47.-. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης λέει στὶς Καθολικὲς Ἐπιστολές: H τέλεια ἀγάπη φυγαδεύει τὸ φόβο(Α’ Ἰωάννου 4, 18).Ἄραγε, τί θέλει μ’ αὐτὸ νὰ μᾶς ἐπισημάνει ὁ Ἅγιος; Ποιὰ ἄραγε ὀνομάζει ἀγάπη καὶ ποιὸ φόβο; Ὁ Προφήτης λέει στὸν ψαλμό:Φοβήθητε τὸν Κύριο, πάντες οἱ ἅγιοι αὐτοῦ(Ψάλμ. 33, 10) καὶ χίλια ἄλλα παρόμοια βρίσκουμε στὶς Ἅγιες Γραφές. Ἂν λοιπὸν καὶ οἱ ἅγιοι ποῦ τόσο ἀγαποῦν τὸν Κύριο τὸν φοβοῦνται, πῶς λέει: Ἡ ἀγάπη φυγαδεύει τὸν φόβο;Θέλει νὰ μᾶς δείξει ὁ ἅγιος ὅτι εἶναι δύο εἴδη φόβων, ἕνας ἀρχικὸς καὶ ἕνας τέλειος. Καὶ ὅτι ὁ μὲν ἕνας εἶναι χαρακτηριστικό των ἀρχαρίων, ὅπως θὰ λέγαμε, στὴν πνευματικὴ ζωή, ὁ δὲ ἆλλοςειναι χαρακτηριστικό των ἁγίων ποὺ ἔχουν πιὰ τελειωθεῖ πνευματικά, αὐτῶν ποὺ ἔφτασαν στὸ μέτρο τῆς ἅγιας ἀγάπης. Νά, τί θέλω νὰ πῶ: Κάνει κανεὶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ φόβο τῆς τιμωρίας. Αὐτός, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἀκόμα ὁλότελα ἀρχάριος. Δὲν ἀγωνίζεται γιὰ τὸ ἴδιο το καλό, ἀλλὰ ἐπειδὴ φοβᾶται τὶς τιμωρίες. Ἄλλος κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ ἀγαπάει τὸ Θεό, ἐπειδὴ χαίρεται ἰδιαίτερα μὲ τὸ νὰ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ εὐάρεστη στὸ Θεό. Αὐτὸς γνωρίζει τὴν οὐσία τοῦ καλοῦ, αὐτὸς γεύτηκε τί σημαίνει νὰ εἶναι κανεὶς ἑνωμένος μὲ τὸ Θεό. Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀληθινὴ ἀγάπη, ποὺ ὁ ἅγιος τὴν ὀνομάζει τέλεια. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη τὸν ὁδηγεῖ στὸν τέλειο φόβο. Γιατί αὐτὸς φοβᾶται καὶ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἀπὸ φόβο γιὰ τὶς τιμωρίες, ὄχι ἀπὸ φόβο μήπως κολαστεῖ, ἀλλά, ὅπως ἀκριβῶς εἴπαμε, ἐπειδὴ γεύτηκε τὴ γλυκύτητα ποὺ δοκιμάζει ὅποιος εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸ Θεό, φοβᾶται μήπως τὴ χάσει, φοβᾶται μήπως τὴ στερηθεῖ. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ τέλειος φόβος, ποὺ προέρχεται ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, ἀπομακρύνει τὸν ἀρχικὸ φόβο. Καὶ γι’ αὐτὸ λέει: Ἡ τέλεια ἀγάπη φυγαδεύει τὸ φόβο. Εἶναι ὅμως ἀδύνατο νὰ φτάσει κανεὶς διαφορετικὰ στὸν τέλειο φόβο, παρὰ μόνο μὲ τὸν ἀρχικό.

48.-. Γιατί ὑπάρχουν τρία εἴδη ψυχικῶν διαθέσεων, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, μὲ τὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ εὐαρεστήσουμε στὸ Θεό. Δηλαδή,εὐαρεστοῦμε στὸ Θεὸ ἢ ἐπειδὴ φοβόμαστε τὴν κόλαση-καὶ τότε βρισκόμαστε στὴν κατάσταση τοῦ δούλου-ἢ ἐκπληρώνουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἐπιδιώκουμε τὰ κέρδη ποὺ θὰ πάρουμε σὰν μισθὸ ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν προσωπική μας ὠφέλεια-καὶ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο μοιάζουμε μὲ τοὺς μισθωτοὺς-ἢ γιὰ τὸ ἴδιο το καλὸ καὶ τότε βρισκόμαστε στὴν κατάσταση τοῦ υἱοῦ.
Γιατί, ὅταν ὁ υἱὸς φτάσει σὲ ὥριμη ἡλικία, κάνει τὸ θέλημα τοῦ πατέρα του, ὄχι γιατί φοβᾶται μήπως τὸν δείρει, οὔτε γιὰ νὰ πάρει ἂπ’ αὐτὸν μισθό, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸν ἀγαπάει ἰδιαίτερα καὶ τὸν σέβεται καὶ εἶναι σίγουρος ὅτι ὅλα τα ὑπάρχοντα τοῦ πατέρα τοῦ εἶναι δικά του.Αὐτὸς ἀξιώνεται ν’ ἀκούσει:Δὲν εἶσαι πιὰ δοῦλος, ἀλλὰ υἱὸς καὶ κληρονόμος τοῦ Θεοῦ, διὰ Χριστοῦ (Γαλ. 4, 7). Αὐτὸς δὲν φοβᾶται πιὰ τὸ Θεό, μ’ ἐκεῖνον βέβαια τὸν ἀρχικὸ φόβο, ἀλλὰ τὸν ἀγαπάει, ὅπως λέει ὁ Ἅγ. Ἀντώνιος: Ἐγῶδεν φοβᾶμαι πιὰ τὸ Θεό, ἀλλὰ τὸν ἀγαπῶ. Καὶ ὁ Κύριος ποὺ εἶπε στὸν Ἀβραάμ, μετὰ τὴν προσφορὰ τοῦ παιδιοῦ του:Τώρα πιὰ βεβαιώθηκα ὅτι φοβᾶσαι τὸ Θεὸ (Γέν. 22, 12), ἐκεῖνον τὸν τέλειο φόβο ἐννοοῦσε, ποὺ ἔρχεται στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Γιατί πῶς θὰ ἔλεγε:Τώρα πιὰ βεβαιώθηκα;- Συγχώρα με, Θεέ μου, ποὺ θὰ κάνω αὐτὴ τὴ σκέψη. Τόσα πολλὰ ἔκανε ὁ Ἀβραάμ. Ὑπάκουσε στὸ Θεὸ καὶ ἄφησε ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα καὶ ξενιτεύτηκε σὲ ξένη γῆ καὶ σὲ εἰδωλολατρικὸ ἔθνος, ὅπου δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἴχνος θεοσέβειας, καὶ πάνω ἂπ’ ὅλα του ἔστειλε καὶ τὸ φοβερὸ πειρασμὸ τῆς θυσίας τοῦ παιδιοῦ του. Καὶ μετὰ ἂπ’ ὅλα αὐτὰ τοῦ λέει: Τώρα πιὰ βεβαιώθηκα ὅτι φοβᾶσαι τὸ Θεό;Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι τὸν τέλειο φόβο εὐνοοῦσε,αὐτὸν ποὺ ἔχουν οἱ Ἅγιοι. Γιατί δὲν κάνουν πιὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ φόβο τῆς τιμωρίας ἢ γιὰ νὰ πάρουν μισθό, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀγαπᾶνε τὸ Θεό, ὅπως πολλὲς φορὲς εἴπαμε, ἐπειδὴ φοβοῦνται νὰ κάνουν κάτι ποὺ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ θέλημα τοῦ Ἀγαπημένου. Καὶ γι’ αὐτὸ λέει: Ἡ ἀγάπη ἀπομακρύνει τὸ φόβο. Γιατί δὲν τηροῦν πιὰ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ φοβοῦνται ἐπειδὴ ἀγαπᾶνε.
