Περίληψις τῆς διδαχῆς
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, ἀδελφοί μου, ὁ γλυκύτατος Δεσπότης, ὁ ποιητὴς τῶν Ἀγγέλων, παρακινούμενος ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία του καὶ πολλὴν ἀγάπην ὁποὺ ἔχει εἰς τὸ γένος μας, σιμὰ εἰς τὰ ἄπειρα χαρίσματα ὁποὺ μᾶς ἐχάρισε καὶ μᾶς χαρίζει καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν, ἰδοὺ ὁποὺ μᾶς ἠξίωσε καὶ ἀπόψε καὶ τὸν ἐδοξάσαμεν καὶ ἐτιμήσαμεν καὶ τὴν Δέσποινάν μας Θεοτόκον, καὶ ἄμποτε ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν της νὰ συγχωρήσῃ τ᾿ ἁμαρτήματά μας, καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση τῆς βασιλείας του, νὰ προσκυνῶμεν καὶ νὰ δοξάζωμεν τὴν Παναγίαν Τριάδα καὶ νὰ χαιρώμεθα καὶ εὐφραινώμεθα πάντοτε. Μὲ ἠξίωσεν ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, καὶ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἦλθα ἐδῶ εἰς τὴν εὐλογημένην σας χῶραν καὶ εἴπαμεν μερικὰ νοήματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Παρακινούμενος ὁ Κύριός μας ἀπὸ τὴν πολλήν του εὐσπλαχνίαν ἔκαμε πρῶτον δέκα τάγματα Ἀγγέλους. Τὸ πρῶτον τάγμα ἐξέπεσεν ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειάν του καὶ ἔγιναν δαίμονες. Τότε ἐπρόσταξεν ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ ἔγινε τοῦτος ὁ κόσμος καὶ ἔκαμεν ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναίκα ὡσὰν ἡμᾶς· τὸ σῶμα ἀπὸ λάσπην, καὶ τὴν ψυχὴν ἀγγελικήν, ἀθάνατον. Ὠνόμασε τὸν ἄνδρα Ἀδὰμ καὶ τὴ γυναίκα Εὔαν. Ἔκαμε καὶ ἕνα παράδεισον κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς, ὅλον χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ἔβαλε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν μέσα εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἐχαίροντο ὡς Ἄγγελοι. Τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ φάγουν ἀπὸ μίαν συκῆν καρπόν· ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι κατεφρόνησαν τὴν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγον· καὶ δὲν μετενόησαν. Τοὺς ἐδίωξεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν παράδεισον καὶ ἔζησαν εἰς τοῦτον τὸν κόσμον 930 χρόνους μὲ μαῦρα καὶ πικρὰ δάκρυα. Καὶ ἀφοῦ ἀπέθανον, ἐπῆγαν εἰς τὴν κόλασιν καὶ ἐκαίοντο 5.500 χρόνους. Εὐσπλαχνίσθη ὁ πανάγαθος Θεὸς τὸ γένος μας καὶ κατελθῶν ἐσαρκώθη ἐκ Πνεύματος Ἁγίου εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος χωρὶς ἁμαρτίαν, καὶ μᾶς ἐλύτρωσεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου. Μᾶς ἔδειξε τὴν ἁγίαν Πίστιν, τὸ ἅγιον Βάπτισμα, τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, διὰ νὰ ἠξεύρωμεν ποῦ περιπατοῦμεν.
Τὴ Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ ἐπῆρεν ὁ Κύριος ἄρτον καὶ οἶνον καὶ τὰ εὐλόγησε· καὶ ἔκαμε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, τὸ πανάγιον σῶμα Του καὶ αἷμα Του, καὶ ἐμετάλαβε τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους.
Ἕως ἐδῶ ἀναφέραμεν τὴν ἱστορίαν εἰς δυὸ λόγους καὶ τὴν ἀφήσαμεν. Τώρα δὲ ἐλπίζοντες εἰς τὴν εὐσπλαχνίαν τοῦ Χριστοῦ μας, καθὼς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μᾶς φωτίση, νὰ κάμωμεν ἀρχὴν νὰ εἴπωμεν καὶ τὰ ἐπίλοιπα μὲ συντομίαν.
Προετοιμασία διὰ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια
1. Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ (ΣΑΠΡΙΚΙΟΣ-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ)
Καὶ πρῶτον, πρέπει ἀδελφοί μου, νὰ προσέχετε εἰς ὅλα τὰ νοήματα τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, διότι εἶνε ὅλα διαμάντια, θησαυρός, χαρά, εὐφροσύνη, ζωὴ αἰώνιος, καὶ περισσότερον ἐδῶ εἰς τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ πρῶτον νὰ στοχασθῶμεν τί ἔκαμεν ὁ Χριστός μας. Δὲν ἐφύλαξε μίσος καὶ ἔχθρα νὰ μὴ μεταλάβη τὸν Ἰούδαν τὸν ἐχθρόν του, ἀλλ᾿ ὅπως ἐμετάλαβε καὶ τοὺς ἕνδεκα μαθητάς, τοὺς φίλους του τοὺς καλούς, ἔτσι καὶ τὸν Ἰούδαν, τὸν ἐχθρόν του.
Ἦτο ἕνας ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Σαπρίκιος, ὁ ὁποῖος ἐνήστευε πάντοτε, προσηύχετο, ὑπάνδρευε πτωχὰς γυναίκας, ἔκτιζεν ἐκκλησίας, ποτέ του δὲν ἔβλαψεν, ἀλλ᾿ ἀγαποῦσε τὸ δίκαιον. Ἦτο καὶ ἕνας ἄλλος ὀνομαζόμενος Νικηφόρος, ὁ ὁποῖος ποτέ του καλὸν δὲν ἔκαμε, μάλιστα ἔκλεπτεν, ἀδικοῦσε τὸν κόσμον, ἐπόρνευεν, ὅλα τὰ κακὰ τὰ εἶχε κάμει. Ἤθελε δὲ νὰ φονεύση καὶ τὸν ἀδελφόν του Σαπρίκιον. Μίαν ἡμέραν στέλλει ὁ βασιλεὺς καὶ παίρνει τὸν Σαπρίκιον καὶ τοῦ λέγει: Νὰ ἀρνηθῆς τὸν Χριστὸν καὶ νὰ προσκυνήσῃς τὰ εἴδωλα. Λέγει του ὁ Σαπρίκιος: Ἐγὼ τὸν Χριστόν μου δὲν τὸν ἀρνοῦμαι ποτέ. Τὸν ἐβασάνισεν ὁ βασιλεὺς δυνατὰ καὶ ὡσὰν εἶδε πὼς δὲν εἶνε τρόπος νὰ νικήση τὴν γνώμην του, ἀπεφάσισε νὰ τὸν θανατώση. Παίρνοντάς τον λοιπὸν ὁ δήμιος νὰ τὸν ὑπάγη εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, τὸ ἔμαθεν ὁ Νικηφόρος καὶ πηγαίνει εἰς τὸν δρόμον καὶ λέγει τοῦ Σαπρικίου: Ἐγώ, ἀδελφέ, σοῦ ἔπταισα· καὶ ἔμαθα ὅτι θὰ σὲ θανατώσουν. Διὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ, ἀδελφέ, νὰ μὲ συγχωρήσῃς· σοῦ ἔσφαλα. Πάλιν κύπτει ὁ Νικηφόρος καὶ τὸν παρακαλεῖ, τοῦ φιλεῖ τὰ πόδια. Ἀδελφέ, λέγει, συγχώρησόν με διὰ τὸν Θεόν. Ἀλλ᾿ ὁ ἀδελφός του δὲν τὸν συγχωρεῖ. Ἔφθασαν καὶ εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης. Τὸν παρεκάλει ὁ Νικηφόρος μετὰ δακρύων, καὶ δὲν τὸν ἐσυγχώρησε. Τοῦ λέγει πάλιν ὁ Νικηφόρος: Ἰδού, ἀδελφέ, τώρα θὰ σὲ κόψουν· διατὶ δὲν μὲ συγχωρεῖς; Ἐσὺ θὰ κολασθῆς· ἐγὼ σὲ συγχωρῶ μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν. Λέγει του ὁ Σαπρίκιος: Ἐγὼ δὲν σὲ συγχωρῶ ποτέ! Καὶ καθὼς ἐσήκωσεν ὁ δήμιος τὸ σπαθὶ νὰ τοῦ κόψη τὸ κεφάλι, βλέπων ὁ πανάγαθος Θεὸς τὴν κακήν του γνώμην, σηκώνει τὴν χάριν του, καὶ ἐρωτᾶ ὁ Σαπρίκιος τὸν στρατιώτην: Διατὶ θέλης νὰ μὲ φονεύσῃς; Λέγει του ὁ στρατιώτης: Καὶ δὲν τὸ ἠξεύρεις τώρα τόσον καιρόν; Διότι δὲν προσκυνᾶς τὰ εἴδωλα. Λέγει του ὁ Σαπρίκιος: Διὰ τοῦτο μὲ βασανίζεις; Ἐγὼ ἀρνοῦμαι τὸν Χριστὸν καὶ προσκυνῶ τὰ εἴδωλα! Καὶ εὐθὺς λέγοντας τὸν λόγον δὲν τὸν ἐφόνευσεν, ἀλλ᾿ ἠρνήθη τὸν Χριστὸν καὶ ὑπῆγε μὲ τὸν διάβολον. Βλέπων ὁ Νικηφόρος τοὺς Ἀγγέλους ὁποὺ ἔστεκαν μὲ ἕνα στέφανον χρυσοῦν, λέγει εἰς τὸν δήμιον: Ἐγὼ εἶμαι χριστιανὸς καὶ πιστεύω εἰς τὸν Χριστόν μου. Λέγει τοῦ Σαπρικίου: Συγχώρησόν με, ἀδελφέ, καὶ ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι σε. Καὶ ἀμέσως ἔκοψεν ὁ στρατιώτης τὸ κεφάλι τοῦ Νικηφόρου καὶ παρέλαβον οἱ Ἄγγελοι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ τὴν ὑπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον.
Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς εὐσεβεῖς χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν τοὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ τοὺς συγχωρῶμεν· νὰ τοὺς τρέφωμεν, νὰ τοὺς ποτίζωμεν, νὰ παρακαλοῦμεν τὸν Θεὸν διὰ τὴν ψυχήν των, καὶ τότε νὰ λέγωμεν εἰς τὸν Θεόν: Θεέ μου, σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρήσῃς καθὼς καὶ ἐγὼ συγχωρῶ τοὺς ἐχθρούς μου. Εἰ δὲ καὶ δὲν συγχωρήσωμεν τοὺς ἐχθρούς μας, καὶ τὸ αἷμά μας νὰ χύσωμεν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὴν κόλασιν πηγαίνομεν (42).
Κάμνετε ἐδῶ ἀφορισμούς; Νὰ προσέχετε, χριστιανοί μου, ποτέ σας νὰ μὴ κάμνετε, διότι ὁ ἀφορισμὸς εἶνε ξεχωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, ἀπὸ τὸν παράδεισον, καὶ παραδομὸς εἰς τὸν διάβολον, εἰς τὴν κόλασιν. Δι᾿ ἐκεῖνον τὸν ἀδελφὸν ἐσταυρώθη ὁ Χριστὸς νὰ βγάλη ἀπὸ τὴν κόλασιν, καὶ σὺ διὰ μικρὸν πράγμα τὸν ἀφορίζεις καὶ τὸν βάνεις εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεται πάντοτε; Τόσον σκληροκάρδιος εἶσαι; Μὰ καλὰ στοχάσου· ἀπὸ τὸν καιρὸν ποὺ ἐγεννήθης πόσες ἁμαρτίες ἔχεις πράξει μὲ τὸ μάτι ἢ μὲ τὸ αὐτὶ ἢ μὲ τὸ στόμα ἢ μὲ τὸν νοῦν; Ἀναμάρτητος νομίζεις εἶσαι; Τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον μᾶς λέγει ὅτι μόνον ὁ Χριστὸς εἶνε ἀναμάρτητος, ἡμεῖς δὲ οἱ ἄνθρωποι εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοί. Ὥστε νὰ μὴ κάμνετε ἀφορισμούς.
Διὰ τοῦτο, χριστιανοί μου, ἂν θέλετε νὰ σᾶς συγχωρήσῃ ὁ Θεὸς ὅλα σας τὰ ἁμαρτήματα καὶ νὰ σᾶς γράψη διὰ τὸν παράδεισον, εἰπέτε καὶ ἡ εὐγένιά σας διὰ τοὺς ἐχθρούς σας τρεῖς φοράς: Ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι καὶ ἐλεῆσοι αὐτούς. Αὐτή, ἀδελφοί μου, ἡ συγχώρησις ἔχει δυὸ ἰδιώματα, ἕνα νὰ φωτίζῃ καὶ ἕνα νὰ κατακαίῃ. Ἐγὼ σᾶς εἶπα νὰ συγχωρῆτε τοὺς ἐχθρούς σας διὰ ἰδικόν σας καλόν. Ἐσὺ πάλιν ὁποὺ ἀδίκησες τοὺς ἀδελφούς σου καὶ ἤκουσες ὁποὺ εἶπον νὰ σὲ συγχωρήσουν, μὴ χαίρεσαι, ἀλλὰ μάλιστα νὰ κλαῖς, διότι αὐτὴ ἡ συγχώρησίς σου ἔγινε φωτιὰ εἰς τὸ κεφάλι σου, ἀνίσως καὶ δὲν ἐπιστρέψης τὸ ἄδικον ὀπίσω. Νὰ κλαύσῃς καὶ νὰ παρακαλέσῃς νὰ σὲ συγχωρήσῃ ὁ Θεὸς διὰ τὰς ἰδικάς σου ἁμαρτίας. Ὅλοι οἱ πνευματικοί, πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, ὅλος ὁ κόσμος νὰ σὲ συγχωρήσῃ, ἀσυγχώρητος εἶσαι. Ἀμὴ ποῖος ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ σὲ συγχωρήσῃ; Ἐκεῖνος ὁποὺ τὸν ἀδίκησες. Καὶ ἂν ἐξετάσωμεν καλά, πρέπει νὰ δώσῃς εἰς τὸ ἕνα τέσσαρα, καθὼς λέγει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, καὶ τότε νὰ λάβης συγχώρησιν. Ἔτυχε καὶ δὲν ἔχεις νὰ πληρώσῃς; Πήγαινε καὶ πώλησον τὰ πράγματά σου, καὶ ὅσα πάρεις δόσε τα· καὶ καλύτερα νὰ εἶσαι σκλάβος ἐδῶ εἰς τὸ σῶμα πέντε, δέκα χρόνους, καὶ νὰ πηγαίνης εἰς τὸν παράδεισον, παρὰ νὰ εἶσαι ἐλεύθερος ἐδῶ καὶ αὔριον νὰ πηγαίνης εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεσαι πάντοτε.
Ὅθεν, ἀδελφοί μου, ὅσοι ἀδικήσατε Χριστιανοὺς ἢ Ἑβραίους ἢ Τούρκους, νὰ δώσητε τὸ ἄδικον ὀπίσω, διότι εἶνε κατηραμένον καὶ δὲν βλέπετε καμμίαν προκοπήν. Ἐκεῖνα τὰ ἄδικα τὰ τρώγετε διὰ νὰ ζῆτε· καὶ ἐκεῖνα σᾶς θανατώνουν, καὶ ὁ Θεὸς σᾶς βάνει εἰς τὴν κόλασιν. Ὅποιος θέλει νὰ δώση τὸ ἄδικον ὀπίσω, ἂς σηκωθῆ νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ βάλω ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσωσιν. Ἕνα πρόβατον κλεμμένον νὰ βάλης εἰς 100 ἰδικά σου, τὰ μαγαρίζει ὅλα· διότι εἶνε ἀφωρισμένον καὶ κατηραμένον. Σᾶς παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ εἰπῆτε καὶ δι᾿ ἐκείνους, ὁποὺ ἤθελον δώσει τὰ ἄδικα ὀπίσω, τρεῖς φοράς: Ὁ Θεὸς συγχωρήσοι καὶ ἐλεήσοι αὐτούς.
2. Η ΚΑΘΑΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ
Τὸ πρῶτον μας νόημα εἶνε αὐτό: Ὅσοι ἠδικήθημεν νὰ συγχωρῶμεν τοὺς ἐχθρούς μας διὰ τὸ ἰδικόν μας καλόν, καὶ ὅσοι ἀδικήσαμεν νὰ δίδωμεν τὰ ἄδικα ὀπίσω. Τὸ δεύτερον εἶνε τοῦτο: Ἀνίσως καὶ ἡμεῖς θέλωμεν νὰ ὠφεληθῶμεν ἀπὸ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια ὡσὰν τοὺς ἕνδεκα Ἀποστόλους τοὺς καλούς, καὶ νὰ μὴ βλαφθῶμεν ὡσὰν τὸν Ἰούδαν τὸν κακόν, νὰ ἐξομολογούμεθα καθαρὰ καὶ νὰ κοινωνῶμεν μὲ φόβον καὶ τρόμον καὶ εὐλάβειαν, καὶ τότε νὰ φωτισθῶμεν. Εἰ δὲ καὶ πηγαίνομεν ἀνεξομολόγητοι, μεμολυσμένοι μὲ ἁμαρτίας, καὶ τολμῶμεν νὰ μεταλαμβάνωμεν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, βάνομεν φωτιὰ καὶ καιόμεθα.
Ποῖος ἠξεύρει, ἀδελφοί μου, νὰ μοῦ εἰπῆ, ὁ ἥλιος φωτεινὸς εἶνε ἢ σκοτεινός; Μοῦ φαίνεται ὅλοι σας τὸ γνωρίζετε, ὅτι εἶνε φωτεινὸς καὶ τὰ πάντα φωτίζει. Εἶνε ὅμως μερικὰ ζῶα ὁποὺ τὰ λέγουν νυχτερίδες, καὶ ἄλλα κουκουβάγιες, καὶ ὅταν βγῆ ὁ ἥλιος θαμβώνονται καὶ σκοτίζονται καὶ δὲν βλέπουν. Ἔτσι εἶνε καὶ εἰς τὰ Ἄχραντα Μυστήρια· τὸν καλὸν τὸν φωτίζουν καὶ τὸν κάμνουν ὡσὰν ἄγγελον· ὁμοίως καὶ τὸν ἁμαρτωλὸν πάλιν τὸν σκοτίζουν καὶ τὸν κάμνουν ὡσὰν διάβολον. Καθὼς καὶ ἡ φωτιὰ ὅλα τὰ πράγματα δὲν τὰ καίει, μάλιστα τὸ χρυσάφι τὸ λαμπρύνει καὶ τὸ καθαρίζει, καὶ τὰ ἄλλα πράγματα τὰ καίει. Λοιπὸν ἂς γίνωμεν καὶ ἡμεῖς μάλαμα νὰ καθαρισθῶμεν, καὶ ὄχι ξύλα νὰ καιώμεθα.
Ἐδῶ ὁποὺ ἦλθα, χριστιανοί μου, ἔλαβα μίαν χαρὰν μεγάλην καὶ μίαν λύπην μεγάλην. Καὶ χαρὰν μεγάλην ἔλαβα βλέπων τὴν καλήν σας γνώμην καὶ τὴν καλήν σας μετάνοιαν· λύπην ἔλαβα πάλιν στοχαζόμενος τὴν ἀναξιότητά μου, πὼς δὲν ἔχω καιρὸν νὰ σᾶς ἐξομολογήσω ὅλους ἕνα πρὸς ἕνα, νὰ μοῦ εἰπῆ καθένας τὰ ἁμαρτήματά του, νὰ τοῦ εἴπω καὶ ἐγὼ ἐκεῖνο ὁποὺ μὲ φωτίση ὁ Θεός (42). Θέλω ἀλλὰ δὲν ἠμπορῶ, τέκνα μου. Καθὼς ἕνας πατέρας εἶνε ἄρρωστος, πηγαίνει τὸ παιδί του νὰ τὸ παρηγορήση, ἐκεῖνος μὴ δυνάμενος τὸ διώχνει· μὰ πῶς τὸ διώχνει; Μὲ τὴν καρδιὰ καημένη! Θέλει νὰ τὸ παρηγορήση, μὰ δὲν ἠμπορεῖ. Μὰ πάλιν διὰ νὰ μὴ ὑστερηθῆτε τελείως, σᾶς λέγω τοῦτο: Ἂν θέλετε νὰ ἰατρεύσετε τὴν ψυχήν σας, τέσσαρα πράγματα σᾶς χρειάζονται. Κάμνομεν μίαν συμφωνίαν; Ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐγεννήθητε ἕως τώρα, ὅσα ἁμαρτήματα ἐπράξατε, νὰ τὰ πάρω ἐγὼ εἰς τὸν λαιμόν μου· καὶ ἡ εὐγένιά σας νὰ κρατήσετε τέσσαρες τρίχες. Καὶ τί θὰ κάμω; Ἔχω μία καταβόθρα καὶ τὰ ρίχνω μέσα. Ποία εἶνε ἡ καταβόθρα; Εἶνε ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ μας.
Πρώτη τρίχα εἶνε ὅταν θέλετε νὰ ἐξομολογῆσθε, τὸ πρῶτον θεμέλιον εἶνε αὐτὸ ὁποὺ εἴπομεν, νὰ συγχωρῆτε τοὺς ἐχθρούς σας. Τὸ κάμνετε; -Τὸ κάμνομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Ἐπήρατε τὴν πρώτην τρίχαν.
Δευτέρα τρίχα εἶνε νὰ εὑρίσκετε πνευματικὸν καλόν, γραμματισμένον, ἐνάρετον, νὰ ἐξομολογῆσθε καὶ νὰ λέγετε ὅλα σας τὰ ἁμαρτήματα. Νὰ ἔχης 100 ἁμαρτίας νὰ εἰπῇς τὰς 99 εἰς τὸν πνευματικόν, καὶ μίαν νὰ μὴ φανερώσῃς, ὅλες σου ἀσυγχώρητες μένουν. Καὶ ὅταν κάμνης τὴν ἁμαρτίαν, τότε πρέπει νὰ ἐντρέπεσαι, καὶ ὅταν ἐξομολογῆσαι, πρέπει νὰ μὴ ἔχης καμμίαν ἐντροπήν.
Μιὰ γυναίκα ἐπῆγε νὰ ἐξομολογηθῆ εἰς ἕνα ἀσκητήν. Ὁ ἀσκητὴς εἶχεν ἕναν ὑποτακτικὸν ἐνάρετον. Λέγει ὁ ἀσκητὴς τοῦ ὑποπτακτικοῦ του: Πήγαινε, νὰ ἐξομολογηθῆ ἡ γυναίκα. Ὁ ὑποτακτικὸς ἐμάκρυνεν ἕως ὁποὺ ἔβλεπε, μὰ δὲν ἤκουεν. Ἐξωμολογήθη ἡ γυναίκα καὶ ἔφυγε. Ὕστερα ἔρχεται ὁ ὑποτακτικὸς καὶ λέγει: Γέροντα, εἶδα ἕνα παράδοξο θαῦμα. Ἐκεῖ ὁποὺ ἐξωμολογεῖτο ἡ γυναίκα, ἔβλεπα ὁποὺ ἔβγαιναν φίδια μικρά· βλέπω καὶ ἐκρεμᾶτο ἕνα μεγάλο· ἔκανε νὰ βγῆ, καὶ πάλιν ἐτραβήχθη ὀπίσω. Λέγει ὁ Γέροντας: Πήγαινε νὰ τὴν κράξης νὰ ἔλθη ὀπίσω γλήγορα. Πηγαίνοντας ὁ ὑποτακτικὸς τὴν εὖρεν ἀποθαμένην. Γυρίζει ὀπίσω καὶ τὸ λέγει τοῦ γέροντός του. Αὐτὸς μὴ δυνάμενος νὰ ἐννοήση τὸ θαῦμα, παρεκάλεσεν τὸν Θεὸν νὰ τοῦ φανερώση ἂν ἡ γυναίκα ἐσώθη ἢ ἐκολάσθη. Καὶ φαίνεται ἔμπροσθέν του μία ἀρκούδα μαύρη καὶ τοῦ λέγει: Ἐγὼ εἶμαι ἐκείνη ἡ γυναίκα ὁποὺ ἐξωμολογήθηκα, καὶ δὲν σοῦ ἐφανέρωσα ἕνα θανάσιμον ἁμάρτημα ὁποὺ εἶχα πράξει, καὶ διὰ τοῦτο ὅλα μου τὰ ἁμαρτήματα ἔμειναν ἀσυγχώρητα, καὶ μὲ ἐπρόσταξεν ὁ Κύριος νὰ ὑπάγω εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίωμαι πάντοτε. Καὶ ἀμέσως ἐξῆλθε μία βρόμα ὡσὰν καπνὸς καὶ ἐχάθη ἀπὸ ἔμπροσθέν του.
Διὰ τοῦτο, χριστιανοί μου, ὅταν ἐξομολογῆσθε, νὰ λέγετε ὅλα σας τὰ ἁμαρτήματα καθαρά· καὶ πρῶτον νὰ εἰπῆς τοῦ πνευματικοῦ σου: Πνευματικέ μου, θὰ κολασθῶ, διότι δὲν ἀγαπῶ τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀδελφούς μου μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν ὡσὰν ἑαυτόν μου (44). Καὶ νὰ εἰπῆς ἐκεῖνα ὁποὺ σὲ τύπτει ἡ συνείδησίς σου· ἢ ἐφόνευσας ἢ ἐπόρνευσας ἢ ὅρκον ἔκαμες ψεύματα ἢ τοὺς γονεῖς σου δὲν ἐτίμησας καὶ τὰ τούτοις ὅμοια. Ἰδοὺ ἐπῆρες τὴν δευτέραν τρίχα.
Ἡ τρίτη τρίχα εἶνε, ὡσὰν ἐξομολογηθῆς θὰ σὲ ἐρωτήση ὁ πνευματικός: Διατί, παιδί μου, νὰ κάμης αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα; Σὺ νὰ προσέχης νὰ μὴ κατηγορήσῃς ἄλλον, ἀλλὰ τὸν ἑαυτόν σου καὶ νὰ εἰπῆς: Αὐτὰ τὰ ἔκαμα ἀπὸ τὴν κακήν μου προαίρεσιν. Βαρὺ εἶνε νὰ κατηγορήσῃς τὸν ἑαυτόν σου; -Ὄχι. -Λοιπὸν ἐπῆρες τὴν τρίτην τρίχα.
Ἔχομεν καὶ τέταρτην. Ὅταν σου δώση ἄδειαν ὁ πνευματικὸς καὶ ἀναχωρήσῃς, νὰ ἀποφασίσῃς μὲ στερεὰν γνώμην καὶ ἀπόφασιν, καλύτερα νὰ χύσῃς τὸ αἷμα σου, παρὰ νὰ ἁμαρτήσῃς. Τὸ κάμνεις αὐτό; -Μάλιστα. -Ἐπῆρες καὶ τὴν τέταρτην τρίχα.
Αὐτὰ τὰ τέσσαρα εἶνε τὰ ἰατρικά σου, καθὼς εἴπομεν. Τὸ πρῶτον εἶνε νὰ συγχωρήσῃς τοὺς ἐχθρούς σου· τὸ δεύτερον νὰ ἐξομολογῆσαι καθαρά· τὸ τρίτον εἶνε νὰ κατηγορῆτε τὸν ἑαυτόν σας· τὸ τέταρτον νὰ ἀποφασίζετε νὰ μὴ ἁμαρτήσετε πλέον. Καὶ ἂν ἠμπορεῖτε νὰ ἐξομολογῆσθε καθ᾿ ἑκάστην· εἰ καὶ δὲν ἠμπορεῖτε καθ᾿ ἡμέραν, ἂς εἶνε μίαν φορὰ τὴν ἑβδομάδα καὶ μία φορὰ τὸν μήνα ἢ ὀλιγώτερον τέσσαρας φορὰς τὸν χρόνον. Καὶ συνηθίζετε τὰ τέκνα σας ἀπὸ μικρὰ εἰς τὸν καλὸν δρόμον, νὰ ἐξομολογοῦνται. Ἐκεῖνα ὁποὺ σᾶς δίδουν οἱ πνευματικοί, σαρανταλείτουργα, μετανοίας, νηστείας καὶ ἄλλα, δὲν εἶνε ἰατρικά, ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ τύχη καὶ πέσετε ἄλλην φορὰν εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Καὶ ὅστις τὰ βάλη μέσα εἰς τὴν καρδίαν του αὐτὰ τὰ τέσσαρα, νὰ ἀποθάνη ἐκείνην τὴν ὥραν, σώνεται· εἰ δὲ χωρὶς αὐτά, χιλιάδες καλὰ νὰ κάμη, εἰς τὴν κόλασιν πηγαίνει.
