02 Μαρτίου

Σήμερα ἡ ἐκκλησία μας ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρα Ἠσυχίου τοῦ συγκλητικοῦ. Ὁ ἅγιος Ἠσύχιος ἦταν πρῶτος ἀνακτορικὸς ἀξιωματοῦχος στὰ χρόνια του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, ποὺ βασίλεψε ἀπὸ τὸ 286 ὡς τὸ 305. Εἶναι τὰ χρόνια του τελευταίου καὶ μεγάλου διωγμοῦ τῆς ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι δέκατος στὴ σειρὰ τῶν ἀρχαίων διωγμῶν. Τὸ βασιλικὸ διάταγμα τοῦ διωγμοῦ μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα, εἶχε εἰδικὴ διάταξη γιὰ τοὺς ἀξιωματούχους τοῦ παλατιοῦ: ὅσοι ἤσαν χριστιανοί, ἔπρεπε νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους, γιὰ νὰ κρατήσουν τὴ θέση τους ἢ ἔπρεπε νὰ παραιτηθοῦν ἀπὸ τὴ θέση τους, νὰ βγάλουν τὶς στολές των καὶ νὰ καταθέσουν τὶς ζῶνες των. Ἡ στολὴ καὶ ἡ ζώνη ἤσαν τὰ ἐμβλήματα καὶ ἡ τιμὴ τοῦ ἀξιώματος. Βγάζοντάς τα αὐτά, οἱ δημόσιοι ἀξιωματοῦχοι ἔμεναν ἁπλοὶ ἰδιῶτες καὶ κοινοὶ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ τὸ βασιλικὸ διάταγμα, γιὰ περισσότερη τιμωρία καὶ ταπείνωση, ὑποχρέωνε τοὺς πρὶν ἐπίσημους καὶ ἰσχυροὺς ἀξιωματούχους νὰ ντυθοῦν ταπεινὰ καὶ νὰ ἀναστρέφονται μόνο μὲ γυναῖκες. Ἡ εἰδωλολατρία ὑπῆρξε πάντα πολὺ ἐφευρετικὴ στὰ μέσα ποὺ μεταχειριζότανε στοὺς διωγμοὺς ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Μὰ κι ὅλοι οἱ διῶκτες τῆς πίστεως τὸ ἴδιο κάνουν πάντα! Ἐμπνέονται καὶ μεταχειρίζονται ὅ,τι μπορεῖ νὰ ταπεινώσει καὶ νὰ ἐξευτελίσει τὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα κι ὅ,τι μπορεῖ περισσότερο νὰ βασανίσει σωματικά τα θύματά τους.

