καθὼς ἐξομολογεῖτο ἡ πόρνη τὰς ἁμαρτίας της, πρόσπεσον τῷ Θεῷ, διὰ νὰ σοῦ προσδεχθῇ τὴν ἐξομολόγησίν σου, καὶ νὰ σοῦ δώσῃ τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν σου. Διότι: «Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει». Τὴν κατάνυξιν δέ, καὶ τὴν ταπείνωσιν πρέπει νὰ ἔχῃς, καὶ ὅταν ἀκόμη σὲ ἐλέγχῃ ὁ πνευματικὸς διὰ τὰ ἁμαρτήματά σου, σιωπῶντας καὶ μὴ περικόπτων τὰ λόγια του, μὲ διάφορες δικαιολογίες, ἀλλὰ δεχόμενος τὸν ἔλεγχον μετὰ χαρᾶς, ὡς νὰ σοῦ τὸ κάνῃ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καθὼς δὲ συμβουλεύει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Γενοῦ καὶ τῷ ἤθει καὶ τῷ λογισμῷ ὡς κατάδικος ἐπὶ τῇ ἐξομολογήσει σου, εἰς γῆν νενευκώς, καὶ εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς πόδας τοῦ ἰατροῦ, ὡς τοῦ Χριστοῦ, δάκρυσι βρέχων».
Δὲν θὰ πρέπει νὰ κατηγορῇς τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλον ὅταν ἐξομολογεῖσαι, προφασιζόμενος ὅτι αὐτοὶ ἔγιναν αἴτιοι νὰ ἁμαρτήσῃς, καθὼς καὶ ὁ Ἀδὰμ τὴν Εὔαν, καὶ ἡ Εὔα τὸν ὄφιν. Ἀλλὰ μόνον τὸν ἑαυτόν σου νὰ κατηγορῇς, καὶ τὴν κακήν σου προαίρεσιν. «Εἰ θέλῃς κατηγορῆσαι, κατηγόρησόν σου» σοῦ λέγει ὁ Θεῖος Χρυσόστομος. Τί νὰ λέγῃς δὲ εἰς τὸν πνευματικόν, σὲ συμβουλεύει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. «Εἰπὲ καὶ μὴ αἰσχυνθῇς. Ἐμὸν τὸ τραῦμα πάτερ, ἐμὴ ἡ πληγή, ἐξ οἰκείας ραθυμίας, καὶ οὐκ ἐξ ἑτέρου προσγινομένη, οὐδεὶς ταύτης αἴτιος, οὐκ ἄνθρωπος, οὐ πνεῦμα, οὐ σῶμα, οὔ τι ἕτερον, ἀλλ᾿ ἡ ἐμὴ ἀμέλεια».
Πρέπει νὰ ἐξομολογῆσαι μὲ ἀλήθειαν καὶ εὐθύτητα καρδίας, φανερώνων ὅλας σου τὰς ἁμαρτίας, τοιουτοτρόπως, καθὼς τὰς ἔπραξες, τοῦ τόπου, τοῦ χρόνου, τῆς αἰτίας, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τοῦ τρόπου, (ἄνευ τῶν ὁνομάτων τῶν προσώπων ἐκείνων, μὲ τὰ ὁποῖα πιθανὸν νὰ ἥμαρτες) χωρὶς νὰ προσθέσῃς ἢ νὰ ἀφαιρέσῃς τὰς μισὰς ἁμαρτίας σου εἰς ἕνα πνευματικόν, καὶ τὰς ἄλλας μισὰς εἰς ἄλλον, καθὼς κάμουν μερικοί. Ἀλλὰ νὰ ἐξομολογηθῇς σὲ ἕνα πνευματικὸν ἀπλά, μὲ καρδίαν ἄδολον καὶ ἀληθινὴν μετάνοιαν. Διότι ἂν ἐξομολογηθῇς μὲ δόλον καὶ ἐπιφανειακὰ μόνον, νὰ ξεύρῃς ὅτι, δὲν θὰ γένῃ δεκτὴ ἡ ἐξομολόγησίς σου εἰς τὸν Θεόν, ποῦ ἀγαπᾷ τὴν ἀλήθειαν. «Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας».
