Σκέψου, ἀγαπητέ, ὅτι, ὅπως ὑπάρχει αὐτὸς ὁ αἰσθητὸς μέγας κόσμος, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ὅλα τα κτίσματα, ἔτσι ὑπάρχει ἕνας ἄλλος νοητὸς κόσμος ἀποτελούμενος ἀπὸ ἁμαρτωλούς, τοῦ ὁποίου τὰ στοιχεῖα εἶναι οἱ τρεῖς διεστραμμένοι ἔρωτες, τοὺς ὁποίους ἀναφέρει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης· πρώτον, ὁ ἔρωτας τῶν ἡδονῶν δεύτερον, ὁ ἔρωτας τοῦ πλούτου, καὶ τρίτον, ὁ ἔρωτας τῆς δόξας· «Ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου ἡ ἐπιθυμία τῆς σάρκας καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου» (Ἃ΄ Ἐπιστ. Ἰωάν. 2,16). Τώρα αὐτὸς ὁ πονηρὸς κόσμος, ὁ ὁποῖος εἶναι ὅλος ἐνάντιος στὸν σκοπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν ἑωσφόρο (ὁ ὁποῖος γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται κοσμοκράτορας), εἶναι ἐκεῖνος ὁ μεγάλος ἐχθρὸς τὸν ὁποῖον ὁ σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα ποὺ γεννήθηκε στὴν γῆ, ἦλθε, γιὰ νὰ πολεμήσει, πρῶτα μὲ τὸ σιωπηλὸ παράδειγμά του καὶ ὕστερα, στὸν κατάλληλο καιρό, μὲ τὸν λόγο καὶ τὴν διδασκαλία του· γι’ αὐτὸ συλλογίσου, ὅτι πρῶτα πολεμεῖ μὲ τὴν φτώχεια τοῦ τὸν παράλογο ἔρωτα τοῦ πλούτου. Ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος νομίζει, ὅτι ἔχει κάθε ὄφελος στὰ πρόσκαιρα ἀγαθά· γι’ αὐτό, λοιπόν, καί, ἢ γιὰ νὰ τὰ ἀποκτήσει αὐτά, ἢ γιὰ νὰ μὴ τὰ χάσει, ξοδεύει σχεδὸν ὅλο τὸν χρόνο ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ κερδίσει τὰ αἰώνια ἀγαθά. Καὶ νὰ ποὺ ὁ προαιώνιος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ αὐτὴν τὴν πλάνη καὶ νὰ ξεριζώσει ἀπὸ τὶς καρδιὲς μᾶς αὐτὴν τὴν καταραμένη ρίζα ὅλων των κακῶν, τὴν φιλαργυρία, ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ θεῖος Παῦλος· «Ρίζα πάντων των κακῶν ἡ φιλαργυρία» (Α΄ Τιμ. 6,10).
Πρόσεξε, ὅμως πόσο ταλαιπωρήθηκε γιὰ τὴν ἀγάπη μᾶς ἐκεῖνος, ποὺ διαμοιράζει τὰ πλούτη καὶ τοὺς θησαυροὺς τῆς παρούσας ζωῆς καὶ τῆς μέλλουσας· «Δικό μου εἶναι τὸ ἀργύριο, δικός μου καὶ ὁ χρυσός, λέει ὁ Κύριος ὁ παντοκράτορας» (Ἀγγαίου 2,9) καὶ σκέψου ποῦ εἶναι τὸ παλάτι ποῦ γεννήθηκε; Ποῦ οἱ προετοιμασίες Ποῦ οἱ μαῖες, ποῦ τὸ στρῶμα τὸ βασιλικό; Ποῦ τὰ βρεφικὰ περιρραντήρια (λεκάνες μὲ νερό); Ποῦ ἡ δορυφορία τῶν δούλων; Ποῦ ἡ φωτιὰ καὶ ἡ ἀνάπαυση; Ποῦ ἡ συνδρομὴ τῶν συγγενῶν καὶ τῶν φίλων; Μπὲς στὸ μέρος καὶ πρόσεξε τὸ πτωχότατο σπήλαιο, ποὺ γεννήθηκε καὶ τὴν εὐτελέστατη φάτνη στὴν ὁποία ἀνακλήθηκε, καὶ ὄχι μόνο δὲν θὰ βρεῖς κανένα περιττό, ἀλλὰ θὰ βρεῖς καὶ μεγάλη ἔλλειψη ἀπὸ ὅλα τα ἀναγκαῖα, ἐπειδὴ ὁ γλυκύτατός μου Ἰησοῦς γεννιέται σχεδὸν σὲ τόπο ἀκάλυπτο, κατὰ τὴν ὥρα τοῦ μεσονυκτίου, μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ χειμώνα, μόνος μὲ μόνη τὴν μητέρα καὶ τὸν ὑποτιθέμενο πατέρα, χωρὶς σκεπάσματα, χωρὶς ζεστὰ φαγητά, τὰ συνηθισμένα τῆς γεννήσεις ἕως καὶ αὐτῶν τῶν πολὺ πτωχῶν παιδιῶν, χωρὶς τὶς ἐλλειπεῖς ἐκεῖνες ἀναπαύσεις τοῦ πτωχικοῦ σπιτιοῦ, ποὺ εἶχε στὴν Ναζαρέτ. Καὶ τὸ περισσότερο, ὅτι χωριστὰ ἀπὸ τὴν φτώχεια αὐτὴ ποὺ διάλεξε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν θέλησή του, θέλει καὶ ἄλλη σχεδὸν βίαιη, ἐπειδὴ ὁρίζει νὰ μὴ δοθεῖ σ’ αὐτὸν ἐκεῖ στὸ σπήλαιο καμμία ὑποδοχὴ καὶ φιλοξενία ἀπὸ κανέναν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ διαφέρει ἀπὸ τόσους συμπατριῶτες, ποὺ ἀνέβηκαν στὴν Βηθλεέμ, γιὰ νὰ ἀπογραφοῦν, οἱ ὁποῖοι ἦταν καλὰ ἐφοδιασμένοι, ἀναπαυμένοι καὶ φιλοξενημένοι μέσα σὲ σπίτια, ὅπως αὐτὸ δηλώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς λέγοντας· «Δὲν βρῆκαν μέρος στὸ πανδοχεῖο» (2,7). Καὶ ἐπειδὴ ὁ κόσμος ὄχι μόνο ἀποστρέφεται τὴν φτώχεια καὶ τὴν νομίζει σὰν μία μεγάλη ντροπή, ἀλλὰ διδάσκει τοὺς ἀνθρώπους, ἂν καὶ εἶναι πτωχοί, νὰ ὑποκρίνονται φαινομενικὰ πὼς εἶναι πλούσιοι, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν ντρέπεται γιὰ τὴν φτώχειά του, ἀλλὰ μάλιστα κάνει καὶ ἐπίδειξη τῆς φτώχειάς του, καὶ ἀπὸ μὲν τοὺς οὐρανοὺς φωνάζει τοὺς Ἀγγέλους· καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς καὶ τὰ χωράφια, καλεῖ τοὺς ποιμένες γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσουν σὲ ἐκείνη τὴν κατάσταση, τὴν τόσο ἀνεφοδίαστη καὶ πτωχική, σὲ ἐκεῖνον τὸν θρόνο μιᾶς εὐτελέστατης φάτνης καὶ σὲ κείνη τὴν αὐλὴ ἑνὸς πενιχρότατου σπηλαίου. Ώ, φτώχεια ὑπερπλουτῆ! Ὤ, συγκατάβαση ὑπερύψιστη!
Τώρα, ἐσύ, ποῦ μελετᾶς αὐτὲς τὶς ἀλήθειες; τί λές; Ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο μεγάλους ἐχθροὺς νομίζεις πὼς ἔχει δίκιο νὰ σὲ νικᾶ καὶ νὰ σὲ κυριεύει; Ὁ κόσμος ἢ ὁ Χριστός, ποῦ νίκησε τὸν κόσμο; Ὁ κόσμιος σὲ παρακινεῖ νὰ ζητᾶς πρῶτα τα ἐπίγεια ἀγαθὰ καὶ νὰ τὰ θεωρεῖς σὰν ἕνα μεγάλο καλό· ὁ Χρίστος σὲ συμβουλεύει καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του καὶ μὲ τὴν διδασκαλία του, νὰ ζητᾶς πρῶτα τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καταφρονεῖς ὅλα τα καλά της γῆς σὰν ἕναν πηλό· «Νὰ ζητᾶτε πρῶτα τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνη τοῦ» (Ματθ. 6,33). Ἀκόμη σὲ συμβουλεύει νὰ στερεῖσαι καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γήινα καλά, ἢ κατὰ μέρος δίνοντάς τα ἐλεημοσύνη στοὺς πτωχοὺς ἢ καὶ ὁλοκληρωτικά, ἀπαρνούμενος τὰ πάντα μὲ τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἐξαγοράζοντας ἕναν θησαυρὸ στὸν παράδεισο «Πώλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα στοὺς πτωχοὺς καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στὸν οὐρανὸ καὶ ἔλα καὶ ἀκλούθησε μὲ» (Ματθ. 19,21). Καὶ πάλι· «Κάθε ἕνας ἀπὸ σᾶς ποὺ δὲν ἀρνεῖται ὅλα τα ὑπάρχοντά του, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μαθητής μου» (Λουκ. 14.33). Λοιπόν, ἐσὺ καὶ ὡς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς φρόνιμος καὶ στοχαστικὸς πρέπει νὰ ἀποφασίσεις γιὰ νὰ ἀκούσεις ἐκεῖνο πού σου λέει ὁ Χριστὸς παρὰ ἐκεῖνο πού σου λέει ὁ κόσμος καὶ ὄχι μόνο νὰ τὸ ἀκούσεις ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ κάνεις μὲ ἔργο· «Ἐπειδή, δὲν εἶναι οἱ ἀκροατὲς τοῦ νόμου δίκαιοι κοντὰ στὸν Θεό, ἀλλ’ οἱ ποιητὲς τοῦ νόμου» (Ρωμ. 2,13).