Ἡ Μνησικακία
Δυὸ ἄνθρωποι, χριστιανοί μου, ἦλθον μίαν φορὰν καὶ ἐξωμολογήθηκαν εἰς ἐμέ, Πέτρος καὶ Παῦλος, καὶ νὰ ἰδῆτε πῶς τοὺς ἐδιώρθωσα, καλὰ ἢ κακά. Ἐγὼ σᾶς φανερώνω τὴν καρδίαν μου. Μοῦ λέγει ὁ Πέτρος: Ἐγώ, πνευματικέ μου, ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐγεννήθηκα ἕως τώρα, ἐνήστευα, ἐπροσευχόμην πάντοτε, ἔκαμνα ἐλεημοσύνας, εἰς τοὺς πτωχούς, ἔκτισα μοναστήρια, ἐκκλησίας καὶ ἄλλα καλὰ ἔκαμα. Τὸν ἐχθρόν μου δὲν τὸν συγχωρῶ. Ἐγὼ τὸν ἀποφάσισα διὰ τὴν κόλασιν. Ἔρχεται ὁ Παῦλος καὶ μοῦ λέγει: Ἐγὼ ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐγεννήθηκα ποτὲ κανένα καλὸν δὲν ἔκαμα, ἀλλὰ μάλιστα ἔχω κάμει τόσα φονικά, ἐπόρνευσα, ἔκλεψα, ἔκαψα ἐκκλησίας, μοναστήρια· ὅλα τὰ κακὰ τὰ ἔκαμα, μὰ τὸν ἐχθρόν μου τὸν συγχωρῶ. Νὰ ἰδῆτε τί ἔκαμα ἐγὼ εἰς αὐτόν. Εὐθὺς τὸν ἀγκάλιασα καὶ τὸν ἐφίλησα· τοῦ ἔδωσα τὴν ἄδειαν νὰ μεταλάβη. Καλὰ τοὺς ἐδιώρθωσα ἢ κακά; Φυσικὰ θέλετε νὰ μὲ κατηγορήσετε καὶ νὰ μοῦ εἰπῆτε: Ὁ Πέτρος ὁποὺ ἔκαμε τόσα καλά, καὶ διότι δὲν ἐσυγχώρησε τὸν ἐχθρόν του, διὰ τόσον ὀλίγον πράγμα τὸν ἀπεφάσισες διὰ τὴν κόλασιν; Καὶ τὸν Παῦλον ὁποὺ ἔκαμε τόσα κακά, καὶ διότι ἐσυγχώρει τοὺς ἐχθρούς του, τὸν ἐσυγχώρησες καὶ τοῦ ἔδωκες τὴν ἄδειαν νὰ μεταλάβη; Ναί, ἀδελφοί μου, ἔτσι ἔκαμα. Θέλετε νὰ καταλάβετε μὲ τί ὁμοιάζει ὁ Πέτρος; Καθὼς μέσα σε 100 ὀκάδας ἀλεύρι βάνεις ὀλίγον προζύμι καὶ ἔχει τόσην δύναμιν τὸ προζύμι ἐκεῖνο, νὰ γυρίση καὶ τὰς 100 ὀκάδας τὸ ζυμάρι καὶ νὰ τὸ κουφίζη ὅλο, ἔτσι εἶνε καὶ ὅλα τὰ καλὰ ἐκεῖνα ὁποὺ ἔκαμεν ὁ Πέτρος· μὲ ἐκείνην τὴν ὀλίγην ἔχθραν, ὁποὺ δὲν ἐσυγχώρησε τὸν ἐχθρό του, τὰ ἐγύρισε καὶ τὰ ἔκαμε φαρμάκι τοῦ διαβόλου, καὶ ἔτσι τὸν ἀπεφάσισα διὰ τὴν κόλασιν. Ὁ Παῦλος πάλιν μὲ τί ὁμοιάζει; Εἶνε ἕνας σωρὸς λιανόξυλα καὶ βάνεις ἕνα μικρὸ κερὶ ἀναμμένον καὶ καίει ὅλον τὸν σωρὸν ἐκείνη ἡ ὀλίγη φλόγα. Ἔτσι εἶνε ὅλα τὰ ἁμαρτήματα τοῦ Παύλου, ὡσὰν τὸν σωρὸν τὰ λιανόξυλα· καὶ ἡ συγχώρησις ὁποὺ ἔκαμε τοῦ ἐχθροῦ του εἶνε ὡσὰν τὸ κερί, ὁποὺ ἔκαψε ὅλα τὰ λιανόξυλα, ἤγουν τὰς ἁμαρτίας, καὶ τὸν ἀπεφάσισα διὰ τὸν παράδεισον.
Ἡ Νηστεία τῶν Ὀρθοδόξων
Παρεδόθη ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, εἰς τὰς χεῖρας τῶν παρανόμων Ἑβραίων· ὑβρίσθη, ἐδάρθη, ἐσταυρώθη κατὰ τὸ ἀνθρώπινον· Τὴν Μεγάλην Τετάρτην ἐπωλήθη ὁ Κύριος καὶ τὴν Μεγάλην Παρασκευὴν ἐσταυρώθη. Πρέπει καὶ ἡμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ νὰ νηστεύωμεν πάντοτε, μὰ περισσότερον τὴν Τετάρτην, διότι ἐπωλήθη ὁ Κύριος καὶ τὴν Παρασκευήν, διότι ἐσταυρώθη. Ὁμοίως ἔχομεν χρέος νὰ νηστεύωμεν καὶ τὰς Τεσσαρακοστάς, καθὼς ἐφώτισεν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τοὺς ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐνομοθέτησαν νὰ νηστεύωμεν, διὰ νὰ νεκρώνωμεν τὰ πάθη καὶ νὰ ταπεινώνωμεν τὸ σῶμα, καὶ μάλιστα μὲ τὰ ὀλίγα ζῶμεν μὲ εὐκολίαν.Ἐγὼ ἠμπορῶ νὰ ζήσω μὲ 100 δράμια ἄρτου· ἐκεῖνα τὰ εὐλογεῖ ὁ Θεός, διότι εἶνε ἀναγκαῖα· καὶ ὄχι νὰ τρώγωμεν 110· ἐκεῖνα τὰ 10 τὰ καταρᾶται, διότι εἶνε χαράμι· εἶνε ἐκείνου ὁποὺ πεινᾶ (45). Φυλάγετε αὐτὰς τὰς τέσσαρας Τεσσαρακοστάς, χριστιανοί μου; Ἐδῶ πῶς πηγαίνετε; Ἂν εἶσθε χριστιανοί, πρέπει νὰ τὰς φυλάγετε· μάλιστα τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Κρατεῖτε τὸ τριήμερον ἐδῶ; Τὴν Καθαρὰν Δευτέραν εἶνε καλὸν καὶ ἅγιον ὅποιος τὴν φυλάγει. Ὁ Ἀβραὰμ εἶχε τὸ σπίτι του ἀνοικτὸν πάντοτε, καὶ ὅπου πτωχός, ἐκεῖ ἐκόνευε· καὶ χωρὶς ξένον ἄνθρωπον ὁ Ἀβραὰμ ποτέ του δὲν ἐκάθητο νὰ φάγη ψωμί. Ὁ διάβολος τὸν ἐφθόνησε καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν δρόμον καὶ ἐμπόδιζε τοὺς διαβάτας νὰ μὴ περνοῦν ἀπὸ τοῦ Ἀβραὰμ τὴν καλύβαν. Ἐβγῆκεν εἰς τὸν δρόμον ὁ Ἀβραὰμ καὶ ἐπερίμενε τρεῖς ἡμέρας νηστικός. Βλέπων ὁ πανάγαθος Θεὸς τὴν καλήν του γνώμην, φαίνονται τρεῖς ἄνθρωποι καὶ τοὺς ἐπῆρε εἰς τὴν καλύβαν του καὶ τοὺς ἐφίλευσεν· ὕστερον ἔγιναν ἄφαντοι ἀπ᾿ ἔμπροσθέν του. Τότε κατάλαβε πὼς ἦτο ἡ Ἁγία Τριὰς καὶ ἐδόξασε τὸν Θεὸν εἰς τύπον τῆς Ἁγίας Τριάδος (46). Ὅποιος νηστεύει τὸ τριήμερον ἔχει μισθὸν εἰς τὴν ψυχήν του, καὶ πάλιν δὲν λέγω ἐκεῖνο ὁποὺ δὲν δύναται. Καὶ μίαν ἡμέραν νὰ νηστεύση ὠφελεῖται.
