ikesia-151Δεχθείτε, λοιπόν, μ’ εὐχαρίστηση καὶ ὑποδεχθεῖτε, ὅλοι ἐσεῖς οἱ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μου, ποὺ ἀποτελεῖτε τὸ οἰκουμενικὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐγκολπωθεῖτε αὐτὲς τὶς θεολογικές, ἰκετήριες καὶ κατανυκτικὲς εὐχὲς καὶ προσευχές· λάβετε αὐτὴ τὴν ἀνθοφόρα καὶ κρινοφόρα τροφή, στὴν ὁποία μπορεῖτε νὰ ἐντρυφᾶτε, νὰ χαίρεστε καὶ νὰ τρέφεστε ἀχόρταστα, σὰν νὰ βρίσκεστε σὲ κάμπους ἀνθισμένους, σὲ χλοϊσμένους λειμῶνες, σὲ δροσερὰ λειβάδια, σὲ βοσκοτόπια ποὺ τρέφουν τὶς ψυχές, σὲ μοσκοβολημένα δροσερὰ χορτάρια. Διότι σ’ αὐτὲς τὶς ἱερὲς προσευχὲς θὰ βρεῖτε πολὺ πλούσια καί, ὅπως χρειάζεται, τὰ τέσσερα ἰδιώματα ἢ μέρη, ποὺ περιέχει κάθε τέλεια Προσευχή, δηλαδή: α) τὴ δοξολογία, β) τὴν εὐχαριστία, γ) τὴν ἐξομολόγηση καὶ δ) τὴν αἴτηση. 

Γιὰ τὰ δύο ἀπὸ αὐτὰ τὰ τέσσερα εἴδη μᾶς μιλάει ὁ μέγας Βασίλειος, λέγοντας: «Δύο εἶναι οἱ τρόποι τῆς προσευχῆς, ἀγαπητέ μου: ὁ πρῶτος εἶναι τῆς δοξολογίας, μὲ ταπεινοφροσύνη· κι ὁ δεύτερος, ποὺ ἀκολουθεῖ μετά, εἶναι τῶν αἰτημάτων μας. Έτσι, λοιπόν, ὅταν προσεύχεσαι, μὴν πᾶς κατ’ εὐθείαν στὰ αἰτήματα, διότι ἐκθέτεις μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴ διάθεσή σου, ὅτι δηλαδὴ κάποια ἀνάγκη σὲ ὑποχρεώνει νὰ προσευχηθεῖς στὸ Θεὸ» (Ἀσκητ. διατάξεις, κεφ. α’). Γιὰ τ’ ἄλλα δύο εἴδη μᾶς μιλάει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅταν γράφει: «Πρὶν ἀπ’ ὅλα, ὅταν ἀρχίζουμε τὴν προσευχή μας, πρέπει νὰ βάλουμε πρώτη τὴν εἰλικρινῆ εὐχαριστία μας, καὶ ὕστερα τὴν μετάνοια καὶ τὴν πραγματικὴ συντριβὴ τῆς ψυχῆς μας· κατόπιν, μποροῦμε νὰ παρουσιάσουμε στὸν Παμβασιλέα αὐτὸ ποὺ θέλουμε νὰ τοῦ ζητήσουμε. Αὐτὸς εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος τῆς Προσευχῆς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ φανερώθηκε ἀπὸ Ἄγγελο Κυρίου σὲ κάποιον ἀδελφό μας» (Λόγ. κη’. Περὶ Προσευχῆς). 

