Ἀπόδοση στὴ νέα Ἑλληνική: Ἱερομόναχος Βενέδικτος
Ἔκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου,
Νέα Σκήτη, Ἅγιον Ὄρος
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Καὶ δικαιότατη καὶ αὐτὴ ποὺ πρέπει εἶναι ἡ ἐπωνυμία ποὺ παίρνει τὸ ψυχωφελέστατο βιβλίο. Γιατὶ ἂν καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἱερὰ καὶ θεόπνευστα βιβλία τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Διαθήκης, ὠνομάσθηκαν ἀμέσως ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἴδια πράγματα, ποὺ διδάσκουν (ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ἡ Γένεσις τοῦ Μωϋσῆ ὠνομάστηκε, ἐπειδὴ ἀναφέρει γιὰ τὴν ἀπὸ τὸ μηδὲν γέννησι καὶ Δημιουργία καὶ τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια, γιατὶ ἰστοριογραφοῦν τὰ καλὰ καὶ σωτηριώδη μηνύματα τῶν ἀνθρώπων. Ποιὸς δὲν βλέπει γιατί καὶ αὐτὸ ἐδῶ τὸ βιβλίο ὠνομάσθηκε κατάλληλα Ἀόρατος Πόλεμος, ἀπὸ αὐτὴν ἀμέσως τὴν ὕλη καὶ τὶς ὑποθέσεις μὲ τὶς ὁποῖες ἀσχολεῖται;
Γιατὶ διδάσκει αὐτή, (ὄχι γιὰ κάποιον ἀντιληπτὸ καὶ ὁρατὸ πόλεμο, ὄχι γιὰ ἐχθροὺς σωματικοὺς καὶ ὀφαλμοφανεῖς, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἀόρατο πόλεμο ποὺ γίνεται στὸ μυαλό, στὸν ὁποῖο παίρνει μέρος κάθε χριστιανός, ἀμέσως ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ βαπτισθῇ καὶ ὑποσχεθῇ ἀπέναντι στὸν Θεό, νὰ πολεμάῃ σὲ αὐτὸν μέχρι νὰ πεθάνῃ, γιὰ χάρι τοῦ θείου αὐτοῦ ὀνόματος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σχετικὰ μὲ αὐτὸν τὸν πόλεμο, παραβολικὰ γράφτηκε στοὺς Ἀριθμούς… Γι᾿ αὐτὸ λέγεται στὸ βιβλίο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΥΡΙΟΥ (Ἀριθμ. 21,14), καὶ διδάσκει γιὰ ἐχθροὺς ἀσώματους καὶ ἀφανεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶναι τὰ διάφορα πάθη, οἱ θελήσεις τῆς σάρκας καὶ οἱ πονηροὶ δαίμονες, οἱ ὁποῖοι μισοῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν σταματᾶνε ἡμέρα καὶ νύκτα νὰ μᾶς πολεμᾶνε. Ὅπως εἶπε ὁ μακάριος Παῦλος «δὲν ἔχουμε νὰ παλαίψουμε μὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, δηλαδὴ μὲ τοὺς κυρίαρχους τοῦ κόσμου τούτου, τὰ πονηρὰ πνεύματα ποὺ βρίσκονται ἀνάμεσα στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό». (Ἐφεσ. 6,12).
Καὶ οἱ στρατιῶτες ποὺ πολεμοῦν σὲ αὐτὸ τὸν πόλεμο εἶναι ὅλοι οἱ χριστιανοί, ὅπως μαθαίνουμε ἀπὸ αὐτὸ τὸ βιβλίο. Ἀρχιστράτηγος τῶν χριστιανῶν παρουσιάζεται ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, περιτριγυρισμένος μὲ ὅλους τοὺς χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους, δηλαδὴ μὲ ὅλα τὰ τάγματα τῶν «Ἀγγέλων καὶ τῶν Ἁγίων»· πεδίο ἀγῶνα καὶ τόπος καὶ πολεμήστρα, μέσα στὸν ὁποῖο ὁ πόλεμος αὐτὸς γίνεται, εἶναι ἡ ἴδια ἡ καρδιὰ καὶ ὅλος ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος, καὶ χρόνος τοῦ πολέμου εἶναι ὅλη μας ἡ ζωή.
Ποιά πάλι εἶναι τὰ ὅπλα, μὲ τὰ ὁποῖα ἐξοπλίζει τοὺς στρατιῶτες του ὁ Ἀόρατος αὐτὸς Πόλεμος; Ἀκοῦστε· ἡ περικεφαλαία αὐτῶν καὶ τὸ σκουτάρι, εἶναι ἡ ἐκπληρωμένη δυσπιστία καὶ ἡ ἀπελπισία τοῦ ἑαυτοῦ τους. Ἡ σημαία τους καὶ τὸ σιδερένιο πουκάμισο, εἶναι τὸ θάρρος πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἡ βέβαιη ἐλπίδα. Ὁ θώρακας καὶ τὸ περιστήθιό τους, εἶναι ἡ μελέτη τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου. Ἡ ζώνη τους εἶναι ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὰ σαρκικὰ πάθη. Τὰ ὑποδήματά τους, εἶναι ἡ ταπείνωσις καὶ ἡ ἐπίγνωσις τῆς ἀσθένειάς τους. Ἡ ἀσπίδα, δηλαδὴ τὸ καλκάνι τους, εἶναι ἡ ὑπομονὴ στοὺς πειρασμοὺς καὶ ἡ ἀπομάκρυνσις τῆς ἀμέλειας. Ἡ μάχαιρα, ποὺ κρατᾶνε ἀπὸ τὸ ἕνα χέρι, εἶναι ἡ ἱερὰ προσευχή, τόσο ἡ λεγόμενη νοερὰ καὶ προφορική, ὅσο καὶ αὐτὴ ποὺ γίνεται μὲ τὴν μελέτη. Καί, τρίλογχο κοντάρι, ποὺ κρατοῦνε ἀπὸ τὸ ἄλλο χέρι, εἶναι τὸ νὰ μὴ κάνουν συγκατάθεσις στὸ πάθος, ποὺ τοὺς πολεμεῖ, νὰ τὸ διώχνουν μὲ ὀργὴ καὶ νὰ τὸ μισοῦν καὶ νὰ τὸ συχαίνωνται ἀπὸ τὴν καρδιά τους. Τροφή τους, ἀπὸ τὴν ὁποία παίρνουν γιὰ νὰ δυναμώνουν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, εἶναι ἡ συνεχὴς μετάληψις τῆς θείας Κοινωνίας, τόσο τῆς θείας μυσταγωγίας τοῦ θυσιαστηρίου, ὅσο καὶ τῆς νοερᾶς, καὶ ἀέρας φωτεινὸς καὶ ἀνέφελος, μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο βλέπουν ἀπὸ μακριὰ τοὺς ἐχθρούς, εἶναι ἡ παντοτινὴ γύμνασις τοῦ νοῦ στὸ νὰ γνωρίζῃ σωστὰ τὰ πράγματα καὶ ἡ παντοτεινὴ γύμνασις τῆς θελήσεως, στὸ νὰ θέλῃ μόνον νὰ εὐαρεστῇ τὸ Θεό, καὶ ἡ εἰρήνη τῆς καρδιᾶς καὶ ἡ ἡσυχία.
Ἐδῶ, ἐδῶ σὲ αὐτὸν τὸν Ἀόρατο Πόλεμο, ἢ νὰ ποῦμε καλύτερα, σὲ αὐτὸν τὸν Πόλεμο τοῦ Κυρίου, μαθαίνουν οἱ στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ τὶς διαφόρες ἀπάτες, τὶς κάθε εἴδους μηχανοραφίες, τὰ δύσκολα στρατηγήματα καὶ τὶς τέχνες ποὺ μεταχειρίζονται ἐναντίον αὐτῶν οἱ νοητοὶ ἐχθροὶ μέσα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, μέσα ἀπὸ τὴν φαντασία, μέσα ἀπὸ τὴν στέρησι τῆς εὐλάβειας καὶ μάλιστα, μέσα ἀπὸ τὶς τέσσερες προσβολές, ποὺ φέρνουν τὸν καιρὸ τοῦ θανάτου, τῆς ἀπιστίας, λέω, τῆς ἀπογνώσεως, τῆς κενοδοξίας καὶ τῆς μεταμορφώσεώς των σὲ φωτεινοὺς Ἀγγέλους. Καὶ στὴ συνέχεια, μελετᾶνε καὶ αὐτοί, πῶς νὰ λύνουν καὶ νὰ ἀντιπολεμοῦν, αὐτὲς τὶς μηχανὲς τῶν ἐχθρῶν. Καὶ ἐδῶ διδάσκονται, ποιά τάξι καὶ ποιό νόμο πρέπει νὰ κρατοῦν καὶ πόσο γενναῖα νὰ πολεμοῦν. Καὶ γιὰ νὰ πῶ μὲ συντομία, ἀπὸ τὸ βιβλίο αὐτὸ κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾷ τὴν σωτηρία του, μαθαίνει πῶς νὰ νικήσῃ τοὺς ἀόρατους ἐχθρούς του, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃ κούρση καὶ θησαυρούς, δηλαδὴ ἀρετὲς θεῖες καὶ ἀληθινὲς καὶ γιὰ νὰ πάρει βραβεῖο καὶ στεφάνι ἁμαράντινο, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ ἕνωση μὲ τὸ Θεὸ καὶ στὸ τωρινὸ αἰῶνα καὶ στὸ μέλλοντα.
Δεχθεῖτε λοιπὸν αὐτὸ τὸ βιβλίο, φιλόχριστοι ἀναγνῶστες, μὲ χαρὰ καὶ εὐνοϊκὰ καὶ μάθετε ἀπὸ αὐτὸ τὴν τέχνη τοῦ Ἀόρατου Πολέμου· φροντίστε ὄχι μόνο νὰ πολεμῆτε ἁπλά, ἀλλὰ νὰ πολεμῆτε καὶ νόμιμα καὶ ὅπως πρέπει, γιὰ νὰ στεφανωθῆτε. Ἐπειδή, κατὰ τὸν Ἀπόστολο «ἐὰν καὶ ἀθλῆται κανείς, δὲν στεφανώνεται, ἂν δὲν ἀθλήσῃ νόμιμα» (Β´ Τιμόθ. 5)». Ἐξοπλισθῆτε μὲ τὰ ὅπλα ποὺ σᾶς διδάσκει, γιὰ νὰ θανατώσετε μὲ αὐτὰ τοὺς νοητοὺς καὶ ἀόρατους ἐχθρούς σας, οἱ ὁποῖοι εἶναι τὰ πάθη ποὺ φθείρουν τὴν ψυχὴ καὶ οἱ δαίμονες ποὺ εἶναι οἱ δημιουργοὶ αὐτῶν τῶν παθῶν. «Ντυθῆτε τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ ἀντισταθῆτε στὰ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου» (Ἐφεσ. 3,10). Νὰ θυμᾶστε ὅτι ὑποχεσθήκατε στὸ ἅγιο βάπτισμα ὅτι ἀπαρνῆσθε καὶ πολεμᾶτε τὸν σατανᾶ καὶ ὅλα τὰ ἔργα του καὶ κάθε λατρεία του καὶ κάθε ἁμαρτία του, τὰ ὁποῖα ἔργα του εἶναι αὐτὰ τῆς φιληδονίας, τῆς φιλοδοξίας καὶ τῆς φιλαργυρίας καὶ τὰ ὑπόλοιπα πάθη. Ὁπότε καὶ νὰ ἀγωνίζεστε, ὅσο μπορεῖτε, γιὰ νὰ κατατροπώσετε, γιὰ νὰ τὸν ντροπιάσετε καὶ γιὰ νὰ τὸν νικήσητε μὲ ὅλη σας τὴν τελειότητα. Ποιὰ δὲ εἶναι ἡ πληρωμὴ καὶ ὁ μισθός, ποὺ ἔχετε νὰ πάρετε γιὰ αὐτὴ τὴ νίκη σας; Πολὺς καὶ μεγάλος. Καὶ ἀκοῦστε αὐτὸ αὐτολεξεί ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ στόμα τοῦ Κυρίου, ὁποὺ μᾶς τὸ ὑπόσχεται στὴν Ἱερὴ Ἀποκάλυψι. «Σὲ ὅποιον νικήσει θὰ τοῦ δώσω νὰ φάῃ τὸν καρπὸ ἀπὸ τὸ δένδρο τῆς ζωῆς, ποὺ βρίσκεται στὸν παράδεισο τοῦ Θεοῦ μου» (κεφ. 2,7). «Τὸν νικητὴ δὲν θὰ τὸν πειράξη ὁ δεύτερος θάνατος» (Ἀποκ. 2,11). «Σὲ ὅποιον νικήσῃ θὰ τοῦ δώσω ἀπὸ τὸ κρυμμένο μάννα» (Ἀποκ. 2,17). «Στὸ νικητὴ θὰ τοῦ δώσω τὴν ἐξουσία ποὺ κι ἐγὼ πῆρα ἀπὸ τὸν Πατέρα μου κι ἀκόμη θὰ τοῦ δώσω τὸ ἄστρο τὸ πρωινό» (Ἀποκ. 2,28). «Τὸν νικητὴ θὰ τὸν ντύσῃ ὁ Θεὸς μὲ τὰ λευκὰ ροῦχα τῆς νίκης· δὲν θὰ διαγράψω τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς ζωῆς καὶ θὰ τὸν ἀναγνωρίζω ὡς δικό μου μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀγγέλους του» (Ἀποκ. 3,5). «Τὸν νικητὴ θὰ τὸν κάνω στῦλο στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ μου» (Ἀποκ. 3,12). «Τὸν νικητὴ θὰ τὸν βάλω νὰ καθίσῃ μαζί μου στὸν θρόνο μου» (Ἀποκ. 3,21). «Ὁ νικητὴς θὰ τὰ κληρονομήσῃ ὅλα, κι ἐγὼ θὰ εἶμαι Θεός του κι αὐτὸς παιδί μου» (Ἀποκ. 21,7).
Βλέπετε ἀξιώματα; βλέπετε μισθούς; βλέπετε τὸ ὀκταπλάσιο αὐτὸ στεφάνι, τὸ ὁποῖο εἶναι γεμάτο ἄνθη καὶ ἁμαράντινο, ἀλλὰ πολλὰ περισσότερα στεφάνια θὰ σᾶς πλέξουν ἀδελφοί, ἂν νικήσετε τὸν διάβολο· σὲ αὐτὸ λοιπὸν μαθητεύετε, στὸ νὰ ἀγωνίζεστε καὶ νὰ ἐγκρατεύεστε «γιὰ νὰ μὴ πάρη κανένας τὸ στεφάνι σας» (Ἀποκαλ. 3,11). Γιατὶ, εἶναι ἀλήθεια, ὅτι εἶναι ντροπὴ μεγάλη, ἐκεῖνοι μὲν ποὺ ἀγωνίζονται στοὺς σωματικοὺς καὶ ἐξωτερικοὺς ἀγῶνες καὶ στὰ πένταθλα νὰ ἐγκρατεύωνται ἀπὸ ὅλα, γιὰ νὰ πάρουν ἕνα φθαρτὸ στεφάνι ἀπὸ ἀγριελιά, ἢ σέλινο ἢ ἀπὸ κλαδὶ κουκουναριᾶς, ἢ φοινικιᾶς ἢ δάφνης ἢ μυρσίνης ἢ κάποιου ἄλλου φυτοῦ. Καὶ ἐσεῖς ποὺ ἔχετε νὰ πάρετε τέτοιο ἄφθαρτο στεφάνι, νὰ περνᾶτε μὲ ἀμέλεια καὶ ἀδιαφορία τὴν ζωή σας. Καὶ ἂς σᾶς πείσῃ σὲ αὐτὸ ὁ Παύλος ποὺ λέει «Δὲν γνωρίζετε ὅτι οἱ δρομεῖς ὅλοι τρέχουν στὸ στάδιο, ἕνας ὅμως λαμβάνει τὸ βραβεῖο; Τρέχετε, λοιπὸν κι ἐσεῖς ἔτσι, ὥστε νὰ κατακτήσετε τὸ βραβεῖο. Οἱ ἀθλητὲς ποὺ ἑτοιμάζονται γιὰ τὸν ἀγῶνα, ὑποβάλλονται σὲ κάθε εἴδους ἀποχή· ἐκεῖνοι γιὰ νὰ λάβουν ἕνα στεφάνι ποὺ μαραίνεται, ἐνῷ ἐσεῖς ἀμάραντο» (Α´ Κορινθ. 9,24).
Αὐτὴ λοιπὸν τὴ νίκη καὶ τὴ λαμπρότητα αὐτῶν τῶν στεφανιῶν εὔχομαι νὰ ἀπολαύσουμε· νὰ θυμηθῆτε, ἀδελφοί μου, νὰ δεηθῆτε στὸ Κύριο καὶ γιὰ τὴν συγχώρεσι τῶν ἁμαρτιῶν ἐκείνου, ποὺ ἔγινε βοηθός σας αὐτοῦ τοῦ ὡραίου, μέσα ἀπὸ τὸ βιβλίο αὐτῆς τῆς ἐκδόσεως· πάνω ἀπὸ ὅλα, ὅμως, θυμηθῆτε νὰ σηκώσετε τὰ μάτια στὸν οὐρανό, καὶ νὰ εὐχαριστήσετε καὶ νὰ δοξάσετε τὸν Πρωταίτιο καὶ Αὐτοδίδακτο αὐτῆς τῆς νίκης Θεὸ καὶ Ἀρχιστράτηγό σας Ἰησοῦ Χριστό, καὶ ἂς λέγῃ ὁ καθένας πρὸς αὐτὸν ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Ζοροβάβελ «Ἀπὸ ἐσένα προέρχεται ἡ νίκη…. Καὶ ἡ δόξα εἶναι δική σου, καὶ ἐγὼ δικός σου συγγενής» (Β´ Ἔσδρ. 59). Καὶ αὐτὸ τοῦ Προφήτη Δαβὶδ «Σὲ σένα ἀνήκει, Κύριε, ἡ μεγαλωσύνη, καὶ ἡ δύναμις, καὶ τὸ καύχημα, καὶ ἡ νίκη, καὶ ἡ ἐξομολόγησις, καὶ ἡ ἰσχύς» (Α´ Παραλειπ. 29,11). Τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α´.
Σὲ τί βρίσκεται ἡ χριστιανικὴ τελειότητα. Γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσῃ κάποιος, πρέπει νὰ πολεμᾷ. Τὰ τέσσερα ἀναγκαῖα σ᾿ αὐτὸν τὸν πόλεμο.
Τὸ μεγαλύτερο καὶ τελειότερο κατόρθωμα, ποὺ μπορεῖ νὰ πῇ ἢ νὰ συλλογισθῇ ὁ ἄνθρωπος, εἶναι τὸ νὰ πλησίαση κάπως στὸ Θεὸ καὶ νὰ ἑνωθεῖ μὲ αὐτόν. Λοιπόν, ἐὰν ἐσύ, ἀγαπητέ μου ἐν Χριστῷ ἀναγνώστη, ἐπιθυμεῖς νὰ φθάσης σὲ αὐτὴν τὴν κορυφή, πρῶτα πρέπει νὰ γνωρίσῃς, ἀπὸ τί ἀποτελεῖται ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἡ χριστιανικὴ τελειότητα (1). Γιατὶ, εἶναι πολλοί, ποὺ λένε, πὼς αὐτὴ ἡ ζωὴ καὶ ἡ τελειότητα βρίσκεται στὶς νηστεῖες, στὶς ἀγρυπνίες, στὶς γονυκλισίες, στὶς χαμαι-κοιτίες καὶ σὲ ἄλλες παρόμοιες σκληραγωγίες τοῦ σώματος. Ἄλλοι πάλι λένε πὼς βρίσκεται στὶς πολλὲς προσευχὲς καὶ στὶς μεγάλες ἀκολουθίες. Καὶ ἄλλοι πολλοὶ νομίζουν, ὅτι ἡ τελειότητα βρίσκεται ὁλόκληρη στὴ νοερὰ προσευχή (2), στὴ μοναξιὰ καὶ στὴν ἀναχώρησι, στὴ σιωπὴ καὶ στὴν ἐκπαίδευσι μὲ τὸν κανόνα· δηλαδή, τὸ νὰ βαδίζουν μὲ τὸν κανόνα καὶ τὸ μέτρο, καὶ οὔτε νὰ φτάνουν σὲ ὑπερβολές, οὔτε σὲ ἐλλείψεις. Οἱ ἀρετὲς ὅμως αὐτές, μόνες τους, δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε ὡς χριστιανικὴ τελειότητα, ἀλλὰ εἶναι ἄλλοτε μέσα καὶ ὄργανα, γιὰ νὰ ἀπολαύσῃ κάποιος τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄλλοτε πάλι εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Καὶ ὅτι μὲν εἶναι πολὺ δυνατὰ ὄργανα, γιὰ τὴν ἀπόλαυσι τῆς χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία, γιατὶ βλέπουμε πολλοὺς ἐναρέτους ποὺ τὰ μεταχειρίζονται ὅπως πρέπει, μὲ αὐτὸ τὸν σκοπόν, γιὰ νὰ ἀποκτήσουν δηλαδὴ ἰσχὺ καὶ δύναμι κατὰ τῆς κακίας καὶ τῆς χαλαρότητας, γιὰ νὰ δυναμώνουν ἐναντίον τῶν πειρασμῶν καὶ τῆς πλάνης τῶν τριῶν κοινῶν ἐχθρῶν, δηλαδὴ τῆς σάρκας, τοῦ κόσμου καὶ τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ παίρνουν ἀπὸ ἐκεῖνες τὴν πνευματικὴ βοήθεια, ποὺ εἶναι ἀναγκαῖες σὲ ὅλους τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ, καὶ μάλιστα στοὺς ἀρχαρίους, καὶ ἁπλά, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦν νὰ πάρουν τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· δηλαδή, «Πνεῦμα γνώσεως καὶ εὐσεβείας· Πνεῦμα βουλῆς καὶ ἰσχύος· Πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως· Πνεῦμα φόβου Θεοῦ», καθὼς τὰ ἀπαριθμεῖ ὁ Ἡσαΐας (11,2).
Ὅτι αὐτὲς οἱ πράξεις εἶναι καὶ καρπὸς τοῦ Πνεύματος καὶ ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν «ἀγάπη, χαρά, πίστι, ἐγκράτεια» (Γάλ. 5,22), ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος, καὶ αὐτὸ εἶναι χωρὶς ἀμφιβολία. Γιατὶ οἱ πνευματικοὶ ἄνδρες παιδεύουν τὸ σῶμα μὲ αὐτὲς τὶς σκληραγωγίες, γιατὶ λύπησε τὸν Ποιητή του (3) καὶ γιὰ νὰ τὸ κρατᾶνε πάντα ταπεινωμένο καὶ ὑποτεταγμένο στὸ νὰ ἐργάζεται τὰ τοῦ Θεοῦ. Σιωποῦν καὶ μονάζουν, γιὰ νὰ ἀποφεύγουν καὶ τὴν παραμικρὴ λύπη πρὸς τὸν Θεό. Προσεύχονται καὶ προσέχουν στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ στὰ ἔργα τῆς εὐσέβειας, γιὰ νὰ ἔχουν τὸ πολίτευμά τους στοὺς οὐρανούς· μελετᾶνε τὴ ζωὴ καὶ τὸ πάθος τοῦ Κυρίου μας, ὄχι γιὰ τίποτα ἄλλο, παρὰ νὰ γνωρίσουν περισσότερο τὴν δική τους κακία, καὶ τὴν ἀγαθότητα καὶ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, ἀκολουθοῦν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ τὸ νὰ ἀπαρνοῦνται τὸν ἑαυτό τους καὶ μὲ τὸ σταυρὸ στοὺς ὤμους, γιὰ νὰ θερμαίνωνται περισσότερο στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ μῖσος τοῦ ἑαυτοῦ των.
Οἱ ἀρετὲς ὅμως ποὺ ἀναφέρθηκαν, μποροῦν νὰ προξενήσουν σὲ ἐκείνους, ποὺ θέτουν ὅλο τους τὸ βάρος σὲ αὐτές, περισσοτέρη βλάβη ἀπὸ τὶς φανερὲς ἁμαρτίες· ὄχι ἐξαιτίας αὐτῶν (γιατί, αὐτὲς εἶναι ὅλες ἁγιώτατες), ἀλλ᾿ ἐξ αἰτίας ἐκείνων ποὺ τὶς μεταχειρίζονται, ἐπειδή, αὐτοὶ προσέχοντας σ᾿ αὐτὲς μόνο, ἀφήνουν τὴν καρδιά τους νὰ τρέχῃ στὰ δικά τους θελήματα καὶ τὰ θελήματα τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος βλέποντάς τους πὼς πηγαίνουν ἀπὸ τὸν εὐθὺ δρόμο, τοὺς ἀφήνει ὄχι μόνον νὰ ἀγωνίζωνται μὲ χαρὰ σὲ αὐτοὺς τοὺς σωματικοὺς ἀγῶνες, ἀλλὰ ἀκόμη νὰ ἐπεκτείνωνται, μὲ τὸν μάταιο λογισμό τους, καὶ ὡς στὰ μεγαλεῖα του Παραδείσου. Ὅθεν καὶ νομίζουν οἱ τοιοῦτοι πὼς ὑψώθησαν μέχρι τὰ τάγματα τῶν Ἀγγέλων καὶ πὼς αἰσθάνονται τὸν Θεὸ μέσα τους· καὶ κάποτε, βυθισμένοι μέσα σὲ κάποιες σκέψεις καὶ λογισμοὺς περιέργους καὶ ὑψηλούς, νομίζουν πὼς ἄφησαν σχεδὸν τὸν κόσμο αὐτὸν καὶ ἁρπάγησαν μέχρι τὸν τρίτο οὐρανό.
Ἀλλά, σὲ πόσα σφάλματα εἶναι μπλεγμένοι αὐτοὶ καὶ πόσο εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ τελειότητα, μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβη ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τὰ ἤθη τους. Γιατὶ, αὐτοὶ θέλουν νὰ προτιμοῦνται ἀπὸ τοὺς ἄλλους σὲ κάθε τί ποὺ ὑπάρχει· εἶναι ἰδιόρρυθμοι καὶ ἰσχυρογνώμονες στὸ θέλημά τους, εἶναι τυφλοὶ σε ὅλα τὰ δικά τους, μὲ ἐπιμέλεια ὅμως ἐξετάζουν τοὺς λόγους καὶ τὶς πράξεις τῶν ἄλλων, ἂν τοὺς ἀγγίξη κάποιος λίγο στὴ μάταιη ὑπόληψι τῆς τιμῆς τους, ποὺ αὐτοὶ νομίζουν πὼς ἔχουν καὶ ποὺ (σὲ ὑπόληψι) θέλουν νὰ τοὺς ἔχουν καὶ οἱ ἄλλοι· ἢ ἐὰν τοὺς ἐμπόδιση κάποιος ἀπὸ κεῖνες τὶς εὐλάβειες καὶ τὶς ἀρετές, μὲ τὶς ὁποῖες καταπιάνονται (ὁ Θεὸς νὰ φυλάει!) ἀμέσως συγχύζονται, ἀμέσως ἀνάβουν ὅλοι ἀπὸ θυμὸ καὶ γίνονται ἔξαλλοι.
Καί, ἂν ὁ Θεὸς θέλοντας νὰ τοὺς φέρῃ σὲ ἀκριβὴ γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ στὸν ἀληθινὸ δρόμο τῆς τελειότητας, τοὺς στείλη θλίψεις καὶ ἀρρώστειες ἢ παραχωρήσῃ νὰ τοὺς ἔρθουν διωγμοὶ (οἱ ὁποῖοι εἶναι τὸ δοκιμαστήριο ποὺ δοκιάζει τοὺς γνήσιους καὶ ἀληθινοὺς δούλους του), τότε φανερώνουν τὰ κρυφὰ τῆς καρδιᾶς τους, πὼς εἶναι διεφθαρμένοι ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Γιατὶ, σὲ κάθε λυπηρὸ γεγονὸς ποὺ συμβαίνει, δὲν θέλουν νὰ ἀκολουθήσουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μένουν ἀναπαυμένοι στὶς δίκαιες, ἂν καὶ κρυφὲς κρίσεις τοῦ Θεοῦ, οὔτε θέλουν κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ ταπεινωθέντα καὶ παθόντα Υἱοῦ αὐτοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ ταπεινωθοῦν κάτω ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα, ἔχοντας γιὰ ἀγαπητοὺς φίλους τους τοὺς διῶκτες, σὰν ὄργανα τῆς θείας ἀγαθότητας καὶ συνεργοὺς τῆς σωτηρίας τους.
Ὁπότε εἶναι φανερὸ πὼς βρίσκονται σὲ μεγάλο κίνδυνο. Γιατὶ, ἔχοντας τὸ ἐσωτερικὸ μάτι, δηλαδὴ τὸν νοῦ τους, σκοτεινό, βλέπουν μὲ ἐκεῖνο τὸν ἑαυτόν τους· καὶ σκεπτόμενοι νὰ πετύχουν τὶς ἐξωτερικὲς πράξεις ποὺ κάνουν, πὼς εἶναι καλές, νομίζουν πὼς ἔφτασαν στὴν τελειότητα· καὶ κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ὑπερηφανευόμενοι, κατακρίνουν τοὺς ἄλλους. Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀλλάξη ἄλλος κάποιους ἀπὸ αὐτούς, πάρα μόνο μία ξεχωριστὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ εὐκολώτερα μετατρέπεται στὸ καλὸ ὁ φανερὸς ἁμαρτωλός, παρὰ ὁ ἀπόκρυφος καὶ σκεπασμένος μὲ τὸ κάλυμμα τῶν φαινομενικῶν ἀρετῶν.
Τώρα λοιπὸν ποὺ γνώρισες πολὺ καλὰ ὅτι ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἡ τελειότητα δὲν στέκεται σὲ αὐτὲς τὶς ἀρετές, ποὺ εἴπαμε, γνώριζε ὅτι δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ ἄλλα παρὰ ἀπὸ (4) τὴν γνῶσι τῆς ἀγαθότητας καὶ τῆς μεγαλειότητας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δικῆς μας μηδεναμηνότητας καὶ κλίσεως σὲ κάθε κακὸ στὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ μῖσος τοῦ ἑαυτοῦ μας· στὴν ὑποταγή, ὄχι μόνο του Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν κτισμάτων, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὴν ἀποστροφὴ κάθε δικοῦ μας θελήματος, τέλειας ὑπακοῆς στὸ Θεῖο θέλημα· καὶ ἀκόμη, νὰ τὰ θέλουμε ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ τὰ κάνουμε ξεκάθαρα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ (5) καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀρέσουμε σὲ αὐτόν, καὶ γιατὶ ἔτσι θέλει καὶ αὐτὸς καὶ ἔτσι πρέπει νὰ τὸν ἀγαπᾶμε καὶ νὰ τὸν ὑπηρετοῦμε.
Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος τῆς ἀγάπης, αὐτὸς ποὺ ἔχει γραφτεῖ ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ στὶς καρδίες τῶν πιστῶν δούλων του. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὴν ὁποία ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Θεός. Αὐτὸς εἶναι ὁ γλυκὸς ζυγὸς τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸ φορτίο του τὸ ἐλαφρό. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑποταγὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία μᾶς προσκαλεῖ ὁ λυτρωτής μας καὶ Διδάσκαλος μὲ τὸ δικό του παράδειγμα καὶ μὲ τὴ φωνή του (6).
Λοιπόν, ἐσὺ ἀδελφέ, ποὺ ἐπιθυμεῖς νὰ φθάσης στὸ ὕψος αὐτῆς τῆς τελειότητας, ἐπειδὴ καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνῃς μία ἀκατάπαυστη πάλη μὲ τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ νικήσῃς γενναῖα καὶ νὰ ἐξουδετερώσῃς ὅλα τὰ θελήματα μεγάλα καὶ μικρά, ἀναγκαστικά, πρέπει νὰ ἑτοιμασθῇς μὲ κάθε προθυμία τῆς ψυχῆς σου σὲ αὐτὸ τὸν πόλεμο (γιατί, τὸ στεφάνι δὲν δίνεται σὲ ἄλλο, παρὰ μόνο στὸν γενναῖο πολεμιστή)· ὁ ὁποῖος πόλεμος, καθὼς εἶναι δυσκολώτερος ἀπὸ κάθε ἄλλο πόλεμο (γιατὶ πολεμώντας ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ μας, πολεμούμαστε ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτό μας), ἔτσι καὶ ἡ νίκη ποὺ πετυχαίνουε σὲ αὐτόν, θὰ εἶναι ἐνδοξότερη ἀπὸ κάθε ἄλλη, καὶ περισσότερο εὐπρόσδεκτη στὸν Θεό. Γιατὶ ἂν θελήσῃς νὰ θανατώσῃς τὰ ἄτακτα πάθη σου, καὶ τὶς ἐπιθυμίες καὶ θελήματά σου, θὰ ἀρέσῃς στὸν Θεὸ περισσότερο, καὶ θὰ τὸν ὑπηρετῆς καλύτερα, παρὰ νὰ μαστιγώνεσαι μέχρι νὰ βγάλης αἷμα, καὶ νὰ νηστεύῃς περισσότερο ἀπὸ τοὺς παλιοὺς ἐρημῖτες, καὶ παρὰ νὰ ἐπέστρεφες στὸ καλὸ χιλιάδες ψυχές, ὄντας ἐσὺ κυριευμένος ἀπὸ τὰ πάθη (7).
Γιατὶ, ἂν κι ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ περισσότερο τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ψυχῶν, ἀπὸ τὴ νέκρωσι ἑνὸς μικροῦ θελήματος, ὅμως ἐσύ, ἀγαπητέ, δὲν πρέπει νὰ θέλῃς, οὔτε νὰ κάνῃς τίποτα ἄλλο βασικώτερο, ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ὁ Θεὸς ζητᾷ, καὶ θέλει πλέον ἀποκλειστικὰ ἀπὸ σένα· γιατὶ αὐτός, βεβαιότατα, καλύτερα εὐχαριστεῖται στὸ νὰ ἀγωνίζεσαι γιὰ νὰ ἀπονεκρώσῃς ἐσὺ τὰ δικά σου πάθη, παρὰ στὸ νὰ κάνῃς ὁποιοδήποτε ἄλλο πρᾶγμα, καὶ ἂς εἶναι μεγάλο καὶ σπουδαῖο, παραβλέποντας τὰ πάθη σου.
Τώρα λοιπόν, ποὺ ἔμαθες ἀπὸ τί ἀποτελεῖται ἡ χριστιανικὴ τελειότητα καὶ ὅτι γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσῃς πρέπει νὰ ἔχῃς ἕνα παντοτινὸ καὶ σκληρότατο πόλεμο ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ σου, εἶναι ἀνάγκη νὰ προμηθευτῇς τέσσερα πράγματα, σὰν ὁπλισμὸ πολὺ ἀσφαλῆ καὶ ἀναγκαῖο, γιὰ νὰ γίνῃς νικητὴς σὲ αὐτὸν τὸν ἀόρατο πόλεμο καὶ νὰ λάβης τὸ στεφάνι. Καὶ αὐτὰ εἶναι: α) τὸ νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι ποτὲ τὸν ἑαυτόν σου, β) τὸ νὰ ἔχῃς πάντα ὅλο σου τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεὸ γ) τὸ νὰ ἀγωνίζεσαι πάντα· καὶ δ) τὸ νὰ προσεύχεσαι. Γιὰ αὐτὰ θέλω νὰ σοῦ μιλήσω ξεχωριστά, σὺν Θεῷ, σύντομα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β´.
Δὲν πρέπει νὰ ἐμπιστευώμαστε, οὔτε νὰ δίνουμε θάρρος ποτὲ στὸν ἑαυτό μας.
Τὸ νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι τὸν ἑαυτόν σου (8), ἀγαπητέ μου ἀδελφέ, εἶναι τόσο ἀναγκαῖο σε αὐτὸν τὸν πόλεμο, ποὺ χωρὶς αὐτό, νὰ εἶσαι βέβαιος, ὅτι, ὄχι μόνον δὲν θὰ μπορέσεις νὰ πετύχεις τὴ νίκη ποὺ ἐπιθυμεῖς, ἀλλ᾿ οὔτε κἂν νὰ ἀντισταθεῖς στὸ παραμικρὸ καὶ αὐτό, ἂς τυπωθεῖ καλὰ στὸ νοῦ σου.
Γιατὶ, ἐμεῖς πράγματι, ὄντας φυσικὰ διεφθαρμένοι ἀπὸ τὴ φύσι μας ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς παραβάσεως τοῦ Ἀδάμ, ἔχουμε σὲ μεγάλη ὑπόληψι τὸν ἑαυτό μας, ἡ ὁποία ἂν καὶ δὲν εἶναι ἀλήθεια, παρὰ ἕνα ψέμα καὶ τίποτα ἄλλο, ἐμεῖς ὅμως, νομίζουμε μὲ μία ἀπατηλὴ ἐντύπωση, πὼς εἴμαστε κάποιοι (9). Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἐλάττωμα, ποὺ πολὺ δύσκολα ἀναγνωρίζεται, καὶ ποὺ δὲν ἀρέσει στὸ Θεό, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ νὰ ἔχουμε ἐμεῖς μία γνῶσι χωρὶς δόλο γι᾿ αὐτὴ τὴν βεβαιότατη ἀλήθεια.
Δηλαδή, νὰ ξέρουμε, ὅτι κάθε χάρι καὶ ἀρετὴ ποὺ ἔχουμε, προέρχεται ἀπὸ αὐτὸν μόνο, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ καὶ ὅτι, ἀπὸ μᾶς, δὲν μπορεῖ νὰ προέλθη κανένα καλό, οὔτε κανένας καλὸς λογισμός, ποὺ νὰ τοῦ ἀρέσῃ. Ἂν καὶ αὐτὴ ἡ ἀναγκαιότατη ἀλήθεια (δηλαδή, τὸ νὰ μὴ πιστεύουμε στὸν ἑαυτόν μας) εἶναι ἔργο τοῦ θεϊκοῦ του χεριοῦ, ποὺ συνηθίζει νὰ τὸ δίνη στοὺς ἀγαπημένους του φίλους, πότε μὲ ἐμπνεύσεις καὶ φωτισμούς, πότε μὲ σκληρὰ μαστιγώματα καὶ θλίψεις, πότε μὲ βίαιους καὶ σχεδὸν ἀνίκητους πειρασμούς, καὶ πότε μὲ ἄλλα μέσα, ποὺ ἐμεῖς δὲν καταλαβαίνουμε· μὲ ὅλα αὐτά, θέλει νὰ γίνεται καὶ ἀπὸ μέρους μας ἐκεῖνο, ποὺ ἀνήκει, καὶ εἶναι δυνατὸν σὲ μᾶς. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, ἀδελφέ μου, σοῦ σημειώνω ἐδῶ τέσσερεις τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους μπορεῖς, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νὰ πετύχης αὐτὴ τὴν ἀμφιβολία τοῦ ἑαυτοῦ σου, δηλαδή, τὸ νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι ποτὲ τὸν ἑαυτό σου.
Ὁ α´ εἶναι τὸ νὰ γνωρίσῃς τὴν μηδαμινότητά σου (10) καὶ νὰ σκεφθῇς, ὅτι ἀπὸ μόνος σου δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς κανένα καλό, γιὰ τὸ ὁποῖο νὰ γίνῃς ἄξιος της βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Ὁ β´ τὸ νὰ ζητῇς γι᾿ αὐτὸ πολλὲς φορὲς βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ θερμὲς καὶ ταπεινὲς δεήσεις, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι χάρισμα δικό Του· καὶ ἂν θέλῃς νὰ τὸ πάρης, πρέπει πρῶτα νὰ σκεφθῇς τὸν ἑαυτό σου, ὄχι μόνο γυμνὸ ἀπὸ αὐτὴ τὴ γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ σου, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὰ πάντα ἀδύνατο νὰ τὴν ἀπόκτησεις· ἔπειτα, νὰ μιλᾷς μὲ οἰκειότητα πολλὲς φορὲς μπροστὰ στὴ μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ, καὶ πιστεύω σταθερά, ἐξ αἰτίας τοῦ πελάγους τῆς εὐσπλαγχνίας του, θὰ σοῦ τὴν δώσῃ, ὅταν αὐτὸς γνωρίσῃ, μὴν ἀμφιβάλλῃς καθόλου, ὅτι θὰ τὴν ἀπολαύσεις.
Ὁ γ´ τρόπος, εἶναι τὸ νὰ συνηθίσῃς νὰ φοβᾶσαι πάντα τὸν ἑαυτό σου· νὰ φοβᾶσαι τοὺς ἀναρίθμητους ἐχθρούς, στοὺς ὁποίους, δὲν εἶσαι δυνατὸς νὰ κάνῃς οὔτε τὴν παραμικρὴ ἀντίστασι, νὰ φοβᾶσαι τὴ πολὺ δυνατή τους συνήθεια στὸ νὰ πολεμοῦν τὶς πανουργίες, τὰ στρατηγήματά τους, τὶς μεταμορφώσεις τους σὲ ἀγγέλους φωτός· τὰ ἀναρίθμητα τεχνάσματα καὶ παγίδες, ποὺ σοῦ στήνουν κρυφὰ στὸν ἴδιο τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς.
Ὁ δ´ τρόπος εἶναι, ὅταν πέσῃς σὲ κανένα ἐλάττωμα νὰ σκεφθῇς καθαρὰ τὴν ἀπόλυτη ἀδυναμία σου· ἐπειδή, γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ παραχώρησε ὁ Θεὸς νὰ πέσῃς, γιὰ νὰ μάθης καλύτερα τὴν ἀσθένεια σου (11) καὶ ἔτσι νὰ μάθης, ὄχι μόνο νὰ περιφρονῇς ἐσὺ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό σου σὰν ἕνα τίποτα, ἀλλὰ καὶ νὰ θέλῃς νὰ σὲ καταφρονοῦν καὶ οἱ ἄλλοι σὰν τέτοιου εἴδους ἀσθενῆ. Γιατὶ χωρὶς αὐτὴ τὴν θέλησι, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γίνῃ αὐτὴ ἡ ἐνάρετη δυσπιστία τοῦ ἑαυτοῦ σου, ἡ ὁποία ἔχει τὸ θεμέλιό της στὴν ἀληθινὴ ταπείνωσι καὶ στὴν προλεγόμενη ἔμπρακτη γνῶσι τῆς δοκιμῆς.
Ὁπότε, καθ᾿ ἕνας βλέπει πόσο ἀπαραίτητο εἶναι σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸ οὐράνιο φῶς, τὸ νὰ γνωρίσῃ τὸν ἑαυτό του, τὴν ὁποία γνῶσι συνηθίζει νὰ τὴν δίνη ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ στοὺς ὑπερήφανους καὶ προληπτικούς, μέσα ἀπὸ τὶς πτώσεις, ἀφίνοντάς τους δηλαδὴ μὲ δίκαιο τρόπο νὰ πέφτουν σὲ κανένα ἐλάττωμα (ἀπὸ τὸ ὁποῖο νομίζουν πὼς ἠμποροῦν νὰ φυλαχτοῦν) γιὰ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀδυναμία τους, καὶ νὰ μὴ ἐπιστεύωνται πλέον στὸν ἑαυτόν τους καθόλου.
Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ μέσο, τὸ τόσο ἄθλιο καὶ ἀναγκαστικό, δὲν συνηθίζει νὰ τὸ μεταχειρίζεται πάντοτε ὁ Θεός, παρά, ὅταν τὰ ἄλλα μέσα, τὰ πιὸ ἐλεύθερα, ὅπως εἴπαμε, δὲν προξενοῦν στὸν ἄνθρωπο αὐτὴ τὴν ἐπίγνωσι τοῦ ἑαυτοῦ του· γιατὶ τότε παραχωρεῖ νὰ πέσῃ ὁ ἄνθρωπος σὲ σφάλματα τόσο μεγαλύτερα ἢ μικρότερα, ὅσο εἶναι μεγαλύτερη ἢ μικρότερη καὶ ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ ὑπόληψις, ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτό του· ὥστε, ὅπου δὲν ὑπάρχει καμία ἀπολύτως ὑπόληψις, καθὼς συνέβη στὴν Παρθένο Μαρία, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει παρομοίως οὔτε καὶ καμία πτῶσις· λοιπόν, ὅταν ἐσὺ πέσεις, τρέξε ἀμέσως μὲ τὸν λογισμὸ στὴ ταπεινὴ γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ σου, καὶ μὲ ἐπίμονη προσευχὴ ζήτησε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ σοῦ δώσῃ τὸ ἀληθινὸ φῶς, γιὰ νὰ γνωρίσῃς τὴν μηδαμινότητά σου καὶ νὰ μὴν δείχνῃς ἐμπιστοσύνη καθόλου στὸν ἑαυτόν σου, ἐὰν θέλῃς νὰ μὴ πέσῃς πάλι καὶ μάλιστα σὲ μεγαλύτερη βλάβη καὶ φθορά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ´.
Ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό.
Εἶναι πολὺ ἀναγκαῖο σε αὐτὸν τὸν πόλεμο, τὸ νὰ μὴν ἐμπιστευώμαστε τὸν ἑαυτόν μας, ὅπως εἴπαμε· παρόλα αὐτά, ἐὰν ἀπελπισθοῦμε μόνο, δηλαδή, ἐὰν ἀποβάλουμε, μόνον κάθε πεποίθησι τοῦ ἑαυτοῦ μας, βέβαια, ἢ τραποῦμε σὲ φυγή, ἢ θὰ νικηθοῦμε, καὶ θὰ κυριευθοῦμε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Γι᾿ αὐτό, κοντὰ στὴ ὁλοκληρωτικὴ ἀπάρνησι τοῦ ἑαυτοῦ μας, χρειάζεται ἀκόμη καὶ ἡ πλήρης ἐλπίδα καὶ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό, ἐλπίζοντας δηλαδὴ ἀπὸ αὐτὸν μόνο κάθε καλὸν καὶ κάθε βοήθεια καὶ νίκη. Γιατὶ, καθὼς ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ὅπου εἴμαστε τὸ τίποτα, τίποτα ἄλλο δὲν περιμένουμε, παρὰ γκρεμίσματα καὶ πτώσεις, γιὰ τὰ ὁποῖα καὶ πρέπει νὰ μὴν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό μας τελείως, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ ἀπολαύσουμε ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὸν Θεὸν κάθε νίκη, ἀμέσως μόλις ὁπλίσουμε τὴν καρδιά μας μὲ μίαν ζωντανὴ ἐλπίδα σὲ αὐτόν, ὅτι θὰ λάβουμε τὴν βοήθειά του σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο τὸ ψαλμικὸ «σ᾿ αὐτὸν ἔλπισε ἡ καρδιά μου καὶ βοηθήθηκα» (Ψαλμ. 27,9).
Αὐτὴν τὴν ἐλπίδα, μαζὶ καὶ βοήθεια, μποροῦμε νὰ πετύχουμε γιὰ τέσσερις λόγους.
α) Γιατὶ τὴν ζητᾶμε ἀπὸ ἕνα Θεό, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ νὰ εἶναι Παντοδύναμος, ὅ,τι θέλει μπορεῖ νὰ τὸ κάνῃ καὶ στὴ συνέχεια μπορεῖ νὰ βοηθήσῃ καὶ μᾶς.
β) Γιατὶ, τὴν ζητᾶμε ἀπὸ ἕνα Θεὸ ὁ ὁποῖος, ὄντας ἄπειρα σοφός, ὅλα, τὰ πάντα γνωρίζει μὲ πλήρη τελειότητα, καὶ ἑπομένως γνωρίζει ὅλο ἐκεῖνο ποὺ ταιριάζει στὴ σωτηρία μας.
γ) Γιατὶ ζητᾶμε αὐτὴ τὴν βοήθεια, ἀπὸ ἕνα Θεό, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ εἶναι ἀτέλειωτα ἀγαθός, μὲ μία ἀγάπη καὶ θέλησι ποὺ δὲν περιγράφεται, εἶναι πάντα ἕτοιμος γιὰ νὰ δώσῃ ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα, καὶ ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή, ὅλη τὴ βοήθεια ποὺ μᾶς χρειάζεται, γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ ὁλοκληρωτικὴ νίκη τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀμέσως ὅταν τρέξουμε στὴν ἀγκαλιά του μὲ σταθερὴ ἐλπίδα.
Καὶ πῶς εἶναι δυνατόν, ὁ καλὸς ἐκεῖνος Ποιμένας μας, ποὺ ἔτρεχε τριαντατρία χρόνια ἀναζητώντας τὸ χαμένο πρόβατο, μὲ τόσο δυνατὲς φωνές, ποὺ βράχνιασε ὁ λάρυγκας, ποὺ περπάτησε δρόμο τόσο κοπιαστικὸ καὶ ἀκανθώδη, ποὺ ἔχυσε ὅλο του τὸ αἷμα καὶ ἔδωσε τὴ ζωή, πῶς εἶναι δυνατόν, λέω, τώρα ποὺ αὐτὸ τὸ πρόβατο ἀκολουθεῖ πίσω του, καὶ μὲ ἐπιθυμία φωνάζει, καὶ τὸν παρακαλεῖ, νὰ μὴ γυρίσῃ σὲ αὐτὸ τοὺς ὀφθαλμούς του; πῶς μπορεῖ νὰ μὴν τὸ ἀκούσῃ; καὶ νὰ μὴν τὸ βάλη στοὺς θείους του ὥμους, κάνοντας γιορτὴ μὲ ὅλους τοὺς Ἀγγέλους τοῦ οὐρανοῦ; καὶ ἂν ὁ Θεός μας δὲν παύει ἀπὸ τὸ νὰ γυρεύῃ μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια καὶ ἀγάπη, νὰ βρῇ κατὰ τὴν εὐαγγελικὴ παραβολή, τὴ χαμένη δραχμή, τὸν τυφλὸ καὶ κωφὸ ἁμαρτωλό, πῶς γίνεται τώρα νὰ ἐγκαταλείψη αὐτόν, ποὺ σὰν χαμένο πρόβατο, φωνάζει καὶ καλεῖ τὸν δικό του Ποιμένα; καὶ ποιὸς θὰ πιστέψη ποτέ, πὼς ὁ Θεός, ποὺ χτυπάει πάντα τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἐπιθυμώντας νὰ μπῆ μέσα καὶ νὰ δειπνήσῃ, σύμφωνα μὲ τὴν ἱερὴ Ἀποκάλυψι (12), δίνοντας σὲ αὐτὸν τὰ χαρίσματά του, ὅτι, ὅταν τοῦ ἀνοίγῃ τὴν καρδιὰ ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸν προσκαλῇ, αὐτὸς θὰ ἔπρεπε νὰ κάνῃ μὲ τὴν θέλησί του τὸν κωφὸ καὶ νὰ μὴ θέλῃ νὰ μπῆ;
Ὁ δ᾿ τρόπος γιὰ ν᾿ ἀπόκτηση κάποιος αὐτὴν τὴν στὸ Θεὸν ἐλπίδα καὶ βοήθεια, εἶναι τὸ νὰ τρέξη μὲ τὴν μνήμη του στὴν ἀλήθεια τῶν θείων Γραφῶν, οἱ ὁποῖες, σὲ τόσα μέρη ἂς δείχνουν φανερά, ὅτι δὲν ἔμεινε ποτὲ ντροπιασμένος καὶ ἀβοήθητος, ὅποιος ἔλπισε στὸν Θεό. «Κοιτάξτε τὶς ἀρχαῖες γενεὲς καὶ στοχασθῆτε· ποιὸς ἐμπιστεύθηκε στὸν Κύριο καὶ καταντροπιάσθηκε;» (Σειρὰχ 2,9) (13).
Μὲ τὰ τέσσαρα λοιπὸν αὐτὰ ὅπλα ὁπλίσου, ἀδελφέ μου. Καὶ ἄρχισε τὸ ἔργο, καὶ πολέμησε γιὰ νὰ νικήσῃς· καὶ βέβαια ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἀποκτήσῃς, ὄχι μόνον τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐλπίδα στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀπελπισία στὸν ἑαυτό σου, γιὰ τὴν ὁποία δὲν παραλείπω νὰ σοῦ ὑπενθυμίσω καὶ σὲ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο, ὅτι ἔχεις πολλὴ ἀνάγκη ἀπὸ τὴν γνῶσι της· ἐπειδή, στὸν ἄνθρωπο εἶναι τόσον πολὺ προσκολλημένη ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του, ὅτι εἶναι κατὰ κάποιον τρόπο κάτι καὶ τόσο λεπτή, ποὺ σχεδὸν πάντα ζῇ κρυφὰ μέσα στὴν καρδιά μας, καὶ μᾶς φαίνεται πὼς δὲν ἔχομε ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό μας καὶ ἔχομε ἐλπίδα στὸ Θεό. Ὁπότε, γιὰ νὰ φεύγῃς ἐσύ, ὅσο μπορεῖς, αὐτὴ τὴν μάταιη ὑπόληψι, καὶ νὰ ἐργάζεσαι μὲ τὴν ἔλλειψι ἐπιστοσύνης στὸν ἑαυτό σου καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό, εἶναι ἀνάγκη νὰ προπορεύεται ἡ σκέψις τῆς ἀδυναμίας σου, πιὸ πρὶν ἀπὸ τὴν σκέψη τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ, καὶ πάλι αὐτὲς οἱ δυὸ μαζὶ νὰ προπορεύωνται πρὶν ἀπὸ κάθε μας πρᾶξι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ´.
Πῶς μπορεῖ νὰ γνωρίσει κάποιος ἐὰν ἐργάζεται μὲ τὴν μὴ ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐλπίδα στὸν Θεό.
Πολλὲς φορὲς νομίζουν μερικοὶ αὐθάδεις ὅτι δὲν ἔχουν κανένα θάρρος στὸν ἑαυτό τους καὶ ὅτι ὅλη τους τὴν ἐλπίδα καὶ πεποίθησι, τὴν ἔχουν στὸν Θεό· ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι· καὶ γι᾿ αὐτὸ βεβαιώνονται ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἔρχεται σὲ αὐτοὺς ἀπὸ τὸν ξεπεσμό τους, ὅταν συμβῇ. Γιατὶ ἂν ἴσως αὐτοὶ λυποῦνται στὸν ξεπεσμό τους καί, κατὰ κάποιο τρόπο, ἀπελπίζονται καὶ νομίζουν ὅτι μποροῦν στὸ ἑξῆς νὰ κάνουν καλό, αὐτὸ εἶναι σίγουρο σημεῖο, ὅτι καὶ πρὸ τοῦ ξεπεσμοῦ τους πίστευαν στὸν ἑαυτό τους καὶ ὄχι στὸν Θεό. Καὶ ἐὰν ἡ λύπη καὶ ἡ ἀπελπισία τους εἶναι μεγάλη, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι καὶ πολὺ πίστευαν στὸν ἑαυτό τους καὶ λίγο στὸ Θεό, γιατὶ ὅποιος δὲν ἐμπιστεύεται πολὺ στὸν ἑαυτό του καὶ ἐλπίζει στὸ Θεό, ὅταν ξεπέσει, δὲν ἀπορεῖ τόσο πολύ, οὔτε λυπᾶται ὑπερβολικά, ἐφόσον γνωρίζει, ὅτι αὐτὸ τοῦ συμβαίνει γιὰ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ γιὰ τὴν λίγη ἐλπίδα ποὺ ἔχει στὸν Θεὸ μάλιστα τότε ἀπιστεῖ περισσότερο στὸν ἑαυτό του καὶ μὲ περισσότερη ταπείνωσι ἐλπίζει στὸ Θεὸ καὶ μισώντας περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον τὰ ἄτακτα πάθη, ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ ξεπεσμοῦ του, μὲ ἕνα μεγάλο πόνο ἥσυχο καὶ εἰρηνικό, γιὰ τὴ λύπη τοῦ Θεοῦ, ἀποκτᾷ βέβαια τὴν ἀπιστία στὸν ἑαυτό του, καταδιώκει ὅμως τοὺς ἐχθρούς του μέχρι θανάτου μὲ μεγαλύτερη γενναιότητα καὶ ἀποφασιστικότητα.
Αὐτὰ ποὺ εἶπα, ἐπιθυμῶ νὰ τὰ σκεφθοῦν μερικοί, ποὺ νομίζουν πὼς εἶναι ἐνάρετοι καὶ πνευματικοί, οἱ ὁποῖοι, ὅταν πέσουν σὲ κανένα ἐλάττωμα, δὲν μποροῦν, οὔτε θέλουν νὰ εἰρηνεύσουν καὶ μερικὲς φορὲς θέλοντας νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν πολλὴ λύπη καὶ τὴν ἐνόχλησι, ποὺ τοὺς συμβαίνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ τους, τρέχουν ἀμέσως γι᾿ αὐτὸ καὶ μόνο στὸν πνευματικὸ πατέρα, στὸν ὁποῖον ἔπρεπε κυρίως νὰ πηγαίνουν γιὰ νὰ ξεπλυθοῦν ἀπὸ τὴν μόλυνσι τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ λάβουν δύναμι κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ τους, μὲ τὸ ἁγιώτατο μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἐξομολογήσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε´.
Τὸ λάθος ποὺ κάνουν πολλοὶ νομίζοντας ὡς ἀρετὴ τὴν μικροψυχία.
Σχετικὰ μὲ αὐτό, βρίσκονται σὲ πλάνη πολλοί, ὅσοι νομίζουν γιὰ ἀρετὴ τὴν ὀλιγοψυχία καὶ τὴν ὑπερβολικὴ λύπη ποὺ τοὺς συνοδεύει ὕστερα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μὴ γνωρίζοντας ὅτι αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ κρυφὴ ὑπερηφάνεια καὶ πρόληψι, ποὺ ἔχουν κάνει θεμέλια πάνω στὴν ἐλπίδα καὶ στὸ θάρρος ποὺ ἔχουν στὸ ἑαυτό τους καὶ στὶς δυνάμεις τους. Γιατὶ αὐτοί, ὑπολογίζοντας τὸν ἑαυτό τους ὅτι εἶναι κάτι, κατὰ κάποιον τρόπο, ξεθάρρεψαν πολύ, καὶ βλέποντας μὲ τὴν δοκιμὴ τῆς πτώσεως, ὅτι δὲν ἔχουν καμμία δύναμι, ταράζονται καὶ ἀποροῦν, σὰν γιὰ κανένα πρᾶγμα καινούργιο καὶ ὀλιγοψυχοῦν βλέποντας πεσμένο στὴ γῆ ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο βασίσθηκαν (δηλαδὴ τὸν ἑαυτόν τους), πάνω στὸν ὁποῖο εἶχαν ἀποθέσει τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐλπίδα τους. Αὐτὸ ὅμως δὲν γίνεται καὶ στὸν ταπεινό, ὁ ὁποῖος μόνο στὸ Θεὸ ἔχει τὴν ἐλπίδα καὶ τὸ θάρρος του, χωρὶς νὰ ἔχῃ καμία ἐλπίδα στὸν ἑαυτό του. Γι᾿ αὐτό, ὅταν πέσῃ σὲ κάθε εἴδους σφάλμα, ἂν καὶ αἰσθάνεται πόνο καὶ λύπη, μὲ ὅλο τοῦτο δὲν ταράσσεται, οὔτε ἀπορεῖ. Γιατὶ ξέρει ὅτι αὐτὸ τοῦ συνέβη ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα καὶ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἑαυτοῦ του, ἡ ὁποία γνωρίζεται πολὺ καλὰ μὲ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ´.
Ἄλλες ἐμπειρίες, μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀποκτᾶται ἡ ἀπιστία στὸν ἑαυτό μας καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ τὸ θάρρος στὸ Θεό.
Ἐπειδὴ ὅλη ἡ δύναμις μὲ τὴν ὁποία νικῶνται οἱ ἐχθροί μας, γεννιέται ἀπὸ τὴν μὴ ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό μας καὶ ἀπὸ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό, εἶναι ἀνάγκη νὰ προμηθευθῇς ἀδελφέ μου, ἀπὸ τὶς εἰδήσεις αὐτές, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃς τὴν δύναμι αὐτή, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γνώριζε λοιπὸν μὲ βεβαιότητα, ὅτι, οὔτε ὅλα τὰ προτερήματα, εἴτε φυσικὰ εἶναι, εἶτα ἀποκτημένα, οὔτε ὅλα τὰ χαρίσματα ποὺ δίνονται δωρεάν, οὔτε ἡ γνῶσις ὅλη τῆς θείας Γραφῆς, οὔτε τὸ πῶς ἐργαστήκαμε πολλὰ χρόνια τὸ Θεὸ καὶ συνηθίσαμε στὴν ἐργασία του· ὅλα αὐτά, δὲν θὰ μᾶς κάνουν νὰ ἐκπληρώσουμε τὸ θεῖο του θέλημα, ἂν καὶ σὲ κάθε καλὸ θεάρεστο, ποὺ θὰ πρέπει νὰ κάνουμε καὶ σὲ κάθε κίνδυνο, ποὺ πρέπει νὰ ἀποφύγουμε καὶ σὲ κάθε σταυρὸ ποὺ πρέπει νὰ σηκώσουμε κατὰ τὸ θέλημά του, ἄν, λέω, δὲν ἀνυψώσῃ τὴν καρδιά μας μιὰ ξεχωριστὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν μᾶς δυναμώσῃ γιὰ νὰ τὰ ἐκτελέσουμε, καθὼς εἶπε ὁ Κύριος «χωρὶς ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε» (Ἰωάν. 15,15). Ὥστε, ἐμεῖς πρέπει σὲ ὅλη μας τὴ ζωὴ καὶ σὲ ὅλες τὶς ἡμέρες καὶ ὦρες καὶ στιγμές, νὰ ἔχουμε αὐτὴ τὴν ἀποφασιστικὴ γνώμη, ὅτι μὲ κανένα τρόπο καὶ κανένα λογισμό, δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ ἐμπιστευθοῦμε καὶ νὰ ἐλπίσουμε στὸν ἑαυτό μας.