Ἡ Ἔνδοξος Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου καὶ ἡ Ἀνάστασις τῶν Νεκρῶν
Θέλων ὁ Κύριος νὰ δείξη τὸ μέγα κακὸν ὁποὺ ἀπετόλμησαν νὰ κάμουν τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου, οἱ Ἑβραῖοι, ἐσκότισε τὸν ἥλιον ἀπὸ τὰς ἓξ ὥρας ἕως τὰς ἐννέα (47) εἰς ὅλον τὸν κόσμον· αἱ πέτραι ἐσχίζοντο, ὅλη ἡ γῆ ἔτρεμεν. Ἐτέθη ὁ Κύριος εἰς τὸν τάφον, καὶ εὐθὺς ἀνεστήθησαν χιλιάδες νεκροί, ὁποὺ ἦσαν χιλιάδες χρόνους ἀποθαμένοι, καὶ ἐκήρυξαν πὼς μόνον ὁ Χριστὸς εἶνε Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ Θεὸς ἀληθινός, καὶ ζωὴ τῶν νεκρῶν. Πρέπει καὶ ἡμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ ἀπὸ σήμερον καὶ ὕστερα νὰ μὴ κλαίωμεν τοὺς ἀποθαμένους ὡσὰν τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἀπίστους, ὁποὺ δὲν ἐλπίζουν ἀνάστασιν. Οὗτος ὁ κόσμος, ἀδελφοί μου, εἶνε ὡσὰν μία φυλακή. Πότε πρέπει νὰ χαίρεται ὁ ἄνθρωπος; Ὅταν ἐμβαίνη εἰς τὴν φυλακὴν ἢ ὅταν ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν φυλακήν; Μοὶ φαίνεται, ὅταν ἐμβαίνη εἰς τὴν φυλακήν, τότε πρέπει νὰ κλαίη καὶ νὰ λυπῆται, καὶ ὅταν ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν φυλακήν, τότε πρέπει νὰ χαίρεται. Ἔτσι, ἀδελφοί μου, νὰ μὴ λυπῆσθε διὰ τοὺς ἀποθαμένους, ἀλλὰ ἂν ἀγαπᾶτε τοὺς ἀποθαμένους, κάμνετε ὅ,τι ἠμπορεῖτε διὰ τὴν ψυχήν των· συλλείτουργα, μνημόσυνα, νηστείας, προσευχάς, ἐλεημοσύνας (48). Καὶ ὅσες γυναῖκες φορεῖτε λερωμένα διὰ τοὺς ἀποθαμένους σας, νὰ τὰ βγάλετε· διότι βλάπτετε καὶ τὸν ἑαυτόν σας καὶ τοὺς ἀποθαμένους. Φυσικὸν εἶνε ὁ ἄνθρωπος νὰ γεννηθῆ καὶ ν᾿ ἀποθάνη. Ὅταν γεννώμεθα, τότε πρέπει νὰ κλαίωμεν καὶ ὅταν ἀποθνήσκωμεν, νὰ χαιρώμεθα· καὶ μάλιστα νὰ μὴ κλαίετε διὰ τὰ μικρὰν παιδιά, ὁποὺ εἶνε ὡσὰν Ἄγγελοι μέσα εἰς τὸν παράδεισον. Τὸ παιδί σου τοῦ Θεοῦ ἦτο· καὶ ὅταν σοῦ τὸ ἐχάρισε ὁ Θεός, σὲ ἐτίμησε· καὶ τώρα πάλιν ὁποὺ σοῦ τὸ ἐπῆρε, σοῦ ἐτίμησε τὸ παιδί σου νὰ χαίρεσαι πάντοτε εἰς τὸν παράδεισον, καὶ σὺ κάθεσαι νὰ κλαῖς εἶνε ἄπρεπον. Ἕνας βασιλεὺς σοῦ γυρεύει τὸ παιδί σου νὰ τὸ κάμη βεζίρη (49) καὶ χαίρεσαι νὰ τοῦ τὸ δώσῃς· πολὺ μᾶλλον δὲν πρέπει νὰ χαίρεσαι ὁποὺ σὲ ἠξίωσεν ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ ἐπῆρε καρπὸν ἀπὸ τὴν βρωμισμένην κοιλίαν σου, καὶ σοῦ ἔβαλε τὸ παιδί σου μέσα εἰς τὸν παράδεισον, καὶ σοῦ τὸ φυλάγει νὰ σοῦ τὸ παραδώση εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν νὰ λάμπη περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, διὰ νὰ λάβης τὸν μισθόν σου νὰ χαίρεσαι πάντοτε μαζί του; Εἶνε μερικοὶ ὁποὺ ἔχουν τὸν διάβολον εἰς τὴν καρδίαν των καὶ λέγουν πὼς δὲν εἶνε ἀνάστασις καὶ δὲν εἴδατε καμμίαν φορὰν νὰ ἀναστηθῆ κανένας ἄνθρωπος. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὁποὺ εἶνε ἐδῶ, προτοῦ νὰ γεννηθοῦν, δὲν ἦσαν ἀποθαμένοι; Καθὼς ἠδυνήθη ὁ Κύριός μας καὶ μᾶς ἀνέστησεν ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μας, ἔτσι δύναται νὰ μᾶς ἀναστήση καὶ ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς γῆς. Ἡ κοιλία τῆς μητρός μας καὶ ὁ τάφος τί διαφέρει; Δὲν βλέπομεν φανερὰ τὴν ἀνάστασιν; Ὅταν κοιμώμεθα δὲν εἴμεθα ἀποθαμένοι; Ὁ ὕπνος τί εἶνε; Μικρὸς θάνατος, καὶ ὁ θάνατος μεγάλος ὕπνος. Καὶ καθὼς τὸ σιτάρι ὁποὺ πίπτει εἰς τὴν γῆν, ἀνίσως καὶ δὲν βρέχη νὰ σαπηθῆ νὰ γίνῃ ὡσὰν χυλός, δὲν φυτρώνει, ἔτσι καὶ ἡμεῖς ὁποὺ ἀποθνήσκομεν καὶ θαπτόμεθα εἰς τὴν γῆν. Ἀνίσως καὶ δὲν ἐθάπτετο πρῶτον εἰς τὸν τάφον ὁ Χριστός μας, δὲν μᾶς ἐπότιζε τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον καὶ τὴν ἀνάστασιν. Δὲν βλέπετε φανερὰ τὰ χόρτα πῶς τὰ ἀνασταίνει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν γῆν κατ᾿ ἔτος; (50). Γνῶσιν δὲν ἔχομεν, χριστιανοί μου, νὰ στοχασθῶμεν τὰ πάντα.Ὅλα μᾶς τὰ ἐχάρισεν ὁ Θεός. Ὅθεν διὰ τὸ παρόν, ἀδελφοί μου, σᾶς παρακαλῶ νὰ εἰπῆτε καὶ δι᾿ ὅλους τοὺς ἀποθαμένους τρεῖς φοράς: Ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι καὶ ἐλεῆσοι αὐτούς.
Τὸ Μεγαλεῖον τῆς Κυριακῆς Ἡμέρας
Ἐπῆγεν ὁ Κύριος εἰς τὴν κόλασιν καὶ ἔβγαλε τὸν Ἀδάμ, τὴν Εὔαν καὶ τὸ γένος του. Ἀνέστη τὴν τρίτην ἡμέραν. Ἐφάνη δώδεκα φορὰς εἰς τοὺς Ἀποστόλους του. Ἔγινε χαρὰν εἰς τὸν οὐρανόν, χαρὰ εἰς τὴν γῆν καὶ εἰς ὅλον τὸν κόσμον· φαρμάκι καὶ σπαθὶ δίστομον εἰς τὴν καρδίαν τῶν Ἑβραίων καὶ μάλιστα τοῦ διαβόλου. Διὰ τοῦτο καὶ οἱ Ἑβραῖοι δὲν κατακαίονται ἄλλην ἡμέραν τόσον, ὡσὰν τὴν Κυριακήν, ὁποὺ ἀκούουν τὸν παπά μας νὰ λέγη: «Ὁ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν». Διότι ἐκεῖνο ὁποὺ ἐσπούδαζον οἱ Ἑβραῖοι νὰ κάμουν διὰ νὰ ἐξαλείψουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας, ἐγύρισεν ἐναντίον τῆς κεφαλῆς των. Πρέπει καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ χαιρώμεθα πάντοτε, μὰ περισσότερον τὴν Κυριακήν, ὁποὺ εἶνε ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ μας. Διότι Κυριακὴν ἡμέραν ἔγινεν ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας. Κυριακὴν ἡμέραν μέλλει ὁ Κύριος νὰ ἀναστήση ὅλον τὸν κόσμον. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ ἐργαζώμεθα τὰς ἓξ ἡμέρας διὰ ταῦτα τὰ μάταια, γήϊνα καὶ ψεύτικα πράγματα, καὶ τὴν Κυριακὴν νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ νὰ στοχαζώμεθα τὰς ἁμαρτίας μας, τὸν θάνατον, τὴν κόλασιν, τὸν παράδεισον, τὴν ψυχήν μας ὁποὺ εἶνε τιμιωτέρα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὄχι νὰ πολυτρώγωμεν, νὰ πολυπίνωμεν καὶ νὰ κάμνωμεν ἁμαρτίας· οὔτε νὰ ἐργαζώμεθα καὶ νὰ πραγματευώμεθα τὴν Κυριακήν. Ἐκεῖνο τὸ κέρδος ὁποὺ γίνεται τὴν Κυριακὴν εἶνε ἀφωρισμένο καὶ κατηραμένο, καὶ βάνετε φωτιὰ καὶ κατάρα εἰς τὸ σπίτι σας καὶ ὄχι εὐλογίαν· καὶ ἢ σὲ θανατώνει ὁ Θεὸς παράκαιρα, ἢ τὴν γυναῖκα σου, ἢ τὸ παιδί σου, ἢ τὸ ζῶόν σου ψοφᾶ, ἢ ἄλλον κακόν σου κάμνει. Ὅθεν, ἀδελφοί μου, διὰ νὰ μὴ πάθετε κανένενα κακόν, μήτε ψυχικὸν μήτε σωματικόν, ἐγὼ σᾶς συμβουλεύω νὰ φυλάγετε τὴν Κυριακήν, ὡσὰν ὁποὺ εἶνε ἀφιερωμένη εἰς τὸν Θεόν. Ἐδῶ πῶς πηγαίνετε, χριστιανοί μου; Τὴν φυλάγετε τὴν Κυριακήν; Ἂν εἶσθε χριστιανοί, νὰ τὴν φυλάγετε. Ἔχετε ἐδῶ πρόβατα; Τὸ γάλα τῆς Κυριακῆς τί τὸ κάμνετε; Ἄκουσε, παιδί μου· νὰ τὸ σμίγης ὅλο καὶ νὰ τὸ κάμνης ἑπτὰ μερίδια· καὶ τὰ ἓξ μερίδια κράτησέ τα διὰ τὸν ἑαυτόν σου, καὶ τὸ ἄλλο μερίδιον τῆς Κυριακῆς, ἂν θέλης, δῶσε το ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς ἢ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ νὰ εὐλογήση ὁ Θεὸς τὰ πράγματά σου. Καὶ ἂν τύχη ἀνάγκη καὶ θέλης νὰ πωλήσῃς πράγματα φαγώσιμα τὴν Κυριακήν, ἐκεῖνο τὸ κέρδος μὴ τὸ σμίγεις εἰς τὴν σακκούλα σου, διότι τὴν μαγαρίζει· ἀλλὰ δῶσε τα ἐλεημοσύνην, διὰ νὰ σᾶς φυλάγη ὁ Θεὸς (51).
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς Προφητεύει
Εἰς τὰς τεσσαράκοντα ἡμέρας εὐλόγησεν ὁ Κύριος τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐκάθησεν ἐκ δεξιῶν τοῦ προανάρχου Πατρός, νὰ συμβασιλεύση αἰωνίως καὶ νὰ προσκυνῆται ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Ἕνα πράγμα θὰ σᾶς φανερώσω, χριστιανοί μου· τὸ ἠξεύρω πὼς θὰ σᾶς καύσω τὴν καρδία· εἶνε φοβερὸν καὶ λυπηρόν· τρέμει ἡ καρδιά μου νὰ τὸ εἰπῶ, ἀλλὰ τί νὰ κάμω, ὁποὺ μοῦ λέγει ὁ Χριστός μας πὼς ἀνίσως καὶ δὲν τὸ φανερώσω, μὲ θανατώνει καὶ μὲ βάνει εἰς τὴν κόλασιν; Μᾶς φανερώνει ἡ θεία Γραφή, τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, πὼς εἰς ὄγδοον αἰῶνα θὰ γίνῃ τὸ τέλος τοῦ κόσμου καὶ μέλλει νὰ χαλάση τοῦτος ὁ κόσμος.
