Δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἀρετὴ ὑψηλότερη καὶ ἀναγκαιότερη ἀπὸ τὴν ἱερὴ Προσευχή. Καὶ εἶναι ὑψηλότερη ἀπ’ ὅλες τὶς ἀρετές, διότι ἐνῶ ἐκεῖνες, π.χ. τὸ νὰ νηστεύουμε, ν’ ἀγρυπνοῦμε, νὰ κοιμόμαστε χάμω, νὰ δινόμαστε στὴν ἄσκητικη ζωή, νὰ παρθενεύουμε, νὰ κάνουμε ἐλεημοσύνες, καὶ ὅλα τ’ ἄλλα καλὰ ἔργα ποὺ ἀποτελοῦν τὴ χρυσὴ γενιά, τὸν ἔναρμονιο χορὸ καὶ τὴν οὔρανοπλεχτη σειρὰ τῶν θεοειδῶν ἀρετῶν, παρόλον ὅτι εἶναι θεϊκὰ γνωρίσματα, ἀναφαίρετο κτῆμα καὶ ἀθάνατο στόλισμα τῆς κάθε ψυχῆς, ὡστόσο δὲν ἑνώνουν τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό. Ὂλ’ αὐτὰ τὸν προετοιμάζουν καὶ τὸν προωθοῦν γι’ αὐτὴ τὴν ἕνωση, μὰ δὲν τὸν ἑνώνουν μὲ τὸ Θεό. Αὐτὸ τὸ κατορθώνει μονάχα ἡ ἱερὴ Προσευχὴ μόνο αὐτὴ ἑνώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό, καὶ τὸ Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο, κάνοντας τοὺς δύο ἕνα πνεῦμα· γιατί μὲ τὴν προσευχὴ γίνεται μιὰ ἕνωση ἄμεση κ’ ἕνα σφιχτὸ δέσιμο τοῦ Κτίστου μὲ τὰ λογικὰ κτίσματα. Αὐτὸ βροντοφωνάζει καὶ ὁ μέγας ἐκεῖνος διδάσκαλος καὶ πολύπειρος ἐργάτης τῆς ἱερᾶς προσευχῆς, ὁ μεγάλος ποιμὴν καὶ ἱεράρχης τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ὅλης της Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Ἡ ἐπικοινωνία ποὺ ἀποκτοῦμε διὰ τῶν ἀρετῶν, κάνει τοὺς ἐνάρετους ἱκανούς, λόγω τῆς ὁμοιότητος, καὶ τοὺς προετοιμάζει νὰ ὑποδεχτοῦν τὸ Θεό, ἄλλα δὲν τοὺς ἑνώνει μαζί Του· ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς ὅμως εἲν’ ἐκείνη ποὺ ἵερουργει καὶ τελεσιουργεῖ τὴν ἀνάταση τοῦ ἄνθρωπου πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἕνωση μ’ Ἐκεῖνον, γιατί εἶναι ὁ σύνδεσμος τῶν λογικῶν κτισμάτων μὲ τὸν Κτίστη τοὺς» (Λόγος περὶ Προσευχῆς, κέφ. α’).