Γιὰ τὴν στὸ Θεὸ ἐλπίδα, κοντὰ σ᾿ ἐκεῖνα ποὺ σοῦ εἶπα στὸ γ´ κεφάλαιο, γνώριζε, ὅτι δὲν εἶναι ἄλλο εὐκολώτερο στὸ Θεό, ὅσον τὸ νὰ νικήσῃς τοὺς ἐχθρούς σου, τόσο τοὺς λίγους, ὅσο καὶ τοὺς πολλούς· τόσο τοὺς παλιοὺς καὶ ἀνδρείους, ὅσο καὶ τοὺς νέους καὶ ἀδυνάτους. Λοιπόν, μία ψυχή, ἂς εἶναι φορτωμένη ἀπὸ ἁμαρτίες, ἂς ἔχῃ ὅλα τὰ ἐλαττώματα τοῦ κόσμου· ἂς εἶναι μολυσμένη, ὅσο μπορεῖ νὰ φαντασθῇ κάποιος, ἂς δοκίμασε ὅσο θέλησε καὶ ὅσο μπόρεσε νὰ μεταχειρισθῆ κάθε μέσο καὶ ἀγῶνα, γιὰ νὰ ἀφήσῃ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ κάνῃ τὸ καλὸ καὶ δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ ἀποκτήσῃ κανένα μικρὸ μερίδιο καλοῦ, μάλιστα νὰ προχωρᾷ ἀκόμη πιὸ βαθειὰ στὸ κακό, ὅμως, μὲ ὅλα αὐτά, δὲν πρέπει νὰ σταματήσῃ ποτέ, νὰ ἐλπίζῃ στὸν Θεό, οὔτε πρέπει νὰ ἐγκαταλείψη ποτὲ τὰ ὅπλα καὶ τοὺς ἀγῶνες τοὺς πνευματικούς, ἀλλὰ πρέπει νὰ πολεμάει πάντα ἀνδρειωμένα. Γιατὶ, πρέπει νὰ γνωρίζῃς ὅτι σὲ αὐτὸ τὸν ἀόρατο πόλεμο δὲν χάνει ὅποιος δὲν παύσει ποτὲ ἀπὸ τοῦ νὰ πολεμᾷ καὶ νὰ ἐλπίζῃ στὸν Θεό, τοῦ ὁποίου ἡ βοήθεια, δὲν λείπει ποτὲ ἀπὸ τοὺς πολεμιστές του, μολονότι καὶ μερικὲς φορὲς ἐπιτρέπει νὰ μένουν πληγωμένοι· ἂς πολεμεῖ λοιπὸν ὁ καθένας, διότι σ᾿ αὐτὸν τὸν πόλεμο στηρίζεται τὸ πᾶν. Καὶ τὸ ἰατρικὸ εἶναι ἕτοιμο καὶ δραστικό, γιὰ νὰ δοθῆ στοὺς πολεμιστές, ποὺ γυρεύουν τὸν Θεὸ καὶ τὴν βοήθειά του, μὲ σταθερὴ ἐλπίδα. Γιατὶ σὲ καιρὸ ποὺ αὐτοὶ δὲν τὸ ἐλπίζουν, θὰ ἐξαφανισθοῦν οἱ ἐχθροί τους ὅπως ἔχει γραφή, «ἔχασε τὴν πολεμική του δύναμι ὁ μαχητὴς τῆς Βαβυλῶνος» (Ἱερ. 51,30).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ´.
Πῶς πρέπει νὰ ἐκπαιδεύουμε τὸ νοῦ μας, γιὰ νὰ τὸν φυλᾶμε ἀπὸ τὴν ἀμάθεια.
Ἂν ἡ δυσπιστία στὸν ἑαυτό μας καὶ ἡ ἐλπίδα στὸν Θεό, οἱ τόσο ἀπαραίτητες σ᾿ αὐτὸν τὸν πόλεμον, μείνουν μοναχές, ὄχι μόνον δὲν θὰ νικήσουμε, ἀλλὰ καὶ θὰ γκρεισθοῦμε σὲ πολλὰ κακά. Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο, κοντὰ σὲ αὐτὲς χρειάζεται καὶ ἡ ἐκγύμνασι, ποὺ εἶναι τὸ τρίτο πρᾶγμα ποὺ εἴπαμε στὴν ἀρχή, ἡ ὁποία πρέπει νὰ γίνεται πρῶτα μὲ τὸ νοῦ καὶ μὲ τὴ θέλησι. Καὶ τὸν μὲν νοῦ πρέπει νὰ φυλᾶμε ἀπὸ τὴν ἀγνωσία, ἡ ὁποία εἶναι σὲ αὐτὸν πολὺ ἀντίθετη, ἐπειδὴ τὸν σκοτίζει καὶ τοῦ ἐμποδίζει στὴν γνῶσι τῆς ἀλήθειας, ἡ ὁποία εἶναι τὸ δικό του ἀντικείμενο. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸν γυμνάζουμε, ὥστε νὰ γίνῃ λαμπρὸς καὶ καθαρός, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ διακρίνῃ καλὰ ἐκεῖνο ποὺ μᾶς χρειάζεται γιὰ νὰ καθαρίσουμε τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ τὴν στολίσουμε μὲ τὶς ἀρετές.
Αὐτὴ λοιπὸν τὴν λαμπρότητα τοῦ νοῦ μποροῦμε νὰ τὴν ἀποκτήσουμε μὲ δυὸ τρόπους· ὁ πρῶτος καὶ πλέον ἀναγκαῖος, εἶναι ἡ προσευχή, μὲ τὴν ὁποία παρακαλοῦμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ καταδεχθῆ νὰ σκορπίσῃ τὸ θεῖο του φῶς μέσα στὶς καρδιές μας, τὸ ὁποῖο, βέβαια, θὰ τὸ κάνῃ ἂν ζητήσουμε πραγματικὰ μόνο τὸν Θεό, ἂν κάνουμε τὸ θέλημά του τὸ ἅγιο καὶ ἂν ὑποτάξουμε κάθε τί μας στὴ συμβουλὴ καὶ ἐρώτησι τῶν ἐμπείρων καὶ πνευματικῶν μας Πατέρων.
Ὁ δεύτερος τρόπος εἶναι, μία παντοτεινὴ ἐκγύμνασις βαθειᾶς σκέψεως καὶ μελέτης τῶν πραγμάτων, γιὰ νὰ γνωρίσουμε μὲ αὐτή, ποιὰ πράγματα εἶναι καλά, ποιὰ κακά, ὄχι ὅπως τὰ κρίνει λανθασμένα ἡ αἴσθησις καὶ ὁ κόσμος, ἀλλὰ καθὼς τὰ κρίνει ὁ ὀρθὸς λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, δηλαδή, ἡ ἀλήθεια τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν καὶ τῶν πνευματοφόρων Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας. Γιατὶ, ὅταν αὐτὴ ἡ σκέψις καὶ μελέτη γίνῃ σωστὴ καὶ ὅπως πρέπει, μᾶς κάνει νὰ γνωρίσουμε καθαρὰ ὅτι πρέπει νὰ θεωροῦμε μηδὲν καὶ μάταια καὶ ψεύτικα ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀγαπᾷ καὶ μὲ διαφόρους τρόπους ζητάει ὁ τυφλὸς καὶ διεφθαρμένος κόσμος.
Δηλαδή, ὅτι οἱ τιμὲς καὶ οἱ ἡδονὲς καὶ ὁ πλοῦτος τοῦ κόσμου δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ ματαιότητα καὶ θάνατος τῆς ψυχῆς· ὅτι οἱ βρισιὲς καὶ οἱ δυσφημίσεις ποὺ μᾶς κάνει ὁ κόσμος, προξενοῦν σὲ μᾶς ἀληθινὴ δόξα καὶ οἱ θλίψεις χαρά· μὲ τὸ νὰ συγχωρᾶμε τοὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ τοὺς κάνουμε καλά, εἶναι μεγαλοψυχία καὶ μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ὁμοιότητες μὲ τὸν Θεό· ὅτι περισσότερο ἰσχύει τὸ νὰ καταφρονήσῃ κάποιος τὸν κόσμο, παρὰ νὰ εἶναι ἐξουσιαστὴς ὅλου τοῦ κόσμου· ὅτι τὸ νὰ ὑπακούῃ κάποιος πρόθυμος, εἶναι μία πρᾶξις μᾶλλον μεγαλόψυχη καὶ γενναία, παρὰ τὸ νὰ ὑποτάση καὶ νὰ προστάζει μεγάλους βασιλεῖς.
Ὅτι ἡ ταπεινὴ γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ μας, πρέπει νὰ τιμᾶται περισσότερο ἀπὸ τὸ ὕψος ὅλων τῶν ἐπιστημῶν, ὅτι τὸ νὰ νικήσουμε καὶ νὰ νεκρώσουμε τὰ θελήματά μας καὶ τὶς ὀρέξεις μας, ὅσο καὶ ἂν εἶναι μικρές, εἶναι ἄξιο μεγαλυτέρου ἐπαίνου, παρὰ τὸ νὰ καταπολεμήσουμε πολλὰ κάστρα, νὰ κατατροπώσουμε δυνατὰ στρατόπεδα μὲ τὰ ὅπλα στὰ χέρια καὶ τὸ νὰ κάνουμε θαύματα ἢ νὰ ἀναστήσουμε νεκρούς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η´
Γιατί δὲν διακρίνουμε σωστὰ τὰ πράγματα καὶ μὲ ποιὸν τρόπο μποροῦμε νὰ τὰ γνωρίζουμε.
Ἡ αἰτία ποὺ δὲν διακρίνουμε ὀρθὰ ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ εἴπαμε καὶ ἄλλα πολλά, εἶναι γιατὶ δὲν τὰ σκεφτόμαστε στὸ βάθος τους ποιὰ εἶναι, ἀλλὰ πιάνουμε τὴν ἀγάπη ἢ τὸ μῖσος σὲ αὐτά, ἀμέσως ἀπὸ μόνη τὴν ἐξωτερική τους μελέτη καὶ ἐμφάνισι. Ἔτσι ὅταν, ἡ ἀγάπη τους ἢ τὸ μῖσος προλαβάνουν καὶ σκοτίζουν τὸ νοῦ μας καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ διακρίνῃ σωστά, ὅπως εἶναι στὴν ἀλήθεια (14). Λοιπόν, ἐσὺ ἀδελφέ μου, ἐὰν θέλῃς νὰ μὴν βρῇ τόπον ἡ πλάνη αὐτὴ στὸ νοῦ σου, πρόσεχε καλά· καὶ ὅταν, ἢ βλέπῃς μὲ τὰ μάτια ἢ μελετᾷς μὲ τὸ νοῦ κανένα πρᾶγμα, κράτα ὅσο μπορεῖς τὴν θέλησί σου καὶ μὴ τὴν ἀφήσῃς νὰ τὸ ἀγαπήσῃ ἢ νὰ τὸ μισήσῃ, ἀλλὰ παρατήρησέ το μὲ τὸ νοῦ μοναχά.
Πρὶν ἀπ᾿ ὅλα, ὅμως, σκέψου φρόνιμα, ὅτι ἂν αὐτὸ εἶναι ὀδυνηρὸ καὶ ἀντίθετο στὴν φυσική σου κλίσι, παρακινεῖσαι ἀπὸ τὸ μῖσος νὰ τὸ ἀποστρέφεσαι. Ἂν ὅμως σοῦ προξενῇ εὐχαρίστησι, παρακινεῖσαι ἀπὸ τὴν ἀγάπη νὰ τὸ θέλῃς. Γιατὶ, τότε ποὺ ὁ νοῦς σου δὲν εἶναι ζαλισμένος ἀπὸ τὸ πάθος, εἶναι ἐλεύθερος καὶ καθαρὸς καὶ μπορεῖ νὰ γνωρίσῃ τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ διαπεράση μέσα στὸ βάθος τοῦ πράγματος, ποὺ τὸ κακὸ εἶναι κρυμμένο κάτω ἀπὸ τὴν ψεύτικη εὐχαρίστησι ἢ ποὺ τὸ καλὸ εἶναι σκεπασμένο κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ κακοῦ.
Ἂν ὅμως ἡ θέλησις πρόλαβε νὰ τὸ ἀγαπήσῃ ἢ νὰ τὸ μισήσῃ, δὲν μπορεῖ πλέον ὁ νοῦς νὰ τὸ γνωρίσῃ καλά, καθὼς πρέπει· διότι ἐκείνη ἡ διάθεσις, ἢ καλύτερα νὰ πῶ, ἐκεῖνο τὸ πάθος ποὺ μπῆκε στὸ μέσο, σὰν τεῖχος, ζαλίζει τὸ νοῦ τόσο, ποὺ νομίζει τὸ πρᾶγμα ἄλλο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι στὴν ἀλήθεια καὶ τὸ περνᾷ ὡς τέτοιο στὴν ἐπιθυμία, ἡ ὁποία ὅσο πηγαίνει μπροστὰ καὶ περισσότερο ἀγαπᾷ ἢ μισεῖ τὸ πρᾶγμα ἐκεῖνο, τόσο καὶ ὁ νοῦς σκοτίζεται περισσότερο καὶ ἔτσι σκοτισμένος, κάνει πάλι νὰ φαίνεται στὴν ἐπιθυμία τὸ πρᾶγμα ἐκεῖνο περισσότερο ὅσο ποτὲ ἀγαπητὸ ἢ μισητό. Ἔτσι ὅταν δὲν τηρῆται ὁ παραπάνω κανόνας ποὺ εἶπα, (ὁ ὁποῖος εἶναι πολὺ ἀναγκαῖος σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ἐκγύμνασι), δηλαδή, τὸ νὰ κρατᾷς τὴν ἐπιθυμία σου ἀπὸ τὴν ἀγάπη ἢ τὸ μῖσος τοῦ πράγματος, αὐτὲς οἱ δυὸ δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ὁ νοῦς δηλαδὴ καὶ ἡ θέλησις, προχωροῦν πάντα κακῶς, σὰν σὲ κύκλο, ἀπὸ τὸ σκοτάδι σὲ βαθύτερο σκοτάδι καὶ ἀπὸ τὸ σφάλμα σὲ μεγαλύτερο σφάλμα.
Λοιπόν, φυλάξου, ἀγαπητέ, μὲ κάθε εἴδους προσοχή, ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ ἀγάπη ἢ τὸ μῖσος τοῦ κάθε πράγματος, τὸ ὁποῖο δὲν ἔφθασες νὰ ἐρευνήσῃς καλὰ πρότερα μὲ τὸ φῶς τοῦ νοῦ καὶ τοῦ ὀρθοῦ λόγου, μὲ τὸ φῶς τῶν θείων Γραφῶν, μὲ τὸ φῶς τῆς χάριτος καὶ τῆς προσευχῆς καὶ μὲ τὴν κρίση τοῦ πνευματικοῦ σου πατρὸς γιὰ νὰ μὴν κάνῃς λάθος καὶ νὰ ὑπολογίζῃς τὸ ἀληθινὰ καλὸ γιὰ κακὸ καὶ τὸ ἀληθινὰ κακὸ γιὰ καλό. Καθὼς αὐτὸ συμβαίνει νὰ γίνεται, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, σὲ κάποια ἔργα, τὰ ὁποῖα φαίνονται μὲν καθ᾿ ἑαυτὰ πὼς εἶναι καλὰ καὶ ἅγια, γιὰ μερικὲς ὅμως περιστάσεις· δηλαδὴ γίνονται ἢ παράκαιρα ἢ σὲ σχετικὸ τόπο ἢ μὲ ἀνάλογο μέτρο, προξενοῦν ὅμως μεγάλη βλάβη σὲ ἐκείνους ποὺ τὰ ἐπιχειροῦν, καθὼς γνωρίζουμε πολλοὺς ποὺ κινδύνευσαν σὲ παρόμοια ἐπαινετὰ καὶ ἁγιώτατα ἔργα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ´.
Πῶς πρέπει νὰ φυλᾶμε τὸ νοῦ μας ἀπὸ τὴν πολυπραγμοσύνη καὶ τὴν περιέργεια.
Καθὼς εἶναι ἀνάγκη νὰ φυλᾶμε τὸ νοῦ μας ἀπὸ τὴν ἀγνωσία, ὅπως εἴπαμε πρίν, ἔτσι παρομοίως εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸν φυλᾶμε ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν πολυπραγμοσύνη, τὴν ἀντίθετή της ἀγνωσίας. Γιατὶ, ἀφοῦ τὸν γεμίσουμε ἀπὸ πολλοὺς λογισμοὺς μάταιους καὶ ἄτακτους καὶ βλαπτικούς, τὸν κάνουμε ἀδύνατο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβη ἐκεῖνο ποὺ ταιριάζει στὴν ἀληθινὴ ἀπονέκρωσί μας καὶ τελειότητα. Γι᾿ αὐτό, πρέπει νὰ εἶσαι σὰν πεθαμένος ἐντελῶς, σὲ κάθε ἔρευνα τῶν ἐπιγείων πραγμάτων, τὰ ὁποῖα, ἂν καὶ μπορεῖ νὰ ἐπιτρέπωνται, δὲν εἶναι ὅμως καὶ ἀναγκαία. Καὶ μαζεύοντας πάντα τὸ νοῦ σου, ὅσο μπορεῖς μέσα στὸν ἑαυτό σου, κάνε τὸν ἀμαθῆ ἀπὸ τὰ πράγματα ὅλου τοῦ κόσμου τὰ πράγματα.
Τὰ μηνύματα, οἱ καινούργιες εἰδήσεις καὶ ὅλες οἱ μεταβολὲς καὶ οἱ ἀλλοιώσεις, μικρὲς καὶ μεγάλες του κόσμου καὶ τῶν βασιλείων, ἂς εἶναι γιὰ σένα τέτοιου εἴδους, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχουν καθόλου (15). Ἀλλὰ καὶ ἂν σοῦ προσφέρωνται ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἐναντιώσου σὲ αὐτά, ἀπομάκρυνέ τα ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ τὴ φαντασία σου. Ἂς εἶσαι δὲ προσεκτικὸς ἐραστὴς στὸ νὰ καταλάβης τὰ πνευματικὰ καὶ τὰ οὐράνια, μὴ θέλοντας νὰ γνωρίζῃς ἄλλο μάθημα στὸν κόσμο, παρὰ τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ τὴ ζωή του καὶ τὸν θάνατο καὶ τὸ τί ζητάει αὐτὸς ἀπὸ σένα· καὶ βέβαια θὰ εὐχαριστήσῃς πολὺ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἔχει γιὰ ἐκλεκτοὺς καὶ ἀγαπημένους του ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν καὶ φροντίζουν νὰ κάνουν τὸ θέλημά του.
Ἐπειδή, κάθε ἄλλο ζήτημα καὶ ἔρευνα, εἶναι ἐγωισμὸς καὶ ὑπερηφάνεια, δεσμὰ καὶ παγίδες τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος σὰν πανοῦργος, βλέποντας ὅτι ἡ θέλησις ἐκείνων ποὺ προσέχουν στὴν πνευματικὴ ζωὴ εἶναι δυνατὴ καὶ ἰσχυρή, γυρεύει νὰ νικήσῃ τὸ νοῦ τους μὲ τέτοιες περιέργειες, γιὰ νὰ κυριεύσῃ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Ὁπότε, συνηθίζει πολλὲς φορὲς νὰ τοὺς δίνη σκέψεις δῆθεν ὑψηλές, λεπτὲς καὶ περίεργες καὶ μάλιστα στοὺς εὔστροφους στὸ νοῦ καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ εἶναι εὔκολοι νὰ ὑψηλοφρονήσουν.
Γιατὶ αὐτοὶ αἰχμαλωτισμένοι ἀπὸ τὴν ἡδονὴ καὶ τὴ συνομιλία ἐκείνων τῶν ὑψηλῶν σκέψεων, στὶς ὁποῖες νομίζουν ψεύτικα ὅτι ἀπολαμβάνουν τὸν Θεό, ξεχνοῦν νὰ καθαρίσουν τὴν καρδιά τους καὶ νὰ προσέχουν στὴν ταπεινὴ γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ στὴν ἀληθινὴ ἀπονέκρωσι· καὶ ἔτσι ἀφοῦ δεθοῦν μὲ τὸ δεσμὸ τῆς ὑπερηφάνειας, γίνονται εἴδωλο τοῦ ἴδιου τοῦ νοῦ τους· καὶ στὴ συνέχεια, λίγο λίγο, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν, φθάνουν νὰ λογαριάσουν, ὅτι δὲν ἔχουν ἀνάγκη πλέον ἀπὸ τὴν συμβουλὴ καὶ τὴ νουθεσία τῶν ἄλλων, ἐπειδὴ συνήθισαν νὰ προστρέχουν σὲ κάθε τους ἀνάγκη στὸ εἴδωλο τῆς δικῆς τους κρίσεως· πρᾶγμα, ποὺ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο καὶ δύσκολο νὰ ἰατρευθῇ· διότι ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ νοῦ εἶναι πλέον περισσότερο ἐπικίνδυνη ἀπὸ ἐκείνη τῆς θελήσεως.
Ἐπειδή, ἡ μὲν ὑπερηφάνεια τῆς θελήσεως, ὄντας φανερὴ στὸ νοῦ, εὔκολα θὰ μπορῇ καμιὰ φορὰ νὰ ἰατρευθῇ, ὑποτασσόμενη σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ πρέπει. Ὁ νοῦς ὅμως ὅταν ἔχῃ σταθερὴ γνώμη ὅτι ἡ κρίσις του εἶναι καλύτερη ἀπὸ τῶν ἄλλων, ἀπὸ ποιόν θὰ μπορῇ νὰ ἰατρευθῇ καὶ πῶς νὰ ὑποταχθῆ στὴν κρίσι τῶν ἄλλων, ἐκεῖνος ποὺ δὲν τὴν ἔχει τόσον καλὴ σὰν τὴν δική του; Ἂν ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ νοῦς, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γνωρίσῃ καὶ νὰ καθαρίσῃ τὴν ὑπερηφάνεια τῆς θελήσεως, εἶναι ὁ ἴδιος ἀσθενής, τυφλὸς καὶ γεμάτος ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ποιός ἔπειτα μπορεῖ νὰ τὸν γιατρέψει; καὶ ἂν τὸ φῶς εἶναι σκοτάδι καὶ ὁ κανόνας εἶναι λάθος, πῶς θέλει νὰ φωτίσῃ ἢ νὰ διορθώσῃ τὰ ἄλλα; Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀντισταθῇς τὸ γρηγορώτερο σὲ αὐτὴ τὴν ἐπικίνδυνη ὑπερηφάνεια τοῦ μυαλοῦ, προτοῦ νὰ διαπεράση μέσα στὸ νοῦ τῶν κοκκάλων σου καὶ ἀντιστεκόμενος, βάλε χαλινάρι στὴν ὀξύτητα τοῦ νοῦ σου καὶ ὑπόβαλε τὴ δική σου γνώμη στὴ γνώμη τῶν ἄλλων καὶ γίνε ἀνόητος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ εἶσαι σοφώτερος ἀπὸ τὸν Σολομώντα· «Ὅποιος νομίζει ὅτι εἶναι σοφὸς μὲ τὰ μέτρα αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ αἰῶνα, ἂς γίνῃ μωρός, γιὰ νὰ γίνῃ πραγματικὰ σοφός» (Α´ Κορινθ. 3,10)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι´.
Πῶς πρέπει νὰ ἐξασκοῦμε τὴ θέλησί μας γιὰ νὰ θέλῃ σὲ ὅλες μας τὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς πράξεις, ὡς τελειωτικὸ σκοπὸ μόνο τὴν εὐχαρίστησι τοῦ Θεοῦ.
Πέρα ἀπὸ τὴν ἐκγύμνασι τοῦ νοῦ σου πρέπει νὰ κυβερνήσῃς καὶ τὴν θέλησί σου μὲ τέτοιο τρόπο, ποὺ νὰ μὴν τὴν ἀφήσῃς νὰ στρέφεται πρὸς τὶς ἐπιθυμίες της, καὶ ἡ ὁποία πρέπει νὰ γίνῃ ὅλη ἕνα μὲ τὴν θέλησι τοῦ Θεοῦ. Καὶ σκέψου καλὰ ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετό σε σένα αὐτὸ μόνο, τὸ νὰ θέλῃς καὶ νὰ ζητᾷς ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν στὸν Θεό, ἀλλὰ ἐπιπλέον ἀκόμη, καὶ τὸ νὰ θέλῃς, ὡς κινούμενος ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ γιὰ μόνο τὸ τέλος, νὰ ἀρέσῃς σ᾿ αὐτὸν καθαρά. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό, ἔχουμε μεγαλύτερη φιλονεικία μὲ τὴ φύσι, παρὰ γιὰ ὅλα τὰ παραπάνω ποὺ ἔχουμε πεῖ. Ἐπειδὴ ἡ φύσις μας παρεκλίνει μόνη της τόσο πολύ, ποὺ σὲ ὅλα τὰ πράγματα, μερικὲς φορὲς ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὰ τὰ καλὰ καὶ τὰ πνευματικά, ζητᾷ τὴν ἀνάπαυσί της καὶ τὴν εὐχαρίστησί της καὶ ἀπὸ αὐτό, σὰν τελείως ἀνυποψίαστα, τρέφεται μὲ λαχτάρα σὰν ἀπὸ τροφή.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν μᾶς προσφέρωνται τὰ πνευματικά, ἀμέσως τὰ ἐπιθυμοῦμε καὶ τὰ βλέπομε ὄχι ὅμως παρακινημένοι ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἢ γιὰ μόνον τὸ νὰ ἀρέσουμε στὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκείνη τὴν εὐχαρίστησι καὶ τὴν χαρά, ποὺ προέρχεται σὲ μᾶς, θέλοντας ἐκεῖνα ποὺ θέλει ὁ Θεός. Αὐτὴ ἡ ὁποία πλάνη εἶναι τόσο περισσότερη κρυμμένη, ὅσο εἶναι ἀπὸ μόνο του καλύτερο καὶ πνευματικώτερο ἐκεῖνο ποὺ θελήσαμε. Γιατὶ δὲν φθάνει μόνον τὸ νὰ θέλουμε ἐκεῖνα ποὺ θέλει ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ τὰ θέλουμε, καθὼς καὶ ὅταν καὶ ὅπως καὶ γιατὶ ἐκεῖνος τὰ θέλει (16), ὥστε καὶ στὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸ Θεό, συνήθως βρίσκονται σ᾿ αὐτὸ πολλὲς ἀπάτες τῆς δικῆς μας ἀγάπης, δηλαδὴ τῆς φιλαυτίας. Ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς ἀποβλέπουμε περισσότερο στὸ δικό μας συμφέρον καὶ καλό, παρὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος γιὰ μόνο τὴν δόξα του, εὐαρεστεῖται καὶ θέλει νὰ τὸν ἀγαπᾶμε, νὰ τὸν ἐπιθυμοῦμε καὶ νὰ τοῦ κάνουμε ὑπακοὴ ὅπως εἴπαμε πρίν.
Λοιπόν, ἐσὺ ἀδελφέ μου, γιὰ νὰ φυλαχθῇς ἀπὸ αὐτὸ τὸν δεσμό, ποὺ ἐμποδίζει τὸν δρόμο τῆς τελειότητας καὶ γιὰ νὰ προκόψῃς στὸ νὰ θέλῃς καὶ νὰ κάνῃς κάθε σου πρᾶξι γιὰ μόνο τὸ θέλημα καὶ τὴ δόξα καὶ εὐαρέστησι τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ νὰ ὑπηρετῇς μόνον αὐτὸν (ὁ ὁποῖος, σὲ κάθε μας πρᾶξι καὶ λογισμό, θέλει νὰ εἶναι μόνος αὐτός, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος) χρησιμοποίησε αὐτὸν τὸν τρόπο.
Ὅταν πρόκειται νὰ ἐπιχειρήσῃς καμμιὰ πρᾶξι, τὴν ὁποία θέλει ὁ Θεός, ἡ ὁποία εἶναι ἁπλὰ καλή· μὴ στρέφῃς τὴν ἐπιθυμία σου ἀμέσως στὸ νὰ τὴν θέλῃς, ἂν πρῶτα δὲν ὑψώσῃς τὸ νοῦ σου στὸ Θεό, νὰ δῇς ἂν εἶναι καὶ θέλημα δικό του τὸ νὰ τὴν θελήσῃς καὶ ἂν αὐτὸς ἔτσι θέλῃ καὶ ἂν μέσα ἀπὸ αὐτὴ ἀρέσεις σὲ αὐτὸν μόνο. Καὶ ὅταν σκεφθῇς ὅτι ἀπὸ αὐτὴν τὴν θεία θέλησι εἶναι παρακινημένη ἡ δική σου κλίσις, τότε νὰ θέλῃς τὴν πρᾶξι ἐκείνη καὶ νὰ τὴν πραγματοποιῇς, γιατὶ τὴν θέλει ὁ Θεὸς καὶ εἶναι γιὰ μόνο τὴν δόξα καὶ τὴν ὑπακοή του.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅταν θέλῃς νὰ ἀποστραφῆς ἐκεῖνο ποὺ δὲν θέλει ὁ Θεός, δηλαδὴ τὸ κακό, μὴν τὸ ἀποστραφῆς ἀμέσως, ἂν πρῶτα δὲν προσηλώσῃς τὸ βλέμα τοῦ νοῦ σου στὴν θεία του θέλησι, ἡ ὁποία θέλει νὰ τὸ ἀποστραφῆς γιὰ νὰ ἀρέσῃς σὲ αὐτόν. Γιατὶ ἡ ἀπάτη τῆς φύσεως εἶναι πολὺ λεπτὴ καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι σὲ λίγους γνωστή, ἐπειδὴ αὐτὴ ἀναζητάει κρυφὰ τὸν ἑαυτό της πάντα· καὶ πολλὲς φορὲς κάνει νὰ φαίνεται σὲ μᾶς, ὅτι ὁ δικός της σκοπὸς εἶναι νὰ ἀρέσουμε μόνο στὸν Θεό, ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι ἡ ἀλήθεια.
Γι᾿ αὐτὸ συμβαίνει πολλὲς φορὲς νὰ νομίζουμε ἐκεῖνο ποὺ θέλουμε, ἢ δὲν θέλουμε γιὰ δικό μας συμφέρον ὅτι τὸ θέλουμε ἢ δὲν τὸ θέλουμε γιὰ νὰ ἀρέσουμε μόνο καὶ μόνο στὸ Θεό. Λοιπόν, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε αὐτὴν τὴν ἀπάτη, ἡ καθ᾿ ἑαυτοῦ θεραπεία εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ νὰ ἀποβάλλουμε τὸν παλιὸ ἄνθρωπο καὶ νὰ ντυθοῦμε τὸν νέο (καὶ σὲ αὐτὸ προσανατολίζεται ὅλος αὐτὸς ὁ πόλεμος).