49.-.Αὐτὸς εἶναι ὁ τέλειος φόβος, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ φτάσει στὸν τέλειο φόβο, ὅπως πρὶν εἴπαμε, ἂν δὲν ἀποκτήσει πρῶτα τὸν ἀρχικὸ φόβο. Γιατί λέει: Ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου(Ψάλμ. 110, 10).Καὶ πάλι λέει: Ἀρχὴ καὶ τέλος εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ (Παροιμ. 1, 7: 9,10: 22, 4). Ἀρχὴ ἐννοεῖ τὸν ἀρχικὸ φόβο ποὺ τὸν διαδέχεται ὁ τέλειος, ὁ φόβος τῶν ἁγίων. Ὁ ἀρχικὸς λοιπὸν φόβος ταιριάζει στὸ δικό μας πνευματικὸ ἐπίπεδο. Αὐτὸς προφυλάσσει τὴν ψυχὴ ἀπὸ κάθε κακία, ὅπως τὸ γάνωμα προφυλάσσει τὸ χάλκωμα. Γιατί λέει:Μὲ τὸ φόβο τοῦ Κυρίου ξεφεύγει καθένας ἀπὸ κάθε κακὸ (Παροιμ. 15, 27). Ἐὰν λοιπὸν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ κακό, μὲ τὸ φόβο τῆς τιμωρίας, σὰν τὸ δοῦλο ποὺ φοβᾶται τὸ ἀφεντικό του, φτάνει σιγὰ-σιγὰ νὰ κάνει τὸ καλό, καὶ κάνοντας τὸ καλὸ ἀρχίζει λίγο-λίγο νὰ ἐλπίζει καὶ σὲ κάποια ἀμοιβὴ τῆς ἐργασίας, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ μισθωτός. Ὅταν λοιπὸν ἐπιμείνει στὴν ἀποφυγὴ τοῦ κακοῦ, ὅπως εἴπαμε, ἀπὸ φόβο σὰν τὸ δοῦλο, καὶ πάλι, ὅταν συνεχίσει νὰ κάνει τὸ καλὸ μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀμοιβῆς, ὅπως ἀκριβῶς ὁ μισθωτός, παραμένοντας, μὲ τὴ Χάρη Θεοῦ, στὴν προσπάθεια τοῦ καλοῦ γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα καὶ προσεγγίζοντας τὸ Θεό, ἀνάλογα μὲ τὴν πρόοδό του,γεύεται τελικὰ τὴ Θεϊκὴ παρουσία καὶ δὲν θέλει πιὰ ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό. Γιατί ποιὸς μπορεῖ πιὰ νὰ τὸν χωρίσει, ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος, ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ;(Ρωμ. 8, 35).Τότε φτάνει στὴν κατάσταση τοῦ υἱοῦ καὶ ἀγαπάει τὸ καλὸ γιὰ τὸ ἴδιο το καλὸ καὶ φοβᾶται ἐπειδὴ ἀγαπάει.Αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι ὁ μεγάλος καὶ τέλειος φόβος.
50.-. Γι’ αὐτὸ ὁ Προφήτης διδάσκοντας μᾶς τὴ διαφορὰ αὐτῶν τῶν φόβων ἔλεγε: Ἐλᾶτε, παιδιά μου, ἀκοῦστε μέ, θὰ σᾶς διδάξω τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ (Ψάλμ. 33,12). Προσέξτε σὲ κάθε λόγο τοῦ Προφήτη, προσέξτε ὅτι κάθε λέξη τοῦ ἔχει δύναμη. Πρῶτα-πρῶτα λέει: Ἐλᾶτε κοντά μου, προσκαλώντας μας στὴν ἀρετή. Προσθέτει καὶ τὴ λέξη παιδιά.Παιδιὰ ὀνομάζουν οἱ ἅγιοι ἐκείνους ποὺ μὲ τὸ λόγο τοὺς μεταμορφώνονται ἀπὸ τὴν κακία στὴν ἀρετή, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος:Παιδιά, ποὺ γιὰ χάρη σᾶς ξαναδοκιμάζω τὶς ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ, μέχρι νὰ μορφωθεῖ ὁ Χριστὸς μέσα σας (Γαλ. 4, 19). Μετά, ἀφοῦ μᾶς προσκάλεσε καὶ μᾶς παρακίνησε γιὰ μιὰ τέτοια μεταμόρφωση, λέει:Θὰ σᾶς διδάξω τὸ φόβο τοῦ Κυρίου.Βλέπετε τὴν παρρησία τοῦ Ἁγίου; Ἐμεῖς ὅταν θέλουμε νὰ ποῦμε κάτι καλό, πάντα λέμε:Θέλετε νὰ μιλήσουμε λίγο καὶ νὰ ἐμβαθύνουμε στὸ τί σημαίνει φόβος τοῦ Θεοῦ ἢ κάποια ἄλλη ἀρετή;Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν μίλησε ἔτσι, ἀλλὰ μὲ παρρησία ἔλεγε: Ἔλατε, παιδιά μου, ἀκοῦστε μέ, θὰ σᾶς διδάξω τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θέλει νὰ ζήσει, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ δεῖ καλὲς ἡμέρες(Ψάλμ. 33, 13).Μετὰ σὰν κάποιος ν’ ἀπάντησε: Ἐγὼ θέλω. Μάθε μὲ πὼς νὰ ζήσω, ὥστε νὰ δῶ καλὲς ἡμέρες,τὸν διδάσκει λέγοντας: Σταμάτησε τὴ γλώσσα σου νὰ λέει ἀνάρμοστα λόγια καὶ τὰ χείλη σου νὰ μιλᾶνε μὲ τρόπο δόλιο (Ψαλμ. 33, 14). Νά, ἀμέσως κόβει τὴν ἐνέργεια τοῦ κακοῦ μὲ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ σταματήσεις τὴ γλώσσα σου νὰ λέει ἀνάρμοστα λόγια, σημαίνεινα μὴν πληγώσεις μὲ κάποιο λόγο τὴ συνείδηση τοῦ πλησίον, νὰ μὴν κακολογήσεις, νὰ μὴν κάνεις κανέναν νὰ ὀργιστεῖ. Τὸ δὲ τὰ χείλη σου νὰ μὴ μιλᾶνε μὲ τρόπο δόλιο σημαίνει νὰ μὴν ἐξαπατήσεις τὸν πλησίον.