Ὁ Προφήτης Ἠλίας καὶ ὁ Ἀντίχριστος
Καὶ θὰ στείλη ὁ Θεὸς τὸν προφήτην Ἠλίαν νὰ διδάξη τοὺς χριστιανοὺς νὰ φυλάγουν τὴν πίστιν των. Ὁ ἀντίχριστος, ἀδελφοί μου, εἶνε ἄνθρωπος ὁποὺ ἔχει κακὴν γνώμην, κακὴν προαίρεσιν, καὶ κατοικεῖ ὁ διάβολος εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ λέγει πὼς εἶνε Θεός· καὶ ὁ ἀντίχριστος θὰ θανατώση τὸν προφήτην Ἠλίαν. Ἐγώ, ἀδελφοί μου, ἐξετάζοντας ἔμαθα καὶ ἐκατάλαβα, πὼς ὁ προφήτης Ἠλίας καὶ ὁ ἀντίχριστος ἦλθε· καὶ ἐθανάτωσε τὸν προφήτην Ἠλίαν. Ὁ προφήτης Ἠλίας, χριστιανοί μου, εἶνε ζωντανὸς τόσους χρόνους καὶ ἠξεύρει ὁ Θεὸς ποὺ τὸν ἔχει φυλαγμένον ἕως τὴν σήμερον. Ἀνίσως καὶ θέλετε νὰ μάθετε ποὺ εὑρίσκεται, ἐδῶ κοντὰ εἶνε καὶ αὐτός· τὰ λόγια ὁποὺ σᾶς λέγω ἐκείνου εἶνε. Ὁ προφήτης Ἠλίας, ὅταν ἔλθη νὰ διδάξη, δὲν θὰ φανερωθῆ εἰς τὸν κόσμον, καθὼς λέγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἵνα μὴ ἐλθὼν πατάξη τὴν γῆν ἄρδην, ἤτοι, λέγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διὰ νὰ μὴ φοβίση καὶ ταράξη τὸν κόσμον καὶ τὴν γῆν, δὲν θέλω τὸν φανερώσει εἰς σᾶς τοὺς χριστιανούς. Ἀμὴ τί ἔχει, παιδιά μου, νὰ φανερωθῆ; Ὁ ζῆλος του καὶ ἡ διδασκαλία του. Αὐτὰ τὰ δυό μὲ ἠξίωσεν ὁ πανάγαθος Θεὸς διὰ τὴν εὐσπλαχνίαν του καὶ μοῦ ἐχάρισε, καὶ μὴ καρτερῆτε ἄλλον Ἠλίαν νὰ σᾶς διδάξη.
Ἀμὴ τί καρτεροῦμεν; Λυπηρὸν εἶνε νὰ σᾶς τὸ εἴπω! Σήμερον, αὔριον καρτεροῦμεν δίψας, πείνας μεγάλας, ὁποὺ νὰ δίνωμεν χιλιάδας φλωρία καὶ νὰ μὴ εὑρίσκωμεν ὀλίγον ψωμὶ ἢ νερό. Σήμερον, αὔριον περιμένομεν θανατικὰς ἀσθενείας μεγάλας, ὁποὺ νὰ μὴ προφθάνωμεν οἱ ζωντανοὶ νὰ θάπτωμεν τοὺς ἀποθαμένους. Σεισμὸς παγκόσμιος θὰ γίνῃ, ὅλος ὁ κόσμος θὰ γίνῃ ἕνας κάμπος. Θὰ πέσουν ὅλα τὰ βουνά, ὅλα τὰ σπίτια. Ἡ Θάλασσα θὰ σηκωθῆ ὑψηλὰ δέκα πέντε πήχεις ἀπὸ τὰ ὑψηλότερα βουνά. Τὰ ἄστρα θὰ πέσουν ἀπὸ τὸν οὐρανόν· ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη θὰ σκοτισθοῦν· ὁ οὐρανὸς ὁποὺ φαίνεται, ἡ γῆ καὶ τὰ πάντα, καὶ ὅλος ὁ κόσμος θὰ χαλάση. Πότε θὰ γίνουν αὐτά; Ὁ Χριστὸς μᾶς λέγει: Ἐπλησίασε τώρα κοντά, ἔγγιξε τὸ μαχαίρι εἰς τὸ κόκκαλον. Ἔξαφνα θὰ γίνουν· ἠμποροῦν νὰ γίνουν καὶ ἀπόψε. Τάχα νὰ μὴ εἶνε καὶ τώρα ἡ ἀρχή; Δὲν βλέπετε πῶς ἐχάθησαν τὰ γεννήματά σας καὶ τὰ σπαρτά σας; Ἐστέρεψαν αἱ βρύσες, τὰ ποτάμια· σήμερον μᾶς ὑστερεῖ τὸ ἕνα, αὔριον τὸ ἄλλο, καὶ ἀπὸ ὀλίγον μᾶς τὰ δίδει ὁ Θεός, καὶ ἡμεῖς ὡς ἀναίσθητοι δὲν στοχαζόμεθα.
Ψυχὴ καὶ Χριστός
Τοῦτο σᾶς λέγω καὶ σᾶς παραγγέλω· κἂν ὁ οὐρανὸς νὰ κατεβῆ κάτω, κἂν ἡ γῆ νὰ ἀνεβῆ ἐπάνω, κἂν ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαλάση, σήμερον, αὔριον, νὰ μὴ σᾶς μέλλη τί ἔχει νὰ κάμη ὁ Θεός. Τὸ κορμί σας ἂς τὸ καύσουν, ἂς τὸ τηγανίσουν· τὰ πράγματά σας ἂς σᾶς τὰ πάρουν· μὴ σᾶς μέλλει· δώσατέ τα· δὲν εἶνε ἰδικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δυὸ ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέση, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρη, ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δυὸ νὰ τὰ φυλάγετε, νὰ μὴ τὰ χάσετε. Τώρα, ἀδελφοί μου, τί σημεῖον καρτεροῦμεν; Δὲν καρτεροῦμεν ἄλλο παρὰ πότε νὰ λάμψῃ ὁ πανάγιος Σταυρὸς εἰς τὸν οὐρανὸν περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, καὶ νὰ λάμψῃ ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεὸς ἑπτὰ φορὰς περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, μὲ χίλιες χιλιάδες καὶ μύριες μυριάδες Ἀγγέλους, μὲ δόξαν θεϊκήν.
Ἡ Μέλλουσα Κρίσις
Καὶ ἔχει ν᾿ ἀναστήση ὁ Κύριος ὅλον τὸν κόσμον. Καὶ οἱ καλοὶ θὰ εἶνε ὡς Ἄγγελοι, καὶ οἱ κακοὶ ὡσὰν δαίμονες, πρῶτον τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου οἱ Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον δὲν ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν μας, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐσταύρωσαν. Τότε θὰ ἴδουν ἐκείνην τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ μας νὰ πιστεύσουν καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουν, ἀμὴ ἐκείνη ἡ πίστις δὲν τοὺς ὠφελεῖ τότε. Τώρα χρειάζεται ἡ πίστις. Διὰ τοῦτο, ἀδελφοί μου, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι οἱ χριστιανοὶ ὁποὺ πιστεύουν τώρα, καὶ ἀλλοίμονον εἰς τοὺς ἀπίστους. Καλύτερα ἂν μὴ εἶχον γεννηθῆ εἰς τὸν κόσμον (53). Τότε θὰ ξεχωρίση ὁ Κύριος τοὺς δικαίους ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς, καθὼς ξεχωρίζει ὁ ποιμὴν τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ ἐρίφια, καὶ θὰ βάλη τοὺς δικαίους εἰς τὰ δεξιά του, καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἰς τὰ ἀριστερά του. Καὶ θὰ εἴπη εἰς τοὺς δικαίους: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου νὰ κληρονομήσετε τὸν παράδεισον, νὰ χαίρεσθε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους μου πάντοτε, διότι ἐφυλάξατε τὴν πίστιν μου καὶ τὰ πράγματά μου». Εἰς δὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς θὰ εἴπη ὁ Κύριος: «Πηγαίνετε σεῖς κατηραμένοι εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεσθε μαζὶ μὲ τὸν διάβολον, τὸν πατέρα σας, πάντοτε, διότι δὲν ἐφυλάξατε τὴν πίστιν μου καὶ τὰ προστάγματά μου». Καὶ θὰ ἀνοίξη ὁ Κύριος ἕνα πύρινον ποταμόν, ὡς θάλασσα, νὰ ρίψη ὅλους τοὺς ἀσεβεῖς, ἀπίστους, αἱρετικούς, ἀθέους καὶ ἁμαρτωλοὺς μέσα, νὰ καίωνται πάντοτε· καὶ θὰ βάλη τοὺς εὐσεβεῖς καὶ ὀρθοδόξους χριστιανοὺς καὶ δικαίους μέσα εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρωνται πάντοτε.
Ὁ Ἀμετανόητος Ἁμαρτωλός
Ὅθεν πρέπει καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ στοχασθῶμεν τί εἴμεθα, δίκαιοι ἢ ἁμαρτωλοί; Καὶ ἀνίσως καὶ εἴμεθα δίκαιοι, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι. Ἀνίσως δὲ καὶ εἴμεθα ἁμαρτωλοί, πρέπει τώρα ὁποὺ ἔχομεν καιρὸν νὰ μετανοήσωμεν ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ νὰ πράξωμεν τὰ καλά. Ἡ κόλασις μᾶς καρτερεῖ· πότε θὰ μετανοήσωμεν; Ὄχι αὔριον, μεθαύριον καὶ τοῦ χρόνου, ἀλλ᾿ αὐτὴν τὴν ὥραν. Διότι δὲν ἠξεύρομεν ἕως αὔριον τί ἔχομεν νὰ πάθωμεν. Ὁ Χριστὸς μᾶς λέγει νὰ εἴμεθα πάντοτε ἕτοιμοι. Πόσον κακὸν πράγμα εἶνε, χριστιανοί μου, νὰ πέση ὁ ἄνθρωπος εἰς ἁμαρτίαν καὶ νὰ μὴ μετανοήση! Στοχασθῆτε!