Διὰ τοῦτο καὶ πρέπει νὰ ἐξομολογῆσαι χωρὶς ἐντροπήν, διότι ἡ ἐντροπὴ ποὺ λαμβάνεις ὅταν ἐξομολογῆσαι, σοῦ προξενεῖ δόξαν καὶ χᾶριν παρὰ τῷ Θεῷ. Ἡ ἐντροπὴ αὕτη σὲ κάνει νὰ ἐλευθερωθῇς ἀπὸ τὴν μέλλουσαν ἐντροπήν, τῆς ἐν τῇ φοβερᾷ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, κατὰ τὸν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος: «Οὐ γὰρ ἔστιν ἐκτὸς αἰσχύνης, αἰσχύνης ἀπαλλαγῆναι». Τί ἐντρέπεσαι ἀδελφέ μου ἁμαρτωλέ; Ὅταν ἔκαμες τὴν ἁμαρτίαν δὲν ἔντράπεις, καὶ τώρα ποὺ ἔφθασεν ἡ ὥρα νὰ ἀπαλλαγῇς ἀπὸ ἀυτήν, ἐντρέπεσαι; Καὶ δὲν ἠξεύρεις πῶς ἡ ἐντροπὴ αὕτη εἶναι τοῦ διαβόλου, ὅ ὁποῖος, ὅταν κάνῃς τὴν ἁμαρτίαν σοῦ δίδει θάρρος, καὶ ὅταν τὴν ἐξομολογῆσαι σοῦ δίδει φόβον καὶ ἐντροπήν; Μαρτυρεῖ δὲ καὶ ὁ Θεῖος Χρυσόστομος: «Δύο ταῦτα ἐστί, ἁμαρτία καὶ μετάνοια. Ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ, ὄνειδος, γέλως. Ἐν δὲ τῇ μετανοίᾳ, ἔπαινος, παῤῥησία. Ἀλλ᾿ ἀντιστρέφει τὴν τάξιν ὁ Σατανᾶς, καὶ δίδωσι τοῖς πειθομένοις αὐτῷ, ἐν μὲν τῇ ἁμαρτίᾳ τὴν παρρησίαν, ἐν δὲ τῇ μετανοίᾳ τὴν αἰσχύνην. Σὺ δὲ μὴ πεισθῇς αὐτῷ».
Ὁ Θεὸς δὲν σοῦ ἔδωσε Ἄγγελον διὰ πνευματικόν, ἢ Ἀρχάγγελον διὰ νὰ ἐντραπῇς, ἀλλὰ ἕνα ἄνθρωπον, ἕνα ὁμοιοπαθῆ σὰν καὶ ἐσένα, διὰ νὰ μὴν ἐντραπῇς, καὶ σὺ τὸν ἐντρέπεσαι; Πρέπει νὰ ξεύρῃς ἀδελφέ, ὅτι ἡ ἐντροπὴ ποὺ μέλλεις νὰ λάβεις ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως, ἐὰν ἐδῶ ἐντραπῇς, εἶναι φοβερωτέρα καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ σκότος, καὶ τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον.
Οἱ μετανοοῦντες τὸν παλαιὸν καιρόν, ἐστέκοντο εἰς τὴν πόρταν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἐξομολογοῦντο τὰς ἁμαρτίας των εἰς ὅλον τὸ πλῆθος ποὺ εἰσήρχετο εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ σὺ ἀδελφέ μου, ὢν ἁμαρτωλός, καὶ μπροστὰ σὲ ἕνα μόνον ἄνθρωπον ἐξομολογούμενος, διατὶ νὰ ἐντρέπεσαι;
Διηγεῖται ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἐν τῷ (περὶ ὑπακοῆς δ´) λόγῳ αὐτοῦ: «Εἰς τὸ Κοινόβιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Σινᾶ, ἐπῆγε ἕνας ἄνθρωπος ληστὴς καὶ φονεύς, ζητῶν νὰ γίνῃ Μοναχός. Ὁ δὲ Ἡγούμενος τοῦ Κοινοβίου, ἐπρόσταξεν αὐτὸν νὰ ἐξομολογηθῇ παῤῥησίᾳ ἐνώπιον πάντων τὰς ἁμαρτίας του. Αὐτὸς δὲ μετὰ χαρᾶς ἐδέχθη νὰ τὸ κάμῃ ἐφ᾿ ὅσον τὸν πρόσταζε ὁ Προεστώς, ἀκόμη καὶ μέσα εἰς ὅλην τὴν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας. Καὶ λοιπόν, ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ, γενομένης Θείας Λειτουργίας, μετὰ τὴν τελείωσιν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, ἰδού, ἔρχεται ὁ ληστὴς ἐκεῖνος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς κατάδικος συρόμενος ἀπό τινας ἀδελφούς, κτυπούμενος, δεδεμένας ἔχων ὀπίσω τὰς χεῖρας, ἐνδεδυμένος σάκκον, καὶ στάκτην ἔχων εἰς τὴν κεφαλήν του. Ὅταν ἐπλησίασεν εἰς τὴν πόρταν τῆς Ἐκκλησίας: στάσου τοῦ φωνάζει ὁ Ἡγούμενος, στάσου, διότι δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ ἔμβῃς ἐδῶ μέσα. Ὁ δὲ, νομίσας πῶς ἤκουσε καμμίαν βροντήν, καὶ ὄχι φωνὴν ἀνθρώπου, πίπτει παρευθὺς εἰς τὴν γῆν μετὰ φόβου καὶ τρόμου, καὶ μὲ τὰ δάκρυά του ἔβρεχε τὸ ἔδαφος. Ἐν συνεχείᾳ τὸν προστάζει νὰ ἐξομολογηθῇ ὅλας του τὰς ἁμαρτίας. Ὁ δὲ ληστὴς τὰς ἐξομολογήθη ὅλας μίαν πρὸς μίαν.