Μετὰ προσθέτει: Ἀπομακρύνσου ἀπὸ τὸ κακό. Ἀνέφερε πρῶτα μερικὲς ἁμαρτίες, τὴν καταλαλιά, τὴ δολιότητα, καὶ συμπλήρωσε γενικὰ γιὰ κάθε ἄλλη κακία τὸ ἀπομακρύνσου ἀπὸ τὸ κακό. Δηλαδή, μ’ ἕνα λόγο, ἀπόφυγε κάθε κακό, ἀπομακρύνσου ἀπὸ κάθε πράγμα ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἁμαρτία. Καὶ δὲν εἶπε μόνον αὐτὸ καὶ σιώπησε ἀλλὰ πρόσθεσε: Κᾶνε τὸ καλό. Γιατί πολλὲς φορὲς δὲν κάνει κανεὶς τὸ κακό, ἂλλ’ ὅμως δὲν κάνει οὔτε καλό. Δὲν ἀδικεῖ, ὅμως οὔτε καὶ ἐλεεῖ. Δὲν μισεῖ, ὅμως οὔτε ἀγαπάει. Καλὰ λοιπὸν εἶπε ὁ Προφήτης: Ἀπομακρύνσου ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ κᾶνε τὸ καλό. Ἔτσι μᾶς δείχνει μὲ τὴ σειρὰ τὶς τρεῖς ἐκεῖνες καταστάσεις ποὺ προείπαμε. Μὲ τὸ φόβο δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ τὴν ψυχὴ μακριὰ ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ τὴν παροτρύνει νὰ ἀνυψωθεῖ στὸ χῶρο τοῦ καλοῦ. Γιατί, ἂν ἀξιωθεῖ κανεὶς νὰ σταματήσει νὰ κάνει τὸ κακὸ καὶ ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἂπ’ αὐτό, μὲ φυσικὸ τρόπο πιὰ κάνει τὸ καλό, μὲ τὴν καθοδήγηση τῶν ἁγίων. Ἀφοῦ εἶπε πολὺ καλὰ αὐτά, στὴ συνέχεια πρόσθεσε: Ζήτησε τὴν εἰρήνη καὶ ἐπιδίωξε τὴν, καὶ δὲν εἶπε: Ζήτησε μόνον, ἀλλὰ κυνήγησε τὴν γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσεις.
51.-. Προσέξτε πολὺ αὐτὸ τὸ ρητὸ καὶ παρατηρῆστε τὴν ἀκρίβεια τοῦ Ἁγίου. Ὅταν ἀξιωθεῖ κανεὶς ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ ἀγωνιστεῖ, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ κάνει συνέχεια τὸ καλὸ ἀμέσως ἀρχίζουν οἱ ἐχθροί του νὰ τὸν πολεμοῦν. Ἀγωνίζεται λοιπόν, κοπιάζει, συντρίβεται, ὄχι μόνον ἐπειδὴ φοβᾶται νὰ μὴν ξαναγυρίσει στὸ κακό, ὅπως εἴπαμε γιὰ τὸ δοῦλο, ἀλλὰ ἐλπίζοντας ὅτι θὰ πάρει τὸ μισθό του γιὰ τὸ καλό, ὅπως ἀκριβῶς ὁ μισθωτός. Μὲ τὸ νὰ πολεμιέται λοιπὸν καὶ νὰ πολεμάει καὶ νὰ κτυπιέται μὲ τὸν ἐχθρό, κάνει τὸ καλό, ἀλλὰ μὲ πολλὴ θλίψη, μὲ πολλὴ συντριβή. Ὅταν λοιπὸν πάρει βοήθεια ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀρχίζει νὰ συνηθίζει νὰ κάνει τὸ καλό, τότε βλέπει τὴν ἀνάπαυση, τότε γεύεται προοδευτικὰ τὴν εἰρήνη, τότε αἰσθάνεται ποιὰ εἶναι ἡ θλίψη τοῦ πολέμου καὶ ποιὰ ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐφροσύνη τῆς εἰρήνης. Τότε λοιπὸν τὴ ζητάει, ἀγωνίζεται καὶ τὴν καταδιώκει τρέχοντας γιὰ νὰ τὴν κερδίσει, γιὰ νὰ τὴν κατακτήσει τέλεια, γιὰ νὰ τὴν ἐγκαταστήσει στὴν ψυχή του. Ποιὸς λοιπὸν εἶναι πιὸ μακάριος ἀπὸ τὴν ψυχὴ ἐκείνη, ποῦ ἀξιώθηκε νὰ φτάσει σ’ αὐτὸ τὸ μέτρο; Αὐτός, ὅπως πολλὲς φορὲς εἴπαμε, βρίσκεται στὴν κατάσταση τοῦ υἱοῦ. Γιατί, πραγματικά, εἶναι μακάριοι αὐτοὶ ποὺ ἐπιδιώκουν τὴν εἰρήνη.Γιατί αὐτοὶ θὰ ὀνομαστοῦν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 5, 9). Ποιὸς λοιπὸν μπορεῖ νὰ πείσει πλέον τὴν ψυχὴ ἐκείνη νὰ κάνει τὸ καλὸ γιὰ κάποιον ἄλλο λόγο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση αὐτοῦ του ἴδιου του ἀγαθοῦ; Ποιὸς ἄλλος γνωρίζει αὐτὴ τὴ χαρά, παρὰ ἐκεῖνος ποῦ τὴ γεύτηκε; Τότε αὐτὸς γνωρίζει, ὅπως πολλὲς φορὲς εἴπαμε, τὸν τέλειο φόβο.
Ἀκούσαμε λοιπὸν ποιὸς εἶναι ὁ τέλειος φόβος τῶν ἁγίων καὶ ποιὸς εἶναι ὁ ἀρχικὸς φόβος τῆς δικῆς μας καταστάσεως καὶ ἀπὸ ποὺ ξεκινάει κανεὶς καὶ ποὺ φτάνει μὲ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Τώρα λοιπὸν μᾶς ἀπομένει νὰ μάθουμέ το πὼς ἔρχεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ποῦμε ποιὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀποξενώνουν ἂπ’ αὐτόν.
