Ἡ πίστη εἶναι κανόνας τῆς ζωῆς· ὅπως ἀκριβῶς πιστεύουμε, ἔτσι πρέπει καὶ νὰ ζοῦμε. Γιατί ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ἡ ζωή μας δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν πίστη μας, τότε ἡ πίστη εἶναι νεκρὴ καὶ δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτε. «Τί τὸ ὄφελος, ἀδελφοί μου (λέγει ὁ θεῖος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος), ἐὰν πίστιν τὶς λέγει ἐχειν, ἔργα δὲ μὴ ἔχη; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν; ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος νεκρόν ἐστι, οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς ἔργων νεκρά ἐστι».
Καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ἐξηγώντας ἐκεῖνο τὸ ρητό του Χριστοῦ «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοὶ Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἂλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου», λέγει: «Βούλεται ἐνταύθα δεῖξαι ὅτι ἡ πίστις οὐδὲν ἰσχύει χωρὶς τῶν ἔργων». Θέλει δηλαδὴ νὰ πεῖ ὅτι ἡ πίστη χωρὶς τὰ ἔργα εἶναι ἕνα λείψανο πίστεως. Δὲν ἐνεργεῖ σὲ τίποτε.
Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει ὅτι εἶναι χριστιανός, ἀλλὰ δὲν ζεῖ σὰν χριστιανός, ἃς μὴ ἐλπίζει σὲ σωτηρία. Γιὰ νὰ σωθεῖ χρειάζεται καὶ ἡ ἀληθινὴ πίστη καὶ ἡ σωστὴ ζωή. Μ’ αὐτὰ τὰ δύο μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Μ’ αὐτὲς τὶς δύο φτεροῦγες μπορεῖ νὰ πετάξει γιὰ τὸν Παράδεισο.
Μέχρι τώρα εἴδαμε ποιὰ εἶναι ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν. Ἃς δοῦμε τώρα ποιὰ εἶναι ἡ ζωὴ τῶν χριστιανῶν.
Ἡ πίστη των ὡς πρὸς τὴν ἀρχή της, τὴν αὔξησή της καὶ τὴ στερέωσή της εἶναι ὅλη θεία.
Στὴ διδασκαλία εἶναι ἡ μοναδικὴ ἀλήθεια. Στὸ νόμο εἶναι γεμάτη ἁγιότητα.
Μὰ ποιὰ νὰ εἶναι τάχα ἡ ζωὴ τῶν χριστιανῶν; Τῶν χριστιανῶν αὐτοῦ, τοῦ δικοῦ μας καιροῦ; Ποιὰ εἶναι; Ἐδῶ δὲν φθάνουν λόγια γιὰ νὰ τὴν περιγράψουμε. Ἐδῶ χρειάζονται δάκρυα γιὰ νὰ τὴν κλάψουμε.
Ξέρουμε πολὺ καλὰ τί σήμαινε ἐκείνη ἡ εἰκόνα ποὺ εἶδε στὸν ὕπνο τοῦ ὁ Βασιλεὺς Ναβουχοδονόσωρ. Τὴν ἔννοια καὶ τὴν ἐξήγηση μᾶς τὴ δίδει ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή.
Πλὴν ὅμως ταιριάζει καὶ στὴ δική μας ὑπόθεση. Ἡ εἰκόνα ἐκείνη εἶχε τὴν κεφαλὴ ἀπὸ καθαρὸ χρυσάφι. Εἶχε τὰ χέρια καὶ τὸ στῆθος ἀσημένια· τὴν κοιλιὰ καὶ τοὺς μηροὺς χάλκινα· τὰ πόδια κατὰ τὸ ἕνα μέρος σιδερένια, κατὰ τὸ ἄλλο μέρος πήλινα. Λέγει ὁ προφήτης Δανιήλ: « Ἐθεώρεις, βασιλεῦ, καὶ Ἰδοὺ εἰκών, ἧς ἡ κεφαλὴ χρυσίον· αἳ χεῖρες καὶ τὸ στῆθος καὶ οἱ βραχίονες αὐτῆς ἀργυροί· ἡ κοιλία καὶ οἱ μηροὶ χαλκοί· οἱ πόδες μέρος μὲν τί σιδηροῦν, μέρος δὲ τί ὀστράκινον».