Ἐδῶ βλέπομεν καὶ τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅταν ἐξομολογεῖτο οὗτος τὰς ἁμαρτίας του, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους ἀδελφούς, ἔβλεπε ἕναν φοβερὸν ἄνδρα κρατοῦντα τετράδιον γεγραμμένον εἰς χεῖράς του καὶ μία γόμα. Καὶ εὐθύς, ὅταν ἐξομολογεῖτο ὁ ληστὴς τὴν κάθε του ἁμαρτίαν, ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος ἀνὴρ τὴν ἔσβηνε. Καὶ αὐτὸ ἦτον τὸ δίκαιον. Διότι εἶπεν ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Προφήτου Δαβίδ: «Εἶπα, ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ, καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς Καρδίας μου». Παρευθὺς δὲ μετὰ τὴν ἐξομολόγησιν, ἔκαμε ὁ Προεστὼς ἐκεῖνος, Μοναχὸν τὸν ληστήν, καὶ τὸν ἐσυναρίθμησε μὲ τοὺς λοιποὺς Μοναχούς».
ΠΩΣ ΝΑ ΠΡΟΦΥΛΑΓΕΤΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΝ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ἀφ᾿ οὗ ἐξομολογηθῇς, καὶ λάβῃς τὸν κανόνα σου ἀπὸ τὸν πνευματικόν σου, διὰ νὰ μὴν προφυλάγεσαι νὰ μὴν ξανὰ πέσῃς πάλιν εἰς τὰς ἰδίας, ἤ ἄλλας ἁμαρτίας, μεταχειρίσου τὰ ἐξῆς προφυλακτικὰ ἰατρικὰ μέσα.
Α. Νὰ μὴν λησμονήσῃς, ἀλλὰ νὰ ἐνθυμῆσαι τὰς ἁμαρτίας ποὺ ἔπραξες. Διὰ νὰ γνωρίζῃς μὲ τὴν ἐνθύμησιν τὴν μεγάλην χάριν ποὺ ἔλαβες παρὰ τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, τὸ νὰ σοῦ συγχωρήσῃ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου. Ἐὰν ἕνας γλιτώσῃ ἀπὸ ἕναν μεγάλον κίνδυνον, ὅταν τὸν ἐνθυμῆται, τρέμει καὶ φοβεῖται, καὶ ὁ φόβος αὐτὸς τὸν κάνει νὰ μὴ ξανὰ πέσῃ καὶ πάλιν εἰς τὸν ἴδιον κίνδυνον. Ἔτσι καὶ ὁ Δαβίδ, μετὰ τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν του, τὰς ἐνθυμεῖτο πάντοτε, διὸ καὶ ἔλεγε: «Καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διὰ παντός».
Ἐὰν θέλῃς, (γράφει ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος), νὰ γυρίσῃ ὁ Θεὸς τὸν πρόσωπόν του ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας σου, θὰ πρέπει ἐσὺ νὰ τὰ ἔχῃς ἔμπροσθέν σου νὰ τὰς βλέπῃς, καὶ νὰ θρηνῇς. Διότι ἐὰν ἐσὺ γράφῃς τὰς ἁμαρτίας σου μέσα στὸ μυαλό σου, καὶ νὰ τὰς ἐνθυμῆσαι, (λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος) ὁ Θεὸς θὰ τὰς ἐξαλείψῃ καὶ θὰ τὰς λησμονήσῃ. Ἐὰν δὲ ἐσὺ τὰς ξεγράψῃς καὶ τὰς λησμονήσῃς, ὁ Θεὸς θὰ τὰς γράψει καὶ θὰ τὰς ἐνθυμεῖται. «Συνάγαγε πάντα (τὰ ἁμαρτήματα δηλαδή) καὶ ὡς ἐν βιβλίῳ γράφε, ἂν γὰρ σὺ γράψῃς, ὁ Θεὸς ἐξαλείφει, ὥσπερ οὖν, ἂν μὴ σὺ γράψῃς, ὁ Θεὸς καὶ ἐγγράφει, καὶ δίκην ἀπαιτεῖ».