52.-. Εἶπαν οἱ Πατέρες ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποκτάει τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ:Μὲ τὴ διαρκῆ μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῶν τιμωριῶν.Μὲ τὸ νὰ ἔρευνα τὸν ἑαυτό του, κάθε βράδυ, πὼς πέρασε τὴν ἡμέρα, καὶ κάθε πρωὶ πάλι, πὼς πέρασε τὴ νύκτα.Μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχει παρρησία. Μὲ τὸ νὰ ζήσει μὲ κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο ποὺ πραγματικὰ φοβᾶται τὸ Θεό.Γιατί λέγεται ὅτι ρώτησε ‘=ἕνας ἀδελφὸς κάποιον ἀπὸ τοὺς Γέροντες: Τί νὰ κάνω, πάτερ, γιὰ νὰ φοβᾶμαι τὸ Θεό;Καὶ τοῦ λέει ὁ Γέροντας: Πήγαινενα ζήσεις μαζὶ μὲ κάποιον ποὺ φοβᾶται τὸ Θεό, καὶ καθὼς ἐκεῖνος θὰ ζεῖ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, θὰ μάθεις καὶ σὺ πὼς νὰ Τὸν φοβᾶσαι.
Διώχνουμε δὲ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ μακριὰ μας κάνοντας ὅλα τα ἀντίθετα ἂπ’ αὐτὰ ποὺ ἀναφέραμε,δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχουμε μνήμη θανάτου καὶ τῶν τιμωριῶν, νὰ μὴν προσέχουμε τοὺς ἑαυτούς μας, νὰ μὴν ἐξετάζουμε πὼς περάσαμε, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε ἀδιάφορα καὶ μ’ ἀδιάφορους πνευματικὰ νὰ συναναστρεφόμαστε, καὶ ἀκόμα ἔχοντας παρρησία. Αὐτὸ εἶναι χειρότερο ἂπ’ ὅλα. Αὐτὸ εἶναι τέλειοςαφανισμος. Γιατί, τί ἄλλο διώχνει μακριὰ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ παρρησία; Γι’ αὐτό, ὅταν ρώτησαν τὸν ἀββᾶ Ἀγάθωνα γιὰ τὴν παρρησία, εἶπε ὅτι μοιάζει μὲ μεγάλο καύσωνα, ποὺ ὅταν ἔλθει, ὅλοι τρέχουν νὰ κρυφτοῦν καὶ ποὺ καταστρέφει τοὺς καρποὺς τῶν δέντρων.Βλέπετε, ἀδελφοί μου, τί δύναμη ἔχει τὸ πάθος; Βλέπετε τί ὀργή;Καὶ ὅταν τὸν ξαναρώτησαν: Πραγματικά, εἶναι τόσο φοβερὴ ἁμαρτία, ἡ παρρησία; Ἀπάντησε:Δὲν ὑπάρχει χειρότερο πάθος ἀπὸ τὴν παρρησία, γιατί αὕτη εἶναι ἡ μητέρα ὅλων των παθῶν. Πολὺ καλὰ καὶ μὲ πολλὴ σύνεση εἶπε ὅτι εἶναι μητέρα ὅλων των παθῶν, ἐπειδὴ αὐτὴ διώχνει τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ψυχή. Γιατί, ἂν μὲ τὸ φόβο τοῦ Κυρίου ἀπομακρύνεται κανεὶς ἀπὸ κάθε κακό, ὁπωσδήποτε ὅπου δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ, ἐκεῖ βρίσκεται κάθε πάθος. Ὁ Θεὸς νὰ γλυτώσει τὶς ψυχές μας ἀπὸ τὸ καταστροφικὸ πάθος τῆς παρρησίας.
53.-. Καὶ ἡ παρρησία ἐκφράζεται μὲ πολλοὺς τρόπους. Παρρησιαζεταίκανεις καὶ μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὴν ἁφὴ καὶ μὲ τὸ βλέμμα.Φτάνει κανεὶς ἀπὸ τὴν παρρησία καὶ στὴν ἀργολογία, καὶ στὸ νὰ κουβεντιάζει γιὰ κοσμικὰ πράγματα καὶ στὸ νὰ κάνει ἀστεία καὶ νὰ προξενεῖ ἄσεμνα γέλια.Παρρησία εἶναι το νὰ ἀγγίζεις κάποιον χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἀνάγκη, τὸ νὰ ἁπλώσεις τὸ χέρι σου σὲ κάποιον γιὰ ν’ ἀστειευτεῖς, τὸ νὰ σπρώξεις κάποιον ἢ νὰ τοῦ ἁρπάξεις κάτι, τὸ νὰ κοιτάζεις κάποιον μὲ ἀναίδεια.Αὐτὰ ὅλα τα γεννάει ἡ παρρησία. Αὐτὰ ὅλα γίνονται γιατί δὲν ὑπάρχει στὴν ψυχὴ φόβος Θεοῦ. Καὶ ἂπ’ αὐτὰ φτάνει κανεὶς σιγὰ-σιγὰ καὶ σὲ τέλεια καταφρόνηση . Γι’ αὐτό, ὅταν παρέδιδε ὁ Θεὸς τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου, ἔλεγε: Κάνετε εὐλαβεῖς τους υἱοὺς τοῦ Ἰσραὴλ (Λευιτ. 15, 31).Γιατί χωρὶς τὴν εὐλάβεια οὔτε τὸν ἴδιο το Θεὸ δὲν τιμάει κανείς, οὔτε καν δίνει προσοχή, ἔστω καὶ μιὰ φορά, σ’ ὁποιαδήποτε ἐντολή. Γι’ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ ἐπιζήμιο ἀπὸ τὴν παρρησία. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἡ μητέρα ὅλων των παθῶν, ἐπειδὴ ἀπομακρύνει τὴν εὐλάβεια, ἐπειδὴ διώχνει τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ γεννάει τὴν καταφρόνηση.
Ἐπειδὴ ἔχετε παρρησία μεταξύ σας,γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχετε σεβασμὸ καὶ μιλᾶτε ἄσχημα καὶ πληγώνετε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.Καὶ ἂν ἕνας σας δεῖ κάτι ποὺ δὲν ὠφελεῖ, φεύγει, τὸ κουβεντιάζει καὶ τὸ βάζει στὴν καρδιὰ ἄλλου ἀδελφοῦ. Καὶ δὲν βλάπτεται μόνον αὐτός, ἀλλὰ βλάπτει καὶ τὸν ἀδελφό του, βάζοντας στὴν καρδιὰ τοῦ τὸ θανατηφόρο σπέρμα τοῦ κακοῦ. Καὶ ἐνῶ πολλὲς φορὲς ἔχει τὸ νοῦ του στὴν προσευχὴ ἢ σὲ κάποιο ἄλλο καλὸ πράγμα, πάει ὁ ἄλλος καὶ τοῦ δίνει θέμα ν’ ἀπασχολεῖται, καὶ ὄχι μόνον ἐμποδίζει τὴν πνευματική του ὠφέλεια, ἀλλὰ τοῦ φέρνει καὶ πειρασμό. Καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτα ποιὸ βαρύ, τίποτα πιὸ καταστρεπτικό, ἀπὸ τὸ νὰ κάνει κανεὶς κακό, ὄχι μόνον στὸν ἐαυτόν του, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄλλους.