Ὄμως, γιὰ νὰ σὲ μάθω τὴν τέχνη νὰ κάνῃς αὐτό, ἄκουσε. Στὴν ἀρχὴ κάθε σου πράξεως πρέπει νὰ βγῆς ὅσο μπορεῖς, ἀπὸ κάθε θέλημα δικό σου καὶ νὰ μὴ θελήσῃς οὔτε νὰ κάνῃς οὔτε νὰ ἀποστραφῆς κανένα πρᾶγμα, ἂν πρῶτα δὲν καταλάβης ὅτι παρακινεῖσαι καὶ παρασύρεσαι σὲ αὐτό, ἀπὸ μόνο τὴν ἁπλὴ θέλησι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐὰν σὲ ὅλα σου τὰ ἔργα τὰ ἐξωτερικά, καὶ μάλιστα στὰ ἐσωτερικά της ψυχῆς, δὲν μπορῇς νὰ αἰσθάνεσαι ἐνεργεία πάντα αὐτὴ τὴν ἀπὸ τὸ Θεὸ παρακίνησι καὶ εὐαρέστησι (17) τουλάχιστον νὰ ἔχῃς τὴν εὐχαρίστησι νὰ τὴν ἔχῃς δυνάμει· δηλαδή, νὰ ἔχῃς ἐσὺ πάντα ἀπὸ μόνος σου ἄποψι ἀληθινή, νὰ ἀρέσῃς μόνο στὸν Θεό σου σὲ κάθε σου ἔργο.
Στὰ ἔργα ὅμως ποὺ θὰ κρατήσουν κάποιο διάστημα, ὄχι μόνο στὴν ἀρχὴ εἶναι καλὸ νὰ παρακινῇς τὸν ἑαυτό σου σὲ αὐτὴ τὴν εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεόν, ἀλλὰ καὶ ἕως τέλους ἔχεις χρέος νὰ φροντίζεις νὰ ἀνανεώνεις πολλὲς φορὲς αὐτὴ μὲ τὴν ὑπενθύμηση γιατὶ (18), ἂν δὲν κάνεις ἔτσι, κινδυνεύεις νὰ μπλεχτεῖς πάλι στὸ δεσμὸ τῆς φυσικῆς ἀγάπης τοῦ ἑαυτοῦ σου, ἡ ὁποία, μὲ τὸ νὰ παρεκλίνει περισσότερο στὸν ἑαυτό της παρὰ στὸ Θεό, συνηθίζει πολλὲς φορὲς μὲ τὸ διάστημα τοῦ χρόνου, νὰ μᾶς κάνει νὰ ἀλλάζουμε ἀστόχαστα τὰ πράγματα καὶ νὰ μεταβάλουμε τὰ τέλη καὶ τοὺς πρώτους σκοπούς μας.
Ὁπότε, ὅποιος δὲν προσέχει καλὰ σ᾿ αὐτό, ἀρχίζει πολλὲς φορὲς νὰ κάνῃ κανένα ἔργο, μὲ σκοπὸν γιὰ νὰ ἀρέσῃ μόνο στὸν Κύριό του· ἀλλ᾿ ἔπειτα, μετὰ ἀπὸ ὀλίγο, ὁδηγεῖται χωρὶς νὰ τὸ καταλαλάβη, νὰ τοῦ ἀρέσῃ καὶ αὐτοῦ αὐτὸ μὲ τὴν δική του θέλησι, ἔτσι ποὺ λησμονεῖ τὸ θεῖο θέλημα· καὶ δένεται τόσο πολὺ μὲ τὴν εὐχαρίστησι ἐκείνου τοῦ ἔργου, ποὺ ἂν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς τὸν ἐμποδίσῃ μὲ κάποια ἀσθένεια ἢ μὲ πειρασμὸ δαιμόνων καὶ ἀνθρώπων ἢ μὲ ἄλλο μέσο κανενὸς κτίσματος, αὐτὸς συγχίζεται ὁλόκληρος καὶ ταράσσεται καὶ μερικὲς φορὲς κατακρίνει τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλον, ὅτι τοῦ στάθηκαν ἐμπόδιο (γιὰ νὰ μὴν πῶ πὼς γογγύζει καὶ κατὰ τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ καμμία φορά), πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι σημεῖο ὁλοφάνερο, ὅτι ἡ κρίσις του δὲν ἦταν ὅλη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν σάπια καὶ διεφθαρμένη ρίζα τῆς φιλαυτίας.
Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ κινεῖται γιὰ μόνο τὸ θέλημα καὶ τὴν εὐχαριστία τοῦ Θεοῦ, δὲν προτιμᾷ περισσότερο τὸ ἕνα ἔργο ἀπὸ τὸ ἄλλο, οὔτε ἂν εἶναι τὸ ἕνα εἶναι ὑψηλὸ καὶ μεγάλο, καὶ τὸ ἄλλο ταπεινὸ καὶ μικρὸ ἀλλὰ ἐξ ἴσου θέλει καὶ τὰ δυό, γιατὶ εἶναι ἀρεστὰ στὸ Θεὸ γιὰ τὸ καιρὸ ἢ γιὰ τὴ μέθοδο ἢ γιὰ ἄλλη κάποια περίστασι ποὺ ἐκεῖνος μόνος γνωρίζει· ὁπότε αὐτός, εἴτε τὸ σημαντικὸ καὶ μεγάλο ἔργο παίρνει στὰ χέρια του, εἴτε τὸ ταπεινὸ καὶ μικρό, μένει τὸ ἴδιο εἰρηνικὸς καὶ ἀναπαυμένος· γιατὶ μὲ κάθε τρόπο ἀπολαβάνει τὸ σκοπό του, ποὺ ἦταν νὰ φανῆ εὐάρεστος στὸ Θεὸ σὲ ὅλα τὰ ἔργα του, εἴτε στὴ ζωὴ εἴτε στὸ θάνατο. «Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀγωνιζόμαστε μὲ ζῆλο, γιὰ νὰ εἴμαστε εὐάρεστοι στὸν Θεό, εἴτε μείνουμε στὸ σῶμα, εἴτε φύγουμε ἀπὸ αὐτό» (Β´ Κορινθ. 5,9). Ὁπότε, ἀγαπητέ, ἂς εἶσαι πάντα προσεκτικὸς καὶ συνεσταλμένος στὸν ἑαυτό σου καὶ προσπάθησε νὰ κατευθύνῃς τὶς πράξεις σου σὲ αὐτὸν τὸν τελικὸ σκοπό.
Ἐὰν πάλι καὶ καμιὰ φορὰ παρακινηθῇς ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς σου νὰ κάνῃς τὸ καλὸ γιὰ νὰ ἀποφύγης τοὺς τόπους τιμωρίας καὶ γιὰ νὰ ἀπολαύσῃς τὸν Παράδεισο, μπορεῖς ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὸ νὰ σκεφτεῖς γιὰ τελευταῖο σκοπό σου τὴν εὐαρέστησι καὶ ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ μπῆς στὴ βασιλεία του καὶ νὰ μὴν πᾶς στὸν Ἅδη. Αὐτὴ τὴν αἰτία, δηλαδὴ τὸ τέλος, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γνωρίσῃ κανεὶς σωστά, πόση ἐξουσία καὶ δύναμι ἔχει.
Γιατὶ ἕνα ἔργο, ἂς εἶναι πολὺ ταπεινό, ἂς εἶναι πολὺ μικρό, ὅμως ὅταν γίνεται μὲ σκοπὸ γιὰ νὰ ἀρέσῃ μόνο στὸ Θεὸ καὶ στὴ δόξα του, ἀξίζει ἀπείρως περισσότερο (γιὰ νὰ πῶ ἔτσι), ἀπὸ ἄλλα πολλὰ ἔργα σπουδαῖα, ἔνδοξα καὶ πολὺ μεγάλα, ποὺ γίνονται χωρὶς αὐτὸ τὸ σκοπό· ἔτσι κοντὰ στὸ Θεὸ περισσότερο εὐχάριστο εἶναι ἕνα μόνο λεπτό· ὅταν τὸ δώσῃς σὲ ἕνα φτωχό, γι᾿ αὐτὴ μόνη τὴν αἰτία γιὰ νὰ ἀρέσῃς στὴ Θεία του μεγαλωσύνη, παρὰ τὸ νὰ ξεγυμνωθῇς ἀπὸ ὅλα τὰ πολλὰ ὑπάρχοντά σου, ὅταν τὸ κάνῃς μὲ κάποιον ἄλλο σκοπὸ καὶ ἂν τὸ κάνῃς γιὰ νὰ ἀπολαύσῃς τὰ οὐράνια ἀγαθά, τὰ ὁποῖα εἶναι σκοπὸς ὄχι ἁπλὰ καλός, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἐπιθυμητός. Αὐτὴ ἡ ἐξάσκησις τὴν ὁποία πρέπει νὰ κάνῃς σὲ κάθε σου πρᾶξι, τὸ νὰ ἔχῃς δηλαδὴ ἕνα σκοπό, νὰ ἀρέσεις μόνον στὸ Θεό, ἡ ἄσκησις λέω αὐτή, καὶ στὴν ἀρχὴ θὰ σοῦ φανῆ δύσκολη, ὅμως μετὰ ἀπὸ αὐτὰ θὰ σοῦ γίνῃ εὔκολη, ἕνα μὲν ἀπὸ τὴν χρησιμοποίησι τῆς ὑποθέσεως καὶ ἄλλο δέ, ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιθυμῇς πάντα τὸ Θεὸ καὶ γι᾿ αὐτὸν νὰ ἀναπνέῃς μὲ ζωντανὴ διάθεσι τῆς καρδιᾶς σου, σὰν σὲ τελειότατο καὶ μοναδικὸ ἀγαθό, τὸ ὁποῖο εἶναι ἄξιο γιὰ μόνο τὸν ἑαυτό του νὰ ἀναζητῆται ἀπὸ ὅλα τὰ δημιουργήματα καὶ νὰ ὑπηρετῆται καὶ νὰ ἀγαπᾶται περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο.
Αὐτὸς ὁ λογαριασμὸς τῆς ἄπειρης ἀξιομισθίας τοῦ Θεοῦ, ὅσο γίνεται πιὸ πολὺ βαθὺς καὶ πιὸ πολὺ συνεχῶς, τόσο θὰ εἶναι καὶ πιὸ πολὺ θερμὲς καὶ συνεχεῖς οἱ παραπάνω ἀναφερόμενες πράξεις τῆς θελήσεώς μας. Καὶ ἔτσι, πιὸ πολὺ εὐκολώτερα καὶ γρηγορότερα θὰ ἀποκτήσουμε τὴν συνήθεια νὰ κάνουμε κάθε μας πρᾶξι μόνο γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ εὐχαρίστησι τοῦ Δεσπότου ἐκείνου, ποὺ μόνος εἶναι ἄξιος νὰ ἀγαπᾶται. Τελευταῖα, ἂν θέλῃς νὰ καταλάβης ἂν ὁ Θεὸς σὲ παρακινῇ σὲ κάθε σου πρᾶξι, πρέπει νὰ ζητήσῃς αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ θερμὴ προσευχή, παρακαλώντας τον νὰ σοῦ προσθέσῃ ἀκόμη καὶ αὐτὴ τὴ χάρι κοντὰ στὶς ἄλλες ἀναρίθμητες εὐεργεσίες καὶ χάρες ποὺ σοῦ ἔκανε καὶ σοῦ κάνει συνέχεια, γιὰ μόνον τὴν ἀγάπη καὶ χωρὶς κανένα κέρδος δικό του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ´.
Μερικὲς σκέψεις ποὺ παρακινοῦν τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ θέλῃ νὰ κάνῃ σὲ κάθε πρᾶγμα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ νὰ παρακινήσῃς τὴ θέλησί σου μὲ περισσοτέρη εὐκολία, νὰ θέλῃς σὲ ὅλα τὴν εὐχαρίστησι καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, θυμήσου συχνά, ὅτι αὐτὸς προτύτερα μὲ διαφόρους τρόπους σὲ τίμησε καὶ σὲ ἀγάπησε· σὲ δημιούργησε ἀπὸ τὸ τίποτα, κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσι δική του καὶ ὅλα τὰ ἄλλα κτίσματα τὰ ἔκανε στὴν δική σου ὑπηρεσία· σὲ λύτρωσε ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τοῦ διαβόλου, στέλνοντας ὄχι ἕναν Ἄγγελο, ἀλλὰ τὸν Υἱόν του τὸν Μονογενῆ γιὰ νὰ σὲ ἐξαγοράση, ὄχι μὲ φθαρτὴ τιμὴ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἀλλὰ μὲ τὸ πολύτιμο αἷμα του καὶ θάνατο τὸν πιὸ πολὺ βασανιστικὸ καὶ ἄτιμο καὶ πάλι μετὰ ἀπὸ αὐτά, κάθε ὥρα καὶ κάθε στιγμή, σὲ φυλάει ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς· πολεμεῖ γιὰ σένα μὲ τὴ θεία του χάρι ἔχει ἕτοιμο γιὰ τροφή σου καὶ τιμή σου, τὸν ἀγαπητό του Υἱὸ στὰ ἄχραντα Μυστήρια.
Αὐτὸ εἶναι ἕνα σημάδι μιᾶς ὑπέροχης τιμῆς καὶ ἀγάπης, ποὺ ἔχει γιὰ σένα ὁ Θεός, τόσο μεγάλη, ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ καταλάβη πόση τιμὴ κάνει ἕνας τόσο μεγάλος Βασιλιὰς στὴν μηδαμινότητα καὶ ταλαιπωρία μας καὶ ἀντίθετα, πόση τιμὴ καὶ σεβασμὸ χρωστᾶμε νὰ κάνουμε ἐμεῖς, στὴν τόσο σημαντικὴ αὐτοῦ μεγαλειότητα, ὁ ὁποῖος ἔκανε γιὰ μᾶς τόσα καὶ τόσα θαυμάσια πράγματα.
Καὶ ἐὰν οἱ ἐπίγειοι βασιλεῖς, ὅταν τιμῶνται ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ τοὺς πιὸ ἀσήμαντους καὶ εὐτελεῖς, εἶναι ὀφειλέτες νὰ τοὺς κάνουν τὴν ἀνταπόδοσι, πόσο περισσότερο πρέπει νὰ κάνουμε ἐμεῖς οἱ τιποτένιοι στὸν ὑπέρτατον Βασιλιὰ τοῦ σύμπαντος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἴμαστε τόσο πολὺ τιμημένοι καὶ ἀγαπημένοι; Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἴπαμε, ἔχε πάντα στὴν θύμησί σου περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, ὅτι, ὅπως εἴπαμε πρίν, ἡ θεία μεγαλειότητα ἀπὸ μόνη της εἶναι ἀπεριόριστα ἄξια νὰ τιμᾶται καὶ νὰ ὑπηρετῆται καθαρὰ ἀπὸ ὅλους κατὰ τὸν τρόπο ποὺ τῆς ἀρέσει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ´.
Τὰ πολλὰ θελήματα καὶ οἱ ἐπιθυμίες, ποὺ ὑπάρχουν στὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ μάχη ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσά τους.
Γνώριζε ὅτι στὸν πόλεμο αὐτό, δυὸ θελήσεις ὑπάρχουν μέσα μας ἀντίθετες ἀναμεταξύ τους· ἡ μία, τοῦ λογικοῦ καὶ γι᾿ αὐτὸ λέγεται, θέλησις λογική, καὶ ἀνώτερη· ἡ ἄλλη, τῆς αἰσθήσεως καὶ γι᾿ αὐτὸ ὀνομάζεται, θέλησις αἰσθητικὴ καὶ κατώτερη, ἡ ὁποία ἀκόμη πιὸ συνηθισμένα, ὀνομάζεται θέλησις ἄλογη, θέλησις διαθέσεως σάρκας καὶ πάθους· μὲ τὴν ἀνώτερη καὶ λογικὴ θέλησι ἐπιθυμοῦμε ὅλα τὰ καλά· καὶ μὲ τὴν κατώτερη καὶ παράλογη θέλησι, ἐπιθυμοῦμε ὅλα τὰ κακά· λοιπόν, ὅταν ἐμεῖς θέλουμε κανένα πρᾶγμα μὲ μόνον τὴν αἴσθησι, ἕως ποὺ δὲν ταιριάζουμε μὲ τὴν ἀνώτερη καὶ λογικὴ θέλησι νὰ τὸ θέλουμε, δὲν λογαριάζεται, ὅτι τὸ θέλουμε στὰ ἀλήθεια. Ὁπότε ὅλος ὁ ἀόρατος πόλεμος, πρῶτα σε αὐτὸ μένει, δηλαδή, στὸ νὰ μὴ γέρνει ἡ ἀνώτερη θέλησι στὴ κατώτερη. Γιατὶ, ἡ λογικὴ θέλησι, ἡ ὁποία βρίσκεται ἀνάμεσα στὴ θέλησι τοῦ Θεοῦ, ποὺ μένει πάνω της καὶ σὲ ἐκείνη τῆς αἰσθήσεως, ποὺ εἶναι κάτω της, πολεμεῖται πάντα καὶ ἀπὸ τὴ μία καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἐπειδὴ καὶ κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς θέλει νὰ τὴν παρασύρῃ καὶ νὰ τὴν ὑποτάξη στὸν ἑαυτό της (19).
Γι᾿ αὐτό, μεγάλη δοκιμασία καὶ κόπο, καὶ μάλιστα στὴν ἀρχή, δοκιμάζουν ἐκεῖνοι, ποὺ συνήθισαν στὸ κακό, ὅταν ἀποφασίσουν νὰ ἀλλάξουν τὴν κοσμικὴ καὶ σαρκική τους ζωὴ καὶ νὰ παραδοθοῦν στὴν ἀγάπη καὶ ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ, τὶς ἀντιθέσεις ποὺ δέχεται ἡ λογικὴ θέλησί τους, ἀπὸ τὴν θέλησι τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὴν θέλησι τῆς αἰσθήσεως, οἱ ὁποῖες μένουν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ τὴν πολεμοῦν, εἶναι τόσο δυνατές, ποὺ μὲ μεγάλη δοκιμασία τὶς αἰσθάνονται, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν συβαίνει σὲ ἐκείνους, ποὺ συνήθισαν ἤδη, ἢ στὶς ἀρετὲς ἢ στὶς κακίες καὶ ποὺ ἀναπαύονται νὰ ζοῦν ἢ σὲ ἐκεῖνες ἢ σὲ αὐτές.
Γιατὶ, οἱ μὲν ἐνάρετοι, συμφωνοῦν εὔκολα στὴν θέλησι τοῦ Θεοῦ, οἱ δὲ κακοί, κλίνουν σὲ ἐκείνη τῆς αἰσθήσεως, χωρὶς καμία ἀντίθεσι (20). Ὁπότε, ἂς μὴν καυχᾶται κανείς, πὼς μπορεῖ νὰ ἀποκτήσῃ τὶς ἀληθινὲς χριστιανικὲς ἀρετὲς καὶ νὰ ὑπηρετήσῃ τὸν Θεό, καθὼς πρέπει, ἂν δὲν βιάση στὰ ἀλήθεια τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ ἐγκαταλείψη ὄχι μόνο τὶς μεγαλύτερες εὐχαριστήσεις, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὶς μικρότερες, στὶς ὁποῖες ἦταν πρὶν ἀφοσιωμένος μὲ κοσμικὴ ἀγάπη. Καὶ ἀπὸ αὐτὸ συμβαίνει νὰ φθάνουν στὴν τελειότητα πολὺ λίγοι (21). Γιατὶ, ἀφοῦ κατάκτησαν μὲ κόπο τὶς μεγαλυτέρες εὐχαριστήσεις, δὲν θέλουν μετὰ ἀπὸ αὐτὰ νὰ πιέσουν τὸν ἑαυτό τους, στὸ νὰ νικήσουν καὶ τὶς μικρότερες καὶ ἀσήμαντες ἐπιθυμίες τους, οἱ ὁποῖες κάθε ὥρα τοὺς κατακτοῦν.
Γιὰ παράδειγμα· ὑπάρχουν μερικοί, ποὺ δὲν παίρνουν τὸ ξένο πρᾶγμα, ἀλλὰ ὅμως ἀγαπᾶνε μὲ ὑπερβολὴ τὸ δικό τους· εἶναι ἄλλοι ποὺ δὲν ζητᾶνε τιμὲς μὲ ἀθέμιτα καὶ ἄπρεπα μέσα· ὅμως, δὲν τὶς συχαίνονται, καθὼς ἔχουν χρέος, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐπιθυμοῦν, καὶ κάποιες φορὲς τὶς γυρεύουν μὲ ἄλλους διαφόρους τρόπους. Ἄλλοι πάλι, κρατᾶνε τὶς νομοθετημένες νηστεῖες κατὰ τὴν ὑποχρέωσί τους, ὅμως κυριεύονται ἀπὸ τὴν ἀδηφαγία καὶ τὴν βουλιμία, τρώγοντας περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ τοὺς εἶναι ἀρκετό. Ἄλλοι ζοῦν μὲ ἐγκράτεια, ὅμως δὲν ξεκολλᾶνε ἀπὸ κάποιες παρέες, ποὺ τοὺς ἀρέσουν, οἱ ὁποῖες τοὺς προξενοῦν μεγάλο ἐμπόδιο στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὴ ἕνωσι μὲ τὸ Θεό· καὶ μάλιστα, οἱ ἐκεῖνες οἱ συναναστροφές, ποὺ γίνονται μὲ πρόσωπα νέα καὶ εὐλαβῆ, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὅσο λιγώτερο φοβᾶται κάποιος, τόσο περισσότερο πρέπει νὰ τὰ ἀποφεύγῃ (22).
Ὁπότε, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, ἀκολουθεῖ σὲ αὐτοὺς τὸ γεγονὸς ὅτι κάνουν τὰ καλὰ ἔργα, ἀτελῆ, ἐλλιπῆ καὶ ταιριασμένα μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς τιμῆς καὶ τῶν ἐπαίνων τοῦ κόσμου. Ἀπὸ αὐτά, σὰν ἐπακόλουθο ἔρχεται τὸ νὰ μὴ προκόβουν στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ νὰ ἐπιστρέφουν καὶ πίσω καὶ νὰ ξαναπέφτουν στὰ πρῶτα κακά· γιατὶ δὲν ἀγαπᾶνε τὴν ἀληθινὴ ἀρετή, οὔτε φαίνονται εὐχάριστοι στὸ Θεό, ποὺ τοὺς λύτρωσε πρὶν ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου· ἀπὸ αὐτὰ ἀκόμη ἀκολουθεῖ νὰ εἶναι αὐτοὶ ἀμαθεῖς πάντα καὶ τυφλοὶ στὸ νὰ μὴ βλέπουν τὸν κίνδυνο ποὺ βρίσκονται σὲ κάποια στιγμή, ποὺ νομίζουν πὼς εἶναι ἀσφαλεῖς καὶ ἀκίνδυνοι.
Καὶ ἐδῶ φανερώνεται μία πλάνη, τόσο περισσότερο ἐπιζήμια, ὅσο εἶναι λιγώτερο γνωστή· ἐπειδή, εἶναι πολλοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν πνευματικὴ ζωή, ἀγαπᾶνε ὅμως περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι πρέπει τὸν ἑαυτό τους (ἂν καὶ στὴν πραγματικότητα δὲν γνωρίζουν νὰ τὸν ἀγαποῦν). Γιατὶ, καταπιάνονται περισσότερο, μὲ ἐκεῖνα τὰ ἀγωνίσματα, ποὺ γέρνει ἡ ἐπιθυμία τους καὶ ἀφήνουν τὰ ἄλλα, ποὺ ἔρχονται σὲ ἀντίθεσι μὲ τὴ φυσική τους κλίσι καὶ στὶς ἐπιθυμίες τῶν αἰσθήσεων, τὶς ὁποῖες, ἔπρεπε μὲ κάθε δίκαιο νὰ πολεμοῦν μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις.
Γιὰ αὐτό, ἀγαπητὲ ἐν Κυρίῳ, ἀδελφέ μου, σοῦ παραγγέλνω νὰ ἀγαπᾷς πάντα τὴν δυσκολία καὶ τὴ δοκιμασία, ποὺ φέρνει μαζί του αὐτὸς ὁ πόλεμος, ἀκόμη καὶ ἂν νικηθῇς κάποτε σὲ αὐτόν. Γιατὶ λέει ὁ Σειράχ· «Μὴ μισήσῃς κουραστικὴ ἐργασία» (7,16). Γιατὶ ἐδῶ βρίσκονται τὰ πάντα. Ἐπειδὴ καὶ ὅσο πιὸ δυνατὰ ἀγαπήσῃς τὴ δυσκολία ποὺ δείχνει στοὺς ἀρχάριους ἡ ἀρετὴ καὶ ὁ πόλεμος, τόσο περισσότερο καὶ πιὸ γρήγορα θὰ νικήσῃς· τί λέω; ἐὰν ἐσὺ ἀγαπήσῃς περισσότερο τὸν βασανιστικὸ πόλεμο τῶν παθῶν, παρὰ τὶς δικές σου ἀρετὲς καὶ τὶς νίκες, φυσικὰ πολὺ πιὸ γρήγορα θὰ ἀποκτήσῃς κάθε καλό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ´.
Πῶς πρέπει νὰ πολεμᾷ κάποιος ἐναντίον τῆς παραλόγου θελήσεως τῶν αἰσθήσεων καὶ σχετικὰ μὲ τὶς πράξεις ποὺ πρέπει νὰ πραγματοποιήσῃ ἡ θέλησις, προκειμένου νὰ ἀποκτήσῃ τὶς συνήθειες τῶν ἀρετῶν.
Κάθε φορά, ποὺ παραλόγη ἐπιθυμία τῶν αἰσθήσεων ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἡ θέλησις τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ ἄλλο, πολεμοῦν τὴν λογική σου ἐπιθυμία καὶ θέλει κάθε μία νὰ νικήσῃ, πρέπει νὰ γυμνάζεσαι ἐσὺ μὲ πολλοὺς τρόπους γιὰ νὰ νικήσῃ ὁλοκληρωτικὰ ἡ ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ.
Καὶ α´, ὅταν πολεμηθῇς ἀπὸ τὶς κινήσεις καμμιᾶς παράλογης ἐπιθυμίας τῶν αἰσθήσεων, πρέπει νὰ ἀντισταθῇς δυνατά, γιὰ νὰ μὴ γίνῃ ἀποδεκτὴ ἀπὸ ἐκεῖνες ἡ ἀνωτέρω θέλησις τοῦ λογικοῦ.
β´. Ἀφοῦ σταματήσουν, σήκωσε αὐτὲς πάλι κατεπάνω σου γιὰ νὰ τὶς νικήσῃς καὶ νὰ τὶς διώξης μακριά σου μὲ μεγαλύτερη σφοδρότητα καὶ δύναμι.
Καὶ πάλι, μετὰ ἀπὸ αὐτά, ἀνακάλεσε αὐτὲς στὸν γ´ πόλεμο, στὸν ὁποῖο θὰ συνηθίσῃς νὰ τὶς μισήσῃς μὲ ὅλη σου τὴν ψυχὴ καὶ τὶς συχαίνεσαι (23).
Αὐτοὶ οἱ τρεῖς πόλεμοι, πρέπει νὰ γίνωνται σὲ κάθε μας ἄτακτη ἐπιθυμία (ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πάθη τὰ σαρκικά, γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ μιλήσω στὸ κατάλληλο σημεῖο).
Τελευταῖα, πρέπει νὰ κάνῃς καὶ πράξεις ἀντίθετες μὲ καθένα ἀπὸ τὰ πάθη σου.
Γιὰ παράδειγμα, ἂν κάποιος σὲ ἀτίμασε καὶ σὺ νιώθης πόλεμο ἀπὸ τὶς κινήσεις τῆς ἀνυπομονησίας, πρόσεχε καλὰ καὶ θὰ νιώσῃς ὅτι αὐτὲς οἱ κινήσεις πολεμοῦν πάντα τὴν ἀνώτερη καὶ λογικὴ θέλησι καὶ προσπαθοῦν νὰ τὴν ὑποτάξουνε καὶ νὰ τὴν κάνουν νὰ συγκατατεθῆ· ὁπότε, ἐσὺ στὸν α´ πόλεμο ἀντιστάσου στὶς κινήσεις αὐτὲς μὲ ὅλες σου τὶς δυνάμεις καὶ βιάσου νὰ μὴ παρεκλίνης, οὔτε νὰ κάνῃ συγκατάθεσι σὲ αὐτὲς ἡ λογική σου ἐπιθυμία, λέγοντας καὶ σὺ μαζὶ μὲ τὸν Ὠσηέ: «Ἀντιτασσόμενος θὰ τοὺς συντρίψω» (1,2), καὶ νὰ μὴ σταματήσῃς ποτὲ αὐτὴ τὴν μάχη, ἕως ὅτου γνωρίσεις, ὅτι ὁ ἐχθρὸς σχεδὸν κουρασμένος παρέμεινε σὰν νεκρωμένος καὶ νικημένος· (πρόσεχε ὅμως καλὰ καὶ φυλάξου ἀπὸ τὴν πονηριὰ τοῦ διαβόλου. Γιατὶ, ὅταν αὐτὸς καταλάβη ὅτι ἀντιστεκόμαστε δυνατὰ στὶς κινήσεις κάποιου πάθους, ὄχι μόνο δὲν τὶς ξεσηκώνει τότε καταπάνω μας, ἀλλὰ καὶ ἂν εἶναι σηκωμένες, προσπαθεῖ νὰ τὶς σταματήσῃ, νὰ μὴ μᾶς πολεμοῦνε, γιὰ νὰ μὴν ἀποκτήσουμε μὲ τὴν ἐκγύμνασι ἐκείνη τὴν συνήθεια τῶν ἀρετῶν καὶ ἐπιπλέον, γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ νὰ πέσουμε καὶ σὲ κενοδοξία καὶ σὲ ὑπερηφάνεια, κάνοντάς μας μὲ τρόπο ἐπιδέξιο νὰ νομίσουμε πὼς σὰν γενναῖοι στρατιῶτες κατατροπώσαμε γρήγορα τοὺς ἐχθρούς μας).
Γι᾿ αὐτὸ ἐσύ, ἀγαπητέ, πέρασε στὸν β´ πόλεμο, δηλαδὴ ξεσήκωσε κατεπάνω σου μὲ τὴν ἐνθύμησι ἐκείνους τοὺς λογισμούς, ποὺ σοῦ ἔγιναν αἰτία τῆς ἀνυπομονησίας· καὶ μὲ συχνὲς ἐπιθυμίες καὶ μὲ περισσότερη βία ἀπὸ τὴν πρώτη, καταδίωξε τὶς κινήσεις τους μακριὰ ἀπὸ σένα, λέγοντας μὲ τὸν Δαβίδ· «Θὰ κυνηγήσω τοὺς ἐχθρούς μου καὶ δὲν θὰ ὑποχωρήσω μέχρις ὅτου νὰ τοὺς ἐξολοθρεύσω» (Ψαλμ. 17,41). Μὰ ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἀρκετὸ τὸ νὰ διώξουμε μόνο τοὺς ἐχθρούς μας, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ τοὺς μισήσουμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας γιὰ νὰ μὴ νικηθοῦμε ἀπὸ αὐτοὺς ἄλλη φορά, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐσὺ μὲ τὸν γ´ πόλεμο πρέπει νὰ ἐναντιωθῇς μὲ τόση σφοδρότητα στοὺς λογισμοὺς τῆς ἀνυπομονησίας, ἕως νὰ τοὺς μισήσῃς καὶ νὰ τοὺς συχαθῇς λέγοντας ἐκεῖνο τὸ ψαλμικό. «Τὴν ἀδικία τὴν μίσησα καὶ τὴν σιχάθηκα» (Ψαλμ. 118,162), καί, «Μὲ τέλειο μίσος τοὺς μίσησα· ἔγιναν προσωπικοί μου ἐχθροί» (Ψαλμ. 118,21). Τελευταῖα, γιὰ νὰ κάνῃς τέλεια τὴν ψυχή σου μὲ τὶς ἔξεις (24) τῶν ἀρετῶν, πρέπει νὰ κάνῃς ἀκόμη καὶ πράξεις ἐσωτερικὲς ποὺ νὰ εἶναι ἀντίθετες ἀπευθείας στὴν ἀνυπομονησία σου· κατὰ τὸ «Ἀπομακρύνσου ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ κάνε τὸ καλό» (Ψαλμ. 33,14).