Ἡ ἱστορία τῶν διωγμῶν τῆς ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχὴ μέχρι σήμερα, ἔχει νὰ παρουσιάσει ἄπειρα κι ἀξιοθαύμαστα παραδείγματα σκληρότητας τῶν διωκτῶν καὶ καρτερίας τῶν ἁγίων μαρτύρων. Καὶ γιὰ τὰ δυὸ θαυμάζουμε, καὶ γιὰ τὴν κακουργία τῶν ἀνθρώπων καὶ γιὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ ὁπλίζει καὶ ἐνισχύει τοὺς ἁγίους μάρτυρες, γιὰ νὰ σηκώσουν τὸ διωγμὸ καὶ νὰ ἀντέξουν στὸ μαρτύριο. Τὸ μαρτύριο τῶν ἁγίων της πίστεως εἶναι ἡ τραγικὴ πάλη, μεταξύ του κόσμου καὶ τοῦ Θεοῦ. Τραγικὸς ὁ ἄνθρωπος μέσα στὴν ἀσέβεια καὶ τὴν κακία του, τολμᾶ τὴν ἀναμέτρησή του μὲ τὸν Θεό, ἡ ὁποία συντελεῖται στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων μαρτύρων, καὶ ἔτσι, γίνεται θεομάχος.
Ὁ ἅγιος Ἠσύχιος προτίμησε νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴ θέση του, νὰ βγάλει τὴ στολή του καὶ νὰ καταθέσει τὴ ζώνη του. Ἂλλ’ αὐτὸ δὲν ἔφτανε, γιὰ νὰ μείνει ἥσυχος καὶ νὰ ζήσει σὰν ἰδιώτης. Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἄρχισε ἡ περιπέτεια καὶ ἡ ὁμολογία του. Τῆς κακίας δὲν τῆς φτάνει νὰ τῆς ἀφήνεις ἀνοιχτό το δρόμο, ἀλλὰ ζητάει καὶ ἐκδίκηση. Ὁ Μαξιμιανὸς δὲν τὸ ἀνέχθηκε τό ὅτι ὁ πρῶτος ἀξιωματοῦχος του τὸν περιφρόνησε, καὶ ἀντὶ γιὰ τὴ βασιλικὴ εὔνοια καὶ τιμή, προτίμησε τὴν πίστη του στὸ Χριστό. Τί μπορεῖ νὰ εἶναι παραπάνω ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία καὶ τὴν τιμὴ τοῦ πολιτικοῦ ἀξιώματος; Αὐτὸ τὸ ξέρουν μόνο ὅσοι πιστεύουν στὸ Θεὸ καὶ σέβονται τὸν ἑαυτό τους.
Κάλεσε λοιπὸν ὁ βασιλέας τὸν πρὶν παλατιανὸ ἀξιωματοῦχο καὶ συνεργάτη του καὶ τοῦ εἶπε: «Δὲν ντρέπεσαι Ἠσύχιε; Πῶς κατάντησες τόσο ἄτιμος καὶ περιφρονημένος; Δὲν τὸ ξέρεις λοιπὸν πώς οἱ χριστιανοὶ δὲν ἔχουν τὴ δύναμη νὰ σὲ ξαναφέρουν στὶς προτερινές σου τιμές;». ὁ Ἠσύχιος ὄχι μόνο πραγματικὰ ἥσυχος ἄκουσε τὸ βασιλικὸ λόγο, ἀλλὰ καὶ ἀπάντησε μὲ σεμνὴ περηφάνεια: «Αὐτὴ ἡ τιμὴ καὶ δόξα γιὰ τὴν ὁποία λὲς ἐσύ, εἶναι μάταιη καὶ προσωρινή, μὰ ἡ τιμὴ καὶ δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντοτινὴ καὶ ζωὴ αἰώνια». Σ’ αὐτὴν τὴν ἀπάντηση, τί μπορεῖ νὰ κάμη ὁ κάθε διώκτης; Μπροστά σε μιὰ τέτοια ἀδούλωτη ψυχή, τὸ πιὸ πολὺ ποὺ μπορεῖ εἶναι νὰ ἀποκτείνει τὸ σῶμα.
Αὐτὸ ἔκαμε κι ὁ Μαξιμιανός, γιὰ νὰ δείξει ὄχι τὴ δύναμη, ἀλλὰ τὴν ἀδυναμία του. Ἔβγαλε τὴν ἀπόφασή του κι ἔδωσε διαταγὴ νὰ δέσουν μιὰ βαριὰ μυλόπετρα στὸ λαιμὸ τοῦ Ἠσυχίου καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὰ πιὸ βαθιὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ. Ἔτσι ὁλοκληρώθηκε ἄλλη μιὰ φορὰ ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸ Εὐαγγέλιο: «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι». Στὴν περίπτωση αὐτὴ οἱ νικητὲς δὲν εἶναι οἱ τύραννοι, ἀλλὰ οἱ ἅγιοι. Οἱ τύραννοι εἶναι οἱ ἡττημένοι. Ὁ ἅγιος Ἠσύχιος, ἀντὶ γιὰ τὶς βασιλικὲς τιμὲς καὶ τὰ ἀξιώματα, προτίμησε τὸν ὀνειδισμὸ καὶ τὸ θάνατο, γιὰ νὰ κερδίσει τὸ στεφάνι τῆς νίκης καὶ τὴ μακαριότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἀμήν.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο:
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Λ. ΨΑΡΙΑΝΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΣΕΡΒΙΩΝ ΚΑΙ ΚΟΖΑΝΗΣ

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ἀξίας κοσμικῆς, ἀπορρίψας τὸ κλέος, τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ, ὠμολόγησας χαίρων, Ἠσύχιε πανένδοξε, Ἀθλητῶν ἐγκαλλώπισμα• ὅθεν ἔφερες, ὥσπερ τιμὴν τὴν αἰσχύνην, καὶ τὸν θάνατον, ἐν πνιγμονὴ τῶν ὑδάτων, δυνάμει τοῦ Πνεύματος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου, Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας ἔκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἠμῶν, ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν, ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση, Αὐτοῦ ταῖς ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἠμῶν.
Τοὺς ἀθλητικούς, ἀγώνας ἰχνηλατήσας, πρὸς θεουργικήν, ἀγάπην ἀναπτερώθης, καὶ τῆς ἄνω Συγκλήτου, ἐδείχθης ὁμότιμος, ἀρνησάμενος τὴν πρόσκαιρον, καὶ ζωῆς πρὸς ὕδωρ ἔφθασας, ποταμοῦ ριφεῖς τοῖς ρεύμασιν, Ἠσύχιε Ἀθλητά, εὐσεβῶν πρεσβευτά.

Μεγαλυνάριον.
Βουλᾶς ἀσεβούντων ὑπεριδών, ἐν βουλὴ Κυρίου, ἐπορεύθης θεοπρεπῶς, καὶ ἀνδραγαθήσας, Ἠσύχιε ἐν ἄθλοις, λαμπρῶς ἐμεγαλύνθης, δόξη τὴ κρείττονι.