Ἔτσι, μὲ τὴ δοξολογία θὰ δοξάζετε τὸν ἄναρχο Πατέρα, τὸν συνάναρχον Υἱὸν καὶ τὸ Πανάγιον καὶ συναΐδιον Πνεῦμα, τὴν ὑπερούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τὸν μοναδικὸ Θεό μας, καθὼς καὶ τὴν ὑπεραγνὴ καὶ ὑπεράμωμη Μητέρα τοῦ Θεοῦ μας. Μὲ τὴν εὐχαριστία θὰ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες καὶ τὶς χάρες ποὺ σᾶς ἔκαμε, κρυφὲς καὶ φανερές, ψυχικὲς καὶ σωματικές, στὸ παρελθόν, στὸ παρόν, καὶ κεῖνες ποὺ θὰ σᾶς κάμει στὸ μέλλον. Μὲ τὴ μετάνοια θὰ ἐξομολογεῖσθε στὸ Θεό, μὲ συντριβὴ καρδίας καὶ πραγματικὴ κατάνυξη, ὅλες τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔχετε διαπράξει, εἴτε μὲ τὴν πράξη εἴτε μὲ τὴ σκέψη. Κατόπιν, μὲ τὴν αἴτηση θὰ ζητᾶτε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ σᾶς ἐλεήσει καὶ νὰ σᾶς συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες σας, νὰ σᾶς φυλάξει ἀπὸ κάθε ὁρατὸ ἐχθρὸ καὶ ἀόρατο, καὶ νὰ σᾶς χαρίσει τὰ ἐγκόσμια καὶ ὑπερκόσμια ἀγαθά του. 

Κ’ ἐπειδὴ ἡ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς, ἡ κατάνυξη καὶ τὰ δάκρυα εἶναι τὰ φτερὰ τῆς θείας Προσευχῆς, μὲ τὰ ὁποῖα ἐκείνη ἀνεβαίνει στοὺς οὐρανοὺς καὶ φτάνει στ’ αὐτιὰ τοῦ Κυρίου Σαβαὼθ (διότι, καθὼς εἶπε ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος, ἡ μὲν προσευχὴ μόνο πραΰνει τὸ Θεό, ἀλλὰ τὸ δάκρυο τὸν ἀναγκάζει νὰ ἐλεήσει τὸν προσευχόμενο), γι’ αὐτό, σὰν σὲ μικρὸ Παράρτημα, σημειώνουμ’ ἐδῶ, γιὰ τοὺς ἀναγνῶστες τῶν Ἱερῶν τούτων προσευχῶν, ὅτι αὐτὴ τὴ συντριβὴ τῆς καρδίας, τὴν κατάνυξη καὶ τὰ δάκρυα ποὺ μᾶς ἔρχονται στὴν προσευχή, μποροῦμε νὰ τ’ ἀποκτήσουμε: 

α) Μὲ τὸ φόβο ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ γεννιέται ὅταν ὁ ἄνθρωπος συλλογιστεῖ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παρών, τὸν βλέπει καὶ τὸν ἀκούει· καὶ ὅτι ἐκεῖνος μὲν ποὺ προσεύχεται εἶναι ἀπὸ φυσικοῦ του σκέτος πηλός, ἒν’ ἀσήμαντο σκουλήκι, ἕνα τίποτε, ὅταν συγκριθεῖ μὲ τὸ Θεό· ἐνῶ ὁ Θεός, ποὺ ἐμπρός του στέκεται καὶ προσεύχεται, εἶναι ὁ Παντοδύναμος Δημιουργὸς καὶ Κύριος τῶν πάντων εἶναι ἀπὸ φυσικοῦ του ἄπειρος καὶ τέλειος σὲ ὅλα, ἕνας ὑπερούσιος καὶ ἀκατάληπτος Βασιλέας.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μέγας Βασίλειος, ὅταν ρωτήθηκε πὼς μπορεῖ κανεὶς νὰ κατορθώσει, ὥστε νὰ κρατήσει στὴν προσευχὴ τὸ νοῦ του ἀμετεώριστο, ἀποκρίθηκε: «Νὰ σκέφτεται συνεχῶς ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μπροστά του. Διότι, ἄν, ὅταν κάποιος βρίσκεται μ’ ἕναν ἄρχοντα -εἴτε εἶναι ἁπλῶς μπροστά του εἴτε συνομιλεῖ μαζί του- ἔχει τὰ μάτια του ἀνοιχτὰ καὶ ἀμετεώριστα, πόσο μᾶλλον ὅταν βρίσκεται μπρὸς στὸ Θεὸ καὶ προσεύχεται, ὁπού βέβαια θὰ ’χει τὸ νοῦ του ἀμετακίνητο σ’ Ἐκεῖνον, ποὺ ἐξετάζει καὶ βλέπει μέσα μας καθαρὰ “καρδίας καὶ νεφρούς”; Κι αὐτά, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τῆς Γραφῆς, πὼς πρέπει νὰ σηκώνουμε τὰ καθαρὰ χέρια σὲ προσευχή, δίχως ὀργὴ καὶ ἄλλους διαλογισμοὺς» (Ὄροι κατ’ ἐπιταγήν, σα΄).

