Ὁ Θεὸς πού μᾶς ἔπλασε μᾶς ἔδωσε τὴν χρῆσιν τοῦ λόγου, διὰ νὰ φανερώνωμεν ὁ ἕνας εἰς τον άλλον τάς σκέψεις τῶν καρδιῶν καὶ νὰ μεταδίδωμεν ὁ καθένας εἰς τὸν πλησίον, λόγω τῆς κοινωνικότητος τῆς φύσεως, ὡσὰν ἀπὸ κάποια ταμεῖα, προσφέροντες τάς σκέψεις ἀπὸ τὰ κρυπτά τῆς καρδίας. Διότι ἐὰν ἐζούσαμεν μὲ γυμνὴν ἀπὸ τὸ σῶμα τὴν ψυχήν, ἀμέσως θα επικοινωνούσαμεν μεταξύ μας διὰ τῶν σκέψεων. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ψυχή μας διανοεῖται καλυπτόμενη ἀπὸ τὸ παραπέτασμα τῆς σαρκός, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ λόγια καὶ ὀνόματα διὰ νὰ ἀνακοινώνη αὐτά ποὺ κεῖνται εἰς τὸ βάθος της. Ὅταν λοιπὸν ἡ σκέψις ἐκφρασθῆ διὰ φωνῆς, αὐτὴ μεταβαίνει ἀπό τὸν ὁμιλητὴν πρὸς αὐτὸν ποὺ τὸν ἀκούει, ἀφοῦ διασχίση τὸν ἀέρα, φερομένη διὰ τοῦ λόγου, ὡσὰν διὰ πορθμείου. Καὶ ἐὰν μὲν εὕρη ἄκραν γαλήνην καὶ ἡσυχίαν, ὡσὰν εἰς γαλήνια και ἀχείμαστα λιμάνια, ὁ λόγος ἀγκυροβολεῖ εἰς τάς ἀκοᾶς τῶν ἀκροατῶν. Ἐὰν ὅμως, ὡσὰν κάποια σφοδρά θύελλα, ὁ θόρυβος τῶν ἀκουόντων πνεύση ἀντίθετα, τότε ὁ λόγος ναυαγεῖ, διαλυόμενος εἰς τὸν ἀέρα. Διὰ τῆς σιωπῆς λοιπὸν κάμετε ἡσυχίαν χάριν τοῦ λόγου. Διότι ἴσως κάτι ἀπὸ αὐτά πού φέρει σᾶς φανῆ χρήσιμον καὶ ὠφέλιμον. Ὁ λόγος τῆς ἀληθείας εἶναι δύσκολον θήραμα, διότι εὔκολα ἠμπορεῖ νὰ ξεφύγη αὐτοὺς ποὺ δὲν προσέχουν, ἀφοῦ ἔτσι τὸ Πνεῦμα οἰκονόμησε νὰ εἴναι σύντομος καὶ βραχύς, ὥστε νὰ δηλώνη πολλὰ εἰς ὀλίγα καὶ μὲ τὴν συντομίαν νὰ εἶναι εὔκολον να διατηρηθῆ εἰς τὴν μνήμην. Ἄλλωστε ἡ φυσικὴ ἀρετὴ τοῦ λόγου εἶναι μήτε νὰ κρύπτη μὲ την ἀσάφειαν τὰ ἐκφραζόμενα μήτε νὰ πλημμυρίζη ἀπὸ λέξεις περιττάς καὶ πράγματα μάταια. Τέτοιος λοιπον εἶναι καὶ ὁ λόγος αὐτὸς ποὺ τώρα ἔχει ἀναγνωσθῆ ἀπὸ τὰ βιβλία τοῦ Μωϋσέως. Ὄσοι βεβαια εἶσθε φιλομαθεῖς νὰ ἐνθυμῆσθε αὐτόν, ἐκτὸς ἂν κάπου διέφυγε τὴν ἀκοήν σας, λόγω της βραχύτητος. Ὁ λόγος κάπως ἔτσι ἔχει? «πρόσεχε σεαυτῶ μὴ ποτὲ γένηται ρῆμα κρυπτὸν ἐν τη καρδία σου ἀνόμημα». Ἠμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμεθα εὔκολοι εἰς τάς ἁμαρτωλᾶς σκέψεις. Δια τοῦτο ἀκριβῶς αὐτὸς ποὺ κατ’ ἰδὶαν ἔπλασε τάς καρδίας μας, ἐπειδὴ ἐγνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι το μεγαλύτερον μέρος τῆς ἁμαρτίας συντελεῖται εἰς τὴν κατὰ διάθεσιν ὁρμήν, μᾶς ὤρισεν ὠς πρωταρχικὴν καθαρότητα αὐτὴν τῆς διανοίας. Διότι αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖον πολὺ πιὸ εὔκολα διαπραττομεν τὴν ἁμαρτίαν, δι’ αὐτὸ ἠξίωσε περισσοτέραν προφύλαξιν καὶ ἐπιμέλειαν. Ὄπως δηλαδη οἱ προνοητικοὶ ἀπὸ τοὺς ἰατροὺς ἀσφαλίζουν τὰ ἀσθενέστερα σώματα μὲ τάς προληπτικάς συνταγας, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ εἶναι προστάτης ὅλων καὶ ἀληθινὸς ἰατρὸς τῶν ψυχῶν, με ισχυροτέρας προφυλάξεις ἐξησφάλισεν αὐτὸ ποὺ ἐγνώριζεν ὅτι εἶναι εἰς ἠμᾶς περισσότερον ολισθηρον πρὸς τὴν ἁμαρτίαν. Διότι αἱ πράξεις ποὺ γίνονται μὲ τὸ σῶμα χρειάζονται καὶ χρόνον καὶ εὐκαιρίαν καὶ κόπους καὶ συνεργάτας καὶ ἄλλην βοήθειαν. Αἱ κινήσεις ὅμως τῆς διανοίας ἐνεργοῦνται ἀχρόνως, ἐπιτελοῦνται χωρὶς κόπον, σχηματίζονται εὔκολα καὶ ἔχουν ὄλον τον καιρὸν κατάλληλον. Μάλιστα κάποτε κάποιος ἀπὸ τοὺς σπουδαίους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς πού ὑπερηφανεύονται διὰ σεμνότητα, περιβαλλόμενος ἐξωτερικὰ ὁμοίωμα σωφροσύνης καὶ καθήμενος ἀνάμεσα εἰς αὐτοὺς ποὺ συχνὰ τὸν μακαρίζουν διὰ τὴν ἀρετήν του, τρέχει γρήγορα μὲ τὴν σκέψιν πρός τὸν τόπον τῆς ἁμαρτίας, μὲ τὴν ἀφανῆ ἐνέργειαν τῆς καρδίας. Εἶδε μὲ τὴν φαντασίαν τά μελετώμενα, ἐφαντάσθη κάποιαν ἀπρεπῆ συναναστροφὴν καὶ γενικῶς εἰς τὸ κρυφὸν ἐργαστήριον τῆς καρδίας μὲ τὸ νὰ ζωγραφήση μέσα του καθαρὰν τὴν ἡδονήν, διέπραξε ἐσωτερικὰ τήν ἁμαρτίαν ποὺ δὲν ἀποδεικνύεται καὶ ποὺ θὰ μείνη ἄγνωστος εἰς ὅλους ὡς τότε ποὺ θὰ ἔλθη αὐτός πού ἀποκαλύπτει τὰ κρυπτά τοῦ σκότους καὶ φανερώνει τάς σκέψεις τῶν καρδιών «Φυλάξου λοιπον μὴ τυχὸν κάποτε σκέψις κρυφὴ εἰς τὴν καρδίαν σου γίνη ἁμαρτία». Διότι «αὐτὸς που κυττάζει γυναίκα μὲ πονηρᾶν ἐπιθυμίαν εἶναι σὰν νὰ ἐμοίχευσε κιόλας εἰς τὴν καρδίαν του». Διότι αἱ πράξεις τοῦ σώματος διακόπτονται ἀπὸ πολλούς, αὐτὸς ὅμως ποὺ ἁμαρτάνει μὲ την σκέψιν, μὲ τὴν ταχύτητα τῶν διανοημάτων ἔχει ὁλοκληρώσει τὴν ἁμαρτίαν. Ὅπου λοιπὸν τό παράπτωμα εἶναι ταχύ, ταχεία μᾶς ἐδόθη καὶ ἡ φρούρησις. Δηλαδὴ διακηρύσσεται ἐντόνως• «μη ποτὲ γένηται ρῆμα κρυπτὸν ἐν τῇ καρδίᾳ σου ἀνόμημα». Καλύτερα ὅμως νὰ ἀνατρέξωμεν εἰς αυτὴν τὴν ἀρχὴν τοῦ λόγου.