Β. Τὸ νὰ φεύγῃς τὰ αἴτια τῆς ἁμαρτίας. Ἐπειδὴ κατὰ τοὺς φιλοσοφικοὺς κανόνας, τὰ αὐτὰ αἴτα ἔχουν κατὰ κανόνα πάντοτε καὶ τὰ αὐτὰ αἰτιατά, καὶ ἀποτελέσματα. Ὅθεν, ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Τὸν ἄπαξ τινα μετανοήσαντα, τὴν αὐτὴν πάλιν ποιῆσαι ἁμαρτίαν, ἔλεγχος ἐστι τοῦ τὸ πρῶτον αἴτιον τῆς ἁμαρτίας ἐκείνης μὴ ἐκκαθᾶραι. Ἀφ᾿ οὗ καθάπερ ἀπὸ ρίζης τινός, πάλιν ἀνάγκην τὰ ἴσα φύεσθαι». Φεῦγε λοιπόν, ἀδελφέ, τὰς κακὰς θεωρίας, τὰς κακὰς συνομιλίας καὶ συναναστροφὰς τῶν ἀτάκτων, καὶ μάλιστα φεῦγε τὰς συνομιλίας καὶ φιλίας τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, μὲ τὰ ὁποῖα ἥμαρτες σαρκικῶς. Διότι ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, ἢ ἐσὺ πρέπει νὰ φύγῃς ἀπὸ αὐτά, ἢ αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ μακρύνῃς ἀπὸ κοντά σου, καὶ νὰ τὰ διώξῃς (τὰ αἴτια) ἂν τὰ ἔχῃς στὸ σπίτι σου, κἂν δούλη (ὑπάλληλος, ὑφισταμένη) καὶ ἂν εἶναι, κἂν δοῦλος, καὶ ἀπλῶς, κἂν ἐδικός σου καὶ φίλος. Περὶ τούτων εἶπεν ὁ Κύριος: «Εἰ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν, καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ. Συμφέρει γὰρ σοί, ἵνα ἀπόλληται ἓν ἀπὸ τῶν μελῶν σου, καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς τὴν γέεναν». (Ματθ. ε´ 29).
Καὶ μὴ πιστεύσῃς ποτὲ εἰς τὸν ἑαυτόν σου, λέγοντας: «Ἐγὼ δύναμαι νὰ συναναστρέφομαι μὲ τὰ ἐμὲ βλάπτοντα πρόσωπα, καὶ νὰ μὴ βλάπτωμαι», διότι εἶναι πεπλανημένος ὁ λογισμὸς αὐτός, ἐπειδὴ εἶναι γεγραμμένον: «Μὴ πιστεύσῃς τῷ ἐχθρῷ σου εἰς τὸν αἰῶνα» (Σοφ. Σειράχ). Καὶ ὁ σωφρονέστατος ἐκεῖνος Ἰωσήφ, ἂν δὲν ἔφευγεν ἀπὸ τὸ δωμάτιον τῆς κυρίας του, θὰ ἔπεφτε μετ᾿ αὐτῆς εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Ὅποιος φοβεῖται τὸν κίνδυνον, δὲν θὰ πέσῃ ποτὲ εἰς αὐτόν, ἀλλὰ μόνον ὅποιος τὸν ἀγαπᾷ θὰ πέσῃ. «Ὁ ἀγαπῶν τὸν κίνδυνον, ἐν αὐτῷ ἐμπεσεῖται».
Γ. Τὸ νὰ ἐξομολογῆσαι συνεχῶς. Ὄχι μόνον ὅταν πράξῃς κάθε θανάσιμον καὶ μεγάλον ἁμάρτημα παρευθὺς νὰ τρέχῃς εἰς τὸν πνευματικόν, ἀλλὰ καὶ ὅταν πράξῃς κάθε μικρὸν ἂν εἶναι δυνατόν. Διότι καθὼς μία πληγὴ ὅταν φανερωθῇ εἰς τὸν ἰατρόν, δὲν μεγαλώνει, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία, ὅταν ἐξομολογῆται δὲν πολλαπλασιάζεται, κατὰ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τῆς Κλίμακος: «Μώλωπες θριαμβευόμενοι, οὐ προκόψουσι ἐπὶ τὸ χεῖρον, ἀλλ᾿ ἰαθήσονται».
