Φάνηκε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο καὶ τὸν ἄχαρο κόσμο στόλισε μ ἀπέραντη εὐφροσύνη. Σήκωσε πάνω Του τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, καὶ καταπάτησε γιὰ πάντα τὸν ἐχθρό τοῦ κόσμου. Ἅγιασε τὶς πηγὲς τῶν ὑδάτων καὶ φώτισε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Θαύματα μίχθηκαν μὲ μεγαλύτερα θαύματα. Σήμερα, ἀπὸ τὴ χαρὰ πού ἔφερε ὁ Σωτήρας μας Χριστός, χωρίστηκαν ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα καὶ ἀπ ἄκρη ὡς ἄκρη γέμισε ὁ κόσμος εὐφροσύνη.
Ἡ σημερινὴ γιορτὴ ἀποκαλύπτει μεγαλύτερα θαύματα ἀπὸ ἐκείνη τῆς Χριστουγεννιάτικης νυχτός. Γιατί ἐκείνη τὴν νύχτα πού μᾶς πέρασε χαιρότανε μονάχα ἡ γῆ, καθὼς βάσταζε πάνω της στὴν ἀγκαλιὰ τῆς φάτνης τὸν Παντοκράτορα Θεό. Σήμερα ὅμως, πού γιορτάζουμε τὰ Θεοφάνεια, εὐφραίνεται μαζί της καὶ ἡ θάλασσα. Καὶ εὐφραίνεται γιατί διὰ μέσου τοῦ Ἰορδάνη λαβαίνει μέρος καὶ αὐτὴ στὴν εὐλογία τοῦ ἁγιασμοῦ.
Στήν γιορτὴ τῆς θείας Γέννησης ὁ Θεὸς φάνηκε βρέφος μικρό, νεογέννητο, δείχνοντας ἔτσι τὴ δική μας νηπιότητα. Σήμερα ὅμως τὸν βλέπουμε τέλειο ἄνθρωπο, τέλειο Υἱό, ἀπὸ τέλειο Πατέρα γεννημένον. Ἐκεῖ φανέρωσε τὸ θεῖο βρέφος τὸ ἀστέρι πού ἀνέτειλε ἀπὸ τὴν ἀνατολή, καὶ ἐδῶ ὁμολογεῖ γι Αὐτὸν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὁ Θεὸς Πατέρας, ἀπὸ τὸν Ὁποῖον γεννήθηκε πρὸ τῶν αἰώνων. Ἐκεῖ τού πρόσφεραν -ὡσὰν σὲ βασιλιὰ- δῶρα οἱ Μάγοι, πού πεζοπόρησαν ἀπὸ τὴν ἀνατολή. Ἐδῶ ἄγγελοι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ φερμένοι τοῦ πρόσφεραν τὴ διακονία πού πρέπει μόνο σὲ Θεό. Ἐκεῖ τυλίχτηκε μέσα στὰ σπάργανα καὶ ἐδῶ λύνει μὲ τὸ βάπτισμα τὶς σειρὲς τῶν παραπτωμάτων καὶ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας μας. Ἐκεῖ ὁ βασιλιὰς τῶν οὐρανῶν ντύθηκε σὰν βασιλικὴ ἁλουργίδα τὸν κόσμο, ἐδῶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ντύνεται ὁλόγυρά τά ποταμίσια κύματα. Ἐλᾶτε λοιπὸν νὰ ἰδεῖτε παράδοξα θαύματα.
Ο Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης λούζεται στοῦ Ἰορδάνη τὰ νερά. Ἡ φωτιὰ βουτάει καὶ σμίγει μὲ τὰ νερά. Καὶ ὁ Θεὸς ἀπ’ ἄνθρωπο ἁγιάζεται. Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση βροντοφωνάζει καὶ ἀνυμνεῖ:
«Εὐλογημένος νὰ ‘σαὶ Σὺ πού ἔρχεσαι στ’ ὄνομα τοῦ Κυρίου!» Σὺ πού ἔρχεσαι διὰ τῆς Προνοίας Σου μέσα ἂπ’ ὅλα τά κτίσματά Σου. Σὺ πού συντηρεῖς τὸ ὕψος τοῦ στερεώματος καὶ ἔντεχνα ὁδηγεῖς σὰν ἥμερο ἄλογο μὲ χαλινάρι τὴν τροχιὰ τοῦ Ἥλιου. Σὺ ποῦκύ βάζεις σὲ τάξη χωρὶς διόλου ν’ ἀνακατεύονται τὰ πλήθη τῶν ἀστέρων καὶ μᾶς κερνᾶς πλούσια ἀγέρα γιὰ νὰ ἀναπνέουμε ἀσταμάτητα ζωή. Σὺ πού ζεσταίνεις καὶ ζωογονεῖς τὴ μάννα γῆ ὥστε νὰ μᾶς χαρίζει τοὺς καρποὺς της ὁλοχρονίς. Σὺ πού δαμάζεις καὶ σταματᾶς τὴ πολυκύμαντη θάλασσα ζώνοντας τὴν ὁλοτρόγυρα μ’ ἕνα μικρούτσικο χαλινάρι ἀπὸ ἀμμοχάλικο. Σὺ πού σπρώχνεις τὰ νερὰ ἀπὸ τῆς γῆς τὰ σπλάχνα καὶ φτιάχνεις τὶς πηγές. Σὺ πού καθοδηγεῖς τὶς ποταμίσιες ὄχθες νὰ πορεύονται χωρὶς χαμὸ καὶ περιπλάνηση ὡς τὴ θάλασσα. Τοῦτα ὅλα τα θαυμάσια ἀναλογιζόμαστε καὶ ἀπὸ τὰ κατάβαθά μας βγαίνει ἡ κραυγή: «Εὐλογημένος Σὺ πού ἔρχεσαι στ’ ὄνομα τοῦ Κυρίου».