Καὶ ἀπὸ τούτη τὴν ἕνωση τοῦ ἄνθρωπου μὲ τὸν Θεό, τὴν ὁποία κατορθώνει ἡ ἱερὴ Προσευχή, πόσα μεγάλα χαρίσματα, ἢ μᾶλλον πόσες πηγὲς χαρισμάτων δὲν πλημμυρίζουν τὸν ἄνθρωπο ποῦ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό; Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἕνωση ἀποκτοῦμε τὴ δύναμη νὰ διακρίνουμε τὴν ἀλήθεια ἀπ’ τὸ ψέμα· νὰ βλέπουμε στὸ βάθος τὰ κρυμμένα μυστήρια τῆς φύσεως· νὰ προβλέπουμε καὶ νὰ προγινώσκουμε τὰ ὅσα θὰ συμβοῦν στὸ μέλλον ν’ ἀποχτοῦμε τὴ θεία ἔλλαμψη, δηλαδὴ ἐκεῖνο ποὺ ὀνομάζουν ἔνυποστατο φωτισμὸ στὴν καρδιά. Ἔρχεται ὁ ἐξαίσιος ἔρως πρὸς τὸν Θεό, ποὺ ὁδηγεῖ σ’ ἔκσταση ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς μας στὴν ἁρπαγὴ μᾶς ἄνω, πρὸς τὸν Κύριο· ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀποκάλυψη τῶν ἀλαλήτων μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Μ’ ἕνα λόγο, «ἀπὸ τὴν ἕνωση αὐτὴ γεννιέται ἡ πολυθρύλητη θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ὅλοι τὴν ζητοῦν καὶ τὴν ποθοῦν, ἄλλα ἐλάχιστοι καὶ πολὺ σπάνια τὴν ἀπολαμβάνουν -«μόλις ἕνας ἀπὸ κάθε γενιά», κατὰ τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ (Λόγ. λβ’)-γιατί «εἶναι πράγμα δυσεύρετο, δυσκολοπρόφερτο καὶ δυσκολοαπόκτητο», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Θεσσαλονίκης (Λόγος εἰς τὸν ἅγιον Πέτρον τὸν Ἀθωνίτην). Αὐτὴ ἡ θέωση εἶναι τὸ ἔσχατον τέλος καὶ ὁ σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποῖο ζοῦμε, ὁ πρῶτος καὶ πιὸ ὑψηλὸς ἀπ’ ὅλους τους σκοποὺς ποὺ ἔβαλε ὁ Θεός, γιὰ τὸν ὅποιο ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν αἰώνων ἕως τὴ συντέλεια, ὁ προαιώνιος Προορισμὸς καὶ ἡ Πρόγνωση, ἡ ἔγχρονη δημιουργία τῆς Κτίσεως, ἡ δόσις τοῦ φυσικοῦ καὶ τοῦ γραπτοῦ Νόμου, ἡ χάρη τῆς Προφητείας, ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ἔπιδημιά του ἁγίου Πνεύματος.
* * *
Ἡ θεία Προσευχὴ εἶναι ἀναγκαιότερη ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετές, διότι:
- Ὅσο ἀναγκαία καὶ ἀπαραίτητη εἶναι ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, τὸ ἴδιο του εἶναι ἀναγκαία ἡ προσευχή, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ φέρει τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι λοιπόν, ἂν χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κάμει κανένα καλὸ ἔργο, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου «χωρὶς ἔμου οὗ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰω. ἴε’ 5), ἄρα καὶ χωρὶς τὴν Προσευχή, μὲ τὴν ὁποία ἔρχεται ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δὲν δύναται ὁ ἄνθρωπος νὰ πράττει τὸ ἀγαθό, Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ προσεύχεται κανείς, καὶ νὰ ζητάει πάντοτε τὴ θεία βοήθεια μὲ τὴν προσευχή: καὶ ὅταν ἔχει νὰ βάλει κάποια καλὴ καὶ χρήσιμη σκέψη στὸ νοῦ του· κι ὅταν χρειάζεται νὰ πεῖ κάποιο