Γιὰ παράδειγμα· ἂν ἐπιθυμῇς νὰ ἀποκτήσῃς τελείως τὴν συνήθεια τῆς ὑπομονῆς, δὲν φθάνει μόνον νὰ ἐξασκῆσαι μὲ τοὺς τρόπους τοῦ πολέμου, ποὺ εἶπα, ἀλλὰ πρέπει ἀκόμη καὶ νὰ ἀγαπᾷς τὴν περιφρόνησι, ποὺ ἔλαβες ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἀτίμασε ἢ σὲ ἔβρισε, ἐπιθυμώντας νὰ ἀτιμασθῇς πάλι καὶ νὰ βριστθῇς ὅπως καὶ πρῶτα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο· καὶ νὰ εἶσαι προετοιμασμένος νὰ ὑπομείνης ἀκόμη βαρύτερες ἀτιμίες καὶ βρισιές, ἐπειδὴ καὶ οἱ παρόμοιες πράξεις εἶναι ἀναγκαῖες, γιὰ νὰ μᾶς κάμουν τέλειους στὶς ἀρετές. Γιατὶ ἀλλιῶς, οἱ ἄλλες πράξεις ὅσο πολλὲς καὶ δυνατὲς καὶ ἂν εἶναι, δὲν εἶναι ὅμως ἱκανὲς νὰ ἀποσπάσουν τὴν κακία ἀπὸ τὶς ρίζες της. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη, ἐκεῖ ποὺ ἦταν προηγουμένως φυτευμένη καὶ ριζωμένη ἡ κακία, ἐκεῖ ἀντὶ αὐτῆς νὰ φυτευθῆ καὶ νὰ ριζωθῇ ἡ ἀντίθετή της ἀρετή (25), γιὰ νὰ γίνουν κατὰ τοὺς ἰατροὺς τὰ ἀντίθετα θεραπεία τῶν ἀντιθέτων.
Ἔτσι ἐὰν ἐμεῖς δὲν συνηθίσουμε μὲ πολλὲς καὶ συχνὲς πράξεις νὰ ἀγαπᾶμε τὴν καταφρόνησι καὶ νὰ χαιρώμαστε μὲ αὐτήν, πάνω στὴν ὁποία ἀγάπη τῆς καταφρονήσεως θεμελιώνεται καὶ ριζώνει ἡ ὑπομονή, δὲν θὰ ἐλευθερωθοῦμε ποτὲ ἀπὸ τὴν κακία τῆς ἀνυπομονησίας, ἡ ὁποία θεμελιώνεται πάνω στὸ μῖσος τῆς καταφρονήσεως· γι᾿ αὐτὸ καὶ μένοντας ζωντανὴ ἡ ρίζα τῆς κακίας, φυτρώνει πάντα μὲ τρόπο ποὺ μαραίνει τὴν ἀρετή, μερικὲς φορὲς δὲ καὶ τὴν πνίγει ἐντελῶς· καὶ ἐμᾶς κάνει νὰ κινδυνεύουμε, γιὰ νὰ ξαναπέσουμε πάλι μὲ κάθε εὐκαιρία ποὺ θὰ μᾶς τύχη· εἶναι, λοιπόν, βέβαιο, ὅτι χωρὶς τὶς ἀντίθετες πράξεις ποὺ εἴπαμε, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἀληθινὴ συνήθεια τῶν ἀρετῶν.
Γνώριζε δὲ καὶ αὐτό, ὅτι αὐτὲς οἱ πράξεις πρέπει νὰ εἶναι τόσο συχνὲς καὶ τόσο πολλές, ποὺ νὰ μποροῦν νὰ καταστρέψουν τελειωτικὰ τὴν συνήθεια τῆς κακίας, ἡ ὁποία καθὼς ριζώθηκε καὶ κατέκτησε τὴν καρδιά μας ἀπὸ τὶς πολλὲς κακὲς πράξεις, ἔτσι πρέπει νὰ ξερριζωθῇ ἀπὸ αὐτὴ μὲ τὶς πολλὲς καλὲς πράξεις, καὶ τότε νὰ ριζώσουμε στὴν καρδιά μας τὴν συνήθεια τῶν ἀρετῶν, μάλιστα λέω, ὅτι πρέπει νὰ εἶναι πολὺ περισσότερες οἱ καλὲς πράξεις ἀπὸ τὶς κακὲς γιὰ νὰ γίνῃ ἡ συνήθεια ἐνάρετη· ἐπειδὴ οἱ καλὲς πράξεις δὲν εἶναι σὰν τὶς πράξεις τῆς κακίας ποὺ ὑποστηρίζονται ἀπὸ τὴν φύση, ἡ ὁποία εἶναι διεφθαρμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Σοῦ λέω ἀκόμη καὶ τοῦτο· ὅτι ἂν ἡ ἀρετὴ ποὺ ἀσκεῖσαι τὸ ἀπαιτῇ, πρέπει ἀκόμη νὰ κάνῃς καὶ ἐξωτερικὲς πράξεις παρόμοιες μὲ τὶς ἐσωτερικές· γιὰ παράδειγμα· γιὰ νὰ ἀποκτήσῃς τὴν ὑπομονὴ ὄχι μόνο πρέπει νὰ ἀγαπᾷς μὲ τὴν καρδιά σου ἐκείνους ποὺ σὲ ἐξευτέλισαν ἢ σὲ ἐνόχλησαν μὲ κάθε τρόπο, ἀλλὰ καὶ νὰ λὲς σὲ αὐτοὺς λόγια πραότητας καὶ ἀγάπης· καὶ ἂν μπορῇς καὶ νὰ τοὺς ὑπηρετεῖς ἀκόμη μὲ ἔργα καὶ νὰ τοὺς βάλλῃς μετάνοια (26). Καὶ αὐτὲς οἱ πράξεις καὶ οἱ ἐσωτερικὲς καὶ οἱ ἐξωτερικές, νὰ σοῦ φαίνωνται δύσκολες τόσο γιὰ τὴν ἀδυναμία τοῦ νοῦ σου, ὅσο καὶ γιὰ τὴν δυσκολία ποὺ σοῦ φέρνει σὲ αὐτὰ ἡ ἐπιθυμία σου, ὅμως μὲ κανένα τρόπο δὲν πρέπει νὰ τὶς ἐγκαταλείψης, ἀλλὰ νὰ ἀγωνίζεσαι νὰ τὶς κάνῃς. Γιατὶ, ὅσο ἀδύνατες καὶ ἂν εἶναι, σὲ κρατοῦνε σταθερὸ καὶ γενναῖο στὸν πόλεμο καὶ σοῦ διευκολύνουν τὸν δρόμο γιὰ νὰ νικήσῃς.
Στάσου μὲ προσοχὴ καὶ συμμαζέψου καλὰ στὸν ἑαυτό σου γιὰ νὰ πολεμήσῃς ὄχι μόνο τὶς μεγάλες καὶ ἀποτελεσματικὲς ἐπιθυμίες σου, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὶς μί-κρὲς καὶ ἐλαφριὲς τοῦ κάθε σου πάθους· γιατὶ οἱ μικρὲς ἀνοίγουν τὸν δρόμο στὶς μεγάλες, ὁπότε καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ γεννιοῦνται μέσα μας οἱ κακὲς ἐπιθυμίες· καὶ ἀπὸ τὴν λίγη φροντίδα ποὺ ἔχουν μερικοὶ στὸ νὰ ἀποσπάσουν ἀπὸ τὴν καρδιά τους τὶς μικρὲς ἐπιθυμίες, ἀφοῦ κυρίευσαν τὶς μεγάλες τοῦ ἰδίου πάθους, ἀκολουθεῖ σὲ αὐτοὺς ἀνέλπιστα καὶ ξαφνικά, νὰ βλαφθοῦν καὶ νὰ νικηθοῦν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς τους μὲ δύναμι καὶ φθορὰ περισσότερη παρὰ ἀπὸ ὅ,τι πρίν.
Σοῦ ὑπενθυμίζω ἀκόμη νὰ περικόβῃς καὶ νὰ ἀπονεκρώνῃς τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὰ θελήματά σου, ἀκόμη καὶ γιὰ πράγματα ποὺ ἐπιτρέπονται μὲν ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀπαραίτητα (καὶ τέτοια εἶναι οἱ πολλὲς συνομιλίες, τὰ λιπαρώτερα φαγητὰ καὶ τὰ παρόμοια). Γιατὶ ἀπὸ αὐτὸ θὰ σὲ ἀκολουθήσουν πολλὰ καλά. Γιατὶ αὐτὰ θὰ σὲ κάνουν περισσότερο προετοιμασμένο καὶ πιὸ πρόθυμο νὰ νικᾷς τὸν ἑαυτό σου καὶ στὰ ἄλλα. Γιατὶ θὰ γίνῃς δυνατώτερος καὶ ἐμπειρότερος στὸν πόλεμο τῶν πειρασμῶν γιατὶ θὰ ἀποφύγῃς διάφορες παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ θὰ κατορθώσῃς πράγματα πολὺ ἀρεστὰ στὸ Θεό.
Λοιπὸν ἐὰν ἀκολουθήσῃς, ἀγαπητέ, μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ποὺ σοῦ εἶπα αὐτὰ τὰ ἅγια γυμνάσματα, νὰ εἶσαι βέβαιος πὼς σὲ λίγο καιρὸ θὰ προκόψῃς πολὺ καὶ θὰ γίνῃς ἄνθρωπος πνευματικὸς ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ καὶ ὄχι ψεύτικα καὶ στὸ ὄνομα μόνο. Γιατὶ ἂν ἐπιχειρήσῃς ἄλλο τρόπο καὶ ἄλλα γυμνάσματα εὐχάριστα στὴν ἐπιθυμία σου, τόσο ποὺ νὰ νομίζῃς ὅτι ἑνώθηκες μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοῦ συνομιλεῖς γλυκά, γνώριζε, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσῃς τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἢ καμμία ἀρετὴ ἐπειδὴ ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος, καθὼς εἶπα στὸ α´ κεφάλαιο, δὲν ἀποτελεῖται οὔτε γεννιέται ἀπὸ γυμνάσματα εὐχαριστήσεως καὶ παρόμοια μὲ τὴ φύσι μας, ἀλλὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ βάζουν τὴ φύση στοὺς σταυροὺς καὶ τὶς κακοπάθειες, καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἀνακαινίζεται ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν καὶ ἑνώνεται μὲ τὸν ἐσταυρωμένο του Ποιητῆ.
Γνώριζε καὶ αὐτό, ὅτι καθὼς οἱ συνήθειες τῶν κακῶν γίνονται μὲ πολλὲς καὶ συχνὲς πράξεις τῆς λογικῆς θελήσεως, ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι ποὺ παραδίνεται στὶς παράλογες ἐπιθυμίες τῆς αἰσθήσεως. Ἔτσι καὶ οἱ συνήθειες τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, ἀποκτῶνται μὲ τὸ νὰ κάνῃς πράξεις συχνὲς καὶ πολλὲς καὶ νὰ παραδίνεσαι στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἴμαστε προσκαλεσμένοι πότε στὴ μία ἀρετὴ καὶ πότε στὴν ἄλλη. Γιατὶ καθὼς ἡ λογικὴ θέλησί μας, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι κακὴ καὶ γήινη, ὅσο καὶ ἂν πολεμῆται ἀπὸ τὴν παράλογη ἐπιθυμία τῆς σάρκας καὶ ἀπὸ τὴν κακία, ἂν δὲν παραδοθεῖ μόνη της σὲ αὐτὴ καὶ ὑποταχτεῖ· ἔτσι πάλι αὐτή, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι ἐνάρετη καὶ ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό, ἂν καὶ προσκαλῆται ἀπὸ τὴν χάρι του, ἂν δὲν παραδοθῆ ὁλοκληρωτικὰ στὸ θέλημα καὶ στὴ χάρι αὐτοῦ, τόσο μὲ τὶς ἐσωτερικὲς πράξεις ὅσο καὶ μὲ τὶς ἐξωτερικές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ´.
Τί πρέπει νὰ γίνεται, ὅταν ἡ ἀνώτερη λογικὴ θέλησις φαίνεται νικημένη ἀπὸ τὴν παράλογη καὶ κατώτερη καὶ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς.
Ἂν καμμία φορὰ σκεφθῇς ὅτι ἡ λογική σου θέλησις δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθῇ ποτὲ καθόλου στὴν παράλογη ἐπιθυμία καὶ στοὺς ἐχθροὺς ποὺ σὲ πολεμοῦνε, ἐπειδὴ καὶ δὲν αἰσθάνεσαι νὰ ἔχῃς μία προθυμία ζωντανὴ ἐναντίον τους· σὺ ὅμως, νὰ παραμείνης, ἀδελφέ μου, σταθερὸς καὶ μὴν ἐγκαταλείψης τὸν πόλεμο, γιατὶ θὰ θεωρῆσαι ὡς νικητής, ἐφόσον δὲν βλέπῃς φανερὰ νικημένο τὸν ἑαυτό σου. Διότι ὅπως ἡ ἀνώτερη θέλησί μας δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὶς κατώτερες ἐπιθυμίες, γιὰ νὰ προσβάλλῃ τὶς πράξεις της, ἔτσι ἂν αὐτὴ ἡ ἴδια δὲν θέλῃ, δὲν μπορεῖ νὰ πιεσθῆ ποτὲ καὶ νὰ νικηθῆ ἀπὸ αὐτὲς μὲ ὅσο σκληρὸ πόλεμο καὶ ἂν τῆς κάνουν. Γιατὶ, ὁ Θεὸς χάρισε στὴ θέλησί μας τόση ἐλευθερία καὶ δύναμι, ὥστε καὶ ἂν ὅλες οἱ αἰσθήσεις, καὶ ὅλοι οἱ δαίμονες καὶ ὅλος ὁ κόσμος μαζὶ ὁπλισθοῦν ἐναντίον της καὶ τὴν πολεμοῦν δυνατά, παρόλα αὐτά, μπορεῖ ἡ θέλησί μας μὲ κάθε ἐλευθερία, νὰ τὰ περιφρονήσῃ καὶ νὰ θέλῃ ἐκεῖνο, ποὺ θέλει, ἢ νὰ μὴ θέλῃ ἐκεῖνο, ποὺ δὲν θέλει καὶ ὅσες φορὲς θέλει καὶ γιὰ τὸ σκοπὸ ἐκεῖνο ποὺ τῆς ἀρέσει καλύτερα.
Ἐὰν δὲ καὶ καμιὰ φορὰ οἱ νοητοὶ ἐχθροὶ καὶ ἡ παράλογή σου ἐπιθυμία, τόσο δυνατὰ σὲ πολεμοῦνε καὶ σὲ καταπιέζουν, ὥστε ἀποδυναμωμένος, δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς ἐναντίον τους κανένα ἔργο πνευματικὸ γιὰ νὰ βοηθηθῇς, σοῦ λέω, νὰ μὴ δειλιάσης οὔτε σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωσι, οὔτε νὰ ρίξης στὴ γῆ τὰ ἄρματα· ἀλλὰ χρησιμοποίησε αὐτὸ τὸ ὄχημα, ἐναντίον αὐτῶν καὶ λέγε πρὸς τοὺς ἐχθρούς· «δὲν ὑποχωρῶ ἀπὸ τὸν πόλεμο, δὲν θὰ σᾶς ἀφήσω οὔτε τώρα ἀπλήγωτους». «Ὁ Κύριος εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ σωτηρία μου, ποιὸν θὰ φοβηθῶ; Ὁ Κύριος τὸ καταφύγιο τῆς ζωῆς μου, ἀπὸ ποιὸν θὰ πανικοβληθῶ;» (Ψαλμ. 26,1). «Ἐγὼ στὸ ὄνομά του θὰ ἐξουθενώσω τοὺς ἐχθρούς μου» (Ψαλμ. 43,7)· καὶ ἂν τώρα δυναμωθῇς, ἀλλὰ πάλι νικηθῇς, ὅπως γράφτηκε· «Ὅσο καὶ ἂν συνασπίζεσθε, θὰ συντριβῆτε· ἐξοπλισθῆτε ὅσο θέλετε, πάλι θὰ συντριβῆτε» (Ἡσ. 8,9). Ὁπότε ὅπως κάνει ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἐναντίον του τὸν ἐχθρὸ καὶ τὸν καταδυναστεύει· ὁ ὁποῖος, μὴ μπορώντας νὰ τὸν χτυπήσῃ κατευθείαν, τὸν χτυπᾷ πλάγια καὶ δοκιμάζει νὰ κάνῃ ἕνα πήδημα παραπίσω, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ τὸν πληγώσῃ καὶ κατ᾿ εὐθεῖαν ἔτσι κάνε καὶ σύ· μάζεψε τοὺς λογισμούς σου μέσα στὸν ἑαυτό σου καὶ σκέψου ὅτι δὲν ἔχεις καμμία δύναμι καὶ ἔτσι καταφεύγοντας στὸ Θεό, ποὺ μπορεῖ τὰ πάντα, κάλεσέ τον μὲ θερμὴ ἐλπίδα καὶ δάκρυα, ἐνάντια στὸ πάθος ποὺ σὲ πολεμεῖ, λέγοντας· «Κύριε, βοήθησέ με· Θεέ μου, Θεέ μου, βοήθησέ με· Ἰησοῦ μου, βοήθησέ με· πολέμισε τοὺς πολεμοῦντάς με· πᾶρε ἀσπίδα καὶ ὅπλο καὶ ἔλα βοήθησέ με» (Ψαλμ. 34,1). «Θεοτόκε Παρθένε, βοήθησέ με, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσω τὸν ἐχθρὸ νὰ μὲ νικήσῃ».
Ἐὰν δὲ τὸ πάθος καὶ ὁ ἐχθρός σου δίνη χρόνο, μπορεῖς ἀκόμη νὰ βοηθήσῃς τὴν ἀδυναμία τῆς θελήσεώς σου κατὰ τοῦ πάθους, μὲ τοὺς στοχασμοὺς καὶ αὐτὲς τὶς ἀσκήσεις. Παραδείγματος χάριν, ὅταν ἐσὺ πέσῃς σὲ καμία δυσκολία ἢ ἄλλη κάποια τιμωρία καὶ ἡ ἐπιθυμία σου δὲν μπορῇ ἢ δὲν θέλῃ νὰ τὴν ὑπομείνη, βοήθησέ την μὲ αὐτά.
Α´. Σκέψου, ὅτι ἡ δοκιμασία αὐτὴ ποὺ ὑποφέρεις, πρέπει νὰ τὴν πάθης ἄξια, γιατὶ ἐσὺ ἔδωσες τὴν ἀφορμὴ καὶ μὲ κάθε δίκαιο χρωστᾷς νὰ ὑποφέρῃς ἐκείνην τὴν πληγή, ποὺ ἐσὺ μὲ τὰ χέρια σου ἔδωσες στὸν ἑαυτό σου.
Β´. Ἐὰν ἐσὺ δὲν ἔχῃς στὴ δοκιμασία αὐτὴ κανένα φταίξιμο, γύρισε τὸν λογισμό σου στὰ πολλὰ ἄλλα καὶ μεγάλα σου σφάλματα καὶ σκέψου, πὼς γι᾿ αὐτὰ δὲν σοῦ ἔδωσε ἀκόμη ὁ Θεὸς τὴν τιμωρίαν ποὺ σοῦ ἁρμόζει, ἀλλὰ οὔτε ἐσὺ τὰ σωφρόνισες καθὼς πρέπει· ὁπότε ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ σὲ ἐλέησε καὶ γιὰ νὰ μὴ βασανισθῇς αἰώνια, σοῦ ἔστειλε τὴν προσωρινὴ αὐτὴ δοκιμασία· καὶ λοιπὸν πρέπει νὰ τὴ δεχθῇς μὲ χαρὰ καὶ εὐχαριστία.
Γ. Σκέψου, ὅτι ἂν καὶ πρόλαβες καὶ ἔκανες ἀρκετὸ κανόνα γιὰ τὰ ἁμαρτήματά σου ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα λύπησες τὴν μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ (τὸ ὁποῖο δὲν πρέπει ποτὲ νὰ σκεφθῇς)· σκέψου ὅμως πὼς στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν δὲν μπαίνει κανεὶς ἄλλος, παρὰ μέσα ἀπὸ τὴν στενὴ πύλη τῶν δοκιμασιῶν καὶ τῶν θλίψεων. «Πρέπει νὰ περάσουμε ἀπὸ πολλὲς θλίψεις γιὰ νὰ μποῦμε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14,21).
Δ´. Ὅτι ἂν καὶ σὺ μπορεῖς νὰ μπῆς σὲ αὐτὴ τὴν βασιλεία μέσα ἀπὸ ἄλλο δρόμο, δηλαδὴ μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅμως αὐτὸ δὲν πρέπει οὔτε κἂν νὰ τὸ σκεφθῇς· ἐπειδὴ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ ὅλους του τοὺς φίλους, μπῆκε σὲ αὐτὴ μέσα ἀπὸ ἀγκάθια καὶ σταυρούς.
Ε. Σκέψου πὼς αὐτὴ ἡ δοκιμασία ποὺ ὑποφέρεις, εἶναι κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ (τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ σκέφτεσαι στὴν ἀρχὴ κάθε σου πράξεως καὶ θλίψεως ποὺ θὰ σοῦ συμβαίνῃ, ὅπως σου εἶπα πιὸ πρίν, στὸ ι´ καὶ ια´ κεφάλαιο, δηλαδὴ τὸ νὰ θέλῃς νὰ γίνεται σὲ κάθε σου ἔργο καὶ σὲ κάθε ἄλλο γεγονὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ), ὁ ὁποῖος γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ σοῦ ἔχει, εὐχαριστιέται καὶ χαίρεται νὰ σὲ βλέπῃ νὰ ὑποφέρῃς ὡς πιστός του καὶ γενναῖος πολεμιστής. Λοιπὸν καὶ σὺ γιὰ νὰ ἀνταποκριθῇς σὲ αὐτή του τὴν ἀγάπη, ὅσο εἶναι ἄδικη καὶ βαριὰ ἡ δοκιμασία ποὺ ὑποφέρεις, τόσο ἀγωνίσου νὰ τὴν ὑπομένῃς μὲ εὐχαριστία. Γιατὶ κάνοντας ἔτσι, φαίνεσαι πὼς ὑπομένεις στὴν πρᾶξι καὶ ἀγαπᾷς καὶ σὲ αὐτὰ ἀκόμη τὰ σκληρότατα βασανιστήρια μόνον τὴν θεία του θέλησι, γιὰ τὴν ὁποία καὶ κοντὰ στὴν ὁποία, κάθε τί πικρὸ φαίνεται γλυκὸ καὶ κάθε ἄτακτο ἔχει τάξι καὶ κανόνα τέλειο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ´.
Πρέπει νὰ πολεμᾷ κανεὶς μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις καὶ παντοτεινὰ καὶ γενναῖα.
Ἐὰν θέλῃς νὰ νικᾷς τοὺς ἐχθρούς σου πιὸ γρήγορα καὶ εὔκολα, εἶναι ἀνάγκη νὰ πολεμᾷς, ἀδελφὲ καὶ γιὰ πάντα καὶ γενναῖα, ἐναντίον ὅλων σου τῶν παθῶν, περισσότερο ὅμως καὶ εἰδικὰ ἐναντίον τῆς φιλαυτίας σου, δηλαδὴ τῆς ὑπερβολικῆς ἀγάπης τοῦ ἑαυτοῦ σου, συνηθίζοντας νὰ ἔχῃς γιὰ φίλους σου ἀγαπητοὺς τὶς περιφρονήσεις καὶ τὶς θλίψεις, ποὺ μπορεῖ ποτὲ νὰ σοῦ δώσῃ ὁ κόσμος· γιατί, μὲ τὸ νὰ μὴ γνωρίζει κάποιος αὐτὸν τὸν πόλεμο τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ μὲ τὸ νὰ τὸν ὑπολογίζῃ λίγο, συνέβηκε καὶ συμβαίνει πάντα νὰ εἶναι οἱ νίκες δύσκολες, σπάνιες, ἀτελεῖς καὶ ἀνύπαρκτες.
Λοιπόν, αὐτὸς ὁ πόλεμος πρέπει νὰ γίνεται πάντοτε, ἀσταμάτητα, δηλαδὴ συνεχῶς, ὡς τὴν ὥρα τοῦ θανάτου σου καὶ μὲ γενναία ψυχή, τὴν ὁποία εὔκολα θὰ ἀποκτήσῃς ἐὰν τὴν ζητήσῃς ἀπὸ τὸν Θεό· ἐὰν ὅμως σκεφθῇς τὴν μανιασμένη ὁρμὴ καὶ τὸ παντοτεινὸ μῖσος, ποὺ ἔχουν ἐναντίον σου οἱ ἐχθροὶ δαίμονες καὶ τὸ μεγάλο πλῆθος τῶν παρατάξεων καὶ στρατευμάτων του, σκέψου ὅμως ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ καὶ ὅτι εἶναι πολὺ μεγαλύτερη ἡ δύναμι τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ σοῦ ἔχει καὶ ὅτι πολλοὶ περισσότεροι εἶναι οἱ Ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ καὶ οἱ προσευχὲς τῶν Ἁγίων, ποὺ πολεμοῦν κρυφὰ μὲ τὸ μέρος μας, ὅπως γράφτηκε γιὰ τὸν Ἀμαλήκ· «Μὲ μυστικὸ καὶ ἀόρατο χέρι πολεμᾷ ὁ Κύριος» (Ἔξοδ. 17,16). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν σκέψι παρακινήθηκαν τόσες γυναῖκες καὶ τόσα ἀνήλικα παιδιὰ καὶ κατέκτησαν καὶ νίκησαν ὅλη τη δύναμι καὶ σοφία τοῦ κόσμου, ὅλες τὶς προσβολὲς τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου καὶ ὅλη τὴ μανία του.
Ὁπότε, δὲν πρέπει νὰ φοβηθῇς ποτέ, ἂν καὶ σοῦ φαίνεται ὅτι ὁ πόλεμος τῶν ἐχθρῶν εἶναι δυνατὸς κατὰ πολύ, ὅτι θὰ παραμείνη γιὰ ὅλη σου τὴν ζωὴ καὶ ἂς σὲ φοβερίζῃ μὲ πτώσεις ἀπὸ διάφορα μέρη. Γιατὶ, κάθε δύναμι καὶ γνῶσι τῶν ἐχθρῶν μας, βρίσκεται στὰ χέρια τοῦ θείου μας Ἀρχιστρατήγου Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τοῦ ὁποίου τὴν τιμὴ πολεμεῖσαι. Ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ μόνος του σὲ προσκαλεῖ μὲ πίεσι στὸν πόλεμο, εἶναι φανερό, ὅτι ὄχι μόνο δὲν θὰ ἀφήσῃ ποτὲ νὰ ὑπάρξει σὲ βάρους σου κάποια ἐξουσία καὶ νίκη ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς (γιατὶ αὐτὸ τὸ θεωρεῖ ὡς προσβολή του)· ἀλλὰ πολεμώντας αὐτὸς γιὰ σένα, θὰ τοὺς δώσῃ στὰ χέρια σου νικημένους, ὅταν τοῦ φανῆ εὐχάριστο, ὅπως γράφτηκε «Ὁ Κύριος ὁ Θεός σου πηγαινοέρχεται μέσα στὸ στρατόπεδό σου γιὰ νὰ σὲ προστατεύσῃ καὶ γιὰ νὰ συλλάβη τοὺς ἐχθρούς σου καὶ νὰ τοὺς παραδώσῃ στὰ χέρια σου». (Δευτερ. 23,14).
Ἐὰν ὅμως καὶ αὐτὸς ἀργοπορήσῃ μέχρι τὴν τελευταία μέρα τῆς ζωῆς σου, νὰ κάνῃς αὐτὴ τὴν νίκη (27), αὐτὸ θὰ εἶναι γιὰ μεγαλύτερο κέρδος σου· μόνον ἐσύ, αὐτὸ πρέπει νὰ κάνῃς, τὸ νὰ πολεμᾷς μεγαλόψυχα· καὶ ἂν πολλὲς φορὲς μείνης πληγωμένος στὸν πόλεμο, μὴν ἀφήσῃς ποτέ σου τὰ ὅπλα, οὔτε νὰ φύγης· τέλος πάντων, γιὰ νὰ παρακινῆσαι νὰ πολεμᾷς γενναῖα, πρέπει νὰ γνωρίζῃς, ὅτι αὐτὸν τὸν πόλεμο δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀποφύγη κανένας ἄνθρωπος, εἴτε στὴ ζωὴ εἴτε στὸ θάνατο· καὶ ὅποιος δὲν πολεμάει γιὰ νὰ νικήσῃ τὰ πάθη καὶ τοὺς ἐχθρούς του, ἀναγκαστικὰ πρέπει νὰ συλληφθῆ ἀπὸ ἐδῶ ἢ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ πεθάνῃ.
Γι᾿ αὐτό, πρέπει νὰ πολεμᾶμε γενναῖα καὶ πάντα, γιατὶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τέτοιους ἐχθρούς, οἱ ὁποῖοι τόσο πολὺ μᾶς μισοῦν, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐλπίζουμε ποτὲ ἀπὸ αὐτοὺς οὔτε εἰρήνη, οὔτε διωρία ἢ καμμία ἀνακωχὴ καὶ κατάπαυσι τοῦ πολέμου. Γιατὶ καλὸ ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ μὴν ἀνοίξουμε πόρτα καὶ νὰ βάλουμε τοὺς ἐχθροὺς καὶ τὰ πάθη μέσα στὴν ψυχὴ καὶ καρδιά μας· ἀφοῦ ὅμως τοὺς βάλαμε μία φορά, δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ ἀδιαφορήσουμε, ἀλλὰ πρέπει νὰ πολεμᾶμε γιὰ νὰ τοὺς βγάλουμε, ἐπειδὴ αὐτοὶ εἶναι ἀναιδεῖς καὶ ἀδιάντροποι, δὲν βγαίνουν μὲ ἄλλον τρόπο παρὰ μὲ τὸν πόλεμο (28).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΣΤ´.
Μὲ ποιὸ τρόπο ξημερώνοντας πρέπει νὰ βγαίνῃ στὴ μάχη τὸ πρωὶ ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ πολεμᾷ.