— Πὲς μας λοιπόν, Ποιὸς εἶναι Αὐτός, μακάριε Δαυΐδ;
— Ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός μας πού μᾶς φανερώθηκε μ’ ἀνθρώπινη μορφή. Ἀλλὰ δὲν τὸ λέει αὐτὸ μόνον ὁ προφήτης Δαυΐδ. Τὸ λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πού συμφωνεῖ μαζί του καὶ διδάσκει: «Μᾶς φανερώθηκε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού σώζει κάθε ἄνθρωπο καὶ μᾶς διδάσκει ὅλους μας». Ὄχι μερικοὺς ἀλλὰ ὅλους μας. Σ ὅλους, Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες χαρίζει μὲ τὸ βάπτισμα τὴ σωτηρία καὶ ὑποδείχνει τὸ σωτήριο αὐτὸ λουτρὸ σὰν εὐεργέτημα δοσμένο δωρεὰν σὲ κάθε ἀνθρώπινη ψυχὴ πού τὸ ζητάει. Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε πρωτόγνωρο κατακλυσμό, πολὺ μεγαλύτερον καὶ δυνατότερον ἂπ’ ἐκεῖνον πού γίνηκε τὴν ἐποχὴ τοῦ Νῶε. Ἐκεῖ το νερὸ ἔπνιξε τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐδῶ το νερὸ τοῦ βαπτίσματος, κείνους πού εἶχαν πεθάνει πνευματικὰ ξαναζωντάνεψε, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ πού σήμερα βαπτίστηκε.
Έκεί ὁ Νῶε ἔφτιαξε κιβωτὸ στέρεα ἀπὸ ξύλα καὶ ἐδῶ ὁ Χριστὸς ὁ νοητὸς Νῶε, προσέλαβε ἀπὸ τὴν ἄφθορο παρθένο Μαρία τὴν κιβωτὸ τοῦ σώματος. Ἐκεῖ ὁ Νῶε ἄλοιψε τὴν κιβωτὸ ἐξωτερικὰ μὲ ἄσφαλτο πίσσα. Ἐδῶ ὁ Χριστὸς δυνάμωσε καὶ περιφρούρησε τὴν κιβωτὸ τοῦ σώματος μὲ τὸ χρίσμα τῆς πίστεως. Ἐκεῖ περιστερὰ πού βάσταζε κλαδὶ ἐλιᾶς προμήνυσε τὴν εὐωδιὰ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ἐδῶ το Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μὲ τὴ μορφὴ ὁλόλευκης περιστερᾶς παρουσιάστηκε καὶ σ’ ὅλους φανέρωσε τὸν ἐλεήμονα Κύριο. Ἀλλὰ μὲ καταπλήττει ἡ ὑπερβολικὴ ταπείνωση τοῦ Κυρίου. Γιατί δὲν ἀρκέστηκε, Αὐτὸς ὁ γεννημένος τέλειος Υἱὸς ἀπὸ τέλειο Πατέρα, νὰ γεννηθῆ καὶ ἐπὶ γῆς τέλειο βρέφος ἀπὸ τὰ σπλάχνα μιᾶς γυναικός.