λόγο ψυχωφελῆ· κι ὅταν ἔχει ὁπωσδήποτε νὰ κάμει κάποιο θεάρεστο ἔργο. Μ’ ἕνα λόγο, ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη καὶ πρέπει νὰ κάνει τὴν Προσευχή του, κι ὅταν ἀρχίζει, κι ὅταν φτάνει στὴ μέση, μὰ κι ὅταν τελειώνει τὴν ἐργασία τοῦ ὅποιο ἔργο κ’ ἂν ἐπιχειρήσει νὰ κάνει, κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Ἡ καλύτερη τάξη καὶ σειρά, γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἀρχίζει ἕνα λόγο ἢ ἕνα ἔργο, εἶναι ν’ ἀρχίζει μὲ τὸ Θεὸ καὶ στὸ Θεὸ νὰ τελειώνει» (Ἄπολογ. Λόγος). Διότι, ὅταν πρὶν ἀπὸ κάθε ἔργο μᾶς προηγεῖται ἡ Προσευχή, τότε ὅλα τα πράγματα θὰ εἶναι: πιὸ εὔκολα, θὰ μᾶς ἔρθουν δεξιά, καὶ θὰ ’ναι ὠφέλιμα, ὅπως μᾶς τὸ βεβαιώνει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος; «Ὁ ἄνθρωπος, εἴτε εἶναι ἐραστὴς τῆς παρθενικῆς ζωῆς, εἴτε εἶναι πρόθυμος καὶ συνεπὴς ἐφαρμοστὴς τῆς σωφροσύνης μέσα στὸ γάμο, εἴτε θέλει νὰ συγκρατεῖ τὴν ὀργὴ καὶ νὰ ζεῖ μὲ πραότητα, εἴτε νὰ μένει καθαρὸς ἀπὸ φθόνο, εἴτε ὁποιοδήποτε ἄλλο ἐνάρετο ἔργο ποὺ ἁρμόζει στὸν χριστιανὸ θέλει νὰ πραγματοποιεῖ, ὅταν προηγεῖται ἡ Προσευχὴ καὶ προλειαίνει αὐτὸν τὸν δρόμο τῆς ζωῆς, θὰ βρεῖ εὔκολο καὶ ἴσιο το δρόμο τῆς εὐσέβειας.
- Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόσην ἀνάγκη ἀπὸ τὴν Προσευχή, ἔστω καὶ μονάχη της, ὅση ἀνάγκη ἔχει ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες τὶς ἀρετὲς μαζί. Διότι, πράγματι, εἶναι ἀδύνατο, ὄχι νὰ κατορθώσει, μὰ οὔτε καν ν’ ἀρχίσει τὴν ἐργασία μιᾶς ἀρετῆς, δίχως νὰ προσπέσει πρῶτα στὸ Θεὸ μὲ τὴν Προσευχή, κι’ ἔτσι νὰ ζητάει βοήθεια ἀπὸ Ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι ὁ δοτήρας καὶ ὁ χορηγὸς ὅλων των ἀρετῶν. Καὶ τοῦτο μᾶς τὸ βεβαιώνει πάλι ἡ πέννα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὅταν γράφει: «Τὸ ὅτι εἶναι πέρα γιὰ πέρ’ ἀδύνατο νὰ ζήσει κανεὶς ἐνάρετο βίο δίχως τὴν Προσευχὴ καὶ χωρὶς τὴ συντροφιὰ τῆς σ’ ὅλη του τὴ ζωή, νομίζω πὼς εἶναι σὲ ὅλους φανερός. Διότι, πῶς θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ζήσει καὶ ν’ ἀσκήσει τὴν ἀρετή, ὅταν δὲν προστρέχει καὶ δὲν γονατίζει συνεχῶς στὸν αἰώνιο χορηγὸ καὶ δοτήρα της;» Καί, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε αὐτὸ μ’ ἕναν ἁπλὸ καὶ σύντομο λόγο, ὅση ἀνάγκη ἔχουν ἀπὸ τὸ νερὸ τὰ φυτὰ γιὰ νὰ καρποφορήσουν, τόση ἀνάγκη ἔχει κι ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Ἱερὴ Προσευχή, γιὰ ν’ ἀποδώσει κάποιον καρπὸ στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν εὐσέβεια, κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἵερου πάλι Χρυσοστόμου, ποὺ λέει: «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲν χρειαζόμαστε τὴν προσευχὴ λιγώτερο ἀπ’ ὅ,τι χρειάζονται τὸ νερὸ τὰ δέντρα· διότι, ὅπως ἐκεῖνα δὲν μποροῦν νὰ δώσουν καρποὺς δίχως νὰ παίρνουν νερὸ ἀπὸ τὴ γῆ μὲ τὶς ρίζες τους, ἔτσι κ’ ἔμεις δὲν μποροῦμε νὰ δώσουμε τοὺς πολυτίμητους καρποὺς τῆς εὐσέβειας, ὅταν δὲν ποτιζόμαστε μὲ τὶς προσευχές». Καί,