«Πρόσεχε, λέγει, τὸν ἑαυτόν σου». Καθένα ἀπὸ τὰ ζῶα ἔχει ἐκ φύσεως ἀπὸ τὸν Θεὸν πού εδημιούργησε τὰ πάντα, τάς ἀφορμᾶς διὰ τὴν προστασίαν τῆς ὑπάρξεώς του. Καὶ θὰ εὕρης ἐάν ἐπιμελῶς παρατήρησης ὅτι τὰ πιὸ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα δὲν ἔχουν διδαχθῆ τὴν προφύλαξιν πρός αὐτὸ ποὺ βλάπτει, καὶ ὅτι μὲ κάποιαν πάλιν φυσικὴν ἕλξιν σπεύδουν πρὸς τὴν ἀπόλαυσιν τῶν ωφελίμων. Διὰ τοῦτο καὶ εἰς ἠμᾶς ὁ Θεὸς πού μᾶς παιδαγωγεῖ ἔδωκε τὸ μεγάλο τούτο παράγγελμα, διὰ νὰ προστεθῆ καὶ εἰς ἠμᾶς μὲ τὴν βοήθειαν τῆς λογικῆς αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἐκ φύσεως ἔχουν ἐκεῖνα. Καὶ αὐτὸ ποὺ εἰς τὰ ζῶα κατορθώνεται χωρὶς καμμίαν ἐπιστασίαν, αὐτὸ εἰς ημᾶς νὰ ἐπιτελῆται διὰ τῆς προσοχῆς καὶ τῆς συνεχοῦς ἐπιβλέψεως τῶν λογισμῶν. Καὶ νὰ εἴμεθα πιστοί φύλακες τῶν ἐντολῶν πού μᾶς ἔχουν δοθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ τὸ νὰ ἀποφεύγωμεν τήν ἁμαρτίαν, ὅπως τὰ ζῶα ἀποφεύγουν τὰ δηλητήρια ἀπὸ τάς τροφᾶς καὶ νὰ ἐπιδιώκωμεν τήν δικαιοσύνην, ὅπως ἐκεῖνα ἐπιζητοῦν τὸ φαγώσιμον ἀπὸ τὴν χλόην. «Πρόσεχε, λοιπόν, σεαυτῶ», διὰ νὰ γίνης ἱκανὸς νὰ διακρίνης τὸ βλαβερὸν ἀπὸ τὸ σωτήριον. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ νὰ προσεχή κανεις σημαίνει δυὸ πράγματα, ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὸ νὰ προσηλώνη τὰ σωματικὰ μάτια εἰς τὰ ὁρατά, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὸ νὰ ἐπιβάλλη μὲ τὴν νοερᾶν δύναμιν τῆς ψυχῆς τὴν θεωρίαν τῶν ἀσωμάτων, ἐάν μεν εἴπωμεν ὅτι τὸ παράγγελμα ἀναφέρεται εἰς τὴν ἐνέργειαν τῶν ὀφθαλμῶν, τότε ἀμέσως θα ελέγξωμεν τὸ ἀνεφάρμοστον αὐτοῦ. Διότι πῶς θὰ ἠμποροῦσε κανεὶς μὲ τὸν ὀφθαλμὸν νὰ ἰδή ολοκληρον τὸν ἑαυτόν του; Μάλιστα οὔτε ὁ ἴδιος ὁ ὀφθαλμὸς χρησιμοποιεῖ τὴν ὅρασιν διὰ τόν ἑαυτόν του. Δὲν ἐπαρκεῖ διὰ τὴν κορυφήν, δὲν γνωρίζει τὰ νῶτα, οὔτε τὰ πρόσωπα, οὔτε τήν διάθεσιν ποὺ εἶναι εἰς τὸ βάθος τῶν σπλάγχνων. Ἄρα εἶναι ἀσέβεια νὰ λέγωμεν ὅτι δὲν ἰσχύουν τά παραγγέλματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὑπολείπεται λοιπὸν νὰ κατανοοῦμεν τὴν προσταγὴν εἰς τήν ἐνέργειαν τοῦ νοῦ. «Πρόσεχε, λοιπόν, σεαυτῶ». Δηλαδὴ ἀπὸ παντοῦ νὰ παρατηρῆς προσεκτικὰ τὸν ἑαυτόν σου. Να ἔχης ἄγρυπνον τὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς σου διὰ τὴν προστασίαν τοῦ ἑαυτοῦ σου. Κρυφαὶ παγίδες ἔχουν στηθῆ παντοῦ ἀπὸ τὸν ἐχθρόν. Προσεκτικὰ νὰ παρατηρῆς τὸ κάθε τί λοιπόν, «διὰ να γλυτώνης σὰν τὸ ζαρκάδι ἀπὸ τὰ δόκανα καὶ σὰν πτηνὸν ἀπὸ τὴν παγίδα». Διότι τὸ μὲν ζαρκάδι λόγῳ τῆς ὀξυτάτης ὁράσεως δὲν συλλαμβάνεται εἰς τὰ δόκανα, διὰ τοῦτο φέρει καὶ τήν ἐπωνυμίαν δορκὰς διὰ τὴν ὀξυδέρκειάν του, τὸ δὲ πτηνὸν μὲ τὰ ἐλαφρὰ πτερὰ του, πέτα ὑψηλότερα ἀπὸ τὸν κίνδυνον τῶν κυνηγῶν, ὅταν προσεχῆ. Κύττα λοιπὸν μὴ φανῆς κατώτερος ἀπό τὰ ἄλογα ζῶα εἰς τὴν προστασίαν τοῦ ἑαυτοῦ σου, διὰ νὰ μὴ κάποτε, ἀφοῦ συλληφθῆς εἰς τάς παγίδας, γίνης θήραμα τοῦ διαβόλου, αἰχμάλωτος ἀπ’ αὐτὸν εἰς τὸ νὰ κάμης τὸ θέλημά του.