Αὐτά, πιστέψτε μέ, εἶναι ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα τῆς πολιτείας καὶ τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν.
Ἡ εἰκόνα ἐκείνη εἶχε τὴν κεφαλὴ ἀπὸ χρυσάφι καθαρό. Καὶ ἡ ζωὴ τῶν χριστιανῶν, στοὺς πρώτους χρόνους τοῦ χριστιανισμοῦ εἶχε τὴν ἀρχὴ ἀπὸ χρυσάφι καθαρὸ στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα.
Οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ ἱερεῖς, οἱ διάκονοι, οἱ ὑποδιάκονοι, οἱ μοναχοί, ὅλοι γενικῶς οἱ ἱερωμένοι ἤσαν καθαρὸ χρυσάφι στὴν ἐνάρετη πολιτεία καὶ στὸ παράδειγμα. Ἤσαν χρυσάφι καθαρὸ στὴ διδασκαλία καὶ στὰ ἤθη. Χρυσάφι καθαρὸ στὸ σῶμα καὶ τὴ ψυχή. Ἤσαν ὅλοι χρυσοί, ἔλαμπαν σὲ ὅλα τους τὰ ἔργα, σὰν ἀληθινὸ φῶς, καθὼς τὸ παρήγγειλε ὁ Χριστός· «ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου».
Ἀλλὰ καὶ οἱ λαϊκοὶ ἤσαν ὠσαύτως χρυσάφι καθαρὸ στὴ ζωή τους. Οἱ ἄνδρες, χρυσάφι καθαρὸ στὴν καλωσύνη. Οἱ γυναῖκες, χρυσάφι καθαρὸ στὴ σωφροσύνη. Οἱ γέροντες χρυσάφι καθαρὸ στὴ φρονιμάδα, οἱ νέοι στὴν παρθενία, τὰ παιδιὰ στὴν ἀθωότητα.
Οἱ χριστιανοὶ ἤσαν ὅλοι χρυσοὶ στὸ νοῦ τους. Δὲν μελετοῦσαν ἄλλο τίποτα παρὰ τὰ πνευματικὰ καὶ τὰ οὐράνια. Ἤσαν ὅλοι χρυσοὶ στὴ γλώσσα τους. Δὲν κατέκριναν μὲ ἀργολογίες τὸν πλησίον, ὑμνολογοῦσαν μὲ προσευχὲς τὸν Θεό. Ἤσαν ὅλοι χρυσοὶ στὰ χέρια τους. Δὲν ἅρπαζαν ἀπὸ φιλαργυρία τὰ ξένα πράγματα, ἀντιθέτως χάριζαν σὲ ἐλεημοσύνες τὰ δικά τους. Ἤσαν ὅλοι χρυσοὶ στὴν καρδιά. Δὲν ἀγαποῦσαν παρὰ μόνο τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον.
Ἤσαν πάντα ἕτοιμοι νὰ χύσουν τὸ αἷμα τους σὲ μαρτύριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον. Ἤσαν ὅλοι μιὰ καρδιὰ καὶ μιὰ ψυχή.
Κεφαλὴ ἀπὸ καθαρὸ χρυσάφι, χριστιανοὶ ἐνάρετοι, ἅγιοι, ἀληθινοὶ χριστιανοί.
Κατόπιν ἐπηκολούθησε τὸ ἀσημένιο στῆθος, κατέβηκεν ἡ ἀξία. Καὶ τὸ ἀσήμι πολύτιμο εἶναι, μὰ ὄχι σὰν τὸ καθαρὸ χρυσάφι. Μὲ τὸν καιρὸ ψυχράνθηκε ἐκείνη ἡ θερμὴ ζέση τῆς πίστεως, μίκρυνε ἡ ἀρετή. Ἡ ζωὴ τῶν χριστιανῶν ἦταν καλή, ἀλλ’ ὄχι σὰν ἐκείνη τῶν πρώτων.