Ἀφοῦ ξυπνήσῃς τὸ πρωὶ καὶ προσευχηθῇς ἀρκετὴ ὥρα λέγοντας, Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ πρέπει νὰ σκεφθῇς εἶναι αὐτό, τὸ νὰ νομίσῃς ὅτι βλέπῃς τὸν ἑαυτό σου κλεισμένο μέσα σὲ ἕνα τόπο καὶ στάδιο (29), τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ ἡ ἴδια σου καρδιὰ καὶ ὅλος ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος· μὲ αὐτὸν τὸ νόμο, ὅτι ὅποιος ἐκεῖ δὲν πολεμήσει, θὰ μένῃ γιὰ πάντα πεθαμένος· καὶ μέσα σὲ αὐτὸ φαντάσου πὼς βλέπῃς μπροστά σου ἐκεῖνο τὸν ἐχθρὸ καὶ ἐκείνη τὴν κακή σου ἐπιθυμία, τὴν ὁποία ἀποφάσισες νὰ πολεμήσῃς καὶ εἶσαι ἕτοιμος νὰ πληγωθῇς καὶ νὰ πεθάνης, ἀρκεῖ μόνο νὰ τὴν νικήσῃς. Καὶ ἀπὸ μὲν τὸ δεξιὸ μέρος τοῦ σταδίου, πίστεψε πὼς βλέπῃς τὸν νικηφόρο σου Ἀρχιστράτηγο, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ τὴν Παναγία του Μητέρα καὶ μὲ πολλὰ τάγατα Ἀγγέλων καὶ Ἁγίων καὶ μάλιστα τὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ· καὶ ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ πλευρά, ὅτι βλέπῃς τὸν ὑπόγειο διάβολο μὲ τοὺς δικούς του δαίμονες, γιὰ νὰ ξεσηκώσουν τὸ πάθος ἐκεῖνο καὶ τὴν κακὴ ἐπιθυμία καταπάνω σου, καὶ νὰ σὲ παρακινήσουν νὰ ἐγκαταλείψης τὸν πόλεμο καὶ νὰ ὑποταχθῇς σὲ αὐτό· φαντάσου καὶ πὼς ἀκοῦς μία φωνή, σὰν ἀπὸ τὸν φύλακά σου Ἄγγελο, νὰ σοῦ λέῃ τὰ ἑξῆς: Ἐσὺ σήμερα θὰ πολεμήσῃς ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ πάθους καὶ τῶν ἄλλων σου ἐχθρῶν ἡ καρδιά σου ἂς μὴ δειλιάση πλήρως καὶ ἀποφύγης τὸν πόλεμον γιὰ τὸν φόβο ἢ ἄλλο περιορισμὸ μὲ κανένα τρόπο· διότι ὁ Κύριος μας καὶ Ἀρχιστράτηγός μας Ἰησοῦς στέκεται ἐδῶ περιτριγυρισμένος μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους του, δηλαδὴ μὲ ὅλα του τὰ δοξασμένα τάγματα, γιὰ νὰ πολεμήσῃ ὅλους τοὺς ἐχθρούς σου καὶ νὰ μὴ τοὺς ἀφήσῃ νὰ σὲ καταπιέσουν ἢ νὰ σὲ νικήσουν «Ὁ Κύριος θὰ πολεμήσῃ γιὰ σᾶς» (Ἐξοδ. 14,14). Ὁπότε, στάσου σταθερός, βίασε τὸν ἑαυτό σου, ὑπόμεινε τὸν πόνο ποὺ θὰ θέλῃς νὰ αἰσθανθῇς κάποια φορά, φώναζε πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς καρδιᾶς σου· «μὴ μὲ παραδώσῃς στὴ βουλιμία τῶν ἐχθρῶν μου» (Ψαλμ. 26,18). Φώναζε τὸν Κύριό σου καὶ τὴν Παρθένο καὶ ὅλους τοὺς Ἁγίους καὶ τὶς Ἁγίες· καὶ θὰ νικήσῃς ὁπωσδήποτε· γιατὶ λέει· «Σᾶς γράφω νέοι μου γιὰ νὰ σᾶς βεβαιώσω ὅτι ἔχετε νικήσει τὸν πονηρό» (Ἰωάν. α´ 2,13). Καὶ ἂν ἐσὺ εἶσαι ἀδύνατος καὶ κακομαθημένος, ἐνῷ οἱ ἐχθροί σου εἶναι δυνατοὶ καὶ πολλοί, πολὺ περισσότερες εἶναι οἱ βοήθειες ἐκείνου ποὺ σὲ ἔπλασε καὶ σὲ λύτρωσε καὶ ἀσύγκριτα δυνατώτερος εἶναι ὁ Θεὸς στὸν πόλεμον αὐτόν, ὅπως γράφτηκε· «Ὁ Κύριός σου εἶναι κραταιὸς καὶ δυνατὸς στὸν πόλεμο» (Ψαλμ. 23,8). Καὶ περισσότερο πόθο ἔχει αὐτὸς γιὰ νὰ σὲ σώσῃ, παρὰ αὐτὸν ποὺ ἔχει ὁ ἔχθρος γιὰ νὰ σὲ καταστρέψη. Γι᾿ αὐτὸ πολέμα καὶ μὴ βαρεθῇς ποτέ σου τὸν κόπο. Γιατὶ ἀπὸ τὸν κόπο καὶ ἀπὸ τὴν βία καὶ τὴν δοκιμασία, ποὺ αἰσθάνεσαι γιὰ τὴν συνήθεια ποὺ ἔδειξες στὸ κακό, γεννᾶται ἡ νίκη καὶ ὁ μεγάλος θησαυρός, μὲ τὸν ὁποῖο ἀγοράζεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἑνώνεται ἡ ψυχὴ γιὰ πάντα μὲ τὸ Θεό.
Λοιπὸν ἄρχισε στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ πολεμᾷς μὲ τὰ ὀχήματα τῆς ἀπιστίας στὸν ἑαυτό σου καὶ τῆς ἐλπίδας καὶ τοῦ θάρρους στὸ Θεό σου, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴν ἐκγύμνασι· μάλιστα δὲ μὲ τὸ ὄχημα τῆς καρδιακῆς καὶ νοερὴς προσευχῆς, τὸ ὁποῖο εἶναι τό· Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ὄνομα τόσο φοβερό, ποὺ σὰν μαχαῖρι μὲ δυὸ στόματα στρέφεται μέσα στὴ καρδιά, μασάει καὶ κατακόβει τοὺς δαίμονες καὶ τὰ πάθη· γι᾿ αὐτὸ σχετικὰ εἶπε ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακας. «Ἰησοῦ ὀνόματι, μάστιζε πολεμίους»· γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶμε ξεχωριστὰ στό με´ κεφάλαιο. Μὲ αὐτά, λέω, πολεμάει ἐκεῖνο τὸν ἐχθρὸ καὶ ἐκεῖνο τὸ πάθος καὶ τὴν κακὴ ἐπιθυμία, ποὺ σὲ πολεμάει τὴν ὁποία εἶσαι ἀποφασισμένος νὰ νικήσῃς μὲ τὴν σειρά, ποὺ σοῦ εἶπα στὸ ιγ´ κεφάλαιο· δηλαδὴ πότε μὲ τὴν ἀντίστασι, νὰ τὸν πληγώνεις μέχρι θανάτου, πότε μὲ τὸ μῖσος, πότε μὲ τὶς πράξεις τῆς ἀντίθετης ἀρετῆς· καὶ ἔτσι, νὰ κάνῃς πράγματα ποὺ ἀρέσουν στὸ Θεό σου, ὁ ὁποῖος, μὲ ὅλη τὴν θριαμβεύουσα στὸν οὐρανὸ Ἐκκλησία στέκεται ἀόρατα καὶ βλέπει τὸν πόλεμό σου· γιὰ τὸν ὁποῖο πόλεμο, δὲν πρέπει νὰ λυπᾶσαι σκεπτόμενος, ὅτι ἀφενὸς μὲν εἶναι ἡ ὑποχρέωσις ποὺ ἔχουμε ὅλοι μας νὰ δουλεύουμε καὶ νὰ ἀρέσουμε στὸ Θεὸ καὶ ἀφετέρου ἡ ἀνάγκη ποὺ ἔχουμε νὰ πολεμᾶμε, καθὼς σοῦ εἶπα ἀπὸ πρίν. Γιατὶ, ἂν ἐγκαταλείψουμε αὐτὸν τὸν πόλεμο, ὁπωσδήποτε θὰ θανατωθοῦμε. Ἔπειτα, καὶ ἂν φύγης πρὸς στιγμὴ ἀπὸ τὸν κατὰ Θεὸν αὐτὸ πόλεμο σὰν ἀποστάτης καὶ παραδοθῇς στὸ κόσμο καὶ σὲ ὅλες τὶς καλοπεράσεις καὶ ἀναπαύσεις τῆς σάρκας, ὕστερα ὅμως καὶ μὲ τὴν πίεσί σου πάλι πρέπει νὰ πολεμήσῃς καὶ μὲ τόσες ἀντιθέσεις, ποὺ πολλὲς φορὲς νὰ ἱδρώνῃ τὸ πρόσωπό σου καὶ νὰ καταπληγώνεται ἡ καρδιά σου μὲ θανατηφόρες λυποθυμίες. Πότε; τὴν ὥρα τῶν γηρατειῶν σου καὶ τοῦ θανάτου σου. Ὅταν οἱ δαίμονες καὶ ὅλα τὰ πάθη σου, πιθανὸν νὰ σὲ ἔχουν περικυκλώσει. Καὶ τόσο νὰ σὲ συντρίψουν, ποὺ ἐσὺ μὴ μπορώντας, ποιὸ πρῶτα νὰ πολεμήσῃς, θὰ παραδοθῇς σὲ αἰώνιο θάνατο. Γι᾿ αὐτό, μὴ γίνῃς τόσο ἀνόητος, ἀγαπητέ, ποὺ νὰ θέλῃς νὰ πολεμᾷς τότε σὲ μία ὥρα ἀσύμφορη ἀλλὰ σὰν φρόνιμος, ὑπόμεινε τώρα τὴν κούρασι τοῦ πολέμου, γιὰ νὰ νικήσῃς, νὰ στεφανωθῇς καὶ νὰ ἑνωθῇς μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ στὴ βασιλεία του τὴν οὐράνια· «Θυμήσου τὸν δημουργό σου τὶς μέρες τῆς νεότητός σου, πρὶν ἔλθουν οἱ μέρες οἱ κακὲς καὶ φθάσουν τὰ χρόνια ἐκεῖνα ποὺ δὲν θὰ ἔχῃς δύναμι» (Ἐκκλ. 12,1).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ´.
Μὲ ποιά τάξι πρέπει νὰ πολεμοῦμε ἐναντίον τῶν παθῶν μας
Πολὺ σὲ συμφέρει, ἀδελφέ, νὰ γνωρίζῃς καὶ τὴν τάξι, ποὺ πρέπει νὰ κρατᾷς, γιὰ νὰ πολεμᾷς ὅπως πρέπει καὶ ὄχι ἁπλᾶ καὶ ὅπως ἔτυχε, καθὼς κάνουν πολλοὶ καὶ βλάπτονται. Ἡ τάξι τοῦ πολέμου κατὰ τῶν ἐχθρῶν καὶ τῶν κακῶν σου ἐπιθυμιῶν, εἶναι αὐτή· νὰ μπῇς μέσα στὴ καρδιά σου καὶ νὰ ἐρευνήσῃς μὲ ἐπιμέλεια, ἀπὸ ποιούς λογισμοὺς καὶ ἀπὸ ποιές ἐπιθυμίες καὶ προσπάθειες εἶναι αὐτὴ περικυκλωμένη καὶ ἀπὸ ποιὸ πάθος περισσότερο κυριεύεται καὶ βασανίζεται· καὶ πρῶτα, κατὰ ἐκείνου τοῦ πάθους νὰ πιάσης τὰ ὅπλα καὶ νὰ πολεμήσῃς· ἐὰν ὅμως συμβῇ νὰ πειραχθῇς καὶ ἀπὸ ἄλλα πάθη, ἐσὺ πρέπει πάντα νὰ πολεμᾷς τὸ πιὸ κοντινὸ πάθος, ποὺ τότε ἔμπρακτα σὲ πολεμᾷ καὶ πάλι νὰ γυρίζῃς τὸν πόλεμο σὲ ἐκεῖνο ποὺ περισσότερο σὲ κατακυριεύει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ´.
Πῶς πρέπει νὰ πολεμᾷ κάποιος ἀντίθετα στὰ ξαφνικὰ κινήματα τῶν παθῶν
Ἂν ἀκόμη δὲν εἶσαι συνηθισμένος, ἀγαπητέ, νὰ πολεμᾷς ἀντίθετα στὰ ξαφνικὰ χτυπήματα καὶ ἐπιθέσεις τῶν προσβολῶν, ἢ ἄλλων κάποιων ἀντίθετων ποὺ σοῦ τυχαίνουν, σὲ συμβουλεύω νὰ κάνῃς τὸ ἑξῆς: Δηλαδή, συνήθιζε πάντα νὰ ἐρευνᾷς ἀπὸ πρίν, καθισμένος στὸ σπίτι σου, ὅτι θὰ σοῦ συμβοῦν πολλὲς προσβολές, ἀτιμίες, πολλὲς φορὲς δὲ καὶ πληγὲς καὶ ἄλλα πολλὰ ἀντίθετα· καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ εἶσαι προετοιμασμένος, ὥστε νὰ μὴν ταραχθῇς, ἀλλὰ νὰ τὰ ὑπομείνης μὲ εὐχαριστία χωρὶς ταραχή. Τὴν προετοιμασία αὐτὴ πρέπει μάλιστα νὰ κάνῃς ὅταν εἶσαι ἕτοιμος νὰ βγῆς ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι σου καὶ νὰ πᾶς σὲ κάποιον ἄλλον τόπο καὶ μάλιστα ὅταν θὰ συνομιλήσῃς μὲ πρόσωπα ποὺ θυμώνουν εὔκολα. Γιατὶ, μία τέτοια προετοιμασία καὶ προγύμνασι, πιστεύει ὅτι εἶναι εὐκαταφρόνητα καὶ τὰ πιὸ φοβερὰ καὶ ξαφνικὰ περιστατικὰ καὶ τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ, δὲν ἀφήνει νὰ ταραχθῆ· «ἑτοιμάσθηκα καὶ δὲν ταράχθηκα» (Ψαλμ. 118,60) (30).
Κοντὰ δὲ στὴν προμελέτη καὶ τὴν προετοιμασία αὐτή, χρησιμοποίησε καὶ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ὅταν, σὲ κάποια περίπτωσι, ἀρχίσῃ κάποιος ξαφνικὰ καὶ χωρὶς νὰ τὸ περιμένῃς, ἢ νὰ σὲ χτυπᾷ, ἢ νὰ σὲ βρίζῃ καὶ νὰ σοῦ προξενῇ ἄλλη ἀτιμία, στάσου γιὰ λίγο· καὶ ἀφοῦ συμμαζέψης τοὺς λογισμούς σου μέσα στὴν καρδιά σου, βάλε ὅλη τὴν προσοχὴ καὶ ἐπιφυλακὴ στὸ νοῦ σου, στὸ νὰ προσέξῃ καλὰ καὶ νὰ μὴ ταραχθῆ καθόλου ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ ἡ καρδιά σου· ἐὰν ὅμως προλάβη νὰ ταραχθῆ, νὰ μὴν ἀφήσῃς νὰ βγῇ ἔξω τὸ πάθος καὶ νὰ σὲ παρακινήσῃ στὸ νὰ βρίσῃς καὶ σὺ καὶ νὰ ἐκδικηθῇς· «μέσα μου, λέγει, συνταράσσεται ἡ καρδιά μου» (Ψαλμ. 14) (31).
Στὴ συνέχεια βίασε τὸν ἑαυτό σου νὰ σηκώσῃς τὸ νοῦ σου στὸ Θεό, σκέψου τὴν ἄπειρη ἀγάπη ποὺ σοῦ ἔχει, γιὰ τὴν ὁποία σοῦ ἔστειλε τὸν ἀνέλπιστο αὐτὸ πειρασμὸ καὶ τὴ δοκιμασία, γιὰ νὰ σὲ καθαρίσῃ περισσότερο καὶ νὰ σὲ ἑνώσει μαζί του καλύτερα. Αὐτά, λέω, σκεπτόμενος γύρισε στὸν ἑαυτό σου καὶ ἐλέγχοντάς τον, πὲς μέσα σου· «Ἔ, ἄθλιε καὶ ταλαίπωρε! καὶ γιατὶ δὲν θέλεις ἐσὺ νὰ ἀγκαλιάσης αὐτὸν τὸν σταυρὸ καὶ τὴν δοκιμασία ποὺ σοῦ ἔστειλε, ὄχι κάποιος ἄλλος, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἰδιος σου ὁ Πατέρας ὁ οὐράνιος; μετὰ γύρισε στὸ σταυρὸ καὶ ἀγκάλιασέ τον νοερὰ μὲ τὴν πιὸ μεγάλη χαρά, ποὺ μπορεῖς, λέγοντας, ὦ σταυρέ, ποὺ ἱδρύθηκες ἀπὸ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, πρὶν νὰ γίνω ἐγώ! ὦ σταυρέ, ποὺ γλυκάθηκες ἀπὸ τὴν γλυκειὰ ἀγάπη τοῦ ἐσταυρωμένου, κάρφωσε καὶ προσήλωσέ με σὲ σένα γιὰ νὰ μπορέσω ὁλοκληρωτικὰ νὰ ἑνωθῶ μὲ ἐκεῖνο, ποὺ μὲ λύτρωσε, πεθαίνοντας πάνω σὲ σένα». Ἐὰν ὅμως καὶ τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ προλάβῃ καὶ κινηθῇ μέσα σου καὶ δὲν σὲ ἀφήσῃ στὴ ἀρχὴ νὰ ὑψώσῃς τὸ νοῦ σου στὸ Θεὸ ὅμως, πάλι μελέτησε νὰ τὸν ὑψώσῃς τὸ γρηγορώτερο, σὰν νὰ μὴν ἔχῃς ταραχθῇ καθόλου· γιατὶ θὰ βοηθηθῇς.
Ἡ καλύτερη ὅμως καὶ πιὸ ἀποτελεσματικὴ θεραπεία τους νὰ μὴ κινοῦνται ξαφνικὰ τὰ πάθη, εἶναι, τὸ νὰ ἀπομακρυνθοῦν οἱ αἰτίες ἀπὸ τὶς ὁποῖες προέρχεται αὐτὴ ἡ κίνησις. Αὐτὲς γενικὰ εἶναι δυό· ἡ ἀγάπη καὶ τὸ μῖσος. Ὁπότε, ἐὰν ἐσὺ ἀγαπητέ, ἔφθασες νὰ ἔχῃς ἐμπαθῆ ἀγάπη σὲ κανένα πρόσωπο, ἢ σὲ ἄλλο κανένα μικρὸ πρᾶγμα, ἢ μεγάλο καὶ ἀμέσως μόλις ἰδῇς νὰ σοῦ τὸ ἁρπάξουν ἢ τὸ πειράξουν, ταράζεσαι ξαφνικὰ καὶ σκανδαλίζεται ἀπὸ τὴν συμπάθεια ἡ καρδιά σου, πρέπει νὰ πολεμᾷς, νὰ βγάλης ἀπὸ τὴν καρδιά σου τὴν κακὴ ἐκείνη ἀγάπη ποὺ ἔχεις σὲ αὐτό, γιατί, ὅσο αὐτὴ εἶναι μεγαλύτερη ἢ μικρότερη, τόσο μεγαλύτερη ἢ μικρότερη εἶναι καὶ ἡ ξαφνικὴ κίνησις τοῦ πάθους.
Ἐὰν ὅμως ἀντίθετα καὶ ἔχεις μῖσος σὲ κάποιον, ἢ σὲ ἄλλο κανένα πρᾶγμα καὶ ἀπὸ αὐτὸ ταράζεσαι ξαφνικὰ καὶ ἀηδιάζῃς, ὅταν τὸ βλέπῃς ἢ ἀκοῦς κάποια θαυμαστή του ἐνέργεια, πρέπει νὰ πιέζῃς τὴ θέλησί σου, μέχρι νὰ τὸ ἀγαπήσῃς· ὄχι μόνο γιατὶ εἶναι καὶ αὐτὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, σὰν καὶ ἐσένα φτιαγμένο κατ᾿ εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ὁμοιότητα ἀπὸ τὸ ὕψιστο χέρι τοῦ Θεοῦ· ὄχι μόνον γιατὶ καὶ αὐτὸς σὰν ἐσένα εἶναι ἀναγεννημένος μὲ αὐτὸ τὸ πολύτιμο αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο γιατὶ εἶναι ἀδελφός σου καὶ μέλος σου καὶ δὲν πρέπει νὰ τὸν μισῆς, οὔτε μὲ αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν σκέψι σου καὶ τὸν λογισμό σου, ὅπως γράφτηκε «μὴν κρατᾷς κακία στὴν καρδιά σου γιὰ τὸν ἀδελφό σου» (Λευϊτ. 19,17) (32). Ἀλλά, καὶ γιατί, ἂν εἶναι τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο κακὸ καὶ ἄξιο μίσους, ὅμως, ὅταν ἐσὺ τὸ ἀγαπᾷς, μοιάζεις μὲ τὸν Θεὸ ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ ὅλα του τὰ δημιουργήματα καὶ κανένα ποτὲ δὲν συχαίνεται, καθὼς λέει ὁ Σολομώντας: «Ὅλα εἶναι δικά σου καὶ γι᾿ αὐτὸ τὰ φροντίζεις Κύριε, ἐσὺ ποὺ ἀγαπᾷς τὴν ζωή» (Σοφ. Σολομ. 11,). Καὶ μάλιστα, διότι ὁ Θεὸς παραβλέποντας τὶς κακίες τῶν ἀνθρώπων «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5,45).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ´.
Πῶς πρέπει νὰ πολεμᾷ κανεὶς κατὰ τῶν σαρκικῶν παθῶν.
Ἐναντίον τῶν σαρκικῶν παθῶν θὰ πολεμᾷς, ἀδελφέ, μὲ ξεχωριστὸ καὶ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Καὶ γιὰ νὰ γνωρίζῃς νὰ πολεμᾷς μὲ τὴν τάξι, πρέπει νὰ σκέφτεσαι ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς χρόνοι καὶ τρεῖς πόλεμοι· πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμό, στὸ καιρὸ τοῦ πειρασμοῦ καὶ ἀφοῦ περάσει ὁ πειρασμός.
Ὁ πόλεμος πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμὸ θὰ εἶναι, κατὰ τῶν αἰτιῶν, ποὺ συνήθως γίνονται ἀφορμὴ αὐτοῦ τοῦ πειρασμοῦ· δηλαδή, πρῶτα, ἐσὺ πρέπει νὰ πολεμᾷς κατὰ αὐτοῦ τοῦ πάθους· ὄχι ἀντιστεκόμενος σ᾿ αὐτό, ὅπως σου εἶπα νὰ κάνῃς στὰ ἄλλα πάθη, ἀλλὰ ἀποφεύγοντας μὲ ὅλη σου τὴ δύναμι ἀπὸ κάθε εἴδους ἀφορμὴ καὶ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο σοῦ προξενεῖ πειρασμὸ στὴ σάρκα. Καί, ἐὰν καμιὰ φορὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ μιλήσῃς μὲ κανένα τέτοιον, μίλησε μὲ συντομία καὶ μὲ πρόσωπο σεμνὸ καὶ σοβαρό· μάλιστα, τὰ λόγια σου, ἂς ἔχουν κάποια σκληρότητα περισσότερη, παρὰ γλυκύτητα.
«Μὴν ἔχῃς ἐμπιστοσύνη στὸν ἐχθρό σου ποτέ», λέγει ὁ Σειρὰχ (12,11). Καὶ σύ, μὴν ἔχῃς ἐμπιστοσύνη ποτὲ στὸν ἑαυτό σου. Γιατὶ, καθὼς ὁ χαλκὸς γεννάει ἀπὸ μόνος του τὴν σκουριὰ ἔτσι καὶ ἡ διεφθαρμένη φύσις σου γεννᾷ ἀπὸ μόνη της τὴν κακία· «ὅπως ὁ χαλκὸς σκουριάζει, ἔστι καὶ κακία του» (αὐτόθι)· μὴν ἔχῃς ἐμπιστοσύνη, πάλι σου λέω, στὸν ἑαυτό σου, καὶ ἂν μπορῇ νὰ εἰπωθῇ ἔτσι ὅτι καὶ ἐσὺ δὲν αἰσθάνεσαι, οὔτε ἀκόμη αἰσθανθῇς τόσο καιρὸ τὶς αἰχμὲς τῆς σάρκας· διότι αὐτὴ ἡ κατηραμένη κακία, ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἔκανε σὲ πολλοὺς χρόνους, τὸ κάνει σὲ μία ὥρα καὶ πολλὲς φορὲς κάνει τὶς ἑτοιμασίες της κρυφὰ καὶ ὅσο περισσότερο κάνει τὸν φίλο καὶ δίνει λιγωτέρο ὑποψία γιὰ αὐτή, τόσο περισσότερο βλάπτει καὶ ἀθεράπευτα πληγώνει (33).
Γι᾿ αὐτό, πολλὲς φορὲς πρέπει νὰ φοβᾶται κανεὶς περισσότερο (καθὼς ἡ πεῖρα τὸ ἀπέδειξε καὶ τὸ ἀποδεικνύει), ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα, μὲ τὰ ὁποῖα νομίζει εὔλογο νὰ συναναστρέφεσαι ἢ γιατὶ εἶναι συγγενεῖς του ἢ γιατὶ εἶναι εὐλαβῆ καὶ ἐνάρετα (34) ἢ γιατὶ εὐεργετήθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ κρίνει σὰν ὑποχρέωσι νὰ τὰ συχνοχαιρετᾶ. Διότι μὲ τὴν ἀπερίσκεπτη αὐτὴ συναναστροφή, ἀνακατώνεται ἡ φαρμακερὴ εὐχαρίστησις τῆς αἰσθήσεως, ὥστε ἀνεπαίσθητα λίγο λίγο διαπερνᾷ ὡς καὶ στὸ νοῦ τῆς ψυχῆς καὶ σκοτεινιάζει τόσο τὴ λογική, μὲ τρόπο, ποὺ ἀρχίζουν ὕστερα νὰ μὴν ὑπολογίζουν καθόλου τὰ ἐπικίνδυνα αἴτια τῆς ἁμαρτίας· δηλαδή, τὰ ἐρωτικὰ βλέμματα, τὰ γλυκὰ λόγια τοῦ ἕνα καὶ τοῦ ἄλλου μέρους· τὶς ἄσεμνες κινήσεις καὶ μορφασμούς· τὰ πιασίματα τῶν χεριῶν καὶ ἔπειτα καταντοῦν νὰ πέσουν ἢ στὴν ὁλοκληρωτικὴ ἁμαρτία ἢ στὰ ἄλλα διαβολικὰ πάθη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δύσκολα μποροῦν νὰ ἐλευθερωθοῦν.
Γι᾿ αὐτό, πρέπει, ἀδελφέ, νὰ ἀποφεύγῃς τὴν φωτιά, γιατὶ εἶσαι πανὶ καὶ μὴν ξεθαρρέψης ποτὲ ὅτι εἶσαι στουπὶ βρεγμένο καὶ καλὰ γεμάτο ἀπὸ νερὸ καλῆς καὶ δυνατῆς θελήσεως· ὄχι· ἀλλὰ πὼς εἶσαι στουπὶ ξερὸ καὶ ἀμέσως πλησιάζοντας τὴ φωτιά, κατακαίγεσαι, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ γιὰ τὸν Σαμψών, ὅτι «ἔσπασε τὰ νεῦρα ὅπως σπάει ἡ κλωστὴ τοῦ στουπιοῦ, ὅταν πλησιάση στὴ φωτιά» (Κρίτ. 16,9), οὔτε νὰ λογαριάσης ὅτι ἔχεις σταθερὴ ἀπόφασι καὶ προθυμία καλύτερα νὰ πεθάνης παρὰ νὰ λυπήσῃς τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἁμαρτία. Γιατὶ, ἂν ὑποθέσουμε ὅτι εἶσαι στουπὶ βρεγμένο, ἀλλὰ ὅμως μὲ τὴν συχνὴ συναναστροφὴ καὶ τὸ θέαμα, ἡ φωτιὰ μὲ τὴν θερμότητά της ξηραίνει λίγο λίγο τὸ νερὸ τῆς καλῆς σου θελήσεως καὶ ἀνέλπιστα, τόσο θὰ προσκολληθῇς στὸ διαβολικὸ ἔρωτα, ὥστε νὰ μὴν ντραπῆς τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε νὰ σεβασθῇς συγγένεια ἢ φιλία, οὔτε νὰ φοβηθῇς τὸν Θεό, οὔτε νὰ ὑπολογίσῃς τὴν τιμή, οὔτε τὴν ζωή, οὔτε τὶς τιμωρίες ὅλες τῆς κολάσεως· ἀλλὰ νὰ ἐκτελέσῃς τὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτό, φεῦγε, φεῦγε ὅσο μπορεῖς.
Α´. Ἀπὸ τὶς συναναστροφὲς τῶν προσώπων ποὺ σκανδαλίζουν, ἂν ἀληθινὰ δὲν θέλῃς νὰ πιασθῇς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ θανατωθῇς (35)
Β´. Ἀπόφευγε τὴν ἀνεργία καὶ ὀκνηρία καὶ στάσου ἄγρυπνος καὶ νηφάλιος μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ μὲ τὰ ἔργα, ποὺ ταιριάζουν στὴ στάσι σου.
Γ. Μὴν παρακούσῃς ποτέ σου, ἀλλὰ ὑποτάξου εὔκολα στοὺς προεστῶτες καὶ Πνευματικούς σου Πατέρες, κάνοντας μὲ προθυμία καὶ γρήγορα ἐκεῖνα ποὺ σὲ προστάζουν καὶ μάλιστα, ἐκεῖνα ποὺ σὲ ταπεινώνουν καὶ εἶναι ἀντίθετα τῆς θελήσεώς σου καὶ τῆς φυσικῆς σου κλίσεως.
Δ´. Μὴ κάνῃς ποτὲ κρίσι ἀλαζονικὴ γιὰ τὸν πλησίον σου· δηλαδή, μὴν τὸν κατακρίνῃς καὶ μάλιστα, γι᾿ αὐτὴν τὴν ἴδια σαρκικὴ ἁμαρτία, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶμε, ἂν καὶ εἶναι φανερὰ πεσμένος σὲ αὐτήν, ἀλλὰ συμπάθησέ τον καὶ μὴν ἀγανακτήσῃς ἐναντίον του, οὔτε νὰ τὸν κοροϊδέψης, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ παράδειγμά του, ταπεινώσου ἐσὺ καὶ γνώρισε τὸν ἑαυτό σου, ὅτι εἶσαι ἀσθενὴς καὶ σκόνη καὶ στάχτη λέγοντας· ἐκεῖνος ἔπεσε σήμερα, ἐγὼ θὰ πέσω αὔριο. Γιατὶ, ἂν σὺ εὔκολα κρίνεις τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς καταφρονεῖς, ὁ Θεὸς παραδειγματικὰ θὰ σὲ ἐκπαιδεύσῃ, παραχωρώντας νὰ πέσῃς κι ἐσὺ στὸ ἴδιο ἐλάττωμα. «Νὰ μὴν κρίνετε, λέγει, καὶ δὲν θὰ κριθῆτε» (Ματθ.)· γιὰ νὰ γνωρίσῃς μὲ τὸ πέσιμό σου τὴν ὑπερηφάνειά σου καὶ νὰ ταπεινωθῇς καὶ ἔτσι νὰ ζητήσῃς θεραπεία καὶ γιὰ τὰ δυό· καὶ γιὰ τὴν ὑπερηφάνειά σου καὶ γιὰ τὴν πορνεία σου. Ἐὰν ὅμως καὶ σὲ φυλάξη ὁ Θεὸς καὶ δὲν πέσῃς, οὔτε ἀλλάξεις λογισμό, ὅμως πάλι μὴ δώσῃς ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ πάντα νὰ φοβᾶσαι καὶ νὰ ἀμφιβάλῃς γιὰ τὴ στάσι σου.