54.-. Ἃς ἔχουμε εὐλάβεια, ἀδελφοί μου, ἃς φοβόμαστε τὴν καταστροφή, τὴ δική μας καὶ τῶν ἄλλων. Ἃς τιμοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ ἃς προσέχουμε ὥστε οὔτε νὰ σηκώνουμε τὰ μάτια μας στὰ πρόσωπα τῶν ἄλλων. Γιατί καὶ αὐτό, ὅπως εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες, εἶναι εἶδος παρρησίας.
Καὶ ἂν κάποτε συμβεῖ καὶ δεῖ κανεὶς τὸν ἀδελφό του ν’ ἁμαρτάνει, οὔτε νὰ τὸν ἀποστραφεῖ καὶ νὰ σιωπήσει καὶ νὰ τὸν ἀφήσει νὰ καταστραφεῖ, οὔτε πάλι νὰ τὸν βρίσει καὶ νὰ τὸν καταληλήσει, ἀλλὰ μὲ συμπάθεια καὶ φόβο Θεοῦ ν’ ἀναφέρει τὸ γεγονὸς σὲ κάποιον ποὺ εἶναι σὲ θέση νὰ τὸν διορθώσει, ἢ νὰ τοῦ μιλήσει ὁ ἴδιος μὲ ἀγάπη καὶ ταπείνωση λέγοντας: Συγχώρεσέ με, ἀδελφέ μου, γιατί σὰν ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχω μάθει νὰ βλέπω τὰ χάλια μου, παρατηρῶ ὅτι ἴσως δὲν κάνουμε καλὰ αὐτὸ ἐδῶ το πράγμα. Καὶ ἂν δὲν τὸν ἀκούσει, ἃς τὸ πεῖ σὲ ἄλλον, σ’ ὅποιον ἡ συνείδησή του τὸν πληροφορεῖ ὅτι εἶναι εὐλαβής. Ἃς τὸ πεῖ στὸν προεστώτα του ἢ στὸν ἡγούμενο, ἀνάλογα μὲ τὸ μέγεθος τοῦ σφάλματος, καὶ ἃς ἡσυχάσει. Ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, νὰ τὸ πεῖ μὲ σκοπὸ νὰ διορθώσει τὸν ἀδελφό του καὶ ὄχι γιὰ φλυαρία ἢ γιὰ καταλαλιὰ ἢ γιὰ ἐξουδενωσή του, χωρὶς νὰ θέλει νὰ τὸν διαπομπεύσει, χωρὶς νὰ τὸν κατακρίνει,χωρὶς νὰ προφασίζεταιοτι δῆθεν θέλει νὰ τὸν διορθώσει, ἔχοντας μέσα του κάποια κακὴ πρόθεση ἂπ’ ὅσες ἀνέφερα. Γιατί πραγματικά, καὶ στὸν ἴδιο το Γέροντα τοῦ ἂν πεῖ κανεὶς κάτι, χωρὶς νὰ ἔχει τὴν πρόθεση νὰ διορθώσει τὸν πλησίον ἢ γιατί ὁ ἴδιος σκανδαλίστηκε, εἶναι ἁμαρτία, εἶναι καταλαλιά. Ἀλλ’ ἃς ἐξετάσει τὴν καρδιά του καὶ ἂν ἔχει κάποια ἐμπαθῆ τάση, νὰ μὴν τὸ πεῖ. Ἂν ὅμως παρατηρεῖ μὲ ἀκρίβεια μέσα του ὅτι πραγματικὰ ἀπὸ συμπάθεια καὶ γιὰ τὴν ὠφέλεια τοῦ πλησίον θέλει νὰ τὸ πεῖ, τὸν ἐνοχλεῖ ὅμως καὶ κάποιος λογισμὸς μέσα του ἐμπαθής, νὰ ἀναφέρει στὸ Γέροντα μὲ ταπείνωση καὶ τὸ δικό του ἁμάρτημα καὶ τοῦ πλησίον λέγοντας:Ἡ μὲν συνείδησή μου μὲ πληροφορεῖ ὅτι θέλω νὰ τὸ πῶ γιὰ τὴ διόρθωση τοῦ ἀδελφοῦ, ἀλλὰ αἰσθάνομαι ὅτι μέσα μου ἔχει μπλεχτεῖ καὶ κάποιος λογισμός, εἴτε γιατί εἶχα κάποτε κάτι ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ, εἴτε γιατί κάποιος ἀπατηλὸς λογισμὸς θέλει νὰ μ’ ἐμποδίσει νὰ τὸ πῶ καὶ νὰ διορθωθεῖ, δὲν ξέρω. Καὶ τότε ὁ Γέροντας θὰ τοῦ πεῖ ἂν πρέπει νὰ τὸ πεῖ ἢ ὄχι.
Πολλὲς φορὲς λέει κανεὶς κάτι χωρὶς νὰ ἔχει σκοπὸ οὔτε νὰ ὠφελήσει τὸν ἀδελφό του, οὔτε νὰ ἐξομολογηθεῖ τὸ σκανδαλισμό του, οὔτε ἐπειδὴ ἔχει κάποιαμνησικακια, ἀλλὰ ἔτσι ἁπλὰ στὴ συζήτηση, ἀπὸ διάθεση ἀργολογίας. Καὶ τί χρειάζεται αὐτὴ ἡ φλυαρία; Πολλὲς φορὲς μάλιστα, μαθαίνει ὁ ἀδελφὸς ὅτι ἔλεγε γι’ αὐτὸν καὶ ταράζεται καὶ θλίβεται καὶ μεγαλώνει τὸ κακό. Γιατί ὅταν λέει κανεὶς κάτι μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ὠφεληθεῖ ὁ ἄλλος, δὲν ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ ταραχθεῖ, δὲν ἀφήνει νὰ ἐπακολουθήσει καμιὰ θλίψη καὶ βλάβη.
55.-. Ἀγωνιστεῖτε λοιπὸν ὅπως εἴπαμε, νὰ φυλᾶτε τὴ γλώσσα σας, νὰ μὴ λέει κανεὶς σᾶς κακὸ γιὰ τὸν πλησίον, οὔτε νὰ πληγώνει κανέναν μὲ λόγο ἢ ἔργο ἢ μὲ κίνηση ἢ μ’ ὁποιοδήποτε ἄλλο τρόπο. Οὔτε νὰ εἴσαστεευεξαπτοι, ὥστε, ὅταν ἀκούσει κανείς σας ἀπὸ τὸν ἀδελφό του ἕνα λόγο, νὰ θυμώνει ἢ νὰ ἀπαντάει καὶ αὐτὸς ἄσχημα ἢ νὰ παραμένει θλιμμένος μαζί του. Αὐτὰ δὲν εἶναι σημάδια αὐτῶν ποὺ ἀγωνίζονται.Αὐτὰ δὲν τὰ κάνουν ὅποιοι θέλουν νὰ σωθοῦν.