Τιμωρία τῶν Ἑβραίων
Τὸν παλαιὸν καιρὸν οἱ Ἑβραῖοι ἐθανάτωσαν ὅλους τοὺς προφῆτας, ὅλους τοὺς δικαίους διδασκάλους· χιλιάδες φορὲς ἄφησαν τὸν Χριστὸν καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν διάβολον, καὶ τόσον, ὁποὺ ἔκαμαν ἕνα μοσχάρι καὶ τὸ ἐπροσκυνοῦσαν διὰ Θεόν, καθὼς τὸ ἔχουν ἕως τὴν σήμερον (54). Καὶ τώρα τὸ αὐτὸ εἶνε νὰ συναναστρέφεσαι καὶ νὰ πραγματεύεσαι, νὰ τρώγης καὶ νὰ πίνης μὲ τὸν διάβολον.Ἐτόλμησαν καὶ ἐσταύρωσαν καὶ τὸν Χριστόν μας. Ὁ Πανάγαθος εἰς ὅλα αὐτὰ τοὺς ἐφύλαγε, τοὺς ἐσκέπαζεν. Ἐκαρτέρησεν ὁ Κύριος ὕστερα ἀπὸ τὴν σταύρωσίν του τριάντα χρόνια νὰ μετανοήσουν, ἀλλὰ δὲν μετενόησαν. Τότε τοὺς κατηράσθη, τοὺς ἀφώρισε, τοὺς ὠργίσθη καὶ ἀφῆκε τὸν διάβολον μέσα εἰς τὴν καρδίαν των, καθὼς τὸν ἔχουν ἕως σήμερον. Ἐσκοτίσθησαν, ἔφυγον ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Σηκώνει ὁ Θεὸς τὸν βασιλέα ἀπὸ τὴν παλαιὰν Ρώμην καὶ πολιορκεῖ τοὺς Ἑβραίους μέσα εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ οἱ πατέρες καὶ αἱ μητέρες ἔσφαζον τὰ τέκνα των καὶ τὰ ἔτρωγον (55)· Ὁ διάβολος θέλει νὰ τρώγουν οἱ γονεῖς τὰ τέκνα των, καὶ ὄχι ὁ Θεός.
Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, ὁ ἄνθρωπος τί κακὸν παθαίνει ὅταν ἁμαρτάνη καὶ τὸν ἐγκαταλείψη ὁ Θεός; Φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος. Μεγάλην εὐσπλαχνίαν ἔχει ὁ Θεός, ἀλλὰ ἔχει καὶ μεγάλην ὀργήν· καὶ καθὼς ἐπαίδευσε τοὺς Ἑβραίους, παιδεύει καὶ ἡμᾶς, ἀνίσως καὶ δὲν κάμνωμεν καλά.
Βάνει ὁ Θεὸς τὸν βασιλέα μέσα εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ θανατώνει χίλιες ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες Ἑβραίους, καὶ τόσον, ὁποὺ ἔγινε τὸ αἷμα ὡσὰν θάλασσα. Τριάντα φλωρία ἐπώλησαν οἱ Ἑβραῖοι τὸν Χριστόν μας, τριάντα εἰς τὸ φλωρὶ ἐπώλησεν ὁ Χριστός μας χίλιες χιλιάδες Ἑβραίους. Ἐσὺ ἔμαθες καὶ πωλεῖς τὸν Χριστόν, καὶ ἐκεῖνος δὲν ἠμπορεῖ νὰ σὲ πωλήση;
Ἡ κακία τῶν Ἑβραίων
Καὶ τώρα μὴ δυνάμενοι οἱ Ἑβραῖοι νὰ τὸν μετασταυρώσουν τὸν Χριστόν, κάθε Μεγάλην Παρασκευὴν τὸν κάνουν ἀπὸ κερὶ καὶ τὸν σταυρώνουν, καὶ ὕστερα τὸν καίουν· ἢ παίρνουν ἕνα ἀρνὶ καὶ τὸ κτυποῦν μὲ τὰ μαχαίρια καὶ τὸ σταυρώνουν ἀντὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἀκούετε κακίαν τῶν Ἑβραίων καὶ τοῦ διαβόλου; Καθὼς γεννηθῆ τὸ Ἑβραιόπαιδον, ἀντὶ νὰ τὸ μαθαίνουν νὰ προσκυνῇ τὸν Θεόν, οἱ Ἑβραῖοι, παρακινούμενοι ἀπὸ τὸν πατέρα των διάβολον, εὐθὺς ὁποὺ γεννηθῆ, τὸ μαθαίνουν νὰ βλασφημᾷ καὶ νὰ ἀναθεματίζῃ τὸν Χριστόν μας καὶ τὴν Παναγίαν μας· καὶ ἐξοδεύουν πενήντα, ἑκατὸν πουγγιὰ νὰ εὕρουν κανένα χριστιανόπουλο νὰ τὸ σφάξουν, νὰ πάρουν τὸ αἷμα του, καὶ μὲ ἐκεῖνο νὰ κοινωνοῦν. Ὁ διάβολος θέλει νὰ πίνωμεν τὸ αἷμα τῶν παιδιῶν, καὶ ὄχι ὁ Θεός. Ὁ Χριστὸς μᾶς παραγγέλει νὰ εὐχώμεθα ὅλον τὸν κόσμον. Ὁ Ἑβραῖος, ὅσον καὶ ἂν εἶνε φίλος σου, πήγαινε, καλημέρισέ τον, καὶ βάλε τὸ αὐτί σου νὰ ἀκούσῃς τί σοῦ λέγει. Ἐσὺ τὸν εὔχεσαι καὶ τὸν χαιρετᾶς καὶ ἐκεῖνος σὲ καταρᾶται καὶ σοῦ λέγει, κακὴ ἡμέρα σου, διότι ἡ καλὴ ἡμέρα εἶνε τοῦ Χριστοῦ, καὶ δὲν θέλει οὔτε νὰ τὴν ἀκούσῃ οὔτε νὰ τὴν εἴπῃ ὁ Ἑβραῖος. Κοίταξε εἰς τὸ πρόσωπον ἕνα Ἑβραῖον ὅταν γελᾷ· τὰ δόντια του ἀσπρίζουν, τὸ πρόσωπόν του εἶνε ὡσὰν πανὶ ἀφωρισμένο, διότι ἔχει τὴν κατάραν ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ δὲν γελᾶ ἡ καρδία του. Ἔχει τὸν διάβολον μέσα του ὁποὺ δὲν τὸν ἀφήνει. Κοίταξε καὶ ἕνα χριστιανὸν εἰς τὸ πρόσωπον, ἂς εἶνε καὶ ἁμαρτωλός· λάμπει τὸ πρόσωπόν του, χύνει ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σφάζει ὁ Ἑβραῖος ἕνα πρόβατον, καὶ τὸ μισὸ τὸ ἐμπροσθινὸν τὸ κρατεῖ διὰ λόγου του, καὶ τὸ πισινὸν τὸ μουντζώνει καὶ τὸ πωλεῖ εἰς τοὺς χριστιανοὺς διὰ νὰ τοὺς μαγαρίσῃ. Καὶ ἂν σοῦ δώσῃ ὁ Ἑβραῖος κρασὶ ἢ ρακί, εἶνε ἀδύνατον νὰ μὴ τὸ μαγαρίσῃ πρῶτον· καὶ ἂν δὲν προφθάση νὰ κατουρήσῃ μέσα, θὰ πτύσῃ. Ὅταν ἀποθάνῃ κανένας Ἑβραῖος, τὸν βάζουν μέσα εἰς ἕνα σκαφίδι μεγάλο καὶ τὸν πλένουν μὲ ρακί, καὶ τοῦ βγάνουν ὅλην του τὴν βρόμα, καὶ ἐκεῖνο τὸ ρακὶ τὸ φτιάνουν μὲ μυριστικά, καὶ τότε τὸ πωλοῦν εἰς τοὺς χριστιανοὺς εὐθηνότερον, διὰ νὰ τοὺς μαγαρίσουν. Πωλοῦν ψάρια εἰς τὴν πόλιν οἱ Ἑβραῖοι; Ἀνοίγουν τὸ στόμα τοῦ ὀψαρίου καὶ κατουροῦν μέσα, καὶ τότε τὸ πωλοῦν εἰς τοὺς χριστιανούς.