Καὶ ὁ ἴδιος, πάλι, σὲ ἄλλο σημεῖο, λέγει: «Καὶ πρέπει νὰ προσευχόμαστε χωρὶς ραθυμία, καὶ δίχως μετεωρισμὸ τοῦ νοῦ πότε ἀπὸ δῶ καὶ πότε ἀπὸ κεῖ· γιατί αὐτὸς ποὺ προσεύχεται μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ὄχι μονάχα δὲν θὰ λάβει ἐκεῖνο ποὺ ζητάει, ἀλλὰ θὰ ἐξοργίσει περισσότερο τὸν Κύριο. Διότι, ἂν κάποιος βρίσκεται μπρὸς σ’ ἕναν ἄρχοντα καὶ κουβεντιάζει μαζί του, στέκετ’ ἐμπρός του μὲ φόβο, ἔχοντας ἀμετεώριστα καὶ τὰ ἐξωτερικὰ μάτια, μὰ καὶ τὰ ἐσωτερικά τῆς ψυχῆς, γιὰ νὰ μὴν κινδυνέψει, πόσο μᾶλλον πρέπει νὰ στέκεται μὲ φόβο καὶ τρόμο μπροστὰ στὸ Θεό, ἔχοντας ἔντονα στραμμένο τὸ νοῦ του σ’ Ἐκεῖνον μονάχα καὶ σὲ τίποτε ἄλλο;» (Ἀσκητ. διατάξεις, κεφ. α’). 

β) Ἡ συντριβὴ καὶ ἡ κατάνυξη στὴν προσευχὴ γεννιέται ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ ἀπὸ τὴ σκέψη ὅτι ἐκεῖνος, ποὺ προσεύχεται μπρὸς σ’ ἕναν τόσο παντοδύναμο Θεό, δὲν εἶναι παρὰ ἕνα τιποτένιο σκουλήκι, μὰ εἶναι ὡστόσο -καὶ μὲ τὴ θέλησή του- κι’ ἕνας φταίχτης καὶ παραβάτης τῶν θείων ἐντολῶν εἶν’ ἕνας ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καὶ μεγαλύτερος ἀπ’ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς, καὶ δὲν εἶναι ἄξιος οὔτε τὸ στόμα του ν’ ἀνοίξει καὶ νὰ προσευχηθεῖ μπροστὰ στὸ Θεό.

Γι’ αὐτὸ κ’ ἔχουμε τὸν μέγα Βασίλειο, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, νὰ λέει: «ὅταν δοξολογήσεις μὲ λόγια τῆς Γραφῆς, ὅπως μπορεῖς, καὶ ἀναπέμψεις αἶνο πρὸς τὸν Θεό, τότε ἄρχισε μὲ ταπεινοφροσύνη νὰ λὲς μὲ δικά σου λόγια: “ἐγώ, Κύριε, δὲν εἶμαι καθόλου ἄξιος νὰ σοῦ μιλήσω, γιατί εἶμαι πάρα πολὺ ἁμαρτωλός”. Ἀκόμη κι ἂν δὲν ἀναγνωρίζεις κάτι κακὸ στὸν ἑαυτό σου, ἔτσι πρέπει νὰ λές, διότι κανεὶς δὲν εἶναι ἀναμάρτητος, παρὰ μονάχα ὁ Θεός. Κι ἐνῶ ἁμαρτάνουμε σὲ πολλά, τὰ περισσότερ’ ἀπὸ αὐτὰ οὔτε καν τ’ ἀντιλαμβανόμαστε» (Ἀσκητ. διατάξεις, κεφ. α’).

Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας μᾶς συμβουλεύει: νὰ μὴ στέκεσαι μὲ παρρησία καὶ θάρρος (στὴν προσευχὴ δηλαδή), «ἀκόμη κι ἂν ἔχεις καθαρότητα, μὰ νὰ προσέρχεσαι μὲ πολλὴ ταπεινοφροσύνη, καὶ τότε θὰ σταθεῖς μὲ περισσότερη παρρησία. Καὶ ὅταν ἀκόμη ἔχεις ἀνεβεῖ ὅλη τὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν, νὰ προσεύχεσαι γιὰ τὴ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν σου, ἀκούοντας καὶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν μιλάει γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, νὰ βροντοφωνάζει, “ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ἐγὼ εἶμαι ὁ πρώτος” (Λόγος κη’, Περὶ Προσευχῆς).

Γιατί, ἂν τύχει καὶ προσευχηθεῖ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς αὐτὴ τὴ συνείδηση πὼς εἶναι ἁμαρτωλός, ἡ προσευχή του δὲν γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ λέγει καὶ ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «κάποιος Ἅγιος ἔγραψε, πὼς ὅποιος δὲν λογαριάζει ἁμαρτωλὸ τὸν ἑαυτό του, ἡ προσευχή του δὲν εἶν’ εὐπρόσδεκτη στὸν Κύριο» (Ἐπιστ. δ’). Καὶ τοῦτο γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, ὅπου, ὁ μὲν Τελώνης ποὺ λογάριασε ἁμαρτωλὸ τὸν ἑαυτὸ του δικαιώθηκε, ἐνῶ κατακρίθηκε ὁ Φαρισαῖος ποὺ πίστεψε τὸν ἑαυτό του γιὰ δίκαιο. 

γ) Ἡ κατάνυξη καὶ τὰ δάκρυα στὴν προσευχὴ γεννιοῦνται ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται μὲ σύνεση, καὶ δὲν λέγει ἄλλα μὲ τὸ στόμα καὶ ἄλλα μελετᾶ μὲ τὸ νοῦ του, ἀλλὰ ὁ νοῦς του εἶναι ἀφοσιωμένος ὅλως διόλου στὰ λεγόμενα, κι ἔτσι ἐννοεῖ καὶ γεύεται ὅλη τους τὴν ποιότητα, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται μὲ τὴ γεύση ποὺ αἰσθάνεται καὶ κατὰ κάποιο τρόπο συλλειτουργεῖ μὲ τὴν ποιότητα τοῦ φαγητοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μέγας Βασίλειος, ἐρμηνεύοντας τὸ ρητὸ «ψάλατε συνετῶς», λέγει; «ὅταν κάποιος ποὺ προσεύχεται βάλει τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς μαζὶ μὲ τὴ δύναμη τῶν λόγων τῆς προσευχῆς, ὅπως ἀκριβῶς βάζει μαζὶ μὲ τὴν ποιότητα τοῦ κάθε φαγητοῦ τὴ διάθεση τῆς γεύσεως, αὐτὸς ἔχει ἐφαρμόσει ἐκείνη τὴν ἐντολὴ ποὺ λέγει “ψάλατε συνετώς”» (Ὄροι κατ’ ἐπιτομήν, σοθ’).

Παράλληλα μὲ τοῦτα τὰ λόγια εἶναι κι ἐκεῖνα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει: «ἐσὺ ν’ ἀγωνίζεσαι ν’ ἀναφέρεις στὸ Θεό, μᾶλλον δὲ ν’ ἀποκλείεις τὴν ἔννοια τῶν λεγομένων στὰ ρήματα τῆς προσευχῆς· καὶ ἂν τύχει ἐκείνη νὰ κουραστεῖ ὡς νήπιον καὶ νὰ πέσει, ἐσὺ ἀνάλαβε τὴν πάλι καὶ ἀνέβασε τὴ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ· γιατί ξέρουμε πὼς χαρακτηριστικό του νοῦ εἶναι ἡ ἀστάθεια, ἐνῶ τοῦ Θεοῦ εἶναι τό νὰ μπορεῖ ὅλα νὰ τ’ ἀνορθώνει» (Λόγος κη’). 