Τὰ λελέκια ἔχουν μίαν συνήθειαν. Ὅπου τοὺς χαλοῦν τὰς φωλέας των, ἐκεῖ πλέον δὲν πηγαίνουν. Ἔτσι καὶ οἱ δαίμονες, ἀναχωροῦν ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ συχνὰ ἐξομολογεῖται. Διότι ἡ συχνὴ ἐξομολόγησις, χαλάει τὰς φωλέας καὶ τὰ δίκτυά των. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραμένῃ ἀνεξομολόγητος, ὅλα τὰ μέλη του εἶναι σὰν δεμένα μὲ τὴν ἁμαρτίαν, καὶ δὲν δύνανται νὰ κινηθοῦν εἰς τὸ νὰ κάνουν τὸ καλόν, παρὰ μόνον ὅταν ἐξομολογηθῇ, παρευθὺς λύονται, καὶ ἐλευθερώνεται ὁ ἄνθρωπος.
Διατί ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος δὲν ἐλούσθη μίαν φορὰν διὰ νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὴν λέπραν του εἰς τὸν Ἰορδάνην, ἀλλὰ ἑπτά; Ἀκριβῶς διὰ νὰ μᾶς διδάξῃ ὅλους μικροὺς καὶ μεγάλους, νὰ ἐξομολογούμεθα ἑπτάκις, δηλαδὴ πολλὲς φορές, (τὸ ἑπτὰ παρὰ τῇ Θείᾳ Γραφῇ ἐκλαμβάνεται ἀντὶ τοῦ πολλά), καὶ νὰ λουόμεθα εἰς τὰ ὕδατα τῆς μετανοίας, τῆς ὁποίας τύπον εἶχεν ὁ Ἰορδάνης, διότι εἰς αὐτὸν ἐβάπτιζεν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος «Βάπτισμα μετανοίας τῷ λαῷ» (Μάρκου α´ 4.). Καὶ διότι, ἡ συνεχὴς ἐξομολόγησις, προξενεῖ ἀκόμη καὶ ἄλλα πέντε καλὰ εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἐξομολογεῖται συχνά.
Πρῶτον. Καθὼς τὰ δένδρα ποὺ μεταφυτεύονται συνεχῶς, δὲν δύνανται νὰ πιάσουν ρίζες βαθιὰ εἰς τὴν γῆν, ἔτσι καὶ τὰς κακὰς συνηθείας τῆς ἁμαρτίας δὲν ἀφήνει ἡ συχνὴ ἐξομολόγησις νὰ πιάσουν ῥίζες βαθειὰ εἰς τὴν καρδίαν τοῦ συνεχῶς ἐξομολογουμένου. Ἤ μᾶλλον, καθὼς ἕνα παλαιὸν καὶ μεγάλον δένδρον δὲν δύναται νὰ κοπῇ μὲ μία τσεκουριά, ἔτσι καὶ μία παλαιὰν συνήθειαν τῆς ἁμαρτίας, ἕνας μόνο πόνος τῆς καρδίας, καὶ αὐτὸς ἴσως ἀτελὴς ποὺ ἔδειξεν ὁ μετανοῶν εἰς τὴν ἐξομολόγησιν, δὲν δύναται νὰ τὴν ξεριζώσῃ καὶ νὰ τὴν ἐξαλείψῃ τελείως, ἂν καὶ ἡ ἁμαρτία του, τοῦ ἐσυγχωρήθῃ διὰ τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς τοῦ Πνευματικοῦ.
Δεύτερον. Διότι, ὅποιος συνεχῶς ἐξομολογεῖται, ἔχει μεγάλην εὐκολίαν, εἰς τὸ νὰ ἐξετάζῃ μὲ ἐπιμέλεια τὴν συνείδησίν του, ἐπειδὴ τὸ νὰ ἐλαφρώνῃ συνεχῶς τὴν ψυχήν του ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας του, μένουν πάντοτε αὐταὶ ὀλιγώτεραι. Διὰ τοῦτο, καὶ εὐκολότερα δύναται αὐτὸς νὰ τὰ ἐνθυμεῖται. Ὁ δὲ μὴ συνεχῶς ἐξομολογούμενος, διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν, οὔτε μὲ ἀκρίβειαν δύναται νὰ τὰς εὕρῃ, οὔτε νὰ τὰς ἐνθυμηθῇ, ἀλλὰ λησμονεῖ πολλάκις, πολλὲς καὶ μεγάλες ἁμαρτίες, αἱ ὁποῖαι, μὲ τὸ νὰ μένουν ἀνεξομολόγηται, ἀκολούθως μένουν καὶ ἀσυγχώρηται. Διὰ τοῦτο, ὁ διάβολος, θὰ τοὺς τὰ ἐνθυμήσῃ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, καὶ τόσον πολὺ θὰ τὸν στενοχωρήσῃ, ποὺ θὰ κλαύσῃ ὁ ταλαίπωρος, ἀλλὰ ματαίως, διότι τότε πλέον δὲν θὰ δύναται νὰ τὰς ἐξομολογηθῇ.