- Ἡ ἱερὴ Προσευχὴ εἶναι ὄντως ἀναγκαιότατη, σχεδὸν σὲ κάθε ἀναπνοὴ τοῦ ἄνθρωπου. Διότι, μὲ τὸ νὰ εἶναι, ὡς ἀσώματος, ἀεικίνητος ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, σὲ κάθε στιγμὴ καὶ σὲ κάθε ἀναπνοή του, μποροῦν νὰ τοῦ ἔλθουν οἱ προσβολὲς τῶν πονηρῶν λογισμῶν, καὶ μ’ αὐτὲς τὶς προσβολὲς νὰ τοῦ κάνει πόλεμο καὶ νὰ τὸν πληγώνει ὁ παντοτεινὸς ἐχθρός του ἀνθρώπινου γένους, ὁ διάβολος, Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος, στὴν κάθε τοῦ ἀναπνοὴ σχεδόν, νὰ βαστάει τὸ ὅπλο τῆς θείας Προσευχῆς, γιὰ νὰ μπορεῖ μ’ αὐτὸ νὰ πολεμεῖ τὸν ἐχθρὸ καὶ νὰ ἐκμηδενίζει τὶς προσβολὲς καὶ τὶς ἐπιθέσεις του. Καὶ νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος διαρκῶς τὸν φόβο, μήπως τὸν εὕρει ἄοπλον ὁ ἐχθρὸς καὶ τὸν πληγώσει μὲ τοὺς διαφόρους συνδυασμοὺς καὶ τὶς συγκαταθέσεις τῶν λογισμῶν, κ’ ἔτσι τὸν ὁδηγήσει στὸ θάνατο.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὅποιο καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει σὲ ὅλους γενικά τους χριστιανοὺς (κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς), νὰ προσεύχονται παντοτεινὰ καὶ ἀδιάκοπα: «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Ἃ’ Θεσ. ἴε’ 17). Ἐνῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Καλύτερα νὰ προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸ Θεό, παρὰ ν’ ἀναπνέει· καὶ ἂν μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ καὶ τοῦτο, πὼς πρέπει κανεὶς νὰ μὴν κάνει τίποτε ἄλλο παρὰ τοῦτο μονάχα τὸ ἔργο, δηλαδὴ νὰ προσεύχεται. Εἶμαι κ’ ἐγὼ ἀπὸ κείνους ποὺ ἐπαινοῦν τὸ θεῖο νόμο, ποὺ μᾶς παραγγέλλει μέρα καὶ νύχτα νὰ μελετοῦμε, καὶ βράδυ, πρωὶ καὶ μεσημέρι νὰ ψάλλουμε καὶ νὰ εὐλογοῦμε τὸν Κύριο, κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα. Ἀκόμη, μποροῦμε νὰ ποῦμε τὸ λόγο τοῦ Μωυσέως: κι ὅταν κοιμόμαστε, κι ὅταν ξυπνοῦμε, κι ὅταν ὁδοιποροῦμε ἢ κάνουμε ὁποιοδήποτε ἄλλο ἔργο, ἡ μνήμη μας νὰ βρίσκεται στὸν Καθαρό, μὲ τὴν προσευχὴ» (Κατὰ Εὐνομιανῶν). Καὶ ὁ Μ. Βασίλειος γράφει: «Καλὴ προσευχὴ εἲν’ ἐκείνη, ποὺ τυπώνει μ’ ἐνάργεια τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή· κι αὐτὸ σημαίνει τὴν ἔνοικησή του Θεοῦ μέσα μας, δηλαδὴ μὲ τὴ μνήμη νὰ ἔχει κανεὶς ἐγκαταστημένο μέσα του τὸν Θεό· καὶ τότε γινόμαστε ναὸς τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἡ συνέχεια τῆς μνήμης μας δὲν διακόπτεται ἀπὸ φροντίδες γήινες, καὶ οὔτε ταράζεται ὁ νοῦς μὲ τ’ ἀπροσδόκητα πάθη, ἀλλὰ ὅταν ὁ φιλόθεος, ἀποφεύγοντας τὰ πάντα, ἀναχωρεῖ πρὸς τὸν Θεὸ» (Ἐπιστολὴ ἅ’). Ἐξ ἄλλου, ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ γράφει: «χωρὶς τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ δὲν μπορεῖς νὰ προσεγγίσεις τὸ Θεό».
Καὶ ὅτι τοῦτο τὸ χρέος, τῆς παντοτεινῆς προσευχῆς, δὲν εἶναι μόνο γιὰ τοὺς Μοναχούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τους λαϊκοὺς ποὺ ζοῦν μέσα στὸν κόσμο, μᾶς τὸ βεβαίωσε καὶ ὁ Ἄγγελος Κυρίου, ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ φανέρωσε τοῦτο τὸ πράγμα στὸν ὅσιο καὶ δίκαιον ἐκεῖνον Ἰώβ, ποὺ εἶχε ἀντιρρήσεις καὶ ἀμφιβολίες γι’ αὐτό, ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἰδεῖ στὸ βίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεσσαλονίκης. Τὸ βεβαιώνει, ἀκόμη, πιὸ περίτρανα καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅταν παραγγείλει σὲ ὅλους τους κοσμικοὺς τεχνίτες, ἀντὶ νὰ λένε τραγούδια, ἄσκοπες κουβέντες καὶ φλυαρίες ποὺ δὲν ὠφελοῦν, νὰ προσεύχονται ἐκεῖ ὁπού ἐργάζονται, ἄλλοτε νοερὰ καὶ σιωπηλὰ καὶ ἄλλοτε ψάλλοντας μὲ τὸ στόμα θεῖες ὠδὲς καὶ πνευματικὰ τροπάρια. Τοῦτα τὰ λόγια λέγει καὶ ἡ χαριτωμένη καὶ γλυκόλαλη ἐκείνη γλώσσα: «Εἶσαι τεχνίτης ποῦ δουλεύει μὲ τὰ χέρια; ψάλλε τὴν ὥρα ποῦ κάθεσαι κ’ ἐργάζεσαι· δὲν θέλεις ἢ δὲν μπορεῖς νὰ ψάλλεις μὲ τὸ στόμα; μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις μὲ τὸ νοῦ σου. Μεγάλος σύντροφος ὁ ψαλμός! Τίποτε τὸ κακὸ δὲν θὰ σοῦ συμβεῖ ἀπὸ τοῦτο, διότι θὰ αἰσθάνεσαι σὰν νὰ μπορεῖς νὰ ζῆς σὲ μοναστήρι. Διότι δὲν εἶναι τόσο ἡ καταλληλότης τῶν τόπων ποὺ βρισκόμαστε, ὅσο ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν τρόπων τῆς ζωῆς μας ποὺ θὰ μᾶς δώσει τὴν ἡσυχία τὴν ὁποία χρειαζόμαστε γι’ αὐτὸ» (Περὶ Ἀνδριάντων, κᾶ’). Καὶ σ’ ἄλλο σημεῖο πάλι, μᾶς λέει ὁ ἴδιος: «Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο πρέπει, καὶ ὅταν σηκωνόμαστε ἀπ’ τὸ κρεββάτι μας νὰ ὑποδεχόμαστε τὸν ἥλιο μὲ προσευχὴ στὸ Θεό· κι ὅταν καθόμαστε στὸ τραπέζι ἢ ἑτοιμαζόμαστε νὰ πλαγιάσουμε, καὶ μᾶλλον τὴν κάθε ὥρα καὶ στιγμή, νὰ προσφέρουμε ἱκεσία καὶ προσευχὴ στὸν Θεό, γιὰ νὰ τρέχουμε τὸ δρόμο τῆς ἡμέρας μᾶς δίχως ἐμπόδια καὶ δυσκολίες» (Λόγος περὶ Προσευχῆς).
(Π.Β.Πάσχου, «Τὸ πένθος καὶ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας» σ.15-22, ἔκδ. Ἁρμὸς)