Ὁ Ἑβραῖος μοῦ λέγει πὼς ὁ Χριστός μου εἶνε μπάσταρδος (56), καὶ ἡ Παναγία μου πόρνη. Τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον λέγει πὼς τὸ ἔγραψεν ὁ διάβολος. Τώρα ἔχω μάτια νὰ βλέπω τὸν Ἑβραῖον; Ἕνας ἄνθρωπος νὰ μὲ ὑβρίσῃ, νὰ φονεύσῃ τὸν πατέρα μου, τὴν μητέρα μου, τὸν ἀδελφόν μου, καὶ ὕστερα τὸ μάτι νὰ μοῦ βγάλῃ, ἔχω χρέος ὡσὰν χριστιανὸς νὰ τὸν συγχωρήσω. Τὸ δὲ νὰ ὑβρίσῃ τὸν Χριστόν μου καὶ τὴν Παναγίαν μου, δὲν θέλω νὰ τὸν βλέπω. Καὶ ἡ εὐγένειά σας πῶς σᾶς βαστᾶ ἡ καρδία νὰ κάνετε πραγματείας μὲ τοὺς Ἑβραίους; Ἐκεῖνος ὁποὺ συναναστρέφεται μὲ τοὺς Ἑβραίους, ἀγοράζει καὶ πωλεῖ, τί φανερώνει; Φανερώνει καὶ λέγει, πὼς καλὰ ἔκαμαν οἱ Ἑβραῖοι καὶ ἐθανάτωσαν τοὺς προφήτας καὶ ὅλους τοὺς διδασκάλους καὶ ὅλους τοὺς καλούς. Καλὰ ἔκαμαν καὶ κάμνουν νὰ ὑβρίζουν τὸν Χριστόν μας καὶ τὴν Παναγίαν μας. Καλὰ κάμνουν καὶ μᾶς μαγαρίζουν καὶ πίνουν τὸ αἷμα μας. Ταῦτα διατὶ σᾶς τὰ εἶπα, χριστιανοί μου; Ὄχι διὰ νὰ φονεύετε τοὺς Ἑβραίους καὶ νὰ τοὺς κατατρέχετε, ἀλλὰ διὰ νὰ τοὺς κλαίετε, πῶς ἄφησαν τὸν Θεὸν καὶ ἐπῆγαν μὲ τὸν διάβολον. Σᾶς τὰ εἶπα νὰ μετανοήσωμεν ἡμεῖς τώρα ὁποὺ ἔχομεν καιρόν, διὰ νὰ μὴ τύχη καὶ μᾶς ὀργισθῆ ὁ Θεὸς καὶ μᾶς ἀφήση ἀπὸ τὸ χέρι του καὶ τὸ πάθωμεν καὶ ἡμεῖς σὰν τοὺς Ἑβραίους καὶ χειρότερα.
Ἡ Ἐργασία μου εἶνε Ἐργασία τοῦ Γένους
Χριστιανοί μου, φθάνουν αὐτά· δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς εἴπω περισσότερα. Σᾶς εἶπα καὶ ἐγὼ ἐκεῖνο ὁποὺ μὲ ἐφώτισεν ὁ Θεός· ζητήσατε καὶ ἡ εὐγένιά σας νὰ μάθετε τὰ ἄλλα (57). Εἶσθε φρόνιμοι καὶ γνωστικοί· καταλάβατε τὸ καλόν σας καὶ κάμετέ το. Τώρα τί κάμνομεν, χριστιανοί μου; Ἐγὼ σᾶς συμβουλεύω, ἀμὴ δὲν μὲ συμβουλεύετε καὶ ἡ εὐγενία σας; Ἡ ἐργασία ἡ ἰδική μου, εἶνε καὶ ἰδικὴ σας, εἶνε τῆς πίστεώς μας, τοῦ Γένους μας. Ἔχω καὶ δυὸ λογισμούς. Ὁ ἕνας λογισμὸς μοῦ λέγει νὰ σᾶς εὐχηθῶ καὶ νὰ μὲ εὐχηθῆτε, καὶ νὰ σηκωθῶ νὰ πηγαίνω εἰς ἄλλο μέρος, νὰ ἀκούσουν καὶ ἄλλοι ἀδελφοί μας ὁποὺ μὲ καρτεροῦν. Ὁ ἄλλος λογισμὸς μοῦ λέγει: Ὄχι, μὴ πηγαίνης, μόνον κάθησε νὰ κάμης καθὼς ἔκαμες καὶ εἰς τὰ ἄλλα χωρία, νὰ τελειώσῃς καὶ τὰ ἐπίλοιπα. Διότι αὐτὰ ὁποὺ εἴπομεν εἰς τρεῖς λόγους μὲ συντομίαν, ὁμοιάζουν ὡσὰν ἕνας ἄνθρωπος νὰ κτίση μία ἐκκλησίαν χωρὶς σκεπήν. Τὰ ἄλλα ὁποὺ ἔχομεν νὰ εἴπωμεν ὁμοιάζουν ὡσὰν σκεπήν. Ποία εἶνε ἡ σκεπή; Ἐγὼ βλέπω τὸ Γένος μας ὁποὺ ἔπεσεν εἰς πολλὰ κακά· ἔχουν κατάρες, ἀφορισμούς, ἀναθεματισμούς, ὅρκους, βλασφημίας καὶ ἄλλα τοιαῦτα. Νὰ καθαρισθοῦν οἱ χριστιανοὶ νὰ ἁγιασθοῦν τὰ χωρία των καὶ νὰ καθαρισθοῦν ψυχικῶς καὶ σωματικῶς. Τὸ δεύτερον παρακινῶ τοὺς χριστιανοὺς νὰ φτιάσουν σταυροὺς καὶ κομποσχοίνια, καὶ παρακαλῶ τὸν Χριστόν μας καὶ τὰ εὐλογεῖ, διὰ νὰ τὰ ἔχουν οἱ χριστιανοὶ φυλακτήρια. Τρίτον εἶνε ὁποὺ κάμνω τοὺς χριστιανοὺς ὅλους καὶ συγχωροῦν ζωντανοὺς καὶ ἀποθαμένους. Ἀλλὰ τώρα μοῦ δίνετε τὴν εὐχήν σας νὰ πηγαίνω, καὶ τὰ ἄλλα τὰ τελειώνετε ἡ εὐγένιά σας; -Ὄχι, ἅγιε διδάσκαλε, σὲ παρακαλοῦμεν νὰ καθήσῃς νὰ μᾶς τελειώσῃς, διότι δὲν ἠξεύρομεν νὰ τὰ κάμωμεν. -Καλά, χριστιανοί μου, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τὴν ἰδικήν σας θὰ καθήσω.
Τὸ Ἅγιον Εὐχέλαιον
Εἶνε πολλοὶ παπάδες ἐδῶ; Κάμνετε τὸν κόπον, ἅγιοι ἱερεῖς, νὰ σηκωθῆτε ἐπάνω νὰ ἰδῶ, εἶσθε πολλοί; Ἅγιοι ἱερεῖς, μοῦ κάμνετε μίαν χάριν, νὰ διαβάσωμεν ἕνα ἅγιον Εὐχέλαιον, νὰ χρισθοῦν οἱ χριστιανοὶ οἱ ἀδελφοί μας; -Ὁρισμός σου, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Ἔχω φλωρία πολλὰ νὰ σᾶς πληρώσω, μὰ δὲν σᾶς τὰ δίδω. Θέλω χάρισμα, διότι μὲ πληρωμὴν δὲν ἐνεργεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, τοῦ Παναγίου Πνεύματος· διότι ἔτσι λέγει ὁ Χριστός μας: Χάρισμα σᾶς ἔδωσα ἐγὼ τὴν χάριν μου, χάρισμα νὰ τὴν δίδετε καὶ σεῖς εἰς τοὺς ἀδελφούς σας. Τὸ κάμνετε ἅγιοι ἱερεῖς; -Μάλιστα, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Παρακαλῶ καὶ ἐγὼ τοὺς χριστιανοὺς καὶ σᾶς συγχωροῦν δι᾿ αὐτὸ τὸ χάρισμα. Θέλετε νὰ βάλω τοὺς χριστιανοὺς νὰ σᾶς συγχωρήσουν, ἢ δὲν ἔχετε ἁμαρτίας; Καὶ σᾶς φιλεύω αὔριον ἀπὸ ἕνα βιβλίον, ὄχι διὰ πληρωμήν, ἀλλὰ διὰ μίαν εὐχήν. -Ὁρισμός σου. Σᾶς παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ εἰπῆτε διὰ τοὺς ἁγίους ἱερεῖς, ὁποὺ θὰ σᾶς διαβάσουν τὸ ἅγιον Εὐχέλαιον, τρεῖς φοράς: Ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι καὶ ἐλεῆσοι αὐτούς. Ἂν θέλετε καὶ ἡ ἁγιωσύνη σας ζητήσατε συγχώρησιν. Ἅγιε ἐφημέριε, μοῦ χρειάζονται ἀπόψε νὰ ἑτοιμάσῃς εἴκοσι φλετζάνια καὶ δυὸ ὀκάδες λάδι. Χριαλίδια ἔχει τὸ παιδὶ τὸ ἰδικό μου καὶ σοῦ δίδει (58). Καὶ ἂν θέλης, περιπάτησε, παπά μου, εἰς τὰ σπίτια νὰ μαζεύσῃς καμμιὰ διεκαριὰ ὀκάδες λάδι, καὶ βάνεις διὰ τὸ Εὐχέλαιον μία ὀκά, καὶ τὸ ἄλλο τὸ δίνεις τῆς παπαδιᾶς καὶ τὸ τρώγει. Δὲν εἶνε καλὰ ἔτσι; Τὸ κάμνεις; -Τὸ κάμνω, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Ἂν δὲν τὸ κάμης, αὔριον σὲ κηρύττω ψεύστη καὶ σὲ ἐντροπιάζω. Σηκωθῆτε ἐπάνω δέκα ἐντόπιοι· ἀκούσατε. Οἱ πέντε νὰ κάμετε ἀπόψε δεκαπέντε σακκιά· καὶ σεῖς αἱ γυναῖκες νὰ φέρετε ψωμὶ καὶ τὸ σιτάρι ἀπόψε· καὶ σεῖς οἱ πέντε νὰ σταθῆτε ἐπίτροποι, καὶ νὰ κόψετε τὰ ψωμιὰ καὶ νὰ τὰ βάλετε μέσα στὰ σακκιά, καὶ τὸ σιτάρι. Τὸ κάμνετε; -Τὸ κάμνομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι πέντε νὰ φέρετε πέντε καζάνια νερὸ ἀπόψε νὰ ξημερωθοῦν ἕτοιμα διὰ νὰ παρακαλέσωμεν τὸν Χριστὸν αὔριον νὰ τὰ εὐλογήση καὶ νὰ πάρουν οἱ χριστιανοὶ δι᾿ ἁγιασμόν. Τὸ κάμνετε; -Τὸ κάμνομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Καλά, παιδιά μου. Καθήσατε νὰ τελειώσωμεν καὶ τὰ ἐπίλοιπα. Προχέτε λοιπόν, παιδιά μου, νὰ μὴ ὑπερηφανεύεσθε.