Ἐν συνεχεία ἦλθε ἡ χάλκινη κοιλιά. Δηλαδὴ πρὸς τὸ χειρότερο. Ἦλθε ἕνας τρόπος ζωῆς πολὺ κατώτερος κι ἀπ’ τὸν πρῶτο κι ἂπ’ τὸ δεύτερο. Ἦλθαν κάποια ἤθη σκληρὰ καὶ δύσκολα. Ὅμως ἂν καὶ τὸ χάλκωμα δὲν ἔχει ἀξία σὰν τὸ χρυσάφι ἡ σὰν τὸ ἀσήμι, ὅμως ἀξίζει κάτι τί. Ἂν καὶ οἱ χριστιανοὶ δὲν ἤσαν σὰν τοὺς πρώτους ἥ τους δεύτερους, μ’ ὅλον τοῦτο δὲν ἤσαν καὶ ἐντελῶς ἀχρεῖοι. Μπορεῖ νὰ μὴ ἤσαν τέλειοι, ἀλλὰ δὲν ἤσαν καὶ τιποτένιοι. Ἀνάμεσα στὶς πολλὲς κακίες εὑρίσκονταν καὶ ἀπὸ καμμιὰ ἀρετή. Κοιλιὰ χάλκινη, τὸ λοιπόν.
Ὅμως, τέλος πάντων, σ’ αὐτοὺς τοὺς δυστυχισμένους τωρινοὺς καιρούς, ἐμεῖς φθάσαμε στὰ κατώτερα μέρη τῆς εἰκόνας, στὰ πόδια. Ἕνα μέρος σιδερένια, ἕνα μέρος πήλινα. «Μέρος μὲν τί σιδηροῦν, μέρος δὲ τί ὀστράκινον».
Ποῦ θέλει νὰ πεῖ:
Ἤλθαμε σὲ μιὰ ἄθλια κατάσταση, ποὺ δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ καταντήσουμε οὔτε κατώτεροι, οὔτε χειρότεροι. Μέρος εἴμαστε σίδηρος καὶ μέρος πηλός.
Σίδηρος, χωρὶς λάμψη ἀρετῆς, σκουριασμένοι ἀπ’ τὴν ἀμάθεια, σκληροὶ ἀπ’ τὴν ἁμαρτία.
Πηλὸς τὰ ἤθη μας, σπιλωμένα, ἄτιμα, τιποτένια. Ἡ κακία μᾶς ἔφθασε στὸ ἔπακρον. Ἡ πίστη μᾶς εἶναι χριστιανική, μὰ ἡ ζωὴ μᾶς εἰδωλολατρική.
Θὰ προσπαθήσω νὰ τὸ δεῖτε μὲ τὰ μάτια σας.
Κάποτε, ἕνα μεσημέρι, ὁ Διογένης ἄναψε τὸ φανάρι του καὶ περπατοῦσε μέσα στὴν ἀγορὰ τῆς Ἀθήνας, σὰν νὰ ζητοῦσε κάτι. Αὐτοὶ ποὺ τὸν ἔβλεπαν, γελοῦσαν καὶ τὸν ρωτοῦσαν: «Τί ζητεῖς, Διογένη, τί ψάχνεις;» «Ἄνθρωπο ζητῶ, γιὰ ἄνθρωπο ψάχνω» ἀποκρινόταν ἐκεῖνος. «Μὰ πῶς; Δὲν βλέπεις τόσους ἀνθρώπους; Δὲν συναντᾶς τόσους ἀνθρώπους; Ἡ ἀγορὰ εἶναι γεμάτη καὶ σὺ ζητεῖς ἀνάμεσά τους ἄνθρωπο;» – «Ναί, γιὰ ἄνθρωπο ψάχνω, ἄνθρωπον ζητῶ».
Ἀλλὰ τί εἴδους ἄνθρωπο ψάχνει νὰ βρεῖ ὁ Διογένης;
Οἱ ἄνθρωποι εἶναι δύο λογιῶν:
Εἶναι οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἔχουν μονάχα μορφὴ καὶ θωριὰ ἄνθρωπου. Αὐτοὶ εἶναι ἄνθρωποι ἔξωτερικα, φαινομενικά. Τέτοια εἶναι καὶ τὰ λείψανα καὶ τὰ ἀγάλματα καὶ τὰ εἴδωλα τῶν ἀνθρώπων. Ἐσωτερικὰ ὅμως δὲν ἔχουν καμμιὰ χρησιμότητα. Μάλιστα εἶναι σὰν τὰ ἄλογα ζῶα καὶ στὰ πάθη καὶ στὴν ἄχρειοτητα.