δ) Ἡ κατάνυξη καὶ τὰ δάκρυα γεννιοῦνται στὴν προσευχή, ὅταν ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται, δὲν νομίζει πὼς τὰ λόγια τῆς προσευχῆς τὰ εἶπε κάποιος ἄλλος, ἢ πὼς ἔχουν γραφεῖ γιὰ κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο, ἀλλὰ πὼς ἔχουν γραφεῖ γιὰ κεῖνον, καὶ αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι ποὺ τὰ λέει, αὐτοπροσώπως. Καί, ὅτι αὐτὸς εἶν’ ἐκεῖνος ποὺ διέπραξε ὅλα ἐκεῖνα τ’ ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα περιλαμβάνονται στὰ λόγια τῆς προσευχῆς. Τὸ βεβαιώνει αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ ἀσκητής; «ὁ ταπεινόφρων, ποὺ ἀναλαμβάνει νὰ κάνει ἔργο πνευματικό, διαβάζοντας τὶς ἅγιες Γραφές, ὅλα τ’ ἀναφέρει στὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ λογαριασμό του, καὶ ὄχι γι’ ἄλλον» (Περὶ νόμου πνευματικοῦ, κεφ. ζ’).

Ὡστόσο, ὁποῖος ἔλαβε ἄνωθέν το χάρισμα νὰ κατανύγεται καὶ νὰ χύνει δάκρυα στὴν προσευχὴ ἀδιάλειπτα καὶ ἀβίαστα, αὐτὸς πρέπει νὰ προσέχει καλὰ νὰ μὴν περηφανευτεῖ, γιατί κινδυνεύει νὰ χάσει αὐτὸ τὸ χάρισμα καὶ ν’ ἀπομείνει πάλι ξηρός, ἄνυδρος καὶ τυφλός, ὅπως μᾶς λένε ὁ παραπάνω ἅγιος Μάρκος καὶ ὁ Ὅσιος Ἰσαάκ. Ὁ ἅγιος Μάρκος γράφει: «μὴν ἐπαίρεσαι, ποὺ ἀξιώθηκες νὰ χύνεις δάκρυα στὴν προσευχή σου· διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ποὺ ἄγγιξε τὰ μάτια σου καὶ σ’ ἔκαμε ν’ ἀναβλέψεις νοερά». Καὶ ὁ θεῖος Ἰσαὰκ προσθέτει: «ὅποιος ἀξιώθηκε νὰ πιεῖ ἀπὸ τοῦτο τὸ κρασὶ (δηλαδὴ τῶν δακρύων) καὶ ὑστέρα νὰ τὸ στερηθεῖ, αὐτὸς μόνο γνωρίζει σὲ ποιὰ δυστυχία ἐγκαταλείφθηκε καὶ τί πολύτιμο ἔχασε, ἐξαιτίας τῆς χαυνώσεως στὴν ὁποία περιέπεσε» (Λόγ. ιγ’). 