Εἶναι ἀλήθεια πὼς δὲν εἶσαι ὑποχρεωμένος ὡς λαϊκὸς Χριστιανὸς νὰ εἶσαι ἀκτήμονας καὶ πάμφτωχος εἶσαι, ὅμως ὑποχρεωμένος νὰ ὑπολογίζεις τόσο λίγο τα πλούτη καὶ τὰ χρήματα, ὥστε γι’ αὐτὰ ὅλα μαζὶ νὰ μὴ παρακινηθεῖς ποτὲ νὰ παραβεῖς κάποια ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ· καὶ τόσο νὰ εἶναι ξεκολλημένη ἀπὸ αὐτὰ ἡ καρδιά σου, ὥστε νὰ τὰ ἔχεις μὲ τόση ἀπροσπάθεια σὰν νὰ μὴ τὰ ἔχεις καὶ νὰ τὰ χρησιμοποιεῖς, δηλαδὴ νὰ τὰ ξοδεύεις στὰ μάταια καὶ στὰ περιττὰ καὶ γιὰ τὶς ἀνάγκες σου, ὅπως λέει ὁ Παῦλος· «Ὁ καιρὸς ποὺ ἀπομένει εἶναι πολὺ λίγος… ὥστε καὶ ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τὰ ἀγαθά του κόσμου αὐτοῦ, σὰν νὰ μὴν ἀσχολοῦνται. Ἐπειδὴ δὲν θὰ διαρκέσει πολὺ ἡ μορφὴ αὐτοῦ του κόσμου» (Ἃ’ Κορ. 7,29). Πλὴν ἐπάνω σ’ αὐτὴν τὴν ὑπόθεση συμβουλέψου τὸ πανάγιο βρέφος τὸν Ἰησοῦ, καὶ νιώσε ντροπὴ μπροστά του, ἐπειδὴ μέχρι τώρα εἶχες σὲ τόση ἐκτίμηση καὶ ἀγάπη τὰ πλούτη, ποὺ τὸ βρέφος αὐτὸ τόσο τὰ καταφρονεῖ· καὶ ἀντίθετα, πὼς εἶχες σὲ τόσο μίσος καὶ καταφρόνηση ἐκείνη τὴν φτώχεια καὶ τὴν εὐτέλεια, ποὺ αὐτὸ τόσο ἀγαπᾶ· καὶ ζήτησέ του συγχώρηση γιὰ ὅλα τα κακὰ ποὺ ἔκανες ἢ γιὰ νὰ ἀποκτήσεις πλοῦτο καὶ γήϊνα ἀγαθά, ἢ γιὰ νὰ χρησιμοποιήσεις αὐτά· καὶ παρακάλεσε τὸν νὰ σοῦ δώσει χάρη, καθὼς αὐτὸς ἐνῶ ἦταν πλούσιος ἔγινε πτωχὸς γιὰ τὴν ἀγάπη σου, ἔτσι καὶ ἐσὺ νὰ γίνεις πτωχὸς γιὰ τὴν ἀγάπη του, γιὰ νὰ πλουτίσεις ἀπὸ τὴ δική του θεότητα· «Γνωρίζετε τὴν χάρη τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἦταν πλούσιος καὶ ἔγινε γιὰ χάρη σᾶς πτωχός, γιὰ νὰ μπορέσετε κι ἐσεῖς μὲ τὴν δική του φτώχεια νὰ πλουτήσετε» (Β΄ Κορ. 8,9) καὶ γι’ αὐτὸ παρακάλεσε τὸν νὰ μὴ σὲ ἀφήσει πλέον νὰ πλανηθεῖς ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλά, ἢ ὅταν ἔχεις τὰ ὑπάρχοντά σου, ἢ ὅταν τὰ στερεῖσαι γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, νὰ μὴ τὰ χρησιμοποιεῖς γιὰ ἄλλον σκοπό, παρὰ μόνο καὶ μόνο, γιὰ νὰ ἐξαγοράσεις μὲ αὐτὰ μία αἰώνια εὐδαιμονία, καθὼς εἶναι γραμμένο· «Λύτρο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ πλοῦτος τοῦ» (Παροιμ. 13,8).
Πηγή: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πνευματικὰ Γυμνάσματα, ἔκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη Ἁγίου Ὅρους 2008, σ. 186-189.