«Πρόσεχε, λοιπόν, σεαυτῶ». Δηλαδή, οὔτε τὰ δικά σου, οὔτε τὰ γύρω ἀπὸ ἐσέ, ἀλλά πρόσεξε μόνον τὸν ἑαυτόν σου. Διότι ἄλλο πράγμα εἴμεθα ἠμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ ἄλλο πράγμα τὰ δικά μας καὶ ἄλλο τὰ γύρω ἀπό μᾶς. Ἠμεῖς εἴμεθα ἡ ψυχὴ καὶ ὁ νοῦς, διότι ἔχομεν πλασθῆ σύμφωνα με την εἰκόνα τοῦ κτιστοῦ μας. Ἰδικόν μας εἶναι τὸ σῶμα καὶ αἱ αἰσθήσεις του. Γύρω δὲ ἀπὸ μᾶς ὑπάρχουν χρήματα, τέχναι καὶ ὅλη ἡ ὑπόλοιπος πραματεία τοῦ βίου. Τί λοιπὸν λέγει ὁ λόγος τῆς Γραφής; Μὴ δίδης σημασίαν εἰς τὴν σάρκα, οὔτε νὰ ἐπιζητῆς μὲ κάθε τρόπον ὅ,τι εἶναι ἀγαθὸν εἰς αὐτήν, δηλαδὴ ὑγείαν, ὀμορφιὰν καὶ ἀπολαύσεις ἠδονικᾶς καὶ μακροζωίαν, οὔτε νὰ θαυμάζης χρήματα καὶ δόξαν καὶ ἐξουσίαν. Ἀλλὰ πρόσεχε τὸν ἑαυτόν σου, δηλαδὴ τὴν ψυχήν σου. Αὐτήν στόλιζε καὶ αὐτὴν φρόντιζε, ὥστε διὰ τῆς προσοχῆς νὰ κατορθώνης νὰ τὴν ἀπαλλάσσης ἀπό ὀλόκληρον τὸν ρύπον ποὺ ἐπικάθεται εἰς αὐτὴν ἀπὸ τὴν πονηρίαν, νὰ ἀποκαθαίρεται κάθε αἴσχος κακίας καὶ νὰ τὴν κοσμῆς καὶ νὰ τὴν φαιδρύνης μὲ ὄλον τὸ κάλλος τῆς ἀρετῆς. Ἐξέτασε τόν εαυτόν σου. Ποὶος εἶσαι; γνώρισε τὴν φύσιν σου, ὅτι τὸ μὲν σῶμα σου εἶναι θνητὸν ἡ δὲ ψυχή σου ἀθάνατος καὶ ὅτι ἡ ζωή μας εἶναι διπλή. Ἡ μὲν προσιδιάζει εἰς τὴν σάρκα καὶ περνᾶ γρήγορα, ἠ δε ἄλλη συγγενεύει μὲ τὴν ψυχὴν καὶ δὲν ἐπιδέχεται περιγραφήν. Πρόσεχε, λοιπόν, τὸν ἐαυτόν σου καὶ μὴ προσκολληθῆς εἰς τὰ θνητὰ ὡσὰν σὲ αἰώνια, μήτε νὰ περιφρόνησης τὰ αἰώνια ὠσάν περαστικά. Νὰ περιφρονῆς τὴν σάρκα, διότι παρέρχεται. Νὰ ἐπιμελῆσαι τὴν ψυχήν, διότι εἴναι πράγμα ἀθάνατον. Μὲ κάθε προσοχὴν νὰ ἐπιβλέπης τὸν ἑαυτόν σου, διὰ νὰ γνωρίζης νά ἀπονέμης εἰς τὸν καθένα τὸ ὠφέλιμον εἰς μὲν τὴν σάρκα τάς διατροφᾶς καὶ τὰ σκεπάσματα εἰς δέ τήν ψυχὴν τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας, δηλαδὴ λεπτὴν ἀγωγήν, ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς, διόρθωσιν τῶν παθῶν. Μήτε νὰ παραπαχαίνης τὸ σῶμα, μήτε νὰ φροντίζης διὰ τάς σαρκικᾶς ὀχλήσεις. Ἀφού λοιπόν «ἐπιθυμεῖ ἡ σὰρξ κατὰ τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός, ταῦτα δὲ ἀλλήλοις ἀντίκειται», πρόσεχε μήπως μὲ τὸ νὰ ὑπερπαχύνης τὴν σάρκα προσφέρης πολλὴν ἐξουσίαν εἰς το κατώτερον. Διότι ὅπως εἰς τάς κλίσεις τῶν ζυγῶν, ἐὰν μὲν παραφόρτωσες τὴν μίαν πλάστιγγα, ἐξάπαντος θὰ κάμης ἐλαφροτέραν τὴν ἀπέναντί της, ἔτσι καὶ εἰς τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, ὀ πλεονασμὸς τοῦ ἑνὸς κατ’ ἀνάγκην ἐπιφέρει τὴν ἐλάττωσιν τοῦ ἄλλου. Διότι, ὅταν τὸ σώμα εὐεργετήται καὶ βαρύνεται μὲ τὴν πολυσαρκίαν, κατ’ ἀνάγκην ὁ νοῦς γίνεται ἀδρανὴς καὶ ἄτονος κατά τάς ἐνεργείας του. Ὅταν ὅμως ἡ ψυχὴ εἶναι ὑγιὴς καὶ ἐξυψώνεται πρὸς τὸ ὕψος ποὺ τῆς αρμόζει μὲ τὴν μελέτην τῶν ἀγαθῶν, εἶναι ἑπόμενον νὰ μαραίνεται ἡ σωματικὴ ἕξις.