Τρίτον. Διότι, ὅποιος ἐξομολογεῖται συνεχῶς, ἐὰν καὶ θανάσιμον ἁμαρτίαν πράξῃ ποτέ, εὐθὺς ὅμως ποὺ θὰ ἐξομολογηθῇ μὲ μετάνοια καὶ συντριβή, εἰσέρχεται εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅσα καλὰ ἔργα κάμῃ, τοῦ γίνονται πάλιν, ἄξια ζωῆς αἰωνίου. Ἐκεῖνος δέ, ποὺ δὲν ἐξομολογεῖται συνεχῶς, ἐὰν πράξῃ καὶ αὐτὸς τὴν αὐτὴν θανάσιμον ἁμαρτίαν, καὶ δὲν τρέξῃ ἀμέσως νὰ τὴν ἐξομολογηθῇ, ὅσον καιρὸν εἶναι ἀνεξομολόγητος, ὄχι μόνον στερεῖται τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅσα καλὰ ἔργα κάμῃ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ του, δηλαδὴ νηστείας, ἀγρυπνίας, γονυκλισίας καὶ ἄλλα ὅμοια, δὲν εἶναι εὐπρόσδεκτα εἰς τὸν Θεόν, διότι στεροῦνται ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ θεμέλιον ὅλων τῶν πρὸς σωτηρίας μας ἔργων.
Τέταρτον. Διότι, αὐτὸς ποὺ συνεχῶς ἐξομολογεῖται, εἶναι πλέον βέβαιος, ὅτι θὰ τὸν εὕρῃ ὁ θάνατος μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ μετανοημένος, καὶ οὕτῳ, νὰ ἔχῃ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ τοῦ θανάτου του. Ὁ διάβολος ποὺ πηγαίνει πάντοτε εἰς τοὺς θανάτους, ὄχι μόνο τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἁγίων, ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, καὶ αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ Κυρίου, κατὰ τὸ «Ἔρχεται ὁ τοῦ κόσμου τούτου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει ὁδόν» (Ἰωάν. ιδ´ 3.) νὰ ἰδῇ ἐὰν εὕρῃ τίποτε, ἀλλὰ, διότι αὐτὸς ἐπρόλαβε καὶ ἀξομολογήθῃ, ἔχει καθαροὺς πλέον τοὺς λογαριασμούς του, καὶ καθαρὰ τὰ κατάστιχά του. Ὁ δὲ μὴ συνεχῶς ἐξομολογούμενος, πιθανόν, νὰ ἀποθάνῃ ἀνεξομολόγητος, καὶ ἔτσι νὰ ἀπολεσθῇ αἰωνίως, μὲ τὸ νὰ μεταπίπτῃ εὐκόλως εἰς τὴν ἁμαρτίαν, διότι ὁ θάνατος εἶναι ἄδηλος.
Πέμπτον δέ, καὶ τελευταῖον καλὸν προξενεῖ ἡ συχνὴ ἐξομολόγησις, εἰς τὸ νὰ ἐμποδίζῃ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Διότι, ὁ συνεχῶς ἐξομολογούμενος ὅταν ἐνθυμηθῇ, πῶς μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας θὰ ἐξομολογηθῇ, καὶ ἐὰν ἀκόμα ἔχει ἀποφασίσῃ νὰ ἁμαρτήσῃ, ἐμποδίζεται, συλλογιζόμενος τὴν ἐντροπὴν ποὺ θὰ λάβῃ, ὅταν τὴν ἐξομολογηθῇ, καὶ τὸν Πατρικὸν ἔλεγχον, ποὺ θὰ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸν Πνευματικόν του.
Λοιπόν, ἀδελφέ μου ἁμαρτωλέ, μανθάνοντας τὸ πόσον καλὸν προξενεῖ ἡ θεία ἐξομολόγησις, σύχναζε εἰς αὐτήν. Διότι ὅσον συχνὰ πηγαίνεις εἰς τὸν λουτρὸν τοῦτο, τόσον περισσότερον καθαρίζεσαι. Μὴ ἀναβάλλῃς τὸν καιρὸν λέγων, ἂς πράξω τώρα τοῦτο, καὶ ὕστερα πηγαίνω νὰ ἐξομολογηθῶ. Διότι ὁ Θεός, ἂν καὶ πολλαῖς φοραῖς μακροθυμεῖ, δὲν ἐμπαίζεται.
