Ἕνας Γέρων ἀπὸ τὴν Θηβαΐδα διηγεῖτο τὰ ἑξῆς, “ἐγὼ ἤμουν παιδὶ ἑνὸς ἱερέως τῶν εἰδώλων. Ὅταν λοιπὸν ἀκόμη ἤμουν μικρός, καϑὼς εἶδον μίαν ἡμέραν τὸν πατέρα μου νὰ εἰσέρχεται εἰς τὸν εἰδωλολατρικὸν ναόν, διὰ νὰ τελέσῃ ϑυσίαν, εἰσῆλθον καὶ ἐγὼ μετὰ ἀπὸ αὐτόν. Καὶ εἶδον νὰ κάϑεται ὁ Σατανᾶς καὶ ὁλόγυρά του νὰ στέκεται ὁλόκληρη ἡ στρατιά του. Εἰς μίαν στιγμὴν προχωρεῖ κοντά του ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντάς του καὶ τὸν προσκυνοῦσε. Ὁ Σατανᾶς τοῦ λέγει:
-Απὸ ποῦ ἔρχεσαι σύ;
-Ἤμουν εἰς αὐτὴν τὴν χώραν – ἀπήντησε – καὶ ἐξήγειρα μεταξὺ τῶν κατοίκων πολέμους καὶ προεκάλεσα πολλὴν αἱματοχυσίαν, καὶ τώρα ἦλϑα νὰ σοῦ τὸ ἀναφέρω.
-Εἰς πόσον χρόνον τὸ ἐπέτυχες αὐτό; ἐρωτᾷ πάλιν ὁ Σατανᾶς.
-Εἰς διάστημα τριάκοντα ἡμερῶν.
Μόλις ἤκουσε τὴν ἀπάντησιν αὐτὴν ὁ Σατανᾶς διέταξε νὰ μαστιγωϑῇ λέγων συγχρόνως:
-Εἰς τόσον χρόνον αὐτὸ μόνον κατώρϑωσες;
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸν ἐπλησίασε μὲ τὸν ἴδιον τρόπον τὸν Σατανᾶν καὶ ἄλλος καὶ τοῦ εἶπεν:
– Ἐγὼ εὑρισκόμουν εἰς τὴν ϑάλασσαν καὶ ἐσήκωσα ἀνέμους, κατεπόντισα πλοῖα καὶ ἐθανάτωσα πολλοὺς ἀνθρώπους, ἦλϑα λοιπὸν νὰ σοῦ τὸ ἀναφέρω.
Ὅταν τὸν ἠρώτησεν εις πόσον χρόνον ἐπέτυχεν αὐτὸ καὶ ἔμαϑεν ὅτι τὸ ἐπέτυχεν εἰς εἴκοσιν ἡμέρας, διέταξε νὰ μαστιγωϑῇ καὶ αὐτός, ὅπως καὶ ὁ πρῶτος, διότι τίποτε ἄλλο δὲν κατώρϑωσεν εἰς τόσον διάστήμα,
Ἔν συνεχείᾳ προσῆλϑε καὶ ἄλλος, ὅστις ἀνέφερεν, ὅτι εἰς μίαν πόλιν, ἐνῷ ἐγίνετο γάμος, προεκάλεσε μάχην μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, μὲ πολλὴν αἱματοχυσίαν, ἐπιτυχὼν μάλιστα νὰ φονευϑοῦν καὶ ὁ γαμπρός μὲ τὴν νύμφην. ἔλεγε δὲ ὅτι αὐτὸ τὸ κατώρϑωσεν εἰς δέκα ἡμέρας. Καὶ αὐτὸς ὅμως, ὅπως καὶ οἱ προηγούμενοι, εὑρέϑη ἔνοχος διὰ χρονοτριβὴν καὶ ἐμαστιγώϑη.
Ἔπειτα ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ἐμαστιγώϑησαν, προσῆλϑεν εἰς τὸ μέσον καὶ ἕνας ἄλλος διάβολος. Τὸν ἐρωτᾷ τότε ὁ Σατανᾶς”
-Καὶ σὺ ἀπὸ ποῦ μᾶς ἔρχεσαι;
-᾽ Ἐγὼ εὑρισκόμουν εἰς τὴν ἔρημον -ἀπήντησεν ἐκεῖνος – καὶ σαράντα ὁλόκληρα χρόνια ἐπολέμουν ἕνα Μοναχόν, μόλις δὲ αὐτὴν τὴν νύχτα τὸν ἐνίκησα καὶ ἔπεσεν εἰς τὴν ἁμαρτίαν τῆς πορνείας.
Μόλις ὁ Σατανᾶς ἤκουσεν αὐτὸ τὸ κατόρϑωμα, ἐσηκώϑη, τὸν κατεφίλησεν, ἀφήρεσε τὸ στεφάνι ἀπὸ τὸ κεφάλι του καὶ τὸ ἐφόρεσεν εἰς τὸν νικητὴν τοῦ Μοναχοῦ, ἀφοῦ δὲ ἔφεραν ἕνα ϑρόνον καὶ τὸν ἐτοποϑέτησαν πλησίον του, τὸν ἔβαλε νὰ καϑήσῃ δίπλα του καὶ τοῦ ἔλεγεν εὐχαριστημένος:
-Μπράβο! πῶς τόσον μεγάλο ἔργον ἠμπόρεσες νὰ κάμῃς;
Ὅταν ἐγὼ εἶδον ὅλα αὐτὰ – εἶπεν ὁ Γέρων ἀπὸ τὴν Θηθαΐδα – ἀντελήφϑην πόσον μεγάλο εἶναι, εἰς ἀξίαν, τὸ τάγμα τῶν Μοναχῶν καὶ πόσον φοβίζει τοὺς δαίμονας.