Τὸ ἴδιον αὐτὸ παράγγελμα καὶ διὰ τοὺς ἀσθενεῖς εἶναι χρήσιμον καὶ διὰ τοὺς γεροὺς πολύ καταλληλον. Κατὰ τάς ἀσθενείας οἱ ἰατροὶ παραγγέλλουν εἰς τοὺς ἀρρώστους νὰ προσέχουν οἰ ίδιοι τοὺς ἑαυτοὺς των καὶ νὰ μὴ παραμελοῦν τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ συντελοῦν εἰς τὴν θεραπείαν. Ὁμοίως καὶ ὁ Λόγος, ὁ Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν μας, μὲ τὸ μικρὸν τοῦτο βοήθημα θεραπεύει τὴν ψυχήν πού ἔχει ταλαιπωρηθῆ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Πρόσεχε, λοιπόν, τὸν ἑαυτόν σου, διὰ νὰ λάβης ἀνάλογον πρὸς τὸ παράπτωμα καὶ τὴν βοήθειαν ἀπὸ τὴν θεραπείαν. Εἶναι μεγάλο καὶ βαρὺ τό ἁμάρτημα; Σοῦ χρειάζεται πολλὴ ἐξομολόγησις, πικρὰ δάκρυα, συνεχὴς ἀγρυπνία καὶ διαρκής νηστεία. Εἶναι ἐλαφρὸν τὸ ἁμάρτημα καὶ ὑποφερτόν; Νὰ ἐξισωθῆ καὶ ἡ μετάνοια. Μόνον νά προσέχης τὸν ἑαυτόν σου, διὰ νὰ γνωρίζης τὴν ὑγείαν καὶ τὴν ἀρρώστιαν τῆς ψυχῆς. Διότι πολλοί πού νοσοῦν ἀπὸ μεγάλην καὶ ἀνίατον ἀσθένειαν λόγω τῆς μεγάλης προσεξίας, δὲν γνωρίζουν οὔτε αὐτὸ τὸ ἴδιον, ὅτι δηλαδὴ νοσοῦν. Ἐπίσης μεγάλο εἶναι τὸ κέρδος ἀπὸ τὸ παράγγελμα καὶ εἰς τους ὑγιεῖς ὡς πρὸς τάς πράξεις, ὥστε τὸ ἴδιον καὶ τοὺς ἀρρώστους θεραπεύει καὶ τοὺς ὑγιεῖς τελειοποιεῖ. Διότι ὁ καθένας ἀπό μᾶς ποὺ μαθητεύομεν εἰς τὸν λόγον γίνεται ὑπηρέτης κάποιας πράξεως ἀπὸ αὐτάς ποὺ σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιόν μας ἔχουν διαταχθῆ. Δηλαδὴ εἰς τὴν μεγάλην οἰκίαν, τὴν Ἐκκλησίαν αὐτήν, δὲν ὑπάρχουν μόνον διάφορα σκεύη, χρυσά, ἀργυρᾶ, ξύλινα και πήλινα ἀλλὰ καὶ διάφορα ἐπαγγέλματα. Ἔχει δηλαδὴ ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, «ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ ζῶντος Θεοῦ», κυνηγούς, πεζοπόρους, ἀρχιτέκτονας, οἰκοδόμους, γεωργούς, βοσκούς, ἀθλητάς, στρατιώτας. Εἰς ὅλους ὁ μικρὸς αὐτὸς λόγος θὰ εὕρη ἐφαρμογὴν καὶ θὰ ἐμβάλη εἰς τον καθένα καὶ ὀρθοπραξίαν καὶ ἐπιμέλειαν τῆς προαιρέσεως. Ἔχεις ἀποσταλῆ κυνηγὸς ἀπὸ τόν Κύριον, ποὺ εἶπε «Νὰ ἐγὼ ἀποστέλλω πολλοὺς κυνηγοὺς καὶ θὰ θηρεύσουν αὐτοὺς ἐπάνω εἰς ὅλα τὰ βουνά» . Νὰ προσεχὴς λοιπὸν μὲ ἐπιμέλειαν, μὴ σὲ διαφύγη ἀπὸ πουθενὰ τὸ θήραμα, διά νἀ ὁδηγήσης εἰς τὸν σωτήρα αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐξαγριωθῆ ἀπὸ τὴν κακίαν, ἀφοῦ τοὺς συλλάβης μέ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Εἶσαι πεζοπόρος παρομοίως μὲ ἐκεῖνον ποὺ εὔχεται «τὰ διαβήματα μου κατεύθυνον»• πρόσεξε μὴ παραστρατήσης, νὰ μὴ κλίνης πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ πρὸς τὰ ἀριστερά. Βάδιζε τὴν βασιλικὴν ὁδόν. Ὁ ἀρχιτέκτων μὲ ἀσφάλειαν νὰ καταθέση τὸν θεμέλιον τῆς πίστεως, ποὺ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ κτίστης νὰ βλέπη πὼς κτίζει• «μὴ ξύλα, μὴ χόρτον, μὴ καλάμην, ἀλλὰ χρυσίον, ἀργύριον, λίθους τιμίους» . Ὁ ποιμὴν νὰ προσεχῆ μὴ διαφύγη κάτι ἀπὸ αὐτὰ πού ἐπιβάλλονται εἰς τὴν τέχνην τῆς ποιμαντικῆς. Καὶ ποὶα εἶναι αὐτά; Νὰ ἐπιστρέφη τὸ πλανημένον, νὰ ἐπιδένη τὸ πληγωμένον, νὰ θεραπεύη τὸ ἄρρωστον. Ὁ γεωργὸς νὰ σκάβη γύρω ἀπὸ τήν ἄκαρπον συκιὰν καὶ νὰ ἐφαρμόζη αὐτὰ ποὺ βοηθοῦν εἰς τὴν καρποφορίαν. Ὁ στρατιώτης νά «συγκακοπαθήση διὰ τὸ εὐαγγέλιον», νὰ ἐκστρατεύη τὴν καλὴν ἐκστρατείαν ἐναντίον τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας, ἐναντίον τῶν σαρκικῶν παθῶν, νὰ φορέση ὅλην τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ. Μὴ ἐμπλέκεσαι εἰς τάς βιοτικᾶς ὑποθέσεις, διὰ νὰ ἀρέσης εἰς αὐτὸν ποὺ σὲ ἐπεστράτευσεν. Ὁ ἀθλητὴς ἂς προσεχῆ τὸν ἑαυτόν του, μὴ τυχὸν παραβῆ τοὺς ἀθλητικοὺς κανονισμούς. Διότι «κανεὶς δὲν στεφανώνεται ἐὰν δὲν ἀθλήση νομίμως». Νὰ μιμῆσαι τὸν Παῦλον ποὺ καὶ ἔτρεχε καὶ ἐπάλαιε καὶ ἐπυγμαχοῦσε. Καὶ ὁ ἴδιος σὰν καλὸς πυγμάχος νὰ ἔχης ἀσάλευτον τὸ βλέμμα τῆς ψυχῆς. Προφύλαγε τὰ εὐαίσθητα ὄργανα τοῦ σώματος μὲ τὴν πρόταξιν τῶν χεριῶν. Τό βλέμμα σου νὰ ἀτενίζη τὸν ἀντίπαλον. Νὰ προπορεύεσαι εἰς τοὺς ἀγώνας δρόμου. Ἔτσι νά τρέχης, διὰ νὰ προλάβης. Εἰς τὴν πάλην νὰ ἀνταγωνίζεσαι ἐναντίον τῶν ἀοράτων. Ὁ λόγος του Θεοῦ τέτοιον σὲ θέλει νὰ εἶσαι ὄχι τεμπέλην καὶ κοιμισμένον, ἀλλὰ νηφάλιο καὶ ἄγρυπνο προϊστάμενον τοῦ ἑαυτοῦ σου.