Ἔτσι, ἂν καὶ πολλαῖς φοραῖς ἥμαρτες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ μὴ ἀργοπορήσας εἰς τὴν ἐξομολόγησιν, θὰ ἀξιωθῇς νὰ διορθωθῇς καὶ νὰ καθαρισθῇς ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Ἀλλὰ ὅμως, ἐὰν ἀναβάλλῃς τὸν καιρὸν τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τοῦ καθαρισμοῦ σου, ἴσως δὲν ἀξιωθῇς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ ἀποθάνῃς ἀνεξομολόγητος καὶ ἀδιόρθωτος, τὸ ὁποῖον εὔχομαι νὰ μὴ γίνῃ ποτὲ τοιοῦτόν τι, εἰς κανένα Χριστιανόν.
Δ. Ἡ ἐνθύμησις τοῦ θανάτου σου. Ὅταν ὁ πονηρὸς λογισμός, ὁ διάβολος καὶ τὰ πάθη σὲ πολεμοῦν, καὶ σὲ παρακινοῦν νὰ ἁμαρτήσῃς:
Πρῶτον. Βάλε μπροστά σου τὸν θάνατον, καὶ συλλογίσου, πὼς αὐτὸ τὸ σῶμά σου ποὺ τώρα ἐπιθυμεῖ νὰ ἁμαρτήσῃ, θὰ ἀποθάνῃ, καὶ θὰ χάσῃ τὴν ὀμορφιά, τὴν ὑγείαν καὶ ὅλας του τὰς δυνάμεις, καὶ θὰ γίνῃ νεκρόν, ἄμορφον, χωρὶς κάλλος, χωρὶς πνοήν. Συλλογίσου ἀκόμη, πῶς αὐτὸ τὸ σῶμά σου, θὰ ἐνταφιασθῇ εἰς ἕνα σκοτεινότατον τάφον, καὶ ἐκεῖ θὰ διαλυθῇ, καὶ θὰ γίνῃ κονιορτός, σκόνη. Πόσον φόβον, πόσον πόνον, πόσην άγωνίαν μέλλεις νὰ λάβῃς ὅταν χωρίζεται ἡ ψυχή σου ἀπὸ τὸ σῶμά σου, ὅταν θὰ εἶναι δίπλα σου οἱ φοβεροὶ δαίμονες διὰ νὰ σὲ ἀρπάσουν, καὶ κανένας δὲν θὰ εὑρίσκεται νὰ σὲ βοηθήσῃ, οὔτε ἀκόμη καὶ αὐτοὶ οἱ Ἄγγελοι, διότι μὲ τὰς ἁμαρτίας σου, τοὺς ἔχεις ἀπομακρύνει.
Δεύτερον. Ἐνθυμήσου ὅλα ἐκεῖνα τὰ αἰώνια ἀγαθά, ποὺ σοῦ ἔχει ὁ Θεὸς ἑτοιμασμένα εἰς τοὺς οὐρανούς, διὰ νὰ τὰ ἀπολαύσῃς μετὰ θάνατον. Βάλε καλὰ εἰς τὸ μυαλό σου, τὴν τρυφὴν ἐκείνην τὴν γλυκυτάτην τοῦ Παραδείσου, τὴν ἄῤῥητον δόξαν τοῦ οὐρανοῦ, τὴν παντοτινὴν χαράν, τὸ ἀνέσπερον καὶ ἀτελεύτητον φῶς, τὴν μακαρίαν θεωρίαν καὶ γνῶσιν τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ κυρίως ἀπόλαυσις ὅλων τῶν Μακαρίων. Συλλογίσου ἀκόμη, ὅτι, ἐκεῖ ἡ χαρὰ εἶναι μόνον χαρά, χωρὶς λύπην. Ἐκεῖ ἡ ζωή, εἶναι μόνον ζωή, χωρίς θάνατον. Ἐκεῖ τὸ φῶς, εἶναι μόνο φῶς, χωρὶς σκότος. Ἐκεῖ ἡ ὑγεία, χωρὶς ἀσθένειαν. Ἐκεῖ ἡ εἰρήνη χωρὶς ταραχήν. Καὶ ἀπλῶς, ἐκεῖ εἶναι ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ μόνον ἀγαθὰ, χωρίς κανένα κακόν.
Τί λέγεις τώρα διὰ τὴν ἁμαρτίαν ἀγαπητέ; Καταλαμβάνεις πόσον μεγάλη εἶναι ἡ κακία της; Λοιπόν, λυπήσου τὴν ψυχήν σου, σύντριψαι τὴν καρδίαν σου, ἐλθὲ εἰς τὸν ἑαυτόν σου, καὶ ἀποφάσισε στερεά, χίλιες φορὲς νὰ ἀποθάνῃς καλύτερα, παρὰ ποτὲ νὰ πράξῃς καμμίαν θανάσιμον ἁμαρτίαν.