Ἀποκτῆστε τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μὲ εὐλάβεια,ὥστε, ὅταν συναντιόσαστε, νὰ σκύβει καθένας τὸ κεφάλι τοῦ μπροστὰ στὸν ἀδελφό του, ὅπως εἴπαμε, ταπεινώνοντας τὸν ἐαυτόν του, μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ μπροστὰ στὸν ἀδελφό του καὶ κόβοντας γιὰ χατήρι τοῦ τὸ θέλημά του.Πραγματικὰ εἶναι ἀξιέπαινο πράγμα το νὰ παραχωρεῖ κάποιος διακονητὴς τὴ θέση του στὸν ἀδελφό του καὶ νὰ τὸν προτιμάει.Ὠφελεῖται αὐτὸς ποὺ τὴν παραχώρησε περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄλλο. Ἐγὼ δὲν θυμᾶμαι νὰ ἔκανα τίποτα καλό, ἂλλ’ ἂν πάντοτε μὲ σκέπασε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἂπ’ αὐτὸ ξέρω ὅτι μὲ σκέπασε, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ὅτι ποτὲ δὲν προτίμησα τὸν ἑαυτό μου ἀπὸ τὸν ἀδελφό μου, ἀλλὰ πάντα ἔβαζα πρῶτο τὸν ἀδελφό μου.
56.-.Ὅταν ἀκόμα βρισκόμουν στὸ Μοναστήρι τοῦ ἀββᾶ Σερίδου, ἀρρώστησε ὁ διακονητὴς τοῦ Γέροντα, τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννη, ποὺ ἦταν ὑποτακτικός του ἀββᾶ Βαρσανουφίου, καὶ μοῦ ἔδωσε εὐλογία ὁ Γέροντάς μου νὰ ὑπηρετήσω ἐγὼ τὸν ἄρρωστο Γέροντα. Καὶ φιλοῦσα μὲ τέτοιο τρόπο τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ τοῦ ἂπ’ ἔξω, ὅπως ἀκριβῶς προσκυνάει κανεὶς τὸν Τίμιο Σταυρό. Πόσο μᾶλλον ἤμουν εὐτυχισμένος νὰ τὸν ὑπηρετῶ!Γιατί ποιὸς δὲν θὰ ‘θελε ν’ ἀξιωθεῖ νὰ διακονήσει ἕναν τέτοιον ἅγιο; Μιλοῦσε μάλιστα καὶ πολὺ θαυμαστὰ καὶ κάθε μέρα, πάντα ἀφοῦ τελείωνα τὴ διακονία μου, τοῦ ἔβαζα μετάνοια γιὰ νὰ πάρω τὴν εὐχή του νὰ φύγω, καὶ πάντοτέ μου ἔλεγε κάτι.Γιατί ὁ Γέροντας εἶχε τέσσερις λόγους.Καί, ὅπως εἶπα, κάθε βράδυ, ὅταν ἐπρόκειτο ν’ ἀναχωρήσω, μοῦ ἔλεγε ὁπωσδήποτε ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τέσσερις καὶ μιλοῦσε ἔτσι:Πάνω ἂπ’ ὅλα, ἀδελφέ μου-γιατί ἔτσι συνήθιζε ὁ Γέροντας σὲ κάθε λόγο νὰ χρησιμοποιεῖ αὐτὴ τὴ φράση-ὁ Θεὸς νὰ φυλάξει τὴν ἀγάπη.Εἶπαν οἱ Πατέρες:Τὸ νὰ προσέξει κανεὶς νὰ μὴν σκανδαλίσει τὴ συνείδηση τοῦ πλησίον, γεννάει τὴν ταπεινοφροσύνη. Τὸ ἄλλο βράδυ μου ἔλεγε:Πάνω ἂπ’ ὅλα, ἀδελφέ μου, ὁ Θεὸς νὰ φυλάξει τὴν ἀγάπη. Εἶπαν οἱ Πατέρες: Ποτὲ δὲν ἔβαλα τὸ θέλημά μου, ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ ἀδελφοῦ μου. Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε:Πάνω ἂπ’ ὅλα, ἀδελφέ μου, ὁ Θεὸς νὰ φυλάξει τὴν ἀγάπη. Εἶπαν οἱ Πατέρες: Φεῦγε ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα καὶ σώζου. Πάλι ἔλεγε:Πάνω ἂπ’ ὅλα, ἀδελφέ μου, ὁ Θεὸς νὰ φυλάξει τὴν ἀγάπη. Νὰ σηκώνει ὁ ἕνας τα βάρη τοῦ ἄλλου καὶ ἔτσι ν’ ἀναπληρώσετε τὸ νόμο τοῦ Χριστοῦ (Γαλ. 6, 2).
Πάντοτε κάτι ἂπ’ αὐτὰ τὰ τέσσερα θὰ μοῦ ‘ δινε σὰν προτροπή, ὅταν κάθε βράδυ ἔφευγα, σὰν νὰ μοῦ’δίνε ἐφόδια, καὶ ἔτσι τὰ εἶχα προστασία σ’ ὅλη μου τὴ ζωή. Καὶ ὅμως παρόλο ὅτι εἶχα τόση ἀνάπαυση κουτὰ στὸν ἅγιο καὶ τέτοια διάθεση νὰ τὸν διακονῶ, μόνο μὲ τὸ νὰ αἰσθάνομαι ὅτι κάποιος ἀδελφὸς θλιβόταν, ζητώντας καὶ αὐτὸς νὰ τὸν διακονήσει, πήγαινα στὸν ἡγούμενο καὶ τὸν παρακαλοῦσα λέγοντας: Εἶναι καλύτερα, ἂν εὐλογεῖτε, αὐτὸς ὁ ἀδελφὸς νὰ διακονεῖ τὸ Γέροντα. Καὶ δὲν μοῦ ἔδωσε εὐλογία, οὔτε ὁ ἡγούμενος, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας. Πλὴν ὅμως τότε ἐγὼ ἔκανα ὅ,τι μποροῦσα νὰ προτιμηθεῖ ὁ ἀδελφός. Καὶ ἐνῶ πέρασα ἐκεῖ ἐννέα χρόνια, δὲν θυμᾶμαι νὰ μίλησα ἄσχημα σὲ κανέναν, ἂν καὶ ἤμουνα πάντοτε σὲ διακονία -γιὰ νὰ μὴν νομίζει κανεὶς ὅτι ἔγω δὲν βρέθηκα σὲ περιστάσεις ποὺ θ’ ἀπαιτοῦσαν νὰ πῶ κάποιο λόγο.