5. Δὲν θὰ μοῦ ἐπαρκέση ἡ ἡμέρα νὰ διηγοῦμαι καὶ τὰ κατορθώματα τῶν συνεργῶν εἰς το ευαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν δύναμιν τοῦ προστάγματος, πόσον καλὰ ἁρμόζει εἰς ὅλους. «Πρόσεχε σεαυτῶ». Νὰ εἶσαι νηφάλιος, σκεπτικός, φύλαξ τῶν παρόντων καὶ προνοητικὸς διὰ τα μέλλοντα. Μὴ ἀφήνης νὰ σοῦ διαφυγὴ τὸ παρὸν ἐξ αἰτίας τῆς ὀκνηρίας καὶ μὴ λαμβάνης σαν δεδομένην τὴν ἀπόλαυσιν αὐτῶν ποὺ μήτε ὑπάρχουν καὶ ποὺ τυχὸν δὲν θὰ ὑπάρξουν, ὡσάν, να τα ἔχης εἰς τὰ χέρια σου. Ἢ μήπως δὲν ὑπάρχει ἐκ φύσεως ἡ ἀρρώστια αὐτὴ εἰς τοὺς νέους, δηλαδὴ τὸ νὰ νομίζουν μὲ τὴν ἐλαφρότητα τῆς γνώμης, ὅτι κατέχουν κιόλας αὐτὰ ποῦ ἐλπίζουν; Διότι ὅταν κάποτε ἠρεμήσουν ἢ κατὰ τὴν νυκτερινὴν ἡσυχίαν, πλάθουν μὲ τὴν φαντασίαν ανυπαρκτα πράγματα μεταφερόμενοι εἰς ὅλα μὲ τὴν εὐκολίαν τῆς σκέψεως, μὲ τὸ να φαντάζωνται βίον περίοπτον, λαμπροὺς γάμους, εὐτεκνίαν, βαθειὰ γεράματα, τιμᾶς ἀπὸ ὅλους. Έπειτα, ἐπειδὴ δὲν ἠμποροῦν νὰ σταματήσουν πουθενὰ τάς ἐλπίδας, ἀλαζονεύονται δι’ αὐτὰ που θεωροῦνται μεγάλα μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ἀποκτοῦν καλὰ καὶ μεγάλα σπίτια. Ἀφοῦ τὰ γεμίσουν με διάφορα κειμήλια, πέ-ριφράττουν τόσην γῆν, ὅσην εἰς αὐτοὺς ἡ ματαιότης τῶν λογισμῶν ἔχει αποκοψει ἀπὸ ὁλόκληρον τὴν κτίσιν. Πάλιν τὰ πλούσια εἰσοδήματα ἀπὸ αὐτὴν τὰ ἀποθηκεύουν εἰς τας ἀποθήκας τῆς ματαιοδοξίας. Κοντὰ εἰς αὐτὰ προσθέτουν ζῶα, ἀπειράριθμον πλῆθος δούλων, πολιτικὸς ἐξουσίας, ἡγεμονίας ἐθνῶν, ἀξίωμα στρατηγοῦ, πολέμους, νίκας καὶ αὐτὴν ἀκόμη την βασιλείαν. Ὅλα αὐτὰ ἀφοῦ τὰ διέτρεξαν μὲ τάς κούφιας φαντασίας τῆς διανοίας, νομίζουν, λόγω της ἄκρας μωρίας, ὅτι ἀπολαμβάνουν, ὡσὰν νὰ εἶναι κιόλας παρόντα καὶ κείμενα ἐμπρὸς εἰς τα πόδια τῶν, αὐτὰ ποὺ ἔχουν ἐλπισθῆ. Τὸ νὰ βλέπη ὄνειρα κανεὶς ἐνῶ τὸ σῶμα εἶναι ἄγρυπνον, τοῦτο εἶναι ἀρρώστια ἀκαμάτου καὶ ὀκνηρᾶς ψυχῆς. Ὁ λόγος τῆς Γραφῆς διὰ νὰ καταπιέζη λοιπόν αυτην τὴν ἀποχαύνωσιν τοῦ νοῦ καὶ τὸν πυρετὸν τῶν λογισμῶν καὶ διὰ νὰ ἀναχαιτίζη, ὡσὰν με κάποιον χαλινόν, τὴν ἀστάθειαν τῆς διανοίας, παραγγέλλει τὸ μεγάλο καὶ σοφὸν τούτο παραγγελμα• «σεαυτῶ, λέγει, πρόσεχε». Νὰ μὴ φαντάζεσαι τὰ ἀνύπαρκτα, ἀλλὰ νὰ οἰκονομής τα παρόντα πρὸς τὸ συμφέρον. Νομίζω δὲ ὅτι ὁ νομοθέτης διὰ νὰ ἀποβάλη καὶ ἐκεῖνο τὸ πάθος απο τὴν συνήθειαν ἐχρησιμοποίησε τὴν ἰδὶαν παραίνεσιν. Ἐπειδὴ εἶναι εὔκολον πράγμα εἰς τον καθένα ἀπό μας νὰ περιεργάζεται τὰ ξένα παρὰ νὰ σκέπτεται τὰ ἰδικά του, διὰ νὰ μὴ παθαίνωμεν αυτο, σταμάτησε, λέγει, νὰ περιεργάζεσαι τὰ κακὰ τοῦ τάδε, μὴ δίδης ἀργοσχολίαν εἰς τους λογισμοὺς νὰ ἐξετάζουν τὴν ξένην ἀσθένειαν, ἀλλὰ «σαυτῶ πρόσεχε». Δηλαδὴ νὰ στρέφης το όμμα τῆς ψυχῆς σου εἰς τὴν ἔρευναν τοῦ ἑαυτοῦ σου. Διότι πολλοί, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τού Κυριου, «τὸ μὲν κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ κατανοούσι, τὴν δὲ ἐν τῷ οἰκειω οφθαλμῷ δοκὸν οὐκ ἐμβλέπουσι». Μὴ παύσης λοιπὸν νὰ διερευνᾶς τὸν ἑαυτόν σου, ἂν ἡ ζωή σου προχωρῆ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολήν. Νὰ μὴ ἐξετάζης ὅμως τὰ ἐξωτερικά, μὴ τυχὸν ἠμπόρεσης να ἀνακάλυψης ψεγάδι κάποιου, ὅπως ἐκεῖνος ὁ ἀκατάδεκτος καὶ ἀλαζονικὸς φαρισαῖος, που εδικαίωνε τὸν ἑαυτόν του καὶ ἐξευτέλιζε τὸν τελώνην. Ἀλλὰ μὴ παραλίπης νὰ αὐτοανακρίνεσαι, μὴ τυχὸν διέπραξες κάποιο ἁμάρτημα κατὰ τοὺς στοχασμούς, μὴ ἡ γλώσσα ἔσφαλεν εἰς κάτι τί με το νὰ προτρέξη τῆς διανοίας, μὴ εἰς τὰ ἔργα τῶν χεριῶν σου ἔχει πραχθῆ κάτι ἀπὸ τὰ ἀκούσια. Και εᾶν εἰς τὴν ζωήν σου εὑρῆς νὰ εἶναι πολλὰ τὰ ἁμαρτήματα (καὶ ἐξάπαντος θὰ εὑρῆς ἀφοῦ εἴσαι ανθρωπος), λέγε τὰ λόγια του τελώνου? «ὁ Θεός, ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ». Πρόσεχε, λοιπόν, τὸν ἑαυτόν σου. Αὐτὸς ὁ λόγος θὰ σοῦ χρησιμεύση σὰν κάποιος καλός συμβουλος ποὺ ὑπενθυμίζει τὰ ἀνθρώπινα καὶ ὅταν λαμπρὰ εὐημερῆς καὶ ὅταν ὁλόκληρος ἡ ζωή κυλα κατὰ τὴν φυσικὴν φορᾶν τῶν πραγμάτων. Ἀλλ’ ὅμως καὶ ὅταν πιέζεσαι κάτω ἀπὸ δύσκολους περιστασεις, εὐκαιριακῶς θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἐπαναλαμβάνεται εἰς τὴν καρδίαν, ὥστε μήτε λόγω επαρσεως νὰ ἐπαρθῆς εἰς ὑπερβολικὴν ἀλαζονείαν, μήτε ἀπὸ ἀπελπισίαν νὰ καταρρεύσης