Ε´. Πρόσεχε καλά, ἐὰν ἀπόκτησες κανένα χάρισμα θεϊκὸ ἢ βρίσκεσαι σὲ καλὴ κατάστασι, νὰ μὴ βάλῃς στὸ λογισμό σου κάποια περιττὴ ἰδέα καὶ φαντασία, πὼς εἶσαι κάποιος καὶ πὼς οἱ ἐχθροί σου δὲν θὰ σὲ πολεμήσουν πιά, μὲ τὸ νὰ φαίνεσαι ὅτι πρὸς τὸ παρὸν τοὺς μισεῖς καὶ τοὺς ἀποστρέφεσαι. Γιατὶ, ἂν σὲ αὐτὸ εἶσαι ἀπροφύλακτος, εὔκολα θὰ πέσῃς.
Αὐτά, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνα, ποὺ πρέπει νὰ φυλάξης πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τοῦ σαρκικοῦ πάθους.
Στὸν καιρὸ ὅμως τοῦ πειρασμοῦ, πρέπει νὰ σκεφθῇς ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτὸς ὁ πόλεμος· ἀπὸ ἐσωτερικὴ αἰτία, ἢ ἀπὸ ἐξωτερική. Ἐξωτερικὴ αἰτία εἶναι ἡ περιέργεια τῶν ὀφθαλμῶν, τὰ γλυκὰ στὴν ἀκοὴ λόγια καὶ τραγούδια· ἡ ἁπαλότητα καὶ ὁ στολισμὸς τῶν φορεμάτων, τὰ εὐωδιαστὰ μυριστικὰ τῆς ὀσφρήσεως· οἱ συνομιλίες καὶ οἱ κινήσεις καὶ τὰ πιασίματα, ποὺ παρακινοῦν στὴν ἁμαρτία αὐτή· ἡ θεραπεία σὲ αὐτὰ τὰ ἀπαντήματα εἶναι· ἡ σεμνότητα καὶ ἡ ταπεινότητα τῶν φορεμάτων, τὸ νὰ μὴ θέλῃς οὔτε νὰ δῇς, οὔτε νὰ ἀκούσῃς, οὔτε νὰ μυρίσῃς, οὔτε νὰ μιλήσῃς ἢ νὰ πιάσης ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ παρακινοῦν σὲ αὐτὴ τὴν κακία καὶ πρὸ πάντων ἡ ἀποφυγὴ τῆς συναναστροφῆς, ὅπως εἴπαμε παραπάνω. Ἡ ἐσωτερικὴ αἰτία προέρχεται ἢ ἀπὸ τὴν καλοζωία τοῦ σώματος ἢ ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοῦ νοῦ ποὺ μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τὶς κακές μας συνήθειες καὶ τὰ πάθη ἢ ἀπὸ τὴν παρακίνησι τοῦ διαβόλου.
Καὶ ἡ μὲν καλοζωία τοῦ σώματος, πρέπει νὰ σκληραγωγῆται μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, χαμαικοιτίες καὶ μάλιστα γονυκλισίες καὶ ἄλλες παρόμοιες ταλαιπωρίες· καθὼς ἐξηγεῖ ἡ διάκρισις καὶ ἡ διδασκαλία τῶν θείων Πατέρων τῶν δὲ λογισμῶν, ἀπὸ ὅπου κι ἂν προέρχωνται, οἱ θεραπεῖες εἶναι αὐτές· τὸ νὰ ἀσχολῆσαι μὲ διάφορα γυμνάσματα, ἁρμόδια γιὰ τὴν κατάστασί σου, τὰ ὁποῖα εἶναι ἡ ἀνάγνωσις τῶν ἱερῶν βιβλίων, καὶ μάλιστα, τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ, τῆς Κλίμακας, τοῦ Εὐεργετινοῦ, τῆς Φιλοκαλίας καὶ ἄλλων παρόμοιων, ἡ μελέτη καὶ ἡ προσευχή· ἡ ὁποία ἂς γίνεται ἔτσι. Ὅταν ἀρχίσουν αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ τῆς πορνείας νὰ σὲ ἐνοχλοῦν, ἀμέσως θυμίσου μὲ τὸν νοῦ σου τὸν ἐσταυρωμένο καὶ ἐκ βάθους ψυχῆς λέγε· «Ἰησοῦ μου, Ἰησοῦ μου γλυκύτατε, βοήθησέ με γρήγορα, γιὰ νὰ μὴν αἰχμαλωτισθῶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἐχθρό». Καὶ κάποιες φορὲς ἀγκαλιάζοντας (νοερά, ἢ αἰσθητά, ἂν εἶναι παρών), τὸν σταυρὸ στὸν ὁποῖο κρέμεται ὁ Κύριός σου, ἀσπάσου πολλὲς φορὲς τὶς πληγές του, λέγοντας μὲ ἀγάπη· «ὡραιότατες πληγές, πληγὲς ἁγιώτατες πληγὲς ἁγνότατες, πληγώσατε αὐτὴν τὴν ἀθλία καὶ ἀκάθαρτη καρδιά μου καὶ ἐμποδίστε με ἀπὸ τὸ νὰ σᾶς βλάψω».
Ἡ δὲ θεραπεία σου κατὰ τὴν χρονικὴ περίοδο ποὺ πληθαίνουν οἱ λογισμοὶ τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν, ἂς μὴ γίνεται κατ᾿ εὐθεῖαν ἐναντίον αὐτῶν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο καὶ μερικὰ βιβλία γράφουν ἔτσι (ὅπως εἶναι τὸ νὰ σκεφθῇς τὴν βρῶμα καὶ τὴν ἀηδία τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς· τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως ποὺ θὰ σοῦ προξενήσῃ, τὶς πίκρες ποὺ ἀκολουθοῦν, τοὺς κινδύνους, τὴν φθορὰ τῆς περιουσίας καὶ τῆς παρθενίας σου, τὴν κατηγορία τῆς τιμῆς καὶ ἄλλα παρόμοια)· ἡ μελέτη σου λέω, ἂς μὴν γίνεται σὲ αὐτά, γιατὶ αὐτὴ ἡ φροντίδα δὲν εἶναι πάντα μέσο ἀσφαλές, γιὰ νὰ νικήσῃς τὸν πειρασμό τῆς σάρκας· μάλιστα μπορεῖ νὰ προξενήσῃ βλάβη. Γιατὶ ἂν καὶ ὁ νοῦς ἀποβάλῃ τοὺς λογισμοὺς προσωρινὰ μὲ τὴν παρόμοια μελέτη, ὅμως μὲ τὸ νὰ εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἐμπαθής, ὅταν τὰ μελετᾷ αὐτά, ἀποτυπώνει καλύτερα τὴν εὐχαρίστησι καὶ εὐχαριστιέται καὶ συγκατατίθεται σὲ αὐτή. Ὁπότε ἡ ἀληθινὴ θεραπεία τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν εἶναι, τὸ νὰ ἀποφεύγουμε πάντα, ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτές, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε τί ἄλλο (ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι ἐναντίον τους), ποὺ μᾶς τὶς ὑπενθυμίζει. Γι᾿ αὐτό, ἡ μελέτη σου ἂς εἶναι σὲ ἄλλα· δηλαδή, στὴ ζωὴ καὶ τὸ πάθος τοῦ ἐσταυρωμένου μας Ἰησοῦ, στὴ φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου σου, στὴν τρομερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως καὶ στὰ διάφορα εἴδη τῆς κολάσεως.
Ἐὰν ὅμως καὶ οἱ σαρκικοὶ αὐτοὶ λογισμοὶ σὲ πολεμοῦνε περισσότερο ἀπὸ τὸ συνηθισμένο (ὅπως αὐτὸ συμβαίνει), μὴ δειλιάσης γι᾿ αὐτό, οὔτε νὰ ἀφήσῃς τὴν μελέτη τῶν παραπάνω, γιὰ νὰ στραφῆς σ᾿ αὐτούς, γιὰ νὰ τοὺς ἀντισταθῇς, ὄχι, ἀλλὰ ἀκολούθησε ὅσο περισσότερο συνοπτικὰ μπορεῖς, τὴν μελέτη σου αὐτή, μὴ φροντίζοντας ἐντελῶς γιὰ τοὺς λογισμοὺς αὐτούς, σὰν νὰ μὴν ἦταν δικοί σου. Γιατὶ, δὲν ὑπάρχει καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ ἀντισταθῇς σ᾿ αὐτούς, ἂν καὶ συνεχῶς σὲ πολεμοῦν, ἀπὸ τὸ νὰ τοὺς καταφρονῇς καὶ νὰ μὴ θέλῃς καθόλου νὰ τοὺς θυμηθῇς· μετὰ ἀπὸ αὐτά, θὰ τελειώσῃς τὴν ἐνασχόλησί σου, μὲ αὐτὴν (ἢ παρόμοια δέησι).
«Ἐλευθέρωσέ με, πλάστη μου καὶ λυτρωτά μου ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου, στὴν τιμὴ τοῦ πάθους σου καὶ τῆς ἀνείπωτής σου ἀγαθότητας». Καὶ μὴ στρέψης τὸ νοῦ σου στὴ σαρκικὴ αὐτὴ κακία. Γιατὶ καὶ μοναχή της ἡ ἐνθύμησί της, δὲν εἶναι χωρὶς κίνδυνο. Ἀλλά, οὔτε νὰ στέκεσαι νὰ συνομιλῇς μὲ αὐτὸν τὸν πειρασμὸ καὶ νὰ ἐρευνᾷς τὸν ἑαυτό σου ἂν συγκατατέθηκες σ᾿αὐτὲς ἢ ὄχι. Γιατὶ, αὐτὴ ἡ ἔρευνα, ἂν καὶ φαίνεται ὅτι εἶναι καλή, ὅμως στ᾿ ἀλήθεια εἶναι μία πλάνη τοῦ διαβόλου ἢ γιὰ νὰ σὲ ἐνοχλῇ καὶ νὰ σὲ κάνῃ νὰ ἀπελπίζεσαι καὶ νὰ μικροψυχήσῃς ἢ γιὰ νὰ σὲ κρατάη πάντα μπλεγμένο σ᾿ αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς καὶ ἀπὸ αὐτοὺς νὰ σὲ κάνει νὰ πέσῃς καὶ σὲ αὐτὴ ἢ ἄλλη ἁμαρτία.
Γι᾿ αὐτό, σὲ αὐτὸ τὸν πειρασμὸ (ὅταν ἡ συγκατάθεσις δὲν εἶναι φανερή) εἶναι ἀρκετὸ τὸ νὰ τὸ ὁμολογήσῃς αὐτὸ μὲ συντομία στὸν πνευματικό σου, ἔχοντας ἀναπαύσει τὴν γνώμη σου, χωρὶς νὰ σκέφτεσαι πλέον τίποτα. Καὶ φανέρωσέ του ἀληθινὰ κάθε σου λογισμὸ σχετικὰ μὲ αὐτό, χωρὶς νὰ σὲ κρατάη ποτὲ καμμία συστολὴ ἢ ντροπή. Γιατὶ, ἂν μὲ ὅλους μας τοὺς ἐχθροὺς χρειαζώμαστε τὴν δύναμι τῆς ταπεινώσεως γιὰ νὰ τοὺς νικήσουμε, πόσο μᾶλλον τὴν χρειαζόμαστε στὸ σαρκικὸ αὐτὸ πόλεμο, περισσότερο παρὰ σὲ κάτι ἄλλο. Ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ ἡ κακία εἶναι σχεδὸν πάντα ποινὴ καὶ ἐπακόλουθο καὶ βλάστημα τῆς ὑπερηφάνειας (36). Ἔπειτα, ἀφοῦ περάσει ὁ πειρασμός, ἐκεῖνο ποὺ ἔχεις νὰ κάνῃς εἶναι αὐτό· ὅσο καὶ ἂν σοῦ φαίνεται ὅτι εἶσαι ἐλευθερωμένος ἀπὸ τὸν πόλεμο τῆς σάρκας καὶ γιὰ ὅλα βέβαιος, πρέπει ὅμως νὰ στέκεσαι μὲ τὸ νοῦ μακρυὰ ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ὑποθέσεις καὶ τὰ πρόσωπα, ποὺ ἔγιναν αἰτία τοῦ πειρασμοῦ· καὶ μὴ σκεφθῇς ὅτι πρέπει νὰ τὰ συναναστρέφεσαι, γιατὶ εἶναι συγγενῆ ἢ ἐνάρετα ἢ καὶ εὐεργέτες σου· γιατὶ καὶ αὐτὴ εἶναι μία πλάνη τῆς κακῆς φύσεως καὶ παγίδα τοῦ πανούργου μας ἐχθροῦ διαβόλου, ποὺ μεταμορφώνεται σὲ ἄγγελο φωτός, γιὰ νὰ μᾶς βάλει στὸ σκοτάδι ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος (Β´ Κορινθ. 11,14).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ´.
Πῶς πρέπει νὰ πολεμᾷ κάποιος ἐναντίον τῆς ἀμελείας.
Γιὰ νὰ μὴ πέσῃς στὴν ἄθλια κακία τῆς ἀμέλειας, ἡ ὁποία σοῦ ἐμποδίζῃ τὸν δρόμο τῆς τελειότητας καὶ σὲ προδίδει στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν, πρέπει νὰ ἀποφεύγῃς κάθε περιέργεια καὶ κάθε γήϊνο προσκόλλημα καὶ κάθε εἴδους ἀσχολία, ποὺ δὲν ταιριάζει στὴν κατάστασί σου. Ἔπειτα πρέπει νὰ βιάσης τὸν ἑαυτό σου, νὰ ὑπακούης γρήγορα σὲ κάθε καλὴ συμβουλὴ καὶ σὲ κάθε προσταγὴ τῶν προεστώτων καὶ πνευματικῶν σου, κάνοντας κάθε πρᾶγμα σὲ ἐκεῖνο τὸν χρόνο καὶ μὲ ἐκεῖνο τὸν τρόπο ποὺ τοὺς ἀρέσει. Σὲ κάθε ἔργο ποὺ ἔχεις νὰ κάνεις, μὴν ἀργοπορήσῃς ἐντελῶς· γιατὶ ἐκείνη ἡ μικρὴ πρώτη ἀργοπορία φέρνει μαζί της καὶ τὴν δεύτερη καὶ ἡ δεύτερη τὴν τρίτη καὶ ἡ τρίτη τὶς ὑπόλοιπες, στὶς ὁποῖες παρεκλίνει ἡ αἴσθησις εὐκολώτερα παρὰ στὴν πρώτη. Ἐπειδὴ καὶ περισσότερο τραβήχθηκε καὶ αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ τὴν ἡδονή, ποὺ δοκίμασε στὴ δεύτερη καὶ τρίτη καὶ ὑπόλοιπες ἀργοπορίες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ πρᾶξις ἢ ἀρχίζει πολὺ ἀργά, ἢ ἐγκαταλείπεται ἐντελῶς πολλὲς φορὲς ὡς ἐνοχλητική· καὶ ἔτσι λίγο λίγο γίνεται ἡ συνήθεια τῆς ἀμέλειας, ἡ ὁποία φτάνει μετὰ ἀπὸ αὐτὰ σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ μὲ ἄλλο τρόπο δὲν ἀναγνωρίζεται, παρὰ ἂν ἐμεῖς ἀφοῦ βαρεθοῦμε πλέον τὴν ἀμέλεια, δοθοῦμε ὁλοκληρωτικὰ σὲ ἔργα σημαντικὰ καὶ προσεκτικά. Γιατὶ ἀπὸ τὴν τελευταία μας αὐτὴ φροντίδα μάθαμε ὅτι σταθήκαμε ἕως τότε πολὺ ἀμελεῖς, μὲ ντροπὴ καὶ βλάβη τόσων καλῶν ἔργων, ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε.
Αὐτὴ ἡ ἀμέλεια τρέχει παντοῦ καὶ μὲ τὸ φαρμάκι της, ὄχι μόνο τὴν θέλησι φαρακώνει καὶ τὴν κάνει νὰ ἀποστρέφεται κάθε ἐργόχειρο καὶ κάθε πνευματικὸ κόπο καὶ ὑπηρεσία, ἀλλὰ ἀκόμη τυφλώνει καὶ τὸ νοῦ, γιὰ νὰ μὴ θεωρήσῃ σὲ ποιό παράλογο καὶ κακὸ λογισμὸ στηρίζεται αὐτὴ ἡ θέλησις καὶ γιὰ νὰ μὴν παρακινήσῃ, ἀπὸ αὐτὴ τὴν παρατήρησι, αὐτὴ τὴν θέλησι νὰ φροντίσῃ νὰ τελέσῃ γρήγορα κάθε ὀφειλόμενη ὑπηρεσία καὶ νὰ μὴ τὴν ἀφήνῃ παντελῶς ἢ νὰ τὴν ἀναβάλλῃ γιὰ ἄλλο χρόνο. Ἐπειδὴ δὲν εἶναι μόνο ἀρκετὸ τὸ νὰ κάνῃς γρήγορα τὸ ἔργο ποὺ ἔχεις νὰ κάνεις, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ κάνῃς καὶ σὲ καιρὸ κατάλληλο, ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ποιότητα καὶ τὸ εἶναι ἐκείνου τοῦ ἔργου καὶ μὲ ὅλη ἐκείνη τὴν φροντίδα ποὺ ταιριάζει σὲ αὐτό, γιὰ νὰ ἔχῃ κάθε δυνατὴ τελειότητα. Ἐπειδὴ εἶναι γραμμένο· «Καταραμένος ὅποιος κάνει τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου μὲ ἀμέλεια» (Ἱερ. 48,10). Καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ κακὸ συμβαίνει, γιατὶ δὲν σκέφτεσαι τὴν δύναμι ἐκείνου τοῦ καλοῦ ἔργου νὰ τὸ κάνῃς στὸν καιρό του καὶ μὲ γνώμη ἀποφασιστική, γιὰ νὰ νικήσῃς τὸν κόπο καὶ τὴν δυσκολία, ποὺ φέρει ἡ ἀμέλεια στοὺς ἀρχαρίους στρατιῶτας.
Λοιπόν, ἐσὺ πρέπει νὰ σκέφτεσαι πολλὲς φορὲς ὅτι μία μόνη ἀνύψωσι τοῦ νοῦ στὸ Θεὸ καὶ μία ταπεινὴ γονυκλιτικὴ μετάνοια στὴ γῆ, ποὺ γίνεται στὸ ὄνομα καὶ τὴν τιμὴ αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀξίζει περισσότερο, ἀπὸ ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ κόσμου. Καὶ ὅτι, κάθε φορὰ ποὺ ἀφήνουμε τὴν ἀμέλεια καὶ βιάζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ ἐπιμελῆ ἔργα, οἱ Ἄγγελοι φέρνουν στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἕνα στεφάνι ἔνδοξης νίκης· καὶ ὅτι ἀντίθετα πάλι στοὺς ἀμελεῖς, ὄχι μόνο δὲν δίνει στεφάνια ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ παίρνει ἀπὸ αὐτοὺς λίγο λίγο τὶς χάρες ποὺ ἔχει δοσμένες, ἀφήνοντάς τους νὰ στερηθοῦν καὶ τῆς βασιλείας του γιὰ τὴν ἀμέλειά τους· γιατὶ ἔχει γραφτεῖ ὅτι· «Οἱ καλεσμένοι στοὺς οὐρανίους γάμους ἀδιαφόρησαν καὶ πῆγαν ἄλλος στὸ χωράφι του καὶ ἄλλος στὸ ἐμπόριό του» (Ματθ. 22,5).
Αὐξάνει δὲ τὶς χάρες αὐτὲς στοὺς ἐπιμελεῖς καὶ βιαστὲς τοῦ ἑαυτοῦ τους, κάνοντάς τους νὰ μποῦν μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ στὴν οὐράνια βασιλεία του· «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κερδίζεται μὲ προσπάθεια καὶ τὴν κερδίζουν αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίζονται» (Ματθ. 11,12).
Ἐὰν ὅμως καὶ ὁ κακὸς λογισμός, πολεμώντας νὰ σὲ ρίξῃ στὴν ἀμέλεια, σοῦ φέρνει στὸ νοῦ ὅτι, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃς μία ἀρετὴ ποὺ ἐπιθυμεῖς, θὰ κοπιάσης πολὺ καὶ γιὰ πολλὲς ἡμέρες, καὶ ὅτι οἱ ἐχθροί σου εἶναι δυνατοὶ καὶ πολλοὶ καὶ ἐσὺ εἶσαι ἕνας καὶ ἀδύνατος, καὶ ὅτι χρειάζεσαι νὰ κάνῃς πολλὲς καὶ μεγάλες πράξεις γιὰ νὰ τὴν κατορθώσῃς· ἂν λέω, αὐτὰ σοῦ φέρνει στὸ νοῦ ὁ λογισμὸς τῆς ἀμελείας, μὴ τὸν ἀκούσῃς· ἀλλὰ ἄρχισε νὰ φέρνῃς στὸ νοῦ σου πράξεις σὰν νὰ ἔχῃς νὰ κάνῃς λίγες καὶ σὰν νὰ πρέπῃ νὰ κοπιάσης λίγο καὶ γιὰ λίγες ἡμέρες· καὶ σὰν νὰ ἔχῃς νὰ πολεμήσῃς ἐναντίον ἑνὸς ἐχθροῦ μόνο καὶ σὰν νὰ μὴν ἦταν ἄλλοι νὰ σὲ πολεμήσουν καὶ μὲ μία τόσο μεγάλη ἐλπίδα, σὰν νὰ εἶσαι (ὅπως καὶ εἶσαι), μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πιὸ δυνατὸς ἀπὸ ἐκείνους. Γιατὶ ἂν κάνῃς ἔτσι, θὰ ἀρχίσῃ νὰ ἐξασθενῇ ἀπὸ σένα ἡ ἀμέλεια καὶ θὰ ἔχῃς διάθεσι κατόπιν νὰ μπῇ στὴν ψυχή σου λίγο λίγο ἡ ἀντίθετη ἀρετὴ τῆς ἐπιμέλειας.
Τὸ ἴδιο αὐτὸ κάνε καὶ γιὰ τὴν προσευχή· γιὰ παράδειγμα, ἂν ὁ καιρὸς τὸ ἀπαιτῇ νὰ κάνῃς μία ὥρα προσευχὴ καὶ αὐτὸ φαίνεται σκληρὸ στὴν ἀμέλειά σου, ἄρχισε τὴν προσευχή, σὰν νὰ ἔχῃς νὰ προσευχηθῇς μισὸ τέταρτο τῆς ὥρας καὶ μετὰ εὔκολα θὰ περάση στὸ ἄλλο μισὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖνο στὸ ἄλλο, κ.τ.λ. Καὶ ἂν καμιὰ φορὰ καταλάβεις στὸ διάστημα αὐτὸ δυσκολία καὶ ἀντίστασι πολὺ πιεστική, ἄφησε γιὰ τὴν ὥρα τὴν προσευχή, γιὰ νὰ μὴν τὴν ἀντιπαθήσῃς καὶ μετ᾿ ἀπὸ λίγο ξανακάνε πάλι τὴν προσευχὴ ποὺ ἄφησες· τὸν ἴδιο αὐτὸ τρόπο πρέπει νὰ χρησιμοποιῇς καὶ στὸ ἐργόχειρο καὶ στὴν ὑπηρεσία σου, ὅταν συμβαίνῃ νὰ ἔχῃς νὰ κάνῃς πράγματα, τὰ ὁποῖα, μὲ τὸ νὰ φαίνωνται στὴν ἀμέλειά σου πολλὰ καὶ δύσκολα, ἐσὺ ταράζεσαι ὁλόκληρος. Γι᾿ αὐτὸ ἄρχιζε μὲ τὴν καρδιά σου ἥσυχα ἀπὸ τὸ ἕνα, σὰν νὰ μὴν εἶχες νὰ κάνῃς ἄλλο. Καὶ ἔτσι ἐνεργώντας μὲ ἐπιμέλεια, θὰ τὰ κάνῃς ὅλα μὲ πολὺ λιγότερο κόπο, ἀπὸ κεῖνον, ποὺ φαίνονται στὴν ἀμέλειά σου. Γι᾿ αὐτό, ἂν δὲν κάνῃς ἔτσι καὶ ἂν δὲν σκεφθῇς νὰ πολεμήσῃς τὸν κόπο καὶ τὴν δυσκολία, ποὺ σοῦ δείχνεται ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ γιὰ κάθε ἀρετή, θὰ ὑπερισχύσῃ ἡ ἀμέλεια μέσα σου, ὁπότε ὄχι μόνον ὅταν εἶναι παρὼν ὁ κόπος καὶ ἡ δυσκολία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μακριὰ ἀκόμη, θὰ σὲ κάνῃ νὰ ἀνυπομονῇς καὶ νὰ φοβᾶσαι, ὅτι θὰ ἔχῃς πάντα κόπους καὶ δυσκολίες καὶ ὅτι θὰ σὲ πειράζουν πάντα οἱ ἐχθροί σου. Ὁπότε καὶ στὴν ἴδια σου τὴν ἀνάπαυσι, θὰ ἔχῃς ἀπὸ τοὺς λογισμούς σου ἐνόχλησι.
Γνώριζε, δηλαδή, παιδί μου, ὅτι τὸ πάθος τῆς ἀμέλειας μὲ τὸ κρυφό του φαρμάκι, λίγο λίγο σαπίζει, ὄχι μόνο τὶς πρῶτες καὶ μικρὲς ρίζες, οἱ ὁποῖες ἐπρόκειτο νὰ βλαστήσουν τὶς συνήθειες τῶν ἀρετῶν, ἀλλὰ σαπίζει καὶ ἐκεῖνες ἀκόμη τὶς ρίζες τῶν καλῶν συνηθειῶν, ποὺ προηγουμένως ἀποκτήθηκαν. Καὶ ὅπως ὁ σκώληκας τρώει τὸ ξύλο, ἔτσι καὶ αὐτὸ τὸ πάθος προχωράει, κατατρώγοντας ἀνεπαίσθητα καὶ καταναλίσκει τὸ νοῦ τῆς πνευματικῆς ζωῆς· καὶ μὲ τὸ μέσο αὐτό, γνωρίζει νὰ στήνῃ τὶς παγίδας καὶ τὶς θηλιὲς ὁ διάβολος σὲ κάθε ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα, ὅμως, στὶς πνευματικὲς ψυχές, γνωρίζοντας ὅτι εὔκολα πέφτει στὶς ἐπιθυμίες κάθε ἀργὸς καὶ ἀμελῆς, καθὼς εἶναι γραμμένο· «Σὲ ἐπιθυμίες βρίκεται κάθε ἄνεργος» (Παροιμ. 13,4).
Λοιπόν, ἐσὺ νὰ ἀγρυπνᾷς πάντα προσευχόμενος καὶ ἐπιμελούμενος καλὰ ὡς ἀνδρεῖος ἀγωνιστῆς· «χεῖρες ἀνδρείων, ἐν ἐπιμελείᾳ» (Παροιμ. 13,4). Καὶ μὴ περιμένῃς νὰ ὑφαίνῃς τὸν νυμφικό σου χιτῶνα, ὅταν πρόκειται νὰ πᾶς ἐκεῖ στολισμένος, γιὰ νὰ συναντήσῃς τὸ Νυμφίο Χριστό. Καὶ θυμήσου κάθε μέρα, ὅτι τὸ σήμερα εἶναι δικό σου, τὸ αὔριο εἶναι στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅτι, ἐκεῖνος ποὺ σοῦ ἔδωσε τὸ πρωί, δὲν σοῦ ὑπόσχεται νὰ σοῦ δώσῃ καὶ τὸ βράδυ. Γι᾿ αὐτὸ μὴν ἀκούσῃς τὸν διάβολο, ποὺ σοῦ λέει νὰ τοῦ δώσῃς τὸ σήμερα καὶ τὸ αὔριο νὰ δώσῃς στὸ Θεό, ὄχι· ἀλλὰ ξόδεψε ὅλες τὶς στιγὲς τῶν ὡρῶν τῆς ζωῆς σου, καθὼς ἀρέσει στὸ Θεό. Καὶ σὰν νὰ μὴν πρόκειται νὰ σοῦ δοθῆ πλέον ἄλλος καιρός. Καὶ λογάριαζε, ὅτι, γιὰ κάθε στιγμή, θὰ δώσῃς ἀκριβέστατο λογαριασμὸ ἐπειδὴ πολύτιμος εἶναι στὰ ἀλήθεια ὁ καιρός, ποὺ ἔχεις στὰ χέρια καὶ θὰ ἔρθη ἡ ὥρα νὰ τὸν ζητήσῃς καὶ νὰ μὴ τὸν βρῇς.
Νόμιζε ἀκόμη σὰν χαμένη ἐκείνη τὴν ἡμέρα (ἂν καὶ νὰ ἔκανες πολλὰ ἄλλα ἔργα), στὴν ὁποία δὲν ἀπόκτησες πολλὲς νίκες κατὰ τῶν κακῶν σου κλίσεων καὶ θελημάτων καὶ κατὰ τὴν ὁποία δὲν εὐχαρίστησες τὸν Θεό, ὄχι μόνο γιὰ τὶς εὐεργεσίες ποὺ σοῦ ἔκανε, καὶ μάλιστα γιὰ τὸ βασανιστικό του πάθους, ὁ ὁποῖος γιὰ σένα ὑπέφερε· ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πατρικὴ γλυκειὰ ἐκπαίδευσι τῶν θλίψεων ποὺ πρόκειται νὰ σοῦ στείλη καμμία φορά. Τελειώνοντας καὶ σοῦ παραγγέλλω· «ἀγωνίσου πάντα τὸν καλὸ ἀγῶνα» (Α´ Τιμ. 6,12), γιατὶ πολλὲς φορὲς μία μόνον ὥρα ἐπιμελείας, κέρδισε τὸν παράδεισο καὶ γιὰ μία ὥρα ἀμελείας, τὸν ἔχασε. Καὶ γίνε ἐπιμελής, ἂν θέλῃς νὰ εἶναι ἀσφαλὴς ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας σου πρὸς Θεό· «ὅποιος ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, ὅλα θὰ τὰ ἔχῃ ἄφθονα» (Παροιμ. 28,25)(37).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑ´.
Ἡ διόρθωσις τῶν ἐξωτερικῶν αἰσθήσεων. Καὶ μὲ ποιὸ τρόπο μπορεῖ κάποιος νὰ περάση ἀπὸ αὐτὲς στὴ θεωρία καὶ δοξολογία τοῦ Θεοῦ.