Δὲν ἀρκέστηκε Ἐκεῖνος πού εἶναι συνθρόνος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα νὰ λάβει τὴ μορφὴ τοῦ δούλου ἀλλὰ καὶ σὰν τὸν τελευταῖο ἁμαρτωλὸ προσέρχεται νὰ βαπτισθεῖ. Ἀλλὰ ἃς μὴ γίνει ἡ κοινὴ γιὰ ὅλους τούς ἀνθρώπους εὐεργεσία σκάνδαλο γι’ αὐτοὺς πού τούτη τὴν ὥρα μὲ ἀκοῦνε. Γιατί βαπτίζεται ὁ Δεσπότης πάντων Χριστὸς ὄχι γιατί ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ψυχικὸ καθαρισμό, ἀλλὰ γιὰ νὰ οἰκονομήσει μὲ δυὸ τρόπους τὸ συμφέρον τῶν ψυχῶν μας, ὥστε καὶ μὲ τὸ νερὸ νὰ μᾶς δωρήσει τὴν ἁγιαστικὴ χάρη καὶ νὰ προτρέψει τὸν καθένα μας νὰ βαπτιστεῖ. Καθὼς μᾶς λέει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, ἦρθε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Γαλιλαία στὸν Ἰορδάνη ὅπου βρισκόταν ὁ Ἰωάννης γιὰ νὰ βαπτιστεῖ ἀπ’ αὐτόν. Τὸ τί συνέβηκε τότε ἀδερφοί μου δὲν μπορεῖ νὰ τὸ χωρέσει νοῦς ἀνθρώπινος. Γιατί ξεπερνᾶνε κάθε θέαμα καὶ ἄκουσμα ὅσα συνέβηκαν ἐκεῖ. Τρέμει ὁ νοῦς.
Χάνεται ἡ λαλιὰ μὴ τολμώντας νὰ ἐξιστορίσει τὰ ἀνέκφραστα. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν καὶ ὅταν εἶδε ὁ Ἰωάννης τὸν Δεσπότη μας Χριστὸ νὰ τὸν πλησιάζει, μὲ πολὺ καρδιοχτύπι, πέφτοντας καὶ ἀγκαλιάζοντας τὰ πόδια Του τοῦ εἶπε παρακλητικά: — Γιατί βιάζει ἐμένα τὸν ἀδύνατο ἄνθρωπο ὁ Παντοδύναμος Θεός μου νὰ κάνω κάτι πού ξεπερνάει τὶς δυνάμεις μου; Δὲν εἶμαι ἐγὼ σὲ θέση νὰ ἐπιχειρήσω κάτι τέτοιο. Πῶς νὰ τολμήσω νὰ Σὲ βαπτίσω; Πότε συνέβηκε νὰ καθαριστεῖ ἡ φωτιὰ ἀπὸ τὸ ξερὸ χορτάρι; Πότε ἔπλυνε ἡ λάσπη τὴν πηγή; Πῶς νὰ βαπτίσω Ἐσένα τὸν Κριτὴ τῆς οἰκουμένης ἐγὼ ὁ ὑπεύθυνος γιὰ τόσες ἁμαρτίες; Πῶς νὰ Σὲ βαπτίσω Δέσποτά μου; Δὲν βλέπω ἁμαρτία πάνω Σου. Δὲν ἔχεις πέσει θύμα τῆς κατάρας τοῦ προπάτορα Ἀδάμ. Δὲν ἔχεις καθόλου λερωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γιατί ἂν καὶ ἔκλινες οὐρανοὺς καὶ κατέβηκες, τίποτα ἀπὸ τὰ θελήματα τοῦ Θεοῦ Πατέρα δὲν παρέβηκες.
–Τί κάνεις Δέσποτά μου; Γιατί μ’ ἀναγκάζεις νὰ κάνω κάτι πού ξεπερνάει τὶς δυνάμεις μου; Ποτὲ καὶ τίποτα δὲν τόλμησα νὰ κάνω ἀπ’ ὅλα ὅσα παροργίζουν τὴν ἀγαθωσύνη Σου. Σὰν δουλικὸ πιστὸ γεμάτο ἀγάπη καὶ σεβασμὸ γιὰ τὸν ἀφέντη του πρότρεξα καὶ ἐμήνυσα στὸν κόσμο τὴν παρουσία Σου. Ἐνῶ βρισκόμουνα ἀκόμη μὲσ’ τὴν κοιλιὰ τῆς μάννας μου, δανείστηκα τὴν γλώσσα της καὶ Θεὸ τοῦ κόσμου Σὲ ἐκήρυξα. Ὅλους τούς προετοίμασα νὰ Σὲ δεχθοῦν, νὰ σ’ ἀπαντήσουν. Πές μου λοιπὸν Κύριέ μου, πῶς θ’ ἀνεχθεῖ νὰ δεῖ ὁ ἥλιος τὸν Παντοκράτορα Θεὸ ἔτσι νὰ ἐξευτελίζεται ἀπὸ τὴν τόλμη ἑνὸς δούλου Του καὶ δὲν θὰ ρίξει καυτερὲς φωτοβολίδες νὰ μὲ κατακάψει, ὅπως ἔκανε ἐκείνους τοὺς καιροὺς τοὺς ἄσωτους Σοδομίτες; Πῶς θὰ ἀντέξει ἡ γῆ νὰ δεῖ Ἐκεῖνον πού ἁγιάζει τοὺς ἀγγέλους, ἀπέριττα νὰ βαπτίζεται ἀπὸ χέρι ἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ καὶ δὲν θ’ ἀνοίξει τὰ σπλάχνα της γιὰ νὰ μὲ καταπιεῖ, ὅπως ἔκανε τὸν Ἀβειρῶν καὶ τὸν Δαθᾶν; Πῶς νὰ βαπτίσω Δέσποτά μου Ἐσένα πού δὲν μολύνθηκες ἀπὸ τῆς φυσικῆς γεννήσεως τὸ λέρωμα; «Ἐξ ἀσπόρου γαστρός, ἄσπορος προῆλθε καρπός». Πῶς λοιπὸν ἐγὼ ὁ χιλιολερωμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπος νὰ ἀγνίσω τὸν Θεό; Θεὸ ἀναμάρτητο; Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτιστῶ ἀπὸ Σένα καὶ Σὺ ἔρχεσαι σὲ μένα; Μ’ ἔστειλες νὰ βαπτίζω, Κύριέ μου, καὶ δὲν παράκουσα τὴν ἐντολή Σου. Πρότρεπα ὅλους πρὸς τὸ βάπτισμα καὶ τοὺς ἔλεγα: «Ὁμολογῆστε ἐνώπιόν τοῦ Κυρίου τὶς ἁμαρτίες σας, γιατί Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος ἀγαθός. Αὐτὸς πού ἔρχεται πίσω μου δὲν εἶναι βλοσυρὸς καὶ αὐστηρός. Εἶναι ἀγαθὸς καὶ Υἱὸς Πατέρα Ἀγαθοῦ. Δὲν φέρεται γιὰ λίγο μονάχα μ’ ἀγαθωσύνη καὶ ὕστερα νὰ ἀλλάζει διάθεση γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸ ἔλεός Του μένει εἰς τὸν αἰώνα. Καὶ ἐπειδὴ τὸ ἔλεός Του εἶναι ἀμέτρητο γι’ αὐτὸ καὶ οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀνυμνώντας Τοῦ ἔλεγαν: «Εὐλογημένος Σὺ πού ἔρχεσαι στ’ ὄνομα τοῦ Κυρίου».
Ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεὸς μας μᾶς φανερώθηκε. Μᾶς φανερώθηκε ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καὶ διέλυσε τὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιας πού μᾶς περιέλουζε. Μᾶς φανερώθηκε ὁ οὐράνιος ποιμένας καὶ ἔδιωξε ἀπὸ τὸ κοπάδι τῶν παιδιῶν Του τοὺς λύκους τοῦ διαβόλου. Μᾶς φανερώθηκε ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Πατρὸς καὶ χάρισε μὲ τὸ βάπτισμα τὴν υἱοθεσία στοὺς πιστούς. Μᾶς φανερώθηκε ἡ ζωὴ ὁλόκληρου τοῦ κόσμου καὶ μὲ τὸ θάνατό Του θανάτωσε τὸν θάνατο ὡς ἀθάνατος καὶ ἀξίωσε νὰ ζήσουν ζωὴ ἀθάνατη, ἐκεῖνοι πού εἶχαν πέσει στὴ φθορὰ καὶ στὸ θάνατο.
Ἀλλά ἐνῶ ἐγίνονταν ὅλα αὐτά, ὁ Θεὸς Πατέρας ἀγαλώμενος μὲ τὴν ὑπερβολικὴ ταπείνωση τοῦ Υἱοῦ, ἀνοίγει διάπλατα τὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ μὲ βροντερὴ φωνὴ ξεχειλισμένη ἀπὸ αἰσθήματα πού πλημμυρίζουν μιὰ πατρικὴ καρδιά, ἀνακράζει: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Καὶ γιὰ νὰ μὴν μπερδευτεῖ ὁ νοῦς ὅσων ἀκούγανε ὅλα τοῦτα -ἂν εἶναι δηλαδὴ Υἱὸς ὁ Βαπτιστὴς ἢ ὁ Χριστὸς- ἔρχεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, σὰν ἄσπρο περιστέρι καὶ δείχνει Ἐκεῖνον πού βαπτιζόταν καὶ πού ὁ Θεὸς Πατέρας τὸν μαρτυροῦσε στοὺς ἀνθρώπους σὰν μονογενῆ Υἱό Του. Σ’ Αὐτὸν πρέπει ἡ δόξα, τὸ κράτος, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Άγιος Προκλὸς Πατριάρχης Κων/λεως
Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Καρέα