εἰς χυδαίαν μελαγχολίαν. Ὑπερηφανεύεσαι διὰ τὸν πλοῦτον, καὶ καυχᾶσαι διὰ τοὺς προγόνους, και χαίρεσαι διὰ τὴν πατρίδα καὶ τὸ σωματικὸν κάλλος καὶ διὰ τάς τιμᾶς ποῦ δέχεσαι ἀπὸ ὅλους; «Πρόσεχε σεαυτῶ», διότι εἶσαι θνητός? «χῶμα εἶσαι καὶ εἰς τὸ χῶμα θὰ πᾶς». Κύτταξε τριγύρω αὐτοὺς ποὺ πρὶν ἀπὸ ἐσὲ ἔχουν δοκιμασθῆ εἰς τάς ὅμοιας καυχήσεις. Ποῦ εἶναι αὐτοὶ που είχαν περιβληθῆ τάς πολιτικᾶς ἐξουσίας; Ποῦ εἶναι οἱ ἀκαταμάχητοι ρήτορες; Ποῦ εἶναι οἰ οργανωταὶ τῶν πανηγύρεων; Οἱ λαμπροὶ ἱπποκόμοι, οἱ στρατηγοί, οἱ σατράπαι, οἱ τύραννοι; Δεν έγιναν ὅλοι σκόνη; Δὲν εἶναι ὅλοι ἕνα παραμύθι; Δὲν διατηρεῖται ἡ ἀνάμνησις τῆς ζωῆς τῶν εἰς τα ολίγα κόκκαλα; Σκύψε εἰς
τοὺς τάφους μήπως ἠμπόρεσης καὶ διακρίνης ποὶος εἶναι ὁ δοῦλος και ποῖος ὁ κύριος, ποὶος ὁ πτωχὸς καὶ ποὶος ὁ πλούσιος Ξεχωρισε, ἐὰν ἠμπορής, τὸν αἰχμάλωτον απο τὸν βασιλέα, τὸν ἰσχυρὸν ἀπὸ τὸν ἀδύνατον, τὸν ὄμορφον ἀπὸ τὸν ἄσχημον. Ἐφόσον λοιπόν ενθυμησαι τὴν φύσιν σου δὲν θὰ ἀλαζονευθῆς ποτέ. Θὰ ἐνθυμῆσαι ὅμως τὸν ἑαυτόν σου, ὄταν προσεχης τὸν ἑαυτόν σου.
6. Έχεις πάλιν κακὴν καταγωγὴν καὶ εἶσαι ἄσημος, πτωχὸς ἀπὸ πτωχούς, χωρὶς ἑστίαν, χωρίς πατριδα, ἀδύνατος, στερεῖσαι τὰ καθημερινά, τρέμεις αὐτοὺς ποὺ κατέχουν τὴν ἐξουσίαν, φοβάσαι καὶ ἐντρέπεσαι ὅλους ἐξ αἴτιας τῆς ταπεινότητος τοῦ βίου σου; Ἀλλ’ ὁ «πτωχός, λέγει, δεν απειλεῖται». Μὴ λοιπὸν ἀπελπισθῆς• μὴ ἀπόρριψης κάθε καλὴν ἐλπίδα, διότι τίποτε ἀξιοζήλευτον δεν ἔχεις εἰς τὸ παρόν, ἀλλ’ ὁδήγησε τὴν ψυχήν σου ὑψηλά, καὶ πρὸς τὰ ἀγαθά, ποὺ ἔχει κιόλας δημιουργησει διὰ σὲ ὁ Θεὸς καὶ πρὸς αὐτά, ποὺ σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν του ἀπόκεινται εἰς το μέλλον. Καὶ πρῶτα – πρῶτα εἶσαι λοιπὸν ἄνθρωπος• τὸ μόνον θεόπλαστον ἀπὸ τὰ ζῶα. Δεν αρκεί λοιπὸν αὐτό, ἐφόσον στοχάζεσαι σωστά, τὸ ὅτι ἔχεις διαπλασθῆ πρὸς τὴν οὐράνιον γαλήνην απο τὰ ἴδια τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ποῦ ἐδημιούργησεν ὅλα; Ἔπειτα ὅτι, καὶ ἐπειδὴ ἔγινες σύμφωνα με την εἰκόνα τοῦ κτίστου σου, ἠμπορεῖ μὲ ἐνάρετον ζωὴν νὰ κατευθυνθῆς πρὸς τὴν ἀγγελικήν ομοτιμιαν; Ἔλαβες ψυχὴν νοερᾶν μὲ τὴν ὁποίαν στοχάζεσαι τὸν Θεόν, μὲ τὸν λογισμὸν κατανοείς την φύσιν τῶν ὄντων, δρέπεις τὸν γλυκύτατον καρπὸν τῆς σοφίας. Ὅλα τὰ χερσαῖα ζῶα και ήμερα καὶ ἄγρια, ὅλα ὅσα ζοῦν καὶ τρέφονται εἰς τὰ νερὰ καὶ ὅσα πετοῦν εἰς αὐτὸν τὸν ἀέρα, εἴναι δουλα καὶ ὑποχείριά σου. Σὺ δὲν ἐφεῦρες τέχνας, δὲν ἵδρυσες πόλεις καὶ δὲν ἐπενόησες ὅλα ὄσα ειναι ἀναγκαῖα καὶ ὅσα προορίζονται διὰ τρυφηλὴν ζωήν; Δὲν σοῦ εἶναι βατὰ τὰ πελάγη ἐξ αἰτίας της λογικῆς; Ἡ ξηρὰ καὶ ἡ θάλασσα δὲν ὑπηρετοῦν τὴν ζωήν σου; Ὁ ἀέρας καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ τα συστήματα τῶν ἀστέρων δὲν σοῦ ἐπιδεικνύουν τὴν τάξιν τῶν; Διατὶ λοιπὸν εἶσαι μικρόψυχος; Διότι τὸ ἄλογόν σου δὲν ἔχει ἀργυρὰ χαλινάρια; Ἀλλ’ ἔχεις τὸν ἥλιον ποὺ ἀδιακόπως καθ’ ὄλην την ἡμέραν πρὸς χάριν σου κράτα τὴν λαμπάδα. Δὲν ἔχεις τάς ἀκτινοβολίας τοῦ ἀργύρου καὶ τού χρυσου, ἀλλ’ ἔχεις τὴν σελήνην ποὺ σὲ περιλάμπει μὲ τὸ ἄπλετον φῶς της. Δὲν ἔχεις ἐπιβὴ σε χρυσοκέντητα ἁμάξια, ἀλλ’ ἔχεις τὰ πόδια ἰδικόν σου ὄχημα καὶ σύμφυτον μὲ σέ. Διατὶ λοιπόν μακαριζεις αὐτοὺς ποὺ κατέχουν πλούσιον βαλάντιον καὶ ποῦ χρειάζονται ξένα πόδια διὰ να μεταβοῦν κάπου; Δὲν κοιμᾶσαι εἰς κρεββάτι ἐλεφάντινον, ἀλλ’ ἔχεις τὴν γῆν ποὺ εἶναι τιμιωτέρα απο πολλὰ φίλντισι καὶ ἔχεις γλυκείαν τὴν ἀνάπαυσιν ἐπάνω εἰς αὐτήν, γρήγορον τὸν ὕπνον και απὸ κάθε φροντίδα ἀπηλλαγμένον. Δὲν κατακλίνεσαι κάτω ἀπὸ χρυσὴν ὀροφήν, ἔχεις ὅμως τον ουρανὸν ποὺ ἀκτινοβολεῖ τριγύρω μὲ τὰ ἀπερίγραπτα κάλλη τῶν ἄστρων. Καὶ αὐτὰ βέβαια εἶναι τα ανθρώπινα. Τὰ ἄλλα ὅμως εἶναι ἀκόμη πιὸ ἀνώτερα. Διὰ σὲ ὁ Θεὸς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, διὰ σε η χορηγία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ κατάλυσις τοῦ θανάτου, ἡ ἐλπὶς τῆς ἀναστάσεως, τὰ θεία προσταγματα πού σου τελειοποιοῦν τὴν ζωήν, ἡ πορεία πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τῶν ἐντολῶν, ἠ όμορφη βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τὰ ἕτοιμα στεφάνια τῆς δικαιοσύνης, ἐφ’ ὅσον δὲν ἀποφυγής τους κόπους τῆς ἀρετῆς.