57.-.Καὶ πιστέψτε μέ, θυμᾶμαι ὅτι μὲ ἀκολούθησε ἕνας ἀδελφὸς ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο μέχρι τὴν ἐκκλησία βρίζοντας μέ, καὶ ἐγὼ περπατοῦσα μπροστά του, χωρὶς νὰ τοῦ πῶ οὔτε μιὰ λέξη, ἀλλὰ καὶ ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Γέροντας -δὲν ξέρω ποιὸς τουτ0εῖπε, καὶ θέλησε νὰ τὸν ἐπιτιμήσει, ἐγὼ ἔπεσα στὰ πόδια τοῦ λέγοντας: Μή, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, ἐγὼ ἔσφαλα, τί φταίει ὁ ἀδελφός;Καὶ κάποιος ἄλλος πάλι, εἴτε ἀπὸ πειρασμό, εἴτε ἀπὸ ἁπλότητα -ὁ Θεὸς ξέρει ἀπὸ τί- γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα οὐροῦσε τὴ νύκτα στὸ προσκέφαλό μου, ὥστε νὰ βρέχονται καὶ αὐτὰ τὰ στρωσίδια μου.Παρόμοια καιμερικοὶ ἄλλοι ἀδελφοὶ ἔρχονταν κάθε μέρα καὶ τίναζαν τὶς ψάθες τοὺς μπροστὰ στὸ κελλί μου καὶ παρατηροῦσα τόσο πλῆθος κοριῶν νὰ μπαίνουν στὸ κελλί μου, ὥστε νὰ μὴν προλαβαίνω νὰ τοὺς σκοτώνω, γιατί ἦταν πάρα πολλοὶ ἀπὸ τὴν πολλὴ ζέστη.Ὅταν λοιπὸν πήγαινα νὰ κοιμηθῶ, μαζεύονταν ὅλοι οἱ κοριοὶ πάνω μου. Καὶ μ’ ἔπαιρνε μὲν ὁ ὕπνος ἀπὸ τὴν πολλὴ κούραση, ὅταν ὅμως σηκωνόμουνα ἀπὸ τὸν ὕπνο, ἔβλεπα ὅλο μου τὸ σῶμα καταφαγωμένο. Καὶ ποτὲ δὲν εἶπα σὲ κανέναν ἂπ’ αὐτούς:Μὴν κάνεις ἔτσι ἢ γιατί τὸ κάνεις αὐτό;Οὔτε θυμᾶμαι ποτὲ τὸν ἑαυτό μου, ὅπως προεῖπα, νὰ εἶπε κάποιο λόγο καὶ νὰ πλήγωσε ἢ νὰ λύπησε κανέναν.
Μάθετε καὶ σεῖς νὰ ὑπομένετε ὁ ἕνας τα βάρη τοῦ ἄλλου(Γαλ. 6, 2),μάθετε νὰ ἔχετε σεβασμὸ μεταξύ σας. Καὶ ἂν ἀκόμα ἀκούσει κανένας σας ἀπὸ κάποιον ἕνα λόγο, ποὺ δὲν τὸν εὐχαριστεῖ, ἢ ἂν πάθει κάτι παρὰ τὴ θέλησή του, νὰ μὴν τὸ πάρει ἀμέσως κατ’ ἄκαρδα, νὰ μὴν ἐρεθιστεῖ, καὶ σὲ καιρὸ ποὺ προσφέρεται γιὰ ἀγώνα καὶ ὠφέλεια, βρεθεῖ νὰ ἔχει τὴν καρδιὰ τοῦ χαλαρωμένη, ἀσυλλόγιστη, ἀδύναμη, ἀνίκανη νὰ δεχτεῖ ὁποιαδήποτε προσβολή, ὅπως ἀκριβῶς τὸ πεπόνι, ποὺ καὶ μικρὸ πετραδάκι νὰ τὸ ἐγγίσει, ἀμέσως τραυματίζεται καὶ σαπίζει.Ἀλλὰ νὰ ἔχετε καλύτερα σταθερὴ καρδιά, νὰ ἔχετε μακροθυμία, γιὰ νὰ νικάει ἡ μεταξὺ σας ἀγάπη ὅλα ὅσα συμβαίνουν.
58.-. Καὶ ἂν ἔχει κανεὶς μιὰ διακονία ἢ ἂν τύχει καὶ θέλει νὰ ζητήσει κάτι ἀπὸ τὸν κηπουρό, εἴτε ἀπὸ τὸν κελλαρίτη, εἴτε ἀπὸ τὸ μάγειρο, εἴτε μ’ ἕνα λόγο ἀπὸ ὁποιονδήποτε συνδιακονητή του, νὰ φροντίζει, καὶ αὐτὸς ποὺ ζητάει τὴν ὑπηρεσία καὶ ὁ διακονητὴς ποὺ τὴν ἐκτελεῖ, νὰ διατηρήσουν, πάνω ἂπ’ ὅλα, τὴν εὐπροσήγορη καὶ εἰρηνικὴ κατάστασή τους. Καὶ ποτὲ νὰ μὴν ἀφήνουν τοὺς ἑαυτούς τους νὰ παρεκκλίνουν ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τραποῦν εἴτε σὲ ταραχή, εἴτε σὲ ἀντιπάθεια ἢ προσπάθεια, ἢ σ’ ὁποιοδήποτε θέλημα ἢ δικαίωμά τους.Ἂλλ’ ὅ,τι καὶ ἂν συμβεῖ μικρὸ ἢ μεγάλο, ἃς τὸ περιφρονήσει καὶ ἃς ἀδιαφορήσει. Ἡ ἀδιαφορία βέβαια εἶναι κακὸ πράγμα. Οὔτε ὅμως πάλι εἶναι καλὸ νὰ προτιμήσει ν’ ἀσχοληθεῖ μ’ αὐτὸ ποὺ θὰ τοῦ συμβεῖ καὶ νὰ χάσει τὴν εἰρήνη του, ὥστε νὰ ζημιωθεῖ ἡ ψυχή του. Γιατί σ’ ὅποια διακονία καὶ ἂν βρεθεῖτε, καὶ ἂν ἀκόμα εἶναι πολὺ βιαστικὴ καὶ σπουδαία, δὲν θέλω νὰ κάνετε τίποτα μὲ φιλονικία, τίποτα μὲ ταραχή, ἀλλὰ νὰ εἴσαστε βέβαιοι ὅτι κάθε ἔργο ποὺ κάνετε, εἴτε μεγάλο εἶναι, εἴτε μικρό, ὅπως προεῖπα, εἶναι τὸ ἕνα ὄγδοο ἂπ’ αὐτὸ ποὺ μᾶς ζητιέται. Τὸ νὰ διατηρήσετε ὅμως τὴν εἰρήνη σας -καὶ ἂν ἀκόμα συμβεῖ ν’ ἀποτύχετε στὸ διακόνημα ἀπὸ τὴν ὑποχώρηση ποὺ θὰ κάνετε- εἶναι τὰ τέσσερα ὄγδοα, δηλαδὴ τὸ μισὸ ἀπὸ τὸ ζητούμενο. Βλέπετε πόση διαφορὰ ὑπάρχει;