Τέτοιους ὁ Διογένης ἔβλεπε πολλούς, ἀλλὰ ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἤθελε κανένα.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄνθρωποι ποὺ ἐκτός της ἀνθρώπινης μορφῆς καὶ θωριᾶς, ἔχουν καὶ ἀνθρώπινη φρόνηση καὶ ἀρετή. Καὶ μέσα καὶ ἔξω εἶναι κατὰ πάντα λογικοί, φρόνιμοι, ἐνάρετοι, στ’ ἀλήθεια ἄνθρωποι. Ἕνα ἀπ’ αὐτοὺς ζητεῖ ὁ Διογένης, μέσα στὴν πολυάνθρωπη πόλη τῆς Ἀθήνας καὶ δὲν τὸν βρίσκει. «Ζητῶ ἄνθρωπο, ζητῶ ἄνθρωπο» !
Μοῦ κακοφαίνεται νὰ κάμω συγκρίσεις, μὰ πρέπει νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια. Σὲ μιὰ ἐποχή, ποὺ ἡ Ὀρθοδοξία λάμπει σὰν νὰ εἶναι μεσημέρι, ἀνάβω καὶ ἐγὼ τὸ λυχνάρι τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος καὶ ἔρχομαι σὲ μιὰ ἐκκλησία γεμάτη χριστιανοὺς καὶ ζητῶ χριστιανό. Ζητῶ χριστιανό. Μὰ πῶς; Αὐτοὶ ὅλοι ποὺ βλέπω ἐδῶ καὶ ἄλλου, σὲ πόλεις καὶ σὲ κάστρα, σὲ ἐπαρχίες καὶ σὲ βασίλεια, στὸ περισσότερο μέρος τῆς οἰκουμένης, δὲν εἶναι χριστιανοί;
Οἱ χριστιανοὶ εἶναι δύο εἰδῶν:
Εἶναι αὖτοι ποὺ ἔχουν τὸ ὄνομα μόνον τοῦ χριστιανοῦ· χριστιανοὶ ἐξωτερικὰ καὶ φαινομενικὰ ἔχουν «μόρφωσιν εὐσεβείας» ὅπως λέγει ὃ Ἀπόστολος Παῦλος, μὰ ἐσωτερικὰ δὲν ἔχουν τὰ ἔργα ἑνὸς χριστιανοῦ.
Ἔχουν χριστιανικὴ πίστη μὰ δὲν ἔχουν χριστιανικὴ ζωή. Μάλιστα ἔχουν μιὰ ζωὴ ἐντελῶς ἀντιθέτη ἀπ’ τὴ πίστη. «Ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἤρνημενοι».
Ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ζητῶ κανένα.
Εἶναι ὅμως καὶ χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἐκτός του ὀνόματος ἔχουν καὶ ἔργα. Μαζὶ μὲ τὴν πίστη ἔχουν καὶ ζωή. Καὶ ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ εἶναι πραγματικὰ ὀρθόδοξοι, ἀληθινοὶ χριστιανοί.
Ἀπ’ αὐτοὺς ζητῶ νὰ βρῶ ἔστω καὶ ἕνα σὲ μιὰ πολυάνθρωπη χριστιανικὴ πόλη καὶ δὲν βρίσκω.
Ζητῶ χριστιανό!
Περπατῶ ἀπὸ τόπο σὲ τόπο γιὰ νὰ τὸν βρῶ. Τὸν ἀναζητῶ στὶς ἀγορές, ἀνάμεσα στοὺς ἄρχοντες. Καὶ ἐδῶ βλέπω μιὰ ὑψηλόφρονα ὑπερηφάνεια. Δὲν τὸν βρίσκω.
Τὸν ζητῶ στὰ παζάρια, ἀνάμεσα στοὺς πραματευτάδες. Καὶ ἐδῶ βλέπω μιὰ ἀχόρταγη φιλαργυρία. Δὲν τὸν βρίσκω.
Τὸν ζητῶ στοὺς δρόμους, μεταξύ της νεολαίας. Ἐδῶ ὅμως βρίσκω μιὰ μεγάλη ἀσωτεία. Δὲν τὸν βρίσκω.
Βγαίνω ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τὸν ἀναζητῶ ἀνάμεσα στοὺς χωριάτες. Καὶ ἐδῶ βλέπω ὅλου του κόσμου τὰ ψέμματα. Δὲν τὸν βρίσκω.
Πάω κατὰ τὴ μεριὰ τῆς θάλασσας. Τὸν ἀναζητῶ ἀνάμεσα στοὺς ναυτικούς. Κι’ ἐδῶ ἀκούω τὶς πιὸ φοβερὲς βλαστήμιες. Δὲν τὸν βρίσκω.
Πηγαίνω κατὰ τὸ στράτευμα. Τὸν ζητῶ ἀνάμεσα στοὺς στρατιῶτες. Καὶ ἐδῶ βλέπω τὴν τέλεια ἀπώλεια. Δὲν τὸν βρίσκω.
Μπαίνω μέσα στὰ σπίτια. Τὸν ἀναζητῶ ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες. Κι ἐδῶ τί βλέπω; Βλέπω γυναῖκες παντρεμένες, χωρισμένες ἀπ’ τοὺς ἄνδρες τους, νὰ χαίρωνται τὴ ζωή τους μὲ μοιχεῖες. Βλέπω ἀνύπανδρες νὰ ζοῦν μὲ τὶς ἀπολαυὲς τῆς πορνείας. Βλέπω καὶ τίμιες. Μ’ αὐτὲς δὲν σκέπτονται τίποτε ἄλλο παρὰ τὰ στολίδια καὶ τὴν ματαιότητα. Δὲν βρίσκω ἔστω μιὰ χριστιανή.
Σκόπευα ν’ ἀνέβω καὶ πάνω στὰ παλάτια τῶν μεγιστάνων καὶ τῶν ἐξουσιαστῶν, νὰ δῶ καὶ κεῖ ἂν βρίσκεται κάνεις χριστιανός. Μὰ δὲν τολμῶ, φοβοῦμαι. Εἶναι ἡ κολακεία ποὺ φυλάει καὶ δὲν ἀφήνει νὰ μπεῖ μέσα ἡ ἀλήθεια.
Τέλος, ἔρχομαι στὴν Ἐκκλησία, μέσα στὸ θυσιαστήριο. Ἐδῶ ἐλπίζω πὼς θὰ βρῶ τὸν χριστιανὸ ποὺ ζητῶ. Ἀνάμεσά σε τόσους ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, σὲ τόσους ἱερωμένους καὶ μοναχούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι τὸ ἔθνος τὸ ἅγιον, τὸ βασίλειον ἱεράτευμα, οἱ διάδοχοί των ἀποστόλων, οἱ ἔμψυχες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, θαρρῶ πὼς θὰ βρῶ τὸν χριστιανό. Μάλιστα θὰ βρῶ ἕνα ἅγιο, ἕνα ἀσκητή, ἕνα θαυματουργό, ἕνα διδάσκαλο, ἕνα Ἰωάννη Χρυσόστομο ἢ ἕνα μεγάλο φωστήρα τῆς Ἐκκλησίας. Ζητῶ, ἐξετάζω, σκέπτομαι. Μὰ ἄλλοιμονον, τί βλέπω; Ἐδῶ βλέπω ἀνθρώπους ποὺ στὴν ἔπαρση εἶναι Ἐωσφόροι, στὴ φιλαργυρία Ἰουδαῖοι, στὰ σαρκικὰ Ἐπίκουροι, στὴν ἀμάθεια ζῶα, στὴν πονηρία δαίμονες. Δὲν βρίσκω οὔτε ἅγιο, οὔτε ἀσκητή, οὔτε θαυματουργό, οὔτε διδάσκαλο. Δὲν βρίσκω τὸν χριστιανὸ ποὺ ζητῶ. Μά, Πατέρες ἅγιοι, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί! Αὐτὸ τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα τὸ ὁποῖο φοροῦμε, αὐτὰ τὰ μακρυὰ ροῦχα ποῦ μᾶς σκεπάζουν τί εἶναι; Εἶναι ἐνδύματα φαρισαϊκά, ὑποκριτικὰ γιὰ νὰ παραπλανοῦμε τοὺς ἀνθρώπους; Αὐτὸς ὁ θεῖος χαρακτήρας τῆς ἱερωσύνης ποῦ ἔχουμε, τί εἶναι; Ἐμπόριο γιὰ νὰ κερδίζουμε χρήματα;