7. Ἐὰν προσεχὴς τὸν ἑαυτόν σου, αὐτὰ καὶ πολὺ περισσότερα θὰ εὕρης γύρω σου. Καὶ τὰ μεν παρόντα θὰ ἀπολαύσης, δὲν θὰ στενοχωρηθῆς δὲ δι’ αὐτὸ ποὺ λείπει. Παντοῦ ὅπου καὶ ἀν ευρίσκεσαι τὸ παράγγελμα αὐτὸ θὰ σοῦ προσφέρη μεγάλην βοήθειαν. Παραδείγματος χάριν ἠ οργή σου ἐκυριάρχησεν εἰς τὰ λογικὰ καὶ ὁδηγεῖσαι ἀπὸ τὸν θυμὸν εἰς λόγια ἄσχημα καὶ εἰς πράξεις δυσάρεστους καὶ θηριώδεις; Ἐὰν προσεχὴς τὸν ἑαυτόν σου, θὰ καταστείλης τὸν θυμόν, ὡσὰν κάποιο δύστροπον καὶ δυσκολοχαλίνωτον πουλάρι, προσβαλλόμενος, σὰν μὲ μαστίγιον, με το πλῆγμα τοῦ λόγου. Θὰ κρατάς καὶ τὴν γλώσσαν καὶ δὲν θὰ χειροδικῆς ἐναντίον αὐτοῦ ποὺ σε εξώργισεν. Ἐπίσης ἐπιθυμίαι ποὺ κάμνουν μανιώδη τὴν ψυχὴν τὴν ρίχνουν εἰς βιαίας ὁρμᾶς και ακόλαστους. Ἐὰν λοιπὸν προσεχὴς τὸν ἑαυτόν σου καὶ ἐνθυμηθῆς ὅτι τὸ εὐχάριστον τοῦτο παρόν δια σὲ θὰ κατάληξη εἰς τέλος πικρὸν καὶ ὁ γαργαλισμὸς ποὺ προκαλεῖται τώρα εἰς τὸ σῶμα ἀπό την ἡδονήν, αὐτὸς θὰ γέννηση τὸ φαρμακερὸ σκουλήκι ποὺ θὰ σὲ τιμωρῆ αἰώνια εἰς τὴν κόλασιν καὶ ἡ φλόγωσις τῆς σαρκὸς θὰ γίνη μητέρα τοῦ αἰωνίου πυρός, εὐθὺς ἀμέσως θὰ φυγαδευθοῦν αἰ ηδοναὶ καὶ κάποια θαυμαστὴ ἐσωτερικὰ γαλήνη ἀπὸ τὴν ψυχὴν καὶ ἡσυχία θὰ ἐπικρατήση, ὅπως με την παρουσίαν κάποιας σώφρονος κυρίας κατασιγάζει ὁ θόρυβος τῶν ἀκολάστων ὑπηρετριών. Πρόσεχε λοιπὸν τὸν ἑαυτόν σου. Καὶ γνώριζε ὅτι τὸ μὲν λογικὸν εἶναι καὶ νοερὸν μέρος της ψυχής, τὸ δὲ παθητικὸν εἶναι καὶ ἄλογον. Καὶ εἰς τὸ μὲν λογικὸν ὑπάρχει ἐκ φύσεως ἡ ἐγκράτεια, εἰς δὲ τὸ παθητικὸν καὶ ἄλογον ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ πειθὼ γίνεται διὰ τοῦ λόγου. Μὴ λοιπὸν ἀφήσης, ἂν ποτὲ ὁ νοῦς ὑποδουλωθῆ, νὰ γίνη δοῦλος τῶν παθῶν. Μήτε πάλιν νὰ ἐπιτρέψης εἰς τὰ πάθη να ξεσηκωθοῦν ἐναντίον τοῦ λογικοῦ καὶ νὰ διατήρησης τὴν κυριαρχίαν τῆς ψυχῆς ἐπάνω εἰς αυτᾶ. Καὶ γενικῶς ἡ σωστὴ κατανόησις τοῦ ἑαυτοῦ σου θὰ προσφέρη ἀρκετὴν χειραγωγίαν διὰ να εννοήσης τὸν Θεόν. Ἐὰν δηλαδὴ προσεχὴς τὸν ἑαυτόν σου δὲν θὰ σοῦ λείψη τίποτε διὰ να εξιχνίασης ἀπὸ τὴν δημιουργίαν τῶν ὅλων τὸν δημιουργόν, ἀλλ’ εἰς τὸν ἑαυτόν σου, ὡσὰν εἰς μικρὸν διάκοσμον, θὰ ἰδῆς τὴν μεγάλην σοφίαν τοῦ κτίστου. Νὰ ἀντιλαμβάνεσαι τὸν Θεόν ασωματον ἀπὸ τὴν ἀσώματον ψυχὴν ποὺ ὑπάρχει μέσα σου, καὶ ὡς κάτι ποὺ δὲν περιορίζεται τοπικως. Ἀφοῦ καὶ ὁ νοῦς σου δὲν ἔχει προηγουμένην διαμονὴν εἰς τόπον, ἀλλὰ προσδιορίζεται τοπικως διὰ τῆς συνδέσεώς του μὲ τὸ σῶμα. Νὰ πιστεύης ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος, ἀφού εννοησης τὴν φύσιν τῆς ψυχῆς σου, διότι καὶ αὐτὴ δὲν γίνεται ἀντιληπτὴ μὲ τὰ σωματικὰ μάτια. Διότι οὔτε ἔχει χρωματισθῆ, οὔτε ἔχει σχηματισθῆ οὔτε ἔχει περιληφθῆ σὲ κάποιο σωματικόν σχημα, ἀλλὰ γίνεται γνωστὴ μόνον ἀπὸ τάς ἐνεργείας. Ὥστε νὰ μὴ ἐπιδίωξης εἰς τὴν περίπτωσιν του Θεοῦ νὰ τὸν ἰδῆς μὲ τὰ μάτια, ἀλλὰ ἀφοῦ ἐπιτρέψης εἰς τὴν διάνοιαν τὴν πίστιν νὰ ἔχης νοητην ἀντίληψιν περὶ αὐτοῦ. Νὰ θαυμάζης τὸν τεχνίτην, πὼς συνέδεσε τὴν δύναμιν τῆς ψυχής με τὸ σῶμα, ὥστε, ἐνῶ φθάνει μέχρι τὰ πέρατά του, νὰ ὁδηγῆ εἰς σύμπνοιαν καὶ κοινωνίαν τα μέλη ποὺ ἀπέχουν πάρα πολὺ μεταξὺ τῶν. Σκέψου ποὶα εἶναι ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς ποὺ χορηγείται εις τὸ σῶμα, ποὶα εἶναι ἡ συμπάθεια ποὺ ἀπὸ τὸ σῶμα ἐπανέρχεται εἰς τὴν ψυχήν, πὼς δέχεται μεν απὸ τὴν ψυχὴν τὸ σῶμα τὴν ζωὴν καὶ πὼς δέχεται ἀπὸ τὸ σῶμα πάλιν ἡ ψυχὴ τοὺς πόνους. Ποίας ἀποθήκας διαθέτει διὰ τάς γνώσεις, διατὶ ἡ προσθήκη τῶν νέων γνώσεων δὲν καλύπτει την γνώσιν τῶν προηγουμενῶν, ἀλλὰ διαφυλάσσονται ἀσύγχυτοι καὶ ξεκάθαροι αἱ ἐντυπώσεις, χαραγμένοι ὡσὰν εἰς χαλκίνην στήλην εἰς τὸ λογικὸν μέρος τῆς ψυχῆς. Πῶς χάνει τὸ κάλλος της με τὸ νὰ γλυστρᾶ εἰς τὰ σαρκικὰ πάθη καὶ πὼς πάλιν ὅταν ἀποκαθάρη τὸ αἶσχος ποὺ προέρχεται απο τὴν κακίαν, βαδίζει διὰ τῆς ἀρετῆς τὴν πορείαν τῆς ὁμοιώσεώς της πρὸς τὸν κτίστην.
8. Πρόσεξε, ἐὰν θέλης, μετὰ τὴν θεώρησιν τῆς ψυχῆς, καὶ εἰς τὴν κατασκευὴν τοῦ σώματος και θαύμασε πὼς ὁ ἀριστοτέχνης ἐδημιούργησεν αὐτὸ κατάλυμα ποὺ πρέπει εἰς λογικὴν ψυχήν. Ἀπ’ ὅλα τὰ ζῶα μόνον τὸν ἄνθρωπον ἔπλασεν ὄρθιον, διὰ νὰ γνωρίζης ἀπὸ τὸ σχῆμα αὐτὸ ὅτι ἡ ζωή σου προέρχεται ἀπὸ τὴν οὐράνιον συγγένειαν. Διότι τὰ μὲν τετράποδα ὅλα πρὸς τὴν γην βλέπουν, καὶ πρὸς τὸ μέρος τῆς κοιλίας σκύβουν εἰς τὸν ἄνθρωπον ὅμως ἡ ἀνάβλεψις πρὸς τον ουρανὸν εἶναι ἕτοιμη, ὥστε νὰ μὴ ἀσχολῆται μὲ τὴν κοιλίαν, μήτε μὲ τὰ ὑποκοίλια πάθη, ἀλλὰ να έχη ὁλόκληρον τὴν ὁρμὴν πρὸς τὴν ἀνοδικὴν πορείαν. Ἔπειτα μὲ τὸ νὰ θέση τὴν κεφαλὴν εἰς την κορυφὴν τοῦ σώματος μέσα εἰς αὐτὴν ἐτοποθέτησε τάς πιὸ ἀξιολογωτέρας ἀπὸ τάς αἰσθήσεις. Εκεί ἡ ὅρασις καὶ ἡ ἀκοὴ καὶ ἡ γεῦσις καὶ ἡ ὄσφρησις, ὄλαι ἡ μία δίπλα εἰς τὴν ἄλλην κατοικοῦν. Και ἐνῶ εἶναι συγκεντρωμένοι εἰς τόσον μικρὸν χῶρον, κατὰ τίποτε δὲν ἐμποδίζει ἡ μία εἰς την ενέργειαν τῆς γειτονικῆς. Βέβαια τὰ μάτια ἔχουν καταλάβει τὴν πιὸ ὑψηλὴν σκοπιάν, ὥστε κανένα απο τὰ σωματικὰ μόρια νὰ μὴ ἐμβαίνη μπροστὰ εἰς αὐτά, ἀλλὰ καθήμενα κάτω ἀπὸ κάποιαν μικράν προεξοχην τῶν φρυδιῶν, βλέπουν κατ’ εὐθείαν ἐμπρὸς ἐξ αἰτίας τῆς προεξοχῆς ποὺ ὑπάρχει επανω. Ἡ ἀκοὴ πάλιν δὲν ἔχει ἀπ’ εὐθείας ἄνοιγμα, ἀλλὰ μὲ τὸν κυκλοειδὴ πόρον ἀντιλαμβάνεται τους εἰς τὸν ἀέρα θορύβους. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἔργον τῆς οὐρανίου σοφίας, ὥστε ἡ μὲν φωνή ανεμποδιστα νὰ διέρχεται ἡ στρεφόμενη δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ εἰς τάς κυρτότητας νὰ ἐνηχή περισσοτερον, ὥστε τίποτε νὰ μὴ ἠμπορῆ νὰ γίνη ἐμπόδιον εἰς τὴν αἴσθησιν ἀπὸ αὐτὰ που εξωτερικὰ παρεμβάλλονται. Γνώρισε καλὰ καὶ τὴν φύσιν τῆς γλώσσης, πὼς εἶναι καὶ ἁπαλὴ και ευλύγιστος καὶ ἐπαρκεῖ εἰς κάθε ἀνάγκην τοῦ λόγου μὲ τὴν ποικιλίαν τῆς κινήσεως. Τὰ δόντια, ποὺ εἶναι συγχρόνως ὄργανα τῆς φωνῆς μὲ τὸ νὰ παρέχουν ἀντιστήριγμα εἰς τὴν γλώσσαν, εἴναι συγχρονως καὶ ὑπηρέται τῆς τροφῆς. Ἄλλα μὲν μὲ τὸ νὰ τὴν κόπτουν καὶ ἄλλα δὲ μὲ τὸ νὰ την αλέθουν. Καὶ ἔτσι ἐπιθεωρῶν τὸ κάθε τί μὲ τὸν πρέποντα λογισμὸν καὶ πληροφορούμενος την έλξιν τοῦ ἀέρος διὰ τοῦ πνεύματος, τὴν διατήρησιν τῆς θερμότητος εἰς τὴν καρδίαν, τὰ ὄργανα της πέψεως, τοὺς φορεῖς τοῦ αἵματος, ἀπ’ ὅλα αὐτὰ θὰ κατανόησης τὴν ἀνεξερεύνητον σοφίαν του ποιητοῦ σου, ὥστε καὶ σὺ ὁ ἴδιος νὰ εἰπῆς μαζὶ μὲ τὸν προφήτην «δι’ ἐμὲ τέτοια γνῶσις εἴναι υπερθαυμαστος». «Πρόσεχε, λοιπόν, παντοῦ», διὰ νὰ προσεχὴς τὸν Θεόν, εἰς τὸν ὁποίον ανηκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις εἰς ὅλους τους αἰώνας. Ἀμήν.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Βιβλίο “Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΕΡΓΑ,”