ε) Καὶ τελευταῖον, ἡ κατάνυξη καὶ τὰ δάκρυα γεννιοῦνται καὶ ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ στάση τοῦ σώματος· δηλαδή, ὅταν κάποιος προσεύχεται μὲ τὸ κεφάλι ἀκάλυπτο, μὲ τὰ γόνατα κεκλιμένα, χτυπώντας τὸ στῆθος, καὶ παρουσιάζοντας εἰκόνα ἑνὸς καταδίκου, ὁ ὁποῖος στέκεται μπροστὰ στὸν Δικαστή, ἐπειδὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ στάση καὶ τὸ σχῆμα τοῦ σώματος ἡ ψυχὴ συσχηματίζεται ἀνάλογα καὶ παίρνει τὴν κατάλληλη διάθεση, ὅπως λέγει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Ἡ ψυχὴ ἐξομοιώνεται μὲ τὴν ἐξωτερικὴ κατάσταση καὶ τὶς ἀσχολίες, κι εὐθυγραμμίζεται μὲ ὅσα πράττει, πρὸς τὰ ὁποῖα καὶ συσχηματίζεται» (Λόγ. κέ’. Περὶ ταπεινοφροσύνης). Ἀκόμα, βοηθάει στὴν κατάνυξη τῆς καρδιᾶς καὶ ὁ πιὸ ἥσυχος τόπος ὁπού κατοικεῖ ὁ καθένας, καὶ στὸν ὁποῖο βέβαια πρέπει ν’ ἀποσύρονται ὅταν προσεύχονται ὅσοι ἀγαποῦν νὰ κατανύγονται. Ἐπίσης, βοηθάει πολὺ ὁ ἥσυχος χρόνος, ὅπως πιὸ πολὺ προσφέρεται ὁ καιρὸς τῆς νύχτας, ὅταν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἡσυχάζουν καὶ ἀναπαύονται.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος, θέλοντας νὰ μᾶς δείξει ἕνα παράδειγμα, ἔφευγε πολλὲς φορὲς ἀνεβαίνοντας στὰ βουνὰ καὶ σὲ τόπους ἔρημους, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας, κι ἐκεῖ προσευχότανε. Τὸ ἀναφέρει ἐπιγραμματικὰ ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «ἀνέβηκε στὰ βουνὰ μόνος Του γιὰ νὰ προσευχηθεῖ· κι ὅταν βράδιασε βρισκόταν ἐκεῖ μόνος Του» (Ματθ. ιδ’ 23). Καὶ τοῦτο τὸ λόγο ἐρμηνεύοντας ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγει: «γι’ αὐτὸ καὶ φεύγει συνέχεια (ὁ Κύριος) στὶς ἐρήμους, ὅπου πολλὲς φορὲς περνάει ὅλη τὴ νύχτα προσευχόμενος, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει ὅτι, καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ χρόνου καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ τόπου, πρέπει ν’ ἀναζητοῦμε τὴν ἀταραξία στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς· γιατί μητέρα τῆς ἡσυχίας εἶναι ἡ ἔρημος». Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέγει κάτι τὸ σχεδὸν ὅμοιο, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἡσυχία εἶναι μητέρα τῆς προσευχῆς» (Λόγος εἰς τὴν Μεταμόρφωσιν).

Σὲ ἄλλο σημεῖο, πάλι ὁ θεῖος Χρυσόστομος, λέγει: «συλλογίσου καλά, πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι, μέσα στὴ βαθειὰ νύχτα, ὅταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κοιμοῦνται καὶ βασιλεύει μιὰ ἡσυχία βαθύτατη, νὰ σηκώνεσαι μόνος σου ἀπ’ τὸ κρεββάτι, καὶ μὲ παρρησία νὰ συνομιλεῖς μὲ τὸν Δεσπότη καὶ Κύριό μας. Εἶναι, βέβαια, γλυκὸς ὁ ὕπνος, μὰ τίποτε δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν προσευχὴ γλυκύτερο! Ἂν κατορθώσεις ἔτσι νὰ συνομιλήσεις μόνος πρὸς μόνον, θὰ καταφέρεις πολλὰ νὰ φέρεις εἰς πέρας, καθὼς δὲν θὰ σ’ ἐνοχλεῖ κανεὶς κι οὔτε κανεὶς θόρυβος θὰ διακόψει τὴ δέησή σου· διότι, τότε ἔχεις σύμμαχο καὶ τὸν καιρὸ γιὰ νὰ πετύχεις ἐκεῖνα ποὺ θέλεις»

(Λόγος στοὺς Ἄγ. Πάντες)

Πηγή:fdathanasiou

Πηγή: Ὀρθόδοξα Ὠφελήματα: Ποιὰ εἶναι τὰ εἴδη καὶ τὰ φτερὰ τῆς Προσευχῆς; Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης http://orthodoxa-ofelimata.blogspot.com/2013/04/blog-post_8635.html#ixzz3yzS9WOJH