Μὰ αὐτὰ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια ποῦ ἐπιτελοῦμε, τί εἶναι; Ἢ δὲν τὰ ξέρουμε ἢ δὲν τὰ πιστεύουμε. Ώ, τί μεγάλη ντροπὴ γιὰ τὴν πίστη μας! Ὤ, πόσο μεγάλη θὰ εἶναι ἡ καταδίκη των χριστιανῶν! Δὲν σᾶς τὸ ἔλεγα ἐγὼ πῶς καταντήσαμε στὸν ἔσχατο βαθμὸ τῆς κακίας; Πῶς φθάσαμε στὰ πόδια τῆς εἰκόνας, τῆς ὁποίας τὸ ἕνα μέρος εἶναι σιδερένιο καὶ τὸ ἄλλο μέρος πήλινο;
ν σᾶς ἔλεγα ἐγὼ πὼς ἀνάμεσα στοὺς τόσους χριστιανοὺς ἀναζητῶ καὶ δὲν βρίσκω τὸν ἀληθινὸ χριστιανό; «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». Ὅλοι, ἱερωμένοι καὶ λαϊκοί, ἄρχοντες καὶ πτωχοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, παιδιά, νέοι καὶ γέροντες, ἐξεκλιναν ἀπὸ τὴν πίστη, ἀχρειώθηκαν στὴ ζωή. «Οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός», ποὺ νὰ ζεῖ ὅπως ἀκριβῶς πιστεύει.
Χριστιανοί, σεῖς ποῦ τὸ ἀκοῦτε, δὲν κλαῖτε; Ἂν δὲν μπορεῖτε νὰ κλάψετε ἀπὸ κατάνυξη, τουλάχιστον κλάψτε ἀπὸ ντροπή.
Ὅσον ἄφορα σ’ ἐμένα ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς μου, δὲν μ’ ἀφήνει νὰ πῶ περισσότερα μὲ τὴν γλώσσα μου.
Σιωπῶ λοιπὸν καὶ τελειώνω μὲ τοῦτο μόνο: Χριστιανέ, ὅπως ἡ πίστη σου εἶναι ἀληθινὴ καὶ ἁγία, ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ ζωή σου. Ἂν ἡ ζωή σου δὲν εἶναι καλὴ καὶ ἁγία, μὴ ἐλπίζεις ὅτι θὰ σωθεῖς. Πρέπει νὰ ζεῖς ὅπως πιστεύεις καὶ τότε εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ τρία πράγματα:
Πρώτον, γιὰ τὸ ὅτι εἶσαι χριστιανὸς καὶ ὄχι ἄπιστος. Δεύτερον, γιὰ τὰ ὅτι εἶσαι χριστιανὸς Ὀρθόδοξος καὶ ὄχι αἱρετικός. Καὶ τρίτον, γιατί εἶσαι χριστιανὸς Ὄρθοδοξος, τόσον κατὰ τὴν πίστη, ὅσον καὶ κατὰ τὴν ζωὴ καὶ ὄχι μόνον κατὰ τὴν πίστη. Τότε καὶ μόνον τότε νὰ ἐλπίζεις ὅτι θὰ σωθεῖς καὶ ὅτι θὰ ἀπόλαυσεις τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
(Ἄρχ. Δοσιθέου, Ἡγουμένου Ι. Μ. Παναγίας Τατάρνης, Ὀρθόδοξος Πίστις καὶ Ζωή).