59.-. Ὅταν λοιπὸν κάνετε κάτι, ἂν θέλετε νὰ τὸ κάνετε τέλειο καὶ ὁλόκληρο, φροντίστε καὶ αὐτὸ νὰ τὸ κάνετε τέλειο -πράγμα ποὺ εἶναι, ὅπως εἶπα, τὸ ἕνα ὄγδοο- καὶ τὴν ἐσωτερική σας κατάσταση νὰ φυλάξετε ἀβλαβῆ – πράγμα ποὺ εἶναι τὰ τέσσερα ὄγδοα. Ἂν ὅμως τύχει ἀνάγκη καὶ παρασυρθεῖτε καὶ παραβεῖτε αὐτὴ τὴν ἐντολὴ καὶ βλαβεῖτε ἢ βλάψετε, δὲν εἶναι συμφέρον, ἐπειδὴ πρέπει νὰ τελειωθεῖ ἡ διακονία, νὰ χάσετε τὰ τέσσερα ὄγδοα, δηλαδὴ τὴν εἰρήνη σας, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ φυλάξετε τὸ ἕνα ὄγδοο, δηλαδὴ τὴν τελειότητα τοῦ ἔργου. Ἂν δεῖτε καὶ κάνει κανεὶς κάτι τέτοιο, νὰ εἴσαστε βέβαιοι ὅτι δὲν κάνει τὸ διακόνημά του μὲ ἐπίγνωση. Γιατί ἢ ἀπὸ κενοδοξία ἢ ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια ἐπιμένει φιλονικώντας καὶ κολάζοντας τὸν ἐαυτόν του καὶ τὸν πλησίον, γιὰ ν’ ἀκούσει μετὰ ἂπ’ αὐτὰ ὅτι κανεὶς δὲν μπόρεσε νὰ τὸν νικήσει. Ἄλλοιμονο! Μεγάλο κατόρθωμα! Δὲν εἶναι αὐτὴ νίκη, ἀδελφοί μου, αὐτὴ εἶναι ζημιά, αὐτὴ εἶναι ἀπώλεια. Σᾶς δίνω ἐντολή, ὅτι, καὶ ἂν ἔγω στείλω κάποιον ἀπὸ σᾶς σ’ ὁποιαδήποτε διακονία καὶ δεῖ νὰ ξεσηκώνεται ταραχὴ ἢ ὁποιαδήποτε ἄλλη βλάβη, νὰ σταματήσει. Καὶ ποτὲ νὰ μὴν βλάψετε τοὺς ἑαυτούς σας ἢ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ νὰ σταματήσει ἡ δουλειά. Νὰ μὴν γίνει. Μόνον μὴν ταράζεσθε. Ἐπειδή, ὅπως εἶπα, κάνοντας ἔτσι, χάνετε τὰ τέσσερα ὄγδοα γιὰ νὰ κερδίσετε τὸ ἕνα ὄγδοο. Αὐτὸ εἶναι ὁλοφάνερος παραλογισμός.
60.-. Αὐτὰ σας τὰ λέω ὄχι γιὰ νὰ μικροψυχεῖτε ἀμέσως καὶ νὰ σταματᾶτε τὶς διακονίες ἢ ν’ ἀδιαφορεῖτε καὶ νὰ πετᾶτε διὰ μιᾶς τα πράγματα καὶ νὰ καταπατᾶτε τὴ συνείδησή σας, ἐπειδὴ θέλετε νὰ ζεῖτε ἀμέριμνα. Οὔτε πάλι γιὰ νὰ παρακούετε καὶ νὰ λέει καθένας σας:Δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω αὐτό, γιατί βλάπτομαι, δὲν εἶναι στὰ μέτρα μου.Γιατί μ’ αὐτὴν τὴν πρόφαση δὲν θὰ κάνετε ποτὲ καμιὰ διακονία, οὔτε ποτὲ θὰ μπορέσετε νὰ τηρήσετε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ σᾶς τὸ λέω, γιὰ νὰ βάζετε ὅλη τὴ δύναμή σας, ὥστε νὰ κάνετε μὲ ἀγάπη κάθε διακονία σας, μὲ ταπεινοφροσύνη, ὑπακούοντας, τιμώντας, παρηγορώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Τίποτα δὲν εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη. Ἂν ὅμως δεῖ κανεὶς κάποια στιγμὴ τὸν πλησίον ἢ τὸν ἐαυτόν του νὰ θλίβεται, σταματῆστε, ὑποχωρῆστε, μὴν ἐπιμένετε μέχρι σημείου ποὺ νὰ ἐπακολουθήσει καὶ πνευματικὴ βλάβη. Γιατί εἶναι καλύτερα, χίλιες φορὲς τὸ λέω, νὰ μὴ γίνει ἡ δουλειὰ ὅπως θέλετε, ἀλλὰ ὅπως βολεύει, καὶ ὄχι ἀπὸ ἰσχυρογνωμοσύνη ἢ ἀπὸ δικαίωμα, καὶ ἂν ἀκόμα εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἡ ὑποχώρηση αὐτὴ θὰ σᾶς ταράξει ἢ θὰ θλίψει τοὺς ἄλλους καὶ χάσετε ἔτσι τὰ τέσσερα ὄγδοα. Γιατί ὑπάρχει πολλὴ διαφορὰ στὴ ζημιά. Πολλὲς φορὲς μάλιστα συμβαίνει καὶ νὰ χάνει κανεὶς τὸ ἕνα ὄγδοο, καὶ νὰ μὴν καταφέρνει ἀπολύτως τίποτα. Αὐτὲς εἶναι οἱ συνέπειες τῶν φιλονικιῶν.Αὐτὴν τὴν ἀρχὴ νὰ τηρήσουμε. Δηλαδή, ὅλα τα ἔργα ποὺ κάνουμε νὰ τὰ κάνουμε μὲ σκοπὸ νὰ ὠφεληθοῦμε ἂπ’ αὐτά. Ποιὰ ὅμως ὠφέλεια προκύπτει, ὅταν δὲν ταπεινώνουμε τὸν ἑαυτὸ μᾶς ὁ ἕνας στὸν ἄλλο; Ἀλλὰ ἀντίθετα συγχύζουμε καὶ στενοχωροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο; Καὶ ξέρετε αὐτὸ ποὺ λέει τὸ Γεροντικό:Ἀπὸ τὸν πλησίον ἐξαρτᾶται ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατός μας.
Νὰ τὰ μελετᾶτε πάντα μέσα σας αὐτά, ἀδελφοί μου, νὰ ἐντρυφᾶτε στὰ λόγια τῶν ἁγίων Γερόντων, νὰ φροντίζετε μὲ ἀγάπη καὶ φόβο Θεοῦ νὰ ζητᾶτε τὴν ὠφέλεια τὴ δική σας καὶ τῶν ἄλλων. Ἔτσι μπορεῖτε νὰ βοηθιέστε ἂπ’ ὅλα ὅσα συμβαίνουν καὶ νὰ προοδεύετε, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς δὲ ὁ φιλάνθρωπος Θεός μας νὰ σᾶς χαρίσει τὸ φόβο Του. Γιατί λέει ἡ Ἁγία Γραφή: Νὰ φοβᾶσαι τὸ Θεὸ καὶ νὰ τηρεῖς τὶς ἐντολές Του. Γιατί μόνο μέσα σ’ αὐτὸ τὸ σχῆμα βρίσκει καὶ ὁλοκληρώνει τὸν προορισμὸ τοῦ κάθε ἄνθρωπος.(Ἐκκλ. 12, 13).

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *