«Ἀγαθὸν» λέει, «εἰσελθεῖν εἰς οἰκίαν πένθους ἤ εἰς οἰκίαν γέλωτος»(1). Ἀπὸ ἐκεῖ ἡ ψυχὴ μολύνεται. Γιατί, ἂν ἔχεις τὴ δυνατότητα ὅμοια μὲ αὐτοὺς νὰ ζεῖς τρυφηλά, παρακινεῖσαι σὲ σπατάλη. Ἂν δὲν ἔχεις τὴ δυνατότητα, δέχτηκες ἀφορμὴ λύπης. Στὸ σπίτι ὅμως ποὺ πενθεῖ τίποτα τέτοιο δὲ συμβαίνει, ἄλλα καὶ ἂν ἀκόμα δὲν μπορεῖς νὰ ζεῖς τρυφηλά, δὲν πόνεσες, ἀλλὰ καὶ ἂν ἔχεις τὴ δυνατότητα, περιορίζεσαι.
Πραγματικὰ σπίτια πένθους εἶναι τὰ μοναστήρια, ὅπου ὑπάρχει σάκκος καὶ σποδός, ὅπου μόνωση, ὅπου καθόλου γέλιο, οὔτε πλῆθος βιωτικῶν πραγμάτων, ὅπου κυριαρχεῖ νηστεία, ὅπου ὕπνος κάτω στὸ χῶμα, ὅπου ὅλα εἶναι καθαρὰ ἀπὸ κνίσσα, αἵματα, ἀπὸ θόρυβο, ἀπὸ ταραχή, ἀπὸ πολυκοσμία.