Μεγάλη σκέψις καὶ παντοτεινὴ ἐξάσκησις χρειάζεται γιὰ νὰ κυβερνηθοῦν καὶ νὰ διορθωθοῦν καλὰ οἱ πέντε ἐξωτερικές μας αἰσθήσεις· δηλαδὴ ἡ ὅρασις, ἡ ἀκοή, ἡ ὄσφρησις, ἡ γεῦσις καὶ ἡ ἁφή. Γιατὶ ἡ παράλογη ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς, ποὺ εἶναι σὰν στρατηγὸς τῆς διεφθαρμένης μας φύσεως, γέρνει μὲ ὑπερβολὴ στὸ νὰ ζητάῃ πάντα τὶς εὐχαριστήσεις καὶ τὶς ἀναπαύσεις καὶ μὴ μπορώντας μόνη της νὰ τὶς ἀποκτήσῃ, μεταχειρίζεται τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος σὰν στρατιῶτες καὶ ὄργανα φυσικά, γιὰ νὰ συλλαμβάνῃ τὰ ἀπ᾿ ἔξω ἀντικείμενά τους, δηλαδὴ τὰ αἰσθητὰ πράγματα, τῶν ὁποίων τὶς εὐχάριστες εἰκόνες καὶ φαντασίες ποὺ περνᾶνε παίρνοντάς της, τὶς τυπώνει στὴν ψυχή, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἀκολουθεῖ ἡ εὐχαρίστησις. Αὐτὴ ἐξ αἰτίας τῆς συγγένειας ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς ψυχῆς καὶ τῆς σάρκας, μοιράζεται σὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ μέρη τῶν αἰσθήσεων, ποὺ χωροῦν αὐτὴ τὴν εὐχαρίστησι· καὶ ἀπὸ αὐτήν, συμβαίνει (ἀλλοίμονο) στὴ ψυχὴ ὁ ἀθάνατος θάνατος· καὶ συπληρώνεται αὐτὸ ποὺ γράφτηκε, ὅτι «ἀνέβη θάνατος διὰ τῶν θυρίδων» (Ἱερ.9,20). Δηλαδὴ μέσα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, τὶς ὁποῖες ἔχει σὰν παράθυρα ἡ ψυχή, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνῃ τὰ αἰσθητά.
Βλέπεις, ἀδελφέ, τὴν μεγάλη ζημιά, ποὺ σοῦ προξενεῖται ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις; Πρόσεχε, λοιπόν, νὰ τὴν θεραπεύσῃς, δηλαδή, φρόντιζε καλῶς, νὰ μὴν ἀφήνῃς νὰ πηγαίνουν οἱ αἰσθήσεις σου ἐκεῖ, ποὺ αὐτὲς θέλουν, οὔτε νὰ τὶς μεταχειρισθῇς γιὰ μόνη τὴν ἀπόλαυσι τῶν αἰσθητῶν ἡδονῶν καὶ ὄχι γιὰ κανένα ἄλλο σκοπὸ καλὸ ἢ ὠφέλεια ἢ ἀνάγκη. Καὶ ἂν ὡς τώρα, χωρὶς νὰ τὰ γνωρίσῃς αὐτά, οἱ αἰσθήσεις σου δόθησαν ὁλοκληρωτικὰ στὶς αἰσθητὲς εὐχαριστίες, ὅμως, ἀπὸ τώρα καὶ ὕστερα, ἀγωνίσου ὅσο μπορεῖς, νὰ τὶς φέρῃς πίσω καὶ νὰ τὶς κυβερνήσῃς τόσο καλά, μὲ τρόπο πού, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ προτύτερα ὑποδουλώνονταν ἄθλια στὶς μάταιες καὶ ψυχοφθόρες ἡδονές, νὰ ἀποκτοῦν ὕστερα ἀπὸ κάθε κτίσμα καὶ ἀντικείμενο αἰσθητό, ψυχωφελῆ νοήματα καὶ νὰ τὰ φέρουν μέσα στὴ ψυχή· μέσα ἀπὸ τὰ νοήματα αὐτὰ ἡ ψυχὴ μπορεῖ νὰ συμμαζεύται στὸν ἑαυτό της καὶ μὲ τὰ φτερὰ τῶν ἀΰλων της δυνάμεων, νὰ ἀνεβαίνῃ στὴ μελέτη καὶ δοξολογία τοῦ Θεοῦ (38)· αὐτὸ ὁποῖο μπορεῖς καὶ σὺ νὰ τὸ κάνῃς μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο.
Γιὰ παράδειγμα· ὅταν βρεθῆ μπροστὰ σὲ καμμία ἐξωτερική σου αἴσθησι κανένα αἰσθητὸ ἀντικείμενο, εἴτε ὁρατό, εἴτε ἀκουστό, εἴτε ὀσφρατό, εἴτε γευστικὸ ἢ χειροπιαστό, ξεχώρισε μὲ τὸν λογισμό σου ἀπὸ τὸ ὑλικὸ πρᾶγμα ποὺ ἔχει τὸ ἄϋλο πνεῦμα, δηλαδὴ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ εἶναι σὲ αὐτό· καὶ σκέψου, ὅτι αὐτὸ ἀπὸ μόνο του, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχῃ τὸ εἶναι ἢ ἄλλο τίποτε, ἀπὸ ὅσα βρίσκονται σὲ αὐτό· ἀλλὰ ὅλο του τὸ κάθε τί εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ πνεῦμα του ἀοράτως τοῦ δίνει ἐκεῖνο τὸ εἶναι, ἐκείνη τὴν ἀγαθότητα, ἐκείνη τὴν ὡραιότητα, ἐκείνη τὴν δύναμι, ἐκείνη τὴν σοφία καὶ κάθε ἄλλο καλὸ ποὺ ἔχει μέσα του. Ὁπότε ἐδῶ ἂς χαρῆ ἡ καρδιά σου, διότι μόνον ὁ Θεός σου εἶναι ἡ αἰτία καὶ ἡ ἀρχὴ τόσων διαφόρων, τόσων μεγάλων, τόσων θαυμαστῶν στὴν ἀκρίβεια πραγμάτων καὶ ὅτι αὐτὸς μὲ ὑπεροχή, ὅλα τὰ ἐμπεριέχει στὸν ἑαυτό του· καὶ ὅτι αὐτὲς οἱ τελειότητες ὅλων τῶν αἰσθητῶν κτισμάτων, δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἕνας ἐλάχιστος βαθμὸς ἢ ἕνας ἴσκιος τῶν ἀπείρων αὐτοῦ θεϊκῶν θαυμασιῶν καὶ τελειοτήτων. Καὶ λοιπὸν ὅταν ἐσὺ κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο συνηθίσῃς νὰ βλέπῃς τὰ αἰσθητὰ κτίσματα καὶ δὲν μένῃς στὸ ἐξωτερικὸ καὶ στὸ φαινόμενο μόνον, ἀλλὰ διαπερνᾷς μὲ τὸν νοῦ σου στὴν ἐσωτερικὴ καὶ κρυφὴ αὐτὴ ὡραιότητα (γιατὶ εἰκόνες τῶν νοητῶν εἶναι τὰ αἰσθητὰ κατὰ τὸν Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη), τότε τὴν μὲν ἐξωτερική τους ὡραιότητα, ὡς ἀσήμαντη καὶ ὑλική, θὰ τὴν καταφρονήσῃς καὶ θὰ τὴν προσπεράσης, στὴν δὲ κρυπτόμενη δύναμι καὶ ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος, θὰ προσηλώσῃς τὸ νοῦ σου, δοξολογώντας τὸν Κύριο.
Ἔτσι βλέποντας τὰ τέσσαρα στοιχεῖα, τὴ φωτιά, τὸν ἀέρα, τὸ νερὸ καὶ τὴν γῆ καὶ στοχαζόμενος τὴν οὐσία καὶ τὴν δύναμι καὶ τὴν ἐνέργεια ποὺ ἔχουν, μὲ μεγάλη σου εὐχαρίστησι θὰ πῇς πρὸς τὸν τέλειο Δημιουργό, ποὺ κατὰ τέτοιο τρόπο τὰ δημιούργησε· «ὦ θεία οὐσία! ὦ ἄπειρος Δύναμις καὶ ἐνέργεια ἄκρως ἐπιθυμητή, πόσο χαίρομαι καὶ εὐχαριστοῦμαι, διότι ἐσὺ εἶσαι μόνη ἡ ἀρχὴ καὶ αἰτία κάθε κτιστῆς οὐσίας τῶν ὄντων καὶ κάθε ἐνέργειας καὶ δυνάμεως»! (39) Ἔτσι ὅταν βλέπῃς τὰ οὐράνια καὶ φωτεινὰ σώματα, τὸν ἥλιο, τὴν σελήνη καὶ τὰ ἀστέρια καὶ σκεφθῇς ὅτι πῆραν τὸ φῶς καὶ τὴν λαμπρότητα ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ φωνάξης· «ὦ φῶς, ὑπὲρ πᾶν φῶς, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δημιουργήθηκε κάθε φῶς ἄϋλον καὶ ὑλικό· ὦ φῶς θαυμαστό, τὸ πρῶτο ἀντικείμενο τῆς χαρᾶς τῶν Ἀγγέλων καὶ τῆς ἀπολαύσεως τῶν ἁγίων, στοῦ ὁποίου τὴν ἀκλινῆ θεωρίαν, θαμπώνονται οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν Χερουβίμ, καὶ σὲ σύγκρισι αὐτοῦ, ὅλα τὰ αἰσθητὰ φῶτα φαίνονται σκοτάδι βαθύτατο, σὲ δοξολογῶ καὶ σὲ ὑπερυψῶ· ὦ φῶς ἀληθινό, ὅπου φωτίζεις κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο (Ἰωάν. α´)· ἀξίωσέ με νὰ σὲ δῶ νοερά, γιὰ νὰ χαρῆ μὲ τὴν τελειότητα ἡ καρδιά μου». Ἔτσι καὶ ὅταν βλέπῃς τὰ δένδρα, τὰ χόρτα καὶ ἄλλα διάφορα φυτὰ καὶ σκέφτεσαι μὲ τὸ μυαλό, πῶς ζοῦνε, τρέφονται, αὐξάνουν καὶ γεννοῦν τὰ ὅμοιά τους καὶ πῶς ἀπὸ μόνα τους δὲν ἔχουν τὴν ζωὴ καὶ τὰ ὑπόλοιπα ποὺ ἔχουν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ποὺ ἐσὺ δὲν βλέπεις, τὸ ὁποῖο μόνο τὰ ζωογονεῖ· ἔτσι μπορεῖς νὰ πῇς· «Νά, ἐδῶ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωή, ἀπὸ τὴν ὁποία, στὴν ὁποία καὶ διὰ τῆς ὁποίας ζοῦν καὶ τρέφονται καὶ αὐξάνουν τὰ πάντα, ὢ ζωντανὴ θεραπεία τῆς καρδιᾶς μου»! Παρόμοια καὶ ἀπὸ τὴν μορφὴ τῶν ἀλόγων ζῴων, θὰ ἐξυψώσῃς τὸ νοῦ σου στὸν Θεό, ποὺ δίνει σὲ αὐτὰ τὴν αἴσθησι καὶ τὴν ἀπὸ τόπου σὲ τόπο κίνησι, λέγοντας· ὢ πρῶτον κινοῦν· τὸ ὁποῖο μολονότι κινεῖς τὰ πάντα, εἶσαι ἀκίνητο στὸν ἑαυτό σου· ὤ, πόσο χαίρομαι καὶ εὐφραίνομαι στὴν ἀκινησία καὶ στερεότητά σου»!
Βλέποντας πάλι τὸν ἑαυτό σου ἢ καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ σκεπτόμενος ὅτι μόνο ἐσὺ ἔχει ὄρθιο σχῆμα καὶ εἶσαι σωστὸς καὶ λογικὸς ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ζῷα καὶ πὼς εἶσαι μία ἕνωσις καὶ ἕνας σύνδεσμος τῶν ἀΰλων καὶ ὑλικῶν κτισμάτων, παρακινήσου σὲ δοξολογία καὶ εὐχαριστία τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ σου καὶ πές: «Ὦ Τριὰς ὑπερούσιε, Πάτερ, Υἱὲ καὶ Πνεῦμα Ἅγιο, ἂς εἶσαι δεδοξασμένη στοὺς αἰῶνας. Πόσο χρεωστῶ νὰ σὲ εὐχαριστῶ πάντοτε, ὄχι μόνον διότι μὲ ἔπλασες ἀπὸ τὴν γῆ καὶ μὲ ἔκαμες βασιλέα ὅλων τῶν ἐπιγείων κτισμάτων ὄχι μόνον διότι μὲ τίμησες κατὰ τὴν φύσι μὲ τὴν δική σου εἰκόνα, μὲ νοῦν, λόγον καὶ πνεῦμα ζωοποιό του σώματος μου (40), ἀλλὰ καὶ διότι μοῦ ἔδωσες δύναμι νὰ γίνω προαιρετικὰ μὲ τὶς ἀρετές, καθ᾿ ὁμοίωσιν δική σου, γιὰ νὰ μπορῶ ἔτσι νὰ σὲ ἀπολαμβάνω στοὺς αἰῶνας».
Ἔρχομαι τώρα στὶς πέντε αἰσθήσεις εἰδικώτερα καὶ σοῦ λέω· ἂν θέλγεσαι, ἀδελφέ, ἀπὸ τὴν ὡραιότητα καὶ τὸ κάλλος τῶν κτισμάτων, τὴν ὁποία βλέπουν τὰ μάτια σου, χώρισε μὲ τὸν νοῦ σου ἐκεῖνο ποὺ βλέπῃς, ἀπὸ τὸ πνεῦμα ποὺ δὲν βλέπεις· καὶ σκέψου, ὅτι ὅλη ἐκείνη ἡ ὡραιότητα ποὺ φαίνεται ἀπὸ ἀπὸ ἔξω, εἶναι τοῦ μόνου ἀοράτου καὶ παγκαλεστάτου πνεύματος, ἀπὸ τὴν ὁποία λαμβάνει τὴν ἀφορμὴ ἐκείνη ἡ ἐξωτερικὴ ὡραιότητα· καὶ πὲς γεμάτος εὐχαρίστησι· «Νὰ τὰ ρυάκια τῆς ἄκτιστης πηγῆς! Νά, οἱ ρανίδες τοῦ ἀπείρου πελάγους παντὸς ἀγαθοῦ! ὤ, καὶ πόσο χαίρομαι, ὢ εἰς τὰ ἐνδότερά της καρδιᾶς μου, συλλογιζόμενος τὴν αἰώνια καὶ ἄπειρη τοῦ Κτίστου μου ὡραιότητα, ποὺ εἶναι ἀρχὴ καὶ αἰτία πάσης κτιστῆς ὡραιότητος! ὤ, πόσο γλυκαίνομαι, στοχαζόμενος τὸ ἄφραστον καὶ ἀκατανόητο καὶ ὑπέρκαλο κάλλος τοῦ Θεοῦ μου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔχει τὴν ἀρχὴ κάθε κάλλος».
Ὅταν ἀκούσῃς καμιὰ γλυκειὰ φωνὴ ἡ ἁρμονία ἤχων καὶ τραγουδιῶν, στρέψε τὸ νοῦ σου στὸν Θεὸ καὶ πές· «ὢ ἀρμονία τῶν ἁρμονιῶν, Κύριέ μου! πόσο εὐφραίνομαι στὶς ἄπειρές σου τελειότητες· ἐπειδὴ ὅλες μαζὶ σοῦ ἀποδίδουν ὑπερουράνια ἁρμονία· καὶ ἑνωμένες ἀκόμη μὲ τοὺς Ἀγγέλους στοὺς οὐρανοὺς καὶ μὲ ὅλα τὰ κτίσματα, δημιουργοῦν μεγάλη συμφωνία· πότε θὰ ἔλθη, Κύριέ μου, ἡ ὥρα, νὰ ἀκούσω μέσα στὰ ὦτα τῆς καρδιᾶς μου τὴν γλυκυτάτη φωνή σου νὰ μοῦ πῇς· «σοῦ δίνω τὴν δική μου εἰρήνη· τὴν εἰρήνη ἀπὸ τὰ πάθη· διότι ἡ φωνή σου εἶναι εὐχάριστη», σύμφωνα τὸ Ἆσμα (2,14).
Ἂν πάλι μυρίζῃς κανένα ἄρωμα ἢ λουλοῦδι εὐωδιαστό, πέρασε ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ εὐωδία στὴν κρυμένη μυρωδιὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ πές· «Νά, οἱ εὐωδίες τοῦ πανευώδους ἐκείνου ἄνθους καὶ τοῦ ἀκένωτου ἐκείνου μύρου, τὸ ὁποῖο δόθηκε σὲ ὅλα τὰ κτίσματά του· κατὰ τὸ Ἆσμα ἐγὼ ἄνθος τῆς πεδιάδος, κρίνο τῶν κοιλάδων (2, 10)· καὶ πάλι· «τὸ ὄνομά σου μύρο ποὺ σκορπιέται» (1,2). Νά, ἡ τῆς πηγαίας εὐωδίας διάδοσις, ἡ ὁποία ἄφθονα πλημμυρίζει τὶς θεϊκές της πνοές, ἀπὸ τοὺς πάνω καὶ καθαρώτατους Ἀγγέλους, μέχρι τὰ τελευταῖα κτίσματα καὶ τὰ κάνει ὅλα νὰ εὐωδιάζουν, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀρεοπαγίτη Διονύσιο (Ἐκκλησ. Ἱεραρ. κεφ. Δ´)· σχετικὰ μὲ τὴν ὁποία εὐωδία εἶπε ὁ Ἰσαὰκ στὸ υἱὸ τοῦ Ἰακώβ· «ἡ εὐωδία τοῦ υἱοῦ μου εἶναι σὰν τοῦ ἀγροῦ, τὴν ὁποία εὐλόγησε ὁ Κύριος» (Γέν. 27,27).
Πάλι, ὅταν τρῷς ἢ πίνῃς, σκέψου πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ δίνει σὲ ὅλα τὰ φαγητὰ νοστιμάδα καὶ μόνο μὲ αὐτὸν εὐχαριστημένος, μπορεῖς νὰ πῇς: «Νὰ χαίρεσαι ψυχή μου διότι, καθὼς ἔξω ἀπὸ τὸν Θεόν σου δὲν ὑπάρχει καμμία ἀνάπαυσις, ἔτσι ἔξω ἀπὸ αὐτόν, δὲν ὑπάρχει καὶ καμμία γλυκύτητα ἢ νοστιμάδα· ὁπότε, σὲ αὐτὸν μόνο μπορεῖς νὰ εὐχαριστιέσαι, καθὼς ὁ Δαβὶδ σὲ παρακινεῖ λέγοντας «Δοκιμάστε καὶ δεῖτε πόσο καλὸς εἶναι ὁ Κύριος» (Ψαλμ. 33, 8). Καὶ ὁ Σολομώντας σὲ πληροφορεῖ λέγοντας σχετικὰ μὲ αὐτό· «ὅτι ὁ καρπὸς του εἶναι γλυκὸς στὸ λαρύγγι μου» (Ἆσμα 2,3).
Ὅταν κινήσῃς τὰ χέρια σου, γιὰ νὰ κάνῃς κανένα ἔργο, σκέψου, πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πρώτη αἰτία ἐκείνου τοῦ ἔργου καὶ σύ, δὲν εἶσαι ἄλλο, παρὰ ἕνα ζωντανὸ ὄργανό του· στὸν ὁποῖο σηκώνοντας τὸν λογισμό σου, πὲς ἔτσι: «Πόση εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ δοκιμάζω μέσα στὸν ἑαυτό μου, Ὕψιστε Θεὲ τοῦ σύμπαντος! Γιατὶ ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ κάνω χωρὶς ἐσένα κανένα πρᾶγμα· πράγματι, εἶσαι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἀρχικὸς δημιουργὸς κάθε πράγματος».
Ὅταν βλέπῃς σὲ ἄλλους ἀγαθότητα, σοφία, δικαιοσύνη καὶ ἄλλες ἀρετές, κάνοντας μὲ τὸ νοῦ σου αὐτὸν τὸν διαχωρισμό, πὲς στὸν Θεό σου· «Ὦ πλουσιώτατε θησαυρὲ τῆς ἀρετῆς, πόση εἶναι ἡ χαρά μου! διότι ἀπὸ σένα καὶ διὰ σοῦ μόνου προέρχεται κάθε καλό· καὶ διότι ὅλο τὸ καλό, κατὰ σύγκρισι τῶν θείων σου τελειοτήτων, εἶναι μηδέν· σὲ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γι᾿ αὐτὸ καὶ γιὰ κάθε ἄλλο καλὸ ποὺ ἔκανες στὸν πλησίον μου· ἀλλὰ θυμήσου, Θεέ μου, καὶ τὴ δική μου φτώχεια καὶ τὴν μεγάλη ἀνάγκη ποὺ ἔχω γιὰ τὴν ἀρετή».
Καὶ γιὰ νὰ πῶ γενικά, ὅσες φορὲς δῇς στὰ κτίσματα κάποιο πρᾶγμα νὰ σὲ ἀρέσῃ καὶ σὲ εὐχαριστῇ, μὴ σταματήσῃς σ᾿ αὐτό, ἀλλὰ πέρασε μὲ τὸν λογισμό σου στὸ Θεὸ καὶ πές· «Ἂν Θεέ μου, τὰ κτίσματά σου εἶναι τόσο ὡραῖα, τόσο χαροποιά, τόσο ἀρεστά, πόσο ἀράγε ὡραῖος, πόσο χαροποιὸς καὶ γλυκύτατος εἶσαι ἐσὺ ὁ Κτίστης ὅλων αὐτῶν»!
Ἐὰν λοιπόν, ἀγαπητέ, ἔτσι κάνῃς, μπορεῖς νὰ ἀπολαμβάνῃς τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὶς πέντε αἰσθήσεις σου καὶ νὰ ἀνεβαίνῃς πάντα ἀπὸ τὰ κτίσματα στὸν Κτίστη, μὲ τρόπο ποὺ ἡ δημιουργία τῆς κτίσεως νὰ σοῦ γίνεται μία θεολογία καὶ ἀκόμη εὑρισκόμενος σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τῶν αἰσθήσεων, νὰ φαντάζεσαι ἐκεῖνο τὸν νοητό. Ἐπειδὴ καὶ εἶναι ἀλήθεια, ὅλος ὁ κόσμος καὶ ὅλη ἡ φύσις, δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἕνας νόμος καὶ ἕνα ὄργανο κάτω ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀόρατα βρίσκεται ὁ Δημιουργὸς καὶ τεχνίτης, ἐνεργώντας καὶ δείχνοντας τὴν τέχνη του καὶ μὲ τὰ ὁρατὰ καὶ ὑλικὰ προβάλλει τὶς ἀόρατες καὶ ἀσώματες ἐνέργειες καὶ τελειότητές του (41).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΒ´
Τὰ ἴδια αἰσθητὰ πράγματα ποὺ εἴπαμε, μᾶς χρησιμεύουν ὡς μέσα καὶ ὄργανα, γιὰ νὰ διορθώνουμε τὶς αἰσθήσεις μας, ἐὰν περνᾷ ἀπὸ αὐτὰ στὴ μελέτη τοῦ σαρκωθέντος Λόγου καὶ στὰ μυστήρια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ πάθους του.
Παραπάνω σοῦ ἔδειξα, πῶς ἐμεῖς ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ μποροῦμε νὰ ἀνεβάσουμε τὸν νοῦ στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ· τώρα μάθε καὶ ἄλλο τρόπο, γιὰ νὰ ἀνεβάσης τὸ νοῦ σου στὴ μελέτη τοῦ σαρκωθέντος Λόγου, σκεπτόμενος τὰ ἁγιώτατα μυστήρια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ πάθους του. Ὅλα τὰ αἰσθητὰ πράγματα τοῦ σύμπαντος κόσμου, μποροῦν νὰ βοηθήσουν σ᾿ αὐτὴ τὴν μελέτη καὶ θεωρία, ἂν πρῶτα συλλογισθῇς σ᾿ αὐτά, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, τὸν Κορυφαῖο Θεό, ὡς μοναδικὴ καὶ πρώτη αἰτία, ποὺ τοὺς ἔδωσε ὅλο ἐκεῖνο τὸ εἶναι, τὴν δύναμι, τὴν ὡραιότητα καὶ ὅλες τὶς ἄλλες τελειότητες ποὺ ἔχουν καὶ ἂν μετὰ ἀπὸ αὐτὰ σκεφθῇς, πόσο μεγάλη καὶ ἄπειρη στάθηκε ἡ ἀγαθότητα αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὄντας μοναδικὴ ἀρχὴ καὶ Κύριος κάθε δημιουργήματος, θέλησε νὰ πέσῃ τόσο χαμηλά, νὰ γίνῃ ἄνθρωπος, νὰ πάθῃ καὶ νὰ πεθάνῃ γιὰ τὸν ἄνθρωπον, ἐπιτρέποντας στὰ ἴδια ἔργα τῶν χειρῶν του, νὰ ὁπλισθοῦν ἐναντίον του γιὰ νὰ τὸν σταυρώσουν.
Λοιπὸν ὅταν ἐσὺ βλέπῃς ἢ ἀκοῦς ἢ πιάνῃς ὅπλα, σχοινιά, ξυλοδαρμούς, στύλους, ἀγκάθια, καρφιά, σφυριὰ καὶ ἄλλα τέτοια, συλλογίσου μὲ τὸν νοῦ σου ὅτι ὅλα αὐτά, στάθηκαν ὄργανα τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου σου.
Πάλι, ὅταν βλέπῃς ἢ κατοικῇς σὲ σπίτια φτωχικά, ἂς ἔρχεται στὴν ἐνθύμησί σου τὸ σπήλαιο καὶ ἡ φάτνη τοῦ Δεσπότου σου. Ἂν δῇς νὰ βρέχῃ, θυμήσου ἐκείνη τὴν γεμάτη αἵματα βροχὴ τοῦ ἱδρῶτα, ποὺ ἔσταζε στὸν κῆπο ἀπὸ τὸ ἱερώτατο σῶμα τοῦ γλυκύτατού μας Ἰησοῦ καὶ κατάβρεξε τὴν γῆ. Ἂν βλέπῃς τὴν θάλασσα καὶ τὰ καΐκια, θυμήσου, πῶς ὁ Θεός σου περπάτησε σωματικὰ πάνω σὲ αὐτή, καὶ πῶς στεκότανε μέσα στὰ πλοῖα καὶ δίδασκε τοὺς ὄχλους ἀπὸ αὐτά. Οἱ πέτρες, ποὺ θὰ δῇς, θὰ σοῦ θυμήσουν ἐκεῖνες τὶς πέτρες, ποὺ συντρίφθηκαν στὸν θάνατό του· ἡ γῆ θὰ σοῦ θυμήσῃ ἐκεῖνο τὸ σεισμό, ποὺ ἔκανε τότε στὸ πάθος του.
Ὁ ἥλιος, θὰ σοῦ θυμίσῃ τὸ σκοτάδι, ποὺ τὸν σκοτείνιασε τότε· τὰ νερὰ θὰ σοῦ θυμήσουν ἐκεῖνο τὸ νερό, ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὴν ἁγία του πλευρά, ὅταν τὸν ἐτρύπησε ὁ στρατιώτης νεκρὸ στὸ σταυρό. Ἂν πίνῃς κρασὶ ἢ ἄλλο ποτό, θυμήσου τὸ ξύδι καὶ τὴν χολή, ποὺ πότισαν τὸν Δεσπότη σου. Ἂν σὲ θέλγῃ ἡ εὐωδία τῶν ἀρωμάτων, τρέξε νοερὰ στὴ δυσωδία, ποὺ ὁ Ἰησοῦς αἰσθανόταν στὸ ὄρος τοῦ Γολγοθᾶ, τὸ ὁποῖο ἦταν τόπος τῆς καταδίκης, στὸ ὁποῖο ἀποκεφάλιζαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦταν δύσοσμο καὶ βρωμερό (42).
Ὅταν ντύνεσαι, θυμήσου, ὅτι ὁ αἰώνιος Λόγος ντύθηκε σάρκα ἀνθρώπου γιὰ νὰ ντύσῃ ἐσένα ἀπὸ τὴν θεότητά του. Ὅταν πάλι ξεντύνεσαι, σκέψου τὸν Χριστό σου, ποὺ ἔμεινε γυμνὸς γιὰ νὰ μαστιγωθῆ καὶ νὰ καρφωθῆ στὸ σταυρὸ γιὰ λογαριασμό σου. Ἐάν σου φανῆ καμμία φωνὴ γλυκειὰ καὶ νόστιμη, μετάθεσε τὴν ἀγάπη στὸ Σωτῆρα σου, στοῦ ὁποίου τὰ χείλη ξεχύθηκε ὅλη ἡ χάρι καὶ νοστιμάδα, κατὰ τὸ ψαλμικὸ «ἐξεχύθη χάρις ἐν χείλεσί σου» (Ψαλμ. 44,3)· καὶ ἀπὸ τὴν γλυκύτητα τῆς γλώσσης του κρεμόταν ὁ λαός, κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ· «ὁ λαὸς ὅλος ὅταν τὸν ἄκουγε κρεμόταν ἀπὸ τὰ χείλη του» (κεφ. 19,48). Ἐὰν ἀκούσῃς ταραχὲς καὶ φωνὲς τοῦ λαοῦ, σκέψου ἐκεῖνες τὶς παράνομες φωνὲς τῶν Ἰουδαίων, «Ἆρον, Ἆρον, σταύρωσον αὐτόν», ποὺ ἀκούστηκαν δυνατὰ στὰ θεϊκὰ αὐτιά του. Ἂν δῇς κανένα ὄμορφο πρόσωπο, θυμήσου πὼς ὁ ὡραιότατος Ἰησοῦς Χριστός, πάνω ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἔγινε ἄμορφος, καὶ ἀτιμασμένος, χωρὶς καμία ὀμορφιὰ πάνω στὸ σταυρὸ γιὰ τὴν ἀγάπη σου. Κάθε φορά, ποὺ θὰ κτυπήσῃ τὸ ρολόϊ, ἂς ἔρθη στὸ νοῦ σου ἐκεῖνο τὸ λυποθύμισμα τῆς καρδιᾶς, ποὺ ἔνιωσε ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἄρχισε στὸ κῆπο νὰ φοβᾶται τὴν ὥρα τοῦ πάθους καὶ τοῦ θανάτου, ποὺ πλησίασε· ἢ νόμισε πὼς ἀκοῦς ἐκείνους τοὺς σκληροὺς χτύπους ποὺ ἀκούγονταν ἀπὸ τὰ σφυριά, ὅταν τὸν κάρφωναν στὸ σταυρό. Καὶ γιὰ νὰ πῶ ἁπλά, σὲ κάθε λυπηρὴ ἀφορμὴ ποὺ θὰ σὲ βρῇ ἢ βρῇ ἄλλους, σκέψου πὼς δὲν εἶναι μηδὲν κάθε λύπη καὶ δοκιμασία, κατ᾿ ἀναλογία καὶ ὁμοιότητα τῶν ἀνήκουστων δοκιμασιῶν, ποὺ καταπλήγωσαν καὶ συνέτριψαν τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ Κυρίου σου.