Ἐκεῖνος ποὺ μετανοεῖ, λέγεται, ὅτι εὑρίσκεται εἰς τὸ κατὰ φύσιν, (ἐπειδὴ ἴδιον εἶναι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὅταν σφάλῃ εἰς κανένα πράγμα νὰ μετανοῇ), ἐκεῖνος δὲ ποὺ σφάλλει, καὶ δὲν μετανοεῖ, οὕτε διορθώνεται, αὐτὸς δικαίως καὶ πρεπόντως, εἶναι καὶ ὀνομάζεται παρὰ φύσιν. Καὶ ὅποιος δὲν μετανοεῖ θεληματικῶς, ἡ ἁμαρτία του θὰ μένει πάντοτε ἐπάνω του, διότι δὲν τὴν ἔσβησε μὲ τὴν μετάνοιαν καὶ τὴν ἐξομολόγησιν.
Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Ὁ ἱερὸς Ἀυγουστῖνος λέγει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ κάμῃ ἐκεῖνο ποὺ δύναται, καὶ νὰ ζητῇ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐκεῖνο ποὺ δὲν δύναται. «Ποιεῖν ὅ δύνασαι, καὶ αἰτεῖν ὅπερ οὐ δύνασαι». Δὲν ἔχεις τὴν δύναμιν ἀπὸ λόγου σου; Δὲν ἔχεις βεβαιότητα εἰς τὴν θέλησίν σου; Ἡ αἰτία εἶναι ὅτι δὲν τὴν ζητεῖς ἀπὸ τὸν Θεόν. «Οὐκ ἔχετε, διὰ τὸ μὴ αἰτῆσθαι ἡμᾶς», λέγει ὁ Ἅγιος Ἱάκωβος. Φοβεῖσθαι τὸν κίνδυνον; Τρομάζεις τὸν πειρασμὸν τῆς ἁμαρτίας; Ἀγρύπνα καὶ προσεύχου, διὰ νὰ μὴ πέσῃς εἰς αὐτόν. «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθαι, ἵνα μὴ εἰσέλθηται εἰς πειρασμόν» (Ματθ. κστ´ 41).
Ἡ ἐθνική (εἰδωλολάτρις) γυνὴ Συροφοίνισσα, παρὰ τὸ ὅτι πρὸς δοκιμασίαν της παραβολικῶς προσωμοιάσθη μὲ κύνα, ἐν τούτοις μήπως ἐστερήθη καὶ δὲν ἀπήλαυσε τὸ ποθούμενον μὲ τὴν προσευχήν; Ὁ Τελώνης δὲν ἐδικαιώθη προσευχόμενος; Ὅμοίως καὶ ὁ ληστὴς ἐπὶ σταυροῦ μὲ τό, «Μνήσθητί μου Κύριε», πρῶτος αὐτὸς δὲν ἠξιώθη τοῦ Παραδείσου; Ὁ Ἄσωτος υἱὸς δὲν ἔπλυνε μὲ τὰ ἁμαρτήματά του, μὲ ὀλίγα λόγια προσευχόμενος; Ὅλα τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ δίδονται τοῖς ἀνθρώποις, δὲν γίνονται διὰ προσευχῆς; «Ἄκουσον τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς ἐντολαῖς, καὶ ἀκούσει σου ἐν ταῖς προσευχαῖς», λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Περαίνω, καὶ ἐπισφραγίζω τὴν συμβουλὴν ταύτην μὲ τοῦτα τὰ λόγια: Ὁ Πατὴρ ὁ πέμψας τὸν Πρόδρομον Ἰωάννην εἰς τὸ νὰ βαπτίζῃ, ἐκήρυξε διὰ τοῦ στόματος ἐκείνου εἰς τοὺς ἁμαρτωλούς, «Μετανοεῖτε». Ὁ Υἱός, ὅταν ἐφανερώθη εἰς τὸν κόσμον, τοῦτον τὸν λόγον ἔβαλεν ἀρχὴν καὶ θεμέλιον τοῦ κηρύγματός Του, «Μετανοεῖτε». Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὅταν κατέβει ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, τοῦτον τὸν λόγον ἐλάλησε διὰ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, «Μετανοεῖτε» (Πράξ. β´ 38). Τρεῖς εἶναι οἱ μαρτυροῦντες, καὶ τῶν τριῶν ἡ μαρτυρία ἐστὶν ἀληθῆς, μᾶλλον δὲ ἡ αὐτοαλήθεια. Λοιπόν, ἁμαρτωλοὶ σύντροφοί μου: «Μετανοεῖτε, Μετανοεῖτε, Μετανοεῖτε. Ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».